Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Η συνέντευξη με τον Χρήστο Θηβαίο στο Downtown: Director's Cut

Ο τραγουδοποιός Χρήστος Θηβαίος έχει συμπληρώσει ήδη μια 20ετία στα μουσικά δρώμενα, αρχικά με τους Συνήθεις Υπόπτους και έναν οριακό δίσκο (‘’Μέρες αδέσποτες’’) και εν συνεχεία με την προσωπική διαδρομή του. Είχε την τύχη να ερμηνεύσει τον ‘’Άμλετ της Σελήνης’’ του Θάνου Μικρούτσικου και του Μάνου Ελευθερίου, ένα από τα σημαντικότερα – κατά τη γνώμη μου – σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, και να ακούσει τη φωνή του να ενώνεται μ’ αυτή του κόσμου σε πολλά ακόμη κομμάτια, δικά του ή άλλων δημιουργών. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μια ατυχής δήλωση του, τον έκανε βορά στα λιοντάρια της διαδικτυακής αρένας. Και μόνο αυτό το περιστατικό θα έφτανε για να βρεθούμε και να συζητήσουμε. Η πραγματική αιτία όμως για την ακόλουθη συνέντευξη ήταν το ‘’Σιδερένιο Νησί’’, το καινούργιο CD του, συνημμένο με βιβλίο, που οφείλει την ύπαρξη του σε μία άγνωστη σχετικά μαύρη σελίδα της πολιτικής ιστορίας του 20ου αι. στη χώρα μας. Κάπου εκεί ‘’χώρεσαν’’ και πολλά άλλα θέματα, όπως ο έρωτας και ο θάνατος, το ‘’έντεχνο’’ τραγούδι και οι νεότεροι εκπρόσωποι του.

Πριν από μία δεκαετία περίπου σας  είχα συναντήσει στο ίδιο σπίτι στη Μαυρομιχάλη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει, δεν είστε πια μαζί με την κόρη του Μικρούτσικου.
Ακριβώς. Μια χαρά, όμως. Ζω τώρα με την οικογένεια μου. Έχω τον μικρό Θάνο, τον γιο που έκανα με την κόρη του Μικρούτσικου, όπως και τον Νίκο, από τον πρώτο μου γάμο. Ο Θάνος είναι έξι στα εφτά, ο Νίκος δεκαπέντε στα δεκαέξι. Η τωρινή σύντροφος μου, η Μαρία, έχει επίσης μια κόρη, την Αριάδνη, δεκατριών ετών και είμαστε όλοι παρέα.
Δε μπορείτε να μείνετε καθόλου μόνος. Θέλετε πάντοτε τη γυναικεία παρουσία δίπλα σας.
Όλοι είμαστε μοναχικοί τύποι, αλλά νομίζω ότι η παρουσία του άλλου μας δυναμώνει την έννοια της διαφορετικότητας και της αφοσίωσης. Η σύντροφος ή ο σύντροφος κάποιου ανθρώπου έχει τρομερά δημιουργικό ενδιαφέρον πέρα από τον έρωτα. Πάντα ο άνθρωπος που εμπιστεύεσαι δεν παύει να αποτελεί τις πρώτες σελίδες ενός τεράστιου λογοτεχνικού έργου. Σα να έχεις λειάνει ένα μαχαίρι από αλάτι, το οποίο ανά πάσα στιγμή σε πληγώνει και ανά πάσα στιγμή το πετάς και γίνεται θάλασσα.
Χειρίζεστε ωραία τον λόγο. Θα έχει να κάνει και με τις σπουδές σας αυτό.
Πάντα είχα την ανάγκη να εντρυφήσω στις ζωές των άλλων, κάτι που ξεκίνησε από τα τραγούδια και από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα. Κατέληξα να δώσω εξετάσεις, να σπουδάσω φιλοσοφία στη Μπολόνια και να συναντήσω εκεί συγκλονιστικούς καθηγητές. Ανάμεσα τους, τον Ουμπέρτο Έκο, τον λιγότερο γνωστό Βαλέριο Μαρκέτι, που ήταν όμως συνεργάτης του Μισέλ Φουκό, καθώς και τον Τόνι Νέγκρι, εξόριστο τότε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Ζούσα σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία και μπορώ να χαίρομαι σήμερα που κάτι ανάλογο ζουν τα παιδιά μου. Ο Θανούλης είναι μικρός ακόμα, αλλά ο Νίκος και η Αριάδνη πηγαίνουν εδώ σχολείο, στα Εξάρχεια, και οι κολλητοί τους φίλοι είναι άλλου πολιτισμού, άλλης θρησκείας και άλλου χρώματος. Έχουν φτιάξει μια υπέροχη παρέα.
Πως είδατε τη βράβευση με Νόμπελ του Bob Dylan;
Διάβασα ότι έγινε χαμός στα social media. Εγώ χάρηκα. Ακούστηκε “γιατί να μην το’χει πάρει ο Μίλαν Κούντερα και να το πάρει ο Dylan’’… Εντάξει, και γιατί να μην το’χει πάρει ο Νίκος Καρούζος και να το πήρε ο Σιμόν Πέρες, ξέρω γω… Απόψεις είναι αυτές, αλλά προσωπικά αισθάνθηκα, πολύ ταπεινά εκφράζοντας το, ότι ανήκω στην οικογένεια του Dylan, άρα χάρηκα για την αναγνώριση του λογοτεχνικού ταλέντου του.
Αρκετές φορές έχετε μιλήσει για τους ηθοποιούς γονείς σας. Μεγαλώσατε μέσα στα μπουλούκια.
Ηθοποιοί δεν ήταν μόνο οι γονείς μου, αλλά και ο παππούς, η γιαγιά μου, ο θείος μου… Όλοι. Δεν υπήρχε άνθρωπος από το σόι της μητέρας μου που να μην ήταν ηθοποιός. Από την πλευρά του πατέρα μου, πάλι, ήταν ο μόνος που τελείωσε τη Νομική και ακολούθησε τη Λυρική Σκηνή ως τενόρος. Δούλεψε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, αλλά μετά ερωτεύθηκε τη μάνα μου και έφυγε με τα μπουλούκια.
Τους έχετε τους γονείς σας;
Όχι, ήταν μεγάλοι. Ο πατέρας μου με έκανε 57 ετών και έφυγε στα 87 του. Τον έζησα αρκετά. Θυμάμαι λίγο πριν πεθάνει που έψαχνα κοινούς τόπους να μιλήσω μαζί του. Είχαμε μείνει μόνοι γιατί η μάνα μου έλειπε στον Καναδά στην αδερφή της. Όλη μέρα ακούγαμε κλασική μουσική, όπερα και Μαρία Κάλλας, ώσπου σε μια φάση μπαίνω στο σπίτι όλο χαρά και του λέω: ‘’Μπαμπά, τά’μαθες; Θα περάσει ο κομήτης του Χάλεϊ’’. Γυρνάει με ένα απαξιωτικό ύφος και μου κάνει: ‘’Πάλι;’’ (γέλια) Τον είχε ξαναδεί!
Είχαν προλάβει οι γονείς σας να σας δουν ‘’φτασμένο’’ τραγουδοποιό;
Όχι, δυστυχώς. Η μητέρα μου πέθανε το ’97, πρόλαβε να δει την αρχή με τους Συνήθεις Υπόπτους. Είχε έρθει δυο – τρεις φορές στο Μπαράκι του Βασίλη, αλλά γενικά δεν ήθελαν με τίποτα να ακολουθήσω τα καλλιτεχνικά.
Θεωρούσαν μεσ’ στην ταλαιπωρία  τη ζωή του καλλιτέχνη;
Κυρίως πίστευαν ότι δεν έχει καμία τύχη η ζωή του καλλιτέχνη.
Να όμως που εσείς είχατε την τύχη με το μέρος σας. Θα χαίρονταν.
Δε μπορώ να το ξέρω, ίσως ναι, ίσως όχι. Αυτό που θα ήθελα πραγματικά να χαρούν είναι το ότι ο γιος τους έγινε ευτυχισμένος.
Αδερφός της μητέρας σας ήταν ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ένας μάλλον υποτιμημένος κωμικός, θα έλεγα.
Χαίρομαι που το θίγετε αυτό, γιατί μέσα στα χρόνια έχω θητεύσει με σεβασμό δίπλα σ’ όλους τους μεγάλους: Τον Μικρούτσικο, τον Νταλάρα, τον Μητροπάνο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Αλεξίου, τη Γαλάνη – δεν αναφέρομαι στους καλλιτέχνες της γενιάς μου, σαν τον Πασχαλίδη, τον Μάλαμα και τον Αλκίνοο. Τραγουδώντας λοιπόν στη σκηνή με τέτοια ονόματα, αισθάνεσαι ότι είσαι στη θέση σου, ότι είσαι εξαιρετικός στη δουλειά σου και γι’ αυτό έχεις επιλεγεί, δεν παύεις όμως να είσαι το Νο 2. Έμαθα έτσι στη ζωή μου πώς να είμαι το καλύτερο Νο 2, πώς το ένα βήμα πίσω δε σε μειώνει, αλλά σε εξυψώνει! Το ίδιο πιστεύω και για τον θείο μου. Ήταν το Νο 2, αλλά το καλύτερο! Με νουθετούσε γλυκά, ήταν φίλος μου πάνω απ’ όλα και συχνά, όταν έπαιζε με τον Βέγγο ή τον Βουτσά, εγώ τους διάβαζα τους ρόλους, ‘’κράταγα’’ τα λόγια τους. Μάθαινα την ελληνική γλώσσα μέσα από την υποκριτική, τον αυτοσχεδιασμό και όλα αυτά.
Θυμάμαι πως και η Αρλέτα σας είχε νουθετήσει κάποτε, αλλά χωρίς να σας ‘’χαϊδέψει’’.
Έτσι είναι. Την πρώτη φορά μου λέει ‘’Παιδί μου, έχεις ταλέντο’’. Γονάτισα εγώ, της απαντάω ‘’Σας ευχαριστώ πολύ’’, οπότε μου ξαναλέει ‘’Ναι, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που με νοιάζει είναι τι θα το κάνεις’’! Ύστερα από δύο χρόνια την ξανασυνάντησα, έχοντας πια κάνει πανελλαδική επιτυχία με τραγούδια συγκυριακά, σαν το ‘’Πόσο πολύ σ’ αγάπησα’’. ‘’Παιδί μου’’, με ρώτησε τότε, ‘’το θάνατο της μητέρας σου τον ξεπέρασες;’’ Έμεινα άφωνος, γιατί δεν μου είχε πει ούτε καλημέρα, ούτε καλησπέρα, τίποτα. ‘’Όχι’’ της απάντησα. ‘’Πρόσεξε’’, συνέχισε εκείνη, ‘’γιατί έχεις επιτυχία. Να θυμάσαι πάντα ότι κάποιος στην αποτυχία χάνει το μυαλό του, στην επιτυχία όμως χάνει την ψυχή του’’.
Αξίζει όμως να πονάμε για να είμαστε σωστοί και ‘’ευθυγραμμισμένοι’’; Δεν είναι κακό να χαίρεσαι την  επιτυχία σου και να μην έχεις μόνιμα στο μυαλό σου την απώλεια.
Αυτή ήταν η αφορμή μάλλον για να μου πει ότι ήθελε να μου πει. Γι’ αυτό και την τρίτη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε ότι η δόξα μόνο προβλήματα θα μου δημιουργήσει, αλλά θα μου δώσει και την ευκαιρία να κάνω μια ζωή όπως θα την ήθελα. Υπό αυτή τη λογική έγινε σήμερα και το ‘’Σιδερένιο Νησί’’.
Ζούμε σε μια εποχή που κάποιος με επαναστατικές διαθέσεις χρήζεται έως και γραφικός. Εσείς πάλι μας προτείνετε έναν άκρως επαναστατικό δίσκο.
Ο δίσκος αυτός έχει να κάνει με το όραμα, με τη μνήμη, με το μότο μου που λέει ‘’Οι ήρωες είναι πάντα όμορφοι και νέοι’’, ένας πρωτοετής φοιτητής ή ακόμη κι ένας μαθητής σχολείου. Το ίδιο όμορφοι και νέοι είναι αυτοί με ένα συνταξιούχο που αγωνίζεται για τα δικαιώματα του, που βγαίνει στο δρόμο, που παθιάζεται ή που αυτοπυρπολείται. Θεωρώ ωστόσο ότι σ’ αυτόν τον τόπο έχουμε δύναμη και δε λείπει το οξυγόνο. Όποιος μπορεί να αντλήσει δύναμη από τις ιδέες του ή από τα αγαπημένα του πρόσωπα, αυτός έχει σθένος και είναι πάντα όμορφος και νέος.
Οι ήρωες που μας προτείνετε, είναι και λίγο άγιοι; Στο εξώφυλλο παρουσιάζονται σαν βυζαντινές αγιογραφίες.
Όχι. Δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσαν να ‘’αγιοποιηθούν’’. Ο Σπέρας, λόγου χάριν, στην πορεία της ζωής του φυλακίστηκε 109 φορές από τα 21 του χρόνια. Μια ιστορία τον χαρακτηρίζει αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Έγραφε ως αναρχοσυνδικαλιστής σε εφημερίδες φιλελεύθερες  μέχρι που το ’43 θεωρήθηκε δοσίλογος από τον Μούντριχα και τον Νόπλα του ΕΑΜ. Τον κάλεσαν στη Μάντρα Αττικής και τον αποκεφάλισαν ως φασίστα. Ο δίσκος βέβαια δεν ασχολείται μ’ αυτό. Ασχολείται με την απεργία της Σερίφου και το πώς ένας 21χρονος τσιγαράς οργάνωσε τους εργάτες  να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους. Οχτάωρο, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, ταμείο αλληλοβοηθείας και απαγόρευση να μπαίνουν ταυτόχρονα στην ίδια σήραγγα πατέρας και γιος, ώστε να μην ξεκληρίζονται οικογένειες. Εν συνεχεία, θορυβήθηκε η γερμανική μεταλλευτική εταιρεία και άρχισε να ασκείται πίεση στην κυβέρνηση Ζαΐμη μέσα στα προβλήματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ποιον θα μπορούσε να αφορά η διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων μιας μικρής ομάδας ξεβράκωτων μεταλλωρύχων, ακόμη κι αν αυτή βασιζόταν στη Γαλλική Επανάσταση και τη διακήρυξη των εργασιακών δικαιωμάτων της 1ης Μαΐου του Σικάγο; Βάσει αυτού, την 21η Αυγούστου του 1916 προχώρησαν σε απεργία. Οι Γερμανοί κάλεσαν άγημα τριάντα Ελλήνων χωροφυλάκων από τη Σύρο και τους έδωσαν πέντε λεπτά διορία για να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Αυτοί κάθισαν άπραγοι σε ένα είδος σιωπηλής διαμαρτυρίας και τότε άνοιξε πυρ, όπου σκοτώθηκαν τέσσερις μεταλλωρύχοι. Λέγεται πως οι γυναίκες των μεταλλωρύχων άρπαξαν σιδηρόπετρες και σκότωσαν σχεδόν όλο το άγημα! Αιματοκυλίστηκε η Σέριφος τη μέρα εκείνη. Ο Σπέρας κλείδωσε τα όπλα του αγήματος σε ένα καφενείο και έκτοτε δεν ξαναχρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Είχε όμως γίνει στο νησί για ένα δεκαπενθήμερο το πρώτο ελληνικό σοβιέτ, η πρώτη μοναδική κομμούνα, που βέβαια καταλύθηκε στη συνέχεια. Αυτά τα στοιχεία με έκαναν να ξεκινήσω μία μελέτη και να φτιάξω τον καινούργιο μου δίσκο.
Με τη Σέριφο έχετε ισχυρούς δεσμούς τα τελευταία χρόνια.
Ναι, πηγαίνω σταθερά την τελευταία δεκαετία. Εκεί συνέλαβα την ιδέα αυτού του concept, που μου πήρε οχτώ χρόνια η ολοκλήρωση του. Απ’ όλη αυτή την αντίθεση, φως στα χωριά, στις εκκλησιές, στις παραλίες και σκοτάδι μέσα στις στοές και στις γαλαρίες του νησιού. Αν και κλειστός ο κόσμος της Σερίφου είναι συμπαθητικός, κουβαλώντας στην πλάτη του την ιστορία που σας είπα. Κάποια στιγμή έκανα μια πορεία με τα πόδια 13 χιλιομέτρων. Σε ένα οτοστόπ συνάντησα κάποιον που είχε ίδιο όνομα με έναν από τους εκτελεσθέντες. Όταν τον ρώτησα αν έχει συγγένεια, τρόμαξε. ‘’Που το ξέρεις εσύ αυτό;’’ μου είπε. Είναι μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Σερίφου, όπως και της Ελλάδας. Η κόρη του Κωνσταντίνου Σπέρα, η Αρτεμισία Νεφέλη, με βοήθησε πάρα πολύ στην έρευνα μου, επιτρέποντας μου να συμπεριλάβω στην έκδοση τα κείμενα του πατέρα της. Την αναφέρω και σε ένα τραγούδι μάλιστα.
Συμφωνείτε ότι το λεγόμενο έντεχνο έχει ‘’πέσει’’ αισθητά τα τελευταία χρόνια;
Κοιτάξτε, για να είμαι ειλικρινής θα ήταν κακό αν συμφωνούσα. Θεωρώ ότι οι συνάδελφοι της γενιάς μου είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους, αλλά δε θεωρώ ότι συνέβη και κάτι σπουδαίο, επειδή ο Χρήστος Θηβαίος έβγαλε καινούργια τραγούδια.Εάν δεν υπάρχει αύριο, δεν υπάρχει και σήμερα. Τα περισσότερα νέα παιδιά οδηγήθηκαν στο να ρίχνουν όλο το βάρος στην ερμηνεία και όχι στην τραγουδοποιία. Δεν ξέρω αν είναι άμοιροι ευθυνών. Μιλάω για παιδιά σαν τον Χαρούλη, τη Μποφίλιου και τη Ζουγανέλλη, τη στιγμή που υπάρχουν και ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, ο Παύλος Συνοδινός ή η Μαρία Παπαγεωργίου, τραγουδοποιοί δηλαδή. Αυτό θα ήθελα πιο πολύ, να βγουν μπροστά οι δημιουργοί.
Το 2006 κάνατε το ‘’Μυστήριο τρένο’’ με τον Γιώργο Ανδρέου, ένα δίσκο σε brit pop ύφος. Σήμερα με το ‘’Σιδερένιο Νησί’’ ποιος είναι ο ήχος σας;
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε παραγωγή του ‘’Φύλακα’’ Άγγελου Σφακιανάκη με συγκλονιστικούς μουσικούς, που είμαστε πλέον γκρουπ: ο Μάξιμος Δράκος στο πιάνο, στα πλήκτρα, στις κιθάρες, ο Πέτρος Βαρθακούρης στο κοντραμπάσο, στο μπάσο, στις κιθάρες και σε ένα κουβανέζικο όργανο που αντικατέστησε το λαούτο στο δίσκο και ο Γιάννης Αγγελόπουλος στα ντραμς. Σημαντική επίσης η συμμετοχή του Γιώργου Μακρή στις τσαμπούνες, στο καβάλ και στη γκάιντα. Θέλαμε να βγει ένας ‘’μπητλικός’’ δίσκος με όλα αυτά τα βαριά έγχορδα σε κάποια κομμάτια. Προσέξαμε καλά τη μουσική, γράψαμε live σε μπομπίνα. Το τραγούδι ‘’Στις στοές’’, για να καταλάβετε, ξεκινάει με ένα στυλ Κουρτ Βάιλ για να καταλήξει σε ένα ιντερλούδιο από το ‘’Opus 87’’ του Σοστακόβιτς – τέτοιες μελέτες υπήρξαν! Ή το ομότιτλο, το ‘’Σιδερένιο Νησί’’, που απ’ τη μια παίζει με τις γλυκές αρμονίες του Sting και απ’ την άλλη με τη σκληρή εναρμόνιση που θα είχε ένας Chris Cornell.
Ένας τραγουδοποιός χρειάζεται να είναι πιστός στο προσωπικό του ύφος πέραν των εξελίξεων στην τέχνη του;
Μ’ αρέσει πολύ αυτό που λέτε. Είναι κάτι που με παιδεύει δημιουργικά. Χρειάζεται να έχει προσωπικό ύφος, αλλά να το ανατρέπει. Τόσο, όσο! Να έχει την προσωπικότητα του χωρίς να γίνεται δημόσιος υπάλληλος του εαυτού του.
Ας πάμε στη διαβόητη δήλωση σας. Ομολογώ ότι είχα σκεφτεί να σας τηλεφωνήσω για να ρωτήσω αν είστε καλά μετά από τέτοιο κράξιμο, διαδικτυακό κυρίως…
Κάποια πράγματα λέγονται τόσο απλά σα να είσαι σε ένα τραπέζι με τους φίλους σου. Αυτή η τάση κανιβαλισμού νομίζω ότι πλήττει βασικά αυτούς που λένε τις ασχήμιες και όχι αυτούς που τις δέχονται. Εκείνοι μπορεί στο τέλος της μέρας ή μετά από ένα χρόνο να νιώθουν τύψεις και όχι εσύ. Στενοχωρήθηκαν πιο πολύ οι δικοί μου παρά εγώ ο ίδιος. Θα σας πω όμως το πιο σημαντικό πράγμα που μου άφησε όλο αυτό: Εκείνο το απόγευμα ο γιος μου με είδε κάπως στενοχωρημένο. ‘’Εντάξει, μπαμπά’’, μου είπε, ‘’συμβαίνουν αυτά’’. Λίγο μετά με είδε που είχα ‘’μασήσει’’, αφού ποτέ πριν δεν είχα δεχτεί τέτοιο λίβελο. Ξέρετε τι μου είπε; ‘’Αν βαθιά μέσα σου πιστεύεις ότι αξίζει να τιμωρηθείς, θα τιμωρηθείς τόσο, όσο ακριβώς σου αξίζει’’. Πραγματικά, ευχαρίστησα το θεό, το σύμπαν και όλους τους ανθρώπους που έφεραν το παιδί μου σε τέτοια επίπεδα συνειδητότητας. Έγινα θέμα στα κανάλια, βορά των μεσημεριανάδικων για πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλά κάπου ψιλογέλαγα κιόλας. Εύχομαι σε όλους όσοι μου επιτέθηκαν, να έχουν την τύχη να ακούσουν από το παιδί τους μια τόσο βαθιά κουβέντα, όπως άκουσα εγώ.
Σκεφτήκατε παρόλα αυτά ότι το σκεπτικό πίσω απ’ την επίθεση που σας έγινε, ήταν το εξής; ‘’Αυτός τά'χει κονομήσει τόσα χρόνια και λέει σε μας να την περνάμε με παξιμάδι κι ελιά’’. Σας το λέω πολύ λαϊκά...
Κατάλαβα τι λέτε. Όχι, δεν έχω βγάλει πολλά λεφτά. Έχω περάσει και περνάω καλά στη ζωή μου και είμαι ευγνώμων που ο άλλος, πληρώνοντας με αίμα και κόπο το εισιτήριο για μια συναυλία μου, πληρώνει μ’ αυτό τον τρόπο το γάλα των παιδιών μου.
Το προηγούμενο CD σας, που ήταν live, είχε βγει και μαζί με εφημερίδα. Πως σας φάνηκε αυτός ο νέος τρόπος διακίνησης της μουσικής;
Σίγουρα ήταν ένας τρόπος, απλά εγώ και οι υπόλοιποι συνάδελφοι, φαντάζομαι, δεν πήραμε ούτε ένα ευρώ.
Και τι κάνει κανείς στην περίπτωση αυτή;
Τίποτα. Τι να κάνεις; Σκύβεις στον εαυτό σου, εξακολουθείς να ζεις από τα live και κυρίως μη χάνοντας το όραμα σου. Κι εδώ πάλι δε μπορώ να γυρίσω πίσω αναφορικά με τη διαχείριση των εταιρειών που πια δεν υφίστανται. Ούτε με το internet μπορώ να τα βάλω, που σίγουρα είναι ένα τρομερό μέσο, μόνο που στις άλλες χώρες του κόσμου καταβάλλονται δικαιώματα. Εδώ όχι. Τι να κάνουμε; Δεν πειράζει…
Δεν αφήνετε, λέω εγώ, τους μεταλλωρύχους της Σερίφου και να συσπειρωθείτε όλοι οι δημιουργοί για τα νόμιμα δικαιώματα σας; Χιούμορ κάνω!
Γίνονται διάφορες κινήσεις τελευταία, αλλά εγώ από την ΑΕΠΙ εισπράττω. Ακόμα είμαι μέλος της ΑΕΠΙ και ευτυχώς ζω από τη δουλειά μου και από τα λίγα δικαιώματα, τα οποία παίρνω.
Τα μακριά μαλλιά σας γιατί τα κόψατε;
Είδα κάποια στιγμή ότι αυτά τα τσουλούφια δεν μου ανήκανε. Ήταν γύρω – γύρω Σάββατο και στη μέση Παρασκευή (γέλια). Το θέμα είναι πώς νιώθεις κι εγώ στα 53 μου νιώθω ότι ξεκινάω από το μηδέν με ένα καινούργιο δίσκο με την ίδια ζέση που είχα κάνει τις ‘’Μέρες αδέσποτες’’. Προσπαθώ να εστιάσω σε μια δεύτερη ενηλικίωση. Κι έχω και μια σύντροφο! Μέσα σε μια σχέση πάντα χαμηλώνεις τόσο, ώστε γίνεσαι χώμα, έδαφος, ένα γόνιμο έδαφος, απ’ το οποίο ξαναφυτρώνεις ως πάπυρος και στα φύλλα του γράφει το βιβλίο της ζωής του ένας άλλος άνθρωπος. Οφείλεις κάθε μέρα να είσαι αναγνώστης της ζωής του άλλου.
Ποια είναι τα πάθη σας;
Το αλκοόλ. Έπινα πολύ, παλιότερα, αλλά τώρα το ‘’μαζεύω’’. Δεν έχω κινδυνεύσει, απλά πιστεύω πως ήρθε ο καιρός να δω αλλιώς τα πράγματα. Να εστιάσω στη μελέτη, στην τεχνική της κιθάρας, σε μια νέα τεχνική ερμηνείας. Δε μπορείς να λειτουργήσεις με θολωμένο μυαλό αν θες να είσαι μαθητής. Προτιμώ τη μέθη της μελέτης.
Αν δεν ήσασταν άνθρωπος της οικογένειας, θα εμπεριείχατε την αυτοκαταστροφή;
Μπορώ να λέω πια ότι αυτή η εικόνα ή η φιλοσοφία του ροκ σταρ δεν μου ανήκει. Την έχω ξεπεράσει. Προτιμώ να ξαναγυρίσω στα φοιτητικά χρόνια, να είμαι ο θιασώτης των ταινιών του Γκοντάρ και του Ταρκόφσκι.
Είστε μονογαμικός; Τι κάνετε όταν ένα κορίτσι δηλώνει την έλξη που της ασκείτε σε ένα live σας;
Τώρα πια είμαι μονογαμικός. Παλιότερα θα έκανα κάτι, τώρα όχι. Θεωρώ ότι η σύντροφος μου είναι το μεγαλύτερο δώρο που έχω δεχτεί στη ζωή μου.
Τόσο ερωτευμένος λοιπόν!
Τόσο ερωτευμένος ώστε να μπορώ ν’ ακούω ή να γράφω ερωτικά τραγούδια.
Ψυχανάλυση έχετε κάνει ποτέ κι αν ναι, τι πετύχατε;
Ακόμα κάνω. Πέτυχα να στηρίξω τον εαυτό μου, να ξέρω τι ζητάω και με ποιο τρόπο θα το ζητήσω κιόλας. Ιδανικά, να γίνω ένα δέντρο που να τυλιχτεί σαν κισσός γύρω του οτιδήποτε με τρομάζει.
Θέλω να θυμηθείτε την πιο ευχάριστη και την πιο δυσάρεστη στιγμή στη μέχρι τώρα πορεία σας.
Ευχάριστες, αρκετές. Τη βραδιά που μας φιλοξένησε στο σπίτι της η σπουδαία συνθέτρια Anne Clark, εμένα και τον μουσικοκριτικό Αργύρη Ζήλο, στο Καίμπριτζ. Ζούσε με τη σύντροφο της τότε η Clark και θυμάμαι που μας άφησε στο σιδηροδρομικό σταθμό με καταρρακτώδη βροχή και ξαναγύρισε πίσω γιατί είχε ξεχάσει να μας αφήσει σαντουιτσάκια για το ταξίδι. Πιο πρόσφατα, επίσης, που αποφάσισα να παίξω ένα ολοκαίνουργιο τραγούδι από το ‘’Σιδερένιο Νησί’’ και είδα τον κόσμο να το κάνει αμέσως δικό του και να το τραγουδάμε παρέα. Η πιο στενόχωρη στιγμή ήτανε στις 19 Νοεμβρίου του 2000 όπου τραγουδούσα σε μια συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου. Είχα πάρει όλα τα εύσημα, αλλά έκανα λάθος στη ‘’Θεσσαλονίκη’’ του Καββαδία. Επί σκηνής δεν μού’πε τίποτα ο Θάνος, αλλά μετά στο καμαρίνι έγινε της πουτάνας (γέλια). Μέχρι σήμερα φέρω βαρέως το ότι δεν έκανα υπερήφανο τον άνθρωπο που μου εμπιστεύθηκε το τραγούδι αυτό.
Καλό είναι να είσαι ευθυνόφοβος καμιά φορά.
Πάσχω από μεγάλη ευθυνοφοβία και ανασφάλεια.
Και πως την παλεύετε μ’ αυτές τις δύο;
Συνήθως έπινα, τώρα πια όχι. Σκέφτομαι απλά το μεγαλείο της συντρόφου μου και την προσμονή των παιδιών μου. Έτσι αρθρώνω το λόγο σαν να τον γράφω εκείνη τη στιγμή.
Πως φαντάζεστε τον εαυτό σας μετά από μία δεκαετία;
Καταρχάς ζωντανό. Εύχομαι να μπορέσω να υλοποιήσω τον επόμενο δίσκο μου, που ήδη τον έχω σχεδιάσει στο κεφάλι μου.
Τι είναι για σας ο θάνατος; Σας απασχολεί όσο και ο έρωτας;
Είναι σίγουρα μια άλλη κατάσταση. Λέει ο Μπόρχες πως ο θάνατος είναι σαν μια βιβλιοθήκη. Θα υπάρχουν κι εκεί βιβλία, όχι αραχνιασμένα, αλλά πάντα έτοιμα να τα τραβήξεις και να τα διαβάσεις. Κάτι άλλο θα έχουμε να διαβάζουμε.