Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Μανώλης Δεστούνης: Η μελαγχολική συνέντευξη ενός κωμικού ηθοποιού

Η τελευταία μου συνέντευξη για το 2016 είναι για το blog αυτό και θα τη χαρακτήριζα μελαγχολική! Μια μεγάλη συζήτηση που είχα με τον βετεράνο ηθοποιό Μανώλη Δεστούνη προ ημερών, με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του. Ας μη θεωρηθεί ότι ο Δεστούνης απλά βρήκε ευκαιρία σε μία συνέντευξη να κάνει τα παράπονα του - συμφωνώ απόλυτα μαζί του πως λέει σωστά πράγματα και όχι εν αδίκω. Άλλωστε, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί πως ένας ηθοποιός που υπηρετεί επί μισό αιώνα το θέατρο και τον κινηματογράφο, δικαιούται να κάνει τους απολογισμούς της ίδιας της ζωής του. Ειλικρινής, έντονα συναισθηματικός μα και εντυπωσιακά αποστασιοποιημένος από όλα ταυτοχρόνως, ο Μανώλης Δεστούνης είναι εδώ, κάνει θέατρο, παίζει σε ταινίες μικρού μήκους, εκδίδει βιβλίο και φυσικά δε διστάζει να μιλήσει για όσα πονάνε έναν συνάδελφό του, της γενιάς του ή και νεότερο. Απολαύστε τον!
Ποιος ο λόγος να εκδώσετε ένα βιβλίο, κύριε Δεστούνη; Δεν είναι και λίγο της μόδας μια τέτοια κίνηση;
Εδώ και χρόνια, πράγματι, την έβλεπα την κίνηση που λέτε, χωρίς να αναφέρομαι τώρα σε ονόματα σαν του Μάνου Κατράκη γιατί θα ήταν ιεροσυλία. Από μικρός μού άρεσαν οι αυτοβιογραφίες των ηθοποιών κυρίως: Έχω του Μάρλον Μπράντο, του Μοντγκόμερι Κλιφτ, του Πολ Νιούμαν, αλλά και Ελλήνων, του Κατράκη, της Λαμπέτη, της Βέμπο από τον Τραϊφόρο κ.α. Με συγκινούν και με εξιτάρουν οι βιογραφίες.
Μου μιλάτε για Ιερά Τέρατα, εσείς εδώ όμως, σε μια μικρή χώρα, δε θα μπορούσατε νά'χατε κάνει την καριέρα όλων αυτών που είπατε.
Σωστά! Εγώ δεν υπήρξα Ιερό Τέρας, αλλά...τέρας (γέλια).
Ποιος λοιπόν ο λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο σας;
Όταν ένα παιδί από έξι ετών βγαίνει στην Ομόνοια να πουλήσει τσιγάρα αυτό κάτι δεν λέει;
Αυτό συνέβαινε με το 80% των ανθρώπων της γενιάς σας.
Ε, ας γράψουν όλοι βιβλίο, τι φταίω εγώ; (γέλια) Κοιτάξτε, έζησα πολλά, γνώρισα πάρα πολλούς σημαντικούς ανθρώπους, ταξίδεψα και στις πέντε ηπείρους, άρα κάτι έχω να πω κι εγώ. Τώρα, αν αυτό που έχω να πω είναι και ευανάγνωστο, γιατί όχι; Το βιβλίο αυτό θα ήθελα να το δείτε σαν το δεύτερο παιδί μου μετά τον μοναχογιό μου.
Η ερώτηση μου ίσως ήταν πιο γενική, όχι σε εσάς που μετράτε ήδη 50 χρόνια στο θέατρο.
52 χρόνια για την ακρίβεια. Παλιότερα για να ''διασωθεί'' μία παράσταση έπρεπε να κινηματογραφηθεί με φιλμ που κόστιζε πανάκριβα. Πολλά χρόνια μετά ήρθε το βίντεο και βιντεοσκοπήθηκαν αρκετά πράγματα, σε καμία περίπτωση όμως δεν ''κατέβαινε'' στο θεατή μία παράσταση μέσω του βίντεο, συγκριτικά με το πώς θα την έβλεπε στο θέατρο. Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη και το βιβλίο είναι επίσης κάτι χειροπιαστό που διασχίζει τους αιώνες, επομένως μόνο μέσω της γραφής μπορείς ουσιαστικά να ''διασώσεις'' κάτι και μάλιστα με τρόπο βιωματικό.
Με εντυπωσίασε, πάντως, μία προσωπική σας ιστορία που σε ηλικία 18 ετών παραλίγο να αφήνατε τα κόκαλα σας στην Κούβα!
Ή να έκανα συντροφιά με τον Τσε Γκεβάρα, επειδή τότε είχα επαναστατικές τάσεις. Είχε βρεθεί απλά ένα μούτρο στη Φωκίωνος Νέγρη και υποσχέθηκε σε μένα και κάποια άλλα φτωχόπαιδα της ηλικίας μου τη μεγάλη ζωή στην Αμερική. Που να ξέραμε ότι μας προόριζαν για μισθοφόρους μεσ' στην αντικομμουνιστική υστερία των Αμερικανών! Το καταλάβαμε απάνω στο καράβι, φτάνοντας στις ακτές της Κούβας. Κολυμπήσαμε με κίνδυνο να μας φάνε τα σκυλόψαρα - απορώ ακόμη πως τη γλιτώσαμε -, μας συλλάβανε, φάγαμε ξύλο, μέχρι που ένας Κεφαλλονίτης που ξέμεινε ερημίτης στην Κούβα μας βοήθησε να μπουκάρουμε σ' ένα καράβι για τον Πειραιά. Και στο μεταξύ να έχω εξαφανιστεί και να μην ξέρουν τίποτα οι δικοί μου. Μα δεν είναι ιστορία για βιβλίο αυτή;
Πραγματικά. Πείτε μου κάτι άλλο, λιγότερο ενδιαφέρον ίσως. Δυσκολευτήκατε να εκδώσετε το βιβλίο σας;
Μην ξεχνάμε πως όποιος βγάζει βιβλίο τα τελευταία είκοσι χρόνια, το πληρώνει μόνος του και αδρά κιόλας. Εγώ είχα την τύχη να μην πληρώσω δεκάρα, ούτε καν τα μεζεδάκια στην παρουσίαση που μου κάνανε. Βρήκα τον εκδοτικό οίκο ''Εντύποις'' του Γιάννη Κρανιά, ο οποίος αγκάλιασε απ' την πρώτη στιγμή το πόνημα μου και χωρίς να έχω αποτανθεί πουθενά αλλού πιο πριν.
Πόσες ταινίες έχετε κάνει, κύριε Δεστούνη;
150, αλλά ξέρετε ποια είναι η πικρία μου; Πολλοί εκμεταλλεύονται και ζουν ακόμη από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.
Δηλαδή;
Ξέρετε πόσοι χρησιμοποιούν ακόμη τις ατάκες του Χατζηχρήστου και του Αυλωνίτη σε έργα αμφιβόλου ποιότητας; Άσε τις φωτογραφίες! Στον Σκλαβενίτη να πας, σε ταβέρνες να μπεις, θα δεις μεγεθυμένες φωτογραφίες στον τοίχο από σκηνές ταινιών με τη Βλαχοπούλου, τον Ορέστη Μακρή, τον Φωτόπουλο. Ε λοιπόν, με πειράζει που δεν με έχω δει ούτε σε μία φωτογραφία από τις 150 ταινίες που έχω κάνει. Γελάω, αλλά πικραίνομαι κιόλας.
Γιατί πικραίνεστε; Αυτοί ''τσιμπάνε'' τα μεγάλα ονόματα κι εσείς δε γίνατε ποτέ πρωταγωνιστής.
Έχουν υπάρξει κι άλλοι δεύτερα ''ονόματα'', όπως ο Φέρμας και ο Καλλιβωκάς. Η αλήθεια είναι πως νιώθω μεγάλη πικρία, όχι μόνο για μένα, αλλά και για 5 - 10 μεγάλα ταλέντα που χάθηκαν μέσα στους 50 - 100. Μου μοιάζανε, είχαμε την ίδια σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη στο χώρο. Έπειτα, πρωταγωνιστής έγινα στο σινεμά, αλλά όταν αυτό έπαθε καθίζηση λόγω τηλεόρασης. Το '71 - '72 έκανα ταινίες ως πρώτο όνομα και με από κάτω μου τον Ρίζο, τον Παπαγιαννόπουλο, μυθικά πρόσωπα. Δεν μέτρησαν όμως οι ταινίες αυτές, δεν περπάτησαν, δεν έκοψαν εισιτήρια. Τότε που είχα λεφτά, έπρεπε να αγοράσω ένα παλιό σινεμά και να το κάνω θέατρο δικό μου.
Ας μείνουμε στα ταλέντα τα χαμένα που λέτε, τους αφιερώνετε και το βιβλίο. Τι έφταιξε και χάθηκαν;
Έφταιξε απόλυτα το ότι δεν ήταν καλοί στις δημόσιες σχέσεις και στο πλασάρισμα του εαυτού τους. Έτσι κι εγώ, το λέω και το τονίζω, άξιζα μεγαλύτερης εμβέλειας! Δεν τό'χω πει ποτέ, αλλά πλέον, με 52 χρόνια στο θέατρο, νομίζω ότι δικαιούμαι να το λέω. Ας πάψω να είμαι τόσο μετριόφρων και ταπεινός, όπως ήμουν μια ζωή. Ποτέ δε χτύπησα πόρτα παραγωγού, ήμουν ίσως ζουρλός Κεφαλλονίτης, υπερήφανος, αλλά να ξέρεις ότι αυτό δε στο συγχωρούν. Κάποτε η παλιά δημοσιογράφος Κική Σεγδίτσα με έπιασε και μου είπε: ''Βρε μαλάκα, εδώ τώρα είχα τον Βόγλη, τον Παπαμιχαήλ στο γραφείο και πίναμε καφέ. Θα σου πέσει ο κώλος εσένα να περάσεις να πιούμε καφέ που σε εκτιμώ τόσο;'' Με έλεγε ''ο τελευταίος τίμιος'' η Σεγδίτσα! Ποτέ δεν πήγα, ούτε μία φορά.
Απ' την άλλη, διαβάζοντας κανείς στο βιβλίο για την έφεση σας στο...μουτζό, όπως ο ίδιος το λέτε, καταλαβαίνει πως δε δίνατε και ιδιαίτερη σημασία στην καριέρα.
Κοίταγα πως να περάσω καλά, η αλήθεια είναι. Δε μετανιώνω, αφού πέρασα καλά και στα 60 μου απόκτησα παιδί. Μού'λεγε η συχωρεμένη η μάνα μου στα κεφαλλονίτικα: ''Ω ρε, σαν τον βουρκόλακα γυρνάς με τσι τσουλάρες και μού'ρχεσαι στις 6 το πρωί''. Κάναμε πολύ παρέα με τον αγαπημένο μου Ανδρέα Μπάρκουλη. Δεν ξέρετε τι ψυχούλα ήτανε! Είχαμε ακριβώς τον ίδιο σωματότυπο και πρωτοβγήκα στη σκηνή με δικό του κοστούμι, το οποίο φυλάω ως κειμήλιο στη ντουλάπα μου. Με τον Μπάρκουλη, που εκείνο τον καιρό πάνω - κάτω τα είχε με τη Μαίρη Χρονοπούλου, είχαμε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα στη Φυλής, στο κομμάτι που δεν είχε μπουρδέλα, μετά την Αγίου Μελετίου. Γινόταν παρέλαση, ότι ''πέταγε'' ο Ανδρέας το έπαιρνα εγώ (γέλια). Μιλάμε για κουκλάρες, κομπάρσες, μοντέλα κλπ. Ήμουν ο...δοκιμαστής του Μπάρκουλη κατά ένα τρόπο. Περνάγαν από μένα και αν τις ενέκρινα, πήγαιναν στον Μπάρκουλη μετά! Θεός σχωρέστον...
Μου περιγράφετε μια μποέμικη ζωή.
Ωραία ήταν, λεφτά βγάλαμε, τα φάγαμε, καλά περάσαμε.
Έχετε δηλώσει αριστερός, ψηφοφόρος του ΚΚΕ αν δεν κάνω λάθος, ωστόσο στο απόγειο σας φτάσατε επί χούντας. Σωστά δεν τα λέω;
Ο Μπόζο έγινε μέσα στη χούντα, αλλά εγώ δεν πήγα ποτέ να φωνάξω ''Ζήτω Μακαρέζο'' ή ''Ζήτω Παττακέ''. Ούτε σε χουντικές εκδηλώσεις συμμετείχα. Μάλιστα, όταν το '73 έπαιζα στο θέατρο ''Καλουτά'' στην επιθεώρηση ''Τη λένε ακόμα Δημοκρατία'', ήρθε ένας συνταγματάρχης στο καμαρίνι μου. Μοιραζόμουν το καμαρίνι με τον Κούλη Στολίγκα, άλλη τεράστια φυσιογνωμία. Εκλεκτός κύριος και κωμικός! Λέει ο στρατιωτικός ''Θα μας έρθετε αύριο στη Σαλαμίνα, έτσι;''. Ήταν Πάσχα και εννοούσε ένα στρατόπεδο στη Σαλαμίνα για να ψυχαγωγήσουμε τα στρατά με τις ευλογίες τους. Ο Κουλάκος ήταν και πιο μεγάλος τότε, φοβήθηκε και πήγε. Εγώ πάλι όχι, αλλά ούτε είχα και καμία συνέπεια μετά. Απλά είπα ''δεν πάω κι ότι γίνει ας γίνει''. Ξέρετε πότε φοβήθηκα; Το '68 όταν έφυγα για το Λονδίνο, αφού ήμουν απ' τους πρώτους που είχαν γραφτεί στους Λαμπράκηδες. Κάναμε κολλητή παρέα με τον Λοΐζο και τον Σαββόπουλο, ο Νιόνιος είναι μερικά χρόνια μικρότερος μου. Είχα κι εγώ μια κιθάρα και γρατζούναγα και ήμουν ο πρώτος που τραγούδησε το ''Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη'' στις παραλίες που τρέχαμε. ''Εσένα, Δεστούνη, θα στο δώσω να το τραγουδήσεις όταν το κάνω δίσκο'' μου έλεγε ο Νιόνιος, θυμάμαι, αλλά τελικά το είπε εκείνος στο ''Φορτηγό'' του και καλά έκανε!
Πάντως, για να μιλήσω και λίγο ψυχαναλυτικά τώρα, στο βιβλίο σας κυριαρχούν ιστορίες με άξονα το σεξ, κατεβάζοντας σε εντελώς γήινα επίπεδα μυθικούς Έλληνες κωμικούς. Απενοχοποιείτε την ορμή του σεξ, φανερώνοντας, λόγου χάριν, ότι ο Νίκος Σταυρίδης είχε έφεση - πως να το πω, το λέτε στο βιβλίο - στις παρτούζες.
Ο Σταυρίδης ήταν πολύ ''μουνάκιας''. Ήμουν για πρώτη φορά στο Ρεξ με Βλαχοπούλου, Σταυρίδη, Μουστάκα και Μεταξόπουλο. Εκεί είχα καμαρίνι δικό μου κι εκείνη την περίοδο τραβιόμουν με δέκα διαφορετικές γκόμενες, πότε τη μία, πότε την άλλη. Τότε κάναμε κολλητή παρέα με τον Σταυρίδη, το πρωί καφέδες στη Φωκίωνος και τα βράδια στα μπουζούκια και στα νάιτ κλαμπ. Όποια ερχόταν, λοιπόν, την έπαιρνα στο καμαρίνι, κλειδωνόμασταν και κάναμε ότι κάναμε. Ερχόταν ο Σταυρίδης (σ.σ. μιμείται τη φωνή του): ''Μανώλη, άνοιξε''! ''Αλλάζω'' του φώναζα. Πήγαινε αυτός δίπλα στο καμαρίνι της Βλαχοπούλου. Μία, δύο, τρεις, μονολογούσε ο Σταυρίδης ''Ρε το κωλοπαίδι, όλο αλλάζει''. Τον πιάνει η Βλαχοπούλου: ''Ρε παλαβέ, την ώρα που αυτός είναι κλειδωμένος μέσα, να ξέρεις ότι πηδάει''. Έρχεται πάλι ο Σταυρίδης, χτυπάει με δύναμη: ''Μανώλη, άνοιξε''! ''Αλλάζω''! ''Άνοιξε, γαμώ το φελέκι σου, θέλω ν' αλλάξω κι εγώ'' (σ.σ. έχουμε ξεκαρδιστεί)
Με τόσα χρόνια στην επιθεώρηση, ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας νούμερο απ' αυτά που παίξατε;
Όταν κάναμε με την Καλουτά εγώ τον Τζον Λένον κι εκείνη τη Γιόκο Όνο! Με είχε δει ο Τραϊφόρος στον Ηλιόπουλο, όπου είχα πάρει πολύ καλές κριτικές - μιλάμε για τα τέλη του '60 - και με πρότεινε στην Καλουτά σε ένα νούμερο μισής ώρας σχεδόν με χορό, πρόζα, μέχρι και ακροβατικά. ''Αυτόν θέλω'' είπε η Καλουτά και με ξεδιάλεξε απ' το τσούρμο. Λεγόταν ''Πορεία ειρήνης δια της ξάπλας'' το σκετς και σατίριζε το ζεύγος Λένον - Όνο που μάλιστα τότε βρισκόταν για 15 μέρες στην Αθήνα, στο Χίλτον. Κάπου τότε πρέπει να βγάλανε και την περίφημη φωτογραφία τους που κάνουν γυμνοί διαμαρτυρία στο κρεβάτι τους. Φανταστείτε εμένα τώρα με μακριά μαλλιά, γυαλάκια και μούσια και την Καλουτά Γιαπωνέζα με σκιστά μάτια. Τρελό γέλιο έπεφτε! Μεγάλη μου τιμή που βγήκα ως συμπρωταγωνιστής της μεγάλης αυτής κωμικού. Θυμάμαι, χαιρετάγαμε κι εγώ ήμουν απ' το στρες μου με τη γλώσσα έξω σαν γραβάτα, ενώ εκείνη που ήταν και πενηντάρα, δε χαμπάριαζε μία!
Ωστόσο, στον κινηματογράφο ο ρόλος της ζωής σας ενδεχομένως να ήταν αυτός του Γερμανού αξιωματικού στο εξαιρετικό ''Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση'' του Κατσουρίδη.
Στον Ντίνο Κατσουρίδη με είχε στείλει ο αγαπημένος μου δάσκαλος, ο Τίτος Βανδής. Του είχε γράψει ένα σημείωμα του τύπου ''Σου στέλνω ένα μαθητή μου, δες τον άμα σου κάνει''. Με επέλεξε ο Κατσουρίδης για τον ρόλο του Ναζί αξιωματικού, για δύο σκηνές όλες κι όλες. Όταν όμως γυρίσαμε την πρώτη σκηνή, του άρεσα τόσο πολύ ώστε είπε του Ασημάκη Γιαλαμά, του σεναριογράφου, ''γράψε κι άλλο για τον Γερμανό''. Έτσι έγινα συμπρωταγωνιστής σχεδόν του Βέγγου και έτσι πήρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το βραβείο β' αντρικού ρόλου.
Μεγάλη δικαίωση το βραβείο αυτό, έτσι;
Η απόλυτη κατάκτηση ήταν καταρχάς το ότι έπαιξα συμπρωταγωνιστής του Θανάση Βέγγου στη μετά Θου-Βου εποχή του και οι κριτικές που είχα πάρει. Στο ''Έθνος'' είχε γραφτεί ότι ήμουν ο καλύτερος Γερμανός αξιωματικός που πέρασε ποτέ από ελληνική ταινία. Εκεί γνώρισα και την Κατερίνα Γώγου, αστεράκι ήταν αυτή! Με έπαιρναν τηλέφωνο όλοι οι φίλοι για συγχαρητήρια που είχαν δει την ταινία και δεν με αναγνώρισαν αρχικώς. Η δε μάνα μου είχε έρθει στην α' προβολή και έβριζε τον Γερμανό επειδή βασάνιζε τον Βέγγο: ''Ου στο διάολο, παλιοκερατά''! Καθόμασταν εγώ, ο Βέγγος και η μάνα μου στη μέση. ''Ρε μάνα, εγώ είμαι αυτός'' της κάνω. ''Α, παιδάκι μου, με συγχωρείς'' και βάζει κάτω το κεφάλι. Ούτε η μάνα μου δε με αναγνώριζε στην ταινία αυτή!
Ήταν όμως και μία περίοδος που τα αυτοκίνητα σταματούσαν και σας κόρναραν. Ήσασταν τρομερά δημοφιλής με τον Μπόζο.
Από τις δύο αυτές δραστηριότητες μου, σας λέω ειλικρινά ότι θα κρατούσα τη συμμετοχή μου στην ταινία του Κατσουρίδη. Τον Μπόζο θα τον διάλεγα μόνο για τα λεφτά που έβγαλα. Μιλάμε για πολλά λεφτά τότε και από παιδικές παραστάσεις που έδινα όπου με καλούσαν, σε εργοστάσια, σε λέσχες κλπ. Δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα από τον Μπόζο, αφού πάνω στις μπομπίνες οι κύριοι της ΕΡΤ έγραψαν ποδόσφαιρα. Γνωστά πράγματα, μην επαναλαμβανόμαστε.
Αναρωτιέμαι όμως, ειδικά μετά από ένα βραβείο, γιατί δε συνεχίσατε στο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο με Βούλγαρη, Αγγελόπουλο κ.α.
Έπαιξα και μετά σε πολλές ταινίες, αλλά με φωνάζανε για μικρά ρολάκια. Με τον μεν Βούλγαρη έχω συνεργαστεί σε σήριαλ στην τηλεόραση. Με τον δε Αγγελόπουλο, συναντηθήκαμε σε ένα αφιέρωμα στον Βέγγο, που με φώναξε να μιλήσω ο Κατσουρίδης. Πέρασε ο Αγγελόπουλος, μου έσφιξε το χέρι με τα δυο του χέρια. ''Δεν προλάβαμε να συνεργαστούμε'' του είπα. ''Δεν πειράζει, έχουμε καιρό, νέοι είμαστε'' μου απάντησε. Δυο χρόνια μετά περίπου έφυγε ο συχωρεμένος...Πάντα όμως στηρίζω τους μικρομηκάδες μέχρι σήμερα. Όποτε με φωνάζουν νέοι σκηνοθέτες, συμμετέχω με μεγάλη χαρά.
Όπως στους ''Ιερόσυλους'', την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μάρσας Μακρή, που θα σας δούμε σε ένα πολύ ιδιαίτερο special guest.
Οι ''Ιερόσυλοι'' είναι μία αμιγώς καλλιτεχνική ταινία με προγεγραμμένη πορεία στα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ. Η Μακρή είχε συμμετάσχει στις Κάνες με μία μικρού μήκους ταινία αρκετά χρόνια πριν, οπότε δε θα μπορούσα να αρνηθώ τη συμμετοχή μου τώρα σ' αυτό που κάνει. Ο ρόλος είναι ιδιαίτερος, πράγματι, αλλά δεν θα ήθελα να αποκαλύψω περισσότερα. 
Ο Μανώλης Δεστούνης και η νεαρή συμπρωταγωνίστρια του στη σκηνή δέχονται τις οδηγίες της σκηνοθέτιδας Μάρσας Μακρή - Δεκέμβριος 2016, φώτο: Μάξιμος Θεοδωρόπουλος
Δε θέλω τώρα να σας γίνω δυσάρεστος, μα ξαναπηγαίνοντας στο βιβλίο σας, δε μπορώ να μη σχολιάσω το εξής: Τι γίνεται και βιογραφίες σαν κι αυτήν, διαβάζονται σα να λέμε ''περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις'';
Ακριβώς, δεν το αρνούμαι. Η ζωή είναι έτσι, η ζωή είναι αυτή. Κυριαρχεί η αναξιοκρατία και κάποιοι άνθρωποι που έχουν προσφέρει, δεν ανέβηκαν σκαλοπάτια. Πάντα με μια πικρία τελειώνεις. Δεν επιτρέπεται να μην έχω παίξει εγώ στην Επίδαυρο Αριστοφάνη.
Έπαιξε ο Ρουβάς όμως στην Επίδαυρο.
Δε με νοιάζει αυτό, το παιδί το συμπαθώ, αλλά δεν είναι ηθοποιός. Κι ο Νταλάρας έχει παίξει τον Κορυφαίο του Χορού σε παράσταση του Κιμούλη, λες και δεν υπήρχαν άλλοι ηθοποιοί. Μα η παράσταση αυτή έγινε μόνο και μόνο για να παίξει ο Νταλάρας στην Επίδαυρο!
Τελικά το οδοιπορικό ενός κωμωδού μόνο κωμικό δεν είναι.
Ε, καλά, αυτό είναι γνωστό και δε βγήκε έτσι τυχαία. Όλοι οι κωμικοί είμαστε τραγικά πρόσωπα. Έχετε δει κάνα κωμικό ''τραλαλά'' στο δρόμο; Από τον Τσάπλιν μέχρι τον Ντάνι Κέι, όλοι θλιμμένοι και μελαγχολικοί ήτανε...
Και το δικό σας τραγικό στοιχείο που έγκειται σε ότι αφορά το μέσα σας;
Αξιώθηκα να παίξω τον Δον Κιχώτη το 2000 σε σκηνοθεσία και διασκευή του Γιάννη Καλατζόπουλου. Αυτή ήταν η καταξίωση, αλλά και η μελαγχολία μου, αφού πιστεύω ότι υπήρξα στη ζωή μου ένας Δον Κιχώτης.
Πόσο βασανιστική είναι η σύγκρουση της εξωτερικής με την εσωτερική εικόνα για έναν κωμικό;
Είναι πολύ βασανιστική, πιστέψτε με! Το χειρότερο, όμως, δεν είναι αυτό, όπως το επισημαίνετε. Είναι να σε σταματούν στο δρόμο και να σου λένε ''Ακόμα ζεις; Νομίζαμε πως είχες πεθάνει''. ''Ναι, έχω πεθάνει'' τους απαντάω, ''αλλά δε μου τό'χουν πει ακόμα''...Σκεφτείτε πως όταν έβλεπαν τον Ντίνο Ηλιόπουλο στα γεράματα του, πήγαιναν και του έλεγαν ''Αχ, κύριε Ηλιόπουλε, γεράσατε'' κι αυτός απαντούσε με το φοβερό: ''Δεν τό'κανα επίτηδες''! Έτσι είναι η φύση του τραγικού κωμικού.
Πάντως, κρατάτε ένα θέατρο αυτή τη στιγμή μαζί με τη συγγραφέα Τούλα Μπούτου. Εδώ που είμαστε αυτή τη στιγμή, στο θέατρο Ελπίδας στη Βικτώρια. Γιατί δεν βλέπουμε αυτά που κάνετε στην τηλεόραση;
Στην Τούλα Μπούτου βρήκα τον μέντορά μου. Έχει γράψει και σπουδαία ποιήματα. Είναι ένα λατρεμένο μου πρόσωπο όλο συντροφικότητα. Ήταν η πρώτη ιατρός αναισθησιολόγος στην Ελλάδα και πρώτος της άντρας ήταν ο γιατρός Λαμπράκης, ο αδερφός του Γρηγόρη. Μου έσωσε τη ζωή αυτή η γυναίκα, καθώς πριν μερικά χρόνια έβγαλα έναν καρκίνο - καρκινάκι, το λέω εγώ - στον οισοφάγο. Αν δεν ήταν η Μπούτου, τώρα θά'βλεπα τα ραδικοβλάσταρα απ' την ανάποδη. Για το άλλο που λέτε, τα λεφτά φταίνε. Για ένα τρέιλερ στην τηλεόραση, στον ΑΝΤ1, ζητάνε 27.000 ευρώ! Να παίζεσαι τρεις φορές την ημέρα για ένα μήνα.
Μου φαίνεται υπερβολικό το ποσό για την κρίση που έχουμε.
Θέλετε να σας δείξω τα χαρτιά; Μέσα τά'χω. Στην ΕΡΤ1 θέλουν 7.000 ευρώ, στην ΕΡΤ2 5.000, μη σας πω ότι στο STAR ζητάνε 37.000 ευρώ για ένα μήνα. Πως θα τα βγάλεις αυτά τα λεφτά; Από που, σε ένα θεατράκι εκατό θέσεων; Και να φουλάρει κάθε βράδυ, δε θα τα βγάλεις! Κι από προβολή μόνοι μας κινούμαστε. Βλέπεις, εμάς τους παλιούς δεν μας βάζουν πια οι εφημερίδες, δεν μας καταδέχονται. Όλο τους νέους θέλουν πού'ναι φίρμες από την τηλεόραση. Δεν τα υποτιμώ τα παιδιά, μην παρεξηγηθώ, αλλά κι εμείς κάτι δεν έχουμε προσφέρει;
Σας πληγώνει η στάση των ΜΜΕ;
Πολύ, πάρα πολύ! Πολλά με πληγώνουν...
Δεν σας πειράζει μη βγει η συνέντευξη αυτή σαν το ημερολόγιο ενός γκρινιάρη;
Όχι, δε με νοιάζει! Και ξέρετε γιατί; Λέω σωστά πράγματα, δε μιλάω εν αδίκω.
Ας αλλάξουμε κλίμα λίγο πριν κλείσουμε. Να σας πάω στη γνωριμία σας με τον Όρσον Ουέλς και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ στη διεθνή παραγωγή ''Οιδίπους Τύραννος'' που γυρίστηκε στη Δωδώνη.
Ο Όρσον Ουέλς έπαιζε τον Τειρεσία. Ο Κρίστοφερ Πλάμερ είχε κάνει μόλις τη ''Μελωδία της Ευτυχίας'' και ήταν ήδη σταρ. Έπαιζε ακόμα ο Ντόναλντ Σάδερλαντ που τότε δεν ήταν ακόμα σταρ και έκανε τον Κορυφαίο στο Χορό μαζί με τους Έλληνες ηθοποιούς: Τον Διαλεγμένο, εμένα, τον Δήμο Σταρένιο, τον Τάκη Εμμανουήλ κ.α. Τον Σάδερλαντ τον είχε φέρει φιλικά στην ταινία ο Πλάμερ, γιατί ήταν συμπατριώτες, Καναδοί, αλλά και συμμαθητές στη Βασιλική Δραματική Σχολή του Λονδίνου. Τρεις μήνες κάναμε κολλητή παρέα με τον Σάδερλαντ, είχαμε πάει μαζί και διακοπές στα Γιάννενα και στην Κέρκυρα. Είχε φέρει μάλιστα τη γυναίκα του και τους δυο γιούς του. Θυμάμαι να παίζω στα γόνατα μου τον Κίφερ Σάδερλαντ, τον μεγάλο του γιό, που έπεφτε όλο στην πισίνα κι έκανε τσαχπινιές σαν ζιζάνιο που ήταν. Και τι έμεινε απ' όλο αυτό; Να πάω στο Λονδίνο, να κάτσω ενάμισι χρόνο και ως βλαξ, ντροπαλός και φοβισμένος, να μην τον πάρω ούτε ένα τηλέφωνο...
Γιατί, βρε παιδί μου;
Δεν ήταν και καλά τα αγγλικά μου, τι να πω τώρα...Κι εκεί μποέμικα έζησα όμως με τα λεφτά που πήρα από την ταινία! 72.000 δραχμές, τεράστιο ποσό τότε. Ξέρετε τι Λόρενς Ολίβιε είδα και τι Beatles ζωντανά; Στο Κόβεντ Γκάρντεν πρωτοείδα τους Queen σε free concert πριν γίνουν αυτοί που έγιναν. Πολλά συγκροτήματα που τα βλέπουμε σήμερα σε εγκυκλοπαίδειες του ροκ. Έπαιζαν και μετά έβγαζαν καπέλο για ενίσχυση.
Πάλι όμως δε φαίνεται να είχατε το μικρόβιο για καριέρα, να κοιτάξετε να ''χωθείτε'' κάπου κι εσείς εκεί πέρα.
Το είχα, αντιθέτως! Θα μπορούσα να είχα μείνει εκεί, γιατί μου πηγαίνει ο τρόπος ζωής των Άγγλων, ακόμα και σαν φυσιογνωμία, αν θέλετε. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή ώσπου βρήκα δουλειά στο Royal Court Theater, αλλά όχι σαν ηθοποιός.Τότε υπήρχε ένας τεράστιος ηθοποιός, ο Πολ Σκόφιλντ, που το 1968 είχε πάρει το Όσκαρ για τον ''Άνθρωπο για όλες τις εποχές''. Θα ήμουν ο dresser του, ο αμπιγιέρ του Πολ Σκόφιλντ. Παρασκευή έκλεισα τη δουλειά και Δευτέρα θα πήγαινα. Σάββατο, όμως, παίρνω τηλεγράφημα από τον αδερφό μου: ''Η μάνα μας είναι βαριά άρρωστη στο νοσοκομείο''. Τρελάθηκα! Πήρα την επόμενη πρώτη πτήση κι επέστρεψα στην Ελλάδα. Η μάνα μου έγινε καλά, βέβαια, πέθανε πολλά χρόνια μετά, αλλά τη δουλειά την έχασα οριστικά. Μετά μου είπε ο Ηλιόπουλος ''Η θέση σου είναι εδώ στο θίασο'', φύγαμε Θεσσαλονίκη και that's all. Συνέχισα να πηγαίνω στο Λονδίνο, από δυο και τρεις φορές κάθε χρόνο, αλλά δεν ξανάκατσα μόνιμα. Είχα μάλιστα και δεσμό με μια κοπελίτσα εκεί πέρα και πήγαινα κάθε Δευτέρα.
Κάθε Δευτέρα;
Ναι, όπως το λέω! Έφευγα Δευτέρα πρωί και γύριζα Τρίτη. Κάθε εβδομάδα αυτό. Μου έλεγε ο Ηλιόπουλος: ''Κι άμα πέσει το αεροπλάνο; Τι θα κάνουμε κι έχεις και μεγάλο ρόλο;'' Και μετά: ''Άντε, εντάξει, πήγαινε, άμα είναι να πήδήξεις'' (γέλια)
Χορτασμένος, λοιπόν, από έρωτα ο κύριος Δεστούνης.
Για μένα είναι το Νο 1, γιατί σε κρατάει ζωντανό και σε ανανεώνει. Μετά έρχεται η παιδεία, η μάθηση.
Θέλετε κι εσείς να σας βρει ο θάνατος πάνω στο σανίδι;
Είναι λίγο μακάβρια αυτά για τον κόσμο, αλλά ναι, θα ήθελα να μού'ρθει μια συγκοπή την ώρα που παίζω. Θά'ναι ένα σοκ για όλους και κυρίως για το κοινό, αλλά θα γινόταν κι ένα ωραίο μπαμ!
Αν σας ζητούσα να αποστασιοποιηθείτε από τον εαυτό σας, τι πιστεύετε ότι αφήσατε σαν κληρονομιά, σαν στίγμα, σαν προσωπικότητα;
(σκέφτεται) Νομίζω πως έχω αφήσει ένα φορτηγό γεμάτο περγαμηνές και εμπειρίες. Διότι έχω την αίσθηση πως άλλοι ηθοποιοί της γενιάς μου δεν έκαναν όλα όσα έκανα εγώ. Ποτέ δεν αποταμίευσα, αφού δεν είναι στη φύση του καλλιτέχνη. Βλέπε Μπάρκουλης, Χατζηχρήστος, Μπέλλου. Δεν έχουν καμία ουσία τα λεφτά στη ζωή. Μόνο οι άνθρωποι που έχεις γύρω σου κι εγώ έχω την Τούλα Μπούτου και πάνω απ' όλα το παιδί μου.
* Η αυτοβιογραφία του Μανώλη Δεστούνη, ''Το οδοιπορικό ενός κωμωδού - 50 χρόνια στο σανίδι'' μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εντύποις. Αυτόν τον καιρό εμφανίζεται στο θέατρο Ελπίδας (Αριστοτέλους 53 & Σμύρνης, πλ. Βικτωρίας) στα έργα ''Αναπάντεχες κλήσεις'' της Τούλας Μπούτου σε σκηνοθεσία Χάρη Γεωργιάδη και ''Ο σάτυρος του δάσους της Κομπιένης'' του Κλοντ Μανιέ σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόρτζου. 
** Οι φωτογραφίες του Μανώλη Δεστούνη είναι του Γιάννη Πρίφτη από τα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας ''Γράμματα στη Γερμανία'' (2015) σε Αθήνα και Λουξεμβούργο. 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Το post για τον George Michael και τα παρατράγουδα στο facebook

Ομολογώ πως δε θα το φανταζόμουν: Ένα επικήδειο post για τον George Michael που ''έφυγε'' στα 53 του, ανήμερα των Χριστουγέννων, έγινε το πιο δημοφιλές από τότε που μπήκα στο facebook, το 2012 δηλαδή. Μέχρι αυτή τη στιγμή έχει 1615 like και 256 shares (κοινοποιήσεις) - έγινε, εν ολίγοις, αυτό που λέμε viral. Αργά το βράδυ κι ενώ το post είχε πάρει για τα καλά την ανηφόρα, έσκασε email από το official site του δημοφιλούς τραγουδιστή με την παράκληση να ανεβάσω το άρθρο μεταφρασμένο και στα αγγλικά! Ποιος ξέρει, πιθανώς να είδαν οι διαχειριστές του site, που γυρνάνε στα social media, την απήχηση που είχε στην Ελλάδα ένα μικρό άρθρο - αφιέρωμα στον εκλιπόντα και θέλησαν να υπάρχει και στη γλώσσα τους. Για να το διαβάσουν ''κανονικά'' κι αυτοί; Για να το αναρτήσουν στο site του καλλιτέχνη; Ποιος ξέρει...Πάντως εγώ ενημέρωσα ήδη τον καλό μου φίλο, τον Γιάννη Παπαπαναγιώτου, που μένει μόνιμα στο Λονδίνο και που μαζί είχαμε πάει στο σπίτι της Marianne Faithfull τον περασμένο Οκτώβριο, να κάνει τη μετάφραση. Όταν μου το στείλει, θα το αναρτήσω και εδώ και στο facebook φυσικά, που μου ζητήθηκε. Πάμ' παρακάτω: Αποφάσισα να αφήσω ανοιχτό το post στο facebook, που σημαίνει ότι μαζί με τα πολλά like από κόσμο άγνωστο, θα έκαναν την εμφάνιση τους και αρκετά νούμερα! Έγινε κυριολεκτικά ένας χαμός! Μου την πέσανε Κύπριοι εθνικιστές (ο George Michael, λέει, αν και πολιτικοποιημένος, δεν είχε βοηθήσει τον αγώνα της γενέτειρας του κατά των Βρετανών κατακτητών - ωχ! το μάτι μου), Χρυσαυγίτες (για τα κακά παραδείγματα που δίνω στη νεολαία μας - πάλι ωχ! το μάτι μου), ''αναρχικοί'' (τους πείραξε κάπως η έκφραση ''ελληνοπρεπής φάτσα'' που χρησιμοποίησα, αλλά αυτό το καταλαβαίνω), γκέι και στρέιτ, θρησκευόμενοι παλαιοημερολογίτες και, για να μη μακρυγορώ, κάθε καρυδιάς καρύδι. Αυτό που με ενόχλησε ήταν η ειρωνία και η επίθεση άνευ λόγου που δέχτηκα από τον ''ακτιβιστή'' δικηγόρο Βασίλη Σωτηρόπουλο και τον γνωστό και μη εξαιρετέο συγγραφέα, που τον πιάνει αμόκ με τη δημοσιότητα, Αύγουστο Κορτώ. Ο Σωτηρόπουλος, ομολογουμένως, μου ήταν ανέκαθεν αντιπαθής κι έψαχνα αφορμή να τον πετάξω από το facebook μου. Κάπου δηλαδή οφείλω να τον ευχαριστήσω κιόλας για την εξέλιξη της, ούτως ή άλλως, ανύπαρκτης διαδικτυακής ''σχέσης'' μας. Ο Κορτώ, πάλι, ενώ τον είχα στηρίξει για την επίθεση που είχε δεχτεί τότε από τον εμετικό Βερύκιο, άρχισε να με βρίζει - κι όχι μόνο εμένα, αλλά και τη LIFO, που επίσης τον έχει στηρίξει όσο δεν παίρνει. Παρεμπιπτόντως, με τον Κορτώ δεν ήμασταν ποτέ ''φίλοι'' στο facebook και καλύτερα, μια και οι αναρτήσεις του είναι τελείως παιδαριώδεις. Τέλος πάντων, τους ξέχεσα και τους δύο σε απανωτές αναρτήσεις μου, τις οποίες ωστόσο κατέβασα, κατόπιν παραινέσεων φίλων, όλα τα λεφτά όμως ήταν η ανάρτηση της Πάολας Ρεβενιώτη για τον Κορτώ, που παρακολούθησε τη διένεξη και σα να είχε θεία φώτιση, έκανε ένα status και γέλασε και το παρδαλό κατσίκι στο φεϊσμπουκικό μικρόκοσμο! Για την Πάολα, μιλάμε, δε σηκώνω κουβέντα! Είναι ευτύχημα που ζει σ' αυτή την πόλη και που μένουμε κιόλας πολύ κοντά, ούτως ώστε να βρισκόμαστε μία φορά τη βδομάδα, να συντρώμε και να τα πίνουμε και, βασικά, να κάνουμε καινούργιο συκώτι απ' τα γέλια. Αυτά, λοιπόν, έλαβαν χώρα στο προσωπικό μου facebook την 26η Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 2016. Το post για τον George Michael συνεχίζει να παίρνει like από το πανελλήνιο και να ''μοιράζεται'' δεξιά κι αριστερά - το γιατί δεν το ξέρω. Έχω γράψει και καλύτερα κείμενα, αυτό όμως ήταν μάλλον τόσο απλό και περιεκτικό, που αγαπήθηκε - μίσησε - προκάλεσε από τα πρώτα λεπτά της δημοσιοποίησης του.

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

χριστουγεννιάτικη ιστορία

Δεν έχω καμία ευαισθησία - να την πω - απέναντι στα κάλαντα. Αντίθετα, ζητούσα από παιδί να μην ανοίγουν την πόρτα οι δικοί μου στους μικρούς εισβολείς και αν καμιά φορά τους άνοιγαν, μπορεί να άρχιζα τα μπινελίκια. Το τελευταίο εξαρτιόταν από τη διάθεση μου, βέβαια. Με τα χρόνια, όμως, τα κάλαντα αραίωσαν και σχεδόν κανένα παιδί δεν ερχόταν στην πολυκατοικία μας. Οι Νεοέλληνες είχαν πλουτίσει και δεν είχαν ανάγκη να στέλνουν τα παιδιά τους στους δρόμους για να μαζέψουν λεφτά με το σακουλάκι. Πολύ αργότερα, όταν έμεινα μόνος μου σε δικό μου διαμέρισμα, επίσης δεν είχα δεχτεί καμία επίσκεψη τέτοιες μέρες. Πλέον είναι κατανοητό πως τα κάλαντα αντικατοπτρίζουν την οικονομία ολόκληρης της χώρας. Και γι'αυτό σήμερα με ξύπνησαν πρωί - πρωί τα κουδούνια. Άνοιξα μόνο μία φορά την πόρτα. ''Να τα πούμε;'' με ρώτησε ένα άγνωστο κοριτσάκι, φτωχοντυμένο, μελαχρινό. ''Να τα πούμε;'' ρώτησε, αν και ήταν ολομόναχο. ''Να τα πείτε'' απάντησα και μου χαμογέλασε. Πήρε θάρρος αρχικά κι έπειτα λες και ανασύνταξε όλες του τις δυνάμεις για να τραγουδήσει. Άρχισε να βγάζει μία φωνή σοπράνο και να λέει το γνωστό βαρετό τραγουδάκι με απίστευτη ευφράδεια λόγου. Όταν τελείωσε, της έδωσα τέσσερα ευρώ - δύο κέρματα που είχα εύκαιρα - και τη ρώτησα που κάθεται. ''Λίγο παρακάτω'' μου είπε. ''Θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου'' της πρότεινα. Βγήκαμε έξω, την κράταγα τη μικρή από το χέρι και την άφησα για λίγο, όταν κατάλαβα πως ήθελε να κάνει και μια περατζάδα από τα μαγαζιά της γειτονιάς με το τριγωνάκι της. Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει τίποτα πιο εκνευριστικό από το μεταλλικό στριγγό ήχο αυτού του παιδικού οργάνου. Πόσο το μετάνιωσα που δεν την είχα βάλει να μου τραγουδήσει α καπέλα με τέτοια φωνάρα! Στο σπίτι της, μια μικρή γωνιακή μονοκατοικία, της ζήτησα να φωνάξει τη μαμά της να βγει λίγο έξω να της μιλήσω. Μια γυναίκα συνομήλικη μου, γύρω στα 40 περίπου, ήρθε με φιλική διάθεση, μα και με όλο απορία στο βλέμμα της. ''Να την πάτε να κάνει τραγούδι'' της σύστησα κι εκεί έμαθα πως η μικρή τραγουδάει από τότε που άρχισε να μιλάει. Της είπα τότε να περιμένουν μισό λεπτό και τηλεφώνησα από το κινητό μου σε ένα φίλο, γνωστό και καλό συνθέτη, ο οποίος έχει κάνει αριστουργήματα στο σινεμά με παιδικές χορωδίες. ''Να μου τη φέρεις οπωσδήποτε'' ήταν τα λόγια του. Έγραψα το τηλέφωνο του στη μάνα της και την προέτρεψα να το κάνει με την πρώτη ευκαιρία. Ούτε γνώριζε, φυσικά, το όνομα του συνθέτη. Δεν ξέρω αν θα συναντήσει ποτέ το 7χρονο αυτό κοριτσάκι τον συνθέτη. Δεν ξέρω μήπως μπαίνοντας στο σπίτι τους, θα είπε η μάνα του να μην ξαναμιλήσει στον πρώτο τυχόντα, γιατί μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος. Δεν ξέρω αν του έβαλε τις φωνές κιόλας. Αυτό που ξέρω είναι πως ένα τυχαίο άνοιγμα της πόρτας μου τη μέρα που τα παιδιά λένε τα κάλαντα και ίσως η καλή μου διάθεση εκείνης της στιγμής, ενδεχομένως να βοηθήσει ένα πολύ μικρό παιδί να κάνει μελλοντικά αυτό που αγαπάει. Τό'πε κι η μάνα του: ''Τραγουδάει από τότε που γεννήθηκε''...

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

''Αυτή η νύχτα μένει'' μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 2017 στο θέατρο ''Δημήτρης Ροντήρης''

Η παράσταση ''Αυτή η νύχτα μένει'', εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, το οποίο είχε εμπνευστεί με τη σειρά του από το ομώνυμο λαϊκό τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη, είναι μία εντελώς πρωτότυπη και μοναδική παράσταση! Παρακάμπτω αρχικά το δημοφιλές βιβλίο, την ''πηγή'' της δηλαδή, μένοντας στην παράσταση καθ'αυτή. Σε μία περίοδο αβάσταχτου θεατρικού μεταμοντερνισμού, όπου συχνά ο εκάστοτε σκηνοθέτης σπάει το κεφάλι του για να βρει πώς θα κάνει τη διαφορά (και φυσικά μόνο κακό δεν είναι αυτό), έρχεται η Κίρκη Καραλή και προτείνει την εκ νέου ανακάλυψη ενός κομματιού του λαϊκού νεοελληνικού πολιτισμού! Διότι, ναι, το σκυλάδικο ή, πιο εξευγενισμένα, το τραγούδι της πίστας είναι δείγμα πολιτισμού, όσο κι αν μερικώς ακόμη σνομπάρεται, όπως ήταν κάποτε - και είναι - δείγμα πολιτισμού οι ρεμπέτικοι τεκέδες προτού μετεξελιχθούν στα λαϊκά ''οικογενειακά κέντρα'' των επόμενων δεκαετιών (βλέπε τις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες του Φίνου).
Η Καραλή πήρε ένα βιβλίο ολόκληρο και το έκανε παράσταση κι αυτό είναι ένας άθλος, κατά υποκειμενική εκτίμηση! Έμπλεξε ιστορίες ανθρώπων γοητευτικών μεσ' στην παρακμή τους, μόνων και απελπισμένων, μα ταυτόχρονα ''έξω καρδιά'', ντόμπρων και σταράτων, σαφώς λιγότερο κακών ή και επικίνδυνων, για την κοινή λογική, από πολλούς άλλους που μας γαμάνε τη ζωή καθημερινά και δε μπορείς να τους πεις κουβέντα κιόλας. Αυτό, βέβαια, το να συνθέτεις ένα μωσαϊκό ανθρώπων επί σκηνής εμπεριέχει κινδύνους. Καταρχάς το να οδηγηθείς σε μία παραληρηματική δομή, όπου οι ατάκες απλώς θα φεύγουν στον αέρα, ή, αντίθετα, να είναι όλα συμβατικά και στοιχημένα σα να βλέπεις παρέλαση της 25ης Μαρτίου στο πιο λούμπεν, να πούμε. Τίποτα απ' αυτά δε συνέβη! Η Καραλή αφενός αγαπάει το περιθώριο (απόδειξη ήταν το περσινό ''Γκάμπι''), αφετέρου έχει ήδη δείξει μία φρέσκια σκηνοθετική ματιά, που δεν πατάει σε καμία προηγούμενη ''σχολή'' και που βασίζεται κατά κόρον στα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών της. Για την Καραλή οι ηθοποιοί είναι εργαλεία που μπορούν να παίζουν και ταυτόχρονα να οδηγούν αυτοκίνητα ή να βρέχονται από της βροχής τις στάλες σε μπριόζικες θεατρικές σεκάνς που χρωστάνε την καταγωγή τους στην παντομίμα, σε ένα χιούμορ α λα Μπένι Χιλ (οι παλιότεροι θα θυμούνται), ακόμη και στο λαϊκό θέατρο σκιών, θα τολμούσα να πω. Ο πολυμελής θίασος υπό τις οδηγίες της γίνεται μία ολότητα που σπάει σε κομμάτια, τα οποία ενώνονται ξανά κι έτσι ο θεατής δε χάνει την αφηγηματική και νοηματική του συνέχεια.
Στο ''Αυτή η νύχτα μένει'' τα κομμάτια της προαναφερόμενης ολότητας είναι κάτι μοναδικοί τύποι: Η τραγουδίστρια που ξεκίνησε για να γίνει μία άλλη ''Καγιαλόγλου ή Πασπαλά'', τραγουδώντας την ''Προσευχή της Παρθένου'' του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, μα που η ζωή την έριξε στα μαύρα σκοτάδια και την έκανε αδίστακτη και κυνική (Μάγδα Πένσου). Η τραγουδίστρια, που ξεκίνησε στο πάλκο με τον αγαπημένο της να τη συνοδεύει στο μπουζούκι, μα που γρήγορα συνειδητοποιούν αμφότεροι πως η νύχτα είναι άγρια, δε σηκώνει αγνούς έρωτες και μοιραία οδηγούνται στον χωρισμό (Λίλα Μπακλέση - Νικόλας Μακρής). Η τραγουδίστρια η ντίβα η λεγόμενη, αντροτραγανίστρα, χασικλού και επιβλητική, πάντα ετοιμόλογη και ατακαδόρισσα (Μαρία Διακοπαναγιώτου). Η τραγουδίστρια η νιόβγαλτη, η πάντα πρόθυμη να υποταχθεί στις ορέξεις του εκάστοτε νταβατζή της, ανίκανη φαινομενικά να αγαπήσει πραγματικά, μα και τόσο διψασμένη για αγάπη (Μυρτώ Γκόνη).
Ο ''πούστης'' (η λέξη δεν είναι δική μου, ακούγεται στο κείμενο εν είδει αυτοσαρκασμού) με τα λαμέ και με το ασυναγώνιστο χιούμορ που έφυγε από τη Βέροια και διέπρεψε στα σκυλάδικα, όχι ως αοιδός, αλλά ως το αντικείμενο του πόθου των πελατών, παντρεμένων με γυναίκα και παιδιά (Όμηρος Πουλάκης) - ένας ρόλος που σε μένα θύμισε τον, κατά Μάνο Χατζιδάκι, Έλληνα Ντέιβιντ Μπόουι, τον Γιάννη Φλωρινιώτη εν ολίγοις, μα που βασίστηκε στην πραγματική περσόνα του τραγουδιστή Μάριου Βεάνου. Το ψηλό και λυγερό πλουσιόπαιδο που του τα τρώνε οι πουτάνες στα σκυλάδικα, ξεχνώντας έτσι την κοινωνική του τάξη και υπογράφοντας συνάμα μία αναρχική συνθήκη με την ίδια του την υπόσταση (Νίκος Λεκάκης). Ο καλλιτεχνικός - ο θεός να τον κάνει καλλιτεχνικό - μάνατζερ, νταβατζής που σηκώνει χέρι για ψύλλου πήδημα στις ανυπότακτες τραγουδιάρες και επαρχιώτης μπίζνεσμαν που χώνει φράγκα στα σκυλάδικα (τρεις ρόλοι για τον πιο έμπειρο Ιωσήφ Πολυζωίδη). Ο κυνικός μαγαζάτορας και νταβατζής, επίσης, που σαν μοναδική υπέρτατη αξία έχει τα φράγκα όλων των παραπάνω (Νίκος Μαγδαληνός), εφόσον ουσιαστικά ο κόσμος της νύχτας και του σκυλάδικου είναι ένας κόσμος ακραίας καπιταλιστικής μανίας. 
Κι ακόμη, ο Θάνος Αλεξανδρής αυτοπροσώπως, ο συγγραφέας του έργου, που δίνει το έναυσμα για την εκκίνηση της δράσης, όχι απαραιτήτως ως παρατηρητής της, μαζί με τον εαυτό του στα πρώτα αθώα τσαλαβουτήματα του στα σκοτεινά πεδία της νύχτας (Ρένος Ρώτας). Έτσι όπως παρουσιάζεται ο Αλεξανδρής στην παράσταση, κυρίως στη νεαρή ηλικία, παραπέμπει σε κομπέρ ενός live show που ξετυλίγεται για δύο ώρες και κάτι στα μάτια μας. Όχι, όμως, δεν πρόκειται για live show, τα είπαμε αυτά στην αρχή, πρόκειται για μία θεατρική πράξη στηριγμένη στην αθέατη όψη της νυχτερινής διασκέδασης.
Κι αν ακόμη η Διακοπαναγιώτου ερμηνεύει με μία φωνή που συνταιριάζει τη Billie Holiday με τη Βούλα Σαββίδη των χατζιδακικών ''Πέριξ'' (δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτήν δόθηκε ο ρόλος της φτασμένης ντίβας), η αεικίνητη Λίλα Μπακλέση είναι η στρουμπουλή επαρχιωτοπούλα που ρίχνει και μία Πίτσα Παπαδοπούλου από μικροφώνου για να μερακλώσει το κοινό της και βασικά τον αντρικό πληθυσμό εντός των τοιχών του σκυλάδικου. Στο σημείο αυτό να πω ότι η παράσταση ευτύχησε απ' την άποψη των τραγουδιών: Η καταγραφή των σκυλάδικων ασμάτων της δεκαετίας του 1980 είναι και η ταυτόχρονη καταγραφή της αισθητικής παρακμής της πασοκικής ευμάρειας - διόλου τυχαίο που ενώ κυριαρχούν τα κομμάτια της Πίτσας, της Άντζελας, της Κατερίνας και του Στράτου, σύσσωμος ο θίασος αποδίδει κάποια στιγμή το γνωστό τραγουδάκι - σλόγκαν του Χάρρυ Κλυνν: Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου κλπ. Κι εδώ πάλι μία μεγάλη έκπληξη: Μπορεί η σκηνοθέτιδα να έκανε τη μουσική επιμέλεια στην παράσταση της, τις ενορχηστρώσεις ωστόσο έκανε ο Κώστας Βόμβολος, αγαπημένος μουσικός της jazz και μόνιμο μέλος των Primavera en Salonico της Σαβίνας Γιαννάτου!
Για τον Αλεξανδρή, όμως, όπως και για την Καραλή, ο κόσμος του σκυλάδικου δεν είναι μόνο η ''πουτάνα'', ο ''πούστης'', ο ''νταβατζής'' και οι ''γαμιόλες''. Για την ακρίβεια είναι όλοι αυτοί, που αν κάποτε διεκδικούσαν τη θέση τους σε μια κοινωνία καλύτερη και προοδευτικότερη, ο σκληρός και ναΐφ λόγος τους θα έφτανε στα αυτιά μας σαν τα Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου του Ρολάν Μπαρτ - γνωστό τοις πάσι, η νύχτα θέλει έρωτα, αίμα και δάκρυα. Έτσι, το να ακούς τη Μπακλέση να λέει λόγια τόσο ενδοσκοπικά, βγαίνοντας για λίγο από την περσόνα της τραγουδιάρας, φανερώνει την έλλειψη σπουδαιοφάνειας εκ μέρους των δημιουργών. Να το πω αλλιώς, η Καραλή δε βάζει απλά ''κουλτουριάρικες πινελιές'' στα λόγια των χαρακτήρων της, σου δείχνει με τρόπο απλό και κατανοητό πως κάτω από το τραχύ περίβλημα παραμονεύει η ευαισθησιά και η ανθρωπιά.
Χαίρομαι που είδα την παράσταση αυτή. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό για το αποτέλεσμα, εφόσον γνωρίζω τη δουλειά της Καραλή - δηλαδή, εδώ που τα λέμε, τα έβγαλε πέρα με τον Σαίξπηρ στο Beton 7 προ τριετίας, δεν θα τα έβγαζε πέρα με ένα κόσμο που όλοι λίγο - πολύ έχουμε γνωρίσει, άλλοι ως μουσικόφιλοι και άλλοι ως καταγραφείς του; Διότι, προσωπικά, δεν έχω καλύτερο από το να παίρνω συνεντεύξεις από τους λεγόμενους ''σκυλάδες'', οι οποίοι πάντα έχουν να σου αφηγηθούν ενδιαφέροντα πράγματα. Τέλος, ταυτίζομαι απόλυτα με το κείμενο του Θάνου Αλεξανδρή στο κλείσιμο του βιβλίου του: ''Πιστεύω ακράδαντα ότι στον 21ο αιώνα, όπως και με το ρεμπέτικο, που ήταν παρεξηγημένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης των κοινωνιολόγων. Πιστεύω ότι οι φοιτητές θα προσεγγίσουν με ευλάβεια και συγκίνηση αυτό το κομμάτι της πολιτισμικής μας ιστορίας''. Προσυπογράφω, που λένε! Πάντως, ήδη προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον Πλανητάρχη Τάσο Μπουγά για να πάμε παρέα στην παράσταση, να τη δει κι αυτός και μετά να τη συζητήσουμε, όπως τότε που του άναψα το πούρο κι επί δύο ώρες μού μίλαγε για τη φυλακή με τον Άκη Πάνου, τα μπουρδέλα, τη γκόμενα του που γάζωσε η μαφία και τη διαφορά μπαλαφάρας και καψούρας στα δικά του άσματα. Η παράσταση ''Αυτή η νύχτα μένει'' θα παίζεται στο θέατρο ''Δημήτρης Ροντήρης'', στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι τις 8 Ιανουαρίου της χρονιάς που θα υποδεχτούμε σε λίγες μέρες! Μην τη χάσετε! 

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Χλόη Λιάσκου: Η ζωή της όλη στην ηλεκτρονική LIFO

Η Χλόη Λιάσκου το 1962 στην ταινία ''Νόμος 4000'' του Γιάννη Δαλιανίδη
Η Χλόη Λιάσκου τον Δεκέμβριο του 2016 φωτογραφημένη από τον Πάρι Ταβιτιάν για τη LIFO
Αναρτήθηκε σήμερα το πρωί στον ιστότοπο της LIFO η συνέντευξη - ποταμός με την ηθοποιό Χλόη Λιάσκου. Τη διαβάζετε εδώ:
http://www.lifo.gr/articles/cinema_articles/126128

caro diario/ move on

Τις τελευταίες μέρες κόλλησα κι εγώ μία από τις γρίπες της εποχής, από τις πιο ελαφριές ευτυχώς, όχι με πυρετό και τέτοια, αλλά με συνάχι και πονόλαιμο. Πλακώθηκα στα panadol cold & flu, στις βιταμίνες C και στις σούπες - ethnic σούπες πού' χα φέρει από το Παρίσι και που βγήκαν όλες πεντανόστιμες. Απομονώθηκα για τα καλά, είχα να βγω έξω από την Παρασκευή το βράδυ άλλωστε και αυτό μόνο καλό μού έκανε. Αραίωσα κάπως τα τηλεφωνήματα, έμεινα για αρκετές ώρες με τον εαυτό μου και αποφάσισα να δώσω ένα τέλος στα μίση, στις διαμάχες και στις κόντρες. Τι νόημα έχει, όταν μετά από καιρό θα σκέφτεσαι καταστάσεις και θα λες ''Δεν έπρεπε νά'χε γίνει έτσι, εγώ είμαι ο πιο ώριμος και ο πιο εντάξει άνθρωπος κι εκεί έξω η ζωή προχωράει'', ακριβώς με την ίδια λογική που η Marianne Faithfull μού φώναξε ''Come on, move on'' σαν την πίεσα να μου μιλήσει για το ''Sister Morphine'' της; Καμιά φορά ξανακούω την ηχογράφηση με τη φωνή της από το κινητό μου τηλέφωνο να λέει αυτό το επιτακτικό ''Move on'' που εκείνη την ώρα με τάραξε, μετά όμως με έκανε να καταλάβω πόσο σημαντικό είναι το προχώρημα τόσο στη ζωή κάθε ανθρώπου, όπως και στην καριέρα κάθε καλλιτέχνη. Τέλος πάντων, μία άφεση αμαρτιών είναι καλό να δίνεις για τη δικιά σου γαλήνη πάνω απ' όλα, έτσι απλά, να βάζεις την τελεία ύστερα από τα αποσιωπητικά και να κλείνεις οριστικά τις υποθέσεις μέσα σου. Η τηλεόραση που αναγκαστικά είδα αυτές τις μέρες, μια και επιτέλους ο διαβόητος αποκωδικοποιητής μπήκε σε λειτουργία, ήταν μια φρίκη, μια απελπισία. Τα μικρά κανάλια δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης, ενώ τα μεγάλα, μέσα στην κρίση κι αυτά, παίζουν διαφημίσεις για ροζ γραμμές και καφετζούδες. Άσε που δε μπορώ πια να παρακολουθήσω ταινία. Με το που αρχίζει, δεν περνάνε 20 λεπτά και με παίρνει ο ύπνος. Φαντάζομαι θα ροχαλίζω κιόλας. Μόνο τα γατιά μου θα με ανέχονται στον ύπνο που τους αρέσει να χώνονται κάτω από τις κουβέρτες και αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο. Μένω πραγματικά ενεός απέναντι σε όλη αυτή τη διαπλανητική βία. Μέσα σε τρία 24ωρα είχαμε τρεις δολοφονικές επιθέσεις σε τρία διαφορετικά σημεία του πολιτισμένου, υποτίθεται, κόσμου. Η ενημέρωση, τόσο από την TV, όσο και από το internet, έχει καταντήσει εφιάλτης, σε αγριεύει και προάγει τα πιο άγρια σου ένστικτα ενδεχομένως ασυνείδητα.
Χθες, Τρίτη, πέρασα όλη τη μέρα πάνω από το site της LIFO περιμένοντας τη δημοσίευση της συνέντευξης της Χλόης Λιάσκου. Ο Πάρις την έβγαλε μια κούκλα και είναι όντως κούκλα στην ηλικία που βρίσκεται, περισσότερο τολμώ να πω κι απ' την άνωθεν φωτογραφία του 1968, τότε που έπαιζε στους ''Αντίζηλους'' του Παύλου Τάσιου. Ούτε η φωνή της έχει αλλάξει. Έχει πλάκα να μιλάς με τη Λιάσκου στο τηλέφωνο και να σού'ρχεται αυτομάτως στο νου εκείνο το κορίτσι που θύμωνε όταν η μαμά της, η Ρένα Βλαχοπούλου, αποκαλούσε γρουσούζη τον μνηστήρα της, τον Γιώργο Βρασιβανόπουλο, στη ''Χαρτοπαίχτρα''. Παρεμπιπτόντως, ξέχασα να ρωτήσω τη Λιάσκου για την περίπτωση του Βρασιβανόπουλου που δε ζει πια. Να είχαν άραγε επαφές ως το τέλος του; Λέγεται πως ήταν μαρξιστής και πως ζούσε πνιγμένος από τα βιβλία του. Αύριο πάντως ελπίζω όταν θά'χω ξυπνήσει, να έχει αναρτηθεί η συνέντευξη της. Και καλύτερα ίσως που δεν αναρτήθηκε χθες, εφόσον κυριάρχησε η ειδησεογραφία από Γερμανία, Τουρκία και Ελβετία.
Στη LIFO είχαμε και πάρτι την περασμένη Πέμπτη. Συμπλήρωσε αισίως τα 500 τεύχη από τη μέρα που ξεκίνησε στο χώρο του αθηναϊκού free press. Το υπέροχο με τη LIFO είναι πως ενώ κατάφερε το site της να γίνει από τα πλέον δημοφιλή εντός κι εκτός Ελλάδας, τελευταία να ξεπεράσει και τον ημερήσιο έντυπο Τύπο σε αναγνωσιμότητα. Θα μου πεις, ποιον ημερήσιο Τύπο, δε βλέπεις τι γίνεται που πάει κι ο ΔΟΛ για κλείσιμο;  Άλλο κι αυτό, μια θλίψη, μια στενοχώρια κυρίως για τους φίλους και συνάδελφους. Θα γράψω κάποια στιγμή για τα ΝΕΑ και το ΒΗΜΑ που μεγαλώσαμε κυριολεκτικά μαζί τους (ελπίζω και εύχομαι το καλύτερο για την ώρα) όμως εδώ λέω για το πάρτι της LIFO τώρα. Και τι πάρτι! Καμιά εκατοστή άτομα στα γραφεία στη Βουλής χόρευαν σαν αφιονισμένοι με μπόλικο αλκοόλ, τέλεια εδέσματα και ωραίες μουσικές. Μόνο εγώ με τον Φώντα τον Τρούσα την αράξαμε στον καναπέ σε κάποια φάση και μιλάγαμε σα νερντς για τη Μαριάννα Τόλη και το ''Cocaine Blues'' του 1966, παρακαλώ! Btw, να καλωσορίσω κι από δω τον Φώντα στο facebook που αφήνει τα πνευματώδη χιουμοριστικά σχόλια του και γίνεται τζέρτζελο, εκεί που συνήθως δεν ''κινείται'' τίποτα. Του πάει πολύ το facebook και του τό'πα απ' τις πρώτες μέρες.
Νομίζω πως δεν έχω κάτι άλλο να γράψω. Α, να μην ξεχάσω να πω και για την αποψινή συναυλία στην ''Απανεμιά'' του αγαπημένου μου φίλου, συνεργάτη και πιο ζεστής φωνής του Μάνου Χατζιδάκι, του Ηλία Λιούγκου. Ειχαμε πολύ καιρό να μιλήσουμε κι αυτό έγινε χθες με μια ευχάριστη αφορμή που αφορά τη δισκογραφία - λεπτομέρειες προσεχώς. Ήρεμος άνθρωπος που είναι ο Λιούγκος, ακριβώς σαν και τη φωνή του την ίδια στα τραγούδια τα δικά του και του Χατζιδάκι! Στο πιάνο θα είναι μαζί του η Δέσποινα Στεφανίδου, συνεργάτιδα του σταθερή τα τελευταία χρόνια. Νομίζω πως όποιος αγαπά τον Χατζιδάκι και τον ''ψάχνει'' στις σύγχρονες μουσικές σκηνές, καλά θα κάνει να πάει μέχρι την Πλάκα για ν' ακούσει αυτόν τον σημαντικό καλλιτέχνη. Εγώ πάλι τον Λιούγκο θα τον έχω δει/ ακούσει live, τουλάχιστον 20 φορές την τελευταία 15ετία που γνωριζόμαστε. Τιμή μου μεγάλη! Όχι που τον έχω δει live τόσες πολλές φορές, αλλά που είναι φίλος μου και συνεργάτης μου! 
(συνεχίζεται)

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Η ηθοποιός Χλόη Λιάσκου σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση, σύντομα στο LIFO.gr

Πέρσι η τελευταία συνέντευξη μου για το 2015 στη LIFO ήταν αυτή με την ερμηνεύτρια Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Για το 2016, όπως όλα δείχνουν, η τελευταία μου συνέντευξη θα είναι με την ηθοποιό Χλόη Λιάσκου. Τη Λιάσκου την πρωτοσυνάντησα πριν μερικά χρόνια όταν ήμασταν μαζί στο πάνελ στην παρουσίαση του βιβλίου της συχωρεμένης Ευγενίας Χατζίκου. Με είχαν εντυπωσιάσει δύο πράγματα: Η φυσική ομορφιά της μέσα στα χρόνια και μια μελαγχολία που απέπνεε ως φιγούρα. Δίπλα μου τότε δεν ήταν το χαρούμενο κορίτσι που έπαιζε και χόρευε στις ταινίες του Φίνου, αλλά μία ώριμη γυναίκα, ευγενής και σοβαρή, σωστή διανοούμενη.
Όπως ήταν φυσικό κι επόμενο, η περίοδος του Φίνου έπιασε ένα μεγάλο μέρος στην εκ βαθέων συζήτηση που κάναμε χθες βράδυ. Μιλήσαμε ακόμη για τις απώλειες στη ζωή της που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ως άνθρωπος, για κάποιες θρησκειολογικές αναζητήσεις της - πάλι μέσα από αυτές τις απώλειες -, για το φόβο του να χάνονται ένας - ένας οι άνθρωποι της γενιάς της, για τον Νίκο Κούνδουρο που την είχε ανακαλύψει προ Φίνου, για την πρόταση του Πατσιφά να γινόταν τραγουδίστρια του Νέου Κύματος και που είχε απορρίψει, για το χαμηλό επίπεδο της σημερινής δημοσιογραφίας του life style, για τον κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Πιστεύω πως καταγράφηκε μία συζήτηση υψηλού επιπέδου, απ' αυτό το υψηλό επίπεδο που χαρακτηρίζει την καλλιτέχνιδα και γυναίκα Χλόη Λιάσκου, και που θα διαβάσετε οσονούπω αποκλειστικά στο LIFO.gr

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η Βίκυ Κουλιανού είναι η εξαιρετική Ψευτοϋπηρέτρια του Πιέρ Ντε Μαριβώ σε σκηνοθεσία Ζαχαρία Ρόχα

Όπως έχω ξαναγράψει, παίρνω καθημερινά πολλές προσκλήσεις για να πάω να δω κάτι που κάνει κάποιος φίλος. Έτσι, δε θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση του ηθοποιού Βαλεντίνου Τσίλογλου, ο οποίος επίσης είχε στηρίξει τη δική μας παράσταση με τη ζωή της Κουμαριανού. Χώρια που το συγκεκριμένο έργο, στο οποίο συμπρωταγωνιστεί ο Τσίλογλου δίπλα στη Βίκυ Κουλιανού, τον Θανάση Πατριαρχέα, τον Πάνο Τσαλιγόπουλο και τη Λούλα Τριανταφύλλου, έχει σκηνοθετήσει ο Ζαχαρίας Ρόχας - εδώ να πω ότι με τον Ρόχα, πέραν της συμμετοχής του στο ντοκιμαντέρ Οδύσσειες σωμάτων - Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο, είμαστε και μακρινοί συγγενείς, αφού η πρώτη εξαδέλφη του, η Τζένη, είναι γυναίκα του μικρού αδερφού του πατέρα μου. Πάμε όμως στα του έργου, την Ψευτοϋπηρέτρια του Μαριβώ, που παρακολούθησα χθες βράδυ στο θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής στο Μεταξουργείο:
Ο Γάλλος συγγραφέας Μαριβώ, ζώντας στη Γαλλία την εποχή του Ροκοκό, όπου μεσουρανούσαν οι πρωταγωνιστές της Comedia dell' Arte, συνέλαβε την ''Ψευτοϋπηρέτρια'', θέλοντας να κατακεραυνώσει με τρόπο έξυπνο, αλλά και αντικομφορμιστικό, την υποκρισία της αριστοκρατικής τάξης μαζί με το προσκύνημα των υπηκόων της στον ένα και μοναδικό Θεό: Το χρήμα! Κι αν υποτεθεί πως από το αρχαιοελληνικό ήδη θέατρο, οι γυναικείοι ρόλοι αποδίδονταν αποκλειστικά από άντρες, ο Μαριβώ το προχώρησε ακόμη παραπέρα, δίνοντας στην πρωταγωνίστρια ηρωίδα του τον αντρικό ρόλο του Ιππότη, προκειμένου να ξεσκεπάσει στο τέλος ένα ολόκληρο ενδο-αριστοκρατικό, θα λέγαμε, κύκλωμα διαφθοράς και κομπίνας. Διόλου τυχαίο που ενώ όλοι οι χαρακτήρες είτε έχουν βαρύ μακιγιάζ, είτε φοράνε κανονικές μάσκες, ο μόνος που παρουσιάζεται κυριολεκτικά φάτσα - κάρτα είναι αυτός του Ιππότη, της Κουλιανού δηλαδή, ο πλέον ''ενάρετος'' και ακέραιος χαρακτήρας, ο οποίος δεν έχει καμία ανάγκη να υποδυθεί κάτι άλλο απ' αυτό που είναι, παρόλο που έχει ''αλλάξει'' φύλο για να πετύχει τον καλό και αγαθό σκοπό του. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι του επίδοξου κυνικού προικοθήρα (ρόλος που αποδίδεται στην εντέλεια από τον εξαιρετικό ηθοποιό Θανάση Πατριαρχέα), του εξίσου κυνικού εκβιαστή ψευτοϋπηρέτη (πολύ καλός και ο Πάνος Τσαλιγόπουλος), της αστείας κόμισσας που δε βλέπει μπροστά της (εντυπωσιάστηκα σαν έμαθα πως η Λούλα Τριανταφύλλου είναι στην ουσία ερασιτέχνις ηθοποιός - μπράβο της!) και του επίσης αστείου διασκεδαστή της αυλής (μία γκέι αλομοδοβαρική περσόνα που έχει μανία με τα έργα του Σαίξπηρ και που αποδίδεται ξεκαρδιστικά από τον ταλαντούχο Βαλεντίνο Τσίλογλου).
Άφησα για το τέλος τη Βίκυ Κουλιανού, την οποία δεν είχα δει ποτέ στο θέατρο και που, όπως μου είπε η ίδια μετά, είχε πολύ καιρό να κάνει κάτι καλλιτεχνικό. Η επιλογή της τη δικαίωσε: Υπήρξαν στιγμές που κάλυπτε μιαν αμηχανία - πιθανώς να έγινε κάτι που δε μπορούμε οι αγνοί θεατές να γνωρίζουμε, απ' αυτά που συνήθως συμβαίνουν σε κάθε live παράσταση - με επαναλαμβανόμενες φράσεις και σωματικές κινήσεις. Ενδεχομένως αυτή να ήταν και η σκηνοθετική γραμμή - δεν το γνωρίζω. Πάντως, σύντομα σε κέρδιζε, αντανακλώντας τη συμπάθεια όλη που αποπνέει ο χαρακτήρας του/της και αξιοποιώντας τα ερμηνευτικά της μέσα και την καθαρή εκφορά του λόγου της. Η επιλογή μιας νέας εντυπωσιακής ψηλής γυναίκας, όπως είναι η Βίκυ Κουλιανού, αποτελεί σωστή κρίση του σκηνοθέτη Ζαχαρία Ρόχα για έναν άφυλο, σχεδόν καθ'όλη τη διάρκεια του έργου, ρόλο που προκαλεί τα ερωτικά θέλγητρα αντρών και γυναικών, παρουσιάζοντας τους κι αυτούς πιο γήινους, δέσμιους των παθών τους και μάλλον όχι τόσο ανερμάτιστους όσο θά'θελε ο Μαριβώ.
Λειτουργικό και το μίνιμαλ ντεκόρ της παράστασης με την εντυπωσιακή κατασκευή ενός δέντρου και της σκιάς του, όσο περνάει ο θεατρικός χρόνος, από τον Kreuz - Σταύρο Ζώτο, καθώς και τα κοστούμια που επιμελήθηκε ο Gregory Englezos. Να περάσετε από το θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής να τη δείτε αυτή την παράσταση! Η μιάμιση ώρα με ένα μικρό διάλειμμα περνάει σα νερό και τα ερωτήματα που απασχολούν εν συνεχεία τον θεατή έχουν να κάνουν με έννοιες σαν τον αγώνα για επιβίωση, τη μωροφιλοδοξία, τον ερωτικό πόθο και την απληστία για εξουσία και χρήμα. 
 * Κι εδώ είμαστε με τον Ζαχαρία Ρόχα, τον σκηνοθέτη της παράστασης Η Ψευτοϋπηρέτρια του Πιέρ Ντε Μαριβώ έξω από το θέατρο Βαφείο - Λάκης Καραλής

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

caro diario

Χειμώνιασε για τα καλά και δε θέλω να βγαίνω απ' το σπίτι. Ίσως είναι που χαίρομαι το σπίτι, παρόλο που η θέρμανση ακόμη να λειτουργήσει. Τι περιμένουν άραγε; Απορώ...Μου αρέσουν και οι καλαμωτές που έβαλα στο μπαλκόνι μου, όχι για γούστο, αλλά για να εμποδίζουν τα γατιά να φουντάρουν. Δε θέλουν πολύ τα αιλουροειδή, με ένα σάλτο άντε να τα πιάσεις. Απέναντι έρχονται συνέχεια περιστέρια και τα γατιά κολλάνε τις μύτες τους στα τζάμια και χτυπάνε νευρικά τα δόντια τους. Δεν τους ανοίγω, όμως, ή αν τους ανοίξω έχω ένα καταβρεχτήρι που τα τρομάζει ώστε να ξαναμπαίνουν μέσα γρήγορα. Βόλεψα όλα τα CD - ο αδερφός μου ήδη σχολίασε ότι το διαμέρισμα μου μοιάζει με παράρτημα του...Metropolis - και έχω αφήσει στοιβαγμένα τα DVD, την ταινιοθήκη μου. Βαριέμαι να τα ταξινομήσω κι αυτά ανά σκηνοθέτη, εδώ ο Φελλίνι, εκεί ο Μπέργκμαν, παρακάτω ο Φασμπίντερ και γίνεται ένας χαμός. Αν δε χωρέσουν κι αυτά, δεν πρόκειται να αγοράσω κι άλλη βιβλιοθήκη από το ΙΚΕΑ, κοινώς θ' αρχίσω να πετάω πράμα. Ήδη πέταξα δύο τσάντες με CD - compilations που είχα φτιάξει εγώ ο ίδιος και που σπάνια θα έβαζα ν' ακούσω ώσπου καταχωνιάστηκαν κάπου και χάθηκαν. Ήταν καλή η μετακόμιση αυτή για ξεσκαρτάρισμα. Άσε που κινδυνεύεις να σε πουν και τεχνοφοβικό, αν διατηρείς ακόμη CD και DVD σε πλαστικές θήκες, σε μία εποχή που τα βρίσκεις όλα με ένα κλικ στο διαδίκτυο. Τα βινύλια, πάντως, διατηρούν την ασυναγώνιστη γοητεία τους. Είναι σαν το φιλμ στον κινηματογράφο που μαθαίνω ότι επανέρχεται σιγά - σιγά εκεί που οι πάντες μιλούσαν για το τέλος του χημικού σινεμά.
 
Με επισκέφτηκαν και οι δικοί μου σήμερα. Τους μαγείρεψα γαύρο με πατάτες στο φούρνο και μια πλούσια χωριάτικη σαλάτα. Για τη μάνα μου πιο πολύ που πρέπει να τρώει ψάρι και που πλέον μαγειρεύει σπάνια. Έτσι είναι, έτσι γίνεται μέσα στα χρόνια. Ταΐζεις εσύ εκεί που σε τάιζαν, φροντίζεις εσύ αυτούς που σε φρόντιζαν. Διακριτικός άνθρωπος η μάνα μου, δε θέλει να αισθάνεται πως με αποσπά απ' τις δουλειές μου. Τώρα είναι ξαπλωμένη μέσα με τη σόμπα και βλέπει Ευαγγελάτο. Η Φλέρη, η γάτα, κοιμάται στα πόδια της και της θυμίζει τη Σόφη, την άλλη γάτα, που τη θάψαμε πριν δύο χρόνια στα 17 της. Κάθισα λίγο κοντά της, αλλά έφυγα σα νά'χα ελατήρια στα πόδια μου, εφόσον ο Ευαγγελάτος και ενδεχομένως η ελληνική TV στο σύνολο της να μην παλεύονται με την καμία, που λένε. Δεν τα κατάφερα να πάω στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Ολυμπίας που τό'χα κανονισμένο. Εκκρεμεί μία σοβαρή συνέντευξη που με έχουν στο stand by και που πιθανώς να γίνει μεσ' στο Σ/Κ, κάτι που δεν πολυπιστεύω. Για την ώρα ακούω το ''Drama of Exile'' της Nico, που θα μπορούσαν να παίζουν οι Απροσάρμοστοι του Σιδηρόπουλου μαζί της, εναλλάξ με την 5η Συμφωνία του Mahler, από βινύλιο σε CD και το αντίστροφο, κομμάτι - κομμάτι. Τα βράδια της Παρασκευής είναι μεγάλα, συνήθως!
(συνεχίζεται)

Ο Γιώργης Χριστοδούλου και η Νάνσυ Κουγιούφα μας θυμίζουν ξανά τον Αττίκ και τον Erik Satie

Δύο δίσκοι συλλεκτικής σημασίας κυκλοφόρησαν πρόσφατα που μας δίνουν την ευκαιρία να ανακαλύψουμε εκ νέου το έργο δύο σημαντικών δημιουργών, του δικού μας Αττίκ (1885 - 1944) και του Γάλλου Erik Satie (1866 - 1925). Το project του τραγουδοποιού - ερμηνευτή Γιώργη Χριστοδούλου, καταρχάς, βγήκε από τη Μικρή Άρκτο σε βιβλίο - CD και περιέχει δέκα τραγούδια και ένα οργανικό θέμα του Αττίκ από την άγνωστη γαλλική του περίοδο, εξ ου και ο τίτλος: Attic a Paris (Ο Αττίκ στο Παρίσι). Ένα project που απασχόλησε για μία τριετία τον Χριστοδούλου, από το 2013 για την ακρίβεια που πρωτοέπεσε στα χέρια του μία χαμένη παρτιτούρα του συνθέτη σε ένα ταξίδι του στη γαλλική πρωτεύουσα. Ακολούθησαν κι άλλα ταξίδια στο Παρίσι μαζί με ένα εύλογο ψάξιμο, όπου βοήθησαν κι άλλοι άνθρωποι εκεί. Αποτέλεσμα ήταν να μαζευτούν περίπου 230 γαλλόφωνα τραγούδια του Αττίκ, απ' τα οποία έντεκα κυκλοφόρησαν στο εν λόγω CD. Ένα CD συνημμένο σε βιβλίο που περιέχει εκτενές βιογραφικό του συνθέτη, εστιασμένο φυσικά στα χρόνια του στο Παρίσι, καθώς και φωτογραφικό αρχειακό υλικό. Εξαιρετική η φωτογράφηση του Γιώργη Χριστοδούλου στο οπισθόφυλλο λόγω της ταύτισης με τον Αττίκ, που διάλεξε να ξαναφέρει στο φως. Στην έκδοση Attic a Paris μπορεί να βρει κανείς άγνωστα, μα και γνωστά τραγούδια του Αττίκ, που είτε είχαν κυκλοφορήσει μόνο ως γαλλόφωνα, είτε είχαν ξαναδουλευτεί από τον ίδιο με ελληνικούς στίχους. Ανάμεσα τους, ο Διαβάτης της ζωής (Έρημος, βαρύς και μόνος), ένα από τα σημαντικότερα - κατά τη γνώμη μου - κομμάτια του Αττίκ, σφραγισμένο στην εποχή του από τις φωνές του βαρύτονου Νικόλα Μοσχονά και της Δανάης Στρατηγοπούλου. Εδώ το ακούμε ως ''Le forcat'' με γαλλικούς στίχους του Jean Laurent από το 1934, ένα χρόνο δηλαδή μετά την ελληνική κυκλοφορία του.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Χριστοδούλου, μια και δεν υπήρχαν ηχητικά ντοκουμέντα, η επεξεργασία όλων των άγνωστων τραγουδιών έγινε από τις παρτιτούρες με τη συμβολή στις ενορχηστρώσεις του πιανίστα Χάρη Σταυρακάκη. Από κει και πέρα, ξεχνώντας τι έχουμε προς ακρόαση, το CD από το πρώτο ως το τελευταίο track παύει να είναι Αττίκ και είναι πιο πολύ Γιώργης Χριστοδούλου, όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια με τις, ηχογραφημένες στη Βαρκελώνη, προηγούμενες δουλειές του. Με λίγα λόγια, ένα συναίσθημα ονειρικής ποπ είναι διάχυτο που κάνει τα...παμπάλαια αυτά τραγούδια (κάποια είναι γραμμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα) να ακούγονται σημερινά και ολόδροσα. Καθόλου παράξενο, αν υποτεθεί πως πολλοί νέοι καλλιτέχνες εντάσσουν στο ρεπερτόριο τους διασκευές σε ρετρό τραγούδια. Η διαφορά ωστόσο είναι πως εδώ δεν έχουμε διασκευές, αλλά την έκδοση για πρώτη φορά χαμένων διαμαντιών του ευαίσθητου Έλληνα συνθέτη. Για το αίσιο αποτέλεσμα δούλεψε μία πλειάδα μουσικών σε Αθήνα και Βαρκελώνη, από τον Alessio Arena και την Πολυξένη Καράκογλου στα φωνητικά μέχρι τον Νίκο Παπαβρανούση στα τύμπανα, τη Juli Aymi στο κλαρινέτο κ.α. Και κάτι ακόμη πολύ βασικό: Ο Γιώργης Χριστοδούλου τραγουδά και ο ακροατής εισπράττει πόσο αγαπάει αυτό που κάνει!
Κι από τον Αττίκ του Γιώργη Χριστοδούλου στον Erik Satie της πιανίστριας Νάνσυς Κουγιούφα, ένα project που επίσης η δημιουργός του δούλευε επί σειρά ετών. Κατά ένα τρόπο οι δύο δίσκοι συγκλίνουν, εφόσον εδώ έχουμε τις πρώιμες πιανιστικές συνθέσεις του Satie, γραμμένες κι αυτές στο Παρίσι. Γνωστή ως ιδιοκτήτρια της πρωτοποριακής γκαλερί E31 στου Ψυρρή, η Κουγιούφα προσεγγίζει εκ νέου τα έργα του Satie με τη ματιά ενός εικαστικού: Οι συνθέσεις του Satie αποτελούν τον καμβά, πάνω στον οποίο οι δακτυλισμοί της Κουγιούφα στα πλήκτρα λειτουργούν σαν μία παλέτα χρωμάτων. Τα συναισθήματα του ακροατή δοκιμάζονται και εναλλάσονται, καθώς το CD ξεκινάει με το υποτονικό έργο 4 Ogives, για να ακολουθήσουν εν συνεχεία οι ρυθμολογικά πλουσιότερες 3 Sarabandes, οι πιο γνωστές 3 Gymnopedies και οι εξόδιες 7 Gnossiennes, το πλέον ώριμο έργο του Satie.
Πέραν αυτών, επίσης, η εργασία της Νάνσυς Κουγιούφα χρήζει σημασίας, καθώς πρόκειται για τη δεύτερη (σύμφωνα με το δελτίο Τύπου της Πολιτιστικής Δράσης - ΕΜΣΕ) δισκογραφημένη απόπειρα απόδοσης των έργων του Erik Satie από Έλληνα πιανίστα. Τη δισκοθήκη μου κοσμούν το Best of Satie της EMI CLASSICS με τον Aldo Ciccolini στο πιάνο και το Erik Satie: Orchestral Works από τη NAXOS με τη συμφωνική ορχήστρα της Nancy υπό τη διεύθυνση του Jerome Kaltenbach, τούτη η εργασία από τη χώρα μας ωστόσο στέκεται στο ίδιο ακριβώς υψηλό επίπεδο.