Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Η συνέντευξη της «απομόνωσης» της Καίτης Κωνσταντίνου από τον Απρίλη του 2020

 

Έχουν περάσει ακριβώς είκοσι χρόνια από τα τηλεοπτικά «Εγκλήματα» και η σειρά εξακολουθεί να προβάλλεται με αμείωτη επιτυχία. Προς τιμήν της είναι που δεν δυσανασχετεί όταν μιλάει γι’ αυτό, που δεν σνομπάρει εν ολίγοις την περσόνα της αστείας διαβολογυναίκας Σωσώς Παπαδήμα, η οποία την έκανε ευρέως γνωστή στο πανελλήνιο. 

Στη δική μας συνέντευξη, τη δεύτερη μέσα σε μία πενταετία, δεν γινόταν να μην αναφερθούμε στα «Εγκλήματα», ευτυχώς όμως δίχως να μείνουμε εκεί. Διότι η αλήθεια είναι πως η ηθοποιός Καίτη Κωνσταντίνου έχει κάνει πολλά και σημαντικά στο θέατρο, προ και μετά «Εγκλημάτων». Είχα την τύχη να τη δω στις «Διαβολογυναίκες», αλλά και στο σαιξπηρικό «Ριχάρδος ο Γ’», στο ρόλο της ζωής της, θα έλεγα.

Δεν ξεχνώ βέβαια πως αυτό τον καιρό η Καίτη Κωνσταντίνου βρίσκεται κλεισμένη στο σπίτι της, όπως όλοι μας, υπακούοντας κι εκείνη στα έκτακτα μέτρα του κράτους κατά της εξάπλωσης της πανδημίας. Μία πανδημία που, αν μη τι άλλο, δίνει τροφή για σκέψη και ενδοσκόπηση, έστω κι αν η ίδια σε κάποιο σημείο γίνεται πολύ συγκεκριμένη: «Ε όχι, δεν περνάμε καλά στην καραντίνα» την άκουσα να μου λέει με υψωμένο τον τόνο της φωνής της! 

Η Κωνσταντίνου δεν ανήκει στους σελέμπριτις που μας δείχνουν πως τα περνάνε στις βίλες τους ή τι θα μαγειρέψουν για τις οικογένειες τους. Κάθε άλλο. Διατηρεί τη σιωπή της μοναξιάς της, παρατηρεί τα δραματικά τεκταινόμενα, όπως και τους άλλους ανθρώπους γύρω της, αρνούμενη να βγει και να μιλήσει παρά τις καταιγιστικές προτάσεις που δέχεται.

Την ευχαριστώ, λοιπόν, που δέχτηκε να «σπάσει» την καραντίνα της και να μου δώσει την συνέντευξη που ακολουθεί, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr – μία συνέντευξη που θέλω να πιστεύω πως διαβάζεται σαν μία ελεύθερη φιλική κουβέντα μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν τους χωρίζει κανένας εγκλεισμός και καμία απαγόρευση. Απολαύστε την! 

Διάβαζα μια παλιότερη μας συνέντευξη, όπου λέγατε ότι δεν έχετε λογαριασμό στο facebook.

Ναι, δεν είχα…Τώρα έχω.

Και ποια ανάγκη σας εξώθησε να το κάνετε;

Η περιέργεια καταρχάς, όπως συμβαίνει με όλους. Έπειτα, απ’ ότι έχω καταλάβει, απαιτείται μια τέτοιου είδους επικοινωνία με τον κόσμο. Να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει και πολύ, γι’ αυτό δεν κάνω και συχνή χρήση. Αν εξαιρέσεις την καραντίνα, βέβαια, που τώρα γίνεται κάτι παραπάνω. Το βλέπω λίγο και σαν εφημερίδα, τι γίνεται. 

Εξακολουθείτε να το θεωρείτε επιπλέον βραχνά στη ζωή μας;

Δεν είναι; Πρόκειται για ένα απ’ τα κακά της εξέλιξης. Είναι και απογοητευτικό από’να σημείο και μετά να διαπιστώνεις ότι όλα μετριούνται με τα «like». Έχει γίνει εμμονή λίγο και μπορεί να θεωρηθεί τετριμμένο, αλλά βλέπω έξω εφτά ανθρώπους να’ναι με εφτά κινητά. 

Πάντως, πρόπερσι που βρέθηκα σ’ ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στην Ιταλία, σας διαβεβαιώνω πως κανείς απ’ τους καλλιτέχνες που γνώρισα δεν είχε facebook.

Μα, είναι πολύ απρόσωπο πράγμα. Μετράμε την αγάπη και την επικοινωνία των ανθρώπων ανάλογα με το πόσα «like» πήραμε.  Πολλοί το χρησιμοποιούν – εγώ δεν το κάνω – για δουλειά, γιατί μέσω αυτού διαφημίζονται και κάποια προϊόντα, άρα μιλάμε και για ένα μέσο επιβίωσης πια. Πολύ σεβαστό, γιατί τα χρόνια έχουν αλλάξει, τα ήθη έχουν αλλάξει και ο καθένας ψάχνει τους τρόπους του. 

Ωστόσο, ανεβάσατε πρόσφατα ένα χιουμοριστικό βίντεο: Είστε έξω με μια φίλη σας, σας σταματάει ένας αστυνομικός και αρχίζετε να κάνετε ότι κολυμπάτε.

Δεν ήταν ότι κάναμε κάτι σημαντικό, απλά αυτές τις μέρες δεν μ’ αρέσει η κλεισούρα και ενεργοποιήθηκα λίγο παραπάνω σε facebook και instagram – δεν νομίζω ότι θα συνεχιστεί. Για πλάκα το έκανα και για να διακωμωδήσω λίγο την όλη κατάσταση μας.

Σας αρέσει να διακωμωδείτε γενικώς;

(γελάει) Ίσως ακούγεται χαζό, αλλά τελικά αυτό νομίζω. Δε βγαίνει αλλιώς, αν δεν γελάσουμε δηλαδή ακόμη και με τις ήττες μας και τις αποτυχίες μας. Ήταν ένα καλό εμβόλιο αυτό – να, γινόμαστε κι επίκαιροι, που όλοι ψάχνουν τώρα για το εμβόλιο. 

Διακωμωδούνται οι τραγικές στιγμές;

Για να φτάσεις στο στάδιο της διακωμώδησης πρέπει να πέσεις κι εγώ τουλάχιστον πέφτω στα μαύρα κατάβαθα και μετά σηκώνομαι μέσα από μια τέτοια φάση χιούμορ. Τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα αυτή την εποχή και καταλαβαίνω ότι έχω θαυμάσει το χιούμορ των ανθρώπων μέσα από το facebook, δεν σας κρύβω. Το βρίσκω θετικό σημείο για το αύριο, όταν προβλέπεται σκούρο.

Πως αντιδράει ο εαυτός σας όταν πέφτει στα μαύρα κατάβαθα;

Απομόνωση, τελείως! «Κλείνομαι» και μερικές φορές μπορεί να γίνω κακότροπη και να με πιάσουν νεύρα. Περνάω κι εγώ τα διάφορα μου…

Εγώ το βρίσκω υγιές ν’ αναγνωρίζει κάποιος τα στραβά του χαρακτήρα του. 

Βέβαια, έτσι ελπίζω κι εγώ.

Σήμερα, πάντως, μάθαμε ότι οι Έλληνες καπνίζουν λιγότερο.

Και γιατί καπνίζουν λιγότερο;

Έτσι είπαν. Λόγω καραντίνας.

Μα που πάνε και τις κάνουν αυτές τις μετρήσεις; Δεν μπορώ να καταλάβω! Σαν αυτό το πολύ αστείο που είδα πάλι στο facebook: Περνάνε έξω απ’ τα σπίτια, αλλού μυρίζει λιβάνι κι αλλού μπάφος και καταλαβαίνουν ποιες ηλικίες είναι μέσα! (γελάμε) Εγώ δυστυχώς μάλλον καπνίζω περισσότερο.

Κι εγώ το ίδιο, για να’μαι ειλικρινής.

Είναι πάρα πολλές οι ώρες που δεν έχεις τι να κάνεις και αποτελεί μία διέξοδο.

Μια και χειρίζεστε τα social media, θα ήθελα τη γνώμη σας για τις θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν διαδικτυακώς. Αν υποτεθεί πως οι καλλιτέχνες είναι φιλόδοξα όντα και θέλουν να «φαίνονται», έστω κι απ’ την απομόνωση τους, σκέφτομαι πως εσείς δεν θα έχετε καμία τέτοια ανάγκη. Τα «Εγκλήματα» παίζονται συνέχεια. 

Δεν ξέρω αν το κάνουν οι νεότεροι συνάδελφοι για να «φαίνονται», εφόσον βλέπω να ανεβαίνουν και παραστάσεις με πολύ γνωστούς καλλιτέχνες. Η δικιά μου άποψη τώρα: Εγώ πολύ σπάνια θα δω μία θεατρική παράσταση στην τηλεόραση. Ούτε τις δικές μου δεν έχω δει, μερικές που έχουν βιντεοσκοπηθεί. Είναι φριχτό! Δεν είναι ωραίο πράγμα για μένα να βλέπεις μία παράσταση από την οθόνη σου. Θέατρο σημαίνει κάτι ζωντανό, είμαι εκεί κι ο θεατής είναι από κάτω. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι μπορεί να προσφέρουν έργο κάποιοι καλλιτέχνες στους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή είναι κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους. Ας πούμε δηλαδή ότι είναι σημαντικό να βλέπει κι άλλα πράγματα ο κόσμος πέρα απ’ τα νοσοκομεία. Πάντως, εγώ δικιά μου παράσταση δεν θα ήθελα ν’ ανέβει στο διαδίκτυο.

Θα το απαγορεύατε;

Προφανώς και δεν θα το απαγόρευα. Δεν θα ήθελα απλά, όπως σας τό’πα. 

Καίτη Κωνσταντίνου - Εύα Κουμαριανού - Μαρία Καβογιάννη - Μπόσκο (Απρίλιος 2018, σε παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου στον Σταυρό του Νότου)

Παραστάσεις σας δεν βλέπετε, είπατε. Τα «Εγκλήματα» τα βλέπετε;

Τώρα πια όχι, έχω πολλά χρόνια να τα δω. Ε, καμιά φορά άμα ανοίξω την τηλεόραση και πέσω πάνω τους, μπορεί να σταθώ. 

Δεν σας εκνευρίζουν οι ασταμάτητες επαναλήψεις;

Είτε μ’ εκνευρίζουν, είτε δεν μ’ εκνευρίζουν, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα έλεγα, όμως, ότι δεν μ’ εκνευρίζουν, όχι. Εκνευρίζομαι όταν προσπαθώ να μαζέψω δυνάμεις για να γίνει κάτι. Όταν, όμως, βλέπεις ότι δεν γίνεται, δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζεσαι. Τό’χουμε συνηθίσει πια αυτό το φαινόμενο με τις υπερπροβολές.

Η αλήθεια είναι πως τα «Εγκλήματα» και το «Κωνσταντίνου και Ελένης» τά’χει ξεσκίσει το κανάλι. 

Έτσι είναι, αλλά για κάθε σειρά που’χει αγαπήσει ο κόσμος, κάτι θα βρουν συνήθως που να ταιριάζει στις περίεργες καταστάσεις που βιώνει ακριβώς ο κόσμος. Παρατηρώ τώρα με την καραντίνα να’χουν βγει πολλά βιντεάκια απ’ τα «Εγκλήματα» και να τα’χουν ταιριάξει με εντυπωσιακό τρόπο. Και στην τελική γιατί να εκνευρίζομαι; Ήταν μία σειρά που την αγάπησα πάρα πολύ, οπότε το να το βλέπω και να το ξαναβλέπω δεν με πειράζει. Με πειράζει που δεν πληρωνόμαστε ανάλογα!

Το λες και τραγικό.

Είναι τραγικό αυτό, ναι, και φρόντισε ο «Διόνυσος» να παίρνουμε κάποια ποσοστά, είναι όμως δυσανάλογα, όταν ξέρεις πολύ καλά ότι τα κανάλια θα βγάζουν πολλά λεφτά απ’ τις επαναλήψεις με τις διαφημίσεις.

Θα διεκδικούσατε πιο δραστήρια τα δικαιώματα σας;

Ναι, αν υπήρχε κάποιος τρόπος, αλλά δεν υπάρχει. Κανένας! Μόνο μέσω του «Διόνυσου», που ο Ρήγας Αξελός κάνει σπουδαία δουλειά, παίρνουμε κάποια χρήματα. 

Κι αν μια ωραία πρωΐα σηκωθείτε με νεύρα και πείτε «Τέρμα, δεν θέλω να με ξαναδώ στην τηλεόραση», έχετε δυνατότητα να το κάνετε;

Όχι, δεν έχω τέτοιο δικαίωμα..Όλα τα δικαιώματα τά’χει το εκάστοτε κανάλι που παίζει μία σειρά.

Είπατε στην αρχή πως έχουν αλλάξει και τα ήθη. Προς τα πίσω, θα πρόσθετα εγώ.

Εντελώς! Μόνο συντηρητικούρα βλέπω παντού! Τώρα πάει κάτι να γίνει στην ελληνική τηλεόραση, γιατί νομίζω πως ζήσαμε πολλές συντηρητικές χρονιές σε ότι αφορά τα τηλεοπτικά. Θυμάμαι τότε που έγιναν τα «Εγκλήματα» και όλοι τη θεωρούσαν μια τολμηρή σειρά, που όντως ήταν κατά τη γνώμη μου. Όλοι λέγανε μετά «Να κάνουμε κάτι τολμηρό»! Δεν ξέρω τι είχε συμβεί. Σήμερα δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να κάνεις τολμηρά πράγματα! Οι απαγορεύσεις είναι πολλές: Μην κάνεις τραγούδια, μην καπνίζεις, μη βγαίνεις έξω. Πιστεύω πως ζούμε σε μια καραντίνα τα τελευταία χρόνια, δεν είναι δηλαδή καινούργια συνθήκη. 

Θα το βάλω τίτλο στη συνέντευξη αυτή, να ξέρετε: «Τα τελευταία χρόνια ζούμε μια γενική καραντίνα».

Μια γενική καραντίνα, έτσι ακριβώς! Έτσι νιώθω ότι ζω, σαν να μην κουνιέται φύλλο…

Βγαίνατε έξω, στα μπαρ, πριν επιβληθεί ο αντικαπνιστικός νόμος;

Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που έλεγα ποτέ: «Παναγιά βοήθα να βγω έξω». Όταν κόπηκε το κάπνισμα το θεώρησα πολύ φασιστικό μέτρο και θα σας εξηγήσω γιατί! Παλιά, πριν γίνει αυστηρή η απαγόρευση, όλο και βρίσκαμε μαγαζιά πιο «ελαστικά». Πριν επιβληθεί η καραντίνα αυτή, εγώ ήμουν σε καραντίνα απ’ τον περσινό χειμώνα. Έλεγα που να πάω, τι να βγω να κάνω τώρα; Να βγαίνω να καπνίζω μεσ’ στο κρύο; Και να σας πω και κάτι; Το τσιγάρο είναι απόλαυση, μου το πουλάς νόμιμα, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να μου το κόψεις. Ας βγουν απ’ τα εστιατόρια αυτοί που δεν καπνίζουν και να πουν «Αφήστε τώρα μέσα αυτούς που θέλουν να κάνουν ένα τσιγάρο». Γιατί εγώ που κάνω κάτι νόμιμο, καταδιώκομαι; Φτιάξε έναν χώρο, στην τελική, και για μας. Άσε που έχουμε γίνει δαχτυλοδεικτούμενοι! «Πω, πω, αυτός καπνίζει» σου λένε! Πήγα σ’ ένα μαγαζί το χειμώνα να καπνίσω έξω, σε μια στοά που υπήρχε, κι ενώ είχα καταξυλιάσει, μου το απαγόρευσαν κι εκεί. 

Με πάτε τώρα σ’ ένα αεροδρόμιο της Γερμανίας που βρέθηκα πριν πολλά χρόνια. Καπνίζαμε πολλά άτομα σ’ ένα θάλαμο με τζάμια κι απ’ έξω περνούσαν, μας κοιτάγανε σαν να λέγανε «Εδώ δες τα πρεζάκια»…

Εγώ είχα πάει ένα ταξίδι στο Παρίσι, χρόνια πριν, και δεν μπορούσαμε να καπνίσουμε πουθενά. Σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή! Ξαναπήγα, όμως, τον Γενάρη του ’19 και σας πληροφορώ ότι όλα τα μαγαζιά έχουν φτιάξει έξω κλειστούς χώρους για καπνιστές με καταπληκτική θέρμανση. Καθόμασταν πολύ ανθρώπινα και δε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορούν να κάνουν κι εδώ κάτι τέτοιο. Θεωρώ φασιστικό μέτρο- ξαναλέω- να πηγαίνω στο περίπτερο, να αγοράζω τα πανάκριβα τσιγάρα κι εσύ να μου λες «Απαγορεύεται». Για την υγεία μου; Γιατί δεν κλείνουν τις καπνοβιομηχανίες, αφού νοιάζονται για την υγεία μας; Γιατί δεν απαγορεύουν και το αλκοόλ, που κάνει επίσης κακό; Γιατί δεν κλείνουν τα καζίνα, που τα βλέπω πια σε διαφημίσεις ως και στην τηλεόραση; Νομίζω ότι ζω μία παράνοια και δεν μπορώ, αλήθεια σας το λέω, να συμβιβαστώ με κάποια πράγματα. 

Κι έτσι, μοιραία, κάθεστε στο σπίτι σας.

Κάθομαι σπίτι μου. Θα βγω όταν πήξω, περιμένω ν’ ανοίξει ο καιρός και το λέω εγώ που δεν είμαι ο πιο κοινωνικός άνθρωπος του κόσμου. Να μη μπορώ να καπνίσω να’ναι ίδιο με το να μη μπορώ να πάρω κοκαΐνη ή να μη μπορώ να κάνω άλλα πράγματα; Φρόντισε, τότε, για τους πολίτες σου να περνάνε όλοι καλά!

Από μικρή δεν ήσασταν κοινωνική;

Ναι, από μικρή, αλλά μη φανταστείτε ότι είμαι ασκητής. Απλά δεν είμαι του πέρα – δώθε.

Μπορεί αυτό να σας βοήθησε ν’ ακολουθήσετε τις αναζητήσεις σας, να βρείτε το δρόμο σας.

Ξέρω γω πως τον βρίσκουμε το δρόμο μας; Ούτε ξέρω ποιος ειν’ ο δρόμος μας, κάπου τα’χω χαμένα. Είμαι ένας άνθρωπος λίγο ανήσυχος, θα έλεγα, γιατί κι αυτό τείνει να θεωρείται ελάττωμα. Απλά κάνω ότι γουστάρω, έτσι το βλέπω. Είμαι τυχερός άνθρωπος απ’ αυτή την άποψη και κάθε φορά θέλω να μ’ αρέσει ότι κάνω. Καμιά φορά βλέπω τη δουλειά με μία αίσθηση πολυτέλειας, έχοντας πει πολλά όχι. Οι συμβιβασμοί μου ήταν πολύ λίγοι, αλλά βέβαια δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό που λέω. Κατανοώ και σέβομαι οποιονδήποτε δουλεύει σε πράγματα που μπορεί να κάνει, εγώ όμως θα έβαζα τη δουλειά μέσα στο τρίπτυχο της ευτυχίας μου.

Ως παιδούλα προσευχόσασταν;

Και τώρα προσεύχομαι. 

Και τι ζητάτε στις προσευχές σας;

Διάφορα…Αποφάσισα κάποια στιγμή να μην προσεύχομαι με το παραμικρό, όπως έκανα παλιότερα. Προσεύχομαι για πράγματα που πρέπει να είναι καλά, υγεία, να μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου, να ευχαριστώ τον Θεό για πράγματα που έχω πάρει, να σιχτιρίζω τον εαυτό μου επίσης…Τι είναι η προσευχή, άλλωστε; Μιλάμε λίγο πιο βαθιά με τον εαυτό μας. 

Βάλατε όμως και την παρουσία του Θεού.

Δεν υπάρχει ένας Θεός πάντα; Οποιοσδήποτε μπορεί να’ναι…Η φύση; Όπως θέλετε, ονομάστε τον. Υπάρχει όμως κάτι, υπάρχει Θεός, είμαι σίγουρη ότι υπάρχει! Δεν μιλάω χριστιανικά καθόλου, ο Θεός υπάρχει για τον καθένα μας.

Ένας Θείος Νόμος, ας πούμε. 

Έτσι, ναι, τον έχουμε μέσα μας και δεν έχουμε την ανάγκη της προσφυγής στις εκκλησίες.

Στις προσευχές σας τα βάζετε και με τις ενοχές σας;

Προσπαθώ να τις βλέπω πρώτα και μετά δε μπορώ να τα βάζω μαζί τους. Δεν τις κρύβω κι αυτό είναι ένα πολύ επώδυνο παιχνίδι που παίζεις με τον εαυτό σου. Εμένα μου βγαίνει σε καλό! Κάποια στιγμή θα δεις τις ενοχές σου, θα τις απομυθοποιήσεις και θα συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Είναι πολύ δύσκολο, γιατί δυστυχώς δε μπορούμε να δούμε εύκολα τον εαυτό μας. Σημαντικό είναι να έχεις ανθρώπους που αγαπάς και κάποια στιγμή να σου κάνουν το απαραίτητο «ντριν – ντριν» και να σε προφυλάξουν.

Σ’ αυτό το «Μένουμε σπίτι», τελευταία, θα διακρίνατε έναν δογματισμό; Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός.

Κοιτάξτε, έχω διαβάσει ότι δε φαντάζεστε για το συγκεκριμένο θέμα. Βγήκα προχθές και πέρασα από μια λαϊκή. Γινόταν το αδιαχώρητο απ’ τον κόσμο! Δεν καταλαβαίνω το εξής: Δεν θα κολλήσω στη λαϊκή και θα κολλήσω άμα πάω μια βόλτα στην παραλία; Πήγα τις προάλλες στην παραλία στο Φλοίσβο και μου λέει ένας παρκαδόρος: «Απαγορεύεται να μπείτε μέσα». Τον ρωτάω «Γιατί;» και μου απαντάει: «Για τη σωτηρία σας, για την ασφάλεια σας». Φυσικά μπήκα, γιατί είναι όλο του παράλογου αυτό. Να ο δογματισμός που λέτε πίσω απ’ αυτό το «Για τη σωτηρία σας» που άκουσα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ούτε γιατρός είμαι, ούτε επιδημιολόγος, απλά έχω διαβάσει τα χίλια μύρια κι έχει γίνει το κεφάλι μου καζάνι. Ανήκω και στους ανθρώπους που έχουν μια μόνιμη τάση αμφισβήτησης και δεν αντέχω να βλέπω σε καθημερινή βάση ανθρώπους άλλους να πεθαίνουν. 

Είναι μια πραγματικότητα, ωστόσο. Αν δεν τη θες, μπορείς ν’ αρνηθείς την ενημέρωση.

Ενημέρωση δεν γίνεται να’ναι μόνο αυτό. Δεν είναι να μου λέει τι γίνεται κάθε μέρα στην Ισπανία και την Ιταλία. Ενημέρωση είναι να βγουν και να μου πουν ότι το τάδε νοσοκομείο προμηθεύτηκε με τόσες μάσκες, με τόσες ΜΕΘ και με τόσα αντιδραστήρια. Μα, να μαθαίνεις ότι θες από 200 μέχρι 400 ευρώ για να κάνεις το τεστ; Απαράδεκτα πράγματα, αλλά εγώ τα’ χω παίξει. Ούτε συμφωνώ μ’ αυτό, το «Τι ωραία, μένουμε όλοι σπίτι και είμαστε χαρούμενοι». Δεν είμαστε χαρούμενοι και δεν είμαστε, γιατί δεν φοβόμαστε την καραντίνα, δεν φοβόμαστε μόνο το τώρα! Μετά τι θα γίνει; Θα γίνει το σύστριγγλο! Έβγαλα προχθές το σκύλο μου και συνάντησα στο δρόμο μια οικογένεια. Ξέρετε τι κάνανε μόλις με είδανε; Κρυφτήκανε πίσω από ένα αυτοκίνητο! 

Για ποιο λόγο;

Για να περάσω και να μην έρθουν σ’ επαφή μαζί μου μην τυχόν και τους κολλήσω! Αλήθεια το λέω! Κάνει ο πατέρας: «Εντάξει τώρα, βγείτε»!

Συγγνώμη, αλλά μου φαίνεται πολύ αστείο.

Είναι τρομαχτικά αστείο! Κρύφτηκαν πίσω απ’ τ’ αυτοκίνητο και λέει το κοριτσάκι: «Μπαμπά, τώρα μπορώ; Να βγω;»

Δεν θα καλοπερνάει η οικογένεια με τέτοιο μπαμπά όλη μέρα στα πόδια τους.

Βέβαια…Εμένα με φοβίζει όλη αυτή η απομόνωση απ’ αυτά που διαβάζω και βλέπω. Καταλαβαίνω ότι είναι ένας φονικός ιός και φοβάμαι κι εγώ, γι’ αυτό δε βγαίνω κι είμαι μεσ’ στο σπίτι μου, αλλά έχω την αίσθηση ότι μετά θα’χουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα.

Άκουσα κάτι σοκαριστικό: Όταν βγούμε απ’ τη δοκιμασία αυτή, θ’ απαγορευθεί η χειραψία για να γλιτώνουμε κι από τη γρίπη, όχι μόνο από φονικούς ιούς.

(γελάει με νόημα) Ξέρετε ότι ο καθένας θα’ναι σπίτι του πια; Με αρκετούς τρόπους ήδη οδεύουμε προς τα κει. 

Διαβάζετε και αυτά τα εσχατολογικά συνομωσιολογικά κείμενα που κυκλοφορούν;

Τα διαβάζω όλα, αμφιβάλλω για όλα εκ φυσικού μου και μακάρι να βγούμε πάλι σώοι μετά απ’ αυτό και όπως ήμασταν πριν. Μακάρι να μην έρθει καμιάν άλλη καραντίνα μετά απ’ αυτή για να μην ισχύσει κι αυτό που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις για τη θέα του τέρατος που τη συνηθίσαμε. 

Πιστεύετε ότι σε συνθήκες εγκλεισμού, ο άνθρωπος ξεχνάει ν’ αγαπάει;

Ανοίγετε ένα τεράστιο θέμα…Θα πρέπει να δούμε πρώτα τι είναι η αγάπη και αν περνάει μέσω του εγκλεισμού. Δεν ξέρω αν ξεχνάει ο άνθρωπος ν’ αγαπήσει, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να έρθει κοντά με τον άλλον σε μια καραντίνα. Καταργείται η δοτικότητα σε έναν εγκλεισμό, η αναγκαία και πολύ απαραίτητη επαφή. Δεν γίνεται να κάθεται σπίτι του ο καθένας και να την περνάει μέσα από’να τηλέφωνο ή ένα laptop. Εδώ πια είναι σύνηθες το φαινόμενο να βρίσκεις ερωτικούς συντρόφους μέσα από το διαδίκτυο.

Και πλέον αυτό πριμοδοτείται, ενώ λίγο παλιότερα κατηγορούταν.

Κανονικότατα προωθείται πλέον! Όλα θα γίνουν κανονικότατα! Δεν είναι πόλεμος αυτό που ζούμε; Ε, λοιπόν, ζήσαμε κι εμείς έναν πόλεμο, όπου τα πράγματα αργούν πάλι να ορθοποδήσουν. Εύχομαι μέσα απ’ όλη αυτή την ιδιαίτερη φάση να ξεπηδήσουν και κάποιες ιδιαίτερες φωνές. 

Άλλοι πάλι λένε ότι προϋπόθεση για να δεχτεί κάποιος έναν εγκλεισμό είναι οι αδυναμίες του.

Μπορεί…Δύσκολο πολύ είναι να ζεις μόνος σου, απλά νομίζουν οι άνθρωποι ότι ζουν μόνοι τους. Τι λένε, είναι τρελοί; Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι ν’ αντιμετωπίζεις κάθε μέρα τον εαυτό σου;

Η μητέρα σας είναι εν ζωή;

Την έχω στο χωριό, μόνη της είναι κι αυτή τώρα. Προσέχει η καημένη, δε βγαίνει. Μόνο για τα απαραίτητα. Έχω και καιρό να τη δω, γιατί δε μπορώ και δε θέλω να πάω. Τι να κάνουμε…Κάθομαι όλη μέρα μέσα κι εγώ και τρώω συνέχεια. Αποφάσισα να το σταματήσω, γιατί θα βγω 800 κιλά από δω μέσα! 

Θέλετε να διατηρείτε μια καλή εμφάνιση;

Προσπαθώ. Δεν είμαι ότι νά’ναι, αλλά δεν θα γίνω υποχόνδρια. Εντάξει, με προβληματίζει όταν βγαίνει η ρίζα και δε μπορώ να κόψω τα μαλλιά μου.

Πείτε μου μερικά πράγματα που σας αρέσουν, από σημαντικά μέχρι ασήμαντα.

Εγώ και πριν την καραντίνα ήθελα τις ώρες τις μοναχικές μου, το χάσιμο μου. Μπορεί αυτό για μένα να’ναι πολύ σημαντικό και γι’ άλλους πολύ ασήμαντο. Μ’ αρέσει να κάθομαι αργά το βράδυ να βλέπω netflix, μ’ αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά και μπορώ να φάω δέκα πιάτα. Ας πούμε, για μένα είναι πολύ σημαντικό που κάθομαι και παίζω στο κινητό κάτι παιχνίδια λέξεων με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου. Σημαντικό είναι που κανόνιζα κι έπαιζα για δέκα ώρες μπιρίμπα. Κάθε τι δεν μπορώ να το πω ασήμαντο.

Ήσασταν ποτέ των κοινωνικών αγώνων;

Ήμουν, αλλά όχι κι απ’ τους ανθρώπους που θα κατέβαιναν στην πρώτη διαδήλωση.

Ίσως, λίγο πιο πολύ, παλιότερα;

Παλιότερα, ναι, ίσως. Όμως και για τώρα, άμα προκύψει ένα θέμα που μ’ απασχολεί, θέλω να βγαίνω μπροστά. Νομίζω ότι επικρατεί μία απογοήτευση, σαν να έχουμε βάλει λίγο σιγαστήρα.

Και τώρα με την καραντίνα «γλιτώνουμε» κι απ’ την οποιαδήποτε κοινωνική δράση.

Βέβαια «γλιτώνουμε». Προσχηματικά, όμως, γιατί κοινωνική δράση μπορείς να κάνεις κι απ’ το σπίτι σου. Διάβασα το καλύτερο στο facebook: «Όλοι στο Σύνταγμα να διαδηλώσουμε κατά του κορονοϊού». Πολύ πετυχημένο! Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται επαναστάτριες οι γιαγιάδες που τρέχουν στις εκκλησίες – δεν το επικροτώ σε καμία περίπτωση – και να κάθονται μέσα με φόβο παιδιά 15, 18 και 20 ετών. 

Διάβαζα τα δημοσιεύματα του εξωτερικού που δικαιώνουν αφενός τον Μητσοτάκη για τα μέτρα που πήρε εγκαίρως και αφετέρου τον ελληνικό λαό, που ενώ είναι παραδοσιακά ανυπάκουος, τήρησε τα μέτρα αυτά. Σε τι πιστεύετε περισσότερο απ’ τα δύο;

Ήμουν σίγουρη ότι θα μου κάνατε αυτή την ερώτηση!

Χαίρομαι. Λοιπόν;

Δεν πρόλαβα να τη σκεφτώ όμως! Καλά τα’κανε, ξέρω γω; Μας έκλεισε μέσα, μια χαρά…Βέβαια, δεν το’κανε μόνο ο Μητσοτάκης, όλος ο κόσμος κάθεται μέσα. Έχουν μια συναίσθηση οι άνθρωποι, δεν είναι ότι τους το επέβαλαν. Εντάξει, ok, τους το επέβαλαν, αλλά τα εύσημα πάνε και στον κόσμο, όχι μόνο στην κυβέρνηση. Σας πληροφορώ ότι μιλάω και μ’ άλλους, που δε βγαίνουν όχι για να μην κολλήσουν οι ίδιοι, αλλά για να μην κολλήσουν τους άλλους. Είναι συνειδητοποιημένοι δηλαδή. Και μια φίλη μου, που’χε ταξιδέψει Λονδίνο, απέφευγε να βλέπει κόσμο πριν την απαγόρευση, μην έχει κάτι και το μεταδώσει. Απ’ την άλλη, δεν μου πάει όλη αυτή η αστυνόμευση. Θα ήταν καλύτερα να είχαμε ένα σωστό σύστημα υγείας, να υπήρχαν εντατικές και μάσκες, όλα αυτά που ακούμε απ’ τους γιατρούς, αυτούς τους καημένους τους ανθρώπους, που αγωνίζονται όλη μέρα στα νοσοκομεία. Τι να σας πω, ακούω να βαράει σειρήνα καμιά φορά και νομίζω ότι είναι για να κλειστούμε πάλι μέσα…

Αν οι ξένοι μας θεωρούν λαό ανυπάκουο, εσείς είστε μέρος αυτού του λαού, έτσι όπως τον χαρακτηρίζουν;

Γερμανοί δεν είμαστε, πάντως! Εμένα μ’ αρέσει που δεν είμαστε Γερμανοί, αν και σε κάποια πράγματα θα χρειαζόταν. Τώρα δεν ξέρω τι είμαστε, αλλά αν μας θεωρούν ανυπότακτους, ε αυτό είναι οι Έλληνες! Και όχι μόνο, γέλαγα πολύ με τον κόσμο που τηλεφωνούσε: «Εκεί καπνίζουν, τρέξτε»! Δεν είμαστε ανυπότακτοι, γιατί η ανυποταξία θα φαινόταν κι αλλού. Λίγο πιο χύμα είμαστε, κάτι που έχει να κάνει και με το κλίμα μας.

Ανήκετε κι εσείς σ’ αυτούς που κάθε μέρα στις 6 στήνονται να δουν τον Τσιόδρα;

Δεν τον έχω δει ποτέ!

Αλήθεια τώρα;

Μια φορά μόνο τον είδα. Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, ok.

Συνειδητά δεν τον παρακολουθείτε;

Απλά δεν έτυχε. Πρώτα απ’ όλα δεν ήξερα ότι καθιερώθηκε ενημέρωση στις 6 και κάποια στιγμή, όταν τό’μαθα, έκατσα και είδα. Δικαίως τον συμπαθεί ο κόσμος και, εντάξει, τον άκουσα μία, τι άλλο ν’ ακούω κάθε μέρα; Δεν ανοίγω και τηλεόραση, βλέπω πολύ λίγο. 

Παρέχεται, πιστεύετε, μία μονοδιάστατη ενημέρωση;

Πιστεύω ναι! Τις προάλλες κάτι έκανα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και συνειδητοποίησα ότι για ώρες ολόκληρες έδειχνε νοσοκομεία και εντατικές. Το καταλαβαίνω, γιατί θα πρέπει όμως όλη την ώρα να βλέπω αυτά τα πράγματα; Λες και χαίρονται που μας τα δείχνουν. Δείξ’τη μου την κατάσταση, καλά κάνεις, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να βλέπω συνέχεια αρρώστια. 

Συνήθως καθετί μονοδιάστατο δεν είναι και ευχάριστο πράγμα.

Όχι, δεν μ’ αρέσει. Το ίδιο μου τη σπάνε και οι μονοδιάστατοι άνθρωποι! Και να σας πω, έχουν γιατρευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι. Βγήκε κανείς να μου το πει επισήμως; «Παιδιά, γλίτωσαν τόσοι», ας πούμε!

Στην απογευματινή ενημέρωση λένε, πάντως, πόσοι εξήλθαν απ’ τις εντατικές.

Εντάξει, ψιλά γράμματα τώρα…Γιατί δεν μου το κάνουν ξεχωριστό θέμα; Για να μην ξεφοβηθώ! Είμαι σίγουρη γι’ αυτό!

Σας ενδιέφερε ποτέ να έχετε ένα πλούσιο λεξιλόγιο;

(γελάει πολύ) Τι ερώτηση ειν’ αυτή;

Συνειρμική, πείτε τη, έτσι όπως σας ακούω να μου μιλάτε.

Ασχολήθηκα λίγο με την ελληνική γλώσσα, ούσα φοιτήτρια της φιλολογίας, αλλά από κει και πέρα δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε αναλυτής, ώστε να μπορώ να χρησιμοποιήσω απίστευτο λεξιλόγιο. Είμαι, νομίζω απλά, σ’ ένα καλό σημείο.

Πιάνετε τον εαυτό σας να λέει τα ίδια και τα ίδια; Πάμε στο περιεχόμενο των λέξεων τώρα.

Τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια! Μπορώ να τρελαθώ μ’ αυτό στους άλλους ανθρώπους! Με κουράζει εξίσου η υπέρμετρη ανάλυση χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε στο τέλος. 

Τον καιρό αυτό, οι επαγγελματίες στα καλλιτεχνικά και στα ΜΜΕ χτυπιούνται αλύπητα. 

Μα, ακούω να λένε ότι θα τελειώσει η κρίση μετά την καραντίνα και αναρωτιέμαι αν τελείωσε και ποτέ αυτή η κρίση! Ούτε κανένα ορθοπόδημα είδα την τελευταία δεκαετία πέρα από κάποια δειλά – δειλά βήματα. Είναι λάθος η λέξη «κρίση», αφού εγώ δεν τη βλέπω να περνάει τόσα χρόνια κι ούτε θα περάσει, κατά την ταπεινή μου άποψη.  

Ζαχαρίας Ρόχας - Καίτη Κωνσταντίνου - Μπόσκο - Σπύρος Μπιμπίλας (Δεκέμβριος 2020, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στον ιντερνετικό Τηλεμαραθώνιο ενίσχυσης των καλλιτεχνών)

Έχετε ζήσει ποτέ φτώχεια κι αν ναι, τη θεωρείτε προνόμιο;

Φτώχεια – φτώχεια, να μην έχω να φάω, όχι, δεν έχω ζήσει. Έχω ζήσει με λίγα λεφτά, με λιγότερα λεφτά και με πολλά λεφτά. Το να έχεις να φας και να ικανοποιείς τις ανάγκες σου είναι τεράστια προνόμια, βασικότατα για κάθε άνθρωπο. Δυστυχώς πολλοί συνάνθρωποι μας ούτε αυτά μπορούν να καλύψουν πλέον, τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. 

Τι ήταν αυτό που σας έβγαλε στο θέατρο;

Έλα ντε! Μήπως ξέρω; Πραγματικά δε μπορώ να το απαντήσω, παρά μόνο με το «Γι’ αλλού η ζωή μας πήγαινε κι αλλού μας πήγε». Μάλλον θα το ήθελα και έγινε πιο συνειδητό, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και πήγα και γράφτηκα κατευθείαν στη θεατρική ομάδα. Μετά από αρκετά χρόνια έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Με θυμάμαι απλά, όταν ήμουν παιδί, να παρακολουθώ το Θέατρο της Δευτέρας. Γεννήθηκα και σε επαρχία, όπου δεν είχα την πολυτέλεια να βλέπω παραστάσεις, εκτός απ’ όταν ερχόταν κάποιος θίασος στο Αίγιο.

Πιστεύετε ότι γίνατε κάποια στιγμή ηθοποιός στη μόδα ερήμην σας;

(Με έκπληξη) Στη μόδα;

Ναι. Να «κυκλοφορεί» πολύ το όνομα σας, σαν να το θέλατε ή και όχι.

Δεν νιώθω ότι είμαι στη μόδα. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες δεν έχουν να κάνουν με μόδες. Αλήθεια, δεν ξέρω αν είμαι στη μόδα και μπορεί να’χω περάσει από τέτοια φάση…Καταλαβαίνω πως το λέτε, τότε που θα’γινε αυτό με τα «Εγκλήματα». Εννοείτε προφανώς αν ασχολούνται μαζί μου…

Γι’ αυτό είπα «ερήμην σας». Η έντονη δημοφιλία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, εξακολουθείτε να είστε πολύ αγαπητή.

Δεν θεωρώ ότι είναι ερήμην μου, αλλά ούτε ότι ξεκινάει κι από μένα. Δεν είχα στόχο να γίνω μια ηθοποιός που θα την αγαπάει ο κόσμος. Στόχος μου ήταν ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό για τους χ – ψ λόγους μου και να κάνω πράγματα που θα άρεσαν σε μένα και στον κόσμο. Ποτέ, πάντως, δεν είχα σκοπό να γίνω γνωστή. Δεν μ’ αρέσει να βγαίνω στα περιοδικά και να δίνω συνεντεύξεις και σας πληροφορώ ότι είστε απ’ τους λίγους, αν όχι ο μοναδικός, που του’χω μιλήσει τόσο ανοιχτά και βαθιά.

Η ερωτική σας ζωή έχει ποίηση;

Δεν γίνεται να μην έχει. Δεν μπορώ αλλιώς. Ο έρωτας αυτό είναι, αλλιώς δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι είμαστε ερωτευμένοι. Ποίηση στον έρωτα εννοούμε να ξεφεύγει ο εγκέφαλος, το μυαλό.

Κι αυτή η ποίηση τρέφεται απ’ τη ζωή την ίδια;

Μπορεί να τραφεί κι απ’ τη ζωή την ίδια. Εξαρτάται απ’ το πως ζεις καθημερινά. Πως να βάζεις τα θέλω σου, γιατί άμα συμβιβαστείς χοντρά, ο έρωτας χάνεται. Ακούγεται ονειρικό ίσως, αλλά μου’χει συμβεί και μου συμβαίνει και το κάνω στην ερωτική μου ζωή. Μπορεί να υπάρξει συνεχώς ποίηση στον έρωτα, αλλά όχι φυσικά πάντα. Είναι σαν την ευτυχία. Ουαί κι αλίμονο αν ήταν μόνο ένα πράγμα! Θα επερχόταν γρήγορα η ανία και η βαρεμάρα.

Και τι χωρίζει αυτή την ποίηση από τα προσωπικά βίτσια του καθενός;

Καταρχάς μην τρελαθούμε, ο παιδόφιλος δεν κάνει ποίηση! Υπάρχουν βίτσια και βίτσια. Ο καθένας τα δικά του μπορεί να τα αναγάγει σε ποίηση.

Γίνεται αυτό;

Γιατί να μη γίνεται; Όταν δεν ενοχλείς τον άλλον κι ένας άλλος μπορεί να δει στο βίτσιο την ίδια ποίηση, αμέσως γίνεται! 

Σας ακούω να εκφράζεστε σαν άνθρωπος του ενστίκτου.

Είμαι. Λειτουργεί το ένστικτο μου και έχω την ατυχία να νιώθω παραπάνω πράγματα απ’ αυτά που νομίζεις συνήθως.

Όχι διορατικά.

Όχι βέβαια, δεν έχει να κάνει με τα μελλούμενα. Εννοώ να πιάνω την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 

Για θυμηθείτε εκείνο το υπέροχο οργανικό του Χατζιδάκι στο «Sweetmovie»: Σερενάτα για τη σεξουαλική απουσία…

(γελάει πολύ) Υπέροχο! Δυστυχώς, δοθείσης ευκαιρίας, να πω ότι δεν γνώρισα ποτέ τον Χατζιδάκι, αλλά θα τον γούσταρα πολύ, το ξέρω. Ήταν ένα θαυμάσιο οξύ πνεύμα και μ’ αρέσει πολύ η μουσική του. 

Τελικά δεν μου φαίνεστε αυστηρή με τον εαυτό σας.

Έτσι λέτε; Το ότι μιλάω ελεύθερα ενδεχομένως, δεν σημαίνει ότι δεν είμαι σκληρή με τον εαυτό μου. Αυτό με καταδιώκει και μ’ ενοχλεί πάρα πολύ, αλλά επειδή με θεωρώ έντιμο άνθρωπο, δεν μου συμβαίνει μόνο στους άλλους, αλλά και σε μένα την ίδια. Πρώτα με μένα είμαι πολύ αυστηρή!

Εκτιμώ ακόμη το ότι δεν είστε ριγμένη με τα μούτρα στη δουλειά κάθε φορά. 

Δεν ξέρω αν είναι ωραίο…Μακάρι να δουλεύω, αλλά θεωρώ αδιανόητο να’ναι η ζωή μου χειμώνα – καλοκαίρι η δουλειά μου. Θα μου πείτε τώρα, «Συγγνώμη, τρέλα πουλάτε; Απ’ αυτό δεν ζείτε;» Προφανώς και ζω απ’ αυτό, αλλά φροντίζω να μην είμαι συνέχεια χαζοχαρούμενη επ’ αυτού. Δεν θέλω να’ναι μόνο αυτό η ζωή μου.

Πόσο παρατηρείτε τους άλλους;

Μόνο αυτό κάνω, νομίζω. Πολύ. Δυστυχώς.

Είναι ίσως ότι πιο τολμηρό είπατε σ’ αυτή τη συνέντευξη.

Πολλές φορές ο εγκέφαλος μου λειτουργεί σαν να συσσωρεύει κινήσεις και εκφράσεις των ανθρώπων. Βγάζω μια αλήθεια δικιά μου μέσα από μια δικιά μου προσθετική παρατήρηση. 

Δεν θα’χει κανένα νόημα να μου πείτε τι καινούργιο ετοιμάζετε τώρα.

Μ’ ενοχλεί το εξής σ’ αυτή την καραντίνα: Πάνω που είχα κάνει τα όνειρα μου και σχεδίαζα πως θα τα υλοποιήσω, με πήγε πολύ πίσω. Σταμάτησαν όλα μαχαίρι, δεν ξέρω τι θα συμβεί του χρόνου.

Θα ξανακάνατε τηλεόραση;

Ναι, θα ξανάκανα. Εμένα μ’ αρέσει η τηλεόραση. Δεν μ’ αρέσει αυτό που λένε τηλεοπτικός ηθοποιός. Για πήγαινε κάνε τηλεόραση να δεις πόσο δύσκολο είναι. Οι συνθήκες δεν είναι καλές, εντάξει, εγώ μιλάω γι’ αυτό το κάτι που διαφοροποιεί την ερμηνεία απ’ το θέατρο.

Θα το πω, δεν κρατιέμαι, τα περισσότερα σύγχρονα σήριαλ δεν βλέπονται. 

Είναι σαν ένα δημοσιογράφο που με ρώτησε κάποτε αν θα έπαιζα σε σειρά του netflix. «Εσύ τι λες;» του απάντησα, «να έλεγα όχι; Γιατί; Του’χω θυμώσει του netflix;» Πλέον εκεί ρίχνεται το χρήμα και γυρίζονται καλές τηλεταινίες, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες. Εμείς έχουμε μείνει πάρα πολύ πίσω. Καταλαβαίνω και ότι μπορεί να μην υπάρχει εδώ το ρευστό, όπως και μία τεχνογνωσία.

Για ποιο λόγο δεχτήκατε να μου δώσετε αυτή τη συνέντευξη; Και θέλω να μιλήσετε για σας, όχι για μένα.

Θα σας πω την αλήθεια: Μου είπαν κι άλλοι να τους δώσω συνέντευξη εν μέσω καραντίνας και είπα όχι. Επειδή παλιότερα κάναμε μια δημόσια κουβέντα που πολύ μ’ άρεσε, τώρα είπα «Τι να βγαίνω να λέω πάλι;» Συνήθως μια συνέντευξη συνοδεύει μία δουλειά, ασχέτως αν δεν σας το είπα τώρα αυτό. Ωστόσο, πέρασα κι απ’ το στάδιο του θέλω και δε θέλω να βγω να μιλήσω. Υπερίσχυσε όμως το να κάνουμε τελικά μια συζήτηση σαν να βρισκόμαστε από κοντά και πίνουμε τον καφέ μας. 

Τι θα κάνουμε από φωτογράφηση;

Βάλτε ένα μαύρο πανί, ένα μαύρο φόντο και πείτε «Αυτή είναι η Καίτη Κωνσταντίνου» (γελάμε)

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας.

Εγώ ευχαριστώ και χάρηκα πολύ που τα ξαναείπαμε. 

Με την Καίτη Κωνσταντίνου στην πρώτη τετ α τετ συνέντευξη μας (2 Φεβρουαρίου 2016, στο τότε διαμέρισμα μου στο Παγκράτι)
* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε από τηλεφώνου τον Απρίλιο του 2020

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr

*** Η συνέντευξη αφιερώνεται στη μνήμη της Καίτης Κωνσταντίνου που έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Υρώ Μανέ: «Φτάνει το νεφέλωμα, ας δούμε και το καθαρό νερό» (μια ορμητική συνέντευξη με τη δημοφιλή ηθοποιό από το 2021)

 

φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πάλλας

Στις 20 Οκτωβρίου 2010 είχε ξεκινήσει το ταξίδι του ο συναρπαστικός μονόλογος του Νίκου Βασιλειάδη, «Ο συμβολαιογράφος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου, με την Υρώ Μανέ στον πιο οριακό ρόλο της καριέρας της: Αυτόν της Ερασμίας, μιας γυναίκας χήρας, εγκλωβισμένης σ’ ένα περίπτερο, που ζητάει ν’ αγαπηθεί και ν’ αγαπήσει μέσα σε μια επαρχιώτικη κοινωνία γεμάτη ταμπού και στερεότυπα. Έντεκα χρόνια μετά, στις 20 Οκτωβρίου του 2021, η παράσταση έρχεται ξανά στην αίθουσα θεάτρου του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης για να συγκινήσει και να προβληματίσει εκ νέου. Συναντήσαμε την πρωταγωνίστρια Υρώ Μανέ ύστερα από ακόμη μία πρόβα της. Μία γυναίκα ισορροπημένη, λαμπρή, όλο χιούμορ, απ’ τη στόφα της μεγάλης ηθοποιού που δοκιμάστηκε επιτυχώς στην κωμωδία και θέλησε κάποια στιγμή να ξανοιχτεί και σ’ άλλα πράγματα, ριψοκίνδυνα ενδεχομένως για τη σχέση της με το κοινό της. Γνώμη μου είναι πως αν και δεν υπήρξε ποτέ ενζενί – το παραδέχεται η ίδια – αυτή ακριβώς η λαϊκή εμφάνιση σε συνδυασμό με το ταλέντο της θα την αναδείκνυε έως και σε μία ατόφια παζολινική ηρωίδα. Από τη Φλώρα στα «Εγκλήματα», τη γυναίκα της διπλανής πόρτας, στην ελευθέρων ηθών «Ρένα» του Αύγουστου Κορτώ και τώρα στη ρημαγμένη ψυχικά Ερασμία του «Συμβολαιογράφου» – κομμάτια όλα που φανερώνουν πως πολλά έγιναν και πολλά ακόμη θα γίνουν μέσα στην πορεία της Υρώς Μανέ.


Καταρχάς γιατί Υρώ και όχι Ηρώ;

Είναι το μισό όνομα, δηλαδή το Αργυρώ κομμένο. Ήθελα να κρατήσω το όνομα της νησιώτισσας Χιώτισσας γιαγιάς μου. Στην αρχή είδα κι έπαθα για να το αποδεχτούν, αφού με περνούσαν για αγράμματη. Θα λέγανε «δεν ξέρει να γράφει τ’ όνομα της αυτή η κοπελίτσα»; (γέλια)

Είστε μια οικογένεια, λοιπόν, που τηρείτε τις παραδόσεις. Στην κόρη σας δώσατε όνομα με ρίζες;

Καμία σχέση. Η οικογένεια μας τηρούσε τα έθιμα μέχρι που ήρθαμε εμείς, η άλλη γενιά, και πάψαμε να τα τηρούμε. Είναι τόσο απλό, δεν μας άρεσε το όνομα της μάνας μου, ούτε της πεθεράς μου, για να το έπαιρνε η κόρη μου. Δώσαμε μάλιστα το δικαίωμα στο νονό της κόρης μου να αποφασίσει για το ποιο όνομα θα επιλέξει.

Ωστόσο κρατάτε επαφές με το νησί. Πηγαίνετε τακτικά.

Πολύ! Αγαπώ πάρα πολύ τη Χίο αν και δεν έχω μεγαλώσει εκεί. Πήγαινα τα καλοκαίρια μου, δηλαδή κατά το ωραιότερο κομμάτι της παιδικής ηλικίας. Καλοκαίρια συνυφασμένα με διακοπές, ανεμελιά, πολύ παιχνίδι, θάλασσα και μυρωδιές από μαστίχα, αφού συνήθως τότε τη μάζευαν από τα μαστιχόδεντρα.

Η παιδική ηλικία έχει εγγραφεί για τα καλά μέσα σας;

Βαθύτατα εγγράφεται η παιδική ηλικία. Είναι το αποκούμπι του καθενός, που αν δεν έχει περάσει καλή παιδική ηλικία, όλος του ο ψυχισμός τυλίγεται και ξετυλίγεται γύρω απ’ αυτό.

Ένας πιο μαύρος ψυχισμός.

Μαύρος ή γκρίζος, δεν ξέρω, αλλά από κει ξεκινάνε τα πιο βασικά θέματα του ανθρώπου. Το έχω δει δηλαδή στην πορεία μου.

Θεωρείτε τον εαυτό σας φωτεινό;

Μ’ αρέσει μόνο όταν οι άλλοι εντοπίζουν αυτό το στοιχείο μου. Νομίζω όμως πως βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο, πρόσκειμαι στη θετική πλευρά της ζωής.

Προέρχεστε από ένα φιλότεχνο οικογενειακό περιβάλλον;

Όχι, δεν είχαν καμία σχέση. Ή, μάλλον, λάθος, το παίρνω πίσω…Αγαπούσαν πάρα πολύ το θέατρο και μάλιστα έχω φωτογραφίες της μαμάς μου, που όταν ήταν μικρή στο χωριό, είχε παίξει τη Γκόλφω. Θέλανε να μαζέψουν χρήματα για την ανέγερση του δημοτικού σχολείου στη Χίο. Ήταν πανέμορφη και, απ’ ότι έμαθα μετά, πολύ ταλαντούχα. Τους είχαν προτείνει να έρθουν και στην Αθήνα να παίξουν, αλλά επειδή τα ήθη και τα έθιμα της εποχής ήταν διαφορετικά, φυσικά και δεν την άφησε η γιαγιά μου. Ο συμπρωταγωνιστής δεν ήταν ο αρραβωνιαστικός της δηλαδή, αλλά κάποιος άλλος, καταλάβατε;

Υπήρχε μια φλέβα καλλιτεχνική.

Νομίζω ναι και μετά, ψάχνοντας το στα χρόνια, ανακάλυψα ότι το πιο βασικό μας στοιχείο ήταν το χιούμορ, αυτό που καταγράφεται στο DNA των ανθρώπων. Διέθεταν πολύ χιούμορ και οι γονείς μου και οι παππούδες μου. Γενικά οι Χιώτες φέρουν πολύ τον αυτοσαρκασμό και το έβλεπα ακόμη και στα καφενεία τους. Πειράζονταν πάρα πολύ μεταξύ τους. Είναι χωρατατζήδες, που λέμε.

Η Ερασμία, η ηρωίδα που καλείστε να ξαναπαίξετε επί σκηνής, έχει ένα έντονο τραγικό στοιχείο.

Είναι μια ιλαροτραγωδία γραμμένη απ’ τον Νίκο Βασιλειάδη. Έχει πολλά στοιχεία χιούμορ και άλλα τόσα δραματικά. Αν θυμηθώ την εποχή πριν ακριβώς έντεκα χρόνια, που πρωτόκανα πρόβες, ο ρόλος ήταν η απόλυτη πρόκληση. Είχαμε ξεκινήσει απ’ το θεατράκι του Γιώργου Αρμένη, δασκάλου μου στο Τέχνης, με τη σκηνοθεσία του Γιώργου Καραμίχου. Προσέγγιζα σιγά – σιγά το ρόλο με μεγάλη αγάπη, δέος και αγωνία, ακροβατώντας μεταξύ κωμικού και δραματικού. Ήταν και η πρώτη φορά στη ζωή μου που τολμούσα κάτι τέτοιο. Σηματοδότησε κάτι ισχυρό στο πως με έβλεπαν οι άλλοι, το κοινό και οι άνθρωποι του χώρου μου, στο ότι ξεφεύγω απ’ την καθαρόαιμη κωμωδία.

Αν πάμε στο 2010 που ξεκίνησαν όλα μ’ αυτό το έργο, σχετικά σε ώριμη ηλικία το τολμήσατε.

Μα δεν μπορείς να τολμήσεις πιο νέα μια τέτοια ακροβασία μεταξύ δραματικού και κωμικού. Δεν είναι το ίδιο όπως όταν έχεις έναν μονόλογο εμβόλιμο σ’ ένα έργο μαζί μ’ άλλους. Εννοείται πως δεν θα το τολμούσα παλαιότερα να είμαι με μονόλογο επί σκηνής για 70 λεπτά. Θα έπρεπε να κουβαλάω στις αποσκευές μου μεγάλη σιγουριά για τα εκφραστικά μου μέσα και να μπορώ να δοκιμαστώ σε κάτι, που ελάχιστοι ίσως θα πίστευαν ότι μπορώ να κάνω. Ο κόσμος, ξέρετε, αλλά και το επαγγελματικό περιβάλλον μας καταχωρεί σε κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Μιλάμε και για ένα βαθιά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Το ότι εσείς, όμως, είστε καλή ηθοποιός, το φανερώσατε και μέσα από την κωμωδία. Δεν λένε ότι είναι δύσκολο να’ναι κανείς καλός κωμικός;

Όταν ήμουν στο Θέατρο Τέχνης, είχα πολλές δραματικές σκηνές. Ως πιτσιρίκα τριτοετής, έκανα Βασίλισσα Ελισάβετ, «Ριχάρδος Γ’», Σαίξπηρ, δηλαδή κάτι έβλεπαν σε μένα οι δάσκαλοι μου και ο Κάρολος Κουν. Κι αν δεν μας δίδασκε ο Κουν, ήμασταν η τελευταία τάξη που είχε επιλέξει παιδιά για να μας σκηνοθετήσει σε τραγωδίες και κωμωδίες στην Επίδαυρο. Ναι μεν λοιπόν είχα αποσκευές, αλλά πριν έντεκα χρόνια ένιωσα σίγουρη ώστε να δοκιμαστώ σε μονόλογο.

Μπόσκο - Υρώ Μανέ (φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πάλλας)

Μήπως να μην είναι τόσο ταπεινός ένας καλλιτέχνης ειδικά όταν είναι πετυχημένος;

Σας ευχαριστώ που το λέτε γιατί η λέξη «ταπεινότητα» εμένα με εκφράζει απόλυτα. Δε χρειάζεται να’σαι αλλιώς, παρά μόνο ταπεινός, όταν κάνεις αυτή τη δουλειά και την αγαπάς βαθιά και ξέρεις γιατί την έχεις επιλέξει. Αν είσαι υπερφίαλος, μπορεί να οδηγηθείς σε ακραίες συμπεριφορές που θα φέρουν σε δυσάρεστη θέση τους άλλους κυρίως.

Πολλοί καλλιτέχνες, πάντως, έχουν κάνει σημαία την παραξενιά τους και το άστατο του χαρακτήρα τους.

Ναι. Κι έχουν κάνει – αν θέλετε – πορείες μεγάλες. Έχουν δώσει τάχα μου θετικό πρόσημο στα πιο αρνητικά χαρακτηριστικά τους, τα έχουν προτάξει και πολλές φορές τα έχουν κάνει υποτιθέμενη υψηλή τέχνη.

Άλλο αυτό, το να κάνεις υψηλή τέχνη τον ίδιο τον κακό χαρακτήρα σου.

Ε, γι’ αυτό φτάσαμε εκεί που έχουμε φτάσει στις μέρες μας. Είναι απότοκο και απόρροια όλης αυτής της κατάστασης! Το σύστημα δυστυχώς έχει αποδεχτεί ανθρώπους και προσωπικότητες που θα μπορούσαν σε άλλη περίπτωση να έχρηζαν έως και ψυχιατρικής αγωγής. Το σύστημα θώπευσε, αγκάλιασε και προσέδωσε γοητεία σε ψυχισμούς με πολλά βαθιά θέματα. Άνθρωποι με την επίφαση της γοητείας του «Κακού» ή του «καταραμένου» διέγραψαν μια τρανή πορεία. Ήρθε όμως η ώρα της Θείας Δίκης που είπε: «ΟΚ, μπάστα, τα πράγματα πρέπει να μπουν στη σωστή τους θέση». Είναι παρήγορο για μένα αυτό.

Είχα ακούσει κάποτε τον Νίκο Κούνδουρο να λέει σε μία ηθοποιό του πως κάνει το πιο αναξιοπρεπές επάγγελμα του κόσμου. Βαριά κουβέντα. Τι λέτε γι’ αυτό;

Δεν θα ήθελα ποτέ από έναν σκηνοθέτη του διαμετρήματος του Κούνδουρου να έχει ειπωθεί κάτι τέτοιο. Θα με στενοχωρούσε πολύ, απ’ την άλλη όμως πιστεύω ότι δεν το είπε έτσι άσκοπα και άσκεπτα. Εμείς έχουμε επιτρέψει να υπάρχει σ’ αυτό το επάγγελμα τεράστια αναξιοπρέπεια. Μπορεί αυτό να είδε ο αείμνηστος Κούνδουρος και να το είπε. Δε με βρίσκει σύμφωνη, βέβαια, το ότι το είπε προκειμένου να εκμαιεύσει κάποια ερμηνεία. Να σας πω και κάτι, επειδή τυχαίνει να έχω υπάρξει και πρόεδρος του ΣΕΗ; Υπάρχει πιο αναξιοπρεπές πράγμα απ’ το να δουλεύουν οι ηθοποιοί απλήρωτοι; Το λέω με πόνο ψυχής! Τι να λέμε από κει και πέρα;

Το είπα για να δω πιο πολύ αν σέβεστε τους μεγαλύτερους. Χαρακτηρίσατε τον Κούνδουρο «αείμνηστο». Είναι μια βασική αρχή.

Το σεβασμό τον κερδίζει κάποιος άνθρωπος, Αντώνη μου. Δε σεβόμαστε κάποιον a priori γιατί είναι υψηλά ιστάμενος στη θέση του. Φυσικά και έχω μεγαλώσει από μια οικογένεια με αρχές, αλλά οφείλω να σέβομαι όσους μου εμπνέουν σεβασμό εξαιτίας του έργου τους και, βασικά, εξαιτίας των πράξεων τους. Αν ένας καλλιτέχνης έχει διαγράψει μία μεγάλη πορεία με αντίθετες όμως πράξεις, εμένα δεν μου λέει τίποτα. Εκεί όχι μόνο δεν έχω σεβασμό, αλλά είναι και εντελώς απέναντι μου.

Πως αντιδράτε όταν είναι κάποιος απέναντι σας;

Μ’ αρέσει να συμπορεύομαι με τους ανθρώπους, όχι να τους έχω απέναντι μου. Συχνά ακόμη αυτοί που απαιτούν το σεβασμό μας, κατέχουν θέσεις εξουσίας. Το λέω πιο σφαιρικά, βλέπε δάσκαλος – μαθητής, πιστός – παπάς…

Ή και εισπράκτορας στο λεωφορείο, που είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις.

Αυτό ακριβώς. Οφείλω να σέβομαι τον άλλον ως συνάνθρωπο μου, προσπερνώντας όμως το επιφαινόμενο θα δω αν πρέπει να τον προσπεράσω ή να αδιαφορήσω πλήρως.

Ξέρετε τι νομίζω πως έχετε εσείς;

(γέλια) Για πείτε μου μήπως δεν τό’χουν δει οι άλλοι.

Δεν είστε η ντίβα που μπορεί να’ναι κάτι βασισμένο σε σαθρό οικοδόμημα.

Θα μου ήταν παντελώς αδιάφορο.

Έχετε, εννοώ, το ταλέντο και το λαϊκό φυζίκ μιας παζολινικής ηρωίδας. Συμφωνείτε;

Ω ναι, σας ευχαριστώ που το λέτε, γιατί η ιδιωτική μου ζωή είναι από κανονική έως αδιάφορη θα έλεγα. Ίσως γι’ αυτό οι ρόλοι της πόρνης του Κορτώ και της Ερασμίας ξανά τώρα, ήρθαν μάλλον στο σωστό τάιμινγκ. Μια και αναφέρατε τον Παζολίνι, σινεμά έχω κάνει ελάχιστο, δυο φορές έχω παίξει μόνο.

Λογικό κάπου. Συνήθως οι ηθοποιοί που έγιναν ευρέως γνωστοί από την τηλεόραση, σνομπάρονται από τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες.

Αυτά είναι τα στερεότυπα πολλών ανθρώπων του χώρου στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας. Δε νομίζω αυτό να συμβαίνει πουθενά αλλού στο εξωτερικό. Με ενοχλεί σαν νοοτροπία και σαν αντιεπαγγελματική στάση. Μου περιορίζει αυτό που οφείλει να κάνει η τέχνη, να διευρύνει τους ορίζοντες. Μου αποδεικνύει πως ο ένας δεν βλέπει την αλήθεια του άλλου, μένει στο φαίνεσθαι, στην επιφάνεια και στο επιδερμικό. Άρα, ένας που μένει εκεί, πόσο σημαντικός καλλιτέχνης είναι τελικά;

φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πάλλας

Και ο Κουν, όμως, στην ακμή του, απαγόρευε στους ηθοποιούς του να παίζουν στον κινηματογράφο.

Ναι, γιατί πίστευε πως αν έπαιζες στο σινεμά, θα σου έπαιρνε ενέργεια απ’ αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ιερό. Σήμερα όμως που είναι διευρυμένες οι καταστάσεις, το παιχνίδι έχει αλλάξει. Και με ποιον να συγκρίνω τον Κουν ώστε να πω ότι καταλαβαίνω αυτή την απαίτηση; Σ’ ένα άλλο αξιακό σύστημα της εποχής μας, θα οφείλαμε πρωτίστως ως καλλιτέχνες να έχουμε ευρύτητα στον τρόπο σκέψης μας. Δεν μπορούμε να βάζουμε εμείς τρικλοποδιά σε ανθρώπους της τέχνης και του χώρου μας. ΟΚ, λένε για μένα προφανώς: «Έλα, μωρέ, αυτή έχει κάνει τηλεόραση. Τι να την κάνουμε εμείς τώρα στον κινηματογράφο;» Με έχουν ταυτισμένη 100% με την κωμωδία.

Έχετε δίκιο. Υπάρχουν ωστόσο και συνάδελφοι σας που καταστράφηκαν από τα κωμικά σήριαλ. Δε μπόρεσαν να κάνουν σχεδόν τίποτα άλλο διαφορετικό μετά.

Θεωρώ ότι την πορεία μας τη φτιάχνουμε και μόνοι μας. Πολλές φορές τα «όχι» που λέμε, σηματοδοτούν και το επόμενο βήμα μας. Το που τοποθετούμε τον εαυτό μας, επίσης.

Βάλε και τις επαναλήψεις των σήριαλ. Και να θες να αγιάσεις…

Πιο πολλές επαναλήψεις απ’ τα «Εγκλήματα», δε νομίζω να έχουν υπάρξει. Ακόμη και τη στιγμή που μιλάμε, στον ΑΝΤ1 παίζονται τα «Εγκλήματα»! Το ξέρω πάρα πολύ καλά και από στατιστικής άποψης, οπότε έχει να κάνει και με το τι όρια και όρους βάζεις ο ίδιος στην πορεία σου. Θα μπορούσα τότε που πρωτόκανα τον «Συμβολαιογράφο», να έχω αποδεχτεί μιαν άλλη πρόταση σε άλλο μεγάλο θέατρο και μ’ άλλους συναδέλφους, να έχω δηλαδή πατήσει πάνω στα ήδη κεκτημένα. Προτίμησα, επέλεξα να κάνω αυτό, που ήταν ένα τεράστιο ρίσκο για μένα. Εντάξει, μου βγήκε, ήμουν τυχερή.

Φοβηθήκατε, μου λέτε, μήπως με κάτι πιο βαρύ, σας γύριζε την πλάτη ο κόσμος;

Στην αρχή είχα τεράστια αγωνία. Έβλεπα να’ναι όλοι όρθιοι σε ένα θεατράκι 70 – 80 θέσεων, να χειροκροτάνε και να κλαίνε. Κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι «ΟΚ, αλλά γιατί δεν γίνεται και κάτι άλλο;»

Τι ακριβώς εννοείτε;

Εννοώ πως δεν πήρα κάτι άλλο πέρα απ’ τη χαρά που μου προσδίδει η απόλυτη αποδοχή και αγάπη του κοινού. Ήμουν χορτάτη απ’ αυτό, αν και με είδε ο κόσμος σε μία τελείως διαφορετική συνθήκη επί σκηνής. Δεν είδα, όμως, να μου έρχεται και μία άλλη πρόταση. Εγώ έκανα κάτι άλλο, έκανα το βήμα μου, αλλά δεν είδα κάποιος απ’ το περιβάλλον μου, το χώρο μου, να πει…

Να πει τι και ποιος; Το Εθνικό Θέατρο, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου;

Δεν είχα, εννοώ, καμία άλλη πρόταση που να με κάνει να νιώσω πως αυτό το λιθαράκι που έβαλα, με πήγε ένα σκαλί παραπάνω.

Ή και πέντε σκαλιά παραπάνω.

Όχι, δεν θέλω πολλά, δύο σκαλιά ή ένα σκαλί το πολύ – πολύ. Να αποδεχτούν μερικοί πως ένας άνθρωπος που τόλμησε αυτό το πράγμα, κάτι κάνει στην τελική. Να πουν «Για κάτσε, μήπως να τον δούμε κι αλλιώς;» Θέλει πολύ μεγάλο αγώνα σε έναν χώρο πραγματικά συρρικνωμένο και στενεμένο. Δυστυχώς δεν έχουμε γενναιοδωρία στο πως αντιμετωπίζουμε τον διπλανό μας, είτε είναι ηθοποιός, είτε σκηνοθέτης, είτε οτιδήποτε. Δεν μου αρέσει αυτή η ψυχική στενότητα.

Να η καλλιτεχνική φλόγα: Να έχεις την αγάπη του κοινού, να σου μιλάνε όλοι στο δρόμο, αλλά εσύ να θες και το παραπέρα, το παραπάνω.

Για όλους ισχύει, όσοι ξέρουν γιατί κάνουν αυτή τη δουλειά και δεν την κάνουν μόνο για τα φράγκα. Έτσι έβαλα κι εγώ τα δύσκολα στον εαυτό μου, κάνοντας τη Ρένα του Κορτώ. Αφού κανείς άλλος δεν μου έδινε μια πρόκληση, είπα να την προκαλέσω εγώ η ίδια. Δική μου ιδέα ήταν. Διάβασα το έργο του Κορτώ και τον προσέγγισα.

Ήταν μεγάλη πρόκληση να υποδυθείτε μια πόρνη;

Φυσικά και, μάλιστα, μια υπέργηρη πόρνη. Δεν ήταν απλό, ούτε για μένα, ούτε για τον κόσμο. Είναι αυτό που έλεγα, εμείς πρέπει να προκαλούμε τα πράγματα.

Κι όμως, θα μπορούσατε στα «Εγκλήματα» να είχατε το ρόλο της Καβογιάννη, μιας πόρνης δηλαδή.

Αν οι σεναριογράφοι θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να κάνω αυτό το ρόλο, θα το έκανα φυσικά.

Και θα ήταν πιο μεγάλη πρόκληση απ’ το να κάνετε τη γκόμενα ενός χασάπη;

Όχι, γιατί θεωρούσα πάρα πολύ ωραίο όλο αυτό που συνέβαινε. Και τότε το θεωρούσα επίσης πολύ μεγάλη πρόκληση. Ίσως να θεωρούσα κλισέ να έκανα τότε την πόρνη, σε αντίθεση με τη Φλώρα, που ήταν η γυναίκα της διπλανής πόρτας, κάτι πολύ δύσκολο για να ταυτιστείς. Ο απόλυτα ρεαλιστικός χαρακτήρας του σήριαλ.

Μέσα σε ολότελα σουρεαλιστικές καταστάσεις. Από’να σημείο και μετά, το σενάριο ξέφυγε, έγινε κάτι ανορθόδοξο για τα στεγανά ενός κωμικού σήριαλ.

Ήταν ένα πολύ καλογραμμένο σήριαλ που έτυχε να γίνει κι από μια ομάδα ανθρώπων που ήμασταν παρέα μεταξύ μας. Ευτυχήσαμε μία περίοδο της ζωής μας να την περάσουμε καλά όλοι μαζί. Μην ξεχνάτε ότι ήταν και η εποχή της «Αποθήκης» τότε, που είχα την τιμή, την τύχη και την έμπνευση να την ξεκινήσω την όλη ιστορία. Είχα από τότε την πετριά να μην περιμένω τα πράγματα να έρχονται εξ ουρανού.

Αυτό υπήρχε καθ’ όλη τη ζωή σας;

Εννοείται. Ζούσαμε στην Αθήνα, π.χ., πέρασα στη Νομική, την τελείωσα, πήρα πτυχίο, αφού όμως τελείωσα το Τέχνης. Στο οποίο Τέχνης, πάλι μόνη μου πήγα. Εγώ δεν προερχόμουν από ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν ήξερε τον τάδε η οικογένεια μου, που να μπαινόβγαινε στο σπίτι μας. Ήμουν ένα απλό παιδί που μάλλον στενευόταν απ’ το περιβάλλον του και κάτι ονειρευόταν. Έλεγα πολύ ωραία ποιήματα ως παιδούλα, θυμάμαι. Έλεγαν όλοι στους δικούς μου «Αυτό το κοριτσάκι πρέπει να το πάτε κάπου να κάνει κάτι, να γίνει κάτι».

Διατηρήθηκε η σχέση σας με την ποίηση;

Πάρα πολύ. Το πρώτο βιβλίο το διάβασα από τον μπαμπά μου, που είχε κάνει και ναυτικός, το «Μαραμπού» και «Πούσι» του Καββαδία, οπότε αυτό ήταν το πρώτο ποιητικό μου ανάγνωσμα. Το ήξερα απ’ έξω. Τι θυμήθηκα τώρα συνειρμικά…Σε μία οντισιόν, είχα πει το τραγούδι σε ποίηση Καββαδία «Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό». Πρέπει να ήταν στο «Ήταν ένα μικρό καράβι» του Λαζόπουλου όταν είχε συνεργαστεί με τον άλλο αείμνηστο, τον Θάνο Μικρούτσικο.

Τραγουδάτε κιόλας; Συνήθως οι ηθοποιοί είναι και πολύ καλοί τραγουδιστές.

Τραγουδάω στις παραστάσεις, όποτε χρειάζεται. Τραγούδησα στον «Συμβολαιογράφο» ένα πολύ ωραίο τραγούδι του εξαιρετικού Κώστα Λειβαδά, όπως τραγούδησα και στη «Ρένα» του Κορτώ. Βέβαια, δεν θεωρώ τον εαυτό μου τραγουδίστρια. Θυμάμαι στη «Ρένα» να μου κάνει μουσική διδασκαλία ο Παναγιώτης Τσεβάς, να μου λέει «Κάτσε εκεί πέρα, βρε χρυσή μου, βρε καλή μου» κι εγώ να του κάνω «Άσε με, μωρέ, τώρα που θα βγω και τραγουδίστρια». Είχε μεγάλη πλάκα, γιατί αφότου τραγούδησα στη «Ρένα» και μετά, είχα προτάσεις να τραγουδήσω ρεμπέτικα σε μαγαζί.

Θα το κάνατε αυτό;

Ούτε καν! Νομίζω πως είναι ξεκάθαρο: Η δουλειά μου είναι να’ μαι ηθοποιός.

Πολλοί συνάδελφοί σας το κάνουν.

Δικαίωμα τους. Τους αρέσει και δεν θα το κρίνω εγώ. Εμένα δεν μ’ αρέσει να το κάνω.

Όταν μπήκατε στο Τέχνης και γνωρίσατε μυθικά πρόσωπα, πιστέψατε σ’ αυτό που λένε «έχω άστρο»;

Μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση, γιατί με πάει πολύ πίσω και πολύ στα βαθιά! Ένιωθα μια ασίγαστη σιγουριά και αισιοδοξία, όπως οι περισσότεροι στο ξεκίνημα τους. Έλεγα πως θα το πετύχω αυτό που θέλω κι ονειρεύομαι. Δεν ήξερα αν είναι άστρο ή τύχη.

Θα το λέγατε φιλοδοξία;

Μπορεί, αν εννοούμε την επίγνωση πως είμαι στο σωστό δρόμο. Είχα βάλει κι ένα όριο: Αν περάσουν δέκα χρόνια από τότε που θα τελειώσω τη σχολή και δεν έχω πετύχει αυτό που ονειρεύομαι, θα τα παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με τις άλλες σπουδές μου. Θα έκανα απλά χρήση του πτυχίου μου.

Σας πλήγωνε αυτή η προοπτική;

Δεν με πλήγωνε καθόλου, γιατί το’χα σαν ασφαλιστική δικλίδα. Δεν ήμουν και καμιά ενζενί, ήμουν ένας κανονικός τύπος γυναίκας που δεν ήταν και ότι πιο εύκολο για τη δουλειά μας. Τελικά αποδείχτηκε πως άλλα πράγματα έχουν σημασία στη δουλειά αυτή.

Έπαιξαν ρόλο όμως και οι παρέες, το είπατε πριν. Σημαντικό το ότι βρεθήκατε στην παρέα της «Αποθήκης».

Την έφτιαξα την παρέα, δεν βρέθηκα μέσα σ’ αυτή. Δημιουργήθηκε στη σχολή κι εγώ ήμουν, ας πούμε, η συντονίστρια.

Είστε και συγκεντρωτικό στοιχείο.

«Συγκεντρωτικό» είναι λέξη παρεξηγήσιμη. Είμαι πολύ συλλογικό, πολύ παρεΐστικο και ομαδικό στοιχείο. Μ’ αρέσει να έχω την αγωνία της δημιουργίας ενός πράγματος.

Αρχηγικές τάσεις έχετε;

(γελάει) Όχι, γιατί αν είχα…Ξέρετε, θα’χα κάνει και άλλη πορεία. Μου θυμίσατε κάτι: Όταν ήμουν στο ΣΕΗ, ερχόντουσαν συνάδελφοι και με ρωτούσαν «Υρώ, θα πολιτευτείς;» Ήθελαν να ξέρουν αν θα’χουν ένα δικό τους άνθρωπο κάπου.

Λογικό όταν προεδρεύετε ενός σωματείου.

Ήμουν για δύο χρόνια πρόεδρος στο ΣΕΗ και άλλα δύο χρόνια αντιπρόεδρος. Ασχολήθηκα συνολικά τέσσερα χρόνια με τον συνδικαλισμό, οπότε ήταν το μόνιμο ερώτημα των ανθρώπων εκεί που σχεδόν δεν ήμουν καν γραμμένη στο σωματείο μας. Δεν είχα δώσει τέτοια δείγματα.

Θα υπήρξατε, όμως, πολιτικοποιημένη στα φοιτητικά χρόνια.

Ανέκαθεν ανήκα στον προοδευτικό χώρο και ήμουν ένα ανήσυχο μυαλό και μία ανήσυχη ψυχή. Ήμουν στη Νομική Αθηνών, που γινόντουσαν τόσες πολιτικές ζυμώσεις, άρα θα ήταν δύσκολο να πω ότι δεν είμαι πολιτικοποιημένη. Δεν θα έπειθα κανέναν αν έλεγα πως ήμουν αδιάφορη για τα πολιτικά. Προσέξτε, όμως: Ποτέ δεν ήμουν κάτω απ’ την ομπρέλα κανενός κόμματος. Ποτέ δεν με έσερνε το κόμμα απ’ το μανίκι. Βάλε τώρα και το ότι το Τέχνης ήταν στα Εξάρχεια: Νομική, Σόλωνος, Εξάρχεια κλπ. τα έφαγα με το κουτάλι, που δεν είχαν και τη σημερινή αύρα. Ήταν ένα άλλο περιβάλλον τότε μες τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές ζυμώσεις. Το Πανεπιστήμιο απ’ τη μία και το θέατρο απ’ την άλλη, με διαμόρφωσαν ασυζητητί. Πολλοί φίλοι από τότε, από τη Νομική και το Πανεπιστήμιο, δεν ασχολήθηκαν με τα νομικά. Όλοι ασχολήθηκαν με την τέχνη στη συνέχεια. Συναντήθηκα με παιδιά στο θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου. Όσοι βρεθήκαμε εκεί, άλλος έγινε ηθοποιός, άλλος σκηνοθέτης, άλλος συγγραφέας κλπ. Κάποια στιγμή ήρθε και με είδε ο Κατσικονούρης στον «Συμβολαιογράφο», με τον οποίο ήμασταν μαζί στη θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου. Ξανασμίξαμε κι έπαιξα μετά σε έργο του. Πάρα πολύ συγκινητικό!

Δίνετε μεγάλη σημασία στις σχέσεις των ανθρώπων.

Έχει μεγάλη αξία, αλλά μη νομίζετε πως, μεγαλώνοντας, δεν ξεσκαρτάρουν και τα πράγματα. Να αποφασίζεις με «ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις». Χαίρομαι μ’ αυτό, νιώθω πολύ καλά, γιατί με ένα τρόπο βλέπω και τα λάθη μου. Θέλω, σαν «ψάρι» που είμαι, να θολώνουν τα νερά, να μην βλέπω ξεκάθαρο το τοπίο, γιατί πολλές φορές με πληγώνει η πραγματικότητα και η αλήθεια. Έρχεται η ώρα που λες «Φτάνει το νεφέλωμα, ας δω και το καθαρό νερό». Μέσα απ’ το καθαρό νερό, θα πεις ένα «Ωχ! Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα έβλεπα. Μου άρεσε να τα βλέπω, αλλά πρέπει ν’ αντικρίσω την αλήθεια των ανθρώπων»! Ε, εγώ την είδα την αλήθεια των ανθρώπων και χρειάστηκε να πληγωθώ και να πενθήσω. Ένιωσα τελικά γενναία και προχώρησα με τα σημαντικά που έχω.

Γλαφυρότατη είστε.

Έγραφα ωραίες εκθέσεις, γι’ αυτό (γέλια)

Η διάλυση μίας φιλίας ισοδυναμεί με μία ερωτική απώλεια;

Περισσότερο με πένθος έχει να κάνει η λήξη μίας μεγάλης φιλίας, άλλοτε πιο βαρύ και άλλοτε πιο ήπιο. Ήπιο είναι μόνο όταν αποδεχτείς πως στη ζωή υπάρχει και ο θάνατος.

Κάθε απώλεια είναι ένα μικρό πένθος;

Όταν είναι σημαντική η απώλεια, ναι, είναι. Από μόνο του γίνεται, Αντώνη. Δεν πενθείς γιατί τελικά δεν ήταν σημαντική η απώλεια. Τότε μόνο καταλαβαίνεις και τη σημαντικότητα της σχέσης που είχες. Έτσι ορίζονται τα πράγματα κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Είστε νέα γυναίκα…

(γελάει) Ευχαριστώ πολύ.

Μα είστε.

Εδώ έχουμε πει τόσα πράγματα, από πότε πρωτοξεκίνησα κλπ. Εντάξει, ΟΚ, είναι πως νιώθεις.

Πως βλέπετε, λοιπόν, το μυστήριο παύσης των λειτουργιών μας;

Δεν το σκέφτομαι, δεν θέλω να το σκέφτομαι. Προσπαθώ να το απωθώ, επειδή είχα μια πολύ μεγάλη απώλεια, αυτήν του πατέρα μου, πριν από έξι χρόνια. Ξέρω πολύ καλά ότι κι εσείς πολύ πρόσφατα χάσατε τη μητέρα σας. Ας το συζητήσουμε, λοιπόν, αφού επιμένετε: Μου κόστισε πάρα πολύ ο θάνατος του πατέρα μου κι εκεί κατάλαβα τη σημαντικότητα της σχέσης μας. Εκεί είπα «Ώπα, υπάρχει τέλος! Ξύπνα, κοπελιά, δες το»! Όταν πέρασε το μεγάλο πένθος, το πρώτο σκληρό στάδιο, με παρηγόρησε το γεγονός πως πέθανε στα 88 του και έκλεισε απλά ένας κύκλος όλο αγάπη και χωρίς απωθημένα με τον άνθρωπο που έφυγε. Άρχισα να μετράω την απώλεια σαν ένα προηγούμενο δώρο ζωής.

Σας μπήκε η σκέψη να συμβεί το ίδιο με εσάς και την κόρη σας;

Ακριβώς! Είπα μακάρι ν’ αξιωθώ κι εγώ να έχω μια πλήρη ζωή, με πλήρη επικοινωνία με τους άλλους και ν’ ακολουθήσω την ωραία ροή των πραγμάτων. Έτσι ευχόμαστε να γίνουν τα πράγματα όλοι όσοι έχουμε παιδιά. Θα ήθελα όποτε γίνει αυτό, μακάρι όσο πιο μακριά μπορεί να’ναι, να γίνει όχι για μένα, αλλά για την κόρη μου. Αυτή μ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Να χαρεί τη μαμά της δηλαδή όσο περισσότερο γίνεται, γιατί είναι και μοναχοπαίδι. Και τη μάνα της και τον πατέρα της να χαρεί, τους γονείς της δηλαδή. Ταυτίζομαι σαν παιδί με το παιδί μου, θέλω να νιώσει όπως ένιωσα εγώ με το δικό μου μπαμπά. Ναι, θα πεθάνω κάποτε, δεν μ’ αφορά όσο μ’ αφορά το παιδί μου.

Είναι φοβερό τελικά το μητρικό φίλτρο. Μια νέα γυναίκα, ξαναλέω, δηλώνει πως δεν ενδιαφέρεται για το τέλος της, όσο το να’ναι καλά το παιδί της. Τα πεπραγμένα σας, όμως, δηλώνουν μια δίψα όλο για ζωή και για δημιουργία.

Έτσι όπως το εντοπίζετε και μου το αρθρώνετε τώρα, ναι, αυτό δηλώνω ουσιαστικά. Τελικά αυτή είναι η αλήθεια μου. Μου βγήκε αυθόρμητα και το ότι το εντοπίσατε, μου φαίνεται πολύ όμορφο.

Έχετε καταρρεύσει ποτέ υπό το βάρος μιας ερμηνείας;

Όχι, έχω ζήσει όμως την κάθαρση. Έχω λυτρωθεί, έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος. Έχω ευτυχήσει μέσα από μία ερμηνεία. Να τα εναποθέτεις εκεί όλα και μετά να’σαι ανάλαφρη. Ο κόσμος να κλαίει κι εσύ μετά να νιώθεις αέρινη. Οι άλλοι να νομίζουν πως έγινες ένα με το χώμα κι εγώ να’μαι στη φάση «Που θα πάμε, παιδιά, να φάμε τώρα; Θα κάνουμε τίποτα;» Μου συνέβη κατά κόρον με τη «Ρένα» και τώρα με την Ερασμία του «Συμβολαιογράφου», κάτι που σημαίνει πως αγάπησα ιδιαίτερα τους συγκεκριμένους ρόλους. Ειδικά για την Ερασμία, πιστεύω πως είναι η εποχή της να ξανανέβει.

Αλήθεια, ποιος ο λόγος να επιστρέφετε σταθερά στην Ερασμία εδώ και έντεκα χρόνια;

Η Ερασμία είναι στην ουσία μία γυναίκα που έχει κακοποιηθεί, που έχει πονέσει και είναι στο περιθώριο. Είναι «μεταχειρισμένη», έτσι λέει. Οι παραστάσεις αυτές είναι επετειακές επειδή ξεκίνησαν ακριβώς στις 20 Οκτωβρίου του 2010. Θεώρησα πως είναι η μεγάλη στιγμή της Ερασμίας με όλα αυτά που έχουν βγει στο φως τελευταία. Έγινε μέσα μου μία δραματική ανάκληση να ξαναπεί η γυναίκα αυτή την ιστορία της και να ταυτιστεί με τις ιστορίες πολλών κακοποιημένων γυναικών στην εποχή μας. Δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε, αλλά να που δυστυχώς συμβαίνει.

Είπατε πριν πως δεν είδατε να εξελίσσεστε επαγγελματικά μετά από έναν τέτοιο μονόλογο. Μήπως – να το πω χοντρά – λέτε τώρα «Εδώ είμαι, ρε καθίκια, μ’ αυτή τη ρολάρα και πάλι! Φάτε με στη μούρη ως Ερασμία»;

Καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά πώς το λέτε. Έχουν περάσει έντεκα συναπτά έτη που σημαίνει πως δεν με ενδιαφέρει να το πω αυτό. Έγιναν κι άλλα πράγματα στην πορεία και άλλα έχουν δρομολογηθεί. Η παράσταση αυτή επαναλαμβάνεται μετά από προτροπή πολλών ανθρώπων, συναδέλφων που δεν την είχαν δει τότε, λόγου χάριν. Τα μηνύματα που παίρναμε στα social media όλο τον καιρό εν μέσω πανδημίας, μας έκαναν να κινητοποιηθούμε. Τώρα που το σκέφτομαι, καθόλου δεν ήθελα να την πω σε κανέναν. Την καθαρότητα της ψυχής μου θέλησα μόνο και την επικοινωνία της με τους άλλους.

Μα, φαίνεστε καθαρός άνθρωπος, ίσως λίγο φόρα – παρτίδα.

Δεν είμαι φόρα – παρτίδα, απλά ότι έχω να πω, θα το πω και με κόστος ενίοτε. Δεν μπορώ να σας πω ότι δεν ξέρω να διαχειριστώ τη ζωή μου μ’ όλες τις δυσκολίες της ή αν χρειαστεί κάποτε να κάνω τους ελιγμούς μου κι εγώ.

Όπως τώρα που είστε στο διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού.

Πράγματι, είμαι στο διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού. Θέλει κι εκεί νά’χεις ένα ειδικό βάρος σαν άνθρωπος, να ξέρεις πως θα χειριστείς κάποια πράγματα.

Σας έτυχε ποτέ να παίζετε στη σκηνή και να λέτε πως θα ήταν να βλέπατε τον εαυτό σας από κάτω σαν θεατής;

Αχ, ναι! Το έχω πάθει και στον «Συμβολαιογράφο» και στη «Ρένα» – βλέπετε ότι εμμένω σ’ αυτούς τους ρόλους. Την έχω πρόσφατη και τη «Ρένα» και δεν θέλω να την απαρνηθώ. Θα γίνει σήριαλ κιόλας, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί. Μου συνέβη, λοιπόν, να αποστασιοποιηθώ απ’ τους ρόλους, να πω «Αχ και να καθόμουν μαζί και με τους άλλους θεατές και να έβλεπα»!

Τον εαυτό σας ή αυτές τις δύο γυναίκες;

Αυτές! Δεν έβλεπα ότι ήταν ο εαυτός μου εκεί. Τα κορίτσια, τις φιλενάδες μου, την Ερασμία και τη Ρένα ήθελα να δω.

Κι αυτό δε σημαίνει πως ξέρατε ότι τις παίζετε καλά;

Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Εκ προοιμίου, η Ερασμία είναι ταυτισμένη με μένα. Διόλου τυχαίο που ο συγγραφέας Βασιλειάδης έγραψε στο βιβλίο του: «Αφιερωμένο στην Ερασμία Μανέ». Δεν υπάρχει αυτό! Προφανώς υπήρχε και υπάρχει μέσα μου η ταύτιση με την «Ερασμούλα» μου, όπως μ’ αρέσει να τη λέω.

Μπόσκο - Υρώ Μανέ (φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πάλλας)

Συμβάδιζαν πάντα η επαγγελματική με την οικογενειακή ισορροπία σας;

Το είπα και πριν, έχω μια αδιάφορη οικογενειακή ζωή, δεν έχω αυτά τα χολιγουντιανά. Πολλοί δικοί μας προσποιούνται τους χολιγουντιανούς (γέλια). Θυμάμαι τώρα τον Ματ Ντέιμον και τη Μέριλ Στριπ που επίσης έχουν μια στρωτή ζωή με σύζυγο και παιδιά, μακριά απ’ το life style που τους έχουν κατατάξει. Αν δεν είχα στρωτή ιδιωτική ζωή, δεν θα ήξερα πως θα ήταν η επαγγελματική μου. Θέλω να έχω ισορροπία στην οικογενειακή μου ζωή, να’ναι το λιμάνι μου και η εστία μου, ώστε να μπορώ παράλληλα να πετάω. Μ’ αυτό αισθάνομαι καλά και θεωρώ ακόμη πολύ σπουδαίο η κόρη μου να’χει μεγαλώσει με το να βλέπει τη μητέρα της ευτυχισμένη στη δουλειά της.

Σας αρέσει που σας σταματά στο δρόμο ο κόσμος;

Ε, ναι, μωρέ, πως να μη σ’ αρέσει; Μου φαίνεται κομπλεξικό και άρρωστο να μη σου αρέσει! Αφού κάνουμε αυτή τη δουλειά για να μας αγαπά ο κόσμος κι εγώ πάντα έλεγα ότι οι ηθοποιοί είναι άνθρωποι με έλλειμμα αγάπης. Και το λέω ως ένα παιδί που πήρα αγάπη απ’ το σπίτι μου. Μπορεί και σε μένα κάτι να υπάρχει στο βάθος, μία ρωγμή. Δεν είμαι τέλεια, ούτε όλα είναι αγγελικά πλασμένα. Βέβαια, δεν μου αρέσει και καθόλου να παραβιάζουν την ιδιωτικότητα μου: Μου έχει συμβεί να με τραβάει ο άλλος με το κινητό του κι εγώ να’μαι με το μπιφτέκι και το μαρούλι στο στόμα. Μου έχουν τραβήξει μέχρι και τα γυαλιά μου για να δουν τα μάτια μου…Κι εκεί τι κάνεις; Χαζογελάς απ’ την αμηχανία σου. Έλεος δηλαδή!

Σεβασμός στο κοινό, επομένως, αλλά μέχρι ενός ορίου.

Κι αυτό πάλι πιστεύω πως έχουμε τον τρόπο μας να το δείξουμε στο κοινό. Καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, δεν είναι ανόητοι. Βέβαια δεν είμαι κι εγώ η Βουγιουκλάκη ή κάνας ποδοσφαιριστής για να μου σκίζουν τις μπλούζες. Εμείς οφείλουμε να εμπνέουμε τον κόσμο σχετικά με τις αντιδράσεις του απέναντι μας.

Έχετε σκεφτεί ποιος θα’ναι ο τελευταίος μεγαλύτερος ρόλος της ζωής σας;

Όχι, είμαι δεκτική στο οτιδήποτε έρθει και στο οτιδήποτε θελήσω να κάνω. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να’μαι υγιής και να έχω τη διάθεση της νεότητας ως ίδιον της ψυχής μου.

Πάντως, δείγμα νεότητας είναι που μπήκατε μέσα με τον σύζυγο σας και μου τον συστήσατε ως «το αγόρι μου».

Μα πως να τον έλεγα; Παθαίνω πάντα αμηχανία με τα «ο άντρας μου» ή «ο σύζυγος μου».

Σας φαίνονται μικροαστικά;

Ναι, βαριέμαι, δεν τα θέλω.

Δίνετε επιλεκτικά πια συνεντεύξεις;

Αν ψάξετε, θα δείτε ότι ποτέ δεν έδινα συνεντεύξεις με το ρυθμό τουλάχιστον που θα περίμενε κανείς. Δίνω πάντα όταν έχω να πω κάτι και όταν υπάρχει λόγος. Βρίσκω πολύ πληκτικό να περιφέρεις το σαρκίον σου απ’ εκπομπή σ’ εκπομπή και να επαναλαμβάνεσαι!

Πείτε μου μια μυρωδιά ικανή να σας πάει στα πρώτα σας χρόνια.

Το γιασεμί και η μαστίχα.

Σας επηρεάζει μια τυχαία εικόνα που θα δείτε στο δρόμο;

Φυσικά, αλίμονο. Ευαίσθητοι άνθρωποι είμαστε, η παρατηρητικότητα είναι μέρος της δουλειάς μας κι αυτή. Με επηρεάζουν δυσάρεστες εικόνες και δεν μ’ αρέσει να τις κρατάω και να τις κουβαλάω. Θυμάμαι μια εικόνα στη Χίο πριν σκάσει καλά – καλά το προσφυγικό. Ήταν μια οικογένεια Σύρων, όχι απ’ τους θαλασσοδαρμένους, αλλά απ’ αυτούς της πρώτης φουρνιάς, με τα κινητά τους και τον καλό ρουχισμό τους. Κάποιος πρόσφερε ένα μπισκοτάκι σ’ ένα μικρό κοριτσάκι. Εκείνο το κοίταξε, παραξενεμένο που δεν προσφέρθηκε κάτι και στους άλλους, κι έπειτα κοίταξε τους γονείς του αν έπρεπε να το πάρει ή όχι. Ήταν Νοέμβρης του 2015, το θυμάμαι καλά. Είδα τη σκηνή από κει που καθόμουν και με εντυπωσίασε η στάση του παιδιού. Συγκινήθηκα για την περηφάνια του παιδιού που τελικά δεν πήρε το μπισκότο. Ένιωσα αμήχανα κι είπα «Δε θα δώσετε και σε μας ένα μπισκοτάκι;» Έκανα το παιδί να χαλαρώσει και να δεχτεί το γλύκισμα.

Υπάρχει μέρα μπροστά σε καθρέφτη που να είπατε «όλα είναι τέλεια» ή «πως είσαι έτσι σήμερα»;

Πιστεύετε ότι υπάρχει άνθρωπος στη δουλειά αυτή που κάνω εγώ, που να μην έχει βιώσει αυτό το συναίσθημα; Εκτός κι αν είναι αποκτηνωμένος κανείς.

Είναι ψυχοθεραπεία η υποκριτική τέχνη;

Νομίζω ναι.

Κι όταν έχεις την ασφάλεια και τη σιγουριά της οικογένειας;

Δεν υπάρχει από πίσω καμία ασφάλεια και καμία σιγουριά της οικογένειας. Όλα χτίζονται, στη ζωή αυτή τα περνάς όλα ψιλοβελονιά. Τίποτα δεν χαρίζεται και δεν προσφέρεται. Αν δεν ήμουν ηθοποιός και ήμουν φιλόλογος, ας πούμε, θα κατέφευγα στη θεατρική ομάδα της σχολής, όπως έκανα απ’ την πρώτη στιγμή στο πανεπιστήμιο.

Τελειώνοντας, θέλω να «ψήσετε» όχι εμένα, αλλά τον τυχαίο αναγνώστη μας, ώστε να έρθει να δει την παράσταση σας.

Η Ερασμία είναι μία εγκλωβισμένη γυναίκα σε λάθος εποχή, σε λάθος χώρο, που ποθεί να ζήσει και να αγαπηθεί. Κι αυτό είναι το πρόσημο που κρατά κάθε άνθρωπο ζωντανό. Μια πρόταση ρέουσας ζωής. «Είμαι εδώ και θέλω να ζήσω»!

* Η Υρώ Μανέ θα είναι η Ραραού, η ηρωίδα του Παύλου Μάτεσι, στην παράσταση «Η μητέρα του σκύλου» που θα ανέβει στη σκηνή του «Ακροπόλ» τον Φεβρουάριο σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη και σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη. Τη διασκευή του έργου υπογράφει η ίδια και η Κατερίνα Γιαννάκου

** Η συνέντευξη με την Υρώ Μανέ πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Οκτώβριο του 2021

*** Πρώτη δημοσίευση: Documento (ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης) & koutipandoras.gr