Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Ηρώ Κυριακάκη: «Ανέκαθεν ήμουν φαν του εξπρεσιονισμού στην ερμηνεία» (η σπάνια αφήγηση ζωής της αγαπημένης 93άχρονης ηθοποιού)

Την αναζητούσα πολλά χρόνια για μία συνέντευξη. Δεν είχα ιδέα ότι η Ηρώ Κυριακάκη κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας και συχνάζει σ’ ένα συγκεκριμένο καφέ. Την είδα να έρχεται στο ραντεβού μας ντυμένη στα άσπρα, περιποιημένη και γελαστή. Σαν ένα κλαράκι αδύνατη είναι, που φοβόμουν μη σπάσει καθώς της κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Ακόμη κι εκεί δεν σταματούσε να λέει ιστορίες από έναν βίο πλήρη εμπειριών όλο χιούμορ – χαρακτηριστικό της αναλλοίωτο στο πέρασμα τόσων χρόνων. Τη μερίδα του λέοντος στη συζήτησή μας κατέλαβαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τα «Κόκκινα φανάρια», η θητεία της στο θέατρο και στις υπόλοιπες λίγες κινηματογραφικές ταινίες που έκανε, αλλά και η σχέση της με τον σκηνοθέτη – ποιητή Σταύρο Τορνέ με τον οποίο έζησαν μαζί για περισσότερο από μία δεκαετία. Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνει έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Κυρίες και κύριοι, η Ηρώ Κυριακάκη με εξαιρετική διαύγεια αφηγείται την 93χρονη ζωή της.

Μου λέγατε πως κάνατε εξετάσεις πρόσφατα.

Ναι, γι’ αυτό νιώθω και λίγο κουρασμένη. Μου βρήκανε ανεβασμένη την ουρία. Οι δικοί μου πάλι όπως τους θυμάμαι δεν είχαν σοβαρά προβλήματα εκτός από υψηλή πίεση. Μακάρι όλα να πηγαίνουν καλά για όλους, γιατί εγώ τώρα είμαι μόνη μου. Δεν πολυβγαίνω, εκτός απ’ αυτό το σύγχρονο ιατρικό κέντρο που’ναι στην Πατησίων. Μη σας ζαλίζω, όμως, αυτά είναι γεροντικά πράγματα.

Καθόλου δε με ζαλίζετε. Να πείτε ότι θέλετε…Τι ζώδιο είστε;

Είμαι Υδροχόος.

Κι εγώ το ίδιο.

Ναι, ε!

Του Φλεβάρη είστε;

Του Γενάρη, αλλά δεν ξέρω πολλά πράγματα. Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1932, γι’ αυτό σας λέω γεροντικά πράγματα τώρα (γέλια). Και μάλιστα όταν γεννήθηκα μέσα στα κρύα και τα χιόνια, βγήκε ο ήλιος, οπότε ο πατέρας μου είπε: «Το μωρό μας έφερε τον ήλιο».

Ήσασταν πολλά παιδιά;

Όχι, μια αδερφή είχα μόνο μεγαλύτερη κατά πέντε χρόνια. Εμένα με κάνανε για να παίζει η Μαρία, ένα πάρα πολύ όμορφο παιδί, αγγελούδι, που όπου τη βάζανε καθότανε. Τα παιχνίδια της έρχονταν από το εξωτερικό, αεροπλανάκια που πετούσαν κλπ. Τι πλάκα που είχανε!  Έκανε παρέα με τους μεγάλους, δεν έπαιζε με παιδιά, δεν της άρεσε.

Τι έκανε στη ζωή της η Μαρία;

Ζωγράφος ήτανε. Καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο. Τη θυμάμαι πάρα πολύ συχνά… Ευτυχώς ερχόταν και μέναμε μαζί σ’ ένα στούντιο που έχω εδώ κοντά. Ήταν πολύ διαφορετική από μένα. Εγώ ήμουν τρελόπαιδο. Έπαιρνα όλα τα αεροπλανάκια της Μαρίας και έπαιζα. Ήμουν ζωηρή (σ.σ. ζητάει ένα χαρτομάντιλο) Δεν μπορώ, δακρύζουνε συνέχεια τα μάτια μου. Μ’ έχει ταράξει αυτό το νέφος. Ο ήλιος; Αλλεργία; Ο καιρός; Δεν ξέρω…

Και οι γονείς;

Ο πατέρας μου ήταν του Πολεμικού Ναυτικού. Με μέσο τους Κουντουριωταίους, το πρώτο αεροδρόμιο που έγινε στην Ελλάδα ήταν εκεί που είναι τώρα το Ίδρυμα Νιάρχος. Έπειτα μετά από αεροδρόμιο, έγινε ζωολογικός κήπος και μ’ αυτές τις δουλειές καταπιανόταν ο πατέρας μου. Η μητέρα μου δεν ασχολιόταν με τίποτα ιδιαίτερο, οικιακά. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν από την Κρήτη. Μαζί με άλλες τρεις – τέσσερις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Πόρο. Η γιαγιά μου – εγώ δεν τη γνώρισα – όταν πέθανε ο άνδρας της, ο παππούς μου, παντρεύτηκε τον περίφημο Κουμάνταρο. Ο πατέρας μου είχε μια αδερφή μεγάλη και ήταν ο Βενιαμίν. Αυτή παντρεύτηκε τον Κουντουριώτη, που είχε διώξει τους Τούρκους, κι έτσι ο πατέρας μου είχε το μέσο που είπα πριν. Αν και όλοι τους ήτανε βασιλόφρονες, ο πατέρας μου είχε μεγάλη εκτίμηση στον Βενιζέλο. Κι όταν του είπα πως θα γίνω ηθοποιός, με κοίταξε καλά – καλά και μου απάντησε: «Αν είναι να γίνεις Κοτοπούλη» (γέλια). Είχε χιούμορ, μια κι εγώ δεν ήμουν ποτέ η «ωραία», ξέρετε, η «ενζενούλα» της εποχής. Όταν πέθανε και τον έχασα, το χτύπημα ήταν μεγάλο.

Ηρώ Κυριακάκη - Νότης Περγιάλης στα «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη
Πότε ανακαλύψατε τις καλλιτεχνικές τάσεις;

Εγώ σπούδασα εγγλέζικη λογοτεχνία. Ήθελα πάρα πολύ να σπουδάσω ιστορία, αλλά τότε υπήρχε ένα μόνο πανεπιστήμιο. Πάνω σε μια κρίση υγείας ανακάλυψα την τέχνη. Είχα πόνους και με τρέχανε από γιατρό σε γιατρό. Είχε παρουσιαστεί ένας όγκος στο κάτω μέρος της κοιλιάς, στη μήτρα. Στα μέσα του ’50 ένας τέτοιος όγκος ήταν τελειωμένη κατάσταση. Είπα τότε στον εαυτό μου πως δεν θα κάνω εγχείρηση και θα κοιτάξω να βρω αλλού διέξοδο. Άλλος έλεγε να τον βγάλω, άλλος να μην τον βγάλω. Στα χέρια μου έπεσε μια συντηρητική δευτεροκλασάτη εφημερίδα που έγραφε ότι παρατείνονται οι εξετάσεις στη δραματική σχολή Ιωαννίδη. Ε, εκεί έμελλε να τους γνωρίσω όλους! Και ποιον δεν γνώρισα δηλαδή!

Θυμάστε ονόματα, πρόσωπα;

Βέβαια! Πρώτον απ’ όλους γνώρισα τον Κώστα Φέρρη, που με έστειλε στον Κουν. Πολύ μου στάθηκε ο Κώστας, όχι μόνο τότε, αλλά και όταν γύρισα μετά από πολλά χρόνια από το εξωτερικό που δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ πάλι με το θέατρο. Ας πάμε τώρα σε εκείνα τα χρόνια. Υπήρχε ένας σκηνοθέτης, ο Δήμος Θέος, που θα έκανε μία ταινία…

Τον γνωρίζω, ήταν δάσκαλος μου στη σχολή κινηματογράφου.

Τον Δήμο τον πάντρεψα κιόλας με την Κική, με την οποία είχαμε δώσει μαζί εξετάσεις στου Κουν. Πολύ καλό παιδί ήταν ο Θέος και καλός σκηνοθέτης, αλλά δεν φρόντισε πολύ το έργο του. Όταν θα έκανε τη «Διαδικασία» το 1975 – 76 με έπιασε και με ρώτησε αν ήθελα να έχω μία εποπτεία στα κοστούμια. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά, αν και δεν ήξερα πολλά από κοστούμια, θυμόμουν όμως τα μαθήματα του ενδυματολόγου Στεφανέλλη στη σχολή του Κουν.

Θυμάστε πότε γνωρίσατε για πρώτη φορά τον Σταύρο Τορνέ;

Στη σχολή Ιωαννίδη. Καθόταν σε μια γωνιά και φορούσε μια πέτσινη σάκα – τι είχε μέσα, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Με τη γόπα του ενός τσιγάρου, άναβε το επόμενο. Δεν τον μπορούσα πολύ…

Που να φανταζόσασταν! 

(γέλια) Που να φανταζόμουν! Αυτά γίνονται Νοέμβρη μήνα, τέλη του ’50, όταν είχαν παραταθεί οι εισαγωγικές στη σχολή. Διευθύντρια σπουδών ήταν η κυρία Τσούκα κι εγώ πήγα εκεί μ’ έναν Παλαμά. «Μα, Παλαμά; Καβάφη έπρεπε να απαγγείλεις» με πρόγκηξε μετά ο Φέρρης. Εκεί ήταν ακόμη ο Αδαμόπουλος, που έγινε πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, αλλά και ο Κώστας Σφήκας, αυτός ο θαυμάσιος ανεπανάληπτος άνθρωπος! Τι υπέροχος που ήταν εκεί που χανόταν στη θάλασσα με την ομπρέλα.

Αναφέρεστε στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου.

Ακριβώς. Τότε που ο Θέος έκανε τη «Διαδικασία» εγώ επιστράτευσα όλες μου τις μνήμες από την πρώτη θητεία μου στο θέατρο, προτείνοντας του να έπαιρνε ηθοποιό τον Μηνά Χρηστίδη, αλλά δεν του άρεσε. «Θα έρθει ο Σφήκας τελικά» απεφάνθη ο Δήμος. Κι ας είχε κάνει ήδη δύο μέρες γυρίσματα. Ο Σφήκας είχε πολύ ωραίο ρόλο στην ταινία. Εγώ έπαιξα μία Ιέρεια, αλλά τουλάχιστον μ’ αυτή την ταινία πήγα για πρώτη φορά στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Οι συνταγματάρχες είχαν φύγει. Να με συγχωρείτε που λέω «συνταγματάρχες» και δεν μπορώ να πω «η δικτατορία του Παπαδόπουλου», αλλά δεν μου βγαίνει. Κακό δικό μου, βέβαια. Σάμπως κι εγώ δεν την πλήρωσα πολύ ακριβά επί των ημερών τους;

Τι σας κάνανε;

Μου ρημάξανε το σπίτι στον Πόρο και μου γράψανε απ’ έξω διάφορα αισχρά πράγματα. Από τότε έχω να πατήσω εκεί παρόλο που έχω μια μικρή περιουσία. Δεν τα καταφέρνω να «διευθύνω» τα κληρονομικά και τα παράτησα. Γενικά χάσαμε τη σειρά μας από το ’67 και μετά, είδαμε φίλους να βασανίζονται στα κρατητήρια, σαν την Κίττυ Αρσένη.

Θα ήθελα να μείνουμε λίγο στον Τορνέ. Τον ακολουθήσατε στην Ιταλία, έτσι δεν είναι;

Είναι μεγάλη ιστορία. Ο Τορνές δεν μιλούσε καμία ξένη γλώσσα εκτός από λίγα γαλλικά. Εγώ θα μπορούσα να τον βοηθήσω με τα καλά αγγλικά μου και, μάλιστα, είχε στείλει γράμμα στον Κουν για να με «απελευθέρωνε». Αυτό πριν φύγουμε έξω. Λίγο πριν έρθουν οι συνταγματάρχες στα πράγματα, θα γυριζόταν στην Ελλάδα ο «Μάγος» με τον Άντονι Κουίν. Ο Τορνές δούλευε στην παραγωγή, αυτός έγραφε κι εγώ μετέφραζα, βοήθησα δηλαδή πάρα πολύ. Να πω, όμως, ότι την εποχή που γνώρισα τον Τορνέ, το 1959-60, τον είχε κάνει πρωταγωνιστή ένας σκηνοθέτης, ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος, σε μία ταινία όπου θα ήταν ζευγάρι με την Ξένια Καλογεροπούλου.

Εδώ μάλλον αναφέρεστε στο «Μεγάλο κόλπο» το 1960.

Χαίρομαι που τα ξέρετε. Μαζί τους ήταν και ο Φωτόπουλος με την Καββαδία που έκαναν το άλλο το ζευγάρι το μεγαλύτερο. Μεγάλη πλάκα είχαν τα γυρίσματα που κράτησαν έξι μέρες. Του Σταύρου του κολλούσαν τα αυτιά γιατί πετούσαν πολύ. Τότε είχαμε κάτι λιγότερο από φιλία, σας είπα, τον θεωρούσα μυστήριο. Ώσπου ένα απόγευμα, φεύγοντας από τη σχολή που ήταν στην Αχαρνών, τον συνάντησα κάπου στην Ομόνοια. Αρχίσαμε να συζητάμε. Παρόλο που διάβαζα με μεγάλη λαχτάρα, πολιτικοποιημένη δεν ήμουν. Καμία αίσθηση δεν είχα πολιτικοποίησης σε αντίθεση με τον Σταύρο που είχε θητεύσει στη Μακρόνησο. Κολλητός του ήταν τότε ένα έκτακτο παιδί, ο Λάζαρος Γεωργιάδης, που είχε ένα δισκοπωλείο για τους φίλους της κλασικής μουσικής. Ο Σταύρος άρχισε να με φλερτάρει, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα, αφού η μόνη μου αγάπη ήταν τα βιβλία. Η φιλία μας κατέληξε σ’ ένα βαθύ δεσμό. Έμπαινα στην τρώγλη που έμενε στο Μοναστηράκι. Θύμιζε μεταλλουργείο, αφού ότι έπιανες, γίνονταν μαύρα τα χέρια σου. Δεν μ’ ένοιαζε, ήμουν ενθουσιασμένη μαζί του. Μόλις είχα πάει και στου Κουν, αφού εκτός από τον Φέρρη, εκεί με είχε στείλει και ο Κώστας Καζάκος. Κάναμε και σκηνοθεσία, μην ξέροντας ακόμη αν θα ακολουθούσα τη σκηνοθεσία ή την υποκριτική.

Πόσα χρόνια μείνατε μαζί με τον Τορνέ;

Πάψαμε να βλεπόμαστε όταν γύρισε στην Ελλάδα. Ήμασταν αλλού πια δοσμένοι ο καθένας. Τον είχα παντρευτεί κιόλας, ένα γάμο έκανα μόνο στη ζωή μου. Αυτό μου έλειπε (γέλια). Φορούσα ένα απλό φορεματάκι όταν παντρευτήκαμε στον Άγιο Βασίλειο εδώ παρακάτω. Πρέπει να σας πω ότι ο Σταύρος είχε μάθει τον Άντονι Κουίν να χορεύει στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη.

Η αφίσα της ταινίας «Το μεγάλο κόλπο» (1960) του Χρήστου Θεοδωρόπουλου με το όνομα του Σταύρου Τορνέ μεταξύ των ηθοποιών - συντελεστών 

Μ’ ενδιαφέρει πολύ η ιστορία αυτή.

Στα διαλείμματα των γυρισμάτων, ρωτούσε ο Κουίν: «Ξέρει κανείς να παίζει σκάκι;» Σκάκι ήξερε ο ηχολήπτης Μικές Δαμαλάς, αλλά δεν μπορούσε βέβαια να άφηνε τη δουλειά του. «Ξέρω εγώ» πετάχτηκε κι είπε ο Σταύρος, ο οποίος έκανε το κάστινγκ στην ταινία. Δεν το γράψανε το όνομα του, αλλά τέλος πάντων…Εγώ είχα κατέβει στην Κρήτη για να’μαι κοντά του, έχοντας κάνει μόλις τα «Κόκκινα Φανάρια». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ώρα που έβγαινα εγώ από το αεροπλάνο! Συνταξιδεύαμε με τη Σιμόν Σινιορέ που πήγε να κάνει τη Μαντάμ Ορτάνς και είχε έρθει με τον άντρα της. Μιλούσαμε αγγλικά, γιατί δεν ήξερα γαλλικά, ούτε και πιάνο (γέλια). Της έδωσα ένα γαρίφαλο που αυτή το πήρε συμβολικά, γιατί είχε πάντα τη φωτογραφία του Μπελογιάννη. Μαζί της ήταν και η συγγραφέας Γιαέλ Νταγιάν, που μου χάρισε το τελευταίο βιβλίο της, η οποία γνώριζε για τη διεθνή επιτυχία που κάνανε τα «Κόκκινα Φανάρια». Έδωσα το γαρίφαλο στη Σινιορέ την ώρα που πετάχτηκε κάπου η Νταγιάν, γιατί είχα μόνο ένα. Σας λέω πράγματα που λέω για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί δεν λέγονται, αλλά έγιναν! Στο μεταξύ, δεν ήξερα ότι το γαρίφαλο για τους Γάλλους θεωρείται γρουσουζιά και, ως γνωστόν, η Σινιορέ, έφυγε, παραιτήθηκε από την ταινία. Μέσα σ’ ένα βράδυ δεν μπορούσε με τίποτα να μπει μες στο κλίμα του έργου όσο κι αν προσπαθούσε ο Κακογιάννης. Τη στιγμή που βγαίναμε απ’ το αεροπλάνο, ένα γκρουπ περίμενε να την παραλάβει. Μεταξύ τους και ο Μίκης Θεοδωράκης, που έγραφε τη μουσική και που είχε δει την κίνηση μου με το γαρίφαλο στη Σινιορέ. Δεν θα ξεχάσω για όσο μου μένει να ζήσω, που τους άφησε όλους ο Θεοδωράκης και ήρθε κατευθείαν σε μένα λέγοντας μου πολύ συγκινητικά λόγια. Να πω εδώ ότι τον Μάνο Χατζιδάκι τον είχα γνωρίσει όταν ανέβηκαν πρώτη φορά οι «Όρνιθες» από τον Κουν κι εγώ ήμουν πρωτοετής μαθήτρια. Όσο για τον Ξαρχάκο, ήταν ο πρώτος και μοναδικός συνθέτης που συνεργάστηκα. Ο δε Τορνές δεν είχε ενδοιασμούς που δεν ήξερε τη γλώσσα, έμπαινε μέσα σ’ όλα. Πλάκα είχε! Εγώ πάλι, μην έχοντας τι να κάνω, καθόμουν με το σκηνογραφικό team του Βασίλη Φωτόπουλου και ειδικά με μία βοηθό του.

Για τα «Κόκκινα φανάρια» θέλω να μου πείτε τώρα.

Εγώ έπαιζα στα «Κόκκινα φανάρια» στο θέατρο «Πορεία» με τον Αλέξη Δαμιανό. Με ζήτησε για την ταινία ο Βασίλης Γεωργιάδης, «την Κυριακάκη θέλω για το ρόλο της Κατερίνας» έλεγε. «Μα είναι νέο κορίτσι, πως θα παίξει τη γριά;» του λέγανε οι άλλοι (γέλια). Τρεις φορές την έχω δει την ταινία και την τρίτη με απογοήτευσε, αφού ο ρόλος δεν είχε καμία σχέση με εκείνα τα περάσματα που έκανα στο θέατρο, περιμένοντας τον «γέρο» μου, τον Νότη Περγιάλη. Δεν νομίζω ότι μου έκανε καλό ο ρόλος αυτός. Για την ταινία είχαν κάνει δοκιμαστικά όλες οι κοπέλες του θιάσου, μα δεν έκαναν για το ρόλο της Κατερίνας στη μεγάλη οθόνη. Ο Γεωργιάδης, όμως, με ήθελε πολύ. Μου έβαζε στουπέτσι στο πρόσωπο για να μην πεταρίζει το μάτι νεανικά, όπως μου έλεγε. Το τι τράβηξα με το μακιγιάζ, δεν περιγράφεται! Τρεις μακιγιέρ είχε αλλάξει ο Γεωργιάδης. Θυμάμαι τη δεύτερη φορά που είδα την ταινία ήταν στη Ρώμη, που είχε έρθει ο Γεωργιάδης και έκανε μία ειδική προβολή προς τιμήν μου. Φοβερός άνθρωπος, ουμανιστής! Με τον Τορνέ είχαν μεγάλη αλληλοεκτίμηση αν και δεν ταίριαζαν πολύ. Τα ξανάδα τα «Κόκκινα φανάρια» μόλις προχθές στην τηλεόραση, αλλά απογοητεύτηκα. Μου πετσόκοψαν το ρόλο κανονικά. Έπειτα με φώναζαν να παίξω τις γριές όλου του κόσμου (γέλια). Την ταινία την είχα δει στην επίσημη πρεμιέρα μαζί με όλους τους πρωταγωνιστές, αλλά εμένα δεν μου δίνανε ιδιαίτερη σημασία. Ήμουν λίγο ξεκάρφωτη. Έγινε ντόρος μεγάλος παρόλα αυτά, γιατί τελικά άρεσε πολύ ο ρόλος.

Παίξατε και στον «Παπατρέχα» με τον Θανάση Βέγγο. Εκεί κάνατε τη θεούσα αδερφή του.

Βέβαια. Στο πάνω πάτωμα έμενα εγώ και στο από κάτω ο διευθυντής παραγωγής του Βέγγου, σε μια γκαρσονιέρα, που ήταν μεγάλος θαυμαστής μου απ’ τα «Κόκκινα φανάρια». Αυτός με πρότεινε για το ρόλο, όπως μου είπαν. Γενικώς δεν είχα μεγάλη ζήτηση. Μόνο ο Τσιώλης μια φορά με έστειλε στον Δαλιανίδη και έπαιξα με τον Σπύρο Καλογήρου στο ίδιο κρεβάτι. Το φαντάζεστε; Ο Βέγγος ήταν υπέροχος μόνο να μην του πείραζες τίποτα από το σκηνικό. Τα πέρναγε όλα με τα χέρια του. Εγώ πάλι τον παρακολουθούσα και γελούσα, γιατί το’χω εύκολο το γέλιο.

Σαν Υδροχόος…

Λέτε, ε; Δεν τα ξέρω καλά αυτά… Στον «Παπατρέχα» έκανα μια νέα, στη «Στεφανία» όμως έκανα πάλι μια μεγάλη γυναίκα. «Είναι καλό ηθοποιάκι» είχε πει ο Τσιώλης του Φίνου. Είχα βρει αυτό το μοτίβο και με φώναζαν όποιοι με χρειάζονταν. Και ο Καλογήρου εξαιρετικός άνθρωπος ήταν, κάθε άλλο παρά κακός. Τότε μόλις είχε παίξει και στον «Τζίμη τον τίγρη», τη μικρού μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη.

Η Ηρώ Κυριακάκη ως μία από τις αδερφές του Θανάση Βέγγου στον «Παπατρέχα» (1966) του Ερρίκου Θαλασσινού
Πάντως, στα «Κόκκινα φανάρια» οφείλετε όσα κάνατε στον κινηματογράφο.

Ναι, αλλά δεν με ένοιαζε πολύ κιόλας, γιατί έκανα πολύ θέατρο τον ίδιο καιρό. Έπαιζα με την Έλσα Βεργή, γνώρισα την Ειρήνη Καλκάνη στο θίασο του Θεοδοσιάδη, που ήταν αυστηρός μαζί της. Κι όταν επέστρεψα στην Ελλάδα το 1975 – 76 και ξαναμπήκα στα πράγματα, κάναμε τη «Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη με τον Κουν. Τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία. Τη Λούλα τη γνώρισα καλά και τη θυμάμαι πάντα, ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Ένα παράπονο είχα απ’ όλους όσοι συνεργάστηκαν μαζί μου, δεν με καλούσαν ποτέ σε πρεμιέρες, σαν να με ξεχνούσαν όλοι. Πάντως, στην πρεμιέρα της «Νίκης», η Αναγνωστάκη ήταν από κάτω ανέκφραστη, σοβαρή, μέχρι που ο Μαρωνίτης νομίζω μού φώναξε «Μπράβο»! Ήταν πολύ σημαντική στιγμή για μένα. Εγώ ανέκαθεν ήμουν φαν του εξπρεσιονισμού στην ερμηνεία, αλλά στη «Νίκη» δε χρειάστηκε να προσπαθήσω να περάσω τίποτα δικό μου. Μόνο τη στιγμή που πλησιάζει το νεκρό παιδί, έβαλα την ηρωίδα να κάνει κίνηση σε slow motion. Αυτό το είδε ο Κουν και έτσι, όταν κάναμε τα «Κομμάτια και θρύψαλα» του Σκούρτη, μ’ άφηνε να κάνω ότι ήθελα. Θυμάμαι σ’ ένα άλλο κομμάτι που έκανα τη μάνα του απεργοσπάστη και έβγαινα με το θυμιατό. Κουραζόμουν απίστευτα εκείνο τον καιρό, ήμουν 24 ώρες το 24ωρο δοσμένη στο θέατρο.

Συνεργαστήκατε και με τον Αντώνη Αντύπα στο Απλό Θέατρο. Σωστά;

Με ζητήσανε και πήγα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να πλάσω «άνθρωπο», όπως λέω εγώ, σε κάθε ρόλο. Δίδασκα στους άλλους ηθοποιούς, τα νεότερα παιδιά, να ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους ενόσω παίζουν. Εγώ άμα δεν ξέρω έναν σκηνοθέτη πως δουλεύει, κάθομαι και διαβάζω. Κι εκεί συγκρουστήκαμε πάλι με τον Σταύρο: «Τι κάθεσαι και διαβάζεις;» μου έλεγε. «Πήγαινε πες τα εκεί πέρα να πέσει το παραδάκι». Καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η φράση και μοιραία απομακρύνθηκα από κοντά του. Πόσο μάλλον όταν είχα πλάσει ένα ρόλο σουμπρέτας, με τον οποίο σείστηκε ολόκληρη η Θεσσαλονίκη. Μιλάω για την «Κόμισα της Φάμπρικας», που σκοπεύαμε να την κατεβάσουμε και στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, αλλά μας πρόλαβε η χούντα.

Φίλες είχατε από τον χώρο;

Τα πηγαίναμε πολύ καλά με την Αλεξάνδρα Λαδικού, γελούσαμε πολύ. Είχε έρθει μαζί μας στο ΚΘΒΕ. Ο Κουν σκόπευε να ανέβαζε «Θείο Βάνια», αλλά την έστειλε σε μας πρώτα σαν ένα είδος μαθητείας. Τα «Κόκκινα φανάρια», στα οποία είχαμε παίξει μαζί, είχαν προηγηθεί. Μετά η Αλεξάνδρα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φίλος υπήρξε και ο Μάριος Πλωρίτης, ο μεγάλος δάσκαλος, ίσως ότι καλύτερο γνώρισα σε ανθρώπινο επίπεδο. Σημειωτέον, είχα κάνει κι εγώ «Θείο Βάνια» με τον Κουν και με τους Παπαμιχαήλ – Διαμαντίδου. Τότε γνώρισα τη Δέσπω που και μ’ αυτήν παίξαμε στα «Κόκκινα φανάρια».

Η Ηρώ Κυριακάκη ως Κατερίνα στα «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, το ρόλο που την ακολουθεί μία ζωή 

Προτιμούσατε το θέατρο από τον κινηματογράφο.

Κοιτάξτε, δεν τα πάω καλά με τις μηχανές. Είμαι ίσως η μόνη ηθοποιός που δεν είχα κομπιούτερ απ’ όταν πρωτοβγήκαν. Και στην τηλεόραση τα ίδια. Ο Φέρρης πάλι ήταν ο πρώτος που με φώναξε να παίξω σε κάποια μονόπρακτα με τον Κώστα Μεσάρη σε διασκευές της Μέλπως Ζαρόκωστα. Δεν θα έκανα τηλεόραση άμα δεν ήταν ο Φέρρης, έχοντας γυρίσει από την Ιταλία. Ο δε Τορνές γύρισε στην Ελλάδα μόνο όταν ήρθε στην εξουσία ο Παπανδρέου το ’81. Πίστευε σε μια ουτοπία, στην επανάσταση. Εγώ πάλι διέθετα μια πολιτική ενόραση, θα έλεγα, ειδικά μετά τον Μάη του ’68 και μην έχοντας διαβάσει ποτέ Μαρξ. Προτιμούσα να διαβάσω Σαίξπηρ αλλά από το ορίτζιναλ κείμενο. Στη Ρώμη ξέχασα τελείως τα εγγλέζικα, αφού κανένας δεν τα μιλούσε.

Πάλι στον Τορνέ γυρνάμε. Τελικά υπήρξατε ερωτευμένη αληθινά μαζί του.

Δεν ήταν ακριβώς έρωτας. Ήταν γοητευτικός άνθρωπος. Με χόρευε, μου άφηνε έξω απ’ την πόρτα ένα λουλούδι μαζί μ’ ένα ποίημα, τέτοια έκανε. Και στην Ιταλία αν τον ακολούθησα ήταν επειδή φοβόταν ότι εδώ θα τον σκότωναν οι παρακρατικοί – αν ήταν αλήθεια αυτό…Μας έπιασε έπειτα αυτό το μεγάλο παγκόσμιο κίνημα αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας που δεν θα ξαναγίνει. Βλέπω τι γίνεται σήμερα με την Παλαιστίνη. Τότε ερχόταν ο Ντάριο Φο και παρουσίαζε τα έργα του υπέρ όλων των αδυνάμων. Φώναζε για το Βιετνάμ με την τέχνη του, μιλούσε για ανθρώπους που «αυτή τη στιγμή ζουν κάτω από το νερό, αναπνέοντας μ’ ένα καλαμάκι». Σε ευαισθητοποιούν όλα αυτά, πόσο μάλλον αν προέρχεσαι από συντηρητική οικογένεια, όπως εγώ. Ο Σταύρος πάλι είχε εκπαιδευτεί απ’ όταν τον στείλανε να κάνει το στρατιωτικό του στη Μακρόνησο. Ίσαμε να πάω στην Ιταλία, η μόνη μου σχέση με την Αριστερά ήταν όταν ερχόταν στου Κουν ο Ηλιού με τον γιο του κι έβλεπαν παραστάσεις. Ο Σταύρος ήταν φίλος με τον γιο του Ηλιού. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, γνώρισε την Ανιές Βαρντά και έγινε βοηθός της. Κι εγώ ήμουν δίπλα του.

Ισχύει ότι λόγω οικονομικού στενέματος, ο Τορνές προσπαθούσε να κάνει ταινίες έξω με ρετάλια από φιλμ άλλων;

Τα υλικά όντως κόστιζαν πανάκριβα. Τον βοηθούσε σ’ αυτό ο γιος του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Τον τροφοδοτούσε με κουτιά φιλμ για να κάνει ότι μπορούσε στον ξένο τόπο. Κάποια στιγμή, όταν πέθανε ο Σταύρος, με ρωτούσαν τι απέγινε η τάδε ταινία, το αρνητικό της εννοώ. Δεν ήξερα, δεν ήμασταν πια μαζί όταν είχε δώσει μάλλον τα αρνητικά στην τηλεόραση. Ευτυχώς που δεν είχα κάνει παιδί, διότι δεν ξέρω αν θα χώριζα σε διαφορετική περίπτωση. Έβλεπα πόσο γρήγορα άλλαζε ο Σταύρος, που όσο μεγάλωνε γινόταν σαν τον πατέρα του. Αφήστε, άλλη ιστορία αυτή…

Πείτε μου τώρα την ιστορία της ταινίας που έκανε ο Τορνές με τον Φρανσέσκο Ρόσι και που ήσασταν επίσης παρούσα στα γυρίσματα.  

Θυμάμαι το 1970 που ήμασταν στη Γιουγκοσλαβία όταν ο Φρανσέσκο Ρόσι έκανε το «Uomini Contro». Είχε βάλει τον Σταύρο να κάνει έναν στρατηγό, έπαιζε ορντινάτσα. Εγώ δε δούλευα στην ταινία, αλλά κόλλησα από τον Σταύρο ένα μικρόβιο και μέχρι σήμερα μού’χει αφήσει κουσούρια. Είχε ξεσπάσει επιδημία τότε, αρρώστησε όλο το συνεργείο. Τον αγαπούσε ο Ρόσι τον Σταύρο, πάντα τον έπαιρνε στις δουλειές του. Το ίδιο, όμως, και ο Αντονιόνι που είχε παραστεί σε μια προβολή στην Ιταλία του «Θηραϊκού όρθρου». «Να πάρετε αυτόν τον άνθρωπο να δουλέψει στην τηλεόραση» είχε πει για τον Σταύρο ο Αντονιόνι, αλλά τελικά δεν τον πήρανε. Εγώ έκανα τα τηλεφωνήματα και τα θυμάμαι καλά. Σε εκείνη την προβολή – αστραπή είχαμε καλέσει μέχρι και τον διευθυντή της ιταλικής τηλεόρασης. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Ιταλία. Ο Τορνές είχε δοθεί πάρα πολύ στην ιδέα μιας ανατροπής που θα’ ρχόταν. Εμένα με είχε πιάσει το κίνημα του Μάη του ’68, παρόλο που τότε δεν βρισκόμουν στη Γαλλία. Στο εξωτερικό κάναμε και μια πλασματική δίκη, όπου εγώ δίκασα τον πρόεδρο των ΗΠΑ, μαζί με τον δικηγόρο Μιχάλη Περιστεράκη, τον οποίο πιάσανε απ’ τους πρώτους οι συνταγματάρχες στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω, δεν ήμουν πολιτικοποιημένη ώσπου γνώρισα τον Σταύρο και μ’ έβαλε σ’ αυτό το γκρουπ των φίλων του. Γνωρίζοντας δύο κυρίες της Ιταλικής Ταινιοθήκης, μπορέσαμε να προβάλλουμε και δικά μας πράγματα με τη βοήθεια επίσης του Βασίλη Ραφαηλίδη.

Πείτε μου, κυρία Κυριακάκη, πως είναι η ζωή για σας αυτή την περίοδο;

Κλείστηκα για τα καλά με την πανδημία. Με πήγε πολύ πίσω στην ηλικία που βρίσκομαι. Βοηθήστε με λίγο μ’ αυτό το φάρμακο που μου δώσανε (σ.σ. της ανοίγω ένα μπουκαλάκι με μαγνήσιο). Πρέπει να το πίνω μία φορά την ημέρα μετά το φαΐ. Μα, σας κούρασα, σας ζάλισα.

Μην το λέτε αυτό…Τελικά, ήταν ωραία η ζωή, Κατερίνα;

Καλή ήταν…

* Η συνέντευξη με την Ηρώ Κυριακάκη πραγματοποιήθηκε σε καφέ του κέντρου της Αθήνας στις 18 Ιουνίου του 2025

** Θερμές ευχαριστίες στον Μάνο Καρατζογιάννη (οι πρωτότυπες φωτογραφίες είναι δικές του κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας με την Ηρώ Κυριακάκη) 

*** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Docville» με την εφημερίδα «Documento» 

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Θοδωρής Βουτσικάκης: «Οφείλεις να περνάνε απ’ την ερμηνεία σου μέχρι και τα ψεγάδια του εαυτού σου»


Κύριε Βουτσικάκη, είμαστε στον Ιούνιο του 2020 και κρατάμε στα χέρια μας την «Όμορφη ζωή», ουσιαστικά τον πρώτο σας μεγάλο δίσκο. 

Να σας πω την αλήθεια, νιώθω ότι είναι ο δεύτερος ύστερα από την «Αισθηματική ηλικία» με τον Δημήτρη Μαραμή, αν και τότε ήμουν μεσ’ στη συστολή της πρώτης παρουσίας. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί μία δουλειά, την οποία αισθάνομαι τελείως δική μου, παιδί μου, που λένε. Μέσα κει έλεγα εννιά τραγούδια, ήταν δηλαδή προσωπικός δίσκος.

Έχετε δίκιο, το θυμάμαι σαν πιο μικρό δίσκο εκείνον, ίσως επειδή είχε βγει σε μορφή βιβλίου – CD.

Επομένως αυτή είναι η δεύτερη προσωπική δουλειά μου μετά από πέντε χρόνια, για την ακρίβεια μετά από έξι χρόνια.

Όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο, είχατε σταθερή παρουσία στη δισκογραφία. Θυμίζω ότι η εκτέλεση σας στο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», ντουέτο με τη Γεωργία Βεληβασάκη, αγαπήθηκε πολύ.

Κι εγώ την έχω αγαπήσει πολύ τη διασκευή αυτή που κάναμε με τη Γεωργία και τον Louis Borda. Σκεφτείτε ότι βγήκε και σε βινύλιο και με ψάχνει η Γεωργία να μου το δώσει. Θα συντονιστούμε κάποια στιγμή…Συμμετείχα επίσης στο δίσκο του Χάρη Γκατζόφλια και του Λάζαρου Αντωνιάδη, δύο νέων δημιουργών και φίλων μου από τη Θεσσαλονίκη, τραγούδησα ένα κομμάτι της Μάρθας Μεναχέμ σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και, βέβαια, είπα κάποια τραγούδια του Χρήστου Λεοντή στο άλμπουμ «Η φλόγα που καίει» σε στίχους Δημήτρη Λέντζου. Με τον Λεοντή ήταν η πιο σημαντική συμμετοχή μου, αλλά και η πιο εκτεταμένη, αφού τραγούδησα έξι κομμάτια. Μεγάλη τιμή να σε καλεί στο δίσκο του ένας τέτοιος μεγάλος συνθέτης!

Η αλήθεια είναι πως ο Λεοντής έμεινε πολύ ευχαριστημένος απ’ τη συνεργασία σας, εξ ου και λέει τα καλύτερα. Το ίδιο και ο Νίκος Ξυδάκης, με τον οποίο συνεργαστήκατε εκτός δισκογραφίας. 

Προς το παρόν δεν έχουμε συνεργαστεί ακόμη δισκογραφικά, ελπίζω να γίνει όμως στο μέλλον. Κάναμε τη συναυλία με το έργο που έγραψε για τη Σπιναλόγκα στο πλαίσιο ένταξης του νησιού στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.

Μιλάμε, λοιπόν, για άριστες περγαμηνές που διαθέτετε ήδη. Είστε ένας ιδιαίτερος τραγουδιστής. Όχι ακριβώς βαρύτονος…

Όχι, δεν είμαι κλασικός τραγουδιστής, παρότι αυτές είναι οι καταβολές μου, έχοντας σπουδάσει κλασικό τραγούδι. Αμέσως μετά ασχολήθηκα με σύγχρονο τραγούδι, οπότε σίγουρα δεν μπορώ να χαρακτηριστώ κλασικός, τενόρος ή βαρύτονος.

Σας τρομάζει λίγο αυτή η κατάταξη;

Δεν με τρομάζει, γιατί την έχω κάνει αυτή τη θητεία – ας την πούμε έτσι. Απλά δεν είναι ακριβές αν κάποιος με χαρακτηρίσει τραγουδιστή όπερας ή κλασικό τραγουδιστή.

Να, όμως, που μέσα στο νέο σας δίσκο υπάρχουν τραγούδια που σας δίνουν την ευκαιρία να μας αποδείξετε αυτή την πτυχή σας: Το «Buongiorno principessa» και το «Αγάπη της καρδιάς μου».

Σύμφωνοι. Ειδικά το «Αγάπη της καρδιάς μου» προέρχεται από μια μουσική του Piovani για το θέατρο, για ένα έργο του Πιραντέλο. Αφού έχω κάνει κι αυτή τη θητεία, όπως σας είπα, την τιμώ γιατί μ’ έχει εφοδιάσει με γνώσεις και εμπειρίες. Είναι ένα στοιχείο της τεχνικής μου, που θέλω να αξιοποιώ, όποτε δίνεται η δυνατότητα. Έτσι το βλέπω, σαν ένα στοιχείο μέσα σ’ ένα μωσαϊκό.

Που σας δίνει ακόμη τη δυνατότητα να κάνετε και μία δισκογραφία στο πιο συμβατικό «έντεχνο» τραγούδι. Θυμάμαι τώρα τη συνεργασία σας με τον Μάριο Φραγκούλη.

Βγάλαμε μαζί το καλοκαίρι του 2017.

Θεωρείτε ότι έχετε καλλιτεχνική συγγένεια με τον Φραγκούλη;

Ναι, υπάρχει ένα κομμάτι μου, αρκετά συγγενές, γιατί και ο Μάριος έχει κλασικές καταβολές. Βέβαια, ο Φραγκούλης έχει αξιοποιήσει αυτή τη δυναμική του πολύ περισσότερο στη μακρά διαδρομή του. Ας πούμε, ερμηνεύει άριες στις συναυλίες του όλα αυτά τα χρόνια, που εγώ τον παρακολουθώ.

Θέλω να σας πω κάτι άλλο τώρα με πάσα ειλικρίνεια. Πριν από μερικά χρόνια, στο ένθετο κυριακάτικης εφημερίδας σας είδαμε εξώφυλλο! Είχατε κάνει μόνο το δίσκο με τον Μαραμή, αν τα λέω σωστά…

Ναι, αλλά είχαμε ήδη γνωριστεί με τη Λίνα Νικολακοπούλου, αφού συνεργαζόμαστε από το 2016. Εγώ ξεκίνησα ουσιαστικά το 2013, τότε που έκλεισε ο κύκλος σπουδών μου με τη Νομική και είπα ότι ήταν η στιγμή ν’ ασχοληθώ με ότι αγαπούσα, με τη μουσική και το τραγούδι και μάλιστα να ζω απ’ αυτό.

Ήθελα να πω ότι είχατε το προνόμιο μιας προώθησης από τον Τύπο απ’ τα πρώτα σας βήματα, ένα προνόμιο που δεν το είχαν άλλοι συνάδελφοί σας με μεγαλύτερο έργο. Είναι εντυπωσιακό, απ’ όπου κι αν το δεις.

(σ.σ. το λέει ορθά – κοφτά) Θεωρώ πως έτυχα γενναιόδωρης αντιμετώπισης από τα πρώτα μου βήματα. Έχω να προσθέσω εδώ, όμως, ότι πέρα απ’ το ταλέντο, που κάποιος δεν μπορεί να το κρίνει για τον εαυτό του, εγώ έχω υπάρξει πάρα πολύ εργατικός μέχρι τώρα κι ελπίζω έτσι να παραμείνω. Δεν εννοώ εργατικός για την επίτευξη ενός στόχου ή ενός ονείρου, αλλά για μία ολόκληρη επιλογή που έκανα για τη ζωή μου. Έμεινα πιστός στην επιθυμία μου και στη λαχτάρα, διότι η λαχτάρα γι’ αυτό που κάνω είναι η πιο σημαντική σπίθα που θ’ ανάψει τη φωτιά.

Είπατε «και μάλιστα να ζω απ’ αυτό». Ζείτε απ’ αυτό, λοιπόν;

Ναι! Από την αρχή!

Αλήθεια, ε; Είστε απ’ τους λίγους που το λένε αυτό.

Αλήθεια, και αισθάνομαι πραγματικά περήφανος που το έχω καταφέρει.

Φαντάζομαι αυτό θα σας βοηθάει να μην κάνετε εκπτώσεις και να ζείτε αξιοπρεπώς.

Ακριβώς. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει κανείς πλούσιος απ’ αυτή τη δουλειά, τουλάχιστον αυτή την εποχή, που εγώ κλήθηκα να κάνω τα πρώτα μου βήματα. Ζω αξιοπρεπώς, όπως το είπατε.

Πόσων ετών είστε;

Είμαι στα 31.

Κι αν ήσασταν 51, είχατε εμφανιστεί δηλαδή στα τέλη του ’90 ή στις αρχές του 2000, τι θα ήταν διαφορετικό για εσάς σήμερα;

Θα σας απαντήσω με ότι έχω ακούσει, γιατί φυσικά δεν την έζησα εκείνη τη φάση. Εμένα η μεγάλη μου καψούρα – να το πω λαϊκά – ήταν η δισκογραφία, ίσως γιατί έτσι μεγάλωσα. Ήταν το σπίτι μου, τα ακούσματα μου, τα βινύλια που άκουγαν οι γονείς μου. Στην εφηβεία άρχισα από μόνος μου να «ξεσκονίζω» τα βινύλια του Ξαρχάκου, του Λεοντή, της Λίνας, του Σταμάτη…Πρωτοψάλτη, Μούσχουρη, Νταλάρας! Όταν κατάλαβα ότι και μένα αυτός ήταν ο δρόμος μου, ήθελα διακαώς να κάνω δισκογραφία. Νιώθω, λοιπόν, πως πριν από 20 χρόνια, η επιθυμία μου αυτή απλά θα ήταν πιο εύκολο να εκπληρωθεί.

Ποσοτικά εννοείτε.

Ποσοτικά, αλλά και χρονικά, πιο νωρίς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πέρασαν έξι χρόνια απ’ την πρώτη δουλειά με τον Μαραμή μέχρι τη δεύτερη με τη Νικολακοπούλου και τον Piovani. Μου έγιναν αρκετές προτάσεις όλο αυτό το διάστημα για να τραγουδήσω είτε μεμονωμένα τραγούδια, είτε ολόκληρες δουλειές. Στις προτάσεις αυτές, που με χαρά τις δεχόμουν, είπα «όχι» γιατί έψαχνα να βρω τι εκφράζει εμένα. Πέρασαν έξι χρόνια, εκ των οποίων τα τριάμισι αναλώθηκαν στη δουλειά αυτή, για να πω ότι με την έκδοση της έφτασα πιο κοντά σ’ αυτό που νιώθω.

Σας πιστεύω. Άκουγα κι εγώ το ίδιο διάστημα πολλούς δημιουργούς που σας ήθελαν ως ερμηνευτή τους. «Έπαιζε» πολύ το όνομα σας.

Κι έτσι, δεχόμουν κάποιες πολύ σημαντικές για μένα προτάσεις σε συναυλιακό επίπεδο. Συνεργάστηκα με τον Ξαρχάκο, με τον Λεοντή, με τον Ξυδάκη, που είπαμε. Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως το ότι μεσολάβησαν έξι χρόνια απ’ τον πρώτο ως το δεύτερο δίσκο, αλλά στην ουσία έξι χρόνια υπάρχω στο χώρο, από τότε που κατέβηκα απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κι ο κόσμος έπρεπε να με μάθει και να με αποδεχτεί, να με αγαπήσει για τον τρόπο που εγώ προσεγγίζω το τραγούδι και τα μουσικά έργα. Ήταν έξι μάχιμα χρόνια.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν σας τό’χα ότι είστε απ’ τη Θεσσαλονίκη.

Δεν έχω το «λάμδα»; (γελάμε)

Απλά δεν μπορώ να σας συνδέσω μουσικά, καλλιτεχνικά, μ’ αυτό που λέμε «σχολή της Θεσσαλονίκης»: Παπάζογλου, Μάλαμας, Ρασούλης κλπ.

Δεν έχετε άδικο, γιατί προς το παρόν είναι εντονότερες οι δυτικές καταβολές μου. Το κατανοώ και συμφωνώ!

Πάμε λίγο πίσω τώρα. Πως ήταν τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που άρχισε να σας απασχολεί το τραγούδι;

Ήταν απίθανα! Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, έχω πολλά πράγματα να θυμάμαι και ν’ αγαπώ απ’ τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Ανθρώπους που μου λείπουν πολύ, επίσης! Ξεκίνησε η διαδρομή μου από πολύ νωρίς, από παιδί, λίγο με τη μουσική, λίγο με το πιάνο, λίγο με τις χορωδίες.

Παίζετε και πιάνο; Δεν το γνώριζα.

Ναι, ξεκίνησα με πιάνο όταν ήμουν έξι – εφτά ετών. Έκανα μαθήματα, θεωρητικά, σολφέζ και σύντομα μπήκα σε μία παιδική χορωδία. Άρχισε να με ιντριγκάρει πολύ το θέμα της σκηνικής παρουσίας, έβλεπα ότι κάτι γινότανε. Ήθελα να πατάω στη σκηνή! Με θυμάμαι στο δημοτικό, στις παιδικές παραστάσεις που κάναμε, να χάνω την αίσθηση του χρόνου. Είναι αυτό που μου συμβαίνει μέχρι σήμερα ή, για να μην είμαι υπερβολικός, ένα απ’ τα ελάχιστα πράγματα που κάνω και χάνω την αίσθηση του χρόνου.

Αυτό συμβαίνει με κάθε καλλιτέχνη. Δε μπορείς νά’σαι πάνω στη σκηνή και νά’σαι και αλλού ταυτόχρονα.

Είναι, όμως, κάπως ανεξήγητο, σαν την ερώτηση «Γιατί ακολούθησες αυτό;» με την απλή απάντηση «Γιατί το θέλω». Δεν έχω καταφέρει ακόμη να βάλω σε λέξεις αυτή την αίσθηση πληρότητας.

Να υποθέσω ότι τα επόμενα χρόνια, στην εφηβεία, θα μπλεχτήκατε με νεανικά συγκροτήματα.

Υπήρχε μια φάση στην εφηβεία πολύ ξεχωριστή, γιατί γύρω στα 16 – 17, από αντίδραση ίσως, σταμάτησα ότι δεν είχε να κάνει άμεσα με το σχολείο. Μ’ ενδιέφερε απλά να περνάω καλά την ώρα με τις παρέες μου και τους φίλους μου κι αυτό ξέρω ότι με βοήθησε εκ των υστέρων, διότι μετά από λίγα χρόνια στέρησης της μουσικής, μου βγήκε εντονότερη η ανάγκη να την «ξαναπιάσω». Σταμάτησα οτιδήποτε είχε να κάνει με τη μουσική, ώσπου πέρασα στη Νομική, αρχικά στην Κομοτηνή. Πήρα με υποτροφία μεταγραφή για Θεσσαλονίκη και συναντήθηκα αμέσως με τη Θάλεια Μαυρίδου, τη δασκάλα μου στη φωνητική. Τη θεωρώ ορόσημο αυτή τη σχέση δασκάλας με μαθητή, γιατί είχαμε μεγάλη χημεία και μου φώτισε πολλά καινούργια πράγματα, που δεν είχα τη δυνατότητα να σκεφτώ μέχρι τα 19 μου. Εκεί πια ξεκίνησαν να παίρνονται μέσα μου οι αποφάσεις, ώσπου να εξωτερικευθούν πλήρως.

Και ποιες ήταν οι πρώτες επαγγελματικές σας απόπειρες;

Όσο ακόμη σπούδαζα στη Νομική και ψαχνόμουν με το τι θα κάνω, ήρθαν τα συγκροτηματάκια, που είπατε, με εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές της πόλης. Σε εκείνη την ηλικία, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Νίκο Παπάζογλου στο «Πλατό», όπως και τον Νίκο Δημητράτο, δηλαδή πολύ σημαντικές φιγούρες του τραγουδιού. Συνέβαλαν κι αυτές οι γνωριμίες στην τελική μου απόφαση για να γίνω κι εγώ επαγγελματίας τραγουδιστής. Όταν το δήλωσα αυτό στο στενό μου περιβάλλον, η πρώτη επαγγελματική κίνηση που έκανα ήταν να κατέβω στην Αθήνα και να γνωρίσω τον Δημήτρη Μαραμή.

Είχατε προσωπική επικοινωνία ίσαμε τότε;

Είχα στα χέρια μου, δώρο μιας φίλης της μαμάς μου στα γενέθλια μου, τον «Σκοτεινό Έρωτα», το δίσκο που’χε κάνει με τον Μάριο Φραγκούλη.

Τι ωραίος δίσκος! Για μένα η καλύτερη δισκογραφική κατάθεση του Μάριου Φραγκούλη!

Απίθανος δίσκος ήταν! Ένα απ’ τα αγαπημένα μου άλμπουμ στη δισκοθήκη μου, που το κατέβαζα για να τ’ ακούσω. Άκουσα αυτή τη δουλειά και είπα «Όπα»! Τον Μάριο τον ήξερα, εντυπωσιάστηκα όμως απ’ τα ποιήματα του Lorca, την μετάφραση του Τριβιζά και βέβαια τις μελωδίες του Μαραμή – έτσι τον γνώρισα τον Δημήτρη! Με τη βοήθεια ενός κοινού φίλου, που του μίλησε για μένα, κανόνισα και κατέβηκα στην Αθήνα για να έβλεπα μία παράσταση του. Αυτό ήταν το πρώτο μου επαγγελματικό βήμα, θα έλεγα.

Και που έγινε με τελείως δική σας πρωτοβουλία.

Ναι, μόνος μου το τόλμησα.

Ο Μαραμής, απ’ την άλλη, είναι ένας συνθέτης πολύ δεκτικός στο να δουλεύει με διαφορετικούς τραγουδιστές. 

Ισχύει. Ευτυχώς εμένα με «κράτησε», δεν μ’ άλλαξε (γέλια). Τον έχουν ερμηνεύσει πολλοί στη δισκογραφία και στις συναυλίες, ο Κωνσταντίνος Κληρονόμος, η Βικτορία Ταγκούλη, η Κορίνα Λεγάκη, πέραν του Μάριου Φραγκούλη φυσικά. Πολύ ωραίος δίσκος του ήταν και οι «Σκηνές από βουβή ταινία»!

Αμέσως ευοδώθηκε η συνεργασία σας; Σας είχε έτοιμα τραγούδια ή έγραψε για τη φωνή σας;

Σχεδόν αμέσως. Η πρώτη μας δουλειά δεν ήταν η «Αισθηματική ηλικία». Του’χα στείλει κάποιες ηχογραφήσεις με τη φωνή μου και τότε παρουσίαζε το άλμπουμ «Ταγκό για τρεις» με την Κορίνα Λεγάκη στη Θεσσαλονίκη. Ήταν στα τέλη του 2012 και μου ζήτησε να πάω κι εγώ να πω μερικά τραγούδια δικά του, απ’ αυτά που μου άρεσαν. Αμέσως μετά από εκείνη τη βραδιά, μου πρότεινε να τραγουδήσω σε συναυλίες του στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης ανάμεσα σε τρεις άλλους ερμηνευτές: Ήμασταν ο Ζαχαρίας Καρούνης, η Κορίνα Λεγάκη, η Εύη Σιαμαντά κι εγώ. Λίγους μήνες μετά, έτσι όπως συνηθίζει ο Δημήτρης πάνω στη φούρια του, μου τηλεφωνεί στα τέλη Ιουνίου: «Σε 20 μέρες θα εμφανιστούμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και θα παρουσιάσουμε αποσπάσματα από ένα νέο έργο που’χω ξεκινήσει να φτιάχνω». Ήταν ο «Ερωτόκριτος»! Από το 2013 ξεκινάει η ιστορία μ’ αυτό το έργο κι εδώ «κολλάει» η προηγούμενη ερώτηση σας για το εξώφυλλο μου στο ένθετο της εφημερίδας. Τέσσερα χρόνια μετά ο «Ερωτόκριτος» του Μαραμή έφτασε να εγκαινιάζει την εναλλακτική σκηνή της ΕΛΣ! Τότε τελικά αρχίσαμε να δίνουμε συναυλίες με αποσπάσματα απ’ το μιούζικαλ «Ερωτόκριτος», καλοκαίρι του ’13. Στο τέλος της χρονιάς, σ’ ένα καφέ της Θεσσαλονίκης που αγαπάμε κι οι δύο, έγινε η πρώτη κουβέντα και για μία δισκογραφική συνεργασία μας. Ένα εξάμηνο αργότερα κυκλοφόρησε η «Αισθηματική Ηλικία»!

Πήρατε αμέσως καλές κριτικές για τις ερμηνείες σας στο συγκεκριμένο άλμπουμ. Δεν σας «έτρωγε» να γνωρίσετε κι άλλους δημιουργούς, να κάνετε κι άλλα ξανοίγματα;

Χωρίς βιασύνη, όμως! Η επιθυμία, βλέπετε, να γνωριστώ μ’ έναν σημαντικό νέο συνθέτη είχε την τελειότερη έκβαση. Και δεν ήταν ότι θα έγραφε ένα – δυο τραγούδια για μένα, αλλά κάναμε συναυλίες στο Μέγαρο, περιοδεύσαμε ένα καλοκαίρι με τον «Ερωτόκριτο», μέχρι να πάω στην πρώτη μου δισκογραφική δουλειά και να τύχει μιας καλής αποδοχής, που θα σήμαινε μία φυσική συνέχεια. Ουσιαστικά τότε ένιωσα ότι άρχισαν να με προλαβαίνουν οι εξελίξεις, οι συστάσεις και οι συνεργασίες. Έμεινα πιστός στον τρόπο που ήθελα να δουλεύω και οι μεγάλες συνεργασίες άρχισαν να μου έρχονται σαν δώρα! Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Λίνα, με την οποία γνωρίστηκα ένα χρόνο μετά, το 2015. Η ταχύτητα των πραγμάτων ήταν τέτοια, που δεν προλάβαινα να την παρακολουθήσω και φρόντιζα απλά να κρατάω καθαρό το αίσθημα μου.

Ο παράγοντας τύχη τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;

Θα με έλεγα τυχερό, δεν έχω παράπονο ούτε απ’ τη ζωή, ούτε απ’ την τύχη μου. Αισθάνομαι ότι είμαι τυχερός, ωστόσο δεν μου αρέσει να εναποθέτω τα ζητήματα μου, καλά ή κακά, στον παράγοντα τύχη. Το αν η τύχη με ευνοεί είναι κάτι που το ευχαριστιέμαι.

Στερείστε μεταφυσικής δηλαδή;

Στερούμαι μεταφυσικής επιθυμίας, θα έλεγα. Μου αρέσουν τα πιο γήινα πράγματα, ίσως γιατί αυτά μπορεί να κατανοήσω.

Κατάγεστε από πολυμελή οικογένεια;

Όχι, μια αδερφή έχω μόνο λίγο μεγαλύτερη.

Των καλλιτεχνικών κι αυτή;

Η Όλγα είναι κι αυτή καλλιτεχνάκι, αλλά με τα εικαστικά πιο πολύ. Θεσσαλονίκη ζει, όπως κι οι δικοί μου, αλλά και πολλοί φίλοι μου. Έχω και πολλούς φίλους που ζουν πια στο εξωτερικό.

Και πως ήταν απ’ την άποψη της διαβίωσης τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα;

Τα δύο πρώτα χρόνια έμενα περιστασιακά σε μια θεία μου στην Αγία Παρασκευή, στον Δημήτρη που με φιλοξενούσε κάθε φορά που είχαμε να κάνουμε δουλειά, και σε μια παιδική μου φίλη, την Κοραλία. Αυτά ήταν τα τρία πρώτα σπίτια που άλλαξα σαν κατασκηνωτής, αλλά με αγάπη που δεν θα την ξεχάσω. Το ίδιο διάστημα ανεβοκατέβαινα Θεσσαλονίκη – Αθήνα, ακριβώς γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να εγκατασταθώ μόνιμα. Ούτε οι γονείς μου διέθεταν αυτό που λέμε περίσσευμα για να μπορώ εγώ να κάνω μια πιο άνετη ζωή εδώ. Βρήκα έναν πρακτικά εφικτό τρόπο να εκπληρώνω τα όνειρα μου μέχρι το ’16 πια, που έπιασα το πρώτο μου σπίτι στα Εξάρχεια, Στουρνάρη και Πατησίων γωνία.

Απ’ το οποίο φύγατε σχετικά πρόσφατα.

Πριν ένα χρόνο, έχοντας ζήσει δυόμισι γεμάτα χρόνια στα Εξάρχεια.

Και τι σας έκανε να αφήσετε την περιοχή αυτή;

Έκλεισε ο κύκλος μου με το σημείο εκείνο. Έζησα όλη την ένταση, το χρώμα και το θόρυβο των Εξαρχείων και θα τη θυμάμαι ως μία καλή εμπειρία. Το ’16, όταν έπιασα το σπίτι, ακόμη ήμουν φαντάρος. Για να μπαίνω στο στρατόπεδο και νά’μαι συνεπής στην ώρα μου, έφευγα απ’ το σπίτι στις 5.30 – 6 παρά τα χαράματα. Εκείνη την ώρα συναντούσα πολλές φυσιογνωμίες ανθρώπων, με τους οποίους σιγά – σιγά αποκτήθηκε μία οικειότητα. Σκάγαμε χαμόγελα του στυλ «Είμαστε εδώ όλοι γείτονες, δεν θα πειράξει κανείς τον άλλον», συνθήκη που μπορώ να πω ότι με οχύρωσε. Μου γνώρισε μία άλλη πλευρά της Αθήνας, που τώρα δεν τη ζω, έχοντας πάει στην άλλη μεριά του κέντρου, στο Παγκράτι – Μετς. Γνώρισα τη ζωή λίγο καλύτερα μαζί με την πόλη, θα έλεγα. Σκεφτείτε ότι η Ανατολική Θεσσαλονίκη, που είχα μεγαλώσει, δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή της Ομόνοιας.

Πάντως, όλοι στο Παγκράτι – Μετς έχουν μαζευτεί, γίνεται ένας συνωστισμός.

Ναι, ισχύει. Το έχω παρατηρήσει κι εγώ αυτό.


Πότε και που γίνεται η πρώτη γνωριμία με τη Λίνα Νικολακοπούλου; 

Στη Θεσσαλονίκη. Με κάλεσε μετά στην Αθήνα να τραγουδήσω στο μουσικοποιητικό αφιέρωμα στον Γιώργο Σαραντάρη σε μουσικές της Δάφνης Αλεξανδρή, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Κατευθείαν, με το που γνωριστήκαμε, μου έριξε και την πρόταση. Εγώ τρελάθηκα, φυσικά, απ’ τη χαρά μου! Ξεκινήσαμε απ’ το 2015 μια παράλληλη διαδρομή με τη Λίνα, η οποία εμπλουτιζόταν όλο και περισσότερο, για να καταλήξουμε σήμερα στην «Όμορφη ζωή» σε μουσικές του Piovani.

Η Νικολακοπούλου είναι ένας άνθρωπος που δένεται με τους συνεργάτες της, αρκεί να υπάρχει χημεία. Ξέρει όλο τον κόσμο, μα δεν θα συνεργαζόταν με τους πάντες.

Μα είναι πολύ ωραίο αυτό που μας συνέβη! Το ίδιο ισχύει και για τον Δημήτρη, που δίνει ευκαιρία στον εκάστοτε συνεργάτη του να βαθύνει η σχέση τους. Μόνο έτσι βγαίνουν στην επιφάνεια πιο ωραία και πιο ουσιαστικά πράγματα.

Κι από πότε αρχίσατε να δουλεύετε το project Piovani;

Ξεκινήσαμε χονδρικά απ’ τα τέλη του ’16 – αρχές του ’17. Συζητώντας με τη Λίνα, η ιδέα ερχόταν κι από άλλες πλευρές. Εκεί καταλαβαίνεις ότι μια ιδέα έχει έδαφος για να υλοποιηθεί και για να δώσει κάτι μεγάλο. Μετά το Κακογιάννης, έχοντας κάνει μόνο δύο συναυλίες, την έπιασα με περισσό θράσος και της ζήτησα να συνυπάρξουμε δισκογραφικά οποτεδήποτε θα το επιθυμούσε. Σε εκείνη την πρώτη κουβέντα, μου απάντησε κατευθείαν: «Θοδωρή μου, θα τό’θελα κι εγώ, απλά πρέπει να κάτσουμε να σκεφτούμε πράγματα και να μην περιοριστούμε στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Έχεις μια φωνή κι ένα τρόπο, που μπορείς να πεις κι άλλα πράγματα, οπότε έλα να βρούμε κάτι που μπορεί να ακτινοβολήσει κι έξω»!

Θα μπορούσε να σας είχε προτείνει το project Leonard Cohen, αν υποτεθεί πως η Νικολακοπούλου έχει δουλέψει εκτενώς με τις ελληνικές αποδόσεις των ποιημάτων του Καναδού τραγουδοποιού. 

Βεβαίως, τα «Κίτρινα φώτα» ήταν ένα απ’ τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια. Δεν «έπεσε», πάντως, το όνομα του Cohen. Ο πρώτος που σκεφτήκαμε ήταν ο Piovani, γιατί υπήρχε και στο δικό μου μυαλό – να σας πω μια μικρή αστεία προσωπική ιστορία: Όταν μετακόμιζα στο καινούργιο μου σπίτι, ξέθαψα τα χαρτιά των προγραμμάτων που έστηνα απ’ τα 18 – 19 μου στη Θεσσαλονίκη. Ανακάλυψα μια λίστα τραγουδιών που είχε μέσα δύο κομμάτια του Piovani και αμέσως μετά την «Εποχή της αγάπης» και το «Ανθρώπων έργα» της Λίνας. Το θεώρησα πολύ γλυκό σημάδι που μια δεκαετία μετά αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί με τη Λίνα πάνω στον Piovani.

Θέλω να θυμηθείτε τη μέρα που η Νικολακοπούλου σας ανακοίνωσε ότι θα ερμηνεύσετε Piovani στα ελληνικά.

(σ.σ. χαμογελάει) Τη μέρα που συναντήσαμε μαζί τον Piovani τετ α τετ και δώσαμε τα χέρια. Αυτό έγινε το 2018 στην ΕΡΤ με αφορμή μια φιλανθρωπική συναυλία που θα έδινε ο Piovani στο Μέγαρο Μουσικής. Βρήκαμε μισή ώρα κενό στο πρόγραμμα του για να πάμε με τη Λίνα στο κυλικείο του Ραδιομεγάρου, να τον γνωρίσουμε και να τα συμφωνήσουμε.

Να υποθέσω ότι δεν γνωρίζονταν προσωπικά με τη Νικολακοπούλου.

Προσωπικά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, αλλά η Λίνα γνώριζε φυσικά την εργογραφία του και ο Piovani γνώριζε την ίδια. Ήταν εύκολο να χτιστεί η γέφυρα επικοινωνίας. Άρχισαν να μιλάνε για τον Μάνο Χατζιδάκι, για τη σχέση του με τον Νίκο Γκάτσο, αλλά και τη σχέση του ίδιου με τον Vincenzo Terrano, τον πιο στενό του συνεργάτη. Μέσα σε 30 λεπτά υπήρξε η σπίθα που θ’ άναβε τη φλόγα για το δίσκο που τελικά έγινε.

Έναν δίσκο που είχε κάνει ο Χρήστος Θηβαίος με τραγούδια του Nicola Piovani, τον γνωρίζατε; Ήταν αρκετά χρόνια πριν το δικό σας.

Βέβαια, ήταν με την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων της Πάτρας, ζωντανή ηχογράφηση από ένα αφιέρωμα στον Piovani. Ο Θηβαίος τραγούδησε στα ιταλικά, όντας ιταλοτραφής. Εξαιρετικός δίσκος, τον έχω!

Σωστά, δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα με την «Όμορφη ζωή».

Όχι, δεν είναι, αφού εδώ η Λίνα κλήθηκε να μεταφέρει τη μουσική του Piovani στο συναίσθημα των Ελλήνων. Κάποια κομμάτια αποδόθηκαν στα ελληνικά, έχοντας ήδη ιταλικούς ή αγγλικούς στίχους. Υπάρχουν και δύο μελωδικά θέματα του συνθέτη, τα οποία για πρώτη φορά έγιναν τραγούδια.

Και αν το γνωρίζετε, ήταν θέματα που βρήκατε από κοινού με τη στιχουργό ή σας τα παραχώρησε ο συνθέτης;

Φυσικά και το γνωρίζω, γιατί ήμουν παρών σε όλη τη διαδικασία. Με τη Λίνα είχαμε «κατεβάσει» γύρω στα 45 άλμπουμ του Piovani, ακούγοντας τα ξανά και ξανά. Όταν πια γνωριστήκαμε και του είπαμε τη σκέψη μας, καταλήξαμε σ’ αυτά τα εννιά τραγούδια όλοι οι συνεργάτες: Πρώτος απ’ όλους ο Piovani, έπειτα η Λίνα που θα αναλάμβανε την απόδοση, εγώ που γοητευόμουν να τραγουδήσω και να βρω τον εαυτό μου μέσα στο υλικό και κοντά μας ο Αντώνης Σουσάμογλου, που κλήθηκε να δώσει την ενορχηστρωτική άποψη του.

Έχουμε 2020 - επαναλαμβάνω - και ο δίσκος σας λέγεται «Όμορφη ζωή». Αναρωτιέμαι μέσα στο μαύρο χάλι, που βιώνουμε, ποια είναι η όμορφη ζωή που μας προτείνουν η Νικολακοπούλου και ο Βουτσικάκης;

Μας πρόλαβε ο ποιητής (γέλια). Συγκεκριμένα, ο στίχος της Λίνας που λέει: «Μα, ίσως δεν πιστεύεις πια κι αν σου λέω η ζωή πως είναι απέραντη ομορφιά. Δες, είμαι δίπλα σου εγώ, το σκοτάδι θα τελειώσει, θα περάσει η συννεφιά». Νομίζω πως αυτό που βιώνουμε είναι αυτό ακριβώς που η Λίνα προφήτευσε στιχουργικά, το ότι ο ένας με τον άλλον είναι η ομορφιά που δεν μπορεί κανείς να μας στερήσει.

Άρα για να πιάσει κανείς το μήνυμα πρέπει ν’ ακούσει το δίσκο ή, έστω, να διαβάσει το ένθετο με τους στίχους.

Δεν είχαμε κατασταλάξει απ’ την αρχή για τον τίτλο του δίσκου. Περιμέναμε να ολοκληρωθούν στιχουργικά τα τραγούδια για να δούμε τι άλλο μπορεί να προκύψει. Μάλιστα, σε σχέση με το μήνυμα που λέτε, υπάρχει και ο στίχος στο τελευταίο τραγούδι, που’ναι επίσης αρκετά συγγενικός. Λέει «Να’μαι κοντά σου, αυτό μονάχα αναζητώ, νά’μαι κοντά σου, πολλά δεν έχω να σου πω, όμως κοντά σου όλα τα δύσκολα περνούν μ’ αυτό το ”γεια σου” κι ενώ μιλάς, η φωνή σου είναι δρόμος, θεός, ιστορία κι ειν’ η καρδιά μου ανοιχτή και ξεχνώ όση είχα αγωνία, νά’μαι κοντά σου, μόνο κοντά σου».

Οφείλω να σας πω ότι μου άρεσε αρκετά και το φωτεινό εξώφυλλο που επιλέξατε. Δεν ζούμε, ξέρετε, στην εποχή του Μόραλη και του Σταθόπουλου και όχι πως δεν υπάρχουν άξιοι εικαστικοί, όμως εδώ ταιριάζει η φιγούρα του τραγουδιστή. Εσείς, που είστε ο τραγουδιστής, θα απαιτούσατε να φαίνεστε στα εξώφυλλα των δίσκων σας;

Όχι. Δεν το θεωρώ απαραίτητο. Η πρώτη μου δουλειά, ας πούμε, που το αίτημα ήταν μεγαλύτερο να μάθει κάποιος ποιος είμαι, καθώς ερχόμουν απ’ το πουθενά, είχε εξώφυλλο τον μικρό Θέμη, τον ανιψιό του Δημήτρη Μαραμή. Εδώ προέκυψε. Έγινε μια φωτογράφηση από την Ευαγγελία Θωμάκου και μια κουβέντα με τη Λίνα, οπότε καταλήξαμε σ’ ένα εξώφυλλο πολύ ταιριαστό με ότι θέλαμε να μεταφέρουμε. Δεν ξέρω τι μπορεί να θέλει ένας άλλος συνάδελφος για τους δίσκους του, εγώ όμως έχω μία αναφορά και είναι αυτή που βλέπετε! Θα έλεγα ότι περνάει το μήνυμα ολόκληρου του άλμπουμ.

Καμιά φορά μπαίνει κι ένα εμπορικό κριτήριο ή, για να το πω αλλιώς, ο κόσμος προτιμάει να βλέπει τους τραγουδιστές στα εξώφυλλα.

Η μία εκδοχή, που την αποδέχομαι απόλυτα, είναι η εμπορική. Η γνωστοποίηση του προσώπου, μια και το ομότιτλο κομμάτι, η «Όμορφη ζωή», ακούστηκε πολύ και ο περισσότερος κόσμος απ’ αυτό με έμαθε. Η άλλη εκδοχή είναι απλά μια φωτογραφία που μεταφέρει την εικόνα του τραγουδιστή στο κοινό και που μπορεί να’ναι πιο αποδοτική αναφορικά με το όραμα της δημιουργικής ομάδας.

Αν σας ρωτούσα γιατί τραγουδάτε;

Γιατί νομίζω πως δεν θα μπορούσα να ζω χωρίς αυτό.

Αυτό θα το έλεγε ο καθένας.

Ενδεχομένως…

Εννοώ πως ξέρετε ότι θα μπορούσατε να ζήσετε και χωρίς αυτό.

Θα ζούσα μία άλλη ζωή, την οποία δε μπορώ να φανταστώ. Για να’ μαι πιο ακριβής, μπορείς όντως να περπατάς ή να τρως χωρίς να τραγουδάς, μιλάμε όμως για μία άλλη ζωή, που ούτε μπορώ, ούτε θέλω να τη φανταστώ.

Είπαμε πολλάκις ότι είστε ένας νέος τραγουδιστής, που ακούγονται τα καλύτερα σχόλια για τη δουλειά του. Το ίδιο που συμβαίνει με τη Μποφίλιου, τον Χαρούλη ή τη Ζουγανέλη, μιαν άλλη σύγχρονη ομάδα του ελληνικού τραγουδιού.

Δεν έτυχε να γνωριστούμε με τα παιδιά αυτά για να κάνουμε παρέα και, άλλωστε, είναι μια γενιά πριν από μένα.

Σωστά. Αναφέρομαι στο ρεπερτόριο. Θεωρείτε ότι έχετε δρόμο ακόμη ώστε να γίνεται ένας ορίτζιναλ λαϊκός καλλιτέχνης; «Λαϊκός» όχι απ’ την άποψη του ήχου.

Καταλαβαίνω πως το λέτε…Απ’ την άποψη της δημοφιλίας.

Ακριβώς. Να σας ξέρει κι η γιαγιά μου, λόγου χάριν. Πως μπορεί να γίνει αυτό;

Δεν θα σας πω ότι δεν μ’ απασχολεί, γιατί θα ήθελα αυτό που κάνω με τον τρόπο μου να μπορεί να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους χωρίς όμως να αλλοιώνεται αυτό που εγώ θεωρώ καλλιτεχνικό μου αποτύπωμα. Θέλω να έρθει ο κόσμος να με δει, να πάρει το CD από τις συναυλίες μου, ν’ ακούσει μία δική μου εκτέλεση ενός αγαπημένου του τραγουδιού και δεν το κάνω για μένα, αλλά γι’ αυτή τη σχέση με το κοινό που’χει αναπτυχθεί.

Και πως μεταφράζεται γενικότερα η δημοφιλία; Με φήμη, να περπατάς στο δρόμο και να σε χαιρετάνε; Με χρήματα; Με πιο πολλά όχι που μπορείς να πεις πιο άνετα;

Με όλα αυτά που είπατε! Ένας δημοφιλής καλλιτέχνης ενδεχομένως να’χει την ευκολία να κάνει πράγματα που του αρέσουν περισσότερο! Να έχει πιο πολλά χρήματα, γιατί θα κόβει και πιο πολλά εισιτήρια σε μία παράσταση του. Να πουλάει παραπάνω CD! Έτσι εξαργυρώνεται η δημοφιλία, αλλά εμένα αυτό που θα μ’ ενδιέφερε απ’ την πιθανότητα να γίνω ένας δημοφιλής «λαϊκός» καλλιτέχνης, είναι να αποκτήσει διάρκεια στο χρόνο η δουλειά μου.

Το «Όμορφη ζωή» είναι ένας υπέροχος δίσκος ασυζητητί: Έχει ευαίσθητα λυρικά τραγούδια, όμορφες ενορχηστρώσεις, εσάς ερμηνευτή, τον Piovani συνθέτη και τη Νικολακοπούλου στιχουργό. Πως, όμως, ένας σύγχρονος άνθρωπος θα «ψηθεί» ώστε να κάτσει να σας ακούσει;

Πιστεύω, η επιθυμία να μπει σ’ έναν άλλο κόσμο, εν προκειμένω τον δικό μου, μια και μιλάμε μαζί αυτή τη στιγμή. Πέρα απ’ τους φαν ενός καλλιτέχνη, που ακούνε εστιασμένα, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που μπορεί ν’ ακούσουν ένα τραγούδι και να ταυτιστούν χωρίς να ξέρουν καν το όνομα του Piovani. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παιδί στο στρατό που κάποια στιγμή μου είπε: «Δεν ξέρω ποιος είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος»!

Εκεί λες απλά «Βοήθεια σου»!

Θέλω να πω ότι ο ίδιος άνθρωπος δεν σημαίνει ότι θα μείνει ασυγκίνητος αν ακούσει ένα τραγούδι του Ξαρχάκου.

Είναι διαφορετικά τα μεγέθη, μιλώντας σε βάθος χρόνου. Μάλλον το παιδί αυτό θα’χε ακούσει και δεν θα’ξερε, δε μπορεί δηλαδή να μην έχεις ακούσει ποτέ τη Μοσχολιού σε ένα τραγούδι του Ξαρχάκου.

Σίγουρα, αυτό έχει να κάνει με μία ευρύτερη παιδεία, απλά το αναφέρω σαν ένα κραυγαλέο παράδειγμα, γιατί μπορεί ένας να μην ξέρει τον Βουτσικάκη ή τον Piovani. Θα άφηνα εκτός τη Νικολακοπούλου, γιατί δεν ξέρω τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ποιοι Έλληνες δεν έχουν ακούσει Λίνα. Μάλλον δεν υπάρχουν, αλλά ας μιλήσουμε για μένα, για το κοινό που τώρα με μαθαίνει. Δεν είναι ανάγκη κάποιος να μ’ ακούσει και να ταυτιστεί και να γίνει μέρος του κοινού μου. Μπορεί να μην τον αφορά αυτό και να βρήκε κάτι, με το οποίο θα συγκινήθηκε απλά.

Ίσως την επόμενη ερώτηση να την απηύθυνα εν είδει συζήτησης στη Λίνα Νικολακοπούλου αν την είχα απέναντι μου: Την παρατηρώ να αγωνίζεται τα τελευταία χρόνια, να βγάζει νέα τραγούδια με διαφορετικούς συνθέτες και ερμηνευτές, παλιότερους και νεότερους, αλλά παραδόξως δεν «πάει» τίποτα, τουλάχιστον με τη φόρα του παρελθόντος. Δεν σημαίνει ότι έχασαν οι καλλιτέχνες την αξία τους, ο κόσμος φαίνεται όμως σαν πλέον να’χει κλείσει τα αυτιά του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, πραγματικά…

Έχει να κάνει με το μέτρο σύγκρισης του καθενός. Σίγουρα η Λίνα θα ήταν η πιο κατάλληλη για να τοποθετηθεί. Εμένα, όμως, η επιτυχία ήδη του ομότιτλου τραγουδιού – διότι δεν ξέρω αν θ’ ακουστούν και τα άλλα τραγούδια – είναι κάτι που με βρίσκει πρώτη φορά στη ζωή μου. Δεν έχω άλλο μέτρο σύγκρισης, για μένα η «Όμορφη ζωή» είναι ότι πιο εμπορικό και δημοφιλές έχω κάνει. Αλήθεια! Όταν ανοίγω ένα ραδιόφωνο και μ’ ακούω, πιστέψτε με, δεν μπορώ καν να σκεφτώ κάτι πιο εμπορικό απ’ αυτό, αντικειμενικά μιλώντας και πάντα αναφορικά με τη δική μου αισθητική.

Αυτομάτως, λοιπόν, υπηρετώντας ένα τέτοιο ρεπερτόριο με μια συγκεκριμένη αισθητική, γνωρίζετε και τις δυνάμεις σας σε σχέση μ’ ένα πιο περιορισμένο κοινό.

Αν θεωρείται περιορισμένο το ότι μπορεί ένας καλλιτέχνης στα 28- 29 του να πρωταγωνιστήσει σε μία παράσταση sold out στο Ηρώδειο, όπως συνέβη με μένα στον «Ερωτόκριτο», ναι, τότε αγαπώ αυτό το «περιορισμένο κοινό»!

Καλή απάντηση!

Έχουν αλλάξει οι καιροί και με ρωτάνε πολλοί αν έχει νόημα να βγάζεις ένα CD την εποχή που δεν υπάρχει δισκογραφία. Εγώ αυτό που απαντώ, με το φόβο τώρα να επαναλαμβάνομαι, είναι ότι δεν έχω αυτό το μέτρο σύγκρισης. Μπαίνοντας στη δισκογραφία, ήταν ήδη διαλυμένη. Δισκογραφία για μένα είναι να βάζει ένας ερμηνευτής τη φωνή του σε κάποια τραγούδια που αγαπάει. Δε νομίζω ότι αυτό θα χάσει ποτέ την αξία του και επιπλέον ποτέ δεν με καθόρισαν οι πωλήσεις ενός CD εκ των πραγμάτων, άρα γιατί να μ’ απασχολήσει τώρα;

Πάλι με «αν» θα σας ρωτήσω: Αν ζούσατε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πιθανώς να σας είχαν διαλέξει ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Νιώθετε να χάνεται κάπου ένας συνδετικός αρμός με τέτοιους δημιουργούς;

Ο συνδετικός αρμός με τους μεγάλους συνθέτες έχει κλονιστεί απ’ αυτή τη λογική του κατακερματισμού, που επικρατεί. Ή αλλιώς απ’ το «Έλα, μωρέ»…Σου λέει ο άλλος: «Έλα, μωρέ, βγάλε ένα τραγούδι μόνο του τώρα, έχουμε λεφτά για να κάνουμε ολόκληρο δίσκο; Κάνε και λίγο αυτό, κάνε και λίγο τ’ άλλο, μήπως γίνει επιτυχία»…

Δεν ξέρω αν ισχύει τόσο αυτό. Και ο Θεοδωράκης με τον Τάσο Λειβαδίτη 45άρια δισκάκια βγάζανε με τον Μπιθικώτση πριν γίνει ο κύκλος «Πολιτεία» με τα ζεϊμπέκικα.

Ναι, αλλά ήξεραν ότι θα έβγαινε η «Πολιτεία» κι έτσι δεν θα χανόταν η αξία ενός κύκλου τραγουδιών. Μπορεί κάποια στιγμή κι εγώ να κάνω έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο, αλλά βλέπω πολλούς συναδέλφους να μην κατανοούν την ομορφιά – έτσι φαίνεται στα δικά μου μάτια – μίας δουλειάς μ’ έναν συνθέτη, μ’ έναν στιχουργό, μ’ έναν ενορχηστρωτή και μ’ έναν ερμηνευτή. Τού να κάτσουν δηλαδή τρεις – τέσσερις συγκεκριμένοι άνθρωποι γύρω από’να τραπέζι και να βρουν το σημείο επαφής. Είναι μια προσωπική σκέψη αυτή χωρίς να παραβλέπω το που βρίσκει ο καθένας τη γαλήνη του.

Ίσως εγώ τα βλέπω πολύ μαύρα…Δείτε, ας πούμε, πάνω στο γραφείο μου που με περιμένουν καμιά τριανταριά νέοι δίσκοι για ακρόαση…Τι θα πουληθεί απ’ όλα αυτά, πως θα φτάσουν στον κόσμο;

Κατανοώ απόλυτα τη δυσκολία των πραγμάτων, γιατί στην ουσία στον ίδιο χώρο ανήκουμε, επειδή όμως στα 31 μου έχω έναν δικό μου δίσκο με τη Νικολακοπούλου και τον Piovani, δεν μπορώ και να είμαι απαισιόδοξος.


Γενικά μιλάω, απλά σας έχω απέναντι μου και συζητώ την κατάσταση με έναν νέο τραγουδιστή.

Καταρχάς κάνουμε μια πολύ ωραία κουβέντα που δεν συνηθίζεται σε συνεντεύξεις. Εσείς απ’ τη μεριά σας έχετε τη δυνατότητα να βλέπετε πολλές απόψεις πέρα απ’ την προσωπική σας γνώμη. Εγώ δεν την έχω αυτή τη δυνατότητα. Αντιμετωπίζω πιο προσωπικά τα πράγματα.

Υπάρχει το τραγούδι της πίστας…

(με διακόπτει) Νόμιζα ότι θ’ άκουγα για το «Πίστα από φώσφορο» που’ναι ένα αγαπημένο μου τραγούδι (γέλια).

Λέω ότι υπάρχουν και τραγουδιστές της πίστας, του υψηλού μεροκάματου, με ανορθόδοξες συνεργασίες. Χτυπάει το τηλέφωνο σας και είναι η Άννα Βίσση που σας θέλει δίπλα της για εμφανίσεις. Τι κάνετε;

Θα απαντούσα: «Τι να κάνω, Άννα μου, εγώ μαζί σου;»

Να λέγατε ένα – δυο Piovani για αρχή και μετά Καρβέλα – γιατί όχι; – μαζί της. 

(σκέφτεται πολύ) Δεν μπορώ να φανταστώ τις συνθήκες, μέσα στις οποίες εγώ θα κάνω αυτό το πράγμα. Τη Βίσση την τιμώ για τη διαδρομή της, αλλά θα έλεγα σ’ αυτή την έμπειρη φτασμένη τραγουδίστρια που λέει σ’ έναν τραγουδιστή που έρχεται από μιαν άλλη διαδρομή…Ή μάλλον όχι που έρχεται, μια και η Βίσση ξεκίνησε απ’ άλλη διαδρομή…Θα τη ρωτούσα, θέλω να πω, πολύ ειλικρινά: «Άννα μου, τι πιστεύεις ότι εγώ θα μπορούσα να κάνω στο πρόγραμμα σου;» Και θα ήταν μία πολύ αληθινή ερώτηση! Αν, σε ένα μεταφυσικό πεδίο τώρα, η απάντηση που μου έδινε, με έπειθε, τότε θα μπορούσα κι εγώ να το σκεφτώ! Τη στιγμή αυτή, πάντως, δεν πιστεύω ότι μπορώ να σκεφτώ μια απάντηση που να με έπειθε.

Εκεί θα προστρέχατε στις συμβουλές των φίλων συνεργατών σας; Θα σας έπιαναν, π.χ., ο Μαραμής ή η Νικολακοπούλου να σας πουν «Τι πας να κάνεις, έχεις τρελαθεί;»

Αν δεν έρχονταν η Λίνα ή ο Δημήτρης να μου πουν τη γνώμη τους ή αν εγώ δεν τους ρωτούσα, θα αναιρούσα όλα όσα έχω περιγράψει για τη σχέση μας. Δεν είναι δυνατόν να συνεργάζομαι για έξι – εφτά χρόνια με κάποιον και να μην πάω να του εκμυστηρευτώ μια σκέψη μου ή να συζητήσω μια πρόταση που μου έγινε.

Όταν σας κάλεσε ο Χρήστος Λεοντής για τον δίσκο του, σε ποιον το ανακοινώσατε για πρώτη φορά;

Νομίζω στην αδερφή μου, στην Όλγα, απ’ το προσωπικό μου περιβάλλον και στη Λίνα, από το επαγγελματικό. Είχα τηλεφωνήσει της Λίνας, θυμάμαι, και της ζήτησα να πάμε να πιούμε το καθιερωμένο μας καφεδάκι που αγαπάμε. Είχα πάει ήδη στο σπίτι του Λεοντή, είχα ακούσει τα τραγούδια που ξεχώρισα και, ούτως ή άλλως, επρόκειτο για ένα δίσκο με διευρυμένη συμμετοχή δική μου.


Η «Όμορφη ζωή» θα χαρακτηριζόταν ερωτικός – αισθαντικός δίσκος στο σύνολο του. Είναι εύκολο πράγμα το ερωτικό τραγούδι; Συμφωνείτε πως πολλά ερωτικά τραγούδια είναι κατά βάθος ανέραστα;

Στο ερωτικό τραγούδι τον πρώτο ρόλο τον έχει ο λόγος, ο στίχος. Πρέπει η βολή που ρίχνεις να είναι δυνατή, ευθεία και να μην έχει στολίδια περιττά. Να είμαστε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο, βλέμμα με βλέμμα, καρδιά με καρδιά. Οτιδήποτε περιττό, εμποδίζει την αμεσότητα, την οποία αμεσότητα ενισχύουν – εννοείται – η μουσική και η ερμηνεία. Μπορεί να’χεις, ας πούμε, ένα αληθινά ερωτικό τραγούδι, αλλά ο τραγουδιστής να νομίζει ότι τραγουδάει κάτι άλλο.

Ποια η διαφορά του «Μυστικέ μου έρωτα» της Στανίση και του Μουσαφίρη απ’ την «Αγάπη της καρδιάς μου» της Νικολακοπούλου και του Βουτσικάκη;

(γελάει πολύ) Υπάρχει διαφορά με το συγκεκριμένο δικό μας τραγούδι, γιατί η «Αγάπη της καρδιάς μου» δεν είναι μυστική πρώτα απ’ όλα. Εάν αναφέρατε όμως το προηγούμενο στη σειρά τραγούδι, που λέει «Μάθε η καρδιά μου πόσο σ’ αγαπάει ποτέ δεν σ’τό’πα», δεν υπάρχει καμία διαφορά σε σχέση με το αίσθημα. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω για να μη νιώθω αδύναμος σε ότι αφορά τις δυνατότητες μου, είναι να νιώσω 100% αυτό που τραγουδάω. Τίποτα άλλο δεν μπορώ να κάνω. Εάν πας να τραγουδήσεις στρατηγικά, ώστε ένα τραγούδι να γίνει «σουξέ», τό’χεις χάσει απ’ την αρχή.

Αυτό συμβαίνει σε όλα τα είδη τραγουδιού, όχι μόνο στο ερωτικό;

Σε όλα, πιστεύω, όταν θες να έχει τη μεγαλοσύνη μίας στιγμής. Έχει μεγαλείο η αλήθεια της στιγμής, να τα αφήσεις όλα πίσω και νά’σαι ο εαυτός σου, ακόμα και με τα ψεγάδια του. Οφείλεις να περνάνε απ’ την ερμηνεία σου μέχρι και τα ψεγάδια του εαυτού σου.

Τις ραγισματιές στη φωνή εννοείτε;

Ναι. Πρέπει να επιτρέπεις στον εαυτό σου να είναι ευάλωτος. Όταν ηχογραφούσαμε την «Αγάπη της καρδιάς μου» στο στούντιο, στο δεύτερο κουπλέ που λέει «Στον κόσμο τώρα ξέχασα τι θέλω, δεν έχει χρόνο η άνοιξη, ούτε μήνα», η Λίνα σταματάει την ηχογράφηση και μου λέει: «Θοδωρή μου, μπορείς γι’ αυτή τη μία λέξη, την ”άνοιξη”, να μην είσαι τόσο ευάλωτος;» Καμιά φορά δηλαδή κι αυτό απαιτεί μέτρο, αλλά νομίζω πως πρέπει ν’ αφήνουμε τον εαυτό μας να φανερώνει τα τρωτά σημεία του. Μόνο έτσι μπορούμε να’μαστε αληθινοί.

Μου τα λέει όλα αυτά τώρα ένας άρτιος τεχνικά τραγουδιστής. Το τραγούδι, ωστόσο, θέλει ψυχή. Συχνά τεχνικά άρτιοι τραγουδιστές καταθέτουν «κρύες» ακαδημαϊκές ερμηνείες.

Είναι μία παγίδα, στην οποία μπορεί να πέσουν όλοι αυτοί οι τραγουδιστές. Αν έχεις το νου σου στο τραγούδι που έχεις στα χέρια σου, δηλαδή ακούσεις σε βάθος τη μουσική, διαβάσεις τους στίχους, συζητήσεις με τους δημιουργούς, κατανοήσεις πως το δικό τους αίσθημα συνδέεται με τη δική σου ζωή, αφήνεσαι απλά. Αφήνεις τη φωνή σου και την καρδιά σου να σε πάει εκεί που πρέπει να σε πάει τελικά.

Ένας αντικειμενικά καλός τραγουδιστής μπορεί να πει τα πάντα;

Αυτός θα’ναι τραγουδιστής πασπαρτού, όχι καλός! Εγώ, ας πούμε, έχω τραγουδήσει ατόφια λαϊκά τραγούδια, όπως το «Με τι καρδιά» του Σταύρου Ξαρχάκου, αλλά και της Λίνας. Με έναν τρόπο, όμως, που μπορώ να φέρω ένα λαϊκό τραγούδι στα δικά μου μέτρα και να συνεχίσω να νιώθω αληθινός.

Εσείς. Ο ακροατής, όμως, που το εισπράττει;

Θα έπρεπε να ρωτήσετε αυτόν που το εισπράττει, αλλά ένα κριτήριο επιλογής πρέπει να υπάρχει για κάθε ερμηνευτή ώστε να μην καταλήγει πασπαρτού, αυτό που είπα πριν. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος ή καλό – κακό, επειδή όμως είμαι νέος στη δισκογραφία ειδικά, νομίζω πως αυτό θα φανεί για μένα σε βάθος χρόνου, δηλαδή το ρεπερτόριο που θα θελήσω να υπηρετήσω. Εσείς μπορεί να μ’ έχετε ακούσει σε μια συναυλία με τη Φαραντούρη, ένας άλλος με τον Ξαρχάκο, ένας άλλος στον «Ερωτόκριτο» με τον Μαραμή ή στην «Όμορφη ζωή» με τη Λίνα, και ο καθένας να’χει μιαν άλλη άποψη για το τι είναι ο Βουτσικάκης! Το θεωρώ δόκιμο, όντας τραγουδιστής επαγγελματίας λίγων χρόνων. Δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξέρουν όλα μου τα βήματα ή τις επιθυμίες μου για το μετά.

Σημαντικό αυτό που μόλις είπατε. Σαν να νιώθετε ότι ακόμη δεν έχετε δώσει το στίγμα σας.

Έχω δώσει κομμάτια σημαντικά, αλλά φυσικά όχι το στίγμα μου ολοκληρωτικά. Κι αν πάλι έχω δώσει στίγμα, πρέπει να περάσουν χρόνια για να αποκτήσει ουσιαστική υπόσταση η ταυτότητα μου στο τραγούδι. Ή στο πατάρι, που λέγανε οι παλιοί, ή στη δισκογραφία, για να μπορέσω να’χω ένα ρεπερτόριο επαρκές ώστε να αντιλαμβάνεται ο άλλος που ανήκω και που θέλω να ανήκω.

Αντιμετωπίζετε σαν ρόλο ένα τραγούδι κάθε φορά; 

Δεν ξέρω αν μπορείς να πεις ένα ερωτικό τραγούδι αν δεν έχεις ερωτευθεί ποτέ στη ζωή σου.

Γίνεται αυτό;

Δεν ξέρω…Μόνο αν έχεις νιώσει αυτή την πάλη, μπορείς να πείσεις σ’ ένα ερωτικό τραγούδι. Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να’σαι εκείνη την ώρα ερωτευμένος. Είναι τόσο έντονο σημείο αναφοράς για την ύπαρξη σου, που ανά πάσα στιγμή να το ανακαλέσεις, θα’ναι το ίδιο δυνατό.

Έχετε νιώσει ποτέ ψυχική ταραχή;

Ναι…Η πρώτη εκροή αποτελέσματος από την ταραχή είναι προς τα μέσα συνήθως.

Ναι, ε; Εμένα μου δίνετε την εντύπωση πως είστε ικανός να τα διαλύσετε όλα.

Δεν θα’ναι αυτή η πρώτη αντίδραση! Πρώτα αποσυνθέτω εμένα!

Τίνι τρόπω;

Πρώτα με μένα θα τα βάλω και μετά θα τα διαλύσω όλα (γελάει)

Είδατε που δεν έπεσα έξω;

Ναι, μπορεί να το κάνω, να έχω έκρηξη, αλλά πρώτα εκρήγνυμαι προς τα μέσα!

Κι είναι μαρτυρικό αυτό;

Πονάει…

Τι σας οδηγεί στην έκρηξη συνήθως;

Κάτι που μπορεί να με ταράξει και να με θυμώσει έχει να κάνει με μία αδικία και μάλιστα που να μην αφορά εμένα. Όταν είμαι παρατηρητής ενός συμβάντος με αδικία μπορεί να εκραγώ. Αν το ίδιο αφορά εμένα, θα εκραγώ πάλι, αλλά όχι εκείνη τη στιγμή. Το λέω ως κάτι που αποδεδειγμένα μου’χει συμβεί. Απ’ την άλλη, κάτι που μπορεί να μην το δείξω άμεσα ή και ποτέ, είναι η απογοήτευση από έναν άνθρωπο. Να πληγωθώ, αλλά να το απευθύνω πιο εσωτερικά…

Είναι ικανό να σας πληγώσει και κάτι που θ’ ακούσετε από έναν άνθρωπο στη δουλειά σας ή εκεί δε χωράει τόση εσωτερικότητα;

Δύσκολα…Ή τουλάχιστον τώρα πια νιώθω να’χω οχυρωθεί σε σχέση μ’ αυτό. Όλοι οι επαγγελματικοί χώροι, άλλωστε, έχουνε τα στραβά τους με τον δικό μας αντιστοίχως. Για να πληγωθώ, θα πρέπει ν’ ακούσω κάτι από έναν άνθρωπο που εκτιμώ πάρα πολύ. Διαφορετικά, μπορεί να με προβληματίσει ή να με στενοχωρήσει, γιατί το να με «πληγώσει» είναι ένα πιο βαρύ ρήμα, που συνδέεται με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου. Δεν θα πληγωθώ δηλαδή απ’ τη δουλειά, ούτε από μία επαγγελματική απόρριψη. Η ζωή σε χορταίνει και με αποδοχή και με απόρριψη.

Έτσι ακριβώς είναι. Θα ρώταγα για το τέλος τι συναυλίες έχετε κλείσει, αλλά θα γελάσει κι ο κάθε πικραμένος.

(γελάει) Παρόλα αυτά, θα γίνουν κάποιες συναυλίες. Είχαμε δρομολογήσει με τη Λίνα παρουσιάσεις της «Όμορφης ζωής» σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, οι οποίες είναι σε pause αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρουμε ποιες συναυλίες θα κάνουμε μέσα στο 2020, ποιες μέσα στο ’21 και ποιες δεν θα καταφέρουμε να τις κάνουμε. Είναι πολύ ρευστά τα πράγματα. Προλάβαμε να κάνουμε την πρώτη παρουσίαση στο Μέγαρο με την Κρατική Ορχήστρα και να πάμε στις Βρυξέλλες επίσης, που εκεί δοκιμαστήκαμε σ’ ένα κοινό ανάμικτο με Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και πολλούς ξένους. Μας άφησε μεγάλη χαρά εκείνη η συναυλία και μένουμε μ’ αυτό το συναίσθημα αισιοδοξίας. Θα συμμετάσχω ακόμη σ’ ένα αφιέρωμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τα 95 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ρεσιτάλ πιάνο – φωνή μεσ’ στο καλοκαίρι, με πιανίστα τον Γιάννη Μπελώνη.

Έχετε εικόνα απ’ το πως κινείται εμπορικά το CD σας;

Έχουμε εικόνα ότι πάει πολύ καλά και μένουμε σ’ αυτό.

Άρα με ανατρέπετε ευχάριστα σε σχέση με ότι λέγαμε πριν για τα CD.

Σας ανατρέπω ευχάριστα, αλλά και πάλι επανέρχομαι στα μέτρα σύγκρισης. Αν περιμένουμε να συγκριθούμε με εποχές που οι δίσκοι πούλαγαν 200.000 αντίτυπα, δεν είμαστε εκεί. Όταν όμως ένας χρυσός δίσκος πλέον γίνεται στα 5.000 αντίτυπα, μπορεί τον Οκτώβρη να σας τηλεφωνήσω και να σας καλέσω στην απονομή του χρυσού δίσκου μας.

Σας το εύχομαι ολόψυχα και σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Ψυχανάλυση τέλος! (γελάμε) Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

* Η συνέντευξη με τον Θοδωρή Βουτσικάκη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι μου τον Ιούνιο του 2020

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr

*** Οι φωτογραφίες όλες αποσπάστηκαν από το διαδίκτυο

**** Την Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025 στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών θα δοθεί η συναυλία «Το πρώτο μου τριαντάφυλλο» των Λίνας Νικολακοπούλου - Θοδωρή Βουτσικάκη σε σύμπραξη με την εφταμελή ορχήστρα Bronza Banda