Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Ελένη Κοκκίδου: «Τέχνη είναι το να μάθει κανείς να ζει την καθημερινότητα του»

Την πρωτογνώρισα ως Μαρία στο κινηματογραφικό «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Λίγο αργότερα την απόλαυσα ως Πανωραία στη θεατρική «Γυναίκα της Πάτρας» του Γιώργου Χρονά. Κι αν δεν την παρακολούθησα στην τηλεόραση μ’ έναν ρόλο που την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο, τη συναντούσα σε μουσικές σκηνές να τραγουδάει όλες τις αγάπες της συνοδεία ενός μουσικού συνήθως. Πρόσφατα την ξανάδα επί σκηνής σε μία ερμηνεία που ήταν ολοφάνερο πως τη συντάραξε: Η Ελένη Κοκκίδου έγινε η Φλέρυ Νταντωνάκη στο θέατρο «Σταθμός» με τη λιτή σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη και το ψυχογραφικό κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου. Οι ψυχογραφικές συνεντεύξεις αρέσουν επίσης στην Κοκκίδου και αυτό βγήκε στη συνομιλία μας που ακολουθεί αμέσως.

Η Ελένη Κοκκίδου παρακολουθεί στο σπίτι μου το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Φλέρυ - Τρελή του φεγγαριού» (2002). Μεσημέρι 27ης Νοεμβρίου 2022
Ερχόμενος να σας βρω με το ταξί, ο ταξιτζής με άκουσε να λέω το όνομα σας και γύρισε και μου είπε: «Α, αυτή είναι καλή».

(γελάει) Είναι η αγάπη που νιώθει ο κόσμος για μένα από την τηλεόραση, γιατί μέσω αυτού, που παίζω μια δεκαετία τώρα, με έμαθε το ευρύ κοινό και, σίγουρα, όχι οι θεατρόφιλοι που με γνώριζαν από το θέατρο. Το ευρύ κοινό, λοιπόν, αγάπησε τη γυναίκα αυτή, που του θυμίζει την παιδική του πλευρά.

Ισορροπείτε δεξιοτεχνικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Αυτοσαρκάζεστε κιόλας;

Αυτοσαρκασμό απέκτησα από τότε που έκανα την τηλεοπτική σειρά. Η κωμωδία μπήκε στην καθημερινότητα μου και μου προσέδωσε μία άλλη ελαφράδα στον τρόπο που αντιμετωπίζω τη ζωή μου και τον εαυτό μου.

Είστε ειλικρινής. Πολλοί χαίρονται να δηλώνουν ανέκαθεν αυτοσαρκαστικοί.

Όχι, εγώ δεν το είχα πριν και πιστεύω πως όταν παίζεις κωμωδία δεν πρέπει να παίρνεις σοβαρά τον εαυτό σου. Οφείλεις να τον υποσκάπτεις, όπως το κάνεις για τους άλλους.

Αν κάποιος που δεν σας ξέρει και σας δει απλώς, θα σας έπαιρνε για σνομπ;

Νομίζω πως όχι. Νιώθω μία αγάπη για τους ανθρώπους και συνήθως τους καλοδέχομαι. Θα πρέπει να’ναι αγενείς για να τους μιλήσω έντονα και να δημιουργηθεί αυτό που με ρωτάτε. Την αγένεια δεν τη συγχωρώ γιατί εκείνη την ώρα οι άλλοι δρουν με γνώμονα τον εαυτό τους. Δεν υπολογίζουν τον άλλον, δεν τον βλέπουν καν.

Έχετε βαθιά πίστη για κάτι;

Για τη δύναμη του ανθρώπου να επιβιώνει και να φεύγει απ’ τις γνωστές του διαστάσεις, ζώντας τελικά ανατάσεις. Πιστεύω βαθιά στα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου και ταυτόχρονα στην αγάπη του για τους άλλους. Πιστεύω επίσης στην τέχνη, που δίχως αυτή ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει. Τέχνη είναι, επίσης, το να μάθει κανείς να ζει καθημερινά.

Θεωρείτε ότι κινείστε συχνά μες τον κόσμο; Κι αν ναι, αυτό δεν είναι κάτι απαγορευτικό για το μύθο του καλλιτέχνη;

Η αλήθεια είναι πως δεν κινούμαι συχνά μες τον κόσμο, γιατί δουλεύω πάρα πολύ. Όποτε κυκλοφορώ, όμως, εισπράττω έναν σεβασμό από τον κόσμο. Μπορεί να είναι λόγω ηλικίας, μπορεί να είναι κι αυτό που εκπέμπω εγώ ως προσωπικότητα.  Δεν νιώθουν οι άλλοι, όμως, αυτό το «δικιά μας είναι αυτή, άρα την κάνουμε ότι θέλουμε».

Οδηγείστε στη λεγόμενη «μνήμη του ρόλου», όποτε καλείστε να παίξετε στη σκηνή;

Προσπαθώ, κάνω μία μελέτη. Η τεχνική έχει να κάνει με το πως διαχειρίζεται κανείς τις πληροφορίες, τη μνήμη και την πραγματικότητα. Το πώς βιώνεις τα πράγματα, είναι άλλη ιστορία.

Με την τέχνη σας στοχεύετε στο παρόν ή στο μέλλον;

Στο παρόν! Σ’ αυτό που συμβαίνει τη στιγμή που βγαίνω στη σκηνή. Δεν έχουν νόημα τα ντοκουμέντα για μένα, οι φωτογραφίες ή τα βίντεο, γι’ αυτό δυστυχώς δεν έχω κρατήσει πολλά απ’ όσα έχω κάνει. Δεν κρατάω αρχεία. Η τέχνη τελειώνει, πεθαίνει με το που τελειώσει και η παράσταση.

Με τον μουσικό συνοδό της, Παναγιώτη Τσεβά, στη μουσική σκηνή «Χαμάμ» (15 Ιανουαρίου 2013). Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης
Μου είχε πει κάποτε μια μεγάλη παλιά ντίβα του τραγουδιού: «Θα πεθάνω και όλοι θα λένε ‘’Μια τραγουδίστρια ήταν κι αυτή’’». Πως το ακούτε εσείς αυτό;

Πραγματικό. Εμένα πάντως θα με θυμούνται αυτοί που με γνώρισαν, άντε και κάποιοι της επόμενης γενιάς. Μετά…Τι έρχεται μετά; Ποιος το ξέρει;

Υποδύεστε τη Φλέρυ Νταντωνάκη αυτόν τον καιρό. Πόσο δύσκολη είναι η προσέγγιση ενός ρόλου όταν δεν έχεις αναφορές, όταν δεν υπάρχει η «μνήμη του ρόλου» που λέγαμε πριν;

Μα ποτέ δεν έχεις αναφορές για ένα ρόλο. Εσύ είσαι η μεγαλύτερη αναφορά. Προσπαθείς μέσα σου να βρεις τα κοινά χαρακτηριστικά που έχεις μ’ ένα ρόλο. Πάντα ο ρόλος είναι ένας άγνωστος, εκτός κι αν το πρόσωπο που υποδύεσαι, υπάρχει ή έχει ήδη υπάρξει. Δεν θεωρώ ότι την αναπαριστώ τη Φλέρυ, ούτε ότι την αναβιώνω. Τη βιώνω, θα έλεγα. Αυτό που κάνω είναι να βρίσκομαι δίπλα της και να περπατάμε μαζί για μία ώρα και μετά χωρίζουμε. Σαν να πορεύομαι εγώ δίπλα στη Φλέρυ για όσο διαρκεί το έργο. Εγώ υπάρχω σε σχέση μ’ αυτήν, η Ελένη Κοκκίδου. Δεν θα το έλεγα για έναν άλλο ρόλο, γιατί η Φλέρυ είναι σαν προσωπικότητα και σαν φωνή μέσα στην κατασκευή μου.

Σας κέντρισε περισσότερο το ποια ήταν σαν φωνή η Φλέρυ ή σαν προσωπικότητα;

Η προσωπικότητα! Η φωνή είναι κάτι που μένει, ανεπανάληπτη, θεία, ως κάτι που δεν μπορείς να αγγίξεις. Μ’ ενδιέφερε στην Φλέρυ κυρίως το βάσανο της πριν χάσει το μέτρο τελείως. Αν και δεν νομίζω ότι είχε ποτέ μέτρο. Μιλάω για το βάσανο αυτής της γυναίκας να βρει την αλήθεια, την ελευθερία, τον εαυτό της, τον έρωτα, την αγάπη, τα πάντα.

Εσείς είστε και τραγουδίστρια εκτός από ηθοποιός.

Είμαι ηθοποιός που τραγουδάω κιόλας. Συνέχεια κάνω φωνητικές σπουδές, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοι. Η αλήθεια είναι, όμως, πως είμαι από μικρή μέσα σ’ αυτό, αφού τραγουδίστρια της όπερας ήθελα να γίνω. Την ώρα που τραγουδάω επί σκηνής, δεν τη μιμούμαι, αλλά την κουβαλάω ως μνήμη. Δεν θα μπορούσα εγώ, άλλωστε, να έχω τη φωνή της Φλέρυς, αν και επέλεξα τα τραγούδια να είναι σε ψηλές νότες για να φέρουν έναν απόηχο, κάτι έστω από την υψίφωνο Φλέρυ. Το στοίχημα δεν ήταν να γίνω η Φλέρυ κι αυτό το κατάλαβα την ώρα της παράστασης, όχι πριν. Καταδύθηκα μέσω του κειμένου για να βρω εμένα την ίδια. Όταν μπήκαν μέσα οι θεατές, ένιωσα ότι φέρνω επί σκηνής το σώμα και το αίμα της Φλέρυς, όπως κάνει ο ιερέας οποιασδήποτε θρησκείας σε μια θεία λειτουργία. Εννοώ αυτό το απτό που φέρνει ο ιερέας για να μπορέσει να ανέβει ο πιστός, υποτίθεται, σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα. Ότι κάνει και η τέχνη δηλαδή.

Στην παράσταση πιάνετε την κιθάρα σας και τραγουδάτε το «Manha de Carnaval», κομμάτι ταυτισμένο με τη Φλέρυ της προ Χατζιδάκι εποχής. Μου άρεσε, δεδομένου του ότι η Φλέρυ δεν έπαιζε κιθάρα η ίδια.

Η κιθάρα μπήκε εξ αιτίας της Τζόαν Μπαέζ που αναφέρεται μέσα στο κείμενο. Ασχέτως όμως με το τι έγραψε ο Οικονόμου, στη σκηνή με την κιθάρα είμαι εγώ. Παίζω κιθάρα απ’ τα 15 μου χωρίς να έχω μελετήσει ποτέ και όλη μου η νιότη, από τα 17 μέχρι τα 30, πέρασε με διακοπές στα νησιά τα καλοκαίρια με κιθάρες και τραγούδια. Με θυμάμαι να τραγουδάω Μπαέζ και Ντίλαν στο πανηγύρι που έκανε κάθε χρόνο το Γυμνάσιο Αρρένων, δηλαδή τα τραγούδια που έλεγε η Φλέρυ εμένα ήταν βιώματα μου. Ωστόσο, δεν επεδίωξα εγώ να μπει αυτή η σκηνή, αλλά βγήκε από μόνη της. Όταν πρότεινα στον Καρατζογιάννη να παίξω κιθάρα, τρελάθηκε! «Ε, βέβαια» μου είπε! Δικά μου πράγματα έβγαιναν συνέχεια σαν να έχω πολλά κοινά με τη Φλέρυ αναφορικά με τις αναζητήσεις της.

Τη μελετήσατε περαιτέρω με αφορμή το έργο;

Λίγο, γιατί δεν πρόλαβα. Δεν είχα προσωπικό χρόνο και έπρεπε να γίνει φέτος η παράσταση. Γκάζωσα για να μάθω τα λόγια και να τη δω σε συνεντεύξεις, να διαβάσω κάποια πράγματα. Δεν ήταν δύσκολο, αφού δεν μου ήταν ένα άγνωστο πρόσωπο. Πορεύτηκα, γνωρίζοντας τη.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αναβιώσεις μία προσωπικότητα που έχουμε ολοζώντανη την εικόνα της;

Δεν θεωρώ ότι την αναπαριστώ, ούτε ότι την αναβιώνω. Τη βιώνω, θα έλεγα. Αυτό που κάνω είναι να βρίσκομαι δίπλα της και να περπατάμε μαζί για μία ώρα και μετά χωρίζουμε. Σαν να πορεύομαι εγώ δίπλα στη Φλέρυ για όσο διαρκεί το έργο. Εγώ υπάρχω σε σχέση μ’ αυτήν, η Ελένη Κοκκίδου. Δεν θα το έλεγα για έναν άλλο ρόλο, γιατί η Φλέρυ είναι σαν προσωπικότητα και σαν φωνή μέσα στην κατασκευή μου.

Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης
Αυτό σε ότι αφορά την ολότελα προσωπική σας σχέση.

Ναι, αλλά εγώ είμαι καλλιτέχνις, είμαι ηθοποιός.

Γι’ αυτό ακριβώς ο θεατής καλείται να δει μία ηθοποιό να ενσαρκώνει τη Φλέρυ Νταντωνάκη.

Διαβάζοντας και δουλεύοντας το κείμενο, έβρισκα μία μεγάλη ψυχική εγγύτητα. Αυτή την ψυχική εγγύτητα βιώνω τη στιγμή της παράστασης.

Ούσα ταυτισμένη ακόμα με τη «Γυναίκα της Πάτρας» του Χρονά, δεν είχατε ανασφάλεια να ξαναπαίξετε έναν μονόλογο;

Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο έργων ώστε δεν μ’ απασχόλησε καθόλου αυτό. Μου προτάθηκαν και άλλοι μονόλογοι στο μεταξύ και αρνήθηκα. Δεν θα ήθελα να κάνω κάτι που να μην είναι τόσο υψηλό όσο η «Γυναίκα της Πάτρας». Εκεί υπήρχε η δική μου ματιά, ενός λαϊκού ανθρώπου απέναντι σ’ έναν άλλο λαϊκό άνθρωπο, που είχε μια πολύ συγκεκριμένη γλώσσα και βιώματα. Εκεί δε μιλούσε ένα κείμενο, αλλά η ίδια, όπως αφηγήθηκε τη ζωή της στον Χρονά. Ανήκε και σε μία κοινωνική τάξη, την οποία εγώ δεν γνώριζα και προσέγγισα διαισθητικά, προσπαθώντας να μπω στην ψυχή της. Όταν, λοιπόν, ο Καρατζογιάννης μού πρότεινε να παίξω τη Φλέρυ, θα μου ήταν αδύνατο να πω όχι, λόγω της ψυχικής εγγύτητας που προανάφερα. Η Φλέρυ ήταν μοναδική μέσα στο ελληνικό τραγούδι, όπως μοναδική ήταν και η Γυναίκα της Πάτρας στο χώρο της πορνείας.

Με τον συγγραφέα της «Γυναίκας της Πάτρας», Γιώργο Χρονά (15 Ιανουαρίου 2013) Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης
Η τέχνη γεννάται μέσα από δυσάρεστες καταστάσεις; Συνηθισμένο ερώτημα, αλλά σχετίζεται απόλυτα με δαιμονομάχους καλλιτέχνες, όπως η Νταντωνάκη.

Η αξία της Φλέρυς δεν είναι απόρροια μιας ψυχικής διαταραχής. Πώς φεύγει ένα κορίτσι μόνο του για να σπουδάσει θέατρο και φιλοσοφία στην Αμερική και στα τέλη του 1950 κιόλας; Προφανώς είχε την ικανότητα να παίρνει ρίσκα στη ζωή της κι αυτό ήταν πολύ πιο σημαντικό απ’ το να ζει μια κανονικότητα. Εάν αυτό προϋποθέτει μια βάση ψυχικής διαταραχής, δεν το γνωρίζω. Εφόσον έγινε ορατή και έντονη αργότερα η ταραχή της, στην αρχή δεν ήταν αυτή που δέσποζε. Γενικώς, όταν έχεις αυτή τη σπανιότητα του καλλιτέχνη, κάτι υπάρχει μέσα σου που δεν συμφωνεί με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ο καλλιτέχνης των παραστατικών τεχνών χρησιμοποιεί το σώμα, την ψυχή και το μυαλό του, ειδικά στο τραγούδι.

Πιστεύετε πως την ξέρουν τη Φλέρυ οι νεότερες γενιές;

Όχι, δεν την ξέρουν. Έτσι είναι, όμως, η νομοτέλεια των πραγμάτων. Η τέχνη υπάρχει γι’ αυτούς που την ανακαλύπτουν ως γέννημα της εποχής τους. Αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσαν να γεννηθούν ούτε ο Χατζιδάκις, ούτε η Φλέρυ. Η σημερινή εποχή δεν βασίζεται σε μια κανονικότητα στις ζωές μας, όπως υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Έχουμε την τεχνολογία με την υπερπληροφόρηση της, αλλά όχι τους γονείς που μπορεί να γνωρίζουν κάτι παραπάνω και το μεταδίδουν στα παιδιά τους. Άρα αυτά έρχονται σε επαφή με συγκεκριμένες μουσικές, ζωγραφικές κλπ. Ο κόσμος αλλάζει. Γιατί, ας πούμε, στο θέατρο γίνονται καινούργιες μεταφράσεις; Δεν υπάρχει πια στη ζωή των ανθρώπων η κουλτούρα και το να επιλέγεις εσύ κάτι τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό το κάτι, που θα σβήσει μετά από σένα. Είναι νομοτελειακό ο καλλιτέχνης να μην υπάρχει πια στην καθημερινότητα των καινούργιων γενεών. Όταν ξαναϋπάρξει μέσα από τις νέες γενιές, θα γίνει με τρόπο διαφορετικό. Αλλιώς θ’ ακούει τη Φλέρυ ή και τον Χατζιδάκι συνολικά ένας νέος μετά από 50 ή 100 χρόνια που εμείς δεν θα υπάρχουμε. Και με τον Θεοδωράκη ισχύει το ίδιο, που παραμένει ένα άγνωστο τοπίο. Ξέρουμε ένα πολύ μικρό κομμάτι του μόνο, γιατί αυτό μας μεταφέρθηκε και αυτό βιώσαμε τα χρόνια που ζήσαμε μαζί του. Οι νέοι θα τον ανακαλύψουν με τον δικό τους τρόπο, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Μόνο τα μουσεία και οι ιστορικοί τέχνης προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το πεπερασμένο. Δεν με εκπλήσσει, ούτε με λυπεί, που όταν είπα «θα κάνω μια παράσταση για τη Φλέρυ Νταντωνάκη», πολλοί άνθρωποι δεν ήξεραν ποια είναι. Και πενήντα ετών άνθρωποι, όχι εικοσάρηδες! Γι’ αυτούς που έρχονται στην παράσταση, διασώζουμε ένα κομμάτι της Φλέρυς. Οι άλλοι πιθανώς να μη μάθουν ποτέ ότι έγινε αυτή η παράσταση σε αντίθεση με το ντοκιμαντέρ σας για τη Φλέρυ, που θα υπάρχει για πάντα. Η παράσταση ιστορικά θα καταγραφεί στο βιογραφικό το δικό μου και του Καρατζογιάννη. Εκτός κι αν κινηματογραφηθεί σοβαρά κάποια στιγμή και μείνει.

Σε μια φανταστική συνεύρεση σας με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τι θα τη ρωτούσατε;

(χαμογελάει) Για τους έρωτες της. Αποκλείεται να μου έλεγε πως δεν ερωτεύθηκε, έστω για λίγο. Νομίζω πως μόνο αυτό θα τη ρωτούσα και τώρα που το λέμε, τι άλλο να τη ρώταγες αυτή τη γυναίκα; Δεν θα μ’ ενδιέφεραν τα ιστορικά στοιχεία. Μεσ’ στους έρωτες της θα μπορούσαν να είναι το Θιβέτ, η κόρη της, η μουσική, οι εραστές της, πάρα πολλά πράγματα. 

Σέλφι με την Ελένη Κοκκίδου στο σπίτι μου. Μεσημέρι 27ης Νοεμβρίου 2022
Να υποθέσω ότι δεν γίνατε τραγουδίστρια της όπερας επειδή αρνηθήκατε την πειθαρχία της;

Όχι, καθόλου, απλώς βρέθηκα στο θέατρο και με κέρδισε. Είχα όνειρο από μικρή να γίνω λυρική τραγουδίστρια, πράγματι, γιατί είχα και τέτοια παιδεία απ’ το σπίτι μου. Ωστόσο δεν μετάνιωσα που με κέρδισε το θέατρο και κατά ένα τρόπο ευχαρίστησα και τον πατέρα μου σίγουρα. Απ’ αυτόν μάθαμε όλα τα υψόμετρα που έπρεπε να φτάσουμε.

Σε ποιους προστρέχετε στα δύσκολα;

Στους φίλους μου στο θέατρο και στη ζωή. Αποφεύγονται και οι εχθροί έτσι, αφού πρέπει κάπως να πατάς γερά για να λειτουργήσεις. Νιώθω πάντα την ανάγκη να είμαι ερωτευμένη και δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτό. Σε ότι αφορά εμένα, θεωρώ δυστυχία το να μην είναι ερωτευμένος κανείς.

Έχετε πιάσει τον εαυτό σας να βάζει χαλινάρι στις επιθυμίες της σάρκας;

Ναι, πολύ! Με ενδιέφερε από πάντα να διευρύνω τη σκέψη μου, γιατί δεν έμαθα από το σπίτι μου να δίνω μεγάλη σημασία στο σώμα μου. Μερικές φορές το παραμελώ το σώμα και μετά σκάω, συνειδητοποιώ πως δεν είναι σωστό. Σας μιλάω για μια διαδικασία που έρχεται από μόνη της. Σαν να μη μπορώ να αναπνεύσω, έτσι νιώθω για να μπορέσω να επανέλθω.

Συμπορεύονται η συντροφικότητα με την τέχνη;

Εξαρτάται από το τι είναι ο σύντροφος σου. Αν πορεύεσαι παράλληλα μ’ αυτόν, τότε συμβαίνει. Αν μπλέκονται οι δύο υπάρξεις συμπλεγματικά, όχι, δεν γίνεται. Όταν επίσης υπάρχει εξάρτηση δεν είναι καλό. Οι ιδανικές σχέσεις είναι βίοι παράλληλοι. Κι αν η εξάρτηση ένα δείγμα αγάπης είναι κι αυτή, μπορεί να στερήσει χώρο από τη δική σου ανέλιξη.

Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι είναι καμιά φορά παντελώς αδιάφοροι για τέχνη και θέατρο;

Οι άνθρωποι πάντα διψάνε για επικοινωνία και δεν είναι ανάγκη να την αποζητούν στην τέχνη και στο θέατρο. Θα τη βρουν μ’ άλλους τρόπους, σε μια γιορτή π.χ. που θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν – τέχνη είναι κι αυτό για μένα. Και το να φάμε όλοι μαζί, ένα είδος τέχνης το θεωρώ.

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Η Πάολα Ρεβενιώτη θυμάται τον Κώστα Ταχτσή στην επέτειο 35 χρόνων από το θάνατο του

Είχα καιρό να βρεθώ με την Πάολα Ρεβενιώτη παρόλο που μένουμε πολύ κοντά. Έτσι, μια και με κάλεσε για καφέ και είχα τελειώσει με τις δουλειές μου, έτρεξα να τη συναντήσω στην πλατεία Βικτωρίας. «Σαν σήμερα βρέθηκε νεκρός ο Ταχτσής» μου είπε σε μια φάση, κάτι που ομολογώ πως είχα ξεχάσει τελείως. «Πέρασαν 35 χρόνια κιόλας» ήταν το μόνο που απάντησα, ενθυμούμενος τη χρονιά που έφυγε από τη ζωή ο σημαντικός συγγραφέας. «Πάμε να μου πεις εσύ πώς τον έζησες και να σε καταγράψω;» τη ρώτησα αμέσως μετά...Κι αφού η Πάολα απεφάνθη «Εσύ δεν κάνεις λεπτό χωρίς συνέντευξη», το κινητό μου άρχισε να ηχογραφεί τις σκόρπιες αφηγήσεις της από την - για δέκα χρόνια - «συνύπαρξη» της με τον Κώστα Ταχτσή. Ακολουθεί η αφήγηση της Πάολας:

Στις 25 Αυγούστου του 1988 βρισκόμουν στη Σάμο με τον Κώστα, μια σχέση που είχα τότε. Αν θυμάμαι καλά, ήταν Παρασκευή, γιατί το μηχάνημα της τράπεζας, το ΑΤΜ της εποχής, μου είχε κρατήσει την κάρτα. Μόνο η Τράπεζα Πίστεως έβγαζε κάρτες τότε. Ευτυχώς που είχα προπληρώσει μέχρι τη Δευτέρα το ξενοδοχείο μας, γιατί δεν είχαμε φράγκο, ούτε για να φάμε, μετά απ' αυτό που έγινε στο ΑΤΜ. Αμέσως τηλεφώνησα του Ταχτσή, που με ξελάσπωνε αν ξέμενα από χρήματα. Το'χε κάνει άλλη μια φορά στον Πόρο, που είχα πάει και είχα βρεθεί σε παρόμοια θέση. Δεν απαντούσε. Προσπάθησα πολλές φορές μέχρι που την επόμενη μέρα, Σάββατο, τη στιγμή που τον καλούσα, το μάτι μου έπεσε σ' ένα πρωτοσέλιδο της Ελευθεροτυπίας: «Το τελευταίο στεφάνι για τον Κώστα Ταχτσή». Έπαθα σοκ! 

Την ίδια μέρα επικοινώνησε μαζί μου η ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου: «Σε ψάχνει η Ασφάλεια» με ενημερώνει. Έρχομαι άρον - άρον πίσω στην Αθήνα και βρίσκω ένα ειδοποιητήριο από την Ασφάλεια στο διαμέρισμα μου στη Νοταρά στα Εξάρχεια. Δυσάρεστο μέρος, πάντα με στραβοκοίταζαν εκεί μέσα. Πιθανώς να είχαν βρει αποτυπώματα μου στο σπίτι του Ταχτσή στον Κολωνό, γιατί καμιά βδομάδα πριν με είχε καλέσει να τον βοηθήσω που είχε να κουβαλήσει κάτι γλάστρες. Ευτυχώς που στη Σάμο είχε κρατηθεί η τραπεζική μου κάρτα και είχα ισχυρό άλλοθι ότι βρισκόμουν αλλού. Διαφορετικά, είμαι σίγουρη, τόσο ελεεινοί που ήταν οι αστυνομικοί, ότι θα τραβούσα μεγάλη ταλαιπωρία. Πάντως, θυμάμαι πολύ καλά να μου λένε οι μπάτσοι πως δεν είναι σίγουροι αν επρόκειτο 100% για δολοφονία. Εμείς φτάσαμε πολύ αργά στο σπίτι του και δεν μπορώ να ξέρω τι έκανε η αδερφή του εκεί μέσα αμέσως μετά το θάνατο του. Τα περί δολοφονίας τα καλλιέργησαν καλά επί σειρά δεκαετιών οι δημοσιογράφοι. Όπως και για τη Σόνια, την τρανς που βρέθηκε δολοφονημένη στα Λιμανάκια. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση, η Σόνια πνίγηκε την ώρα του στοματικού σεξ μ' έναν πελάτη. Αυτός πάλι, παντρεμένος και με παιδιά, απ' το να έλεγε ότι είχε μια νεκρή τρανς μέσα στο αμάξι του, προτίμησε να την πετάξει στα βράχια. Αυτά μπορεί να'ναι εικασίες, τα έλεγαν όμως άνθρωποι που είχαν ασχοληθεί - υποτίθεται - διεξοδικά. 

Δεν ξέρω αν άκουσες τη συνέντευξη μου στο «Παρλαφούσι» με τον Γιώργο Πολυχρονιάδη. Τα είπαμε όλα δημόσια για τον Ταχτσή. Αυτός τότε ήταν ένας πολύ όμορφος νεαρός, που γνωριστήκαμε στην Ομόνοια και μετά τον υιοθέτησε κυριολεκτικά ο Ταχτσής. Τον σπούδασε, τέλειωσε τη σχολή Δοξιάδη κλπ. Έπαιξε στον κινηματογράφο, αλλά και στην «Πορνογραφία» του Χατζιδάκι δίπλα στη Σαπφώ Νοταρά. Θυμάμαι τον Ταχτσή να μας λέει: «Το σπίτι θα τ' αφήσω στον Γιωργάκη και σε σένα το λεύκωμα με τις πούτσες και τα σχέδια του Φασιανού». Τελικά δεν μας τα άφησε...

Για μια ολόκληρη δεκαετία μιλούσαμε κάθε, μα κάθε μέρα, στο τηλέφωνο. Ποτέ δεν μ' έλεγε «Πάολα», παρά πάντα «Παύλο». Δεν ενοχλούμουν. Ο Ταχτσής ήταν παρεξηγημένος άνθρωπος. Μέχρι σήμερα πικραίνομαι που βγαίνουν και λένε κακίες για το άτομο του. Έναν άνθρωπο δεν τον κρίνεις σήμερα με τα δεδομένα τα σημερινά. Εάν, λόγου χάριν, έλεγα εγώ σήμερα όσα είχα πει στην εκπομπή της Μαλβίνας Κάραλη, θα με κατηγορούσαν ότι προωθώ την τοξική αρρενωπότητα και το'να και τ' άλλο. Τον Ταχτσή πρέπει να τον κρίνουμε, όπως θα κρίναμε τον Χατζιδάκι και τον Χριστιανόπουλο. 

Το ό,τι δήλωνε ανοιχτά ομοφυλόφιλος, ενώ ήταν κάτι σχεδόν ακραίο για την εποχή από ακτιβιστική άποψη, προξένησε και μεγάλη ζήλια από πολλούς. Ειδικά από τον Λουκά Θεοδωρακόπουλο, έναν κατά τα άλλα εξαιρετικό άνθρωπο με ήθος, πρωτεργάτη του ΑΚΟΕ. Ο Ταχτσής τότε, όμως, ήταν σταρ και μπαινόβγαινε στα σαλόνια, μην το παραβλέπουμε. Συν τοις άλλοις, τι να κάνουμε, είχε γράψει ένα βιβλίο που δεν έχει ξαναγραφτεί κάτι παρεμφερές μέχρι σήμερα. 

Με ναρκωτικά δεν είχε σχέση ο Ταχτσής. Μου έλεγε, όμως, πως όταν μικρός, τη δεκαετία του 1930, τον έστελνε ένας θείος του και πήγαινε στον Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια κι αγόραζε μπαφάκια. 

Ήταν σα μικρό παιδί. Λίγη αγάπη και προσοχή να του'δειχνες, ακόμη και στο πλαίσιο «Τι ωραίο βιβλίο έγραψες, βρε Κώστα», έλαμπε το πρόσωπο του. Είχε και ενοχές ως προς τον τραβεστισμό του. Πίστευε πως παρασυρόταν από το πάθος του και δεν έπρεπε να βγαίνει έξω τη νύχτα ντυμένος γυναίκα. Άσε που πίστευε ότι εξαπατούσε τους πελάτες κι αυτοί δεν καταλάβαιναν - τάχα μου - ότι έπαιρναν μια τρανς. Θα τον λέγαμε τρανς με τα σημερινά δεδομένα, αφού - ως γνωστόν - είχε φτιάξει και στήθος. Θυμάμαι μιαν άλλη φορά που σταμάτησε στα φανάρια τον Βέλτσο και τη γυναίκα του. «Τι κάνετε, τι κάνετε;» τους φώναζε κι εκείνοι πάθαιναν σοκ έτσι που τον έβλεπαν. Του άρεσε να τους λέει διάφορες ιστορίες απ' την πιάτσα. Στην ουσία του άρεσε να τους προκαλεί. Πέρα απ' το πάθος του, είχε ανάγκη και από λεφτά και μόνο προς το τέλος της ζωής του είχε καταφέρει να κάνει ένα κομπόδεμα, που λέμε. Τον συντηρούσε όλα τα χρόνια ο Ιόλας, πρέπει να τα λέμε αυτά. 

Μιαν άλλη φορά στο σπίτι του τον βρήκα να μιλάνε στα ξένα με μια κομψή κυρία. Όταν έφυγε, μου εξήγησε πως ήταν η τέως βασίλισσα της Ιταλίας που του έκανε επίσκεψη. 

Τον πετύχαινα συχνά με τον Ακριθάκη και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες. Με τον Χατζιδάκι είχαν μια ψιλοαντιπάθεια, τον αποκαλούσε «η χοντρή», μα μόλις ο Χατζιδάκις αρρώστησε ήταν απ' τους πρώτους που του έστειλε λουλούδια. Δεν είχε κακία μέσα του, απλά μερικές φορές το στόμα του έλεγε παραπάνω απ' όσα έπρεπε να πει, κάτι που κάνει όλος ο κόσμος εδώ που τα λέμε. 

Εγώ επί 17 χρόνια δούλεψα στην πιάτσα της οδού Αθηνάς. Ένας δρόμος σαν τον σημερινό Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη. Καμιά φορά περνούσε ο Ταχτσής και τσακωνόμασταν. «Φύγε από δω, μη μ' ενοχλείς» του έλεγα κι αυτός άρχιζε να φωνάζει - πάντα το ίδιο έλεγε: «Άσε με να μπω στη ζωή σου! Είναι το κύκνειο άσμα μου, δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Να τα γράψεις αυτά»! Περνούσε κι ο Ιωάννου ο Γιώργος, πάντα φιλικός μαζί μου. Ελάχιστοι γνωρίζουν αυτό που μου'χε πει, πως από μία συνάντηση μας εμπνεύστηκε και έγραψε τους στίχους για το τραγούδι της Αρβανιτάκη, το «Μην περπατάς, μην περπατάς» κλπ. Ο Κουμανταρέας, απ' την άλλη, όποτε με συναντούσε, ήταν σνομπ. Κρατούσε ένα μέτρο απόσταση και με κοίταζε με περιφρόνηση. Δε βαριέσαι. Ασχέτως με μένα, δεν αλλάζει το γεγονός πως ήταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας κι αυτός. Πάντως, καμία σχέση με την προσωπική επαφή που είχα για χρόνια με τον Ταχτσή. Πάντα τον θυμάμαι με αγάπη και πάντα κάτι με πιάνει στην επέτειο του θανάτου του. 

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

Ανεκδοτολογικές ιστορίες με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο από τον Θωμά Κοροβίνη

Είμαστε μια μέρα με τη μάνα μου και τον Ντίνο. Λέει η μάνα μου: «Παιδί μου, θέλω να ρωτήσω κάτι τον κύριο Ντίνο, αλλά δεν θα μιλήσεις». Της κάνω: «Αναλόγως τι θα πεις»! Συνέχισε εκείνη απευθυνόμενη στον ποιητή, ενόσω ο κόσμος άκουγε γύρω μας:

- Κύριε Ντίνο, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;

- Μάλιστα, κυρία Βούλα μου, σας ακούω! 

- Εσάς το παιδί μου σας ακούει. Δεν του λέτε να παντρευτεί;

- Ακούστε, να αφήσετε το παιδί ήσυχο. Εμείς περνάμε καλά. Ο γάμος είναι για τις γυναίκες. 

Για χρόνια με ρωτούσε η μάνα μου τι ήθελε να πει τότε. Της έλεγα: «Πάρ' τον τηλέφωνο να σου εξηγήσει. Εγώ δε μπορώ να σου το εξηγήσω, είναι...ντινίστικο». 

Κάποτε ο Σταύρος Κουγιουμτζής είχε βγάλει ένα βιβλίο, το «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά πατζούρια», όπου σε κάποιο σημείο έκανα το λάθος - έγραφε - να πάω στον ποιητή και να του κλαφτώ για τα πάθη μου. «Ε, καλά κι εσύ» του είπε ο Ντίνος, «χίλιες δυο άλλες υπάρχουν». Ο Κουγιουμτζής, όμως, ήταν πονεμένος και έγραψε το εξής: «Τι περίμενα από' ναν άνθρωπο που λατρεύει τις αρβίλες;» Τον θανάτωσε αυτό τον Ντίνο! Κάνα δίμηνο πριν πεθάνει ο Σταύρος, πήγαμε σε τραπέζωμα στο σπίτι του μαζί με τον δημοσιογράφο Γιάννη Τσολακίδη. Ο Σταύρος πριν μου είχε τηλεφωνήσει: «Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε του Ντίνου και πες του να έρθει κι αυτός». Του τηλεφωνούσε ο ίδιος, βλέπεις, χριστούγεννα και πρωτοχρονιές, αλλά ο Ντίνος του έκλεινε το τηλέφωνο. Παρότι του είπα πως δεν προτίθεμαι να το κάνω, τελικά το έκανα, αλλά ο Ντίνος ήταν ανένδοτος. «Ντίνο, σήμερα πατάμε εδώ και αύριο στην άλλη όχθη. Μίλα του!», αλλά δεν άκουγε τίποτα. Του θύμισα πως ήταν ο πιο στενός παιδικός του φίλος, αν και έκανε βλακεία, ήταν λάθος του. Όταν πέθανε ο Σταύρος, ο Ντίνος εθεάθη να μυξοκλαίει στο μνήμα του. «Μην κλαις τώρα! Τι σου είχα πει;» τον πλησίασα και του είπα...

Ο συχωρεμένος ο γαμπρός μου ήταν σπουδαίος καπετάνιος. Μια μέρα έφερε κάτι μεγάλα ψάρια από τον Θερμαΐκό. Σαν γιαταγάνια ήταν. Λέω: «Να τα πάω στον Ντίνο, αντί να πω ''Κάτσε φάτα εσύ, μαλάκα''». Του πήγα τη σακούλα περιποιημένη, κάτι μπαρμπούνια να χαίρεσαι που σ' τα κάνουν δώρο. Μόλις τα βλέπει ο Ντίνος λέει: 

- Δεν μ' αρέσουν ούτε τα ψάρια, ούτε οι ψαράδες»! 

- Μα, δεν τρώγεσαι, ρε συ. Ακόμη κι ο Χριστός ψαράδες διάλεξε...

- Σωστά! Προσπαθείς εσύ τώρα να με συνετίσεις. Πάντως, άσ' τα εδώ! 

Του τα άφησα, αλλά μούτρωσα και έφυγα. Πέρασε καιρός ώσπου μια μέρα τον επισκέπτομαι στη «Διαγώνιο». Συναντώ μια αξιόλογη γυναίκα, την Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, την ώρα που εγώ έμπαινα και αυτή έβγαινε. Μου κάνει: «Άκου τώρα, Θωμά, παιδί μου, δεν πρόλαβα να βγω και μου τα σέρνει από πίσω. Τι πρέπει να τον κάνω;» Μπαίνω μέσα, ήταν και κάποιος άλλος. Τον ρωτάω:

- Ντίνο, πως σου φάνηκαν τα μπαρμπούνια;

- Α, αυτό δεν το ξέρω εγώ, το ξέρει η Αϊσέ η γάτα μου.

Σίγουρα θα τα καλόφαγε, αλλά δεν ήθελε να σου πει ποτέ «ευχαριστώ». 

Κάποτε είχε παντρευτεί η Μελίνα Κανά σε πολύ μικρή ηλικία τον Φώτη - δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Έχουμε μια φωτογραφία, μάλιστα, μαζί με τη Μελίνα μικρή και τον Νίκο Χουλιαρά. Με κάλεσαν στο γάμο. Την ίδια μέρα μου τηλεφωνεί ο Ντίνος: «Θωμά, θα πας στον εν Κανά γάμο; Είμαι κι εγώ καλεσμένος. Θες να πάμε παρέα;» «Να πάμε» του απαντώ. Μου λέει να κατεβούμε κι οι δυο μας με τα πόδια, αλλά εγώ του πρότεινα να πάρουμε ένα ταξί από τη «Διαγώνιο». Άρχισε να φωνάζει:

- Όχι, να μη μπαίνεις σε ταξί, είναι ελεεινοί οι ταξιτζήδες!

- Μα, είναι ελεεινοί, αλλά τι να κάνουμε τώρα, έχουμε να πάμε σ' ένα γάμο. 

- Όχι, μωρό μου, θα μπούμε στο αστικό λεωφορείο.

Κυριακή απόγευμα τώρα, δεν ήταν και τίποτα να πάρουμε ένα ταξί απ' το να πάρουμε το λεωφορείο, που θα ήταν πήχτρα, για τρεις στάσεις. Είπα να του κάνω το χατήρι. Μπαίνουμε στο αστικό, στριμωγμένοι, όπου μου λέει: «Είναι πολλοί εδώ μέσα, πιάσε με αγκαζέ, κράτα με, να μη μας πειράζουν». Τον είχε πιάσει φοβία. Κατεβαίνουμε τελικά σε δυο στάσεις. Μπροστά ήταν ένα ανθρωπάκι λίγο καμπούρικο με ένα μουστακάκι χιτλερικού τύπου. Κάνει ο Ντίνος:

- Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!

- Σε μένα το λες;

- Όχι, μωρό μου. Στον άλλον! Δεν τη βλέπεις μπροστά μας αυτή την ποντικομαμή; 

Έρχεται αυτός κοντά μας. Ήταν ένας γυμνασιάρχης. Του λέει ο Ντίνος:

- Τι γίνεται, πως πάνε οι καρατομήσεις μαθητών;

- Μια χαρά πήγαμε φέτος.

- Κουράδες πήγατε μια χαρά. Έφαγες κόσμο και ντουνιά και φέτος. Που πας εσύ τέτοια ώρα; 

- Εγώ, Ντίνο μου, που πάω; Σε κάτι βαφτίσια!

- Α, κι εμείς με το παιδί από δω πάμε σε κάτι γαμήσια! 

Το γέλιο που έπεσε μέσα στο λεωφορείο δεν περιγράφεται. Κατεβαίνουμε και μου λέει:

- Καλά να πάθει!

- Τι σου έκανε;

- Εμένα; Τίποτα δεν μου έκανε. Είναι τόσο ελεεινός και κακοποιητικός με τους μαθητές του!

Τον πίστευα τον Ντίνο. Ήξερα πως πολλοί απ' αυτούς που έκανε επιμέλεια στα βιβλία τους, δεν τον πλήρωναν.  

Είμαστε έξω απ' τη «Διαγώνιο» και ρίχνει καρέκλες. Τον ρωτάω: «Ντίνο, τι θ' απογίνουμε; Δεν μπορούμε να μετακινηθούμε». Εκεί στη γωνία Αριστοτέλους με Τσιμισκή είχε ένα μαγαζί με αθλητικά. Του πρότεινα να κάτσουμε κάτω από μια μαρκίζα. Κόσμος μας προσπερνούσε. Μου κάνει:

- Θα με πας μέχρι το αστικό, αλλά δεν θα σταματάς όπου γουστάρεις. 

- Γιατί;

- Γιατί συνηθίζεις να πηγαίνεις κοντά σε αστυνομικούς!

- Εγώ; Δεν έχω κάνα θέμα, δεν φοβάμαι, απλώς τους προσπερνάω. 

- Να έχεις! Μπορεί να σε συλλάβουν. Χρειάζονται, βέβαια, τα σώματα ασφαλείας, αλλά μην πολυπλησιάζεις. Μπορεί να σκάσει μια βόμβα, μπορεί να σε συλλάβουν για ένα χρέος.

Λίγο παρακάτω, στου Μοδιάνου, ήταν ένας κουρέας. Συνέχισε ο Ντίνος:

- Δεν μ' αρέσει αυτός, κοιτάζει ύποπτα.

- Ε, και τι να κάνουμε τώρα; 

Μου πρότεινε ν' αλλάξουμε δρόμο. Τέλος πάντων, καθόμασταν κάτω από υπόστεγο και για να περάσει η ώρα, του πρότεινα εγώ να βαθμολογήσουμε τον κόσμο που περνούσε. Βαθμούς αισθητικής, τη σούμα του καθενός, πως ήταν ντυμένοι κλπ. Περνάνε τρεις - τέσσερις γυναίκες, κοντόχοντρες, που μάλλον δεν ήξεραν που να πάνε μες τη βροχή. «Αυτές δεν βαθμολογούνται» άρχισε να φωνάζει ο Ντίνος, «παίρνουν κάτω από το μηδέν! Ούτε εσύ να τους βάλεις βαθμό». Σε λίγο περνάει ένας κουτσός:

- Αυτός, μάλιστα! Είναι βιοπαλαιστής!

- Μα δεν κάνουμε κριτική στο με τι ασχολείται ο καθένας.

- Εγώ του βάζω 8.

- Τι 8, ρε Ντίνο; 

Περνάει μια άλλη με μίνι φουστίτσα, κάνω εγώ «Χαριτωμένο κοριτσάκι». Ο Ντίνος της έβαλε 4!

- Από μένα, 4! Κατουράει σε παρένθεση, είναι στραβοκάνα! 

Πάει κι αυτή...Ξεραινόμουν στα γέλια, αλλά ετοιμαζόμουν και για επίθεση, αφού αυτό ήταν μονίμως το παιχνίδι του. Περνάει μετά ένας μεγάλος κύριος, περιποιημένος, Δον που λένε. Σχολιάζω εγώ:

- Δεν μ' αρέσει το ντύσιμο του αλλά του βάζω 9. Πολύ ωραίος άντρας! 

- Μηδέν από μένα. Είναι ελεεινός. Τα παίρνει διπλά και τριπλά απ' τους ασθενείς του. Είναι γιατρός. 

Στο τέλος, περνάει ένας παίδαρος. Κάνω εγώ:

- Ντίνο, αφού εσύ δε βάζεις 10, εγώ εδώ θα βάλω εννιάμισι. 

- Σε παραδέχομαι, έχεις γούστο, του βάζω κι εγώ 9 με την καρδιά μου.

- Και γιατί δεν βάζεις κι εσύ εννιάμισι;

- Όχι, μωρό μου, ξεχνάς κάτι. Έχει κώλο!

- Και τι να'χει ο άνθρωπος; 

Κατάλαβα εκεί, λοιπόν, πως δεν ξεμπέρδευες εύκολα με τον Χριστιανόπουλο.

Τραγουδά η Πόλυ Πάνου στον «Μύλο» και μου ζητάνε από τη ΛΥΡΑ να την παρουσιάσω εγώ. Είχα καλή γνωριμία μαζί της. Η Πόλυ φορούσε μια καταπληκτική εσθήτα και είχε μπουζουξή τον Καραντίνη. «Κλάψε, Καραντίνη, κλάψε» του έλεγε. Τραγουδούσε στο αίθριο του «Μύλου» και ο Ντίνος ήταν κι αυτός καλεσμένος. Λόγω Ντίνου, δεν πήγα μετά στο τραπέζι. Μου είχε κάνει πολλές χαλάστρες τώρα που τα θυμάμαι...Ήταν εκεί η Μαριώ, ο Παπάζογλου, ο Μπακιρτζής, όλοι. Μια καλή παρέα ήμασταν. Μου χώθηκε, επειδή αγαπιόμασταν με την Πόλυ. Τον είχα δίπλα μου και μου κάνει: 

- Τι τις παινεύεις όλες; Αυτές είναι παρακατιανές, όλα σταματάνε στη Μπέλλου. Γκρέυ, Πόλυ και τα τοιαύτα, δεν κάνουνε...

- Την παινεύω, Ντίνο, γιατί τη γουστάρω. Άμα δεν τη γουστάρεις, τι σηκώθηκες και ήρθες εδώ; Προσβάλλεις τη γυναίκα, αλλά και μένα που την παρουσίασα. Σήκω φύγε καλύτερα.

Εννοείται πως όταν άκουγε κάτι που δεν τον συνέφερε, σφύριζε κλέφτικα. Δεν έφευγε με τίποτα, αφού θ' ακολουθούσαν κεφτέδες μετά. Γυρίζει και μου λέει:

- Επειδή ξέρεις ότι σ' αγαπώ, για πρόσεξε την καλά. 

- Τι, δεν σ' αρέσει το φόρεμα της;

- Το φόρεμα είναι εκπληκτικό, από καλή μοδίστρα. Φαίνεται πως το...ψιλό υπάρχει. 

- Μήπως δε σ' αρέσει το V μπροστά; Δεν είναι πολύ ανοιχτό. 

- Είναι εξαιρετικό, όπως πρέπει. Και ωραία τραγουδάει, και ο μπουζουξής ωραίος, όλα τέλεια. Για προχώρα παρακάτω λίγο.

- Τι παρακάτω;

- Κάτω απ' τα βυζιά! 

Δεν είχε κάτι περίεργο να πιαστώ. Τον ρωτάω:

- Τα κουμπιά δεν σ' αρέσουν;

- Εκπληκτικά! 

- Ε, τότε;

- Πιο κάτω, κάτω απ' τον αφαλό.

Διακρίνω κι εγώ ότι ήταν λίγο πιο σκιερά εκεί που μου είπε. Οπότε κάνει ο Ντίνος:

- Τι περιμένεις από γυναίκες με άσπρα φουστάνια και μαύρα βρακιά; 

Έρχεται ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης. Εγώ πολύ νέος τότε, ήμουν λίγο ψάρι μπροστά του. Τον θυμάμαι να κυνηγάει τα πορτοκάλια στην αγορά, που του έπεφταν, ενώ ήταν πλούσιος. Του φώναζα: «Κύριε ποιητά, τα πορτοκάλια σας»! Μπαίνει στη «Διαγώνιο» και λέει του Χριστιανόπουλου: 

- Ντίνο, πήρα το όγδοο βραβείο μου απ' την τάδε Βιβλιοθήκη της Λειψίας. 

- Μπράβο, Τάκη μου. Πρόσεξε, όμως, γιατί κινδυνεύεις τα βραβεία σου να' ναι περισσότερα απ' τους αναγνώστες σου. 

Εμένα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο Βαρβιτσιώτης δεν πτοήθηκε αντί να παρεξηγηθεί κι άρχισε να του διαβάζει στίχους: «Άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν στα πεζοδρόμια της Τσιμισκή» κλπ. Κάνει ο Ντίνος:

- Τάκη μου, είσαι αιθεροβάμων και ανεδαφικός! Εγώ μόνο τσόλια βλέπω και μαλακισμένες πλούσιες. Τίποτα άλλο! 

* Στις 14 Μαρτίου 2023, αμέσως μετά την παράσταση «Ντίνος Χριστιανόπουλος - Το Ταγκαλάκι» στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, πήγαμε στην καθιερωμένη ταβέρνα με εκλεκτή παρέα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο συγγραφέας και προσωπικός φίλος του Χριστιανόπουλου, Θωμάς Κοροβίνης. Ήταν ακόμη ο ηθοποιός Χάρης Φλέουρας, η συγγραφέας Εύη Κουτρουμπάκη, οι τραγουδίστριες Βούλα Σαββίδη και Λιζέτα Καλημέρη κ.α. Εκεί στήθηκε με γέλια, μέχρι τη μία τη νύχτα, το καλύτερο μνημόσυνο για τον ποιητή. Μερικές ιστορίες απ' αυτές που μόλις διαβάσατε, έχουν ήδη δημοσιευθεί σε βιβλία του Κοροβίνη και άλλες δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά. Σήμερα, 11 Αυγούστου του 2023, συμπληρώνονται τρία χρόνια από το θάνατο ενός απ' τους πιο αντισυμβατικούς ποιητές των ελληνικών γραμμάτων.  Τον θυμόμαστε με μεγάλη αγάπη, με όλα τα καλά και τα αγκαθάκια του, και τον ευγνωμονούμε. 

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Μπάμπης Στόκας: «Sorry κιόλας, δεν έχω καμιά όρεξη να σε ρωτήσω αν θα συνεχίσουν ή όχι οι Πυξ Λαξ»

Βλέποντας μια ντάνα βινύλια στο διαμέρισμα του Μπάμπη Στόκα και δεδομένης της αιτίας που τον συνάντησα – την έκδοση του καινούργιου άλμπουμ του – μοιραία η κουβέντα ξεκίνησε απ’ τη δυναμική επανεμφάνιση του βινυλίου. «Κοίταξε, η αγορά του βινυλίου ανέβηκε κατά 35% παγκοσμίως» τον ακούω να μου λέει: «Χαίρομαι πάρα πολύ, αφού με θυμάμαι πιτσιρικά να ανοίγω τον φάκελο ενός βινυλίου για να δω τις φωτογραφίες και τα credits».

Ένα απ’ τα κομμάτια του νέου δίσκου σας είναι και ο «Γλάρος φυγάς». Σύμβολο ελευθερίας; Οι τάσεις φυγής των συμπατριωτών μας τα τελευταία χρόνια;

Αναγκαστικά, αφού αυτή η χώρα πάντα έδιωχνε τα σημαντικά μυαλά της. Ανέκαθεν ήμασταν μια γεροντολάγνα χώρα και οι νέοι ήταν του πεταματού, της σφαλιάρας. Έχω μια κόρη στην εφηβεία πλέον και προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται γύρω μας και να μη φοβάται να κυνηγάει το όνειρο της.

Θα ήθελα ένα σχόλιο για το εκλογικό αποτέλεσμα ως προς την άνοδο της ακροδεξιάς.

Το ανησυχητικό δεν είναι η άνοδος των φασιστών, αλλά το ότι 250.000 άνθρωποι ψήφισαν κάποιον που δεν ξέρουν και που δεν έχουν δει ποτέ. Πάντα το κράτος είναι υπεύθυνο για τα προβλήματα της κοινωνίας όσο και να θέλουν οι φίλοι μας να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλο τους. Ας πηγαίνουν κάθε χρόνο τα παιδιά εκπαιδευτική εκδρομή στο Άουσβιτς και δε χρειάζεται κάτι άλλο.  Απ’ την άλλη φοβάσαι να πεις σήμερα ότι είσαι πατριώτης, ότι αγαπάς τον τόπο σου, ρε παιδί μου. Έχεις πρόβλημα, σε λένε ακροδεξιό. Κατάλαβες που φτάσαμε; Έτσι, αντί να πηγαίνουν τα παιδιά στα μπουζούκια, ας τα πηγαίνουν οι δάσκαλοι μια εκδρομή στο Άουσβιτς και να τους λένε: «Αυτό είναι και μπορείτε να βρεθείτε κι εσείς μια μέρα εδώ μέσα». Έτσι κι αλλιώς είμαστε μια χώρα με μνήμη ψαριού.

Πόσων ετών είστε;

Είμαι 55 ετών.

Σας έχουν πει ποτέ ότι αυτή η λαϊκή χροιά, το γρέζι στη φωνή σας, βγαίνει στο φυζίκ σας;

Όχι, δε μου το έχουν πει. Εγώ ξεκίνησα να τραγουδάω λαϊκά αφού έκανα το κασετόφωνο στο αυτοκίνητο του πατέρα μου. Έτσι έμαθα και έχω μέσα μου όλους τους μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές. Μετά πήγα στον Bob Dylan και στα δικά μου ακούσματα, μια και δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση. Έπαιρνε κάποιος ένα βινύλιο, το άκουγε πέντε μέρες και περιμέναμε όλοι στη σειρά μετά να το κάνουμε κασέτα για να του πιούμε το αίμα. Δεν είναι τυχαίο που θυμάμαι απ’ έξω αυτή τη στιγμή πάνω από 200 δίσκους. Υπήρχε μια αναζήτηση, μια αγωνία.

Με το διαδίκτυο τώρα δεν έχει χαθεί αυτή η μαγεία του ψαξίματος; Μ’ ένα κλικ τα έχεις όλα στο πιάτο.

Όποτε το χρησιμοποιείς θετικά, είναι ένα πολύ θετικό εργαλείο το διαδίκτυο. Είναι όμως και πολύ άσχημο, αλλά αυτό έχει να κάνει αποκλειστικά με σένα, με το πώς το χρησιμοποιείς.

Σας συναντώ στα Εξάρχεια, που τα κάνατε και τραγούδι. Ίσως το δεύτερο τραγούδι για τα Εξάρχεια την τελευταία δεκαετία μετά απ’ αυτό της αείμνηστης Αρλέτας.

Νομίζω ότι είναι η πιο ωραία και η πιο ζωντανή περιοχή της Αθήνας. Σφύζει από ζωή, από νέα παιδιά κι εγώ βγαίνω έξω μια βόλτα και γεμίζω από ενέργεια. Λόγω των πολλών περιοχών που έδινα συναυλίες, όταν γύριζα στην Αθήνα ήθελα τα βουνά και τα λαγκάδια, να είμαι δηλαδή απομονωμένος. Τώρα που έχω μεγαλώσει λίγο, ζητάω πάλι τον κόσμο.

Βρισκόμαστε σ’ ένα διαμέρισμα που στήνεται αυτές τις μέρες. Μιλάμε για μόνιμη εγκατάσταση πλέον στα Εξάρχεια;

Ναι, μόνιμη, δεν λέω να πάω κάπου αλλού. Μ’ αρέσει κι η Καλαμάτα, εδώ όμως είναι η οικογένεια μου, όλα γύρω – γύρω.  Η Καλαμάτα είναι περισσότερο ένας τρόπος διαφυγής για μένα. Όταν θέλω να σκεφτώ ή να είμαι για πάρτη μου, την κάνω για κει. Για το τραγούδι, φιλοξενούσα έναν φίλο μου από την Καλαμάτα, που είχε καρκίνο και που τελικά έφυγε πριν ένα μήνα. Ένα βράδυ εγώ δεν ήθελα να βγω κι αυτός με τράβηξε σ’ ένα ταβερνάκι στη Μεθώνης. Όσα λέει το τραγούδι είναι η καταγραφή εκείνης της βραδιάς, που μου έβγαλε μια άλλη αίσθηση, σαν να ήμουν ξαφνικά στο 1960. Περάσαμε ένα τρομερό βράδυ με τον Τζιμάκο και γι’ αυτό του το αφιέρωσα.

Στο δίσκο σας δεσπόζει ο κλασικός ροκ ήχος. Υπάρχει κι η άποψη που λέει πως το ροκ πνέει τα λοίσθια.

Πάρα πολλές φορές έχει ειπωθεί αυτό στη διάρκεια των χρόνων. Δεν το δέχομαι, με συγχωρείτε. Για μένα ροκ είναι και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, που έχει πολλά παραδοσιακά στοιχεία. Τα λόγια του όλα είναι ροκ. Έχει βάλει μέσα την παράδοση και καλά κάνει, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Κι εγώ θέλω να υπάρχει μια τέτοια «μυρωδιά» μες τα τραγούδια μου, γι’ αυτό χρησιμοποιώ κλαρίνο. Δεν μπορούμε να κάνουμε το μπλουζ των Αμερικανών, το ξέρουν καλύτερα από μας. Μπορούμε να κάνουμε όμως ηπειρώτικο μπλουζ, που είναι δικό μας. Όταν βγήκαν τα μεγάλα ροκ συγκροτήματα, απ’ τον Πρίσλεϊ και μετά, όλους τους είχαν για ξοφλημένους, ότι δεν θα έκαναν τίποτα. Το ροκ, όμως, έχει να κάνει με τον κάθε καλλιτέχνη και το τι θέλει, δεν καθορίζεται απ’ τον ήχο μιας ηλεκτρικής κιθάρας.

Τα τελευταία χρόνια ερμηνεύετε Νίκο Γκάτσο με τη στήριξη της κληρονόμου του, της ποιήτριας Αγαθής Δημητρούκα.

Με την Αγαθή είμαστε φίλοι πάρα πολλά χρόνια κι εγώ ούτως ή άλλως έχω μια μεγάλη αγάπη στους ποιητές (σ.σ. πάνω στο τραπεζάκι υπήρχαν τα άπαντα του Τάσου Λειβαδίτη). Πίστευα από μικρός αυτό που λέγεται ό,τι για όπου θες να πας, πριν από σένα είχε πάει ένας ποιητής. Το ποίημα του Καβάφη, που μελοποίησα στο δίσκο, ήταν αγαπημένο ποίημα εδώ και τριάντα χρόνια. Το είχε κάνει και ο Ανεστόπουλος από τα Διάφανα Κρίνα, αλλά είπα να κάνω κι εγώ τη δικιά μου εκδοχή. Η Αγαθή είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, μια αγνή καθαρή ψυχή και δε νομίζω να υπήρχε πιο κατάλληλος άνθρωπος για το αρχείο του Γκάτσου. Όποτε μου ζητάει μια συνεργασία, πάντα λέω ναι και δεν το κάνω, γιατί είναι φίλη μου, αλλά γιατί κάνει σημαντικά πράγματα η ίδια. Να σας πω και ότι τρεις φορές είχα περάσει έξω απ’ το σπίτι του Χατζιδάκι, αλλά από συστολή, επειδή τον εκτιμούσα πολύ, δεν χτύπησα το κουδούνι. Ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω από κοντά, αλλά δεν έγινε.

Αναφέρατε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω. Σε μένα είχατε μιλήσει με κάπως απαξιωτικά λόγια για την περιβόητη «σχολή της Θεσσαλονίκης».

Τα’χα χώσει τότε γιατί από το πρωί ως το βράδυ μας έβριζαν χωρίς να υπάρχει λόγος. Εγώ δεν έχω πρόβλημα με την κριτική, ούτε μ’ ενδιέφερε ποτέ να μ’ αγαπάνε όλοι. Το να είσαι κακοπροαίρετος, όμως, δεν υπάρχει λόγος. Είναι όπως κατέκριναν ένα διάστημα τη Μποφίλιου για την πολιτική της θέση. Δικαίωμα της δεν είναι να’χει όποια θέση θέλει; Άμα τελικά δεν σου αρέσει η Μποφίλιου, μην την ακούς. Το να τη βρίζεις, όμως, χωρίς να την ακούς, χωρίς να την ξέρεις…

Είναι αυτό που έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου: «Ότι σταυρώνεις, το προσκυνάς».

Ακριβώς. Τότε, λοιπόν, θα με πετύχατε σε μία περίοδο που ήμουν και λίγο ζοχάδας. Μετά το ξεπέρασα, δεν έχω θέματα. Μακάρι άνθρωποι σαν τον Θανάση, τον Σωκράτη και τον Αλκίνοο, να γεμίζουν στάδια. Τι άλλο θέλουμε δηλαδή;

Ο συνάδελφος Δημήτρης Μανιάτης έγραψε κάτι καλό: «Οι Έλληνες δεν ψήφισαν σαν θανασοσωκράτηδες, αλλά σαν τράπερς».

(γελάει) Σωστό είναι, φυσικά. Εμένα, όλοι αυτοί που αναφέραμε, μου έχουν κάνει καλό, τους έχω εδώ και τους ακούω. Ποτέ δεν ζήλεψα, τους αγαπούσα κι ακόμη, όποτε ακούω ένα τραγούδι συναδέλφου και συγκινούμαι, χαίρομαι πάρα πολύ. Η μουσική κι αυτός ο λαός βγαίνουν κερδισμένοι.

Το καλοκαίρι σας περιμένει μια μεγάλη περιοδεία, όχι ως Στόκας, αλλά ως Πυξ Λαξ.

Και ως Στόκας! Παίζω και μόνος μου.

Μια συναυλία σόλο του Στόκα ή του Πλιάτσικα μαζεύει τον ίδιο κόσμο με μία συναυλία των Πυξ Λαξ;

Όχι, οι Πυξ Λαξ πάντα μαζεύουν περισσότερο κόσμο. Κι εγώ κι ο Φίλιππας έχουμε προβληματιστεί. Βλέπουμε πολλά νέα παιδιά. Κάποια στιγμή του είπα: «Άμα δούμε να είναι μόνο συνομήλικοί μας από κάτω, να το σταματήσουμε το έργο». Κι εδώ βγαίνουμε σε συναυλίες και μπροστά έχουμε 3.000 πιτσιρικάδες. Αυτό είναι ένα ζήτημα και για μένα είναι γιορτή μια συναυλία των Πυξ Λαξ. Πάω δηλαδή για να το χαρώ! Στις σόλο συναυλίες τώρα θέλω να παίζω σιγά – σιγά τον καινούργιο δίσκο, αφού πέσαμε μες την καραντίνα, που μας πετσόκοψε όλους και ειδικά συνθέτες και στιχουργούς, οι οποίοι φτάσανε στα όρια της πείνας. Τρομερά πράγματα! Αυτή η Πολιτεία που θέλει να πουλάει τους αρχαίους της και τον πολιτισμό της, πιο πολύ δεν θα μπορούσε να γράψει στα αρχίδια της τον πολιτισμό. Δες τους χώρους πολιτισμού πώς είναι, δες το τσιμέντωμα της Ακρόπολης, φρικαλεότητες, οι οποίες παρατηρούμε τελικά να μην ενοχλούν κανέναν. No problem. Δεν υπάρχει πολιτική συνείδηση. Η χώρα αυτή ήταν μια ζωή κομματικοποιημένη. Σε πείραξε ο άλλος; Μην τον ξαναψηφίσεις, είναι απλό για όσο έχεις δικαίωμα ψήφου. Σε λίγα χρόνια θα μας πουν πως ούτε αυτό χρειάζεται. Άμα δηλαδή από 50% των ψηφοφόρων, μένει το 30%, θα σου λένε «Δεν θέλετε να ψηφίσετε, δεν πειράζει, θα το κάνουμε εμείς για σας».

Αποφασίζουμε και διατάζουμε, λοιπόν.

Ναι, γιατί όχι; Ποιον απασχολεί; Εδώ περάσανε ότι είναι επαναστατικό το να μην ψηφίζεις. Έτσι, μαγκιά! Όχι, πρέπει να ψηφίσεις και να πάρεις μια θέση, αυτή που πιστεύεις. Κανενός ανθρώπου δεν με πείραξαν ποτέ, ούτε οι πολιτικές του προτιμήσεις, ούτε οι ερωτικές, ούτε οι θέσεις του. Κι αν διαφωνώ σε πολλά πράγματα, δεν θα πάω να πιάσω τους άλλους απ’ τ’ αυτί. Η δημοκρατία δεν σου λέει κάνε αυτό ή εκείνο, αλλά ότι είμαστε όλοι ίσοι.

Τι έχουν πιστεύετε οι Πυξ Λαξ και γεμίζουν ακόμη στάδια; Συνδέουν ένα κόσμο με τις μνήμες του, ποντάρουν στη νοσταλγία;

Ναι, πιστεύω ότι έχει να κάνει πάρα πολύ με τη μνήμη και με τις στιγμές που έζησε ο καθένας. Οι Πυξ Λαξ ήταν μια αθώα μπάντα. Ποτέ δεν το παίξαμε οι μεγάλοι μουσικοί και οι βιρτουόζοι. Τα τραγούδια μας είναι απλά και πάντα θέλαμε να μπορούν να παιχτούν στην παραλία. Να μπορεί ένας να κάνει τον μάγκα στο κορίτσι του, καταλαβαίνετε;  Αυτό ήταν όλο το σκεπτικό μαζί με στίχους που θέλαμε να λένε πέντε πράγματα παραπάνω. Είχαμε και αποτυχίες, όπως έχουν όλοι.

Είχατε όμως και τεράστιες επιτυχίες.

ΟΚ, ισχύει…

Με θυμάμαι φαντάρο στη Λήμνο το 1998 να ακούω για πρώτη φορά μέσα στο λεωφορείο το «Senor» του Bob Dylan που είχατε κάνει στα ελληνικά.

Αυτό είναι απ’ τα αγαπημένα μου τραγούδια του Dylan! Έτσι προβληματιζόμαστε με το πόση αγάπη υπάρχει σήμερα γι’ αυτή τη μπάντα. Κοιτάξτε, εγώ πάντα πίστευα στο τραγούδι. Μπορεί να εμποδίζεται, αλλά όσο πιο πολύ το εμποδίζεις, τόσο πιο πολύ θα προβάλλεται. Και σήμερα το εμποδίζουν το καλό τραγούδι. Δεν θα στηριχτεί ένας πιτσιρικάς που πάει να κάνει έναν πιο μυστήριο δίσκο. Δεν είμαστε ούτε Αμερική, ούτε Αγγλία.

Δεν μπορώ να μην σας το ρωτήσω: Γιατί αυτή η φάση με τους Πυξ Λαξ, «αντίο σας» και μετά «πάλι εδώ είμαστε»; Στο τωρινό tour, βάλατε τον καλύτερο τίτλο: «Πυξ Λαξ για πάντα».

Αυτό δεν έγινε ουσιαστικά ποτέ από μας το 2004 που αποφασίσαμε να σταματήσουμε και σταματήσαμε. Αυτή η μπάντα πείραξε πάρα πολλούς συναδέλφους μας και είναι ανθρώπινο, το καταλαβαίνω. Τους πείραξε η τρελή επιτυχία. Το’χω ξεπεράσει και πλέον έχω συγχωρέσει όλους αυτούς που ξέρω γύρω μου. Είναι όπως συζητάγαμε μια φορά με τον Μαχαιρίτσα για τον Διονύση Τσακνή. «Τον ζήλευα στην αρχή» μου έλεγε ο Λαυρέντης. «Είχε κόσμο, ενώ εγώ δεν είχα». Και ήταν κολλητοί φίλοι, κουμπάροι, έτσι; Αγαπιόντουσαν. Τέλος πάντων, με εμάς άρχισαν τα σχόλια ότι σταματάμε και ξαναβγαίνουμε κλπ.

Όχι άδικα όμως.

Εντάξει, στην τελική εγώ σου λέω πως ότι γουστάρουμε, θα κάνουμε. Όσες φορές θέλουμε θα παίζουμε κι όσες φορές δεν θέλουμε, δεν θα παίζουμε. Και αύριο σταματάμε τη μπάντα και μεθαύριο την ξεκινάμε ξανά. Sorry κιόλας, δεν έχω καμία όρεξη να σε ρωτήσω αν θα το κάνουμε αυτό. Ότι γουστάρω κάνω!

Σ’ ένα γκρουπ άλλος θέλει να προοδεύσει μουσικά, άλλος να βγάλει γκόμενα, άλλος να κάνει λεφτά. Εσείς είχατε ένα κοινό όραμα;

Εγώ κλίνω περισσότερο στο να έβγαζα γκόμενα. Το ότι η μουσική είναι μία διέξοδος για μένα, το κατάλαβα όταν άρχισα να παίζω. Τα πρώτα χρόνια ειδικά μού έκανε πάρα πολύ καλό αυτή η εκτόνωση, αλλιώς θα έκανα άπειρες μαλακίες. Ήμουν πολύ τσαμπουκαλεμένο παιδί, αλλά η πρώτη σκέψη ήταν: «Α, παίζουμε τραγούδια και τα κορίτσια γουστάρουν». Φυσικά μετά αυτό πήγε αλλού, κατάλαβα ότι η μουσική είναι σαν εκείνο το «kill the fascism» γραμμένο πάνω στην κιθάρα ενός κιθαρίστα. Ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, «αυτό που ακούς, αυτό είσαι».

Η μουσική σας εξέλιξε και σαν άνθρωπο.

Εννοείται. Ήμουν ένας λίγο μπρουτάλ νέος, που η μουσική τον γαλήνεψε. Μεγάλωσα στο Μενίδι, σε μια γειτονιά που η βία ήταν καθημερινότητα και δεν μπορούσες να την αποφύγεις. Έπρεπε να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για να μπορέσεις να επιβιώσεις. Για όλες τις τέχνες, υπάρχει ο ψυχοθεραπευτικός χαρακτήρας. Θυμάμαι πως όταν ξεκινούσαμε, όπου παίζαμε, άρχισε να μ’ ενδιαφέρει η ζωγραφική και πήγαινα στα μουσεία και τις εκθέσεις. Η μουσική έχει να κάνει με τη μνήμη και με το μέλλον, με το συλλογικό ασυνείδητο. Βλέπεις να αγαπούν το ίδιο τραγούδι ένας καθηγητής πανεπιστημίου με έναν κομμωτή, που δεν έχουν καμία κοινή αναφορά.

Τα παιδιά των nineties που άκουγαν Πυξ Λαξ πλέον ακούνε άλλα πράγματα. Οφείλεται στο ότι έχει αλλάξει η δομή της κοινωνίας;

Σίγουρα περάσαμε μια 25ετία που νομίζαμε πως τραγούδι είναι μόνο διασκέδαση και να κάνουμε τη μαϊμού πάνω στα τραπέζια. Πως να ξεπεραστεί αυτό; Όπως το έλεγε ο Αϊνστάιν: «Μπορείς ν’ αλλάξεις τη ζωή σου χωρίς ν’ αλλάξεις τίποτα;» Κι εγώ όταν ήμουν 14 ετών μεγάλωνα κοντά σ’ ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την ποίηση ή με αριστερές καταβολές. Έψαξα και τα βρήκα μόνος μου όλα αυτά. Να ψαχτεί, να ψάξει να βρει τον εαυτό του – αυτό συστήνω σε κάθε νέο παιδί. Δεν είμαστε σορός, δεν είμαστε όχλος. Ο καθένας είναι μοναδικός. Το να κλείνεις την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο όποτε θέλεις εσύ, είναι αρκετό. Δεν χρειάζεται να είσαι ο Αϊνστάιν. Κι όταν πας βόλτες το καλοκαίρι, πήγαινε και δυο – τρεις φορές στην Ακρόπολη, πήγαινε σε καμιά παράσταση στο Ηρώδειο, σε πέντε – έξι συναυλίες καλλιτεχνών που δεν ξέρεις και που μπορεί να σ’ αρέσουν. Τι φοβόμαστε, μπας και μας αρέσει κάτι; Όπως έλεγε η γιαγιά μου: «Τα πιο ωραία πράγματα στη ζωή είναι τζάμπα. Δες το ηλιοβασίλεμα». Δεν είναι κακός ο ρομαντισμός, ξέρετε. Διάβαζα πρόσφατα ότι στην Αμερική οι πιτσιρικάδες πετάνε σιγά – σιγά το κινητό. Σκέψου τον πιτσιρικά να ξέρει ότι τον παρακολουθούν ενόσω είναι πάνω στα γκάζια του, σου λέει κάπου «Όπα, μεγάλε»…Ένα βράδυ έβγαινα απ’ το στούντιο και είδα παιδιά να ακούν Pink Floyd. Τους κέρασα τις μπίρες. «Μπράβο, ρε μάγκες» τους είπα, «αυτό είναι σοβαρό».

Η αλήθεια είναι πως καταφέρατε κάτι μοναδικό. Να ξεχωρίσετε τρεις από τους Πυξ Λαξ, εσείς, ο Πλιάτσικας και ο Μάνος Ξυδούς, εκεί που συνήθως μόνο ένας συνεχίζει πετυχημένα μέσα από ένα συγκρότημα.

Ναι, γιατί ήμασταν τρεις περσόνες, που από μόνες τους θα μπορούσαν να κάνουν πράγματα. Έτυχε απλά να βρεθούν μαζί και κατάλαβαν ότι είχε σημασία το κοινό καλό. Μπορούσε, ας πούμε, ο Φίλιππας να έχει σε μια φάση τα καλύτερα τραγούδια απ’ όσα είχαμε γράψει όλοι. Δεν σκεφτόμασταν αν τα δικαιώματα του θα ήταν πενταπλάσια από τα δικά μου. Αυτό ήταν το κοινό καλό της μπάντας, που συνέβη και κατά τη διάλυση της. Άρχισαν και οι τρεις να έχουν λόγο.

Ήταν μεγάλη η απώλεια του Ξυδού;

Μεγάλη, μεγάλη…Ο Μάνος ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τους νέους. Όταν πρότεινε τον Γιάννη Χαρούλη, του λέγαμε όλοι «Ποιος ειν’ αυτός». Τον θυμάμαι να μου λέει «Κάτι έχει αυτός, θα ‘’γίνει’’». Το μυριζόταν! Ο κόσμος δεν ξέρει ότι ήταν μια παγκόσμια περσόνα, αφού ολόκληρες διεθνείς σειρές δίσκων ήταν δικές του ιδέες. Μεγάλη περίπτωση και μεγάλο κακό για μας που έφυγε!

Ό,τι και η απώλεια του Τάσου Φαληρέα για τον Διονύση Σαββόπουλο.

Ακριβώς. Όταν είχαμε βγει, μας είχε καλέσει ο Φαληρέας στο Κολωνάκι για να μας πει: «Θα την κάνετε εσείς, θα ‘’γίνετε’’». Μας είχε προϊδεάσει, όταν εμείς ήμασταν άφραγκοι και αμόλυντοι.

Ενώ στη συνέχεια δεν ήσασταν αμόλυντοι;

Πάντα σε μολύνει η δόξα. Σε χαλάει σαν άνθρωπο και το ζήτημα είναι να το καταλάβεις και να μαζευτείς. Εγώ δεν κινδύνεψα να γίνω επηρμένος, επειδή ίσως είμαι νούμερο και δεν το είδα ποτέ έτσι. Παίζαμε επί εφτά μέρες στον Λυκαβηττό και δεν έκανα ποτέ τον πολλαπλασιασμό, πόσες χιλιάδες κόσμου είχαμε. Πήγαινα στο Μενίδι μετά κι έπαιζα τάβλι με τους φίλους μου. Και μένα κάποια στιγμή μ’ έπιασε μια μεγαλομανία.

Λογικό δεν είναι;

Φυσικά. Εκεί πρέπει να έχεις καλούς φίλους και να τους ακούς. Να σου λένε «Όπα, μεγάλε, εδώ παραφέρεσαι. Μαζέψου αν θες». Κι εκεί ή διώχνεις τον φίλο ή μαζεύεσαι. Εγώ, π.χ., μέχρι να ξεκινήσω τη μουσική, ήμουν μόνο του καυγά. Δεν σήκωνα πολλά – πολλά. Μετά όχι. Σιχαίνομαι τη βία, αλλά μεγάλωσα μέσα σ’ αυτή. Ακόμη και τώρα σκέφτομαι περιπτώσεις που θυμώνω και μου περνάει η κακή σκέψη απ’ το μυαλό. Υπάρχει μέσα μου, είναι η συνήθεια.

Για το σημερινό ραδιόφωνο τι άποψη έχετε;

Ακούτε εσείς τα τραγούδια του Μίκη, του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι; Μιλάμε για γίγαντες. Κι άμα είσαι νέος και δεν τους ξέρεις αυτούς, πως θα κάνεις μουσική; Ας μην περιμένουμε κι απ’ τους ταξιτζήδες μ’ αυτά που ακούν να κάνουν μαθήματα μουσικής παιδείας. Ένας ταξιτζής μπορεί να εξυπηρετεί τον εαυτό του βασικά. Όταν το 98% των σταθμών κάνουν meeting για να δουν αν θα παίξουν το τραγούδι σου, τι να λέμε…Υποχρέωση τους είναι αυτοί να διαλέξουν ένα τραγούδι.

Κόβουν ταρίφα, αντιθέτως, απ’ ότι ακούγεται.

Φυσικά και κόβουν ταρίφα. Πως θες να πάνε έτσι μπροστά τα πράγματα;

Κι εσείς τι κάνετε γι’ αυτό;

Τι να κάνουμε…Είναι θέμα εταιρειών, εγώ τους το λέω. Δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, αλλά έτσι δουλεύουν οι άνθρωποι.

Εσείς βέβαια έχετε την τύχη να βγάζετε δίσκους σε μια κραταιά δισκογραφική.

Ναι, αλλά αυτό είναι θέμα εξυπηρέτησης. Κάπου αλλού τους εξυπηρετώ κι εγώ για να βγαίνουν οι δίσκοι μου όπως τους θέλω. Ούτε η εταιρεία μου ξέρει πως ν’ αντιδράσει μέσα σ’ όλο αυτό το σκηνικό, όπως δεν ξέρει και κανένας. Είναι πολύ απλό: Αυτοί έχουν τα τραγούδια. Αυτοί έχουν το φαΐ. Όχι, ρε φίλε, δεν πληρώνεις για να παίζεται ένα τραγούδι σου, διότι αυτό είναι ψεύτικο έτσι κι αλλιώς. Βλέπουμε 60.000.000 views σε ελληνικά τραγούδια. Μα πως γίνονται 60.000.000 views σ’ ένα ελληνικό τραγούδι; Είμαστε 10-15.000.000 όλοι μας. Αυτοί που ακούν, να είναι εφτά; Να βάλουμε και τους φίλους μας, άλλα εφτά; Να βάλουμε κι άλλα εφτά κάποιους ξένους που το άκουσαν και γούσταραν; Και πάλι δεν βγαίνουν τα νούμερα! Τι συμβαίνει, άντε πες μου εσύ τώρα. Μου έλεγε κάτι ένας μαγαζάτορας που έχει πλάκα: «Μ’ είχαν ζαλίσει να κάνω ένα πρόγραμμα μ’ όλους αυτούς που είχαν 50 και 60.000.000 views. Τους άκουσα και το έκανα και μάζεψαν 150 άτομα. Τους λέω ‘’Που είναι αυτοί που σας έδωσαν τόσα views;» Τρομερό κι είναι πραγματικό αυτό που σας λέω. Κι εγώ μπορώ να κάνω κάθε τραγούδι μου να’χει 15.000.000 views μ’ ένα πεντακοσάρικο. Ξέρω όμως ότι θα’ναι ψέματα. Κάναμε το ψέμα αλήθεια και την αλήθεια ψέμα. Κι επειδή εμένα μ’ άρεσε πάντα το μπακάλικο, αν μιλήσουμε με νούμερα, εγώ σε σένα θα έδινα συνέντευξη για δύο λόγους: Ή γιατί θα εκτιμούσα τη δουλειά σου ή γιατί θα ήξερα ότι έχεις μισό εκατομμύριο followers. Όλοι τώρα διαλέγουν το δεύτερο από σένα. Βλέπεις έναν ινφλουένσερ και τα παίρνει όλα τζάμπα, σπίτια και αυτοκίνητα. Ο άλλος ο κακομοίρης που είναι καλλιτέχνης και ψάχνει να βρει ένα πεντακοσάρικο, είναι στη σφαλιάρα. Ποιοι μαζεύουν περισσότερο κόσμο αυτή τη στιγμή; Η έντεχνη σκηνή ή οι άλλοι; Αυτό δεν παρακολουθείται από πουθενά. Κανένας δεν είναι τόσο τίγκα, όσο είναι ο Αλκίνοος, ο Θανάσης, εμείς, ο Πασχαλίδης. Και σκέψου ότι ο Πασχαλίδης δεν μπορεί να πάρει ένα αυτοκίνητο έξι μήνες να κυκλοφοράει. Καταλάβατε; Είναι λίγο τραγικό, γιατί παραμερίζουμε την ίδια την αλήθεια.

Νιώθετε λίγο μοναχικά ως προς την τέχνη σας;

Εμένα μ’ άρεσε πάντα η μοναχικότητα. Η μοναξιά δεν μ’ αρέσει. Με τη μοναξιά έχω θέμα.

Είστε θετικός στο να τραγουδάτε νέους συνθέτες;

Φυσικά. Άμα μου φέρουν κάτι που θα έχω λόγο να το τραγουδήσω, για το δικό μου κριτήριο, πάντα το κάνω. Είναι ένας μύθος αυτό το «Δεν μ’ αφήνει η εταιρεία» για καλλιτέχνες της δικής μου εμβέλειας. Ότι θέλω να τραγουδήσω το τραγουδάω και δεν υπάρχει θέμα με καμία εταιρεία.

«Κι έρχεται η αγάπη ξανά» λέγεται ο δίσκος σας με την αγάπη να’ναι πανταχού παρούσα.

Είναι ένας πολύ προσωπικός μου δίσκος αυτός. Προσπάθησα να μαζέψω όλα μου τα κομμάτια. Εγώ είμαι κατά βάση λαϊκός τραγουδιστής, άρα μου αρέσει πολύ το λαϊκό τραγούδι. Θα ήθελα άπειρες φορές να κάνω ένα πρόγραμμα μόνο λαϊκό γιατί μπορώ και γιατί το γουστάρω. Απ’ την άλλη μ’ αρέσουν οι μεγάλες ορχήστρες, τα ρεμπέτικα και τα παραδοσιακά. Όλα θέλω να τα κάνω γι’ αυτό και μου είναι δύσκολο να στήνω προγράμματα. Τώρα πια θέλω να είμαι μόνο ο εαυτός μου και να έχω χρόνο, που νομίζω ότι είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο.

Νέος είστε, δεν σας πήραν και τα χρόνια. Τι θα λέτε σε είκοσι χρόνια που θα είστε 75;

Το πρόβλημα θα’ναι που θα γερνάει το σώμα, αλλά το μυαλό μου θα’ναι σαν 20 χρονών. Έχω φίλους στο χωριό που’ναι 75 και μου μιλάνε σαν να είναι νεότεροι από μένα. Πιστεύω πως αν είμαι καλά, θα έχω πλάκα στα 75 μου. Θα με μαλώνει η κόρη μου, η πιο μεγάλη αγάπη στη ζωή μου. Με άλλαξε η πατρότητα, το ένιωσα την πρώτη στιγμή που την έπιασα μωρό στα χέρια μου. Γύρισα αλλιώς εκείνο το βράδυ στο σπίτι. Τώρα πια είμαστε φιλαράκια.

Ποιος είναι για σας ο μεγαλύτερος βαθμός ευτυχίας;

Να είμαι υγιής και να έχω γύρω μου ανθρώπους που τους αγαπώ και μ’ αγαπούν.  Της δυστυχίας θα ήταν το αντίθετο ή να είχα την υγεία μου, αλλά κανέναν άνθρωπο δίπλα μου. Όσο μεγαλώνουμε, αποζητάμε τη συντροφιά.

* Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης με τον Μπάμπη Στόκα δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento