Τα κατάφερα επιτέλους και πέρασα απόψε απ' τον Μικρόκοσμο, όπου είδα τον Μαχαιροβγάλτη του Γιάννη Οικονομίδη, καθώς όλο το σχεδίαζα και όλο το άφηνα λόγω άλλων υποχρεώσεων. Ας ξεκινήσω απ' το ότι παρακολούθησα μία καλή ελληνική ταινία, αποψάτα σκηνοθετημένη, με στέρεες δυνατές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό τρίο, με μια σιωπή στο ρυθμό, τόσο έντεχνα στημένη, ώστε να παραπέμπει σε ουρλιαχτό απόγνωσης, και με μια αριστοτεχνική ασπρόμαυρη φωτογραφία (ακόμη κι εγώ που ήμουν φανατικός υπέρμαχος του φιλμ στον κινηματογράφο, με τέτοιο format σαν αυτό που χρησιμοποίησε ο οπερατέρ Γιώργος Κατσαΐτης στον Μαχαιροβγάλτη του Οικονομίδη, δεν έχω πρόβλημα να πω αντίο φιλμ, για πάντα ενδεχομένως). Το σενάριο της ταινίας είναι το πιο σχηματικό και το πιο πλούσιο δραματουργικά στη μέχρι τώρα πορεία του σημαντικού νέου σκηνοθέτη: ο Νίκος (Στάθης Σταμουλακάτος), που ζει μέσα στη μόνιμα μολυσμένη ατμόσφαιρα των εργοστασίων της Πτολεμαΐδας, μετά το θάνατο του πατέρα του, πείθεται από τον θείο του, Αλέκο (Βαγγέλης Μουρίκης), να έρθει στην Αθήνα, αναλαμβάνοντας χρέη φύλακα δύο σκυλιών ντόμπερμαν. Ο Αλέκος που διατηρεί κάβα στο κέντρο ενός αθηναϊκού προαστίου έχει άσχημες σχέσεις με τους περίοικους και πέφτει συχνά θύμα ληστειών, γεγονός που τον κάνει να πιστεύει ότι κάποιοι καλοθελητές θα θανατώσουν τα σκυλιά του. Σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του ανιψιού του, του παρέχει στέγη, τροφή κι έναν βασικό μισθό. Τα πράγματα όμως δεν είναι καλύτερα για τον Νίκο στο νέο του ξεκίνημα και το μικροαστικό αθηναϊκό ντεκόρ με τα καφενεία, τα μπαρ και τα προποτζίδικα αποδεικνύεται πολύ πιο δηλητηριώδες κι από τη βιομηχανική Πτολεμαΐδα. Η αρχική κόντρα με τη θεία του, Γωγώ (Μαρία Καλλιμάνη), εξελίσσεται σ' έναν έρωτα ραγδαίο και επιβεβλημένο, σαν να γνωρίζουν για πρώτη φορά αυτοί οι δύο άνθρωποι τι πάει να πει αγάπη, έστω μέσω της σαρκικής επαφής. Όταν ο σκληροτράχηλος και καυγατζής Αλέκος πέσει θύμα ληστείας και τραυματισμού γι' ακόμη μία φορά, θα μιλήσει πολύ άσχημα στον Νίκο που τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο και θα χτυπήσει τη Γωγώ, χωρίς παρ' όλα αυτά να γνωρίζει το παραμικρό για την παράνομη σχέση τους. Η απόφαση έχει ληφθεί μεταξύ του ανιψιού και της γυναίκας του: ο Νίκος εισβάλλει ως μαχαιροβγάλτης στο μαγαζί του Αλέκου και τον σκοτώνει σε ένα καλά προμελετημένο έγκλημα. Ή, μάλλον, διαπράττει το τέλειο έγκλημα, αφού η ταινία τελειώνει με τον ίδιο κουρεμένο και ξυρισμένο, τακτοποιημένο αστό- νοικοκύρη, τη Γωγώ και τα παιδιά τους σε μία σκηνή τυπικής οικογενειακής ευτυχίας. Πιστεύω ότι κανείς άλλος σκηνοθέτης- στην Ελλάδα τουλάχιστον- δεν έχει δείξει με τέτοια αμεσότητα και ρεαλισμό τον μικροαστισμό ως φορέα δεινών και απόλυτης διάλυσης της ανθρώπινης οντότητας. Οι ήρωες του Οικονομίδη είναι για την ακρίβεια αντι-ήρωες, που τους συναντάμε είτε σε διαμερίσματα- σπιρτόκουτα της Β΄ Πειραιά, είτε στα Λιόσια και το Καματερό. Δεν ξεστομίζουν εύσχημες σεναριακές ατάκες, αλλά μιλάνε, όπως μιλάμε όλοι μας, βρίζοντας, λαχταρώντας, φωνάζοντας, ζητώντας συγνώμη ενίοτε. Ο Μαχαιροβγάλτης του Οικονομίδη με παρέπεμψε στο νευρωτικό ρεαλιστικό σινεμά του Τζον Κασσαβέτις και ειδικά στο Faces. Υπάρχουν στιγμές φτιαγμένες, λες, για να σοκάρουν, σαν εκείνη με τον Νίκο που παρακολουθεί τον καυγά ενός μεθυσμένου ζευγαριού έξω απ' το μπαρ κι ύστερα πατάει με το πόδι του το ήδη ματωμένο πρόσωπο της γυναίκας. Η απανθρωπιά της κίνησης του είναι αγγελική πράξη συγκριτικά με τον φόνο που ετοιμάζεται να διαπράξει, έναν φόνο που δεν ισοδυναμεί με την τιμωρία προς τον άκαρδο θείο, αλλά με το εισιτήριο για μια καλύτερη και πιο άνετη ζωή με σπίτι, γυναίκα και παιδιά, δηλαδή με αυτοεπιβεβαίωση, σεξ και κοινωνική αποδοχή. Υπέροχη η σκηνή με τον Νίκο και τον Αλέκο στην αλάνα. Η στάση των σωμάτων τους που δηλώνει βίαιη αντιπαράθεση διακόπτεται απ' το πλάνο των δύο σκυλιών στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Γόνιμα και τα εμμονικά, φαινομενικά άσχετα, αλλά εντούτοις πολύ παρεμβατικά, πλάνα του Οικονομίδη, όπως λόγου χάριν το καδράκι με το παλιό τοπίο στον επαρχιακό καφενέ που προσωπικά με πήγε σε μαύρες μετεμφυλιακές και βίαιες περιόδους, ακόμη και ο κροκόδειλος που βουλιάζει μεσ' στο νερό σαν ένα θηρίο καταδυόμενο όχι για να τραφεί, αλλά για να ξεψυχήσει. Κι ακόμη, η λερωμένη αιματωβαμμένη σημαία της Ελλάδας που κραδαίνουν οι ήρωες του Τάσου και της Γκόλφως του Περεσιάδη στη θεατρική παράσταση που καταφεύγει ο Νίκος, λίγο πριν την αποτρόπαια πράξη του (η μοναδική έγχρωμη sequence της ταινίας). Τό 'χω ξαναγράψει εδώ μέσα, χαίρομαι αφάνταστα με την πορεία των ελληνικών ταινιών εντός και εκτός συνόρων και καμαρώνω με την πρόοδο των συνομήλικων- άντε, λίγο μεγαλύτερων μου- σκηνοθετών. Λυπάμαι μόνο που ο Μαχαιροβγάλτης του Γιάννη Οικονομίδη βγήκε στη διανομή ταυτόχρονα με τη βαβούρα των δημοτικών εκλογών και το νέο κινηματογραφικό νομοσχέδιο. Προσωπική θερμή παράκλησις: περάστε από τον Μικρόκοσμο της Συγγρού ή κι απ' όπου αλλού παίζεται, πρόκειται για μία σπουδαία και πρωτότυπη ταινία!