Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Έχω ένα όνειρο

Να μετατρέψω με τη σμίλη μου το τραπέζι σε μαυσωλείο
Να πιάσω με τη θαυματουργή πένα μου και να σκαρώσω 
καινούργια φρύδια πάνω στα φρύδια των ανθρώπων,
μάτια πάνω στα μάτια τους και πρόσωπο άλλο
πάνω στο πρόσωπο τους. 
Να βλέπει το φεγγάρι τη μοίρα τους και να σαρκάζει.
Να κοκκινίζει για βροχή. 
Βέβαια όλα αυτά δεν ευσταθούν.
Ο κόσμος που μας περιβάλλει είναι ένα ξόανο περίτεχνο αλχημιστών του Μεσαίωνα. 

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Το ''Duende'' του Lorca είναι ήδη ένα έργο αναφοράς στη μακρά σταδιοδρομία του Σταμάτη Κραουνάκη!

Στο κέντρο της σκηνής ένα μεγάλο τραπέζι που παραπέμπει στο Μυστικό Δείπνο, όπως τον συνέλαβε κάποιος Αναγεννησιακός ζωγράφος. Ένα πιάνο κι ένα βιολοντσέλο στα αριστερά. Κεριά δεξιά και πέριξ της σκηνής. Ένας παλιός πολυέλαιος να φωτίζει ατμοσφαιρικά. Οι δύο τραγουδιστές κάνουν την εμφάνιση τους, μαυροντυμένοι, σαν καλόγεροι της Καπέλα Σιξτίνα σε ένα κράμα βυζαντινισμού και Καθολικισμού. Δεν είναι απλά δύο τραγουδιστές. Στην ουσία είναι το ακροατήριο του ποιητή, όταν εκείνος έδωσε τη διάλεξη περί duende στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής πριν από 84 χρόνια. Η όλη κατάσταση που ευφυώς έχει στηθεί στο Θέατρο Τέχνης σε προϊδεάζει για το τι θα δεις - ακούσεις. Ευφραίνεσαι, καθώς η ποιητική ατμόσφαιρα δεν πετυχαίνει πάντα, με την είσοδο δηλαδή του κοινού στην αίθουσα. Εδώ δεν υπάρχει αυτό, δεν ψάχνεσαι, δεν μονολογείς ''Άντε να δούμε τι θα δούμε'', δεν πας να παρακολουθήσεις κάτι απροσδιόριστο. Μπαίνεις σ' ένα άλλο κόσμο και κάπου σκέφτεσαι το μετά, την επάνοδο στην καθημερινότητα, το ότι εκεί έξω δεν θα υπάρχει ένας ποιητής να σου αφηγείται και κανένας καλόγερος - μαθητής του δεν θα σου χαρίσει το τραγούδι του. Ο Σταμάτης Κραουνάκης - Federico Garcia Lorca επιβάλλεται με την παρουσία του στο κέντρο της σκηνής. Κάθεται στην Αγία Τράπεζα του duende και ανοίγει τα χαρτιά της διάλεξης του. Τι είναι στ' αλήθεια το duende; Το μεσογειακό ταμπεραμέντο; Εκείνο το ξυράφι που σκίζει σε μικρά κομματάκια τα υγρά μάτια των θεατών; Μην είναι ο Ανδαλουσιανός Σκύλος που αναλήφθηκε στους ουρανούς την πιο κρύα νύχτα στην Αθήνα; Οι τόνοι πέφτουν καθώς ο ποιητής αρχίζει την ομιλία του. Είναι φανερό, μπορεί η παράσταση να διαθέτει ατμόσφαιρα και ακριβό γούστο, όμως εν αρχή ην ο Λόγος κι αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι οι συντελεστές. Ακούμε για Ισπανούς καλλιτέχνες χαμένους στα βάθη του χρόνου, εισπράττουμε την ψυχαναλυτική δομή μιας ποιητικής διάλεξης που και χιούμορ διαθέτει (του Lorca ή του Κραουνάκη, θα σας γελάσω), και πολιτισμούς ενώνει με κοινό παρανομαστή το πάθος και τον ερωτικό παροξυσμό. Ένας παροξυσμός που προσφέρεται χαμηλότονα, εγκεφαλικά, καθώς ο ποιητής δεν ομιλεί αυτάρεσκα, αλλά αργά και καθαρά, λες και δεν θέλει καμία κουβέντα να πέσει απλώς στα πατώματα. Είναι τόσο ωραίο το κείμενο αυτό του Lorca, που ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει ποτέ δημοσιευμένο! Παγκόσμια κληρονομιά στην απόδοση της, γνωστής σε μένα από τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, Ολυμπίας Καράγεωργα. Την αναζητούσα χθες την Καράγεωργα, θυμήθηκα πριν κάποια χρόνια - ούτε δεκαετία δεν θά'ναι - που τα πίναμε σε ταβερνείο των Εξαρχείων μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Καλή της ώρα! Μέσω Κραουνάκη, συνειδητοποίησα πως η Καράγεωργα μετέφρασε τον Lorca δίχως ποιητικές φιοριτούρες που, ομολογουμένως, έχουν γίνει και λίγο κλισέ στην περίπτωση του. Δεν χρειάζεται δηλαδή να ακούσεις για φεγγάρια και όμορφες χωριατοπούλες στα ποτάμια. Υπάρχουν όλα αυτά στη σκηνοθεσία, στα επιμέρους θεατρικά στοιχεία και κυρίως στην ερμηνεία του Κραουνάκη που ως θεατράνθρωπος και γνώστης του Lorca, γνωρίζει πόσο ''Έλληνας'' ποιητής έχει γίνει μέσα στα χρόνια. Διότι από τον ''Ματωμένο Γάμο'' στην απόδοση του Νίκου Γκάτσου και αργότερα σ' αυτήν του Σεβαστίκογλου μέχρι τη μετάφραση του από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο μεγάλος Ισπανός καλλιτέχνης μπήκε για τα καλά στη ζωή μας με τη μεταξύ μας σχέση να αναζωπυρώνεται συχνά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα. Πιστεύω πως το - κατά Κραουνάκη - ''Duende'' είναι από τις παραστάσεις εκείνες που ανοίγουν μια καινούργια σελίδα στο βιβλίο των λογαριασμών του Lorca με τη χώρα μας. Ένας Lorca, όπως τον δίδαξαν ο Χατζιδάκις και ο Τσιτσάνης - ο τελευταίος ερήμην του μάλλον μέσα από την πίκρα των ηρώων του και το ανθρώπινο ανικανοποίητο, το όνειρο που εδεχομένως ποτέ δεν θα γίνει πραγματικότητα. Έπειτα είναι και τα τραγούδια! Συνθέσεις του Κραουνάκη με την αύρα του κλασικού, τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν - για να πεταχτώ στον Brecht τώρα -, παρέες που όρισαν το νεοελληνικό πολιτισμό με έναν φανό θυέλλης και ένα καλό φτηνό κρασί, με την επίγνωση πως η τέχνη γεννιέται μέσα από από καρδιοχτύπια, λόγια, λόγια, συμβουλές, κουβέντες, παρατηρήσεις, αγωνίες, αδιέξοδα, δημιουργικά άγχη και, βασικά, πνεύματα ομοούσια. Άκουσα πολύ προσεκτικά την εργασία του συνθέτη πάνω στον Lorca, αφού κάτι άλλο σημαντικό που κατάφερε είναι να μην υπερσκελίσει η μελωδία και ο στίχος τον δικό του τρέχοντα λόγο. Μα έτσι όπως αφηγείται, είναι σαν να τραγουδάει κι αυτός! Κι ας έχει δίπλα του, γύρω του, δύο εξαίσιες νεανικές ανδρικές φωνές: Του Χρήστου Γεροντίδη και του Κώστα Μπουγιώτη, παιδιά της Σπείρας - Σπείρας του. 
Αυτό που λέω παραπάνω! Δε χρειάζεται ν' ακούς για ερωτοχτυπημένα αγόρια και κορίτσια και αιθέριες ποιητικές υπάρξεις. Έτσι όπως ερμηνεύει χαμηλότονα ο Γεροντίδης γίνεται το λαϊκό παλικάρι που ξεπήδησε από κάποιο Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Επιβάλλεται κι αυτός με την παρουσία του χωρίς φωνητικές ακροβασίες και επιδειξιομανία - δεν το χρειάζεται αυτό, άλλωστε, ο στίχος του ποιητή. Κι όταν γίνεται ένα από τα εφτά κορίτσια του ποιητή, διατηρεί τον αντρίκιο τόνο της φωνής του και καλύπτει τη μορφή του με ένα κόκκινο μαντίλι - σκηνοθετικό εύρημα όλο duende κι αυτό!
Ο Μπουγιώτης, πάλι, είναι ο λαϊκός τενόρος. Άλλοτε εκτινάσσει την ασκημένη φωνή του, κατά πώς του ζητήθηκε, και άλλοτε συμπορεύεται φωνητικά με τον καλλιτεχνικό του σύντροφο. Οι δυο τους σαν να συστήνουν ένα τραγούδι διαφορετικό, δικό τους εντελώς, μια φόρμα τραγουδιού για την ακρίβεια, που μπορεί κανείς να αντιληφθεί με όλες τις λεπτομέρειες, μόνο αν έχει ακούσει κάποτε εκείνες τις ανέκδοτες ''Διφωνίες'' του Χατζιδάκι και της Δημητρούκα με τις φωνές του Λιούγκου και του Λέκκα! Αν αυτό το έργο ήταν ''Το Άξιον Εστί'' του Μίκη και του Ελύτη, ο Γεροντίδης θα ήταν ο Μπιθικώτσης και ο Μπουγιώτης ο Δημήτριεφ, για να καταλάβουν και οι λιγότερο μυημένοι μουσικόφιλοι - αναγνώστες του κειμένου μου.
Το διάχυτο χατζιδακικό πνεύμα δε μπόρεσε να το αποφύγει ο Κραουνάκης στα δικά του τραγούδια - και δεν υπήρχε λόγος να το αποφύγει κιόλας, δεν μιλάμε για κάνα σκόπελο, αλλά για αναφορές, αγάπες και βιώματα! Με εντυπωσίασε που σε κάποια τραγούδια έγινε τόσο Ισπανός και τόσο Έλληνας ταυτόχρονα! Εκεί που πήγαινε να ξεπέσει σε ισπανικά φολκλορικά τερτίπια, την εύκολη δηλαδή λύση για κάθε επίδοξο μελοποιό του Lorca, νάσου ξεπρόβαλλε το ταλέντο του, παρουσιάζοντας τελικά τραγούδια, τα οποία - να μου το θυμηθείτε - θα λειτουργήσουν μια μέρα σαν μυστικοί κώδικες επικοινωνίας με μια μέγιστη ποιητική φωνή. Εύχομαι και προσδοκώ να δισκογραφηθεί πάραυτα η συγκεκριμένη εργασία του Κραουνάκη με τον Μπουγιώτη, τον Γεροντίδη και τους μουσικούς τους. Είναι ωραίο που είχαμε την τύχη να τα ακούσουμε πρώτοι σε μία σύμπραξη μουσικής και θεατρικής τέχνης και να εισπράξουμε το παν του ελαχίστου, το μεγαλείο της απλότητας τους. Είναι ωραίο, ακόμη, να διαπιστώνουμε πως κάποτε ο Πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης (1940 - 1991) μετέφρασε τους στίχους του Lorca, ορμώμενος από το δικό του καβαφικό duende που εδεχομένως να του στέρησε την ίδια τη ζωή του - γι' αυτό και μόνο η εργασία του Αγγελάκη στην αντίστοιχη εργασία του Lorca σηματοδοτεί ισάξια ποιητική αποπερατωμένη πράξη. Βγαίνοντας από το Θέατρο Τέχνης έγινε αυτό με το οποίο ξεκίνησα τούτο το κείμενο: Εισήλθαμε σε μία άχαρη κατάβαση στον Άδη της καθημερινότητας του ο καθένας, χαμογελάσαμε γλυκόπικρα, παραμυθιαστήκαμε με μια μουσική ομιλία που πάντα αποζητούμε και δεν τη βρίσκουμε έτσι πού'χουμε γίνει. 
Η παράσταση ''Duende'', ακόμη κι αν δεν ξεκαθαρίζει τι σημαίνει τελικά η συγκεκριμένη λέξη, διαθέτει ολόκληρη duende, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ενενηκοστό λεπτό. Μεταδίδει τη μαγεία του Lorca με τέτοια δυναμική και τέτοια αγνότητα, που πηγάζουν από την πληθωρική προσωπικότητα του Κραουνάκη και την αγωνία του να φωτίσει τη δική μας γλώσσα. Το ταλέντο του Κραουνάκη δεν επιδέχεται ετικέτες και δεν τον υποχρέωσε ποτέ να διαλέξει. Ανέκαθεν διευρυνόταν και τώρα είναι αναμφισβήτητο πως του χαρίζει ένα ακόμη άλμα στη μακρά σταδιοδρομία του. Σ' ευχαριστούμε, Σταμάτη Κραουνάκη! Σ' ευχαριστούμε, Χρήστο Γεροντίδη και Κώστα Μπουγιώτη! Το ''Duende'' εγώ κατάλαβα πως σημαίνει Ψυχή κι απ' αυτήν η δουλειά σας έχει ολόκληρα αποθέματα!

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Να ημερώσουμε τον Αλλότριο μαζί με την Κυρά της Ρω - Φωτεινή Μπαξεβάνη

Η Κυρά της Ρω είναι μία συγκλονιστική παράσταση! Μία παράσταση που δεν είναι δυνατόν να αφήσει ασυγκίνητο τον καθένα θεατή για ξεχωριστούς λόγους: Καθώς η ''ηρωίδα'' αφηγείται τον βίο της, άλλος ταυτίζεται με τη γονεϊκή απώλεια και άλλος με τη συζυγική, άλλος πάλι αναμετριέται με την ιστορία του τόπου του, αλλά και με τα πιο ουσιώδη πατριωτικά συναισθήματα του. Ενώ δηλαδή εύκολα μια τέτοια παράσταση θα μπορούσε φύσει και θέσει να ξεπέσει σε εθνικιστικές κορόνες, είναι τόσο προσεγμένο το κείμενο του συγγραφέα Γιάννη Σκαραγκά με αποτέλεσμα μπροστά στα μάτια μας να παρουσιάζεται η ιστορία μιας γυναίκας, ενός σημαντικού συνανθρώπου μας και όχι μιας γυναίκας - ιδέας, που μπορεί και να υπήρξε η Κυρά της Ρω. Θέλω να πω ότι το θέμα της ελληνικής σημαίας που ανεβοκατέβαζε η συγκεκριμένη γυναίκα σε ένα νησάκι της ακριτικής Ελλάδας για άλλους μπορεί να είναι το πλέον συγκινητικό στοιχείο της ύπαρξης της. Για τον Σκαραγκά, ωστόσο, καθώς και για μένα και για άλλους, υποθέτω, περισσότερο ενδιαφέρον έχει το κείμενο καθ'αυτό, πόσο μάλλον όταν στο μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται σε μυθοπλασία και όχι σε ντοκουμέντα. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη δεν ήταν Φιλιώ Χαϊδεμένου, που έζησε ως τα 107 της και πρόλαβε σε βαθιά γεράματα να δώσει πολλές συνεντεύξεις. Μία συνέντευξη της υπάρχει μόνο στον Φρέντυ Γερμανό και μερικές μαρτυρίες των κατοίκων του Καστελόριζου που πέρασε το πιο μεγάλο κομμάτι της ζωής της, απέναντι από τη Ρω. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο που έγραψε γι' αυτήν ο Σκαραγκάς είναι ένας άθλος! Ένα καθ'όλα ποιητικό κείμενο που άλλοτε διαβάζεται - ακούγεται - βλέπεται σαν λαογραφικό εγχειρίδιο, σαν μια καταγραφή της ελληνικής ιστορίας του 20ου αι. επίσης, όπως και σαν μια πολύτιμη συλλογή ανθρώπινων λαϊκών ψυχολογικών αντιδράσεων που σήμερα τείνουν να εκλείψουν, έτσι αψυχολόγητη, σκληρή και βιομηχανοποιημένη που έγινε η εποχή μας. Όταν η Κυρά της Ρω αφηγείται τη ζωή της μεταφέρεσαι στο σπίτι σου στο χωριό και στον τοίχο σου ξαναβλέπεις το παλιό μπατίκ της γιαγιάς σου. Είναι τόσο έντονο και ''ζωντανό'' το κείμενο που προσφέρεται για ένα ταξίδι με χρονομηχανή μαζί με το δάκρυ, το γέλιο, την απώτερη συγκίνηση των επίδοξων ταξιδιωτών. 
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη, μαυροντυμένη και επιβλητική, σαρώνει τη σκηνή, πατώντας πάνω στο μινιμαλιστικό εμπνευσμένο ντεκόρ, συνοδεία ενός μόνο τσελίστα, που καθισμένος στο ημίφως, παίζει άλλοτε ήχους θαλασσινούς και άλλοτε σκοπούς της νησιώτικης Ελλάδας. Η Μπαξεβάνη σε ορισμένα σημεία μοιάζει να παραληρεί, μεθυσμένη από τον πόνο που βίωσε ο χαρακτήρας της. Κλαίει για το καταβύθισμα στην προσωπική της μοναξιά - τη δική της ή της ηρωίδας, θα σας γελάσω, καθώς παίζει με τέτοια αφοπλιστική αμεσότητα! Η Μπαξεβάνη επί σκηνής θυμίζει Κλυταιμνήστρα πεταμένη στα σκοτεινά ανάκτορα των Μυκηνών. Κι όταν στο τέλος έρχεται μπροστά - μπροστά, σαν να βλέπει τους θεατές καταπρόσωπο, λέει πως η σημαία της Ελλάδας φτιάχτηκε από κυριακάτικα τραπέζια της χαράς. Ούτε από γαλάζιο, ούτε από Εσταυρωμένους και όλα τα συναφή. Δεν κουρελιάζεται εύκολα η σημαία αυτή, δεν μπορεί δηλαδή να κουρελιαστεί. Και τότε η Φωτεινή Μπαξεβάνη μοιάζει με δέντρο ελιάς ριζωμένο βαθιά στη γη! Το φως σβήνει, η παράσταση τελειώνει κι εγώ βγαίνοντας σαν να άκουσα τη φωνή της εξίσου ανεμοδαρμένης Φλέρυς Νταντωνάκη, να μου λέει: ''Τότε τι τραγούδησα τα βράδια, να ημερώσουμε τον Αλλότριο μαζί με την Κυρά της Ρω''...

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Ο - κατά Χρήστος Σουγάρης - Αίας του Σοφοκλή στο Από Μηχανής Θέατρο είναι μία εναλλακτική πρόταση ψυχαγωγίας και ένα μοναδικό πάντρεμα της εικαστικής με τη θεατρική τέχνη

Καταρχάς είναι τόλμημα για τον σκηνοθέτη Χρήστο Σουγάρη να πάρει μιαν όχι και τόσο γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή, τον Αίαντα, ώστε να τον μεταφέρει στη σκηνή ενός θεάτρου στον Κεραμικό που δεν καλύπτει σαφώς αυτό που λέμε μεγάλο εμπορικό θέαμα. Διότι, πάντα σε ένα έργο αναζητάς τον πυρήνα του και όχι το θεαθήναι, μιλώντας για την εμπορική αποδοχή που μπορεί να σημειώσει. Απ' την άποψη αυτή, λοιπόν, ο Αίας ευτύχησε στα χέρια του Σουγάρη διότι και ιδέες έχει και καλό καστ έφτιαξε και ο θεατής βγαίνει και θέλει λίγη ώρα να επανέλθει στη ζώσα πραγματικότητα. Για να γίνω και πιο ακριβής, καμία ατάκα από το αρχαίο κείμενο - στη μετάφραση της ομάδας Εν Κύκλω - δεν πετιέται στο πάτωμα, καμία ερμηνεία δεν είναι στον αέρα και καμία ατμόσφαιρα δεν χτίζεται προς εντυπωσιασμό και μόνο, σε εποχές που τα ευρήματα, αν δεν είναι πετυχημένα, απλώς τονίζουν περισσότερο τη σκηνοθετική φτώχεια. Ο Σουγάρης δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Είναι ένας σκηνοθέτης (νομίζω ότι έχω δει και παλιότερες δουλειές του) που ξέρει καλά τι θέλει από τους συνεργάτες του και κυρίως το πώς θα το δείξει στη σκηνή και το πώς θα παρασύρει τους θεατές στο δικό του θεατρικό σύμπαν για περίπου μιάμισι ώρα που διαρκεί η παράσταση. 
Δεν έχει νόημα να παραθέσω το ιστορικό - κοινωνικό πλαίσιο της τραγωδίας ή βιογραφικά στοιχεία του Σοφοκλή κ.λπ., πράγματα δηλαδή τα οποία βρίσκει κανείς με μια τσάρκα στο διαδίκτυο. Έχει και παραέχει νόημα, όμως, να εξάρω τις αρετές της παράστασης, που σε λίγες μέρες, στις 12 Ιανουαρίου, ολοκληρώνει τον φετινό κύκλο της στο Από Μηχανής Θέατρο για ν' ακολουθήσει το ανέβασμα στη Θεσσαλονίκη με το ΚΘΒΕ και οι περιοδείες σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια: Μου άρεσαν οι ποιητικές εικόνες που φτιάχτηκαν και που τηρουμένων των αναλογιών θύμισαν με την πλαστικότητα τους, εικαστικούς πίνακες - αναφέρομαι περισσότερο στη σκηνή που οι σύντροφοι του ξεπαλουκώνουν το νεκρό σώμα του Αίαντα με σκοπό την υπέρτατη πράξη της ιερής ταφής του. Μου άρεσε ακόμη που για το ρόλο της θεάς Αθηνάς επιλέχθηκε η Νίκη Σερέτη, μία αναγνωρίσιμη, από την τηλεόραση κυρίως, ηθοποιός. 
Η Σερέτη τα έβγαλε πέρα άψογα στο ρόλο της κινητήριας δύναμης της δράσης που ναι μεν κάθεται την περισσότερη ώρα στο background, πετυχαίνει όμως να επιβληθεί με ένα ήρεμο ερμηνευτικό σθένος. Πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σουγάρη που ήθελε την Αθηνά του σαν μία εκφωνήτρια στην ουσία ή και τηλεπαρουσιάστρια, θα τολμούσα να πω! Τι παράξενο μέσα από την καθαρή στακάτη άρθρωση της ηθοποιού να αναδεικνύεται μία αποστασιοποίηση και μία ψυχρότητα, που παραπέμπει στη σχολή του συχωρεμένου Λευτέρη Βογιατζή ή και τις ατάκες των πρώτων ταινιών του Λάνθιμου! Με την Αθηνά της Σερέτη και του Σουγάρη, ο Αίας που έρχεται από τα βάθη του χρόνου μοιάζει να κατακεραυνώνει την αποβλάκωση των μαζών και τη χειραγώγηση τους από τους εκπροσώπους των σύγχρονων ΜΜΕ. Πάνω απ' όλα περνάει το μήνυμα του ίδιου του Σοφοκλή: Καμία απολύτως εξουσία, αν υποτεθεί πως η εξουσία φθείρει και διαφθείρει τον άνθρωπο, δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Οι άνθρωποι αφήνονται έρμαια των παθών και των κατώτερων ενστίκτων τους, διψασμένοι για αίμα, χωρίς τελικά καμία θεϊκή παρέμβαση να μπορεί να τους σώσει. Τι προτείνει η παράσταση γι' αυτό; Τη συμβίωση, τη συνύπαρξη σαν ένα ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα που δεν αργεί να σαρώσει τη σκηνή από το πρώτο 15λεπτο της έναρξης της. Θα πρόσθετα και έναν διάχυτο ερωτισμό που θα τον συνέδεα έως και με την απενοχοποίηση του σεξουαλικού ορμέμφυτου σε μία μιλιταριστική κοινωνία, η οποία έχει αντικαταστήσει την ζωογόνο καύλα με την τάση για καταστροφή και θάνατο! Εδώ βέβαια το λόγο κυριολεκτικά έχουν οι υπόλοιποι ηθοποιοί: Ο Χριστόδουλος Στυλιανού, ένας επιβλητικός Αίαντας, που βρίσκει το θάνατο στα μισά περίπου του έργου, η Τέκμησσα - Ελεάνα Γεωργούλη, ο Τεύκρος - Αλέξανδρος Τούντας, ο Αγαμέμνων - Παναγιώτης Μαρίνος, ο Οδυσσέας - Σεραφείμ Ράδης. Είχα την ευκαιρία τα τελευταία χρόνια να παρακολουθήσω αρκετές θεατρικές απόπειρες αρχαίων κειμένων σε σκηνές του κέντρου της Αθήνας. Δε σημαίνει δηλαδή πως το αρχαίο θέατρο πατάει μόνο πάνω στη θυμέλη της Επιδαύρου, ούτε σε κάποιο γκλάμουρ διαμορφωμένο χώρο. Υπέρ πάντων μετράει το όραμα και η άποψη του εκάστοτε σκηνοθέτη μαζί με την προσέγγιση του στον Μύθο και όλα τα επί μέρους στοιχεία, αρχής γινομένης από τους ηθοποιούς μέχρι τον μουσικό και τον φωτιστή του. Ο Αίας του Σοφοκλή στο Από Μηχανής Θέατρο (επαναλαμβάνω, κατεβαίνει στις 12 Ιανουαρίου) είναι μια δυνατή θεατρική παράσταση και μία εναλλακτική πρόταση ορίτζιναλ ψυχαγωγίας. Δεν φαντάζεστε πόσο ευεργετική είναι ειδικά μετά την φυσική και συναισθηματική κραιπάλη της Πρωτοχρονιάς...