Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

«Το Ταγκαλάκι» στην Εφημερίδα των Συντακτών - Γράφει η Ιωάννα Σωτήρχου


Ευχαριστούμε πολύ την καλή συνάδελφο Ιωάννα Σωτήρχου που βρέθηκε στο θέατρο Arroyo το Σάββατο 5 Οκτωβρίου, στην έναρξη των παραστάσεων μας, και δημοσίευσε στην Εφημερίδα των Συντακτών αυτό το όμορφο κείμενο για το έργο μαζί με τις απαντήσεις μου στις ερωτήσεις της.  

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

«Ντίνος Χριστιανόπουλος - Το Ταγκαλάκι»: Έγραψαν για την παράσταση μας

Σάββατο 12/10/2024 με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων
Ο ποιητικός θυμός του Ντίνου Χριστιανόπουλου και η αδίστακτη ειρωνεία του. Μια ασπίδα προστασίας του ίδιου του εαυτού του. Με τη μαεστρία του μας αποκαλύπτει τις ευάλωτες πλευρές αγαπημένων ποιητών, μουσικών, συγγραφέων, τους προσωπογραφει καυτηριάζοντας, διαφωνώντας, χτυπώντας τους εκεί που κρύβονται. Με ειρωνική τρυφεροτητα! Η μοναχικότητα και η μοναδικότητα ενός περίφημου ποιητή αριστοκράτη ταπεινού Ακατάδεκτου σε μια παράσταση «κέντημα», μια παράσταση που αποτυπώνει το ιδιαίτερο ίχνος του ποιητή του αγαπημένου, του ασυμβίβαστου. Σκηνοθεσία παράδειγμα λιτότητας και ουσίας, ένα κείμενο που ρέει από την έμπειρη πένα του Αντωνη Μποσκοΐτη. Ο Χάρης Φλέουρας ηθοποιός που ερμηνεύει φωνή, ψυχή και σώματι, απόλαυση κάθε λέξη με την κοφτερή γλώσσα και το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα. Εύγε!

Λουδοβίκος των Ανωγείων, τραγουδοποιός

Σάββατο 12/10/2024 με τη Σοφία Παπάζογλου και τη Μαρίνα Βλαχάκη
Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον είδα πρώτη φορά το 1997 στο Μύλο στη Θεσσαλονίκη σε κοινή μας συναυλία με την Πόλυ Πάνου και τη Μαριώ, τις οποίες λάτρευε. Ε, λοιπόν το ξαναείδα χτες στο θέατρο Arroyo στον Κεραμεικό ολοζώντανο μπροστά μου! Μην το χάσετε για κανένα λόγο, ακόμη κι αν δεν έχετε διαβάσει ποιήματα του Χριστιανόπουλου, ακόμη κι αν δεν ξέρετε τίποτα γι' αυτόν. Αξίζει από πολλές πλευρές να δείτε την παράσταση. Εκπληκτικός- απίθανος ο Χάρης Φλέουρας στον ρόλο του Χριστιανόπουλου και βέβαια ο Αντώνης Μποσκοΐτης αποτελεί την ψυχή της παράστασης που χωρίς το πάθος του για την τέχνη και τους υπηρέτες της, θα είχαμε χάσει πολλά κομμάτια από τις ζωές και την προσωπικότητα αγαπημένων καλλιτεχνών. Αντώνη, εύχομαι πάντα να έχεις τέτοιες εμπνεύσεις! Καλή σας επιτυχία, που είναι σίγουρη!

Σοφία Παπάζογλου, ερμηνεύτρια

Όλες όσες γνωρίζαμε τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο στη ζωή, είχαμε την εντύπωση πως η δουλειά του Αντώνη Μποσκοΐτη δίνει μια γεύση παράτασης της ζωηή του για το πολύ γλυκό αυτό θεατρικό δρώμενο. Με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο δεν συμφωνούσαμε σε όλα, αλλά με τον Ντόνο Χριστιανόπουλο γίναμε όλες καλύτερες. Ευχαριστώ τους συντελεστές της παράστασης αυτής στο Θέατρο ARROYO της Μεγ. Αλεξάνδρου στο Γκάζι. Να την δείτε!

Γρηγόρης Βαλλιανάτος, δημοσιογράφος - ακτιβιστής

Σάββατο 12/10/2024 ο Γιώργης Χριστοδούλου και ο Χάρης Φλέουρας με την Ανδριάνα Μπάμπαλη
Χθες το βράδυ στο θέατρο Arroyo παρακολουθήσαμε την παράσταση «Το Ταγκαλάκι» του Αντώνη Μποσκοΐτη, που αφορά στον παράδοξο ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Το πιο παράδοξο βέβαια ήταν ότι ο Χριστιανόπουλος ήταν εκεί, ζωντανός! Πρώτη φορά βλέπω Έλληνα ηθοποιό που παίζει ένα αληθινό χαρακτήρα να γίνεται το ίδιο πρόσωπο! Υπέροχος Χάρης Φλέουρας! Συγχαρητήρια στον αγαπημένο μου Γιώργη Χριστοδούλου για τις μικρές μουσικές υπογραμμίσεις του και το ωραίο τραγούδι και στον Αντώνη για το κείμενο και την ιδέα. Μην το χάσετε, κάθε Σάββατο και Κυριακή.

Ανδριάνα Μπάμπαλη, τραγουδοποιός - ερμηνεύτρια 

Κυριακή 13/10/2024 με τον Βαγγέλη Λιακόγκονα και τον Γιάννη Φιλίππου
Σπεύσατε στο «Ταγκαλάκι», την επί σκηνής μεταφορά της συνέντευξης του Αντώνη Μποσκοΐτη στον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον οποίο υποδύεται αριστοτεχνικά ο Χάρης Φλέουρας, για λίγα Σαββατοκύριακα ακόμα! Έχοντας πάρει και ο ίδιος συνέντευξη από τον εκλιπόντα ποιητή το 2012, όταν άνοιξε και σε μένα το σπίτι του στις Σαράντα Εκκλησιές, στη Θεσσαλονίκη, ομολογώ πως έμεινα άναυδος από την ομοιότητα που διέκρινα σήμερα… Απόψε τον είχα ξανά απέναντί μου, του συστήθηκα και μου συστήθηκε πάλι… Με αιφνιδίασε και χαμογέλασα αμήχανα… Όπως τότε…Μια υπόκλιση, λοιπόν, στο υποκριτικό ταλέντο του Χάρη, ένα μεγάλο μπράβο για τη δεξιοτεχνία και τη μελέτη του interviewer Αντώνη, κι ένα ακόμα μεγάλο μπράβο στην μαεστρία του Γιώργη που έντυσε μουσικά την παράσταση! Αλλά κι ένα «χαίρε», στον σημαντικό αυτό ποιητή, Ντίνο Χριστιανόπουλο…

Βαγγέλης Λιακόγκονας, δημοσιογράφος 

Μια υπέροχη παράσταση που με άμεσο, απλό και θεσπέσιο αριστοτεχνικά τρόπο μας μετέφερε στο σύμπαν του Ντίνου Χριστιανόπουλου ήταν κι αυτή που με ξεκούρασε αυτό το Κυριακάτικο βράδυ στο ΘΕΑΤΡΟ ARROYO. Ξέχασα απ' το πρώτο δευτερόλεπτο ότι βρίσκομαι σε θέατρο και ξαφνικά βρέθηκα στο ίδιο το σπίτι του ποιητή που εξαίσια ενσαρκώνεται -για να μην πω εμψυχώνεται- απο τον Χάρη Φλέουρα παρακολουθώντας μια συνέντευξη του στον Αντώνη Μποσκοΐτη. Νεράκι κύλησε η ώρα και κάθε στιγμή γεμάτη, εναργής και - το κυριότερο - φροντισμένη από τους συντελεστές! Αυτή τη φροντίδα που πήρα απόψε όποιος θέλει μπορεί να την κοινωνήσει κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00 ! Αλήθεια μην το χάσετε!

Μάνος Σαραντίδης, μουσικός 

Σάββατο 12/10/2024 με τον τραγουδοποιό Γιάννη Κουλλιά, τον Χάρη Φλέουρα και τον Γιάννη Κολλιάκο

Η συνέντευξη που είχε πάρει το 2013 ο Αντώνης Μποσκοΐτης από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, έχει γίνει θεατρικό από πέρσι. Και τώρα, ύστερα από έναν κύκλο επιτυχημένων παραστάσεων, στο φετινό του ανέβασμα στην Αθήνα, είχα την χαρά να το παρακολουθήσω με τους φίλους μου. Την συνέντευξη την γνώριζα, την είχα διαβάσει κι είναι από τις καλύτερες του Αντώνη. Έμεινα έκπληκτος από την ερμηνεία του Χάρη Φλέουρα, η οποία αποτελούσε μεταξύ άλλων μία ολοζώντανη μεταφορά της φωνής του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ολοζώντανη η μορφή του ποιητή στην σκηνή κι είναι κάτι το ασύλληπτο! Το τραγούδι της παράστασης είναι σε στίχους του συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη, η μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου και η ερμηνεία του Παντελή Θεοχαρίδη. Θέατρο Arroyo στη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μην την χάσετε αυτή την παράσταση.

Γιάννης Κολλιάκος, μουσικογράφος

Σάββατο 12/10/2024 ο Χάρης Φλέουρας με τη Σοφία Φιλιππίδου και πίσω ο Πέτρος Τατσόπουλος με μένα να του λέω κάτι

Μόλις γύρισα από την πρεμιέρα της παράστασης του Αντώνη Μποσκοϊτη «Το Ταγκαλάκι» σε κείμενο και σκηνοθεσία δική του. Πρέπει να δείτε αυτόν τον υπερταλαντούχο ηθοποιό τον Χάρη Φλέουρα να ενσαρκώνει τον Ντίνο Χριστιανόπουλο... να σε ταξιδεύει στον κόσμο της ποίησης και στην ψυχοσύνθεση του "παράδοξου" ποιητή να σε μεταφέρει στον "στενό" χωροχρόνο του στην Θεσσαλονίκη στο σπίτι με τις τρεις γάτες του και να κατασκευάζει με το θεατρικό του ένστικτο μια εντελώς δική του θεατρική οντότητα! Συγκινητική ερμηνεία. Συγχαρητήρια στον Αντώνη Μποσκοϊτη και σε όλους τους συντελεστές!

Σοφία Φιλιππίδου, ηθοποιός - σκηνοθέτιδα - ποιήτρια

Σάββατο 5/10/2024 με τον Κωνσταντίνο Στεφανή, τη Ναταλία Ρασούλη, τον Χάρη Φλέουρα και τον Γιώργη Χριστοδούλου

Εχθές στο Θέατρο Arroyo, είχαμε μια υπέροχη γνωριμία με τον άνθρωπο Ντίνο Χριστιανόπουλο, μέσω των συνεντεύξεων και της σχέσης του με τον εξαιρετικό σκηνοθέτη, δημοσιογράφο και φίλο Αντώνη Μποσκοΐτη, ο οποίος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο τον σεβάστηκε, αλλά και τον τσίγκλησε έτσι, ώστε ο Χριστιανόπουλος να δώσει απαντήσεις που φώτισαν με έναν διαφορετικό τρόπο την προσωπικότητά του. Ο Αντώνης θεατροποίησε την σχέση του αυτή και έφτιαξε ένα μονόπρακτο που, πραγματικά, ήταν εξαιρετικό: "Το Ταγκαλάκι". Ο Χάρης Φλέουρας, ήταν ο ίδιος ο Ντίνος Χριστιανόπουλος επί σκηνής, ο οποίος προσέγγισε με σεβασμό και ταυτίστηκε με τον ρόλο. Ένιωσα την ένταση, την αντίφαση, την σπαραχτικότητα, την αυστηρότητα, την τρυφερότητα και για να είμαι ακόμα πιο συγκεκριμένη, τη Μικρασιατική κουλτούρα του ποιητή. Με έκανε να τον αγαπήσω, να τον πονέσω ακόμα περισσότερο. Πραγματικά, πολύ σπουδαίος ηθοποιός. Ο Γιώργης Χριστοδούλου έγραψε την υπέροχη μουσική και τραγούδι για την παράσταση, ο μοναδικός Θωμάς Κοροβίνης τους στίχους, και ο Παντελής Θεοχαρίδης, το αηδόνι, το ερμήνευσε εξαιρετικά. Να πάτε να δείτε οπωσδήποτε το "Ταγκαλάκι" στο πολύ όμορφο αυτό θέατρο, γιατί θα νιώσετε τον συγκλονιστικό και ιδιαίτερο αυτόν ποιητή, ακόμα πιο μέσα σας. Ένα μεγάλο μπράβο! Μπράβο και στα παιδιά της παραγωγής, τις αγαπημένες μου Έλλη Ρουμπέν, Έλενα Χριστάκου και Νταίζη Λεμπέση. Συγχαρητήρια σε όλους σας!

Ναταλία Ρασούλη, ερμηνεύτρια - τραγουδοποιός  


Αλέξανδρος Τζοβάνης, ερμηνευτής
Σάββατο 12/10/2024 με τον Απόστολο Σταυρόπουλο

Το Ταγκαλάκι τoυ φίλου Αντώνη Μποσκοΐτη. Μια εξαιρετική παράσταση ηθογραφία του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ο Αντώνης δεν είναι μόνο πολύ καλός δημοσιογράφος αλλά και πολύ καλός σκηνοθέτης σε άψογη συνεργασία με τον Χάρη Φλέουρα που ενσαρκώνει τον ποιητή και θες να τον πεις Ντίνο γιατί είναι ολόιδιοι! Μαζί με τη μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου μας μεταφέρουν στην ζωή του ποιητή με αριστουργηματικό τρόπο. Επειδή είχα την τιμή να γνωρίσω και τον ίδιο τον Ντίνο Χριστιανόπουλου πιστεύω ότι αν είδε την παράσταση από όπου βρίσκεται θα είναι απ' τις λίγες φορές που δεν θα είναι…«Εναντίον»! Ευχαριστώ θερμά , Να πάτε οπωσδήποτε! 

Απόστολος Σταυρόπουλος, σκηνοθέτης  

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Παρασκευή 11.10.2024: Μια συναυλία ιστορικής σημασίας παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο

Φροντίσαμε να είμαστε στο Καλλιμάρμαρο ακριβώς στις 6 το απόγευμα, αφού η προσέλευση του κόσμου προβλεπόταν τεράστια και θέλαμε να προλάβουμε θέσεις σε κάποια κερκίδα κοντά στο stage. Τα καταφέραμε! Ήδη ακριβώς μια ώρα πριν την έναρξη της συναυλίας η αρένα μπροστά άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά από νέα παιδιά, αλλά και ανθρώπους όλων των ηλικιών που κρατούσαν παλαιστινιακές και «πειρατικές» σημαίες (με τη νεκροκεφαλή). Λογικό και το πρώτο και το δεύτερο. Ο θάνατος ήταν η αιτία που μαζευτήκαμε όλοι εκεί, όχι μόνο των 57 ατόμων που χάθηκαν στα Τέμπη τον Φλεβάρη του 2023, μα και των χιλιάδων αμάχων που ακόμη ξεκλειρίζονται στη Λωρίδα της Γάζας. Στις 7 ξεκίνησε η συναυλία με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, που ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς δεν είχε ανακοινωθεί η συμμετοχή του. 

Ο αγαπημένος τροβαδούρος βγήκε στη σκηνή για δεκαπέντε λεπτά, μέσα στα οποία τραγούδησε με το μαντολίνο του τη «Ριρίκα», ένα μοιρολόι από τα μέρη του, τα Ανώγεια, αλλά και μία μπαλάντα που έγραψε για την εθνική τραγωδία. Η σπαραξικάρδια ιστορία της «Ριρίκας» ήταν το κομμάτι που άνοιγε κάποτε το δίσκο του, «Μοιρολόγια» (1985), που είχε βγει από τον Σείριο του Χατζιδάκι, ενώ είχε επανακυκλοφορήσει στο άλμπουμ «Το τελευταίο τραγούδι» (2008). Με το «καλημέρα» της εκδήλωσης μνήμης, είχα την εντύπωση πως στο Καλλιμάρμαρο βρισκόταν και ο Μάνος Χατζιδάκις διαμέσου ενός δικού του «παιδιού» που εδώ και σαράντα χρόνια υπηρετεί μια τέχνη λιτή, ασκητική και άκρως επικοινωνιακή αν υποτεθεί πως το «τραγούδι του πόνου, πόνο άλλο δεν έχει» παρά μόνο συγκινεί μέχρι δακρύων τους αποδέκτες του. 

Στις 7.15 με την αποχώρηση του Λουδοβίκου των Ανωγείων από τη σκηνή, τη θέση τους πήραν οι Κοινοί Θνητοί, το συγκρότημα από το Αλιβέρι Ευβοίας. Με εντυπωσίασαν και με κέρδισαν, εμένα που δεν τό'χω με το χιπ χοπ, πρωτίστως για τη φύση της μουσικής τους και, φυσικά, για τους στίχους τους που τσάκιζαν κόκαλα! «Για εμάς το έγκλημα στα Τέμπη ήταν κρατική δολοφονία» είπε από μικροφώνου ο Αντώνης Μεϊμάρης εκ μέρους της μπάντας και εν είδει παρέμβασης στο μουσικό πρόγραμμα. Προηγουμένως, μαζί με τους Κοινούς Θνητούς τραγούδησε και ο Δημήτρης Μυστακίδης ένα κομμάτι που ένωνε τη ραπ με το ρεμπέτικο, αφού η μουσική των Κοινών Θνητών ήταν αυτή που - όπως ήδη είπα - κέρδισε τις εντυπώσεις. Στα τραγούδια τους που ακούσαμε, υπήρχαν στοιχεία από τη funk και τα blues μέχρι το ρεμπέτικο πάντα μέσα από το δικό τους χιπ χοπ ιδίωμα. Άσε που οι Κοινοί Θνητοί έχουν ρεύμα τα τελευταία δύο χρόνια που εμφανίστηκαν, κάτι που έγινε αντιληπτό χθες με χιλιάδες νέα παιδιά να τους σιγοντάρουν! Δεν γνωρίζω ποιος τους κάλεσε (άκουσα πως ήταν επιλογή του Θανάση Παπακωνσταντίνου), πάντως τους βρήκα τρομερά ταιριαστή «εισαγωγή» στη συγκεκριμένη συναυλία μνήμης και διαμαρτυρίας. 

Στις 8 ακριβώς ανέβηκε στη σκηνή ο Φοίβος Δεληβοριάς με το συγκρότημα του. Τι να πεις για τον Φοίβο που, αν και μεσουράνησε τις δεκαετίες του 1990 και του millennium, είναι απ' αυτούς τους τραγουδοποιούς που ανανέωσαν τη σχέση τους με το κοινό και ανακαλύφθηκαν εκ νέου. Θαυμάζω κι εγώ λοιπόν την πολιτική σκέψη του Δεληβοριά που καταφέρνει να την εμποτίζει πάντα με τις προσωπικές του ιστορίες, τις οποίες κάνει τραγούδια άμεσα και ευθύβολα, φροντίζοντας πάντα τον ήχο του. Πολύ σωστή η επιθυμία του να παίξει εκεί, μπροστά σε 50.000 κόσμου, την καινούργια μπαλάντα του, που έγραψε το προηγούμενο βράδυ - όπως είπε ο ίδιος - και που αφιέρωσε στους συγγενείς των θυμάτων. Έτυχε να καθίσω στην ίδια κερκίδα που κάθονταν και οι περισσότεροι χαροκαμένοι γονείς. «Δεν θα κάνω πίσω και δεν θα ξεχάσω/ θα σε πάρω εγώ, παιδάκι μου, όταν φτάσω»: Μ' αυτούς τους στίχους έκλεισε ο Φοίβος το τραγούδι του και ξαφνικά είδα ανθρώπους δίπλα μου, εκεί που πριν συζητούσαν μεταξύ τους, να έχουν σκύψει τα κεφάλια και να σκουπίζουν τα μάτια τους. Για μένα η κορυφαία στιγμή της βραδιάς, όταν ένα τραγούδι που κανείς δεν είχε ξανακούσει, πέτυχε να ενώσει τον κόσμο και να προκαλέσει τα πιο ευγενή συναισθήματα του. Παραδόξως ο Φοίβος δεν ενέταξε στο πρόγραμμα του την «Υβρεοπομπή» που θα ταίριαζε πολύ. Ορθότατα έπραξε κατά τη γνώμη μου. Δεν ήθελε προφανώς ένα τόσο χαβαλεδιάρικο τραγούδι, μες στα μπινελίκια, να επισκίαζε την καινούργια σπαρακτική μπαλάντα του. Τραγούδησε όμως τον «Καθρέφτη» του, μια δημιουργία που ακόμη κατατάσσω μέσα στα σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια των τελευταίων 25 χρόνων. Η ίδια χατζιδακική αίσθηση που μου έβγαλε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ίσχυσε και για τον Φοίβο Δεληβοριά, αφού ο νους μου έτρεξε στην «Παρέλαση» του από το 1989, τότε που ο μέντοράς του, Μάνος Χατζιδάκις, τον σύστηνε στη δισκογραφία. Για δες! Ένας δημιουργός που ξεκίνησε στα 16 του και που σήμερα, στα πενήντα του, κατάκτησε την κορυφή με σκληρή δουλειά και συνέπεια. Κάτι τέτοια εμένα με συγκινούν στους καλλιτέχνες που θεωρώ την παρουσία τους χρήσιμη για το κοινωνικό σύνολο. 

Ακριβώς στις 8.45 τον Δεληβοριά διαδέχτηκε η Τάνια Τσανακλίδου με τους μουσικούς - μουσικάρες της, σαν τον Σπύρο Μάνεση στο πιάνο και τον Κώστα Νικολόπουλο στις κιθάρες. Σταθερή αξία η Τσανακλίδου! Με ένα μακρύ φουλάρι στα χρώματα της παλαιστινιακής σημαίας και, κυρίως, με μιαν ηρεμία στο λόγο της, η δημοφιλής ερμηνεύτρια (ίσως η πλέον δημοφιλής ακόμη από τη γενιά της) επέλεξε να λειτουργήσει και ως (μετα)φορέας πολλών ακόμη δημιουργών που δεν μπόρεσαν να είναι στο Καλλιμάρμαρο: Ξεκίνησε με το «Γράμμα στον κύριο Νίκο» του Γιώργου Ανδρέου, συνέχισε με το αριστουργηματικό «Νανούρισμα» («προσευχή» το χαρακτήρισε) του Χρήστου Λεοντή και του Federico Garcia Lorca, μας θύμισε τις «Μοίρες» του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, ενώ έκλεισε με τον «Ανθρωπάκο» των Γιώργου Χατζηνάσιου - Λευτέρη Παπαδόπουλου. Εκεί να δεις νεολαίους να τα σπάνε με τους στίχους «Θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια». Η πιο επαναστατική νότα, όμως, στο απολύτως εναρμονισμένο με τη συναυλία ρεπερτόριο της Τσανακλίδου, ίσως και σε ολόκληρη την εκδήλωση, ήταν ο «Μικρόκοσμος» του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους Ναζίμ Χικμέτ. Η Τσανακλίδου που βρισκόταν σε μεγάλες φωνητικές φόρμες το έσκισε κυριολεκτικά το εν λόγω πολιτικό τραγούδι του Μικρούτσικου, ξεσηκώνοντας τα πλήθη στο στάδιο! 




Στις 9.15, μισή ώρα αφότου ανέβηκε στο stage, η Τσανακλίδου έδωσε τη θέση της στον Σωκράτη Μάλαμα, τον έναν από τους δύο...highlight καλλιτέχνες της βραδιάς. Περίπου ένα τέταρτο περιμέναμε μέχρι να στηθούν οι μουσικοί του και να φροντιστούν τα του ήχου, όταν όμως εμφανίστηκε ο Μάλαμας έδωσε το λόγο για λίγα λεπτά στη Μαρία Καρυστιανού, τη γυναίκα που βίωσε τη μεγαλύτερη τραγωδία στα Τέμπη μαζί και με τους άλλους γονείς. Εκεί να έβλεπες κλάμα από κάτω! Η Καρυστιανού μίλησε με οργή, πάθος και πόνο: «Όλη η Ελλάδα τραγουδάει τόσο δυνατά που σίγουρα ακουγόμαστε στους ουρανούς». Πραγματικά, όλη η Ελλάδα χθες είδε και άκουσε την Καρυστιανού να λέει πράγματα, τα οποία οδήγησαν σ' ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, που έκανε ένα ολόκληρο Καλλιμάρμαρο να σειστεί απ' άκρη σ' άκρη! Αυτές οι Μάνες που είδαν τα παιδιά τους να σκοτώνονται από το κράτος και που επιδίδονται σ' έναν δύσκολο αγώνα είναι και οι Μάνες που ήδη έχουν αναγορευθεί σε σύμβολα δημοκρατίας στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας. 

Μία ώρα ακριβώς, από τις 9.30 έως τις 10.30 το βράδυ, έπαιξε ο Σωκράτης Μάλαμας με τη μπάντα του και την Ιουλία Καραπατάκη στο τραγούδι. Τίποτα δεν άφησε απ' έξω απ' τα δεκάδες πιο κοσμαγάπητα τραγούδια του: Και την «Πριγκιπέσσα» είπε, και το «Να βάλω τα μεταξωτά», και το «Για την Ελλάδα», όταν όμως τραγούδησε την «Κοιλάδα των Τεμπών» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, δεν μπορούσαμε να μη σηκωθούμε όλοι όρθιοι με ιαχές και επευφημίες! Άλλη τεράστια στιγμή της βραδιάς! Στο μεταξύ, με το που βγήκε ο Μάλαμας άρχισαν να γεμίζουν ασφυκτικά έως και οι διάδρομοι του Καλλιμάρμαρου που οδηγούσαν στις εξόδους. Κι εγώ πάλι σκεφτόμουν πώς θα ένιωσε αυτός ο καλλιτέχνης που ναι μεν γεμίζει όλους τους χώρους την τελευταία εικοσαετία, χθες όμως βρέθηκε μπροστά σε 50.000 ανθρώπους! Αυτός που το 1985 έγραφε στη Θεσσαλονίκη τις «Ασπρόμαυρες ιστορίες» του, μη μπορώντας να διανοηθεί την τροχιά που θα έπαιρνε η πορεία του στο ελληνικό τραγούδι. Βλέποντας τον χθες είχα την αίσθηση πως ο Μάλαμας είναι πια μια κατηγορία από μόνος του μέσα ακριβώς στο ελληνικό τραγούδι. 

Το ίδιο θα έλεγα και για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το «μεγάλο όνομα» της βραδιάς που - κακά τα ψέματα - πολλοί ήταν εκεί για να τον ξανάβλεπαν, μια και, όπως έχει δηλώσει, προτίθεται να σταματήσει τις συναυλίες του. Μαζί του τραγούδησαν και πολλοί άλλοι από το συγκρότημα του, ωστόσο η Μάρθα Φριντζήλα που κι αυτή βγήκε με παλαιστινιακή μαντίλα, ερμήνευσε συγκλονιστικά το «Θα με δικάσει» των Δημήτρη Λάγιου - Μιχάλη Μπουρμπούλη φέρνοντας μνήμες στους λίγο μεγαλύτερους από την «έντεχνη» Σωτηρία Μπέλλου και το μεγάλο τραγούδι των Ελλήνων δημιουργών. «Ας ήταν οι άνθρωποι ζωντανοί ανάμεσά μας κι ας μη γινόταν ποτέ αυτή η συναυλία» είπε ο Παπακωνσταντίνου προτού ενώσει τη φωνή του μ' αυτή του κόσμου στο «San Michele», στην «Ανδρομέδα», στον «Διάφανο», στα «Έρημα κορμιά» και σ' όλα τα τραγούδια του, που, με μια δόση υπερβολής τώρα - το ομολογώ, τον έχρησαν «Έλληνα Johnny Cash» για την στοιβαρή πολιτική του θέση και τη στήριξη του πάντα στους αδικημένους του κόσμου όλου. 

Μέχρι λίγο πριν τα μεσάνυχτα που αποχώρησα από το Καλλιμάρμαρο, περνώντας ανάμεσα από χιλιάδες όρθιους που είχαν κατακλύσει τους διαδρόμους, ο Παπακωνσταντίνου βρισκόταν ακόμη στο stage. Ευτυχώς βρήκα αμέσως ταξί και γύρισα στο σπίτι μου ταραγμένος με ότι είχα την τύχη να ζήσω για πέντε ολόκληρες ώρες. Όπως ακριβώς σχολίασε λίγες ώρες αργότερα και η Τάνια Τσανακλίδου σε ανάρτηση μου στο facebook: «Αδύνατο να κοιμηθώ»...Μήπως μπορούσα εγώ και τόσοι άλλοι που έκαναν viral στα social media τα πολλά βιντεάκια από τη μοναδική αυτή συναυλία; 

Αναλυτικά το πρόγραμμα είχε ως εξής:

19.00 - 19.15: Λουδοβίκος των Ανωγείων

19.15 - 20.00: Κοινοί Θνητοί

20.00 - 20.45: Φοίβος Δεληβοριάς

20.45 - 21.15: Τάνια Τσανακλίδου

21.30 - 22.30: Σωκράτης Μάλαμας με Ιουλία Καραπατάκη 

22.50 - 24.00: Θανάσης Παπακωνσταντίνου με Μάρθα Φρντζήλα

Και κάτι τελευταίο: Διαβάζω ήδη γκρίνιες για το ποιος ήταν πιο πολιτικός χθες, ποιος πιο ευαίσθητος κλπ. από ανθρώπους που έχουν γνώμη για τα πάντα και, φυσικά, δημόσιο βήμα μέσω των social media. Φαντάζεστε τι θα γινόταν αν ο Θανάσης και ο Σωκράτης έκαναν «κήρυγμα» από μικροφώνου (ειδικά ο Θανάσης), όπως κάνουν στις συναυλίες τους; Σκέφτηκε κανείς πως οι δύο αυτοί καλλιτέχνες βγήκαν στη σκηνή με το φόβο να αρχίσουν τα καπνογόνα και τα συνήθη έκτροπα από κάτω, που θα γίνονταν αφορμή για να αμαυρωθεί ο σκοπός της συναυλίας; Εκεί πήγαμε για να διαμαρτυρηθούμε μετά μουσικής και να αποτίσουμε φόρο τιμής σε 57 χαμένες ψυχές. Δεν πήγαμε για να τα σπάσουμε λες και βλέπαμε τους Sex Pistols και τους Clash. Εννοείται πως με τη συμμετοχή τους, ΟΛΟΙ οι καλλιτέχνες το σκοπό της διαμαρτυρίας και της ψυχαγωγίας υπηρετούσαν. Αυτό έφτασε για να τους κάνει πολιτικοποιημένους, όπως τους ξέρει και τους αγαπάει ο κόσμος επί σειρά δεκαετιών. Μην τα θέλετε όλα δικά σας, σεβασμός πρωτίστως στον ιερό σκοπό της συναυλίας και έπειτα σ' αυτούς τους ανθρώπους που ασκούν μια τέχνη με συνέπεια. Εμένα αυτή είναι η γνώμη μου. Ας κρατήσουμε το ότι συμμετείχαμε κι εμείς με την παρουσία μας σε μία συναυλία ιστορικής σημασίας, απ' αυτές που όταν τα χρόνια περάσουν, θα λέμε «Ήμουν κι εγώ εκεί»! Και δίκιο θά'χουμε! 

* Στη συναυλία παρευρέθηκαν ακόμη ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, η Φωτεινή Λαμπρίδη, η Μυρσίνη Λοΐζου, ο Στέλιος Κούλογλου, ο Στέφανος Κασσελάκης, η Κυριακή Μάλαμα, η Δήμητρα Ματσούκα, ο Πέτρος Κόκκαλης, ο Σωκράτης Φάμελλος, ο Χάρης Τζωρτζάκης και πολλοί ακόμη εκπρόσωποι του πολιτικού και του καλλιτεχνικού χώρου.   

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Το αγαπημένο τραγούδι της Όλιας Λαζαρίδου είναι ο «Γυάλινος κόσμος» με τον Στέλιο Καζαντζίδη - Μία εκ βαθέων συνέντευξη με την ηθοποιό από το 2018

Ως φοιτητής κινηματογράφου γνώρισα την Όλια Λαζαρίδου μέσα από τη ''Γλυκιά συμμορία'' του Νίκου Νικολαΐδη και την ''Παραγγελιά'' του Παύλου Τάσιου. Συχνή και σημαντική παρουσία στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, μέλος μιας ανήσυχης παρέας καλλιτεχνών που περιλάμβανε σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ποιητές και μουσικούς, αγρίμια κι αγριμάκια. Η ίδια πιστεύει πως το ελληνικό σινεμά των χρόνων εκείνων ήταν αμήχανο και άχαρο. Κάπου λογικό να το λέει μία ηθοποιός που ταυτόχρονα συνεργαζόταν με την αφρόκρεμα των σκηνοθετών του ελληνικού θεάτρου, από τον Ζιλ Ντασέν και τη Μάγια Λυμπεροπούλου μέχρι τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Η Όλια Λαζαρίδου διαθέτει την πιο ωραία μελαγχολική φωνή – σαν όνειρο τη θυμάμαι τώρα και στα ”Παραμύθια της Κούκλας” το 1983 στην κρατική τηλεόραση. Το 2011 είχα την τύχη να τη δω στο δικό της ”+Κορίτσι Μπαταρία-”, που παρουσίασε μέσα στον ισόγειο χώρο μιας κολωνακιώτικης πολυκατοικίας. Ποιητική φιγούρα, μάτια πράσινα, γυναίκα ”ανοιχτόχρωμη”, ικανή να σε παρασύρει στο ατομικό της ηλεκτρικό φορτίο. Αναρωτήθηκα, λίγο πριν τη συναντήσω ένα απόγευμα στην πλατεία Μαβίλη, αν θα συνομιλήσω με έναν σνομπ άνθρωπο. Καθόλου δεν είναι σνομπ η Λαζαρίδου! Αν ήταν δηλαδή, δεν θα ανοιγόταν τόσο πολύ στη συνέντευξη που θα διαβάσετε: Διότι δεν μιλήσαμε τελικά μόνο για θέατρο και κινηματογράφο, αλλά και για πολλά άλλα πράγματα, που άπτονται της ευρύτερης φιλοσοφίας της και αντίληψης για τον κόσμο και τους ανθρώπους. 

Χαιρετώ την ηθοποιό με την ωραιότερη φωνή στο ελληνικό θέατρο! Να μην ξεκινήσουμε, λέγοντας πως ο πατέρας σας υπήρξε ραδιοφωνικός εκφωνητής;

Ο πατέρας μου ήταν ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά και εκφωνητής. Φίλος του Οικονομίδη επίσης. Εγώ γεννήθηκα στο Κολωνάκι, Πλουτάρχου, και προτιμούσα να λέω ότι ο μπαμπάς μου ακούγεται από το ραδιόφωνο παρά το ότι ήταν υπάλληλος. Μου φαινόταν πιο χάι το άλλο! Είχε πολύ ωραία φωνή ο πατέρας μου!

Θα ήθελα να τη φέρετε τώρα στο μυαλό σας και να μου την περιγράψετε.

Ήταν μια ωραία βαθιά φωνή. Θύμιζε τον Χορν. Ήταν και λίγο θεατρίνος! Ερχόταν να με πάρει από το σχολείο, το Αρσάκειο που πήγαινα τότε, με κάτι κασκέτα και καρό σακάκια. Ήταν σαν τον Κάρι Γκραντ, αυτό το στυλ. Θυμάμαι ότι κατέβαιναν τα κοριτσάκια για να τον δουν με το ανοιχτό αυτοκίνητο του, που ήταν κάτι τότε. 

Μοναχοκόρη είσαστε;

Έχω μία αδερφή ετεροθαλή από το δεύτερο γάμο του πατέρα μου, που δεν έχουμε ζήσει μαζί. Εκ των υστέρων μεταξύ μας τα «φτιάξαμε» μόνες μας και σήμερα είμαστε πολύ καλές φίλες. Πρόκειται για μια κοπέλα ψηλή, ξανθιά, πολύ όμορφη που εργάζεται ως δημοσιογράφος. Η μαμά μου ήταν Αθηναία που μικρή έκανε πολλές δουλειές και μετά άνοιξε μια μπουτίκ ρούχων στη Βαλαωρίτου. Θυμάμαι ότι πήγαινα να τη δω και δίπλα, στη Βουκουρεστίου, ήταν το δισκάδικο της Ρηνιώς Παπανικόλα που δούλευε και ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Αγόραζα δίσκους και από τότε γνωρίστηκα με τον Αντώνη. 

Έχετε μεγάλη σχέση με τη μουσική, αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις κατά καιρούς συμπράξεις σας με συγκροτήματα.

Στην πραγματικότητα, αν ξαναγεννιόμουν θα ήθελα να είμαι μουσικός. Να γράφω τραγούδια και να βγαίνω να τα τραγουδάω, γιατί θεωρώ ότι είναι η πιο αγνή και η πιο άμεση τέχνη.

Εγώ πάλι θα τη χαρακτήριζα την πιο δύσκολη τέχνη. Μου φαίνεται αδιανόητη η έμπνευση να σκαρώσεις μια μελωδία.

Η μουσική έχει πνευματικότητα, ξέρετε. Δεν είναι σαν το θέατρο που περνάς από διάφορα μονοπάτια μέχρι να αγγίξεις την ύψιστη πνευματικότητα.

Εσείς θα λέγατε ότι την αγγίξατε ποτέ την πνευματικότητα αυτή;

Όχι. Είναι πολύ δύσκολο να το πεις αυτό και νομίζω πως η τέχνη και το θέατρο εκφράζουν τη νοσταλγία του να αγγίξεις την τελειότητα.

Το προσπαθείτε ωστόσο.

Εννοείται. Και ποιος καλλιτέχνης δεν θα τό’θελε; Γενικά όμως πιστεύω πως η τέχνη εκφράζει τη λαχτάρα και τη νοσταλγία γι’ αυτό που δεν μπορείς να ”πιάσεις”. Αυτό το νοσταλγικό τραγούδι, ένα ”blues” είναι ακριβώς η τέχνη.

Τι τραγούδια ακούγατε μικρή;

Σαρλ Αζναβούρ, Ρενάτο Καροζόνε και μετά ως φυσικό ελληνικό επακόλουθο Γιάννη Πάριο κλπ. Δεν μεγάλωσα στο σπίτι, όμως. Ήμουν στο Αρσάκειο και μετά εσωτερική στο κολλέγιο, γιατί είχαν χωρίσει οι γονείς μου. Έβγαινα τα σαββατοκύριακα. 

Κάπου θα τη θέλατε και την απόδραση, δεν είναι σαν το σπίτι σου που ναι μεν στερείσαι πράγματα, αλλά έχεις τη σιγουριά μιας εστίας.

Τα σχολεία αυτά προετοίμαζαν ανθρώπους να αναλάβουν θέσεις – κλειδιά σε πόστα εξουσίας. Είναι ένας πάρα πολύ στενός κόσμος αυτός της εξουσίας και άχρηστος για έναν καλλιτέχνη. Αντίθετα, οι άνθρωποι που συναναστράφηκα μετά ήταν αναζητητές του απόλυτου, των απόλυτων μεγεθών της ζωής από τη σκοτεινή τους πλευρά, βέβαια. Μιλάω για φίλους και την περιοχή των Εξαρχείων που κινήθηκα πολύ. 

Κάνατε και μία δράση για τα παιδιά της κοινότητας ”18 Άνω”, δεν είναι έτσι;

Ναι, αλλά πολύ αργότερα. Εκεί πήγα για τη Μάτσα, που τη θεωρώ σημαντικό πρόσωπο, όπως και γιατί είχα περάσει κοντά από ανθρώπους, οι οποίοι είχαν σχέση με τα ναρκωτικά. Ήξερα το βάσανο των παιδιών, ξέροντας και το βάσανο των φίλων μου. Τό’χα ζήσει έστω απ’ το πλάι και με την Κατερίνα (σ.σ. τη Γώγου) και με την κόρη της, τη Μυρτώ. Ενδιαφέρθηκα από νωρίς να μάθω την άλλη πλευρά της ζωής, εκεί που δεν είχα πάει. Θυμάμαι να παίζουμε στη ”Φιλουμένα Μαρτουράνο” κι όταν τελειώναμε, να τους παρακαλάω να πάμε στα τελευταία σκυλάδικα. Είχα τρομερή περιέργεια να ανακαλύψω πράγματα που δεν ήξερα. 

Σας αποτύπωσε ωραία ο Παύλος Τάσιος στην ”Παραγγελιά” με τα μακριά μαλλιά και με την τσίχλα στο στόμα.

(γελάει) Ακόμα και μέσα απ’ αυτές τις αναζητήσεις μου, καταλάβαινα ότι μιλούσε μέσα μου ο καλλιτέχνης. Ρε παιδί μου, θέλω μια σφαιρική αντίληψη της ζωής για να την κάνω κάτι μετά!

Σε ποια ηλικία όλο αυτό;

Από 23 μέχρι 30 κάτι. Στην εφηβεία αρχίζει και μας μιλάει λίγο ο εαυτός μας, δεν τον έχουμε γνωρίσει όμως. Πιο μετά, στη νεανική ηλικία, αρχίζεις και γνωρίζεις τον κόσμο, το γύρω – γύρω, ή και τον ίδιο σου τον εαυτό σε συνάρτηση με τον κόσμο. Συλλέγεις πληροφορίες. Τον εαυτό σου τον γνωρίζεις όταν είσαι έτοιμος για τη μεγάλη βουτιά κι όχι όταν είσαι ακόμη διπλωμένος από τις εντυπώσεις κι από τις εμπειρίες σου.

Πως ήταν η έφηβη Όλια Λαζαρίδου; Ευαίσθητη, εύθραυστη, σκληρή, αυστηρή;

Ήμουν αγρίμι. Κοιτώντας πίσω τώρα το καταλαβαίνω κι εγώ…Ήμουν ένα πλάσμα πολύ κλεισμένο εσωτερικώς, αρκετά σκληρή με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Αγρίμι, όπως το είπα, αλλά με ένα πολύ εύθραυστο περίβλημα. Και, όντως, ήμουν εύθραυστη, κι ίσως γι’ αυτό έκλεισα πολύ, για να με προστατέψω. Αγριμάκι ήμουν. 

Το καταλάβαιναν οι άλλοι γύρω σας;

Οι κοντινοί μου πιστεύω ότι ήξεραν τις ”γωνίες” μου. Με τους γονείς μου είχαμε μια αρκετά απόμακρη σχέση. Δεν ξέρω να σας πω αν είχαν διαβλέψει στοιχεία του χαρακτήρα μου. Επειδή όταν βγήκα απ’ τα σχολεία δεν ήξερα που να πατήσω, ακολούθησα εξ αρχής έναν πολύ ιδιοσυγκρασιακό δικό μου δρόμο. Έμεινα μόνη μου, πήγα στη Γαλλία, μετά νοίκιασα σπίτι…Πατούσα στο δικό μου μονοπάτι κι έφτιαχνα, αυτό γινότανε. 

Με την απόσταση των χρόνων, πιστεύετε πως επειδή ακριβώς προέρχεστε από ένα στέρεο αστικό περιβάλλον, είπατε κάποια στιγμή να αυτονομηθείτε;

Τό’χω σκεφτεί αυτό που λέτε, μην κάνω δηλαδή τον τσάμπα μάγκα. Νόμιζαν μες τα χρόνια πως επειδή ήμουν επιλεκτική, ήμουν και ζάπλουτη. Αυτό δεν ισχύει. Δεν ήμουν και χωρίς τίποτα όμως πίσω μου, υπήρχε η αίσθηση πως ότι και να συμβεί, δεν θα βρεθώ και στο δρόμο. Πιθανώς αυτό να μου έδωσε την ασφάλεια να είμαι αριστοκρατική στην τέχνη μου. Παρ’ όλα αυτά, το στοιχείο του ”πρίγκιπα – αλήτη” υπάρχει μέσα μου. Αυτό μου αρέσει στην πραγματικότητα, είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου.  

Και η θητεία στο Τέχνης του Κουν πάλι ολόδική σας απόφαση ήτανε. Πως προέκυψε όμως;

Τι να σας πω, δεν ξέρω…Δεν ήταν κάτι που το έλεγα από μικρή. Το έχω συναντήσει αυτό πολλές φορές στη ζωή μου, να μην σχεδιάζω πράγματα και εκ των υστέρων να βλέπω ότι βγαίνουν μπροστά μου σε έναν καλά προσχεδιασμένο δρόμο. Δεν είναι ότι τα σκέφτομαι εγκεφαλικά, δρω ενστικτωδώς, σχεδόν υπνοβατικά. 

Κάποιοι πιο ειδήμονες λένε πως όταν ένα ταλέντο κοιμάται και ξαφνικά ξυπνάει αυτόματα, εκεί μπορεί να έχουμε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη.

Αυτό που έλεγα: Τίποτα δεν προσχεδίαζα. Στου Κουν τότε ήταν ο Λαζάνης, η Ρένη Πιττακή. Ο ίδιος ο Κουν ζούσε ακόμη, αλλά είχε αποσυρθεί, δεν σκηνοθετούσε. Υπήρχε σαν απόηχος. Τον πρώτο χρόνο ήμουν αλλού γι’ αλλού, δεν επικοινωνούσα. Ξαφνικά, στο δεύτερο έτος, κάτι έγινε και ξύπνησα! Δόθηκα, κατάλαβα ότι μού νοηματοδοτήθηκε όλο αυτό το πράγμα. Έγινε μέσα μου το κλικ και μέχρι το τέλος της σχολής, ήμουν εκεί 1.000%.

Να υποθέσω ότι εν τη απουσία του Κουν, το κλίμα θα ήταν χαλαρό στη σχολή.

Καθόλου! Εμένα με κατέτρεχε εκεί το γεγονός ότι πήγα ως πρώην κολεγιόπαιδο. Θυμάμαι μια μέρα που με σχολίασε ο Λαζάνης, του τύπου: ”Αυτό το στυλάκι σου, το επιμελώς ατημέλητο”…Πήγα να πεθάνω, έκοψα το μαλλί κοντό, γουλί σχεδόν, εκεί που είχα μακριά ξανθά μαλλιά σαν νεράιδα. Άρχισα να ντύνομαι χύμα, να φοράω τα ταγαρέ, που ήταν της μόδας, για να χαθώ μες την ομοιομορφία και να μην ξεχωρίζω. Με θυμάμαι ακόμη να δίνω συνεντεύξεις και να μη λέω ότι πήγαινα κολέγιο. Κι η μάνα μου να ωρύεται, να μου λέει ”Δώσαμε τόσα λεφτά για να πηγαίνεις στο κολέγιο κι εσύ ντρέπεσαι να το πεις τώρα;” 

Από ποια ηλικία αρχίσατε να δίνετε συνεντεύξεις;

Ε, εκεί, οι πρώτες μου, με τις πρώτες παραστάσεις που συμμετείχα και με τους πρώτους ρόλους που πήρα.

Στο Θέατρο Τέχνης πρωτοβγήκατε στη σκηνή;

Ναι, στον ”Υπηρέτη δύο αφεντάδων” του Γκολντόνι με τον Αρμένη και μετά στο ”Φιόρο του Λεβάντε” του Ξενόπουλου. 

Σας εξέφραζε το εν λόγω ρεπερτόριο;

Τότε ήμουν εκστασιασμένη, διάβαζα πολύ. Από μικρή διάβαζα. Όσο δε διάβαζα στα μαθήματα, διάβαζα συνέχεια μυθιστορήματα, λογοτεχνία και ποίηση.

Είστε και μία λογοτεχνική φιγούρα, θα έλεγα, αν με καταλαβαίνετε.

(γελάει) Την αγαπώ πολύ τη λογοτεχνία…

Εκεί θα φτιάξατε και τις παρέες σας.

Γενικά δε θα έλεγα ότι οι περισσότεροι κοντινοί φίλοι μου είναι ηθοποιοί. Πάντα ήμουν με το ένα πόδι στον κόσμο του θεάτρου, εκτός σκηνής εννοώ. Με το άλλο ήθελα να ζω πιο ιδιωτικά, να είμαι πιο προφυλαγμένη. Ίσως να είναι φοβία, δεν ξέρω…Πάντως δεν αισθάνομαι ότι ταυτίστηκα ποτέ απόλυτα με το θέατρο και τον κόσμο του. 

Υπήρξαν ποτέ παρεμβατικά τα ΜΜΕ στη διάρκεια της πορείας σας;

Ναι, στην αρχή. Κάποια στιγμή όταν έπαιξα στο ”Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” ήταν η πρώτη φορά που γινόμουν γνωστή με τον Ζιλ Ντασέν κλπ. Με πήρε μετά ο Ντασέν στο Εθνικό κι έπαιξα σ’ ένα έργο του Μπέρναρντ Σο, το ”Σπίτι του σπαραγμού”. Έγινα πρωταγωνίστρια, μπήκα σε υψηλή κλίμακα μισθοδοσίας και στη φάση που είσαι μικρός και περιζήτητος και σε θέλουν όλοι. Είχα τρομάξει πάρα πολύ! Θυμάμαι ότι καθόμουν κι έτρωγα ένα πιάτο φακές και με παίρνουν τηλέφωνο από το δέκατο περιοδικό για συνέντευξη. Δίνω μια και σπάω το τηλέφωνο! Είχα φρίξει! Δεν μου ταίριαζε όλη αυτή η έκθεση! Αργότερα ήθελε ο Ντασέν να κάνουμε μία εμπορική παράσταση σε ένα θέατρο του κέντρου. Με φώναξε στο σπίτι του να συζητήσουμε κι ενώ θα μπορούσα να είχα γίνει θιασάρχης, του είπα το εξής: ”Κύριε Ντασέν, σας αγαπώ, σας λατρεύω, αλλά θα ήθελα να πάω στη Γαλλία να μάθω περισσότερα για το θέατρο, ν’ ακολουθήσω μια πιο εναλλακτική διαδρομή”. Προς τιμήν του, διότι ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Ντασέν, γύρισε και μου είπε: ”Κοριτσάκι μου, ξέρεις πόσο θα σε ήθελα κοντά μου, αλλά σήκω φύγε καλύτερα”…Και με τη Μελίνα είχαμε πολύ αγαπησιάρικη σχέση, αν και όχι τόσο στενή όσο με τον Ντασέν. Η Μελίνα είχε μεγάλη γενναιοδωρία για τους μικρότερους ως χορτασμένη. 

Στη Γαλλία πόσο μείνατε τελικά;

Ένα χρόνο. Ήταν καλά, είδα πράγματα πολλά. Πήγαινα στη σχολή του Βιτέζ κι έμενα σε μια φίλη μου. Ζούσα ξανά τη ζωή του φοιτητή. Με την επιστροφή μου, ακολούθησα άλλη διαδρομή. Δούλεψα με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, με τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή, τον Τερζόπουλο…

Προτεραιότητα είχατε το θέατρο, σίγουρα, αλλά ευρέως γνωστή γίνατε από τον κινηματογράφο. Δεν φαντάζομαι να το σνομπάρετε το σινεμά.

Όχι, δεν το σνομπάρω, απλά ήταν η εποχή που γίνονταν πολλές ταινίες. Ήταν μια αρκετά άχαρη περίοδος…

Ξέρετε τι έχω ακούσει για σας να λένε; ”Η Λαζαρίδου ήταν τυχερή, της έκατσαν οι ταινίες τη δεκαετία του ’80”…

Αυτό είναι το θέμα, γι’ αυτό και ήμουν επιλεκτική συν το ότι μου αρέσει η ποιητική πλευρά της ζωής, όπως το είπατε πριν. Το θέατρο είναι ο χώρος που αυτό μπορείς να το βρεις περισσότερο.

Είναι άχαρο το σινεμά και σαν βιομηχανία;

Εξαρτάται. Έχουν γίνει υπέροχες ταινίες που θα έλεγα ”Αχ, πως θά’θελα να παίξω”, ειδικά των τελευταίων χρόνων. Από ξένες μπορώ να σας πω άπειρες. Η εποχή εκείνη ήταν άχαρη γιατί οι σκηνοθέτες μας ήταν χαμένοι μέσα στις εγωκεντρικές και υπαρξιακές τους αναζητήσεις. Με θυμάμαι να λέω ”Ρε παιδιά, δώστε μου ένα ρόλο συγκεκριμένο, μια νοσοκόμα, μια εργάτρια, όχι κάτι χαρακτήρες που περπατάνε και πάνε και πάνε…” (γέλια) 

Θα εξαιρούσατε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο απ’ αυτό;

Εντάξει, μιλάω για τους άλλους που δεν ήταν Αγγελόπουλοι. 

Κι εσείς σαν τον Σαββόπουλο, λοιπόν, που έγραψε για τους ”τριγύρω σκηνοθέτες που οδήγησαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά”…

Κάτι θα είδε για να το πει κι αυτός, κάτι θα ένιωσε…Απ’ την άλλη, όμως, γυρνώντας πίσω τώρα, είχε μόχθο ο ελληνικός κινηματογράφος.

Κι εσείς παίξατε σε οριακές ταινίες: Νικολαΐδης, Τάσιος, Βακαλόπουλος.

Δε νοσταλγώ γενικά, δεν το έχω αυτό. Ότι αγαπώ, το περιέχω ως ζωντανό, οπότε δε μου χρειάζεται να το νοσταλγήσω. Εντάξει, μεγαλώνοντας, κάνω έναν απολογισμό των συνεργατών και φίλων που χάθηκαν κι ένα ”δάγκωμα” που και που το νιώθω…Αλίμονο, άνθρωποι είμαστε, πράγματα όμως που έχω κάνει γενικά δεν τα νοσταλγώ. 

Παράλληλα κάνατε και θέατρο.

Μα τώρα κλείνω σαράντα χρόνια στο θέατρο, ίσως και παραπάνω, αν τα μετρήσεις. Ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω!

Ποιες διαφορές επισημαίνατε στην εργασία των θεατρικών με τους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες;

Είναι διαφορετικές τέχνες. Το σινεμά είναι laboratory, δουλειά εργαστηρίου. Με κούραζαν τα γυρίσματα, γιατί – η Τζόαν Κρόφορντ τό’χε πει αυτό νομίζω – ”Its all about waiting”, πρέπει δηλαδή να περιμένεις πολύ. Θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες σουρσίματος και να πρέπει να είσαι ακμαίος για τη μία στιγμή του πλάνου. Σίγουρα θα είχα και τις εντάσεις μου, αλλά δε θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο, οπότε δε θα ήταν και κάτι σοβαρό…

Στην τηλεόραση παίξατε για βιοπορισμό;

Καταρχάς έμπαινα σε πράγματα που μου έλεγαν κάτι, τα έβρισκα ενδιαφέροντα, αλλά, ναι, και για βιοπορισμό.

Έχετε βραβευτεί και για την τηλεόραση, πάντως.

Ναι, μπράβο, τό’χα ξεχάσει (γέλια) Να πω την αλήθεια, δεν μου λένε κάτι τα βραβεία. Χαίρομαι σε ανθρώπινο επίπεδο και το θεωρώ τιμή μου, που κάποιοι σκέφτηκαν να με βραβεύσουν, αλλά μέσα μου ουσιαστικά υπάρχει ένας πολύ αυστηρός κριτής! Με αυτόν συνομιλώ εγώ και απ’ τη μία αυτός συνομιλεί μαζί μου, απ’ την άλλη όμως με όλους αυτούς, εξωτερικώς, που εγώ θεωρώ δάσκαλους μου. Ανθρώπους, ας πούμε, που μπορεί να μην τους γνώρισα καν. Συνομιλώ με τον Χατζιδάκι κι ας μην τον συνάντησα ποτέ μου. Λέω καμιά φορά: ”Μωρέ, αν ερχόταν ο Χατζιδάκις και τό’βλεπε αυτό, θα του άρεσε;”

Δεν είναι βασανιστικό όλο αυτό;

Βρε Αντώνη, η αλήθεια είναι πως η τέχνη αυτή που κάνουμε έχει πολύ μεγάλα βάθη. Είναι σαν αυτό που ερωτήθηκα στην αρχή: Να οδεύεις προς τα κει που ξέρεις ότι δεν θα φτάσεις μόνο και μόνο για τη νοσταλγία του απόλυτου. Δεν θα γίνεις ο Ντοστογιέφσκι, αλλά η σκέψη ότι υπήρξε και κάπου υπάρχει στο βάθος ο Ντοστογιέφσκι, σε κάνει να συνομιλείς μαζί του. Όταν ήμουν στη Γαλλία και παρακολουθούσα πολλά πράγματα, ένιωθα δέος που ανήκα σε μία τέχνη με τέτοιες εκτάσεις και βάθη. 

Έχετε καταρρεύσει ποτέ από το βάρος της αναζήτησης των πραγμάτων;

Πολλές φορές. Από κει πήρα όλη τη δύναμη που έχω στη ζωή μου. Είχε προηγηθεί κάτι. Είχα βρει ένα τοίχο μπροστά μου για να κάνω το άλμα προς την άλλη μεριά. Τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι έχω ηρεμήσει, δεν γίνονται πια πολλοί κλυδωνισμοί…Μπορεί το βαπόρι να πηγαίνει προς την τρικυμία, αλλά ξέρω βαθιά μέσα μου πως θα την ξαναβρεί τη γαλήνη.

Έχει να κάνει με την εμπειρία και την ωρίμανση σας.

Με όλα αυτά. Έχω γειωθεί μες την ελπίδα και αυτό ήθελα να πριμοδοτώ πάντα, την πορεία προς το φως. 

Μου αρέσει που αναγράφετε στο facebook ότι είστε παντρεμένη. Λέτε και το ονοματεπώνυμο του συντρόφου σας. Αλλάζατε συχνά στη ζωή σας ερωτικούς συντρόφους;

Ήμουν ένα παιδί της γενιάς του ’70 και του ’80, τότε που ζούσαμε μια άλλη κατάσταση σε σχέση μ’ αυτό. Μια πιο ελευθεριάζουσα εποχή κι εγώ είχα κάποιες σχέσεις. Επιθυμούσα τη σταθερότητα, αλλά δεν μπορούσα να την διεκδικήσω. Είχα την ανάγκη για μία εστία.

Όπως όλοι οι άνθρωποι.

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος όλων. Κάθε άνθρωπος είναι δικό του ποίημα, αλλά εγώ σίγουρα την ήθελα και την ίδια στιγμή την κλοτσούσα. Έκανα δηλαδή ότι την περιφρονώ τη σταθερότητα.

Έχετε πονέσει απ’ αυτό;

Εννοείται. Μια γνώση ήταν κι αυτό! Εκ των υστέρων θα έλεγα το εξής: Ο πόνος της ερωτικής απώλειας είναι πολύ συχνά ένας τραυματισμός του Εγώ μας. Δεν είναι σαν τον αμετάκλητο πόνο του θανάτου, μία τελείως διαφορετική συνθήκη. Στο θάνατο συνειδητοποιείς πως ο άλλος παύει να υπάρχει σαν σχήμα και δεν θα τον ξαναδείς, ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος στη ζωή αυτή. Αναγκάστηκα να φαρδύνω για να χωρέσουν μέσα μου όλοι οι άνθρωποι που έχασα και να τους περιέχω. Να σας πω και κάτι άλλο σκληρό; Ανθρώπους, για τους οποίους χτυπιόμουν ερωτικά, σήμερα δεν τους περιέχω καθόλου. Αντίθετα, αυτοί με τους οποίους είχα μια πιο ήπια και λιγότερο ”θεαματική” σχέση, υπάρχουν ακόμη μέσα μου. Το παν είναι να συνειδητοποιήσουν όλοι οι άνθρωποι στην πορεία τους πως η πάλη μονίμως δίνεται με το Εγώ. 

Εσείς δεν φαίνεστε άνθρωπος, πάντως, που παλέψατε με το Εγώ σας.

Μην το λέτε! Στην τέχνη μου μόνο, επειδή την είχα πιο ψηλά από μένα και την αντιμετώπιζα με θρησκευτικότητα, ένιωθα την ανάγκη να την υπηρετήσω. Ακόμα κονταροχτυπιέμαι κι εγώ με βαθύτερα πράγματα, δεν λέω ότι άγιασα ξαφνικά.

Ωστόσο, μια που λέτε ”άγιασα”, θα ήθελα να σχολιάσω ότι δημοσιοποιείτε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις σας με μία ποιητική διάσταση, δίχως ίχνος διδακτισμού.

Ακούστε, οτιδήποτε φύγει από την ουσία και γίνει ιδεολόγημα, ξαφνικά ρηχαίνει. Είμαι πολύ προσεχτική και όποτε μιλάω για τέτοια θέματα, αναφέρομαι στη συγκίνηση που εγώ νιώθω μέσα σ’ αυτά, προσπαθώντας ν’ αποφύγω οποιαδήποτε ιδεολογική χροιά. Όταν τα πράγματα ιδεολογικοποιούνται, χωρίζουν τους ανθρώπους, μπαίνουν μέτωπα και οι άνθρωποι δεν είναι για να χωρίζονται. Εδώ λέμε να μπορέσουμε να τους χωρέσουμε όλους μέσα μας, αν είναι δυνατό, μέχρι να πεθάνουμε! Βέβαια αν αισθανθώ ότι ο άλλος προσπαθεί να μου περάσει τη δική του ιδέα ή να μου κάνει προσηλυτισμό, κλείνω με αμπάρες, με κερκόπορτες. 

Πότε νιώσατε να έχετε έντονη θρησκευτική συνείδηση;

Μετά από πολύ μεγάλα τράκα. Όταν βάρεσα κουτουλιά στον τοίχο, που έλεγα πριν, και αναγκάστηκα να κάνω το δικό μου άλμα προς την άλλη μεριά. Αν δεν τό’χα κάνει μπορεί να είχα πέσει στα ναρκωτικά ή σίγουρα να έχανα την πορεία μου προς το φως. Δεν αναζήτησα, υπήρχε κάτι μέσα μου και μου βγήκε.

Να τολμήσω να ρωτήσω αν είχατε μεταφυσική εμπειρία;

Δεν θα ήθελα να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση, αλλά θα σας πω ότι όχι, δεν είχα μεταφυσική εμπειρία. Αυτά τα πράγματα έρχονται και σε βρίσκουν μόνα τους, δεν τα βρίσκεις εσύ. Δεν ξέρω πως να το ονομάσω, είναι σαν να ανταποκρίνεται σε κάτι η ψυχή σου. Αυτή τη θεία φωνή ή τη φωνή του Θεού – ονομάστε την, όπως θέλετε – εγώ την ακούω απέναντι στον πόνο. Λέω ”Για να υπάρχει αυτό, δε μπορεί να μην υπάρχει και το άλλο, το Καλό” κι αυτό το λιώσιμο που νιώθω μες την ψυχή μου είναι η απόλυτη επαφή μου με το θεϊκό στοιχείο. Υπάρχει η επιθυμία να ενωθούν τα πάντα και να λουστούν από το φως του Ελέους, σαν να φύγουμε όλοι αγκαλιασμένοι, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. 

Πως θα τα άκουγε όλα αυτά, πιστεύετε, η φίλη σας η Κατερίνα Γώγου; 

Η Κατερίνα το εμπεριείχε αυτό το πράγμα, πολύ. Στα τελευταία της κείμενα έγραψε ότι αγαπούσε πολύ τον Χριστό, γιατί τον θεωρούσε τον πρώτο και μεγαλύτερο αναρχικό. Θυμάμαι κι ένα άλλο παιδί, φίλο της κόρης της, που είχε πάει στο Σινά και έλεγε ιστορίες. Αν κάτσεις και καθαρίσεις απ’ τη σκόνη αυτά που κατά καιρούς έχει πει ο Χριστός, λες ότι έχει μιλήσει για το πιο χαμένο στοίχημα της ανθρωπότητας. Όταν έχει πει ”Αγάπα τον διπλανό σου σαν τον εαυτό σου”….

Αρχές δεκαετίας του 1980: Η Όλια Λαζαρίδου γωνία δεξιά με την παρέα της που περιελάμβανε την Κατερίνα Γώγου, τον Γιώργο Κορδέλλα, τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον Κώστα Φέρρη, τη Βίκυ Βανίτα και τη Σωτηρία Λεονάρδου (αρχείο Γ. Κορδέλλα)
Άντε να το καταφέρεις αυτό!

Μα, αυτό σας λέω! Γίνεται όταν όλοι βουλιάζουμε στην κτηνωδία μας μέσα;

Και στο ”Δον Καμίλο”, πάντως, ο συγγραφέας Πατατζής έλεγε πως ο μεγαλύτερος κομμουνιστής ήταν ο Χριστός.

Λέμε αναρχικός, αριστερός κλπ. Έχει πει κανείς άλλος με δυο λόγια αυτό που είπε ο Χριστός για το πιο χαμένο – επαναλαμβάνω – στοίχημα της ανθρωπότητας; Άμα μπορούσε να κερδηθεί αλλιώς, θα ήταν το μεγαλύτερο κέρδος για όλους.

Σε ένα υποθετικό δείπνο με ομοτράπεζο σας τον Ιησού Χριστό, τι θα τον ρωτούσατε άραγε;

(γελάει) Δεν νομίζω…(σοβαρεύει) Δεν νομίζω να τον ρωτούσα τίποτα. Δεν ξέρω…Αυτό μόνο σε σενάριο θα συνέβαινε…Απορρίπτεται η ερώτηση! Άλλη ερώτηση (γέλια) Προστατεύω…Προστατεύομαι…Όχι από σας τώρα…

Εκτός από την υποκριτική, εκφράζεστε και μέσα από το γράψιμο. Έχετε εκδώσει και βιβλία.

Τρία κιόλας! Πέρσι κυκλοφόρησαν τα ”Δύσκολα εύκολα”. Είχε προηγηθεί η ”Προσευχή του Ελαχίστου” στις εκδόσεις ”Υποκείμενο” και πιο πριν ένα άλλο. Κοίτα να δεις, ούτε που το κατάλαβα πως έβγαλα τρία βιβλία με ποιήματα! Γράφω όποτε μού’ρχεται, δεν το κάνω συστηματικά. 

Είστε πλέον επιλεκτική πραγματικά όταν σας προσεγγίσει κάποιος για συνεργασία;

Τελευταία ακολουθώ μια πιο ιδιωτική πορεία με την έννοια ότι προσπαθώ να κάνω πράγματα χειροποίητα, από μόνη μου. Πράγματα που να συγκινούν εμένα προσωπικά και να θέλω να τα μοιραστώ. Κι αυτό τώρα που κάνουμε με τον Νίκο Ξυδάκη κάπως εγώ το προκάλεσα. Πιστεύω πως τα ποιήματα του Σολωμού, όπως τα είχε μελοποιήσει, είναι από τα ωραιότερα τραγούδια του. Η ”Ευρυκόμη”, το ”Προς τον κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση” είναι αριστουργήματα. Να σας πω για να καταλάβετε ότι πριν από τρία χρόνια ήμασταν με φίλους και βάζαμε την ”Ευρυκόμη” για ν’ αλλάξει η χρονιά. Με ακολουθούν πολύ αυτά τα τραγούδια του Νίκου και δεν έχουνε γίνει ευρέως γνωστά.

Πως να γίνονταν; Αφού είχαν προηγηθεί η ”Εκδίκηση της γυφτιάς” και ”Τα δήθεν”, ατόφια λαϊκά τραγούδια δηλαδή.

Ακριβώς. Εγώ σκέφτηκα, λοιπόν, έχοντας κάνει τον ”Λάμπρο” του Σολωμού, τη ζωή του Άκη Πάνου. Στο α’ μέρος ο ”Λάμπρος” τελειώνει με το ”Θολωμένο μου μυαλό” του Πάνου που τραγουδάει ο Μιχάλης Νικόπουλος, ενώ υπάρχει και το ”Καράβι” του Τσιτσάνη μέσα. Δεν είναι τυχαίο πως αν διαβάσεις τον ”Λάμπρο”, η ζωή του Άκη Πάνου με όλα τα σκοτεινά και τα περίεργα της, ταιριάζει ανατριχιαστικά. Για το β’ μέρος σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να έλεγε ο Νίκος τα τραγούδια του Σολωμού, αλλά όχι με το πιάνο, στην κλασική μορφή τους. Να τα έλεγε σαν να τα ψιθυρίζει, το ένα μετά το άλλο, σαν εσωτερικός μονόλογος. Έτσι το ονομάσαμε ”Με μια αναπνοή” και είδαμε τι έγινε στο ΜΙΕΤ που το παρουσιάσαμε: Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε μέχρι το τέλος, δεν ακουγόταν κιχ, τίποτα! Και, ξέρετε, εγώ πια έχω εξασκημένο αυτί, μπορώ να καταλάβω αν κάτι κάνει κριτς – κριτς, αν κουνιούνται οι άνθρωποι στα καθίσματα τους. 

Να ο ”πρίγκιπας – αλήτης” που λέγατε. Εμπεριέχετε και τους λαϊκούς περιθωριακούς ανθρώπους, σαν να τους εξωραΐζετε.

Μεγαλώνοντας προσπαθώ να δίνω άλλοθι σε όλους. Καμιά φορά μού είναι δύσκολο να πάρω θέση δημόσια για κάποιο θέμα, αφού σε όλους αναγνωρίζω ελαφρυντικά. Να, γι’ αυτή την ιστορία που έγινε τώρα με τον Ζακ Κωστόπουλο και τον κοσμηματοπώλη: Τό’γραψα στο facebook κιόλας, μέσα μου έλεγα ”Τώρα εγώ ποιος είμαι, ο Ζακ ή ο κοσμηματοπώλης;” Τρόμαξα υπαρξιακά, αναρωτήθηκα αν έχω κι εγώ το τέρας μέσα μου και ξυπνήσει καμιά μέρα! Σ’ αυτή βία του ενός απέναντι στον άλλον, εγώ δεν αισθάνομαι αμέτοχη. 

Δεν είναι τόσο σύνθετα ενίοτε τα πράγματα. Με την ίδια λογική, ας πούμε, κάποιοι λένε ”Αν έμπαινε εμένα στο σπίτι μου ένας να κλέψει” κλπ.

Εγώ λέω πως αν κοιτάξεις μέσα σου σε βάθος, όλο και λιγότερα άλλοθι θα δώσεις στον εαυτό σου. Εγώ αναρωτιόμουν το εξής: Σε έναν πυρηνικό πόλεμο, εκείνος που δεν θα σε πατήσει για να πάρει το τελευταίο μπουκάλι γάλα από το σούπερ μάρκετ, σε ποια κατηγορία ανήκει; Πρέπει να εκπαιδεύουμε συνέχεια τον εαυτό μας κόντρα σε όλη αυτή την αγριάδα που εμπεριέχουμε. 

Ίσως ένας καλλιτέχνης να είναι σε πιο πλεονεκτική θέση επ’ αυτού.

Χρειάζεται προσπάθεια να χωρέσει ο δίπλα σου. Αυτός είναι ο ύψιστος αγώνας. Σ’ αυτό πρέπει να ασκούμαστε. Ακόμα και ο Παπαδιαμάντης έγραψε σε ένα διήγημα του ότι μια κότα μπήκε στο διπλανό κοτέτσι και η άλλη της είπε: ”Ξουτ, ξένη”! Ο αγώνας αυτός πρέπει νά’ναι από καρδιάς, όχι από ιδεολογική τοποθέτηση. Διότι τα ιδεολογικά, άσ’ τα, τα είδα…

Η Όλια Λαζαρίδου με τον Νίκο Ξυδάκη και τους μουσικούς τους
Μια τυχαία έντονη εικόνα στο δρόμο τη σκέφτεστε για μέρες;

Πολύ συχνά. Ακόμα κι όταν βγαίνω βόλτα με το μηχανάκι, ο μισός μου εαυτός λέει: ”Αχ, μην πάω από κει, μην πάρω την καθημερινή μου δόση από δηλητήριο”…Ο άλλος μου μισός, όμως, λέει καλύτερα να πάρω αυτή τη δόση και να συνεχίσω να κοιτάω παρά να τυφλωθώ και να μη βλέπω. Σ’ αυτό το μεταίχμιο είναι η καθημερινότητα μου στους δρόμους της πόλης, όπως και πολλών άλλων, φαντάζομαι. 

Σας αρέσει να βγαίνετε έξω;

Μου αρέσει.

Νύχτα ή μέρα;

Νομίζω πως η φόρα μου είναι τη μέρα περισσότερο. Δεν ξενυχτάω πια, η φυσική μου τάση είναι να κοιμάμαι νωρίς. Μου ταιριάζει, θα έλεγα, το ωράριο των πουλιών.

Τηλεόραση βλέπετε;

Έχω χρόνια να δω…Έχω, αλλά δεν την ανοίγω. Άμα γίνει κάτι τρομερό, θα την ανοίξω να ενημερωθώ, αλλά για πέντε λεπτά. Η ενημέρωση με ενδιαφέρει για να ξέρω μόνο τι συμβαίνει γύρω μου. 

Σας μεταφέρει άγχος ένα αστυνομικό δελτίο;

Βέβαια, ειδικά όπως είναι σήμερα τα δελτία ειδήσεων. Είναι φτιαγμένα για να σε αγχώνουν. Όσο πιο πολλή αδρεναλίνη σε κάνουν να εκκρίνεις, τόσο πιο πετυχημένα θεωρούνται. 

Θέλω να μου πείτε ποιο είναι το αγαπημένο σας ελληνικό τραγούδι.

(σκέφτεται) Ένα που μου έρχεται τώρα είναι ο ”Γυάλινος κόσμος” που έλεγε ο Καζαντζίδης: ”Να σου δώσω μια να σπάσεις, α ρε κόσμε γυάλινε…”, γι’ αυτό το στίχο της Παπαγιαννοπούλου και μόνο! Με καθόρισε αυτό το κομμάτι στην παιδική ηλικία μου.

Μια αγαπημένη σας θεατρική παράσταση;

Όταν έπαιζε η Έλλη Λαμπέτη τα μονόπρακτα, βοηθούσα: Έκανα την πλάτη ή της έλεγα τα λόγια όταν έπαιζε την ”Ανθρώπινη φωνή” του Κοκτώ. Ήταν, επομένως, οι πρώτες μου επαφές από τον κόσμο του θεάτρου και μ’ ένα πλάσμα πολύ μαγικό. Ήταν σα να τράβηξα μια κουρτίνα και να αντίκρισα για πρώτη φορά τη μαγεία αυτού του κόσμου. 

Και μία ταινία;

Του Ταρκόφσκι θα έλεγα, τον έχω πάνω απ’ όλους. Ξανάβλεπα πρόσφατα τον ”Καθρέφτη” του. Ποιητής ήταν αυτός! Και ο Κουροσάβα μ’ αρέσει, τα ”Όνειρα”, ας πούμε. 

Είστε νέα ακόμη. Πως θέλετε να είστε όταν μεγαλώσετε κι άλλο;

Θέλω να είμαι χαρούμενη, με ειρήνη εσωτερική και δημιουργικότητα. Δεν αναφέρω την υγεία, καθώς είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας. Η χαρά, που ανάφερα, προϋποθέτει να είσαι ελαφρύς. Από τι πρώτα απ’ όλα; Απ’ τον εαυτό σου τον ίδιο. Να μη σε μολύνουν οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες. 

* Η συνέντευξη με την Όλια Λαζαρίδου πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 σε καφέ της πλατείας Μαβίλη

** Όλες οι φωτογραφίες της Όλιας Λαζαρίδου αποσπάστηκαν από τον προσωπικό της λογαριασμό στο facebook και από το διαδίκτυο 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Ο Θοδωρής Βλαχάκης των Magic de Spell κι η ιστορία ενός από τα μακροβιότερα ελληνικά rock συγκροτήματα

Οι Magic de Spell ήταν το πρώτο ελληνικό rock συγκρότημα, με τα μέλη του οποίου γνωρίστηκα προσωπικά, όντας φοιτητής στην κινηματογραφική σχολή τη δεκαετία του 1990. Είχα δάσκαλο τον Ανδρέα Ταρνανά, που έγραφε στίχους για τους τότε δίσκους τους κι έτσι βγαίναμε όλοι μαζί σε ταβέρνες και καφέ των Εξαρχείων. Θυμάσαι πόσο με είχε ξαφνιάσει θετικά η μελοποίηση τους σε ένα απόσπασμα από τα «Τρία Κλικ Αριστερά» της Κατερίνας Γώγου, το «Εμένα οι φίλοι μου». Πόσο μου είχε αρέσει, επίσης, το τραγούδι τους με τους στίχους «Ο θάνατος διακοπές στο Σεράγεβο πάει», ένα από τα λιγοστά πολιτικά τραγούδια – θα τολμούσα να πω – της mainstream δισκογραφίας εκείνης της περιόδου. Στην πορεία των χρόνων, κάθε τόσο γνωριζόμουν με τους μουσικούς που περνούσαν από τις τάξεις τους. Άλλοι έφευγαν και άλλοι έρχονταν, χωρίς να διασπαστεί ο πυρήνας της μεγάλης παρέας τους με βασικούς τον Θοδωρή Βλαχάκη, τον Γιώργο Αρχοντάκη και, βέβαια, τον Γιώργο Ψωμόπουλο σε ρόλο μάνατζερ.

Οι Magic de Spell είναι το μοναδικό γκρουπ στην ιστορία του ελληνικού rock, που οι μουσικοί του ξεκίνησαν από τα αντεργκράουντ κλαμπ των αρχών του 1980, παίζοντας αγγλόφωνο punk, για να γίνουν μέσα σε μία εικοσαετία εκφραστές ενός ελληνόφωνου poprock ιδιώματος με τραγούδια «πιασάρικα», που αγαπήθηκαν και που ακόμη τραγουδιούνται. Κι αν στα τέλη των 90s είχαν τη μεγάλη τύχη να κάνει την παραγωγή δύο δίσκων τους ο J. J. Burnel των Βρετανών Stranglers, τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν δίστασαν να φλερτάρουν με ακόμη πιο mainstream καταστάσεις, διασκευάζοντας το «Υποφέρω» του Φοίβου και της Βανδή. Ως φαίνεται, η κρίση που ξεμπρόστιασε την επίπλαστη ευμάρεια των Νεοελλήνων ήταν εκείνη που από το 2009 τους ξανάβαλε με ορμή στο πολιτικό τραγούδι, κάνοντας τους να θυμηθούν ευφυώς τον Πάνο Τζαβέλλα και τους επαναστάτες Λατινοαμερικανούς ποιητές!

Πάμε τώρα, όμως, μαζί με τον Θοδωρή Βλαχάκη να ξετυλίξουμε απ’ την αρχή το νήμα της ιστορίας μιας από τις μακροβιότερες μπάντες που αξιώθηκε η εγχώρια ηλεκτρική σκηνή. Και, όπως είναι αναμενόμενο, να νοσταλγήσουμε, να συγκινηθούμε, να γελάσουμε και να συνειδητοποιήσουμε πως το rock and roll, όπως και όλες οι μορφές τέχνης, είναι απαραίτητο για τη ζώσα ύπαρξη κάθε εν ενεργεία καλλιτέχνη.

Θοδωρή, ξεκινήσαμε πριν να μιλάμε για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, με τον οποίο μου είπες ότι γνωριζόσασταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Για την ακρίβεια από το 1978. Είχαμε ίδια ηλικία – νομίζω, ο Λαυρέντης δεν ήταν ούτε χρόνο μεγαλύτερος μου. Η Πλάκα τότε είχε εφτά λαϊβάδικα και όλοι εκεί συχνάζαμε. Αυτός, απ’ ότι θυμάμαι, δεν είχε ασχοληθεί ακόμα με τα μουσικά και πολύ αργότερα έμαθα ότι τραγούδαγε αντάρτικα στις μπουάτ. Ήταν πολύ φίλοι με τον Αρχοντάκη, τον τωρινό μπασίστα μας και τα λέγαμε παρέα στο καφενείο της «Φιλομούσας». Θυμάμαι πως είχαμε κλείσει το στούντιο «Mastersound», στα Πατήσια, για να γράψουμε τον πρώτο μας δίσκο. Είχαμε κλείσει το ημερήσιο session και το βραδινό, τις ίδιες μέρες, το είχαν κλείσει οι PLJ Band, οι μετέπειτα Τερμίτες. Κάναμε την ανάλογη πλακίτσα, τα γνωστά, «Τι γράφετε εσείς, τι γράφουμε εμείς» και το πως συνέπεσε τα δύο συγκροτήματα να γράφουν μαζί τους δίσκους τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το 1998, όταν οι Τερμίτες έκαναν στο ΣΕΦ το reunion τους, να μας καλέσει ο Μαχαιρίτσας. «Θέλω να παίξετε» μου είπε από τηλεφώνου, «γιατί δεν ξεχνάω που γράφαμε μαζί τους πρώτους μας δίσκους και σας θεωρώ γουρλήδες». Έτσι έγινε!

Πόσων ετών είσαι;

62.

Μπαίνεις κι εσύ σιγά – σιγά στην οικογένεια των πουρόκερς, έτσι;

(γελάει) Δεν μπορώ να σου πω αν το σκέφτομαι ή δεν το σκέφτομαι αυτό, απλά δεν το αισθάνομαι. Βλέπω σε κάποιες φάσεις ότι στην Ευρώπη ή στην Αμερική μεσουρανούν τα εναπομείναντα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’70. Οι Deep Purple, ας πούμε, έβγαλαν έναν ωραίο τελευταίο δίσκο, ο Alice Cooper επίσης με τον προτελευταίο δίσκο του, γιατί τον τελευταίο δεν τον άκουσα ακόμα, κάνει εξαιρετική δουλειά. Βλέπω και μια τάση εδώ με τα γκρουπ της δεκαετίας του ’90, Υπόγεια Ρεύματα, Ενδελέχεια κλπ. Πιστεύω πως αν ξαναφτιάχνονταν γκρουπ των 90s που είχαν διαλυθεί, θα γινόταν χαμός. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στην προσέλευση του κόσμου συγκριτικά με πριν τέσσερα – πέντε χρόνια.

Έχει αυξηθεί το κοινό σας;

Ναι, ακριβώς. Από την άλλη, όμως, εμένα μ’ ενδιαφέρει να κάνουμε καινούργια κομμάτια και να προσεγγίζουμε, όσο γίνεται, νεότερους ήχους. Ίσως αυτό με κάνει να μη σκέφτομαι ότι πέρασαν τα χρόνια, όπως και το ότι έγινα πουρόκερ ή όχι. Μάλιστα, στην τωρινή γιορτή μας για τα 40 χρόνια της μπάντας, θα παρουσιάσουμε καινούργιο τραγούδι. Θέλαμε να μην είναι μόνο το τι κάναμε, αλλά και το τι έχουμε μπροστά μας.

Αναρωτιέμαι αν, περνώντας τα χρόνια, αγχώθηκες με το στερεότυπο του ροκά ακόμα και στην εμφάνιση σου.

Υπάρχουν στερεότυπα, αλλά έχουν σπάσει κατά κάποιο τρόπο. Δεν είναι όπως παλιά, που έπαιζες new wave και έπρεπε να’χεις πολύ κοντά μαλλιά ή μοϊκάνα, αν έπαιζες punk. Να έπαιζες rock seventies, π.χ., όπου δεν γινόταν να μην έχεις μακριά μαλλιά ή να μη δείχνεις πάντα νέος. Αυτό έσπασε από το εξωτερικό. Πολλές αμερικανικές μπάντες από μουσικούς μεγάλους σε ηλικία, το δείχνουν ότι είναι μεγάλοι. Δεν βλέπω δηλαδή σήμερα να είναι απόλυτα αναγκαίο να φαίνεσαι πιτσιρικάς, ενώ είσαι 60. Δεν γίνεται αυτό.

Παρόλα αυτά, εσύ διατηρείς τη μακριά κώμη σου και αλογοουρά κιόλας.

Ναι, είμαι με αλογοουρά, γιατί αν τα αφήσω ελεύθερα, όλο και κάνα φεγγαράκι θα φανεί απ’ την κορυφή (γέλια)


Μάλιστα. Πάμε να πιάσουμε απ’ την αρχή το νήμα της πορείας των Magic de Spell στην ελληνική rock σκηνή.

Κοίταξε, εγώ από μικρός άκουγα τις μπάντες της ελληνικής rock σκηνής, τους Πελόμα Μποκιού, τους Εξαδάχτυλος, τους Poll, όλους αυτούς. Γούσταρα πολύ και περίμενα πως και πως να τελειώσω το εξατάξιο Γυμνάσιο στην Κρήτη για να έρθω στην Αθήνα και να δω αυτές τις μπάντες. Ήρθα το ’75, αλλά δυστυχώς οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν διαλυθεί. Έτσι ήθελα να φτιάξω κι εγώ μια μπάντα, χωρίς να ξέρω από μουσική. Ήταν κι ένα ταμπού αυτό για τους γονείς στην Αθήνα, αλλά και στην Κρήτη, που δεν μπορούσες να τους πεις ότι θες να γίνεις μουσικός. Ισοδυναμούσε με κάτι πολύ κακό.

Εκτός αν ήσουν του Ωδείου.

Ναι, αν έκανες πιάνο ξέρω γω. Το να πήγαινα όμως εγώ να έπαιζα ντραμς σε ένα rock ή σε ένα punk συγκρότημα, που είχα λόξα τότε, ήταν κάτι πολύ ζόρικο. Με τα πρώτα λεφτά που έπεσαν στα χέρια μου αγόρασα μια ολοκαίνουργια ντραμς, την ίδια που έπαιζε ο Stuart Copeland των Police, κι αργότερα πήγα σε ένα ωδείο και έκανα μαθήματα μόνο για ένα εξάμηνο. Δεν τα βρίσκαμε με τον δάσκαλο στο πως πρέπει να κρατάω τις μπαγκέτες και στο πως να χτυπάω το πόδι στην γκρανκάσα. Μάλιστα, μπορεί να είναι ντροπή μου που το λέω, αλλά φεύγοντας, του έκλεψα και το τετράδιο με τις σημειώσεις. Τότε, να ξέρεις, υπήρχε μόνο ιταλική βιβλιογραφία για τα ντραμς, οπότε εγώ έτσι μπόρεσα να συνεχίσω στο σπίτι αυτά που θα έκανα για δυο χρόνια στο ωδείο.

Δούλεψες πολύ κατ’ οίκον, λοιπόν.

Ακριβώς, κατ’ οίκον και κατά μόνας. Να πω εδώ μια αστεία ιστορία: Όταν αγόρασα τα τύμπανα, τα μετέφερα στο σπίτι με ένα ταξί μερσεντές, αφού μόνο εκεί χώραγαν. Τα άφησα στο διάδρομο της πολυκατοικίας και τα ανέβαζα κομμάτι – κομμάτι στον πέμπτο όροφο που έμενα με τους γονείς μου. Ανεβάζω πρώτα το βαθύ και έπειτα τη γκρανκάσα. Την ίδια στιγμή, βλέπω τον πατέρα μου να κρατάει το βαθύ της ντραμς και να’ναι έτοιμος να το ρίξει απ’ το μπαλκόνι. Τρέχω γρήγορα, βουτάω μια ωραία ασπρόμαυρη τηλεόραση «Σάμπα» που είχαμε και πάω κι εγώ να την πετάξω απ’ το μπαλκόνι. Με κοιτάει, τον κοιτάω, «Μία σου και μία μου» του κάνω και τελικά γλίτωσαν και η Σάμπα και τα τύμπανα. Ε, μετά γνώρισα τον Αλέξη Κυριακάκη, τον πρώτο τραγουδιστή της μπάντας και αποφασίσαμε με τις λιγοστές μας γνώσεις ν’ αρχίσουμε να παίζουμε. Σκέψου ότι τότε δεν υπήρχαν προβάδικα και γι’ αυτό νοικιάσαμε ένα υπόγειο στο Μπραχάμι, που ο ιδιοκτήτης του το είχε για να εκτρέφει κουνέλια. Το καθαρίσαμε, το διαμορφώσαμε σαν στουντιάκι και βάλαμε αγγελία για να βρεθούν οι άλλοι μουσικοί που θα σχημάτιζαν τη μπάντα μας. Μεταξύ των άλλων, βρήκαμε έτσι τον Γιώργο Σκαρλάτο στο μπάσο, έναν μουσικό ιδιαίτερα σημαντικό για την πορεία μας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Οι τρεις μας οργανώσαμε την κατάσταση. Αρχικά παίζαμε με τον κιθαρίστα Μάκη Κόκο, μετά από λίγους μήνες όμως αλλάξαμε και πήραμε τον Γιώργο Αλαχούζο, που έπαιζε στους Πνευμονοκονίασις.

Μιλάμε για τον γνωστό Αλαχούζο των ειδικών εφέ στο σινεμά;

Ναι, ο Αλαχούζος που έγινε πολύ γνωστός τα επόμενα χρόνια για τα εφέ τρόμου και τα διάφορα που φτιάχνει στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε κάτι που καμία μπάντα δεν το έκανε εκείνα τα χρόνια, να γράψουμε δηλαδή δικά μας κομμάτια. Στην Πλάκα τότε οι πιο πολλές μπάντες έπαιζαν bluesrock διασκευές. Εμείς είπαμε ότι θα το αλλάξουμε το παιχνίδι, κάτι που σήμερα ακούγεται ως «και σιγά τι κάνατε»…Έχοντας επηρεαστεί πολύ από τα εγγλέζικα punk και rock γκρουπ, σαν τους Stranglers και τους Joy Division, αποφασίσαμε να πάρουμε μια τέτοια κατεύθυνση. Η αρχή έγινε στα τέλη του ’79. Μεσ’ στο ’80 παίξαμε στο Tiffanys της Πλάκας για πρώτη φορά, ένα ιστορικό μαγαζί. Μάλιστα, εγώ σ’ αυτό πήγαινα κάθε βράδυ και άκουγα και τα άλλα γκρουπ.

Με τα μέλη των οποίων θα γνωριστήκατε σαν μια οικογένεια, να υποθέσω.

Μέσα στο Tiffanys όχι, γιατί φιλοξενούσε γκρουπ που έπαιζαν κυρίως blues rock. Στην πρώτη μας εμφάνιση, όμως, μπήκαν κάτι πανκιά μέσα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Φρανκ των Panx Romana. Με τον Φρανκ γνωριζόμαστε από τότε, θέλω να πω. Ήρθαν ακόμη πολλοί, από το μαγαζί το «Remember» στην Πλάκα επίσης. Έτσι φτιάχτηκε η πρώτη μαγιά για το λεγόμενο ελληνικό punk, οι πρώτες κολεγιές ας πούμε.


Υπήρχε πολιτικοποίηση στα πρώτα σας βήματα, όπως συνέβαινε με τα γκρουπ του εξωτερικού που θαυμάζατε;

Κοίταξε, θεωρώ ότι εδώ δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τουλάχιστον για εμάς, τους Παρθενογένεσις που ήταν το πρώτο γκρουπ του νέου rock στην Ελλάδα και για τα άλλα γκρουπ αγγλόφωνου punk. Αυτό, όμως, που είχαμε μέσα μας και τελικά μας καθοδηγούσε, ήταν μια αντίδραση απέναντι σε όλα όσα βλέπαμε. Θα μας χαρακτήριζε κάποιος «αντισυστημικούς» ή «αντικαθεστωτικούς» αν υφίστατο ο όρος για τα χρόνια εκείνα. Ήδη, όμως, από τα τέλη του ’80 αρχίσαμε να παίζουμε σε φεστιβάλ κομματικών νεολαιών – αριστερόστροφων, εννοείται – και σε άλλες μαζώξεις.

Στο πλαίσιο γνωριμίας της μουσικής σας με ένα μεγαλύτερο κοινό;

Αυτό πάντα υπήρχε, γιατί εμείς ήμασταν απόλυτα αντεργκράουντ τότε και σίγουρα ψάχναμε να βρούμε ποιο είναι το μεγαλύτερο κοινό, στο οποίο μπορούσαμε ν’ απευθυνθούμε. Εκεί «διαλέξαμε» πολιτικά.

Ελληνικό punk συγκρότημα χωρίς χιουμοριστικές ιστορίες δεν νοείται. Έχεις να θυμηθείς κάτι ανάλογο;

Πρώτα – πρώτα να σταθώ στην παρθενική μας εμφάνιση. Ο μακαρίτης ο Λοΐζος, ο ιδιοκτήτης του Tiffanys, μας λέει: «Θα παίξετε με τους Daltons Family». Οι Daltons Family, λοιπόν, αποφασίζουν να παίξουν πρώτοι και να βγούμε μετά εμείς. Παικταράδες αυτοί, είχαν έναν κιθαρίστα, που έκανε κάτι φοβερά σόλα. Ο κιθαρίστας μας λέει «Αυτός κάνει παπάδες, πως θα βγω να παίξω εγώ;» κι εμείς να του λέμε «Μην ανησυχείς, κάνουμε κάτι άλλο εμείς»…«Ναι» μας λέει, «αλλά έτσι όπως τον ακούω, θα λιποθυμήσω» και κάνει ένα χραπ και λιποθυμάει! Του ρίχνουμε νερά, τον συνεφέρνουμε και τον ανεβάζουμε στη σκηνή. Έτσι ξεκίνησε η μπάντα, με λιποθυμία κιθαρίστα (γέλια) Τα επόμενα χρόνια που φτιάχτηκαν κι άλλες μπάντες ελληνόφωνες, υπήρξε μια τεράστια κόντρα χίπηδων και πάνκηδων, να την πούμε. Σε κάθε συναυλία, που τα δύο είδη συναντιόντουσαν, το αποτέλεσμα ήταν ξύλο, πέτρες, αίματα, ταραχές.

Πες μου ένα αντιπροσωπευτικό τέτοιο παράδειγμα από συναυλία.

Είχαμε παίξει σε μια συναυλία, αρχές ’81, στο αμφιθέατρο της φοιτητικής εστίας Ζωγράφου. Εκεί έπαιζαν ο Λήτης, οι Vavoura Band, οι TVC και άλλες μπάντες. Βγήκαμε τρίτοι στη σειρά μετά τους Vavoura Band και, όπως καταλαβαίνεις, ο χώρος ήταν τίγκα, εφτακόσια άτομα, ίσως και παραπάνω. Το κοινό το δικό μας ήταν μειοψηφία μέσα σε ένα κοινό «σεβεντάδων» που γούσταραν Vavoura Band, οι οποίοι παίζανε ψυχεδέλεια, Hendrix και Hawkwind οι άνθρωποι. Κι εμείς, όμως, ως αδίστακτοι τύποι, είχαμε αγοράσει μαύρα σατέν πανιά που τα κρεμάσαμε παντού, πήραμε και δυο κηροπύγια και παίξαμε με γυρισμένες πλάτες στο κοινό. Μόνο εγώ είχα οπτική πρόσβαση, που έπαιζα τύμπανα. Βγάλαμε τρία κομμάτια. Όλοι είχαν δυσανασχετήσει από κάτω, του στυλ «Τι κάνουν αυτοί τώρα;», αλλά εμείς αποζητούσαμε την πρόκληση. Στο επόμενο κομμάτι που γύρισαν μπροστά οι μουσικοί και παίξαμε μια διασκευή στους Sex Pistols, ανέβηκαν δυο φρικιά στη σκηνή. Κρατούσαν ένα μαντίλι και έκαναν ότι χορεύουν τσάμικο για να μας κοροϊδέψουν. Πλησιάζει ο ένας τον τραγουδιστή μας και του χώνει μια κλοτσιά στα αρχίδια. Το επόμενο δευτερόλεπτο ο δικός μας, του είχε τυλίξει το καλώδιο του μικροφώνου στο λαιμό και τον έπνιγε! Το επόμενο δεκάλεπτο, δέρνονταν οι πάντες μέσα εκεί, μιλάμε στην κυριολεξία για το απόλυτο ξύλο! Περιττό να σου πω ότι η συναυλία διακόπηκε, κάλεσαν επιτόπου την ΚΝΕ να περιφρουρήσει τους υαλοπίνακες του αμφιθεάτρου. Η μεγάλη πλάκα ήταν όταν μετά συναντηθήκαμε έξω για να δούμε τι απώλειες είχαμε, ποιος έφαγε το περισσότερο ξύλο. Έρχεται ένας φίλος και μας λέει: «Πω, ρε παιδιά, ήρθα για ενίσχυση, αλλά οι άλλοι ήταν τόσο φανατικοί που μέχρι και κορίτσια ανέβηκαν για να σας επιτεθούν. Πέτυχα, όμως, μία και της έχωσα μπουνιά, που την άφησα λιπόθυμη!» Μετά από δέκα λεπτά, έρχεται μια φίλη και μας λέει: «Ήρθε ένας μαλάκας απ’ τους άλλους, με γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και λιποθύμησα», δηλαδή χτυπιόμασταν μεταξύ μας (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια). Θυμάμαι και μιαν άλλη συναυλία στο Σπόρτινγκ με Παρθενογένεσις και Σπυριδούλα χωρίς τον Σιδηρόπουλο. Οι Παρθενογένεσις, που ήταν μόνιμα μαυροντυμένοι, είχαν φορέσει άσπρα περιβραχιόνια και λέγανε στο κοινό: «Εις ένδειξη πένθους για το παλιό rock που πέθανε κι εσείς όλοι είστε μαλάκες» κι από κάτω να τους πετάνε νεράντζια με ξυράφια που καρφώνονταν στον τοίχο πίσω από τη σκηνή…Άγρια πράγματα! Αυτά κράτησαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από κει και πέρα, όσο πάλιωνε και το νέο rock, άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. Σήμερα είναι πια δίδυμα αδέρφια, δεν υπάρχει punk και rock, όλα μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του rock.

Κατανοητό. Σήμερα, π.χ., δεν αποτελεί ταμπού το ότι οι Magic de Spell θα παίξουν με τον Πουλικάκο ή με τους Active Member.

Καθόλου! Έχουν γίνει και τα δύο αυτά, που λες! Για τότε, όμως, θα ήταν αδιανόητο και για μας και για τον Πουλικάκο ότι θα παίξουμε μαζί εν έτει 1982. Με την ίδια λογική, ήταν ταμπού και η συνεργασία του Νικόλα Άσιμου με τη Χαρούλα Αλεξίου στον πρώτο του μεγάλο δίσκο.

Ο Άσιμος ερχόταν σε εκείνες τις συναυλίες, τον βλέπατε;

Τον βλέπαμε και μάλιστα εγώ είχα πάει και στο σπίτι του δυο – τρεις φορές. Οραματιζόταν έναν άτυπο συνεταιρισμό και καλούσε όσες μπάντες γνώριζε ώστε να λειτουργήσουμε όλοι χωρίς ανταγωνισμούς και χωρίς να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου. Δεν το πέτυχε, όπως και κανείς δεν το’χει πετύχει μέχρι σήμερα…Ο Άσιμος ήταν μια τεράστια προσωπικότητα και κάθε φορά που έφευγα απ’ το σπίτι του αισθανόμουν καλύτερος, σοφότερος, δεν ξέρω τι άλλο να πω…

Να πάμε τότε στη δισκογραφία των Magic de Spell με τον πρώτο αγγλόφωνο δίσκο που βγήκε στα 1981.

Ο πρώτος δίσκος βγήκε μεσ’ στο καλοκαίρι του ’81, ένα 45άρι βινύλιο με τρία τραγούδια. Πήραμε την πρωτοβουλία να ηχογραφήσουμε με δικά μας έξοδα και μετά προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε τις εταιρείες, που είτε θα μας κορόιδευαν, είτε δεν θα μας απαντούσαν καν. Τον ήχο αυτόν τον είχαν για πέταμα. Μας φάνηκε πολύ περίεργο όταν πήγαμε στο Happening, οι άνθρωποι άκουσαν τα κομμάτια και είπαν «Εντάξει, το βγάζουμε»…«Είστε σίγουροι;»…«Γιατί να μην είμαστε, ρε παιδιά; Αφού είναι πολύ ωραίο αυτό που κάνατε»…Τυπώθηκαν, θυμάμαι, 1.070 κομμάτια που πουλήθηκαν ταχύτατα.

Έχεις κρατήσει καμιά κόπια απ’ αυτό το δισκάκι;

Δυστυχώς δεν έχω κανένα κομμάτι…Βέβαια, κόπιες του βινυλίου αυτού υπάρχουν και πωλούνται πολύ ακριβά στο διαδίκτυο. Είναι και μια άλλη εταιρεία, με γερμανικό όνομα, που οι άνθρωποι της μας πλησίασαν, καθώς έχουν λόξα με τον ήχο των ελληνικών συγκροτημάτων στα 80s και επανεκδίδουν βινύλια. Το 2012 έβγαλαν μια συλλογή με όλα μας τα ηχογραφήματα από το ’81 – ’82, ακόμη και τα ακυκλοφόρητα. Βρίσκεται σε βινύλιο! Αργότερα η ίδια εταιρεία κυκλοφόρησε σε καλό βινύλιο, κοπής στην Αγγλία, τους δύο πρώτους μας δίσκους.

Πήρατε τα λεφτά σας πίσω απ’ τις πρώτες ηχογραφήσεις;

Ήθελα να το πω αυτό, έτσι, για την ιστορία, ότι πήραμε όλα τα λεφτά μας πίσω. Νιώσαμε ικανοποίηση και αμέσως στις αρχές του ’82 μας ζήτησαν να δώσουμε δύο καινούργια κομμάτια για τη συλλογή με τίτλο «Happening ’82». Μέχρι σήμερα τα κομμάτια αυτά δεν μπήκαν πουθενά αλλού. Στη συλλογή είχαν μέσα κομμάτια τους και οι Λήτης, Αίολος, Vavoura Band και άλλα συγκροτήματα. Στα τέλη ’82 με αρχές ’83 ήρθε και ο πρώτος μεγάλος δίσκος, αλλά το σχήμα είχε ήδη αλλάξει πολύ. Έχει αποχωρήσει ο κιθαρίστας Γιώργος Αλαχούζος, ενώ εμείς έχουμε εγκαταλείψει το punk σαν μουσική. Τραγουδιστής έρχεται ο Ηλίας Ασλάνογλου και στα πλήκτρα ο Θανάσης Σκαρλάτος, αδερφός του Γιώργου. Το σχήμα, έτσι, γίνεται πολύ πρωτότυπο για την εποχή: Μπάσο, ντραμς, πλήκτρα και όχι κιθάρα! Μ’ αυτή τη δομή οι Magic de Spell έκαναν τρεις μεγάλους δίσκους. Ο πρώτος δίσκος είχε πάει ανέλπιστα καλά. Την ίδια περίοδο παίξαμε στο τριήμερο του Σπόρτινγκ με Birthday Party, New Order, όπου εμείς ανοίξαμε το set των Fall. Οι Metro Decay είχαν ανοίξει τους Birthday Party με τον Nick Cave, ενώ τους New Order άνοιξαν οι FMQ, το σχήμα που είχε προκύψει από τη διάλυση των Παρθενογένεσις.

Είχατε σταθερή παρουσία στη δισκογραφία, που σημαίνει ότι δουλεύατε πολύ.

Κάθε ένα χρόνο και κάτι, βγάζαμε νέο δίσκο, είναι αλήθεια αυτό. Το στυλ μας κάποιοι το ονόμαζαν dark wave και είχαμε διευρύνει πολύ το κοινό μας, συγκριτικά με τα πρώτα punk σινγκλάκια.

Θα το’χεις ξαναπεί, αλλά εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε ποιος σκέφτηκε το όνομα Magic de Spell για τη μπάντα.

Το σκέφτηκα εγώ κι όταν το είπα στα παιδιά, έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό. Είχαμε λόξα να ντυνόμαστε στα μαύρα, όπως και η μάγισσα Μάτζικα Ντε Σπελ του Ντίσνεϊ. Αυτή ήθελε να κλέψει την  τυχερή δεκάρα του Σκρουτζ, η οποία, αν είχε τρύπα στη μέση, θα μπορούσε να’ ναι και βινύλιο. Μας άρεσε, επίσης που αποσκοπούσε στο να πάρει τα λεφτά του πλούσιου γεροτσιγκούνη!

Θέλω να θυμηθείς τη συμμετοχή σας στο περιβόητο φεστιβάλ στο Άκτιο.

Μας πήρε τηλέφωνο ένας από τους διοργανωτές, ο ζωγράφος Τάκης Γεννιάς που δεν ζει πια, και μας ρώτησε αν θέλουμε να παίξουμε. Απαντήσαμε θετικά και μας είπε ότι θα παίρναμε 35.000 δραχμές. Για το ’84 και για μας, πίστεψε με, ήταν πολλά λεφτά! Να σκεφτείς ότι τα περισσότερα χρήματα που είχαμε πάρει για μια εμφάνιση μέχρι το 1990 ήταν 60.000 δραχμές, εδώ όμως μιλάμε για το ’84. Ήταν ένα διήμερο, στο οποίο αντιτάχθηκε ο Μητροπολίτης Πρεβέζης, αλλά ευτυχώς δεν κατάφερε να το διαλύσει. Παίζανε από μικρές αγγλόφωνες μπάντες μέχρι μεγαλύτερες, ελληνόφωνες, αλλά και καλλιτέχνες ακόμη κι από το έντεχνο: Ήταν ο Δήμος Μούτσης, ο Νίκος Παπάζογλου, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, οι Φατμέ, ο Σιδηρόπουλος! Ουσιαστικά ένα non stop διήμερο που ξεκίνησε στη μία το μεσημέρι και τελείωσε ξημερώματα της τρίτης μέρας. Θυμάμαι ότι το κλείσιμο έκανε ο Σιδηρόπουλος με τους Απροσάρμοστους στις 5.30 τα χαράματα! Εμείς παίξαμε το βράδυ της πρώτης μέρας το αγγλόφωνο ρεπερτόριο μας.

Ο χαρακτηρισμός «ελληνικό Woodstock» που αποδόθηκε στο Άκτιο, πιστεύεις ότι ίσχυε;

Νομίζω ότι ίσχυε, γιατί ο κόσμος κάτω απ’ τη σκηνή συνολικά ήταν γύρω στις δυόμισι χιλιάδες. Δεν θα έλεγες ότι ήταν τεράστιο νούμερο, αλλά υπήρχε κατασκήνωση, τουαλέτες…

Ναρκωτικά;

Και βέβαια, προφανώς. Μαζί με οικολογία, όμως, και καθαρισμό της παραλίας. Ακόμα δεν το’χε πει κανείς τότε «ελληνικό Woodstock», αλλά νομίζω πως όσοι ήμασταν εκεί, έτσι αισθανόμασταν. Για να προλάβω ερώτηση σου, εκεί δεν κάναμε παρέα με τα άλλα γκρουπ. Είχαμε τις δικές μας κλειστές παρέες, συνομιλούσαμε μόνο με τις μπάντες που έμοιαζε ο ήχος μας. Σαφώς, όμως, και είχαμε δει τους άλλους να παίζουν: Ο Μούτσης είχε βγει με κιθάρα – φυσαρμόνικα, σε στυλ Bob Dylan, πάρα πολύ καλός! Να πω, επίσης, πως η μόνη ελληνική μπάντα που συνομιλούσαμε ήταν οι Απροσάρμοστοι. Για κάποιο λόγο, μας γούσταραν, και εδώ να πω κάτι άλλο: Πέρσι στο κρατικό ραδιόφωνο, η παραγωγός Γιάννα Τριανταφύλλη μας είπε ότι στα τέλη του ΄84 που μας είχε καλέσει για συνέντευξη, το έκανε επειδή την είχε παροτρύνει ο Σιδηρόπουλος! Ποτέ δεν μας είπε τίποτα ο Σιδηρόπουλος, ούτε εμείς του είπαμε, αλλά υποθέτω ότι από το Άκτιο μας είχε ξεχωρίσει.

Τα Εξάρχεια του ’80 πως τα βιώσατε σαν συγκρότημα;

Εμείς είμαστε στην Πλάκα, στην ευρύτερη παρέα της «Σοφίτας» του Ηρακλή Τριανταφυλλίδη. Εκεί κάναμε πολλές εμφανίσεις και όταν τα μαγαζιά αυτά κλείσανε, εκ των πραγμάτων κινηθήκαμε προς τα Εξάρχεια, αλλά και στον Χολαργό που ο Βαγγέλης Βέκιος είχε φτιάξει το «Χύμα», μια ωραία μουσική σκηνή. Στα Εξάρχεια, παίξαμε σε μαγαζιά σαν το «ΑΝ» και αργότερα μπήκαμε στην κολεγιά των μεγαλύτερων μουσικών που ίδρυσαν τη συλλογικότητα ΜΟΥΣΥΝΚΑ. Είχαμε κλείσει το «Ροντέο» για live και όσα λεφτά έβγαιναν, πήγαιναν στις μπάντες. Έτσι βγάλαμε εκείνες τις 60.000 δραχμές που σου είπα πριν. Στον συνεταιρισμό αυτό ήταν μέσα ο Λήτης, ο Γκίνης, ο Θοδωρής Τρύφωνας, ο Ηρακλής, αυτούς θυμάμαι τώρα…Κατά κάποιο τρόπο, έγινε ότι οραματιζόταν ο Άσιμος.

1984, φεστιβάλ στο Άκτιο
Και μπαίνουμε στη δεκαετία του 1990, που γίνεστε κατά κάποιο τρόπο ένα mainstream συγκρότημα.

Από το ΄87 και μετά είχαμε μια κόντρα, αν θα γίνουμε ελληνόφωνοι ή όχι. Εγώ και ο Σκαρλάτος το θέλαμε φανατικά, οι άλλοι όχι, δεν ήθελαν. Η κόντρα αυτή μας αποδυνάμωσε, αραιώσαμε τα live και το ’91 κυκλοφόρησε από την Music Box ένα διπλό βινύλιο μας που ονομαζόταν «The Best & The Rest». Περιείχε τα πιο εμπορικά μας, ας τα πούμε, κομμάτια μαζί με μερικά ανέκδοτα. Ο δίσκος αυτός πούλησε παραπάνω απ’ ότι αναμενόταν και το ενδιαφέρον μας αναζωπυρώθηκε μαζί με την κόντρα αν θα συνεχίσουμε σε ελληνικά ή αγγλικά. Η κόντρα μας έφτασε σε σημείο επικίνδυνο και μάλιστα έγιναν και δύο παράλληλα projects «εκτόνωσης» τότε: Τα Παιδιά του Ήλιου με μένα και τον Σκαρλάτο σε ελληνόφωνο υλικό και το Alice a the Nightmare, αγγλόφωνο, όπου εγώ πάλι έπαιξα ντραμς γιατί δεν έβρισκαν άλλο, ε και γιατί, στην τελική, ήμασταν και φιλαράκια. Τα Παιδιά του Ήλιου ήταν ανεξάρτητη παραγωγή, οι Alice in a Nightmare είχαν βγει από τη Virgin. Τέλος πάντων, για να μην το διαλύσουμε, πάρθηκε μια απόφαση, που αν είχε τηρηθεί, πιστεύω ότι θα ήταν καταστροφική και θα είχαμε διαλυθεί σίγουρα: Να βγάζαμε ένα βινύλιο με τη μία πλευρά ελληνόφωνη και την άλλη, αγγλόφωνη. Ευτυχώς που δεν έγινε, γιατί εν τω μεταξύ είχαν έρθει να παίξουν στο «ΡΟΔΟΝ» οι Stranglers και πήγαμε να τους δούμε!

Κι έτσι γνωρίζεστε με τον J. J. Burnel. Πόσες ιστορίες έχεις να λες!

Ο Ηλίας Ασλάνογλου είχε τη φαεινή ιδέα, πραγματικά φαεινή όμως, να πάμε να πιάσουμε τον μπασίστα τους, τον J. J. Burnel, για να έκανε την παραγωγή του νέου μας δίσκου. Άκου θράσος στα ξαφνικά! Το ότι ο Ασλάνογλου, όπως και ο Burnel, ασχολούνταν με τις πολεμικές τέχνες, ήταν κάτι που βοήθησε στη μεταξύ μας επικοινωνία. Ο Burnel μας είπε ότι είχε κάνει κι άλλες παραγωγές στη Γαλλία, αλλά και στην Ιαπωνία. Μας ζήτησε ν’ ακούσει υλικό, αλλά μας ξεκαθάρισε το εξής: Θα προτιμούσε να κάνει την παραγωγή σε γκρουπ, το οποίο μιλάει τη γλώσσα του, όπως ακριβώς οι Stranglers έκαναν στη χώρα τους, την Αγγλία. «Εμείς τραγουδάμε αγγλικά, εσείς γιατί να μην τραγουδάτε ελληνικά;» ήταν τα λόγια του. Αυτό έκανε και τα αγγλόφωνα μέλη της μπάντας να υποχωρήσουν στο ενδεχόμενο ενός δίγλωσσου νέου άλμπουμ. Ο Burnel πήρε το υλικό, γύρισε στην πατρίδα του, το άκουσε κι όταν τηλεφωνηθήκαμε, μας είπε ότι θα κάνει την παραγωγή! Εννοείται πως εμείς δεν το πιστεύαμε με τίποτα! Ξετρελαθήκαμε!

Εσείς ξετρελαθήκατε, η εταιρεία όμως ήταν πρόθυμη να ανταπεξέλθει στις όποιες απαιτήσεις του Burnel;

Τότε ήμασταν στη Warner και σκεφτόμασταν ακριβώς το ίδιο, άντε να πείσεις την εταιρεία να φέρει τον Εγγλέζο δυο μήνες στην Ελλάδα, και πόσα θα θέλει κλπ. Πήγαμε και τους το είπαμε δειλά και κάνανε δυο μέρες να πιστέψουν ότι ο Burnel θα αναλάμβανε την παραγωγή μας. Όταν το πίστεψαν, είπαν «Εντάξει»! Ξέρεις, οι εταιρείες τότε ήταν κραταιές, πόνταραν τα λεφτά τους και εν προκειμένω λειτούργησαν καλά! Μπαίνουμε με τον Burnel στο στούντιο «Action», ένα πολύ καλό στούντιο, που μόλις το είδε, μας κάνει: «Αυτά είναι προϊστορικά! Θα πάμε να κάνουμε την παραγωγή στην Αγγλία» κι εμείς να προσπαθούμε να του πούμε: «Ναι, φίλε μου, αλλά υπάρχει κι η ελληνική πατέντα». Τελικά τον ψήσαμε, δουλέψαμε εδώ και μετά έγινε ένα mix στη Γαλλία, που δεν ήταν όμως τόσο καλό όσο το mix που είχε γίνει στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να κρατηθούν μόνο μερικά bonus tracks για το δίσκο. Ο Burnel δούλεψε με ηχολήπτη τον Αρχοντάκη, που επιμελήθηκε ηχητικά και όλους τους ελληνόφωνους δίσκους μας.

Δώσε μου μια περιγραφή του J. J. Burnel σαν άτομο.

Ήταν και, φαντάζομαι είναι, ένα πολύ καλό παιδί. Αγαπούσε πάρα – πάρα πολύ τη μουσική, αλλά ταυτόχρονα θα τον χαρακτήριζα εγωιστή και πολύ αυστηρό. Υπήρχε μια αυστηρότητα, η οποία μας έκανε καλό, καταλάβαμε ότι εδώ δουλεύουμε και δεν παίζουμε. Για να σου φέρω ένα παράδειγμα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου σού’λεγε: «Μεγάλε, άργησες δεκαπέντε λεπτά; Πέσε και παίρνε δεκαπέντε κάμψεις»!

Και έπεφτες κι έπαιρνες κάμψεις;

Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ναι, όπως σου είπα, αλλά εγώ ευτυχώς δεν είχα αργήσει ποτέ (γέλια). Θυμάμαι ότι αλλάξαμε εφτά κιθάρες μέχρι ν’ αποφάσιζε με ποια θα έπαιζε ο κιθαρίστας μας στο δίσκο – πράγματα που δεν τα είχαμε συνηθίσει στην Ελλάδα από παραγωγούς και ηχολήπτες!

Κι η Warner πάντα θετική απέναντι στις «παραξενιές» του;

Θετικότατη. Νομίζω πως κάπου έλεγαν «Για να δούμε τι θα κάνει αυτός»…Ήταν και μεγάλη εταιρεία…Ο δίσκος είχε πάει και καλά, αφού το πρώτο κομμάτι που’χε ξεπηδήσει ήταν η διασκευή στον «Μαθητή» του Ζαμπέτα.

Δική σου ιδέα η διασκευή αυτή;

Όχι, ήταν του Ηλία του Ασλάνογλου και αποδείχτηκε ταμάμ! Δική μου ιδέα ήταν να διασκευάσουμε ένα παλιό λαϊκό, αλλά αυτό που’χα προτείνει εγώ, ένα ζεϊμπέκικο του Χρηστάκη, δεν θα λειτουργούσε. Ο «Μαθητής» αντίθετα απ’ τη φύση του είναι rock and roll! Όπως μάλιστα το παίξαμε, ο Burnel χωρίς να ξέρει καν ότι ήταν διασκευή, σχολίασε: «Α, αυτό είναι καθαρόαιμο punk»! Ο «Μαθητής» έγινε βίντεο κλιπ κι έτσι μέσα σε τρεις – τέσσερις μέρες άρχισε ν’ ακούγεται παντού. Για πρώτη φορά, φτάσαμε στη φάση να κυκλοφοράμε στο δρόμο και οι μισοί να μας αναγνωρίζουν!

Η επιτυχία οφειλόταν, λες, στον Burnel ή σε μια, ούτως ή άλλως, πετυχημένη διασκευή;

Το τραγούδι σίγουρα και χωρίς τον Burnel θα μπορούσε να κάνει επιτυχία! «Σκοτώνει», πως το λένε; Η συμβολή, όμως, του Burnel υπήρξε καθοριστική, γιατί κατά τη γνώμη μου ο ήχος μας είχε γίνει βρετανικός. Για να λέμε όμως την πάσα αλήθεια, η επιτυχία οφειλόταν στον Ζαμπέτα. Από κει και πέρα, αποκτήσαμε ένα ποπ φαν κλαμπ, πιο ποπ από μας τους ίδιους. Μας γούσταραν άνθρωποι που δεν θα άκουγαν τα υπόλοιπα τραγούδια μας και μιλάμε για μία περίοδο, αφότου βγήκε ο δίσκος, που δεν πήγαιναν καλά τα live μας. Έπειτα, θέλαμε να βγάλουμε κι ένα κομμάτι ολοδικό μας ώστε να μην μας κόλλαγαν την ταμπέλα των διασκευαστών. Αυτό έγινε ένα χρόνο αργότερα με την κυκλοφορία του «Σεράγεβο».

Αυτό πάλι ποιανού ιδέα ήτανε;

Το «Σεράγεβο» ήταν ιδέα δική μου και του κιθαρίστα Νίκου Γεωργούλη. Αρχίζαμε να το παίζουμε το 1992, επηρεασμένοι από τις πρώτες ταραχές στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν «τσίμπαγε» ο κόσμος, δεν ήταν απ’ τα κομμάτια που άρεσαν. Μετά σε κάθε μαγαζί που παίζαμε, δίναμε μια φωτοτυπία με τους στίχους του τραγουδιού. Και πάλι τίποτα! Βγήκε ο δίσκος με τίτλο «Διακοπές στο Σεράγεβο», τίποτα! Πήγαινε για άπατος! Το είχε καπακώσει στην κυριολεξία ο «Μαθητής»! Όταν έγινε βίντεο κλιπ, έγινε και επιτυχία, οπότε κι εμείς εκεί ανασάναμε!

Να πως κάποτε ένα βίντεο κλιπ πετυχημένο μπορούσε να παρασύρει στην επιτυχία κι έναν ολόκληρο δίσκο.

Τότε, όμως, παιζόντουσαν πολύ τα βίντεο κλιπ στα μεγαλύτερα κανάλια. Υπήρχαν ο Jeronymo Groovy, ο SEVEN X, μας παίζανε πολύ. Ήταν μια φάμπρικα που βοηθούσε πολύ τη δισκογραφία.

Πότε αποχώρησε ο Ασλάνογλου από τη μπάντα;

Με τον Ηλία κάναμε και τον επόμενο δίσκο, το «Νίψον ανομήματα…», όπου με κάποιο περίεργο τρόπο είχαμε βρεθεί από τη Warner στην Eros.

Του Στέλιου Φωτιάδη.

Ακριβώς. Είχαμε δύο απαιτήσεις: Η μία ήταν να ξανάρθει ο Burnel και η άλλη να μας κάνει ο Σούλης το βίντεο κλιπ. Τα δέχτηκε αμέσως και τα δύο και, μάλιστα, εγώ τον ρώτησα: «Ρε Στέλιο, δέχεσαι αυτά τα δύο, που είναι δραχμοβόρα, χωρίς νά’χεις ακούσει τα νέα τραγούδια μας;» Και μου απάντησε ως εξής: «Εσύ δεν ξέρεις την αγορά, εγώ όμως ξέρω πόσο πούλησε ο προηγούμενος δίσκος σας, που σημαίνει ότι η τοποθέτηση του νέου άλμπουμ θα είναι απ’ την πρώτη μέρα 4.000 δίσκοι στα δισκοπωλεία. Άρα, φίλε μου, θα’χω βγάλει με τη μία τα λεφτά μου κι εσείς ότι θέλετε, κάντε»!

Και ξανάρθε ο Burnel, έτσι;

Βέβαια, ήρθε για δεύτερη φορά, πήγαν όλα καλά και για να σου πω την αλήθεια ο ήχος του «Νίψον ανομήματα…» μου αρέσει περισσότερο απ’ αυτόν του «Διακοπές στο Σεράγεβο». Ο δίσκος πήγε πολύ καλά με πολλά κομμάτια και έβγαλε πιο αναγνωρίσιμα για μας κομμάτια σε σχέση με τον προηγούμενο. Να σου πω και μια ιστορία, που ξέχασα, από την ηχογράφηση του «Διακοπές στο Σεράγεβο»;

Φυσικά.

Έχει πολύ πλάκα για να δεις πόσο σοβαρά παίρναμε τότε αυτό που γινόταν. Το ομότιτλο κομμάτι ξεκινάει με πολύ αργά τύμπανα κι εκεί εγώ δεν ήθελα μεγάλη ουρά στο ταμπούρο. Ήθελα να ξεφύγουμε απ’ την εποχή των 80s που άφηναν μεγάλες ουρές στα ταμπούρα γιατί μπαίναμε σε μιαν άλλη εποχή. Ο Burnel, πάλι, είχε αντίθετη άποψη! Διαφώνησα, έκανα φασαρία, με πέταξε έξω, κλείδωσε την πόρτα, έκανε το mix και μετά ξεκλείδωσε και μου είπε: «Άκου τώρα»! Ακούω μια τεράστια ουρά στο ταμπούρο, φρικάρω, φεύγω, παίρνω το αμάξι μου και το στουκάρω σ’ ένα δέντρο! Επίτηδες, αφού είπα «Μας έκαψε»! (γέλια) Τελικά αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο, αλλά εγώ έτσι το βίωνα εκείνη τη στιγμή.

Στην Eros κάνατε άλλο ένα μίνι άλμπουμ, αν δεν κάνω λάθος.

Όχι, καλά τα λες, το ’97 κάναμε το «Ο φόβος έχει όνομα» με συνθέσεις των τότε μελών μας, Νίκου Μαϊντά και Άρη Ζαρακά, αλλά και τη διασκευή στη «Μπαταρία» του Νικόλα Άσιμου. Εκεί ήταν που σταματήσαμε τη συνεργασία με τον Ηλία Ασλάνογλου.

Να ρωτήσω για ποιο λόγο;

Υπήρχαν κόντρες και μεγάλη διάσταση απόψεων. Δεν ήταν ότι είχε αρχηγικές τάσεις, αλλά νομίζω ότι σκεφτόταν με ένα περίεργο τρόπο, που το ίδιο θα μπορούσε να έλεγε κι αυτός για μένα. Τελικά, κάπου τα σπάσαμε και το σπάσιμο ήταν τέτοιο που δεν μπορούσε να ξανακολλήσει. Κοινώς, τσακωθήκαμε…Σήμερα έχουμε αγαθές σχέσεις και θεωρώ ότι ο Ηλίας Ασλάνογλου προσέφερε πάρα πολλά σ’ αυτή τη μπάντα! Πραγματικά, πάρα πολλά!

Πότε ανέλαβε παραγωγός σας ο Γιώργος Ψωμόπουλος;

Από το «Ο φόβος έχει όνομα», το ’97. Αμέσως μετά το τέλος των συναυλιών μας και την αποχώρηση του Ασλάνογλου, το φθινόπωρο του ’97, πήραμε τραγουδιστή τον Κώστα Βούλγαρη και υπήρξαν κι άλλες ανακατατάξεις στη μπάντα, που μπορεί να τις βρει όποιος ενδιαφέρεται στο διαδίκτυο. Προχωρήσαμε σε μια αλλαγή στυλ, έγινε λίγο πιο βαρύ το συγκρότημα και πιστεύω ότι απώλεσε και τα τελευταία ίχνη ποπ διάθεσης.

Θοδωρής Βλαχάκης (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης, 2012)
Σε ρώτησα για τον Ψωμόπουλο, καθώς με δική του προτροπή μελοποιήσατε το «Εμένα οι φίλοι μου» της Κατερίνας Γώγου.

Ναι, με δική του προτροπή, εκεί που στην αρχή η μελοποίηση της Γώγου μας φαινόταν βουνό κι ένα τεράστιο στοίχημα. Ούτε όταν τελείωσε το κομμάτι, ήμασταν ικανοποιημένοι. Περισσότερο κυριαρχούσε ο φόβος του τι πρόκειται να μας σούρουν. Δεν είχαμε ξανακάνει μελοποίηση και η Γώγου είναι και δύσκολη ποιήτρια, με πεζογραφική γραφή. Τουλάχιστον υπήρχε φανατισμός για πάρτη της, τη γουστάραμε πολύ χωρίς, δυστυχώς, να την έχουμε συναντήσει ποτέ. Μέχρι σήμερα παραμένω φανατικός της Γώγου, όπως ήμουν πιτσιρικάς με κάποιες μπάντες.

Το «Εμένα οι φίλοι μου» έγινε αμέσως επιτυχία ή περίμενε κι αυτό το βίντεο κλιπ του;

Έκανε αίσθηση απ’ την πρώτη φορά που το παίξαμε, σίγουρα όμως επιτυχία έγινε με το βίντεο κλιπ του Σούλη. Δεν έμοιαζε εξ αρχής με καινούργιο, αλλά με παλιό γνώριμο κομμάτι της μπάντας. Ο δίσκος ονομάστηκε «Τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών», από στίχο της Γώγου, και βγήκε από την FM Records.

Πω, πω, εταιρεία για εταιρεία δεν είχατε αφήσει…

(γέλια) Σ’ αυτό οφείλεται που μέχρι σήμερα δεν έχουμε κάνει ένα best της προκοπής. Στην FM Records κάναμε και το «Κόκκινο» το 2000, όπου μελοποιήσαμε για δεύτερη φορά τον Ανδρέα Ταρνανά, Καρυωτάκη και τον Κύπριο Πάμπο Φιλίππου. Διασκευάσαμε ακόμη το «Βιετνάμ» του Σαββόπουλου.

Αυτό το πετυχημένο «κόλλημα» με την ποίηση προκλήθηκε από τη συνεργασία με τον Γιώργο Ψωμόπουλο;

Κοίταξε, έπαιξε σίγουρα ρόλο ο Ψωμόπουλος, γιατί μας έκανε να ξεφοβηθούμε. Είχαμε ένα φόβο ν’ αγγίξουμε τους ποιητές…Στην Κύπρο γνωρίσαμε τον Πάμπο Φιλίππου κι είδαμε ότι τα πράγματα έρχονταν από μόνα τους. Το «Κόκκινο» στην εποχή του έκανε μεγαλύτερες πωλήσεις από την «Τραμπάλα…» που είχε μέσα τη μελοποίηση στη Γώγου. Πιστεύω όμως ότι η «Τραμπάλα…» το κέρδισε σε βάθος χρόνου.

Ισχύει. Θέλω να μείνουμε ακόμα λίγο στο «Κόκκινο» και να πάμε σε μία δικαστική διένεξη που είχατε τότε με το περιοδικό «Δίφωνο». Έτυχε να ενταχθώ στο team του «Διφώνου» δύο χρόνια αργότερα και θυμάμαι πόσο συζητιόταν η υπόθεση με τους Magic de Spell

Στο «Δίφωνο» διευθύντρια ήταν τότε η Άννα Βλαβιανού. Την κριτική δεν την είχε γράψει η ίδια, αλλά ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος. Για το «Κόκκινο» γράφτηκε μια πάρα προσβλητική κριτική! Μπορώ να σου πω ότι η κόρη μου, που τότε ήταν σε μικρή ηλικία, όταν τη διάβασε, έβαλε τα κλάματα. Μας έλεγαν ότι είμαστε κάτι γερασμένοι που δεν κοιτάμε τον καθρέφτη από αποστροφή στις ρυτίδες μας και κάτι τέτοια, αντί να κρίνουν τη μουσική μας…Εννοείται πως αυτά γράφτηκαν σε μια εποχή που το γκρουπ ήταν φουλ από συναυλίες και μάλλον αυτό ενοχλούσε για ένα δίσκο που προσωπικά θα τον χαρακτήριζα απ’ τους πιο ποιοτικούς μας.

Πως είχατε αντιδράσει τότε;

Στενοχωρηθήκαμε πάρα πολύ, ενώ αν σήμερα συνέβαινε το ίδιο, ειλικρινά εμένα δεν θα με πείραζε καθόλου. Ο μάνατζερ μας, ο Ψωμόπουλος, μας πρότεινε να έβλεπε ένας δικηγόρος την κριτική. Τελικά, πήραμε νομική συμβουλή ότι αυτή μόνο κριτική δεν ήταν, αλλά προσβλητική δυσφήμηση που μπορούσε να τραβήξει δικαστικά. Προσφύγαμε στα δικαστήρια και δεν κωλώσαμε να τα βάλουμε με Ιερά Τέρατα τότε της δισκογραφίας και της μουσικής δημοσιογραφίας. Κερδίσαμε την αγωγή και συμβιβαστήκαμε στο ποινικό μέρος, γιατί δεν θέλαμε να το τραβήξουμε κι άλλο!

Πήρατε αποζημίωση;

Η αποζημίωση, μη θέλοντας να πάρουμε χρήματα, ήταν η διαφήμιση με σελίδες στα περιοδικά του ομίλου που είχε τότε το «Δίφωνο» και το «ΠΟΠ+ΡΟΚ». Να προσθέσω ότι τότε έβγαζε δίσκο μια εταιρεία που’χε καλές σχέσεις με το τάδε περιοδικό, νά’σου οι καλές κριτικές και τα εξώφυλλα.

Καλές σχέσεις λες και όχι οικονομικές αλλαξοκωλιές; Να κρυβόμαστε τόσα χρόνια μετά; Θυμίζω πως μέχρι να αναλάβει ο Μιχάλης Κουμπιός το «Δίφωνο», το περιοδικό είχε καταντήσει παράρτημα συγκεκριμένης δισκογραφικής.

Τέλος πάντων, το λες εσύ και έτσι είναι. Ακριβώς. Θα θέλαμε να ζούμε σ’ ένα κόσμο αγγελικά πλασμένο, αλλά το μόνο που δεν θέλαμε, μια και το άλλο δεν γινόταν, ήταν να μη δεχόμαστε ανήθικες επιθέσεις. Υπήρξε αντίδραση από μέρος του μουσικού Τύπου που μας έβγαλαν από γραφικούς μέχρι ότι δεν αφήνουμε ελεύθερους τους ανθρώπους να εκφράζουν την άποψη τους. Απαντήσαμε με μια επιστολή που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: «Ακριβώς αυτό που επιδιώκουμε είναι να λέει ελεύθερα τη γνώμη του ο καθένας και όχι να ρίχνει λάσπη, επηρεασμένος από αλλότρια συμφέροντα».

Ο Θοδωρής Βλαχάκης το 2019 στην πλατεία Βικτωρίας (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης)
Εκείνη την περίοδο, πως έκρινες το άλλο ελληνικό τραγούδι; Τον Μαχαιρίτσα, που λέγαμε στην αρχή, τον Αλκίνοο, τον Περίδη…

Εγώ πάντα άκουγα ξένο και ελληνικό rock. Ήταν δύσκολο να προσεγγίσω και να κολλήσω με τους παραπάνω, τους οποίους φυσικά τους άκουγα πάρα πολύ ευχάριστα και αντιλαμβανόμουν ότι κάνουν κάτι σοβαρό και ενδιαφέρον. Ίσως απλά δεν ήταν για να τους ακούω στο σπίτι μου, λόγω διαφορετικού μουσικού προσανατολισμού.

Λοιπόν, είπες πριν πως απωλέσατε τις ποπ διαθέσεις σας με την «Τραμπάλα…», αλλά ισχύει πράγματι, όταν στην επόμενη δουλειά σας διασκευάσατε Βανδή και Φοίβο;

Αυτό είναι πολύ κουφό! Αμέσως μετά το «Κόκκινο» και το συμβόλαιο μας που «μίλαγε» για δύο δίσκους, μπορούσαμε- υποτίθεται- να κάνουμε και κάτι άλλο αν συμφωνούσαν και οι δύο πλευρές. Είπαμε έτσι να γίνει ένας αντιπολεμικός δίσκος, που ετοιμάστηκε, αλλά δεν ηχογραφήθηκε ποτέ. Δεν ήταν ότι μας έκοψε η εταιρεία, απλά άλλαξε γνώμη ως προς το περιεχόμενο ενός νέου δίσκου. Θέλανε κάτι πιο mainstream, που εμείς αρνηθήκαμε. Γενικά πάντα υπήρχε πρόβλημα με το αντιπολεμικό τραγούδι. Το «Σεράγεβο» στις αρχές το έβρισκαν μπανάλ τα ραδιόφωνα, αλλά εγώ, βλέποντας τι γίνεται στη «γειτονιά» μας, στα Βαλκάνια, αποφάσισα να γυρίσουμε το βίντεο κλιπ στα Μάταλα. Αφότου πήγε καλά μετά το «Σεράγεβο», πάλι τα ΜΜΕ στη συνέχεια σνόμπαραν τη διασκευή στο «Βιετνάμ» του Σαββόπουλου. Αδικαιολόγητα πράγματα…Φτάνουμε πλέον να γνωρίσουμε τη Λίλα Κορκολή, αδερφή του Στέφανου, η οποία είχε φτιάξει μια ανεξάρτητη δισκογραφική μαζί με μια συνεταίρο της. Μας πρότειναν να μας κάνουν το νέο μας δίσκο. Έχοντας ταιριάξει μεταξύ μας, φτάσαμε να έχουμε παραγωγό τον Στέφανο Κορκολή, με τον οποίο κάναμε παρέα σχεδόν κάθε μέρα. Έγινε ο δίσκος με τίτλο «Ο τελευταίος Επιζών», όπου εκεί μέσα διασκευάσαμε Φοίβο!

Είχατε αντιδράσεις από τους φαν σας γι’ αυτή την επιλογή; Εγώ, προσωπικά, θυμάμαι ότι είχα ξενερώσει…

Υπήρξε κόσμος που γούσταρε και καταλάβαινε την εύθυμη προσέγγιση μας, αλλά κάποιοι άλλοι ξενέρωσαν πράγματι, όπως κι εσύ. Εμάς μας είχε φανεί μια καλή διασκευαστική ιδέα να κάνουμε rock ένα τέτοιο χορευτικό κομμάτι. Του Κορκολή, που δεν ήταν δική του ιδέα, του’χε αρέσει πολύ.

Τελικά πως σας ήρθε να διασκευάσετε Φοίβο;

Το κομμάτι αυτό το παίζαμε ως ρεφραίν σε κάποια καίρια σημεία των συναυλιών μας. Γινόταν ψιλοχαμός! Όταν, βέβαια, παρουσιάστηκε σαν αυτοδύναμο κομμάτι, υπήρξε διχασμός. Κάποιοι είπαν ότι θέλουμε να μπούμε σε μεγάλες σκηνές, στα μαγαζιά της παραλίας, κάτι που δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς μ’ αυτό το τραγούδι. Ακόμα και ο ίδιος ο Φοίβος, όταν μας έδωσε την άδεια για τη διασκευή, είχε θεωρήσει ότι κάπως αλλιώς έπρεπε να γίνει, αλλά δεν συμφώνησε ο Κορκολής ως παραγωγός. Τελικά το κομμάτι βγήκε έτσι κι εγώ πέρασα καλά και σήμερα δεν μετανιώνω καθόλου. Ο δίσκος αυτός, μετά τη διάλυση της εταιρείας, έμεινε στα συρτάρια και σήμερα δεν βρίσκεται ούτε στο spotify, ούτε καν σε CD.

Ο επόμενος δίσκος βγήκε στη Lyra, που ανήκε πλέον στον Όμιλο Γιαννίκου. Άλλη πονεμένη ιστορία αυτή…

Το 2009 βγήκε εκεί το «ΟΚ Πατέρα» με νέους τραγουδιστές πλέον, τον Γιώργο Λαγγουρέτο και τον Δημήτρη «Pixel», που είναι μαζί μας από το 2007. Σαν bonus track είχαμε ένα τραγούδι με τη συμμετοχή της Στέλλας Κονιτοπούλου, αλλά το κομμάτι που «τράβηξε» το δίσκο ήταν η διασκευή μας στον «Κυρ – Παντελή» του Πάνου Τζαβέλλα. Μας είχε βοηθήσει η σύντροφος του Τζαβέλλα, η Νατάσσα Παπαδοπούλου. Την αγαπάμε πολύ αυτή τη γυναίκα και θεωρώ ότι κάνει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό έργο, όχι μόνο με τη διαφύλαξη του έργου του Τζαβέλλα, αλλά και με τις δικές της αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις. Έχω δει δηλαδή ωραιότατα live της Νατάσσας. Το «ΟΚ Πατέρα» σηματοδότησε μια μουσική ανάκαμψη για τους Magic de Spell, αφού πήγε καλύτερα από το προηγούμενο άλμπουμ. Ήταν σημαντικό για ένα γκρουπ που ξεκίνησε το 1979, να βγάζει δίσκο το 2009 και νά’χει μέσα τρία αναγνωρίσιμα καινούργια τραγούδια, τον «Κυρ – Παντελή», το «ΟΚ Πατέρα» και τον «Κλόουν». Τα παίζαμε και ο κόσμος τα ήξερε!

Πες μου και για τη συνεργασία σας με τον Γιάννη Παλαμίδα, τον ερμηνευτή της Λένας Πλάτωνος. Το άλμπουμ «Πρόγονε πίθηκε, εσύ τι λες;» που βγήκε το 2014 και παραμένει το τελευταίο σας, είχε τον Παλαμίδα βασικό ερμηνευτή.

Εγώ ήμουν φανατικός οπαδός των Apocalypsis που τραγουδούσε το ’79 ο Παλαμίδας. Έμενα ξερός απ’ αυτό που άκουγα και έβλεπα, γιατί ο Παλαμίδας ήταν και είναι ένας τεράστιος performer και ένας τρομαχτικός τραγουδιστής! Στο «Πρόγονε Πίθηκε, εσύ τι λες;» θέλαμε να διασκευάσουμε το «Σαμποτάζ», που η Πλάτωνος μας παραχώρησε με αγάπη, τόση ώστε να λέμε ότι την αγαπάμε εξίσου κι εμείς. Σκεφτήκαμε, γιατί να μη χρησιμοποιήσουμε την πρώτη φωνή του «Σαμποτάζ», δηλαδή τον Γιάννη Παλαμίδα; Του το προτείναμε, συμφώνησε και μπήκαμε να γράψουμε το κομμάτι. Εντυπωσιαστήκαμε τόσο πολύ, όμως, απ’ αυτή τη φωνή που του ζητήσαμε να πει κι άλλα. Τελικά, μαζί με τον δικό μας τραγουδιστή, τον Λαγγουρέτο, ο Παλαμίδας τραγούδησε συνολικά οχτώ κομμάτια. Ουσιαστικά ήταν κοινός μας δίσκος, εξ ου και τον ονομάσαμε «Magic de Spell + Γιάννης Παλαμίδας». Στο ίδιο άλμπουμ, μελοποιήσαμε και Γιώργο Χρονά, κατόπιν δικής σου προτροπής, αν θυμάσαι. Υπέροχο τραγούδι ήταν αυτό με την απαγγελία του ποιητή! Μελοποιήσαμε ακόμη στίχους της Ντέπυς Χατζηκαμπάνη, αλλά και του Δημήτρη Ποντίκα, ενός πολύ σημαντικού φίλου μας, που έφυγε από τη ζωή δίχως να προλάβει να τυπώσει επισήμως ποιητική συλλογή. Νομίζω πως, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, επρόκειτο για έναν πολύ ωραίο δίσκο των Magic de Spell!

Ενδιαφέρον παρουσιάζει στο δίσκο αυτό και η ιστορία με τις μελοποιήσεις στον Roque Dalton.

Απ’ την ΑΕΠΙ μας είπαν ότι έπρεπε ν’ αποδοθούν κάπου τα πνευματικά δικαιώματα των στίχων του Dalton. Προσπάθησαν να βρουν κληρονόμους του ποιητή στο Ελ Σαλβαδόρ, αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού της συγκεκριμένης χώρας απάντησε πως αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ! Ξέρεις, είχαν εφαρμόσει το κόλπο των Ρωμαίων, να διαγράφουν απ’ τα μητρώα και όλες τις υπηρεσίες κάποιους ανθρώπους…Αντιμετωπίσαμε πρόβλημα, γιατί η ΑΕΠΙ δεν επίτρεπε να βγει το κομμάτι χωρίς απόδοση δικαιωμάτων. Επικοινωνήσαμε τότε με τον Λουκά Κακουλή στην Κύπρο, που είχε κάνει τις λογοτεχνικές μεταφράσεις στα ποιήματα του Roque Dalton. Ο Κακουλής μας έστειλε μια επιστολή, στην οποία εξέφραζε την επιθυμία του να πάνε όσα χρήματα αντιστοιχούν, στον δοκιμαζόμενο λαό του Ελ Σαλβαδόρ! Ήταν μια ακόμα τυπική κόμπλα για την ΑΕΠΙ, αλλά τα βρήκαμε, τα μπαλώσαμε και το κομμάτι κυκλοφόρησε. Το καλό μ’ αυτό το άλμπουμ ήταν ότι τακιμιάσαμε τόσο πολύ με τον Παλαμίδα, ώστε παίζαμε μαζί για δυο χρόνια, από το «Κύτταρο» μέχρι τη Θεσσαλονίκη και αλλού. Α, και κάτι άλλο που αφορά τον Roque Dalton επίσης: Λίγα χρόνια μετά άλλαξε η κυβέρνηση στο Ελ Σαλβαδόρ και από τότε η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης!

Οι περισσότεροι συνάδελφοί σου υποστηρίζουν ότι δεν αξίζει σήμερα να βγάλεις νέο δίσκο, εξ αιτίας του internet.

Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι ο κόσμος δεν ακούει πια μουσική όσο άκουγε παλιότερα. Ακούει πιο επιδερμικά, μισό τραγούδι λόγου χάριν. Παρότι εμάς μας αρέσουν πολύ τα άλμπουμ, θεωρούμε ότι είναι ίσως ανώφελο πια να εκδίδεις μεγάλους δίσκους. Το σωστό για μένα είναι να κυκλοφορούν τα κομμάτια ένα – ένα στο internet και με χρονική απόσταση μεταξύ τους. Το internet πληρώνει ψίχουλα και σε καμία περίπτωση δεν βγάζεις τα έξοδα της παραγωγής. Ούτε γι’ αστείο! Είναι κι ένας λόγος που κυριάρχησε το internet για έναν απλό λόγο: Ο καθένας έχει πολύ φθηνή ή δωρεάν πρόσβαση στη μουσική. Ουσιαστικά αγοράζει gigabytes και τα όποια έσοδα δεν πάνε ούτε στις δισκογραφικές, ούτε στους καλλιτέχνες. Πάνε στους παρόχους, δηλαδή στις τηλεφωνικές εταιρείες τελικά. Έτσι, μια και δύσκολα μαθαίνονται τα νέα τραγούδια, κυριαρχούν οι παλιοί μουσικοί στο εξωτερικό, αυτοί που μεσουράνησαν σ’ άλλες εποχές. Δεν μπορεί μια νέα μπάντα να βγάλει υλικό που θα φτάσει μαζικά στον πλανήτη ολόκληρο, ακόμη κι αν είναι εγγλέζικη ή αμερικανική.

Ενώ, ας πούμε, μπορεί ο Bob Dylan όταν στα 75 του διασκευάζει Frank Sinatra.

Ακριβώς! Ένα όνομα σαν τον Dylan διασκευάζει ένα άλλο όνομα, σαν τον Sinatra. Στα νεότερα παιδιά υπάρχει μια τάση επιστροφής στα παλιά. Θεωρούν ότι τα πράγματα ήταν πιο αθώα, πιο ειλικρινή. Ψάχνονται σε παλιότερες μουσικές. Μάλλον ήταν τελικά πιο αθώα τα πράγματα…Τέλος πάντων, εμείς στο πλαίσιο αξιοποίησης του διαδικτυακού χώρου, ηχογραφήσαμε τον «Γιάννη», ένα digital single, με βίντεο κλιπ πάλι του Νίκου Σούλη. Ακολούθησε ένα ακόμη τραγούδι μας που μπήκε σε μια συλλογή με τίτλο «Μεσημέρι στον Παράδεισο» με την επιμέλεια του Γιάννη Γιοκαρίνη σε στίχους από το συρτάρι του μακαρίτη Σταμάτη Μεσημέρη. Το δικό μας κομμάτι λέγεται «Ο Τρίτος Παγκόσμιος εδώ» με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και του Γιάννη Γιοκαρίνη. Ο Ηλίας Μωραΐτης, ο φωτογράφος της ελληνικής rock σκηνής, θα κάνει και το βίντεο κλιπ.

Θοδωρή, θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς μουσική;

Κάνω κι άλλη δουλειά παράλληλα και, να σου πω την αλήθεια, δεν μπορώ να διανοηθώ τον εαυτό μου να σταματήσει τη μουσική. Ίσως να’ ταν και καλό για μένα, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντέξω. Δηλώνω πρώτα απ’ όλα οπαδός της rock μουσικής και μετά μουσικός εκπρόσωπος της.

Έχεις και μια στρωτή οικογενειακή ζωή βέβαια. Παντρεμένος, με την ίδια γυναίκα, με μια κόρη, όχι δηλαδή κατά το μοντέλο του rocker καλλιτέχνη, αν με «πιάνεις».

Και χωρίς καταχρήσεις, αν εξαιρέσεις το τσιγάρο και τον καφέ.

Σιγά τις καταχρήσεις, καφές και τσιγάρο…

Άσ’ το, οι γιατροί θα πουν άλλα (γέλια) Κοίταξε, δεν ήμουν στα drugs ποτέ, χωρίς να σημαίνει και ότι δεν ξέρω τι είναι…Η ισορροπία στην προσωπική ζωή βοηθάει στο νά’σαι και ένας καλός επαγγελματίας μουσικός. Έχω δει ανθρώπους, όμως, σούπερ ταλαντούχους, που δεν ήταν καθόλου ισορροπημένοι ή που αν ήταν ισορροπημένοι, σίγουρα δεν θα ήταν τόσο ταλαντούχοι.

Όπως;

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν χαθεί και ένας που δεν θα μάθει ποτέ πόσο καταξιώθηκε μετά θάνατον, ήταν ο Νικόλας ο Άσιμος.

Μόνο που ο Άσιμος δεν είχε σχέση με καταχρήσεις, αλλά με ψυχωτική συμπεριφορά, απ’ όσα γνωρίζουμε.

Κάποτε δοκιμάσαμε έναν τραγουδιστή. Αποφασίσαμε να τον πάρουμε, γιατί στη διασκευή μας στη «Μπαταρία» του Άσιμου, τον ηχογραφήσαμε σε τέσσερις εκτελέσεις, η μία εντελώς διαφορετική από την άλλη. Μεγάλο τραγουδιστικό προσόν αυτό! Αυτός, όμως, ζούσε με τη γιαγιά του. Τον παίρναμε τηλέφωνο, συνέχεια έβγαινε η γιαγιά του και μας έλεγε: «Παιδιά, κοιμάται ακόμα, δεν μπορώ να τον ξυπνήσω»…Κανείς δεν ήξερε τι γινότανε…Δεν τον πήραμε τελικά…Πως να παίρναμε έναν άνθρωπο που δεν μπορούσε να ξυπνήσει επί τέσσερις μέρες;

Τι μέλλει γενέσθαι, Θοδωρή Βλαχάκη;

Πολλά μπορούν να συμβούν. Εύχομαι να απολαμβάνουμε το θείο δώρο που λέγεται ζωή κι εγώ να μπορώ να κάνω μουσική για πολλά χρόνια ακόμη. Όταν δηλαδή ακούς τους σημερινούς Deep Purple, λες ότι τελικά δεν είναι αδύνατον. Εντάξει, οι μουσικές έχουν αλλάξει και το rock διεθνώς δεν είναι στην πρώτη γραμμή πια. Δεν μπορώ να κρίνω τα νέα μουσικά είδη, αλλά σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο βλέπω ότι πάμε για ένα νέο Μεσαίωνα και για ένα μαύρο σκοτάδι. Δεν μπορώ να φανταστώ, στην ηλικία που βρίσκομαι, με ποιο τρόπο η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ανακάμψει. Το θεωρώ πολύ δύσκολο να το δούμε, όσο εμείς θα ζούμε τουλάχιστον…Με έχουν επηρεάσει τόσο ο Όργουελ, όσο και ο Άλντους Χάξλεϊ, που, όπως γνωρίζεις καλά, δεν μας έχουν δώσει ένα happy end για τις σκέψεις τους…

Δώσε μου εσύ τότε ένα happy end γι’ αυτή τη μαραθώνια συνέντευξη.

Θα πω, λοιπόν, ότι θαυμάζω τον Δημήτρη Πολύτιμο που είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος μου, στα 82 δηλαδή, κι ακόμη μάχιμος, on the road. Συνεχίζει να παίζει και να είναι βράχος, rock! Έτσι θέλω να με φαντάζομαι!

Σ’το εύχομαι. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την αφήγηση ζωής.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ κι είναι ευτύχημα για κάθε έναν που δίνει συνέντευξη να «καλοπέφτει». Έτσι ένιωσα και το ήξερα εκ των προτέρων.