Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Όταν η Φινλανδή τραγουδίστρια Arja Saijonmaa μου έδωσε συνέντευξη μέσα σε...ταξί

Το όνομα της Arja Saijonmaa (προφέρεται Άρια Σαϊγιονμάα) είναι μυθικό μεταξύ των θαυμαστών του έργου του Μίκη Θεοδωράκη. Πρόκειται για τη Φινλανδέζα ερμηνεύτρια που ανακάλυψε κυριολεκτικά ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης σε ένα πέρασμα του από το Ελσίνκι και που την επέλεξε για πρέσβειρα της μουσικής του στη βόρεια Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1970, τότε που ξεκίνησαν και τη στενή δισκογραφική τους συνεργασία με πολλούς δίσκους, τραγουδημένους από τη Saijonmaa, σε διαφορετικές ξένες γλώσσες. Έκτοτε, η Arja Saijonmaa διακρίθηκε στον πολιτικό ακτιβισμό, την υποκριτική, το χορό και τη συγγραφή, δίχως φυσικά να «εγκαταλείψει» ποτέ τον μέντορα της, Μίκη Θεοδωράκη. Σήμερα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες (αν όχι η σημαντικότερη) του 20ου αι. στη γενέτειρα της, τη Φινλανδία, αλλά και στη γειτονική Σουηδία, που η μεγάλη καριέρα της άρχισε κι εκεί με τα τραγούδια του Θεοδωράκη.

Την Arja Saijonmaa τη θαυμάσαμε στη συναυλία – αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στο Καλλιμάρμαρο την Δευτέρα 24 Ιουνίου του 2019. Πιστεύω πως ήταν η μεγαλύτερη στιγμή της βραδιάς όταν βγήκε με την ολόλευκη φορεσιά της και με μια φωνή, αναλλοίωτη από το χρόνο, τραγούδησε για ένα δεκάλεπτο σχεδόν το τραγούδι – έπος με τίτλο «Ο Χάρης – 1944» σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη. Ένα τραγούδι – rock ορατόριο, σύμφωνα με την ίδια, που στη ζωή της αγάπησε εξίσου τον Θεοδωράκη και το πρώιμο rocknroll, τον Boris Vian και τον Bertolt Brecht, τα πιο πολιτικοποιημένα «παιδιά των λουλουδιών» και τα τραγούδια της Violeta Parra. 

Για μένα, που την έχω παρακολουθήσει και τη θεωρώ επίσης κάπως σαν μυθικό πρόσωπο, ήταν διακαής πόθος μία συνέντευξη μαζί της. Βοήθησε πολύ και η δραστήρια Ελισάβετ Παπαγεωργίου, που είναι η παραγωγός και εκπρόσωπος της στη χώρα μας. Το ραντεβού είχε κλειστεί δύο φορές και όλο ακυρωνόταν, μα περιέργως δεν απογοητεύτηκα. Ήξερα πως θα βρισκόμασταν οπωσδήποτε. Αυτό έγινε εφικτό την Τρίτη 25 Ιουνίου, την αμέσως επόμενη μέρα από τη συναυλία, που η Saijonmaa θα πέταγε από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» για Βέλγιο κι από κει για Σουηδία. «Ακύρωσα ότι άλλο είχε κλειστεί για να σε δεχτεί» με ενημέρωσε στο παρά τρία, όχι στο παρά πέντε, η Παπαγεωργίου, εξηγώντας μου και την ανορθόδοξη συνθήκη της συνάντησης μας: Θα ήμουν συνεπιβάτης της στο ταξί, που θα τη μετέφερε στο αεροδρόμιο.

Αν και το φοβόμουν, τελικά αποδείχτηκε η καλύτερη των συνθηκών! Είναι όταν ξέρεις πως δεν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεση σου και πρέπει να εκμαιεύσεις όσα πιο πολλά μπορείς απ’ τον συνομιλητή σου. Τι καλά που η Arja Saijonmaa διαθέτει χιούμορ και ένα ελληνοπρεπέστατο ταμπεραμέντο, λες, βρε παιδί μου, και έχει εξελληνιστεί πλήρως μέσα από την τόσο στενή συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτή, μία Βορειοευρωπαία, που μόνο «ψυχρή» δεν είναι σαν άνθρωπος! «Όλα γίνονται τελευταία στιγμή στην Ελλάδα, ένα χάος» σχολίασε γελώντας δυνατά, καθώς στριμωχνόμασταν μεσ’ στο ταξί. «Που εσείς εντάσσεστε, όμως, μέσα σ’ αυτό το χάος» της απάντησα. «Απόλυτα» μου είπε και κάπως έτσι ξεκίνησε η, on the road, συζήτηση μας!   

Γεννηθήκατε στην πόλη Mikkeli της Φινλανδίας, ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της χώρας, που διαθέτει Πανεπιστήμιο και «Music Hall» αν τα λέω σωστά. Πόσο καθοριστικό υπήρξε για την καλλιτεχνική σταδιοδρομία σας;

Ήταν βασικό σε συνδυασμό με το ότι μεγάλωσα μέσα σε μία οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας μου ήταν τσελίστας και η μητέρα μου πιανίστρια. Οδοντίατρος ήταν δηλαδή ο πατέρας μου, απλά έπαιζε τσέλο, όπως και τύμπανα όταν ήταν φοιτητής. Ο πατέρας μου επίσης είχε άλλα τέσσερα αδέρφια και όλοι τους έπαιζαν κλασικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του παππού μου. Είχαν κατά κάποιο τρόπο φτιάξει μία οικογενειακή ορχήστρα. Αν βάλουμε τώρα και το ότι η μάνα μου έπαιζε πιάνο, ήταν για μένα το καταλληλότερο περιβάλλον για να μεγαλώσω με κλασική μουσική. 

Δρόμο, βέβαια, που δεν ακολουθήσατε, δεν γίνατε- θέλω να πω- λυρική τραγουδίστρια.

Όχι, γιατί ο πατέρας μου όταν δεν έπαιζε πιάνο στο σπίτι κι εκείνος μαζί με τη μητέρα μου, έφερνε δίσκους rocknroll και τζαζ. Θυμάμαι να ακούμε πολύ ragtime! Είχε ανοιχτούς ορίζοντες σε σχέση με τη μουσική κι αυτό καθόρισε και τη δική μου μουσική εκπαίδευση.

Ο πρώτος σας δίσκος βγήκε το 1972, σωστά;

Όχι, ο πρώτος μου δίσκος βγήκε το 1968 - 69, όταν ήμουν 24 ετών στο Student Theater. Θα τον έλεγα πολιτικοποιημένο δίσκο. Βγήκε στη Φινλανδία και τραγουδούσα στα φινλανδικά.

Μιλάμε για την εποχή της Flower Power στη Φινλανδία.

Μπορείτε να το πείτε «Flower Power», καθόλου λάθος δεν είναι, μόνο που τα δικά μας λουλούδια ήταν κατακόκκινα (γέλια). Στη Φινλανδία, ξέρετε, ήμασταν πολύ πολιτικοποιημένοι τότε και επηρεασμένοι από τον Bertolt Brecht. Είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο με τη Gisela May κι εκείνη με επέλεξε. Με είχε δει για την ακρίβεια να τραγουδώ στο Ελσίνκι και με κάλεσε στα μαθήματα της στη Βαϊμάρη. Το πολιτικό θέατρο με όλους τους διανοούμενους και τους σκεπτόμενους φοιτητές του ήταν κάτι καινούργιο για μας μετά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Εκδηλώσαμε μεγάλο ενδιαφέρον για το πολιτικό καμπαρέ, ο πιο διάσημος εκφραστής του οποίου ήταν ο Bertolt Brecht. 

Θα λέγατε, λοιπόν, Beatles εναντίον Bertolt Brecht ή συνυπήρχαν όλα;

Φυσικά και άκουγα Beatles!

Και Bob Dylan

Όχι τόσο Bob Dylan, εφόσον μεγάλωσα σε μια πόλη ανατολικά του Ελσίνκι, όπου ως παιδιά συνηθίζαμε να κάνουμε skating με τα τραγούδια του Paul Anka και του Elvis Presley. Ξέρετε, «Rock around the clock», αυτό ήταν ο πρώτος δίσκος που μού’χε αγοράσει ο πατέρας μου. Ο δεύτερος ήταν το «Take Five» του Dave Brubeck Quartet! Λέτε γι’ αυτό να ξεκίνησα κι εγώ τη μουσική μου καριέρα με ζεϊμπέκικα; (γέλια)

Αυτό έγινε όντως λόγω του Μίκη Θεοδωράκη. Μιλήστε μου για την πρώτη σας γνωριμία.

Ω, είναι ολόκληρη ιστορία! Καταρχάς ως μέλος του Student Theater με είχε συναρπάσει το γεγονός πως έλεγα τα τραγούδια ενός ανθρώπου που ήταν απαγορευμένος και φυλακισμένος στην Ελλάδα. Το παράδοξο είναι πως εκείνα τα τραγούδια του, «Στο περιγιάλι το κρυφό», δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένα! «Τι γίνεται εδώ;» αναρωτιόμουν τότε, «είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω;» κι έτσι ήθελα πολύ να γνωρίσω τον άνθρωπο αυτό. Δύο χρόνια πριν έλθει στο Ελσίνκι, βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι, απ’ όπου είχε ξεκινήσει τη μεγάλη αντιδικτατορική δράση του με συναυλίες. Έρχεται στο Ελσίνκι και θα τραγουδούσα εγώ, που έτρεμα σαν το ψάρι, σκεπτόμενη πως αυτός ο άνθρωπος που θαύμαζα τόσο, θα με άκουγε! Δεν είχα τραγουδήσει πάνω από ένα λεπτό και βλέπω να σηκώνεται μια πανύψηλη φιγούρα από την πρώτη σειρά και να ανεβαίνει στη σκηνή. Αναρωτήθηκα πάλι «Τι γίνεται εδώ;», αφού υπέθεσα πως θα ήταν κουρασμένος από τα συνεχόμενα ταξίδια και για να σηκωθεί, κάτι δεν θα του άρεσε…Αυτός έδιωξε τον πιανίστα μου και άρχισε να με συνοδεύει! «Το ξέρεις αυτό;» με ρώτησε, «Ναι, αλλά στα φινλανδικά» του απάντησα…«Δεν πειράζει, πες το» (σ.σ. τη φράση «Δεν πειράζει», τη λέει στα ελληνικά). Σε μια φάση σηκώνεται, παίρνει το μικρόφωνο μου και ανακοινώνει στο κοινό σε ολόκληρη την αίθουσα: «Η Arja θα με ακολουθήσει στην παγκόσμια περιοδεία μου»! Εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ώρα, άλλαξε η ζωή μου! Μου πήρε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσω αν εννοεί ή όχι όσα είπε δημόσια, αλλά ένα χρόνο μετά πήγα στο Παρίσι και αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. 

(Η ιστορία που διηγείται η Arja Saijonmaa για την πρώτη συνάντηση της με τον Μίκη Θεοδωράκη έχει διασωθεί στο ντοκουμέντο αυτό από τη φινλανδική τηλεόραση των αρχών του 1970) 

Σας έχει πει κανείς ότι διαθέτετε κάτι από την αύρα της Μελίνας Μερκούρη;

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε πολύ φίλη μου στο Παρίσι όταν κάναμε με τον Μίκη, όλοι μαζί, αντιδικτατορικές δράσεις. Λαμπερό πλάσμα, κάναμε στενή παρέα και γελούσαμε πολύ. Ταιριάζαμε, άρα καταλαβαίνω αυτό που λέτε. 

Καταλαβαίνετε και γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης θα πιάσει πολύ χώρο σ’ αυτή τη συνέντευξη που γίνεται κάτω από ανορθόδοξες συνθήκες. Η μισή δισκογραφία σας είναι μαζί του.

Σωστά, τον τραγούδησα στα φινλανδικά, στα σουηδικά και στα ισπανικά, αλλά για νά’μαι ειλικρινής θά’θελα να τον είχα τραγουδήσει και στα γερμανικά και στα γαλλικά. Δεν βρήκα, όμως, ποιητές ισάξιους για να μεταφραστούν τα τραγούδια του κι αυτό είναι το μυστικό της μουσικής του Μίκη: Οι στίχοι των τραγουδιών του, που οφείλεις να τους καταλάβεις σε βάθος, αν θες να κατανοήσεις και τις μελωδίες του! (σ.σ. ο οδηγός μας πηγαίνει από κάτι στενά και της Saijonmaa της κάνει εντύπωση! «Που πάμε;» τον ρωτάει στα ελληνικά και γελάμε όλοι μεσ’ στο ταξί)

Σας ενδιέφερε όλη αυτή η αίσθηση του ρυθμού που εμπεριέχεται στα τραγούδια του Θεοδωράκη;

Καλή ερώτηση, γιατί θεωρώ τον «Χάρη» ένα rock ορατόριο! Κάθε φορά που κλείνω ένα κονσέρτο μου μ’ αυτό στη Στοκχόλμη και γενικά στη Σουηδία, ο κόσμος τό’χει σαν το δικό του «Αλληλούια», το βρίσκει τελείως rock! 

Χθες βράδυ στο Καλλιμάρμαρο το τραγουδήσατε και κλέψατε τις εντυπώσεις. Για όλους εμάς ήταν κάτι σπάνιο ν’ ακούσουμε το εν λόγω «τραγούδι – ποταμό» σε θεοδωρακική συναυλία. Ήταν δική σας η επιλογή του;

Το φοβόμουν, λόγω της μεγάλης διάρκειας του. Ο Μίκης, που είχε ανακατευτεί πολύ με το ρεπερτόριο της συναυλίας, δέχτηκε όταν του ζήτησα να το τραγουδήσω! Προηγουμένως, μου είχε πει ότι η συναυλία θα διαρκούσε πολύ ούτως ή άλλως και να διάλεγα ποια κομμάτια θα ήθελα, όπως το «Δρόμοι παλιοί» ή τον «Καημό» που τα ξέρω καλά και τα έχω τραγουδήσει αμέτρητες φορές. Εγώ πάλι έλαβα υπόψιν μου το ότι πρέπει και ο κόσμος να τραγουδήσει μαζί με τους τραγουδιστές, κάτι για το οποίο ο «Χάρης» δεν έκανε, όντας ουσιαστικά τρία τραγούδια σε ένα. «Όχι, όχι» πετάχτηκε ο Μίκης, «θα τον πεις, δικός σου είναι ο ”Χάρης”»!

Μάθατε, φαντάζομαι, τι έχει γραφτεί ήδη στον ελληνικό Τύπο για την ερμηνεία σας, ότι ήταν η καλύτερη στιγμή της βραδιάς!

(δείχνει πολύ ενθουσιασμένη) Αλήθεια; Είμαι τόσο χαρούμενη! Πολύ σας ευχαριστώ! Ένας λόγος παραπάνω που το τραγούδησα στα ελληνικά και το άγχος ήταν μεγάλο! 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 διασκευάσατε τα τραγούδια της Χιλιανής Violeta Parra. Το ίδιο είχε κάνει και η Μαρία Φαραντούρη, όπως και λίγα χρόνια πριν η Joan Baez. 

Νομίζω πως η Φαραντούρη και η Baez δεν ηχογράφησαν κανένα άλλο τραγούδι της, εκτός από το «Gracias a la vida». Η δική μου ιστορία είναι διαφορετική. Γνώρισα τη μουσική της Violeta Parra στο Μπουένος Άιρες, στο πλαίσιο της World Tour με τον Μίκη Θεοδωράκη. Λίγο μετά, στα τέλη του ’70, τραγούδησα σε μία τηλεοπτική εμφάνιση το «Gracias a la vida», έχοντας βρει και μια καλή μετάφραση των στίχων. Με είδαν οι Χιλιανοί πολιτικοί εξόριστοι στη Σουηδία, που το τραγούδησα με Σουηδούς μουσικούς, οπότε μου τηλεφώνησαν: «Σας γνωρίζουμε από τη συνεργασία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη. Θέλουμε να κάνετε το ίδιο και με τη μουσική της Χιλής, γι’ αυτό κι έχουμε να σας προτείνουμε το καλύτερο γκρουπ Χιλιανών μουσικών που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον κόσμο»! Ήταν οι Inti-Illimani, που ζούσαν τότε εξόριστοι στη Ρώμη. Με πήραν οι Χιλιάνοι και με πήγαν εκεί, ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και γνώρισα έξι φανταστικούς τύπους που έπαιζαν όλα τα όργανα, συνέθεταν και τραγουδούσαν! Θυμάμαι ότι γιορτάσαμε το νέο χρόνο σε ένα κελάρι πίνοντας πολύ λευκό κρασί, ένιωσα σαν να συναντούσα τα αδέρφια μου! Αγάπησα πολύ τους Inti-Illimani και αρχίσαμε κατευθείαν να δουλεύουμε την παραγωγή του δίσκου, που περιείχε δεκατρία τραγούδια της Violeta Parra. Ευτυχώς είχα ήδη γνωρίσει και τον ποιητή που θα άγγιζε την ποίηση της Parra, καθώς με ένοιαζε να γίνει κάτι που θα έμοιαζε με αναδημιουργία στίχων και μουσικής! Πριν βγει ο δίσκος είχα πάρει μαζί μου τους Inti-Illimani στη Σουηδία, όπου περιοδεύσαμε για δύο καλοκαίρια. Ο κόσμος είχε μάθει για τα καλά τα τραγούδια της Violeta Parra και η επιτυχία μας ήταν τεράστια! Κι όταν βγήκε ο δίσκος, ένα 24ωρο μετά, αμέσως μετά δηλαδή, με ειδοποίησαν πως το «Gracias a la vida», που λεγόταν στα σουηδικά «Jag vill tacka livet», είχε ήδη φτάσει στο Νο 1 του TOP10, όπου και παρέμεινε για πολλούς μήνες! Θα έλεγα ότι μέχρι σήμερα είναι το τραγούδι που έχει σημαδέψει τη ζωή μου. Δεν μπορώ να βγω σε καμία συναυλία χωρίς να το τραγουδήσω, αφού το ζητάει ο κόσμος.

Μα δεν το είχατε τραγουδήσει και στην κηδεία του φίλου σας, του σοσιαλιστή Ούλοφ Πάλμε;

Σωστά. Μου το είχε ζητήσει η χήρα του και επίσης φίλη μου. Στην κηδεία του Πάλμε είχα τραγουδήσει και το «Είναι μεγάλος ο καημός» (σ.σ. το λέει και πάλι στα ελληνικά) του Μίκη. Έχει γίνει κάτι απερίγραπτο με το «Gracias a la vida»! Με καλούσαν και το τραγουδούσα σε όλες τις στιγμές των ανθρώπων, σε γάμους και σε κηδείες, στις πιο ευτυχισμένες και δυστυχισμένες φάσεις της ζωής τους. Το έχω τραγουδήσει μπροστά σε έναν νέο που έχανε για πάντα την αγαπημένη του ή μπροστά στους συγγενείς μια γριάς που πέθαινε από καρκίνο, κοιτώντας τους όλους κατάματα. Είχε γίνει κάπως σαν το «άγιο» τραγούδι τους αυτό με τα τόσο υπέροχα απλά και κατανοητά του λόγια! 

Ανέκαθεν ήταν για σας το τραγούδι ταυτισμένο με την πολιτική;

Όχι, δεν υπήρξα μαχητικά πολιτικοποιημένη, εγώ δηλώνω ουμανίστρια. Δεν ανήκα σε κανένα κόμμα επισήμως και τραγουδούσα για τους πάντες, για όλο τον κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα φοβόμουν να συμμετάσχω κάπου αν έβλεπα ότι όφειλα να συμμετάσχω! Όταν ήμουν φοιτήτρια και νέα έζησα τη «Flower Power» που λέγαμε πριν, αλλά αυτήν της Ευρώπης. Για ένα χρόνο είχα πάρει μια υποτροφία τότε και έζησα στην Αμερική, όπου αναγνώρισα ότι η δική τους «Flower Power» δεν είχε καθόλου να κάνει, από πολιτικής άποψης, μ’ αυτήν της Ευρώπης. Στην Ευρώπη, ως γνωστόν, είμαστε τόσοι πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί ενωμένοι κάτω απ’ τη θηριωδία των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρασαν πολύ δύσκολα εδώ οι άνθρωποι και στη Φινλανδία είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον πόλεμο εναντίον των Σοβιετικών. Εμείς, αλλά και οι επόμενες γενιές ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους και που στη συνέχεια έγιναν μπουρζουάδες, γιατροί και μεγαλοδικηγόροι ή οτιδήποτε άλλο, μεγαλώσαμε με τη γνώση ότι ο Νο 1 εχθρός μας ήταν οι Ρώσοι. Με είχαν εκπαιδεύσει προσωπικά να μισώ τους Ρώσους, οι οποίοι βρίσκονται γεωγραφικά μόλις ένα και δύο χιλιόμετρα από τη γενέτειρα πόλη μου. Ευτυχώς εκεί ήρθαν τα τραγούδια διαμαρτυρίας και μας άλλαξαν ριζικά, μας άνοιξαν το μυαλό, αρχής γινομένης μ’ αυτά του Boris Vian!

Έχετε κάνει κι ένα δίσκο, νομίζω, με τραγούδια του Boris Vian, της Edith Piaf και της Dalida. 

Ναι, λατρεύω τα γαλλικά τραγούδια. Μιλάω γαλλικά και κατοικώ στο Παρίσι, αλλά τα τραγούδια του Boris Vian ήταν καθοριστικά για τις έννοιες της αλληλεγγύης και του αλτρουισμού μέσα μου. Τα ίδια που ένιωσα ακριβώς μελετώντας την Ελληνική Δημοκρατία και σπουδάζοντας στο καμπαρέ – θέατρο του Brecht. Γιατί, νομίζετε, είπα πριν ότι λυπάμαι που δεν βρήκα καλές μεταφράσεις των τραγουδιών του Θεοδωράκη στα γαλλικά;  

Μια και σε όλα δίνετε πολιτική χροιά, στην κουβέντα αυτή τουλάχιστον, θα ήθελα να μου πείτε αν είχατε μάθει για την τελευταία εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία.

Ω ναι, όλα, μα όλα τα χρόνια που γνωρίζω τον Μίκη, πάντα μιλούσε για τη Μακεδονία και το πως εκείνος έβλεπε το συγκεκριμένο θέμα.

Τέλος πάντων, μόνο καλό ήταν που ο ίδιος ο Μίκης κάλεσε χθες στο Καλλιμάρμαρο και βρέθηκαν εκεί οι συγγενείς των αγωνιστών εναντίον της χούντας, του Μανδηλαρά, του Λαμπράκη, του Μουστακλή. Ωστόσο, θέλω τη γνώμη σας για τον τίτλο της συναυλίας: «Είσαι Έλληνας! Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά», τίτλος, ναι μεν παρμένος από έναν κύκλο πολιτικών τραγουδιών του, αλλά και κάπου υπέρ το δέον πατριωτικός τη σήμερον ημέρα, δε νομίζετε;

Ακούστε, εδώ και πενήντα χρόνια έχω μάθει να υπερασπίζομαι τον Μίκη! Είναι ένας τεράστιος καλλιτέχνης που ζωγραφίζει με υψηλή τέχνη τους ορίζοντες. 

Μα δεν αντιλέγει κανείς, μην τρελαθούμε κιόλας.

Λέω απλά ας του επιτρέψουμε να έχει το ταμπεραμέντο του και να ζωγραφίζει τις ζωές μας με τη μουσική του και τα τραγούδια του. Ο καθένας φυσικά δικαιούται να έχει τις απόψεις του, αλλά μια και ρωτάτε εμένα, θα σας πω ότι έχω ζήσει πάρα πολλές καταστάσεις με τον Μίκη σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Πείτε μου εσείς, είστε ικανοποιημένοι εδώ με τη Συμφωνία με την Ευρώπη για το Μακεδονικό;

Οι μισοί ναι κι οι άλλοι μισοί όχι, θα σας απαντούσα.

Φαντάζομαι ότι οι ακροδεξιοί και οι φασίστες δεν θα είναι ικανοποιημένοι.

Ακριβώς.

Νομίζω πως πρόκειται για ιστορικά γεγονότα και αποφάσεις, στα οποία δεν μπορούμε να επισέλθουμε. Υπάρχει και η Ρωσία που είναι μια υπερδύναμη πλέον, αλλά όχι βέβαια όπως ήταν παλιά. Εγώ καταλαβαίνω πως οι Έλληνες μια ζωή ήταν περήφανοι για τη Μακεδονία τους, αλλά πλέον είναι πολύ αργά…Με άλλα λόγια πρέπει να συμμετάσχουν τώρα σ’ όλο αυτό και δεν τους είναι εύκολο. 

Μια χαρά και ψύχραιμα τα λέτε. Υπήρξε ο Μίκης Θεοδωράκης το σημαντικότερο πρόσωπο στη ζωή σας;

Δεν μπορώ να πω το σημαντικότερο, γιατί κάθε πρόσωπο έχει τη σημαντικότητα του, αλλά σίγουρα ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ο μέντορας μου. Σας ξαναλέω ότι μόλις εμφανίστηκε εκείνη τη μαγική στιγμή που τραγουδούσα τα τραγούδια του στο Student Theater, άλλαξε τη ζωή μου! Τον ακολούθησα στο Παρίσι και στην παγκόσμια περιοδεία του, ακολούθησα τον ίδιο και το όραμα του ως ιδεαλίστρια φοιτήτρια που ήμουν και που παραμένω ακόμη ιδεαλίστρια! Ακόμη έχω ένα όραμα για να καλυτερεύσει ο κόσμος όλος στην ηλικία που βρίσκομαι…Ύστερα, πάντα δίπλα στον Μίκη, είχα να μελετήσω ξένες γλώσσες για να υπηρετήσω τα τραγούδια του, να μάθω ελληνικά, γαλλικά, αλλά σιγά – σιγά, διότι του Μίκη, όπως θα ξέρετε, δεν του άρεσε να μιλάει αγγλικά. Με θυμάμαι λοιπόν στο Παρίσι να καλώ Γάλλους φίλους για να με μυήσουν στη γλώσσα τους με το ευτύχημα να έχω ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Αυτό που έκανα απ’ την πρώτη στιγμή με την επιστροφή μου στη Φινλανδία ήταν να μεταφέρω τη μουσική του Θεοδωράκη στη φινλανδική γλώσσα και λίγο μετά, όταν ξεκίνησε η μεγάλη καριέρα μου στη γειτονική Σουηδία με τα τραγούδια του, να βρω τους σωστούς ποιητές που θα μετέφραζαν τους στίχους του! Συνέβαινε να μη μιλάω και τα πιο σωστά σουηδικά, όμως από ένστικτο βρήκα τον καλύτερο Σουηδό ποιητή! Κατάλαβα έτσι και για ποιο λόγο η μουσική του Μίκη είχε τέτοια απήχηση στον Βορρά! Κατανοούν την ποίηση του, δεν είναι ξωτικό γι’ αυτούς ο Θεοδωράκης!

Κάτι που δεν συναντήσατε, όμως, όπως είπατε, στη Γερμανία και στη Γαλλία.

Στη Γερμανία ειδικά αναρωτιόμουν όποτε πήγαινα ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος ποιητής για να αποδώσει στα γερμανικά τα τραγούδια του. Δεν βρήκα κανέναν, εξ ου και δεν ηχογραφήθηκαν τραγούδια του Μίκη στα γερμανικά, μα ούτε και στα γαλλικά! Είναι κρίμα…Πολύ κρίμα γι’ αυτούς…

Μικρό το κακό, αν υποτεθεί πως στη Γερμανία ολόκληρες Μουσικές Ακαδημίες φέρουν την επωνυμία «Μίκης Θεοδωράκης».

Ίσως και ο δικός μου κόσμος (σ.σ. αναφέρεται πιθανώς στη Σκανδιναβία) να ήταν κακομαθημένος αν δεν είχα ακολουθήσει κι εγώ το συγκεκριμένο δρόμο δουλειάς για μια ζωή ολόκληρη. 

Είχατε πολύ καιρό να δείτε από κοντά τον Μίκη Θεοδωράκη;

Όχι πολύ. Τον ξανάδα στις 15 Ιανουαρίου αυτής της χρονιάς, που ήρθαμε με έναν Αμερικανό παραγωγό για να του πάρει συνέντευξη. Πήγα και στο Βραχάτι για να συναντήσω τη Μαργαρίτα, την κόρη του. Διαβάστε, αν θέλετε, το βιβλίο που έχω γράψει για τη συνεργασία μου με τον Μίκη. Είναι και στα ελληνικά, εκεί θα βρείτε τα πάντα! 

Μία από τις τελευταίες συναντήσεις της Arja Sajonmaa με τον Μίκη Θεοδωράκη στο σπίτι του
Να πούμε τότε εν συντομία και για τις άλλες σας δραστηριότητες. Έχετε παίξει και στον κινηματογράφο ως ηθοποιός.

Ναι, έχω παίξει στον κινηματογράφο, έχω δώσει πολλά one woman shows, έχω μπει σε pop λίστες, έχω διαδώσει το φινλανδικό tango στη Σουηδία, όπως και τη μουσική της Violeta Parra στις χώρες του Βορρά. 

Γιατί τα κάνατε όλα αυτά;

Για να μιλάτε εσείς αυτή τη στιγμή με μία γέφυρα πολιτισμού (γέλια)

Ούτε και στην τηλεόραση είπατε όχι, αφού συμμετείχατε στη σουηδική βερσιόν του βρετανικού ριάλιτι «Strictly Come Dancing».

Ναι, αλλά δεν σημαίνει πως πάντα λέω «Ναι», αφού συνήθως «Όχι» έλεγα στην τηλεόραση και στα ριάλιτι που δεν μου αρέσουν. Όταν πρωτοήρθε το «Strictly Come Dancing» στη Σουηδία, μου πρότειναν να μπω στο team και το έκανα, αφού πάντα μου άρεσε να χορεύω. Κανείς δεν φαντάζεται πόσο δύσκολο και σκληρό είναι, χώρια που εγώ νόμιζα ότι θα χορεύω τσα – τσα εκεί. Και δεν δουλεύαμε μόνο για οκτώ ώρες, όπως μου έλεγαν, αλλά για 24 ώρες το 24ωρο! Δεν ξέρω αν τα πήγα καλά ως δασκάλα, πάντως είχε πολύ πλάκα και μιλάμε για το πιο δημοφιλές ριάλιτι στη Σουηδία πριν από δέκα χρόνια! 

Είχατε ωστόσο κι έναν καλό παρτενέρ, τον 28χρονο τότε Tobias Karlsson.

Ναι, όλα τα ξέρετε βλέπω. Γίναμε πολύ δημοφιλές ντουέτο στο χορό και μάλιστα, στην επέτειο των δέκα ετών, πρόσφατα δηλαδή, οι Σουηδοί ψήφισαν τα καλύτερα καλλιτεχνικά ζευγάρια και πρώτο βγήκε το δικό μας! «Σας παρακαλώ, μη μου το κάνετε αυτό» βγήκα εγώ κι είπα, «έχω καταστρέψει τα γόνατα μου! Δεν τ’ αντέχω άλλο» (γέλια)

Που ζείτε τώρα;

Ζω στο Παρίσι, αλλά και στο στούντιο μου στη Σουηδία. Έχω έναν ωραίο χώρο και απομονώνομαι, αλλά είναι εύκολο από κει να ταξιδέψω στο Βορρά, στη Νορβηγία και αλλού. Νιώθω πραγματικά σαν να βρίσκομαι στο κέντρο της Σκανδιναβίας.

Στο Παρίσι ζει και η Marianne Faithfull, γούστο θά’χει να είστε γειτόνισσες.

Αλήθεια; Ξέρετε πόσες τραγουδίστριες ζουν εκεί; (γέλια) Εγώ, βέβαια, στο Παρίσι πρωτοπήγα εξ αιτίας του Μίκη Θεοδωράκη και της World Tour μας!

Πως τα καταφέρνετε αλήθεια και διατηρείστε τόσο νέα, φρέσκια και όμορφη;

Η απάντηση βρίσκεται στο βιβλίο που έχω γράψει για τη φινλανδική σάουνα. Είναι το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε ποτέ για τη σάουνα γραμμένο από γυναίκα! Καθόμουν και μάζευα όλα τα στοιχεία για το πως οι αρχαίοι πρόγονοι μου, οι Φινλανδοί, ζούσαν μέσα στις σάουνες, οι οποίες αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας τους. Σπούδασα τις πρακτικές της σάουνας μέσα από ιστορικά στοιχεία για το πως οι άνθρωποι ήθελαν να διατηρηθούν υγιείς και όμορφοι. Όταν βγήκε το βιβλίο έγινε best seller στη Νορβηγία, πούλησε πάρα πολύ στη Σουηδία, στη Φινλανδία, αλλά και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

Κάνετε ακόμη σάουνα;

Απολύτως! Αύριο απόγευμα θα κάνω σάουνα και μετά μπάνιο σε λίμνη. Τώρα πετάω για Βρυξέλλες κι από κει για Στοκχόλμη, αύριο όμως θα βρίσκομαι στη Φινλανδία.

Σας ζηλεύω, κυρία Saijonmaa! Πόσες φορές την εβδομάδα μπαίνετε στη σάουνα;

Κάθε μέρα! Η σάουνα συνδέεται για μένα και με το μπάνιο στη λίμνη, με το άγγιγμα πάνω μου του αγνού νερού. Όλες οι λίμνες στη βόρεια Φινλανδία νιώθω πως είναι για μένα! Να μπαίνω στο νερό, σε χιλιόμετρα νερού μετά από μια σάουνα και να είναι μέρα ακόμη, να ακούω τα πουλιά…Είναι ο φανταστικός Παράδεισος μου! Κι όταν χτυπάω απαλά το σώμα μου με τα πούπουλα της σάουνας, είναι σαν ένα κάλεσμα στα ίδια τα πουλιά! Για να καταλάβετε το πρόγραμμα μου, βγαίνω απ’ τη σάουνα, κάθομαι στην ταράτσα και πίνω ένα ποτήρι σαμπάνια αν το θέλω και μετά κάνω μια βουτιά στη λίμνη. Μετά ξαναμπαίνω στη σάουνα. Το ίδιο μπορεί να γίνει ξανά και ξανά, πάρα πολλές φορές. 

Εμ γι’ αυτό λέω ότι σας ζηλεύω!

Είμαι τόσο πολύ μέσα σ’ αυτό που λυπάμαι που δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά το βιβλίο μου. Και, ξέρετε, μπορεί να μην έχουν ενδιαφερθεί στην Ελλάδα για τη σάουνα, σε χώρες όμως με θερμά κλίματα η σάουνα είναι ότι καλύτερο! Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι το δέρμα είναι το πολυτιμότερο ανθρώπινο όργανο και η σάουνα βοηθάει γυναίκες και άνδρες να διατηρούν νεανικό και υγιές το δέρμα τους πάνω απ’ όλα. 

Ίσως γιατί εδώ είναι Ελλάδα, μας θέλουν όλους μουμιοποιημένους, μελλοντικούς Οσίους και Οσίες!

Ω, μα τι λέτε, αυτό ακούγεται αστείο, αλλά είναι πάρα πολύ σοβαρό. Μήπως να παίρνατε το αεροπλάνο μαζί μου να συνεχίζαμε τη συνέντευξη στις Βρυξέλλες και στη Στοκχόλμη; 

(Έχουμε σκάσει στα γέλια. Έχουμε φτάσει όμως και στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Βγαίνουμε από το ταξί και προθυμοποιούμαι να σύρω τη μία και μοναδική βαλίτσα της ως το check-in. Εκεί την ενημερώνουν από την Aegean πως δεν μπορεί να πετάξει πρώτη θέση ή διάδρομο εάν δεν πληρώσει εξτρά από την αγορά του εισιτηρίου της. Η Arja Saijonmaa δυσανασχετεί, αφού δεν της αρέσει η ιδέα να πετάξει σε θέση όπου νά’ναι. «Πείτε τα και στον κύριο που είναι Έλληνας δημοσιογράφος» λέει με κάποια αυστηρότητα στην υπάλληλο της Aegean! Είναι φανερό πως με βλέπει σαν τον μεγαλύτερο συμπαραστάτη της εκείνη τη στιγμή. Η υπάλληλος με ενημερώνει με τη σειρά της πως ο κανονισμός αυτός της Aegean είναι καινούργιος σχετικά, αφού ισχύει εδώ και πέντε μήνες. Αφήνω την Arja Saijonmaa στην ησυχία της, έχει ελάχιστο χρόνο στη διάθεση της. Αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε σταυρωτά κι εκεί της κάνω την τελευταία ερώτηση):

Πως σας φάνηκε που δώσατε συνέντευξη μέσα σε ένα ταξί;

Η καλύτερη συνέντευξη που έδωσα ποτέ, η καλύτερη, το λέω αλήθεια! Ήταν φανταστική ιδέα τελικά να το οργανώσουμε έτσι! 

* Η συνέντευξη με την Arja Sajonmaa πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 25 Ιουνίου 2019 μέσα στο ταξί που τη μετέφερε στο αεροδρόμιο 

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Νίκος Ξυδάκης: «Η μεγαλύτερη πολιτική πράξη που μπορώ να κάνω είναι η βελτίωση του εαυτού μου»

Ο Νίκος Ξυδάκης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, που παραμένει παραγωγικός και δραστήριος, είναι εξαιρετικά φειδωλός στις συνεντεύξεις του. Έχει άποψη γι’ αυτό, την οποία εξέθεσε, μεταξύ άλλων, στην ακόλουθη σπάνια συνομιλία μας. Μία συνομιλία που είχε αφορμή την επικείμενη παρουσίαση του έργου «Μάρθα: Μια ιστορία από το Μεσολόγγι» στην ΕΛΣ σε δική του μουσική και σε λιμπρέτο του Διονύση Καψάλη (Δευτέρα 24/3, θέατρο Ολύμπια). Αφηγητής θα είναι ο Θανάσης Παπαγεωργίου και ερμηνευτές η Ειρήνη Δερέμπεη και ο Τάσος Αποστόλου.

Σας συναντώ λίγες μέρες πριν την παράσταση της «Μάρθας», ενός γυναικείου προσώπου βασισμένου στον Διονύσιο Σολωμό.

Η Μάρθα είναι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται στα Ιταλικά Σχεδιάσματα του Σολωμού, επεξεργασμένο από τον Καψάλη που έγραψε το λιμπρέτο. Ήταν μια ανάθεση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Το παράγγειλε ο Κουμεντάκης κι έτσι προχωρήσαμε με τον Καψάλη στη δημιουργία του έργου.  Θα το χαρακτήριζα καταρχάς μία μουσικοποιητική σύνθεση εν είδει αγρυπνίας σαν να συντελείται μέσα σε μία άχνα της νύχτας και μ’ ένα ισχυρό στοιχείο υποβολής. Μέσα απ’ τη Μάρθα βλέπει κανείς και όλο το συγκλονιστικό γεγονός της Εξόδου του Μεσολογγίου όχι τόσο από την επική και ηρωική πλευρά του. Η Μάρθα είναι μια συγκινητική μορφή που νομίζω πως καθρεφτίζεται και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», αυτή δηλαδή η ταλάντευση του πόθου για την ελευθερία και συγχρόνως η αγάπη για τη ζωή.

Κατά ένα τρόπο μοιάζει να επιστρέφετε στον Σολωμό πολλά χρόνια μετά τις μελοποιήσεις σας.

Από τη δική μου πλευρά είναι σαν ένα μεγάλο τραγούδι αυτό που κάνουμε. Μια ελεύθερη φόρμα που συμπεριλαμβάνει μονωδίες της ίδιας της Μάρθας με λυρικό χαρακτήρα μέσα από τον έμμετρο στίχο του Καψάλη. Υπάρχει το αφηγηματικό στοιχείο ενός ελληνικού ρετσιτατίβο και με ιντερμέδια – αναφορές στη δυτική μουσική. Υπάρχει επίσης μια ορχήστρα, το Polis Ensemble, που δίνει τη δυνατότητα στους μουσικούς να μην αρκεστούν στην παράδοση, αλλά να αξιοποιήσουν τη λόγια παιδεία τους, αφού έχουν μεταγράψει έργα κλασικών Ελλήνων συνθετών, όπως του Καλομοίρη. Αυτή η σύγχρονη προσέγγιση περιλαμβάνει ένα πιάνο με ουρά και ένα βιολοντσέλο για να ακροβατήσει η μουσική ανάμεσα σε δυτικά και ανατολικά στοιχεία.

Πόσο καιρό δουλεύατε το έργο;

Ομολογώ όχι πολύ, παρότι ήταν παραγγελία και, μάλιστα, λέγαμε με τον Καψάλη πώς επιτέλους κάποιος μας κάνει μια ανάθεση μ’ ένα έργο που έχει χρονικά περιθώρια παράδοσης. Τηρήσαμε όλα τα ελληνικά δεδομένα, που είναι ο θεός της τελευταίας στιγμής και ευτυχώς ενώ το αποτέλεσμα φαίνεται μακροχρόνιο τελικά είναι βραχυχρόνιο.

Σας αρέσει να δουλεύετε κατά παραγγελία;

Δουλεύεις χωρίς την πίεση που σου βάζει καμιά φορά ο ίδιος σου ο εαυτός, να έχεις δηλαδή απεριόριστο χρόνο για να φτιάξεις το «αριστούργημα» και δεν αποκλείεται να φτιάξεις μια «πατάτα». Γεννιέται ακόμη κάτι άλλο απ’ ότι θα έκανες μόνος σου, γιατί εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες σαν να έγραφες μουσική για κινηματογράφο που είναι ορισμένο το περιεχόμενο. Μπαίνεις σε μία τάξη αρκεί να έχεις κι ένα υπόβαθρο.

Κι εσείς το είχατε με τη μεγάλη πείρα σας στη μουσική για κινηματογράφο και θέατρο.

Πάντα βέβαια με καλούσαν για πράγματα που είχαν σαν δεδομένο το ότι εγώ έγραφα μουσική που παραπέμπει στην παράδοση. Όπου δημιουργούνταν ανάγκες για μουσικές με βυζαντινά ψήγματα, η φαντασία των δημιουργών πήγαινε σε μένα. Λογικό, αφού είχα τέτοια συγγενικά στοιχεία στην «Όλγα Ρόμπαρντς» του Βακαλόπουλου ή στην «Ηλέκτρα» όταν πρωτόγραψα μουσική για αρχαία τραγωδία. Το ίδιο και στις δυο – τρεις δουλειές που έχουμε κάνει με τον Θανάση Παπαγεωργίου.

Πρόσφατα κάνατε και τον «Άσωτο καιρό», τον τελευταίο σας δίσκο για τη φωνή της Βερόνικας Δαβάκη.

Κυκλοφόρησε ψηφιακά, αλλά και σε βινύλιο, έχοντας γραφτεί μέσα στην περίοδο του covid. Κάποια στιγμή άκουσα τη Βερόνικα που μου άρεσε η φωνή της και είπα να ξαναγράψω τραγούδια ετερόκλητα μετά από πολύ καιρό. Τα γράψαμε εντελώς «ζωντανά» στο στούντιο, σαν να μαζεύτηκε μια παρέα και περνούσε δημιουργικά τις βραδιές του εγκλεισμού. Η δισκογραφία είναι πλέον ένα δύσκολο σπορ, αφού με την υπερπληροφόρηση συναντάμε μια φλυαρία και όχι μόνο στη μουσική. Κατά συνέπεια πρέπει να «κυνηγήσει» κανείς άλλες παραμέτρους που δεν έχουν καμία σχέση με τα τραγούδια. Δεν υπάρχουν πια οι εταιρείες ως διαμεσολαβητές με την ίδια την κοινωνία, ενώ αρκείσαι σε μερικά μόνο ραδιόφωνα, της επαρχίας κυρίως, και στις συναυλίες. Καταλαβαίνεις από ποια τραγούδια «περνάνε», πως το πράγμα είναι λίγο στημένο. Δεν το κατέχω καλά για να είμαι πολύ επικριτικός ή για να λέω πως τα πράγματα γίνονται αξιοκρατικά ή τυχαία. Σίγουρα κάπως καναλιζάρονται. Ειδικά εμένα μ’ ενδιαφέρει να καταγράφεται ένα υλικό παρόλο που κι αυτό δεν είναι εύκολο χωρίς ουσιαστική παραγωγή από πίσω. Όλο το βάρος πέφτει πάνω σε μια μονάδα, έναν άνθρωπο που πρέπει να έχει αντοχές. Ακόμη όμως και στα «λυρικά χρόνια» της δισκογραγίας, τα πράγματα σου έδιναν την ίδια τη δύναμη. Το θέμα είναι να μην πειράξει τον πυρήνα σου η όλη εξωτερική συνθήκη, να μη σε τρώει αυτό το νέο είδος στρατηγικής.

Η τωρινή επαφή δεν ενδείκνυται για μια έκρηξη δημιουργικότητας;

Ανέκαθεν πίστευα πως ο χρόνος της τέχνης είναι αργός. Δεν σημαίνει πάντοτε πως όταν βράζει κάτι θα βγάλεις το καλύτερο. Είναι σαν να γράφεις ένα ερωτικό τραγούδι και να σου λένε «Πω, πω, έχεις ερωτευθεί». Και μέσα σε μια τέτοια συνθήκη εσύ μπορεί να έχεις γράψει το χειρότερο σου. Όταν έγραφα το «Ερωτικό» του Λαπαθιώτη με την Αρβανιτάκη, δεν θυμάμαι να υπάρχει κάποια αιτία.

Αν θυμάμαι καλά, επρόκειτο να δοθεί σε άλλη τραγουδίστρια αυτό το κομμάτι;

Υπήρχαν δυο – τρία αδέσποτα τραγούδια μου εκείνη την εποχή χωρίς να έχω τη σκέψη ενός κύκλου τραγουδιών. Στην πρώτη φάση θα τα έλεγε η Χάρις Αλεξίου και είχαμε κάνει κάποιες συναντήσεις. Δεν τα θέλανε, όμως, τα τραγούδια – μιλάω για τους παραγωγούς πιο πολύ. Ήρθαν στο σπίτι, τα άκουσαν και μου είπαν πως ήθελαν τραγούδια «για την πλέμπα». Το σχέδιο ναυάγησε και μετά ήταν να τα πει η Γαλάνη, που έβγαζε όμως άλλον δικό της δίσκο. Επειδή εγώ δεν ήμουν για να δίνω τραγούδια που θα «κάθονται», βρήκα την κατάλληλη φωνή στην Ελευθερία. Μόλις την είχα γνωρίσει και έκανα το «Κοντά στη δόξα μια στιγμή», ένα μάλλον αιρετικό δίσκο, που γράφτηκε σχεδόν παράνομα σ’ ένα αυτοσχέδιο στούντιο. Στο σπίτι του φίλου Κώστα Γουδή γράφαμε, όπου εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο Θοδωρής Γκόνης ως στιχουργός. Ήταν ακόμη μαζί μας ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και ο Ρος Ντέιλι, ενόσω εγώ ήμουν μες στον ενθουσιασμό, αντιλαμβανόμενος τις δικές μου καταβολές. Ήταν μια παλινδρόμηση μετά από το δίσκο «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα» που είχα κάνει. Θα τραγουδούσε ο Παπάζογλου, αλλά μετά άλλαξε γνώμη και ψάχναμε φωνή ανδρική μαζί με τον Πατσιφά. Έτσι καταλήξαμε στον Λιδάκη και τη Γλυκερία με τον Πατσιφά να μου λέει «Παιδί μου, να τα πεις εσύ». Μετά από τρεις μέρες, πέθανε ο Πατσιφάς κι έμεινα μετέωρος για ένα διάστημα. Ευτυχώς οι υπόλοιποι σεβάστηκαν την επιθυμία του, αφού ο Πατσιφάς εξακολουθούσε να λειτουργεί κάπως σαν φάντασμα.

Στη «Μάρθα» χρησιμοποιείτε δύο τραγουδιστές που απέχουν απ’ το λεγόμενο «mainstream», την Ειρήνη Δερέμπεη και τον Τάσο Αποστόλου.

Ο Τάσος είναι λυρικός τραγουδιστής με ευαισθησία απέναντι σε ένα πιο έντεχνο ρεπερτόριο. Η Ειρήνη είναι κατεξοχήν παραδοσιακή τραγουδίστρια. Θα’ναι έκπληξη τώρα λόγω των μονωδιών που της δόθηκαν.  Η ίδια η μουσική μού υπαγόρευσε αυτούς τους ερμηνευτές, όπως μου υπέβαλλε και τα όργανα, γι’ αυτό άλλωστε και δεν θα τραγουδήσω εγώ. Ο ρόλος του ποιητή ανήκει στον Τάσο, όπως ανήκε στον Τάση Χριστογιαννόπουλο κατά το πρώτο ανέβασμα του έργου προς διαδικτυακή χρήση εν μέσω covid. Με αφορμή την επέτειο από την Ελληνική Επανάσταση το έργο τώρα βγαίνει στο φως. Θεωρώ ότι έγινε μια ωραία διανομή αξιοποιώντας και τη σκηνική παρουσία των συντελεστών.

Το «Γρήγορα η ώρα πέρασε» ήταν ένας απ’ τους τελευταίους δίσκους λόγιου τραγουδιού.

Δεν είναι σαφή τα όρια κάποιων όρων που μεταχειριζόμαστε. Μπορεί όντως να υπάρχουν στοιχεία λαϊκότητας και έντεχνου αλλά ένα έργο δεν ιδεολογικοποιείται. Μετά αρχίζει το ένα να αντιτίθεται στο άλλο και στις επιλογές σου. Το έζησα με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» που έγινε σαν μια απάντηση στον μεγαλοϊδεατισμό της Μεταπολίτευσης. Αντιμετωπίζω το ελληνικό τραγούδι σαν ένα σώμα ολόκληρο και νομίζω πως παντού έχουν γραφτεί πολύ ωραία τραγούδια. Ο δημιουργός δεν είναι ένα μονοσήμαντο πράγμα κι έχει δικαίωμα στις μεταμορφώσεις, όμοιες με τις μετατροπίες της μουσικής. Ο Μπιθικώτσης, ας πούμε, καταχωρήθηκε στο λαϊκό ρεπερτόριο, ενώ ήταν ευρύτερος ερμηνευτής. Εντάξει, δεν έλεγε γερμανικά λιντ, αλλά τραγουδούσε ποίηση με επάρκεια.

Θα σας δούμε κι εσάς στη σειρά ντοκιμαντέρ με την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας;

Με κάλεσαν και μένα, αλλά ομολογώ πως δεν πήγα. Δεν εμπιστεύομαι την τηλεόραση. Αν κάνει κανείς ένα εγχείρημα, πρέπει να είναι σοβαρό και να έχει προηγηθεί έρευνα μακροχρόνια. Θεμιτό είναι, βέβαια, δεν λέω να μη γίνει, αλίμονο, απλά η τηλεόραση συνήθως πετσοκόβει. Δεν μου ταιριάζει αυτή η εξουσία της τηλεόρασης.

Γνωρίζω πως δεν είστε άνθρωπος των τυμπανοκρουσιών, αλλά θα ήθελα ένα σχόλιο σας για τα Τέμπη και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.

Δεν θέλω να διακινδυνεύω πράγματα που ενίοτε χρησιμοποιούνται μικροπολιτικά. Με ρωτάνε αν θα κατέβω στη διαδήλωση και το βρίσκω πολύ προσωπικό θέμα. Δεν αισθάνομαι λόγω επωνυμίας πως είμαι κάνα πρότυπο. Πηγαίνω όπως κάθε πολίτης που δεν το ξέρουμε. Έτσι θέλω να΄μαι χαμένος μες στο πλήθος, κατέβω – δεν κατέβω. Εδώ έχουμε μια ουσιαστική λαϊκή αντίδραση για λόγους πολιτισμού. Δεν θίγεται ένα κομμάτι πολιτικό μόνο, αλλά και πολιτιστικό – πολιτισμικό έχοντας να κάνει η αντίδραση του κόσμου με τόσους θανάτους. Δεν είναι μια απλή διαδήλωση όλο αυτό το τελετουργικό.

Για τη διαβόητη διάλυση της Αριστεράς τι θα λέγατε;

Δεν τη βλέπω και τόσο διαβόητη. Βοά ότι δεν είναι διαβόητη! Μου φαίνεται φυσική συνέπεια, δεδομένης μιας παράδοσης φαγωμάρας μέσα στα προοδευτικά κινήματα, όπως ιδεοληψίες από μια ομάδα εις βάρος της άλλης κλπ. Σέβομαι το τι πρεσβεύει ένας άνθρωπος, ακόμη και μια ομάδα. Προέρχομαι από μία σιωπή και μέσω της μουσικής προσπάθησα να έχω μία παρουσία με ειλικρίνεια και μιας πιο βαθιάς πίστης σε κάτι. Μην ξεχνάμε πως εγώ ερχόμουν και από έναν άλλο κόσμο κι εκείνη την εποχή δεν μου πήγαινε να υιοθετήσω ιδέες, οι οποίες τελικά θα εφαρμόζονταν κατά το λιγότερο δυνατό. Βρέθηκα νωρίς σ’ ένα περιβάλλον πιο επιλεκτικό απέναντι σε στρατεύσεις. Παρέμεναν οι ιδέες και άλλαζαν οι συμπεριφορές. Έβλεπα τον εαυτό μου ανάμεσα σε τροτσκιστές, μαοϊκούς κλπ. σαν μια φοινικιά, κάτι εξωτικό. Κι αυτό κέρδος το θεωρώ για τον εαυτό μου. Η μεγαλύτερη πολιτική πράξη που μπορώ να κάνω είναι η βελτίωση του εαυτού μου.

Τι ρόλο έπαιξε τελικά η σιωπή στη ζωή σας;

Είναι μια παρεξηγημένη έννοια η σιωπή και πολύ ευαίσθητο πράγμα ο δημόσιος λόγος. Συχνά ένας αφασικός λόγος εκφέρεται ως δημόσιος. Είναι σαν να μην ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε, αφού για τα πάντα, είτε μιλάς για πολιτική, είτε για τέχνη, είτε για επιστήμη, πρέπει να ξέρεις και την ανάλογη ιστορία τους. Με το να μιλάς επί παντός επιστητού δημιουργείται ένας θόρυβος, παραμορφωτικός των πραγμάτων. Όταν γράφεις ένα τραγούδι νιώθεις σαν να ανοίγει ένα παράθυρο και βλέπεις πιο φωτεινά τα πράγματα. Σκέψου να το συσκοτίζεις διαρκώς χωρίς λόγο. Είχε κάνα δημόσιο λόγο ο Σολωμός, είχε δώσει 300 συνεντεύξεις; Πάντα στα έργα ανατρέχουμε για να παρηγορηθούμε. Είναι σαν να σ’ ενδιαφέρει ο Ευριπίδης που λένε μέχρι σήμερα ότι τον απατούσε η γυναίκα του. Ας τον απατούσε, τι να κάνουμε τώρα; (γέλια)

Μια ρηχή ερώτηση τελευταία: Τι κάνετε κι έχετε τόσο πυκνό μαλλί σαν να είστε 30 χρονών;

Όποτε με έβλεπε ο Γιάννης Μαρκόπουλος μου φώναζε: «Δεν έχεις ούτε μια άσπρη τρίχα». Δεν ζει, βλέπεις, για να του πω ότι έβγαλα άσπρες τρίχες. Ίσως έχει να κάνει με τη μουσική παραδοσιακού ύφους που γράφω, η φύτρα μου δηλαδή μπορεί να συμβολίζει και τη ρίζα μου. 

* Η συνέντευξη με τον Νίκο Ξυδάκη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του στον Λυκαβηττό και ένα μεγάλο μέρος της δημοσιεύθηκε με το ένθετο Docville της εφημερίδας Documento.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

η_μάνα_μου_σε_κιβώτιο

Πέρασα πρώτα από τα γραφεία του κοιμητηρίου του Σχιστού για να παραλάβω το πιστοποιητικό απολύμανσης των οστών. Ύστερα πήγα από το άλλο το γραφείο, το μακάβριο, του τύπου που ξέθαψε τη μάνα μου και ανάλαβε να καθαρίσει τον σκελετό της. Αγχώθηκα σαν είδα τον προσωπικό του χώρο να'ναι γεμάτος από κρανία και ανθρώπινα σκόρπια κόκαλα. «Είσαι σίγουρος ότι θα μου δώσεις τη μανούλα μου και όχι τον μπαρμπα - Μήτσο;» τον ρώτησα με μια γερή δόση μπλακ χιούμορ, διότι - όσο και να το κάνεις - κούφια κόκαλα είναι, πως μπορώ να ξέρω αν ανήκουν όντως στη μάνα μου ή σε κάποιον άλλον άνθρωπο; Κόκαλα κίτρινα, γερασμένα, σαν παλαιοντολογικά ευρήματα, αφού τα περισσότερα ανήκαν σε ανθρώπους άνω των 80 ετών. Πόσο ν' αντέξει πια ένας σκελετός που στηρίζει ένα ανθρώπινο σώμα για έναν αιώνα σχεδόν; Ο νεκροθάφτης συμμερίστηκε την αγωνία μου και με φώναξε: «Έλα να δεις το σπασμένο ισχίο της»...Δεν ήθελα, δεν πλησίασα καν όσο φόρτωνε τη σορό σ' ένα μεταλλικό κιβώτιο. Υπό μάλης πήρα το κιβώτιο και μπήκα στο αμάξι του αδερφού μου. Ευτυχώς, αν και αρκετά πιο ευαίσθητος από μένα εκείνος, το καλαμπούρισε. «Δεν είναι τίποτα» μου είπε, «το κέλυφος παραλάβαμε». Με ανέβασε στην Αθήνα, έφτασα στο σπίτι μου, έκλεισα το κιβώτιο σ' ένα δωμάτιο να μην το πλησιάσουν οι γάτες και τώρα σκέφτομαι πως η μάνα μου, τριάμισι χρόνια μετά το θάνατο της, επέστρεψε πάλι στο σπίτι μας έστω σαν γενετικό υλικό. Θυμάμαι και μια αστεία ιστορία που μου'χε πει ο Νίκος Κούνδουρος: Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ξέθαψε τη λατρεμένη του μάνα, ζήτησε του Νίκου να τοποθετηθούν τα οστά της στον οικογενειακό τάφο των Κούνδουρων για να την έχει δίπλα του κατά ένα τρόπο. Κι έτσι, μπροστά πήγαινε ο Κούνδουρος, ξοπίσω ο νεκροθάφτης με τη σορό σε κιβώτιο και πιο πίσω ο Χατζιδάκις με χαβανέζικο πουκάμισο και με βλέμμα απλανές, σοκαρισμένος μάλλον μ' όλο αυτό που γινόταν. Η κυρία Ντίνα βρίσκεται μέσα στο κουτί αυτό. Τα οστά της δηλαδή, αυτά που στήριξαν για 89 σχεδόν χρόνια ένα σώμα, απ' το οποίο ήρθα κι εγώ στον κόσμο. Είναι ευλογημένα τα κόκαλα της μανούλας μου και δεν ήθελα να πεταχτούν μέσα σ' ένα μαύρο πηγάδι. Την Πέμπτη θα αποτεφρωθούν στη Ριτσώνα και σε λίγες εβδομάδες από τώρα, η τέφρα της, ότι απόμεινε απ' αυτήν, θα σκορπιστεί στην παραλία και σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι του Βόλου. Εκεί που μέχρι λίγο πριν πεθάνει, μας παρακάλαγε: «Πηγαίντε με βρε μια τελευταία φορά να δω τον Βόλο, την πατρίδα μου». Δεν θα τον δεις απλά, μάνα μου, αλλά εκεί θα ανήκεις εις τον αιώνα των αιώνων που λένε. Κι έτσι, θα'ναι ήσυχα τα παιδιά σου που εκπλήρωσαν κατά ένα τρόπο μια επιθυμία σου. Καλή αντάμωση... 
 

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Η συνέντευξη της «απομόνωσης» της Καίτης Κωνσταντίνου από τον Απρίλη του 2020

 

Έχουν περάσει ακριβώς είκοσι χρόνια από τα τηλεοπτικά «Εγκλήματα» και η σειρά εξακολουθεί να προβάλλεται με αμείωτη επιτυχία. Προς τιμήν της είναι που δεν δυσανασχετεί όταν μιλάει γι’ αυτό, που δεν σνομπάρει εν ολίγοις την περσόνα της αστείας διαβολογυναίκας Σωσώς Παπαδήμα, η οποία την έκανε ευρέως γνωστή στο πανελλήνιο. 

Στη δική μας συνέντευξη, τη δεύτερη μέσα σε μία πενταετία, δεν γινόταν να μην αναφερθούμε στα «Εγκλήματα», ευτυχώς όμως δίχως να μείνουμε εκεί. Διότι η αλήθεια είναι πως η ηθοποιός Καίτη Κωνσταντίνου έχει κάνει πολλά και σημαντικά στο θέατρο, προ και μετά «Εγκλημάτων». Είχα την τύχη να τη δω στις «Διαβολογυναίκες», αλλά και στο σαιξπηρικό «Ριχάρδος ο Γ’», στο ρόλο της ζωής της, θα έλεγα.

Δεν ξεχνώ βέβαια πως αυτό τον καιρό η Καίτη Κωνσταντίνου βρίσκεται κλεισμένη στο σπίτι της, όπως όλοι μας, υπακούοντας κι εκείνη στα έκτακτα μέτρα του κράτους κατά της εξάπλωσης της πανδημίας. Μία πανδημία που, αν μη τι άλλο, δίνει τροφή για σκέψη και ενδοσκόπηση, έστω κι αν η ίδια σε κάποιο σημείο γίνεται πολύ συγκεκριμένη: «Ε όχι, δεν περνάμε καλά στην καραντίνα» την άκουσα να μου λέει με υψωμένο τον τόνο της φωνής της! 

Η Κωνσταντίνου δεν ανήκει στους σελέμπριτις που μας δείχνουν πως τα περνάνε στις βίλες τους ή τι θα μαγειρέψουν για τις οικογένειες τους. Κάθε άλλο. Διατηρεί τη σιωπή της μοναξιάς της, παρατηρεί τα δραματικά τεκταινόμενα, όπως και τους άλλους ανθρώπους γύρω της, αρνούμενη να βγει και να μιλήσει παρά τις καταιγιστικές προτάσεις που δέχεται.

Την ευχαριστώ, λοιπόν, που δέχτηκε να «σπάσει» την καραντίνα της και να μου δώσει την συνέντευξη που ακολουθεί, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr – μία συνέντευξη που θέλω να πιστεύω πως διαβάζεται σαν μία ελεύθερη φιλική κουβέντα μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν τους χωρίζει κανένας εγκλεισμός και καμία απαγόρευση. Απολαύστε την! 

Διάβαζα μια παλιότερη μας συνέντευξη, όπου λέγατε ότι δεν έχετε λογαριασμό στο facebook.

Ναι, δεν είχα…Τώρα έχω.

Και ποια ανάγκη σας εξώθησε να το κάνετε;

Η περιέργεια καταρχάς, όπως συμβαίνει με όλους. Έπειτα, απ’ ότι έχω καταλάβει, απαιτείται μια τέτοιου είδους επικοινωνία με τον κόσμο. Να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει και πολύ, γι’ αυτό δεν κάνω και συχνή χρήση. Αν εξαιρέσεις την καραντίνα, βέβαια, που τώρα γίνεται κάτι παραπάνω. Το βλέπω λίγο και σαν εφημερίδα, τι γίνεται. 

Εξακολουθείτε να το θεωρείτε επιπλέον βραχνά στη ζωή μας;

Δεν είναι; Πρόκειται για ένα απ’ τα κακά της εξέλιξης. Είναι και απογοητευτικό από’να σημείο και μετά να διαπιστώνεις ότι όλα μετριούνται με τα «like». Έχει γίνει εμμονή λίγο και μπορεί να θεωρηθεί τετριμμένο, αλλά βλέπω έξω εφτά ανθρώπους να’ναι με εφτά κινητά. 

Πάντως, πρόπερσι που βρέθηκα σ’ ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στην Ιταλία, σας διαβεβαιώνω πως κανείς απ’ τους καλλιτέχνες που γνώρισα δεν είχε facebook.

Μα, είναι πολύ απρόσωπο πράγμα. Μετράμε την αγάπη και την επικοινωνία των ανθρώπων ανάλογα με το πόσα «like» πήραμε.  Πολλοί το χρησιμοποιούν – εγώ δεν το κάνω – για δουλειά, γιατί μέσω αυτού διαφημίζονται και κάποια προϊόντα, άρα μιλάμε και για ένα μέσο επιβίωσης πια. Πολύ σεβαστό, γιατί τα χρόνια έχουν αλλάξει, τα ήθη έχουν αλλάξει και ο καθένας ψάχνει τους τρόπους του. 

Ωστόσο, ανεβάσατε πρόσφατα ένα χιουμοριστικό βίντεο: Είστε έξω με μια φίλη σας, σας σταματάει ένας αστυνομικός και αρχίζετε να κάνετε ότι κολυμπάτε.

Δεν ήταν ότι κάναμε κάτι σημαντικό, απλά αυτές τις μέρες δεν μ’ αρέσει η κλεισούρα και ενεργοποιήθηκα λίγο παραπάνω σε facebook και instagram – δεν νομίζω ότι θα συνεχιστεί. Για πλάκα το έκανα και για να διακωμωδήσω λίγο την όλη κατάσταση μας.

Σας αρέσει να διακωμωδείτε γενικώς;

(γελάει) Ίσως ακούγεται χαζό, αλλά τελικά αυτό νομίζω. Δε βγαίνει αλλιώς, αν δεν γελάσουμε δηλαδή ακόμη και με τις ήττες μας και τις αποτυχίες μας. Ήταν ένα καλό εμβόλιο αυτό – να, γινόμαστε κι επίκαιροι, που όλοι ψάχνουν τώρα για το εμβόλιο. 

Διακωμωδούνται οι τραγικές στιγμές;

Για να φτάσεις στο στάδιο της διακωμώδησης πρέπει να πέσεις κι εγώ τουλάχιστον πέφτω στα μαύρα κατάβαθα και μετά σηκώνομαι μέσα από μια τέτοια φάση χιούμορ. Τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα αυτή την εποχή και καταλαβαίνω ότι έχω θαυμάσει το χιούμορ των ανθρώπων μέσα από το facebook, δεν σας κρύβω. Το βρίσκω θετικό σημείο για το αύριο, όταν προβλέπεται σκούρο.

Πως αντιδράει ο εαυτός σας όταν πέφτει στα μαύρα κατάβαθα;

Απομόνωση, τελείως! «Κλείνομαι» και μερικές φορές μπορεί να γίνω κακότροπη και να με πιάσουν νεύρα. Περνάω κι εγώ τα διάφορα μου…

Εγώ το βρίσκω υγιές ν’ αναγνωρίζει κάποιος τα στραβά του χαρακτήρα του. 

Βέβαια, έτσι ελπίζω κι εγώ.

Σήμερα, πάντως, μάθαμε ότι οι Έλληνες καπνίζουν λιγότερο.

Και γιατί καπνίζουν λιγότερο;

Έτσι είπαν. Λόγω καραντίνας.

Μα που πάνε και τις κάνουν αυτές τις μετρήσεις; Δεν μπορώ να καταλάβω! Σαν αυτό το πολύ αστείο που είδα πάλι στο facebook: Περνάνε έξω απ’ τα σπίτια, αλλού μυρίζει λιβάνι κι αλλού μπάφος και καταλαβαίνουν ποιες ηλικίες είναι μέσα! (γελάμε) Εγώ δυστυχώς μάλλον καπνίζω περισσότερο.

Κι εγώ το ίδιο, για να’μαι ειλικρινής.

Είναι πάρα πολλές οι ώρες που δεν έχεις τι να κάνεις και αποτελεί μία διέξοδο.

Μια και χειρίζεστε τα social media, θα ήθελα τη γνώμη σας για τις θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν διαδικτυακώς. Αν υποτεθεί πως οι καλλιτέχνες είναι φιλόδοξα όντα και θέλουν να «φαίνονται», έστω κι απ’ την απομόνωση τους, σκέφτομαι πως εσείς δεν θα έχετε καμία τέτοια ανάγκη. Τα «Εγκλήματα» παίζονται συνέχεια. 

Δεν ξέρω αν το κάνουν οι νεότεροι συνάδελφοι για να «φαίνονται», εφόσον βλέπω να ανεβαίνουν και παραστάσεις με πολύ γνωστούς καλλιτέχνες. Η δικιά μου άποψη τώρα: Εγώ πολύ σπάνια θα δω μία θεατρική παράσταση στην τηλεόραση. Ούτε τις δικές μου δεν έχω δει, μερικές που έχουν βιντεοσκοπηθεί. Είναι φριχτό! Δεν είναι ωραίο πράγμα για μένα να βλέπεις μία παράσταση από την οθόνη σου. Θέατρο σημαίνει κάτι ζωντανό, είμαι εκεί κι ο θεατής είναι από κάτω. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι μπορεί να προσφέρουν έργο κάποιοι καλλιτέχνες στους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή είναι κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους. Ας πούμε δηλαδή ότι είναι σημαντικό να βλέπει κι άλλα πράγματα ο κόσμος πέρα απ’ τα νοσοκομεία. Πάντως, εγώ δικιά μου παράσταση δεν θα ήθελα ν’ ανέβει στο διαδίκτυο.

Θα το απαγορεύατε;

Προφανώς και δεν θα το απαγόρευα. Δεν θα ήθελα απλά, όπως σας τό’πα. 

Καίτη Κωνσταντίνου - Εύα Κουμαριανού - Μαρία Καβογιάννη - Μπόσκο (Απρίλιος 2018, σε παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου στον Σταυρό του Νότου)

Παραστάσεις σας δεν βλέπετε, είπατε. Τα «Εγκλήματα» τα βλέπετε;

Τώρα πια όχι, έχω πολλά χρόνια να τα δω. Ε, καμιά φορά άμα ανοίξω την τηλεόραση και πέσω πάνω τους, μπορεί να σταθώ. 

Δεν σας εκνευρίζουν οι ασταμάτητες επαναλήψεις;

Είτε μ’ εκνευρίζουν, είτε δεν μ’ εκνευρίζουν, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα έλεγα, όμως, ότι δεν μ’ εκνευρίζουν, όχι. Εκνευρίζομαι όταν προσπαθώ να μαζέψω δυνάμεις για να γίνει κάτι. Όταν, όμως, βλέπεις ότι δεν γίνεται, δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζεσαι. Τό’χουμε συνηθίσει πια αυτό το φαινόμενο με τις υπερπροβολές.

Η αλήθεια είναι πως τα «Εγκλήματα» και το «Κωνσταντίνου και Ελένης» τά’χει ξεσκίσει το κανάλι. 

Έτσι είναι, αλλά για κάθε σειρά που’χει αγαπήσει ο κόσμος, κάτι θα βρουν συνήθως που να ταιριάζει στις περίεργες καταστάσεις που βιώνει ακριβώς ο κόσμος. Παρατηρώ τώρα με την καραντίνα να’χουν βγει πολλά βιντεάκια απ’ τα «Εγκλήματα» και να τα’χουν ταιριάξει με εντυπωσιακό τρόπο. Και στην τελική γιατί να εκνευρίζομαι; Ήταν μία σειρά που την αγάπησα πάρα πολύ, οπότε το να το βλέπω και να το ξαναβλέπω δεν με πειράζει. Με πειράζει που δεν πληρωνόμαστε ανάλογα!

Το λες και τραγικό.

Είναι τραγικό αυτό, ναι, και φρόντισε ο «Διόνυσος» να παίρνουμε κάποια ποσοστά, είναι όμως δυσανάλογα, όταν ξέρεις πολύ καλά ότι τα κανάλια θα βγάζουν πολλά λεφτά απ’ τις επαναλήψεις με τις διαφημίσεις.

Θα διεκδικούσατε πιο δραστήρια τα δικαιώματα σας;

Ναι, αν υπήρχε κάποιος τρόπος, αλλά δεν υπάρχει. Κανένας! Μόνο μέσω του «Διόνυσου», που ο Ρήγας Αξελός κάνει σπουδαία δουλειά, παίρνουμε κάποια χρήματα. 

Κι αν μια ωραία πρωΐα σηκωθείτε με νεύρα και πείτε «Τέρμα, δεν θέλω να με ξαναδώ στην τηλεόραση», έχετε δυνατότητα να το κάνετε;

Όχι, δεν έχω τέτοιο δικαίωμα..Όλα τα δικαιώματα τά’χει το εκάστοτε κανάλι που παίζει μία σειρά.

Είπατε στην αρχή πως έχουν αλλάξει και τα ήθη. Προς τα πίσω, θα πρόσθετα εγώ.

Εντελώς! Μόνο συντηρητικούρα βλέπω παντού! Τώρα πάει κάτι να γίνει στην ελληνική τηλεόραση, γιατί νομίζω πως ζήσαμε πολλές συντηρητικές χρονιές σε ότι αφορά τα τηλεοπτικά. Θυμάμαι τότε που έγιναν τα «Εγκλήματα» και όλοι τη θεωρούσαν μια τολμηρή σειρά, που όντως ήταν κατά τη γνώμη μου. Όλοι λέγανε μετά «Να κάνουμε κάτι τολμηρό»! Δεν ξέρω τι είχε συμβεί. Σήμερα δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να κάνεις τολμηρά πράγματα! Οι απαγορεύσεις είναι πολλές: Μην κάνεις τραγούδια, μην καπνίζεις, μη βγαίνεις έξω. Πιστεύω πως ζούμε σε μια καραντίνα τα τελευταία χρόνια, δεν είναι δηλαδή καινούργια συνθήκη. 

Θα το βάλω τίτλο στη συνέντευξη αυτή, να ξέρετε: «Τα τελευταία χρόνια ζούμε μια γενική καραντίνα».

Μια γενική καραντίνα, έτσι ακριβώς! Έτσι νιώθω ότι ζω, σαν να μην κουνιέται φύλλο…

Βγαίνατε έξω, στα μπαρ, πριν επιβληθεί ο αντικαπνιστικός νόμος;

Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που έλεγα ποτέ: «Παναγιά βοήθα να βγω έξω». Όταν κόπηκε το κάπνισμα το θεώρησα πολύ φασιστικό μέτρο και θα σας εξηγήσω γιατί! Παλιά, πριν γίνει αυστηρή η απαγόρευση, όλο και βρίσκαμε μαγαζιά πιο «ελαστικά». Πριν επιβληθεί η καραντίνα αυτή, εγώ ήμουν σε καραντίνα απ’ τον περσινό χειμώνα. Έλεγα που να πάω, τι να βγω να κάνω τώρα; Να βγαίνω να καπνίζω μεσ’ στο κρύο; Και να σας πω και κάτι; Το τσιγάρο είναι απόλαυση, μου το πουλάς νόμιμα, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να μου το κόψεις. Ας βγουν απ’ τα εστιατόρια αυτοί που δεν καπνίζουν και να πουν «Αφήστε τώρα μέσα αυτούς που θέλουν να κάνουν ένα τσιγάρο». Γιατί εγώ που κάνω κάτι νόμιμο, καταδιώκομαι; Φτιάξε έναν χώρο, στην τελική, και για μας. Άσε που έχουμε γίνει δαχτυλοδεικτούμενοι! «Πω, πω, αυτός καπνίζει» σου λένε! Πήγα σ’ ένα μαγαζί το χειμώνα να καπνίσω έξω, σε μια στοά που υπήρχε, κι ενώ είχα καταξυλιάσει, μου το απαγόρευσαν κι εκεί. 

Με πάτε τώρα σ’ ένα αεροδρόμιο της Γερμανίας που βρέθηκα πριν πολλά χρόνια. Καπνίζαμε πολλά άτομα σ’ ένα θάλαμο με τζάμια κι απ’ έξω περνούσαν, μας κοιτάγανε σαν να λέγανε «Εδώ δες τα πρεζάκια»…

Εγώ είχα πάει ένα ταξίδι στο Παρίσι, χρόνια πριν, και δεν μπορούσαμε να καπνίσουμε πουθενά. Σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή! Ξαναπήγα, όμως, τον Γενάρη του ’19 και σας πληροφορώ ότι όλα τα μαγαζιά έχουν φτιάξει έξω κλειστούς χώρους για καπνιστές με καταπληκτική θέρμανση. Καθόμασταν πολύ ανθρώπινα και δε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορούν να κάνουν κι εδώ κάτι τέτοιο. Θεωρώ φασιστικό μέτρο- ξαναλέω- να πηγαίνω στο περίπτερο, να αγοράζω τα πανάκριβα τσιγάρα κι εσύ να μου λες «Απαγορεύεται». Για την υγεία μου; Γιατί δεν κλείνουν τις καπνοβιομηχανίες, αφού νοιάζονται για την υγεία μας; Γιατί δεν απαγορεύουν και το αλκοόλ, που κάνει επίσης κακό; Γιατί δεν κλείνουν τα καζίνα, που τα βλέπω πια σε διαφημίσεις ως και στην τηλεόραση; Νομίζω ότι ζω μία παράνοια και δεν μπορώ, αλήθεια σας το λέω, να συμβιβαστώ με κάποια πράγματα. 

Κι έτσι, μοιραία, κάθεστε στο σπίτι σας.

Κάθομαι σπίτι μου. Θα βγω όταν πήξω, περιμένω ν’ ανοίξει ο καιρός και το λέω εγώ που δεν είμαι ο πιο κοινωνικός άνθρωπος του κόσμου. Να μη μπορώ να καπνίσω να’ναι ίδιο με το να μη μπορώ να πάρω κοκαΐνη ή να μη μπορώ να κάνω άλλα πράγματα; Φρόντισε, τότε, για τους πολίτες σου να περνάνε όλοι καλά!

Από μικρή δεν ήσασταν κοινωνική;

Ναι, από μικρή, αλλά μη φανταστείτε ότι είμαι ασκητής. Απλά δεν είμαι του πέρα – δώθε.

Μπορεί αυτό να σας βοήθησε ν’ ακολουθήσετε τις αναζητήσεις σας, να βρείτε το δρόμο σας.

Ξέρω γω πως τον βρίσκουμε το δρόμο μας; Ούτε ξέρω ποιος ειν’ ο δρόμος μας, κάπου τα’χω χαμένα. Είμαι ένας άνθρωπος λίγο ανήσυχος, θα έλεγα, γιατί κι αυτό τείνει να θεωρείται ελάττωμα. Απλά κάνω ότι γουστάρω, έτσι το βλέπω. Είμαι τυχερός άνθρωπος απ’ αυτή την άποψη και κάθε φορά θέλω να μ’ αρέσει ότι κάνω. Καμιά φορά βλέπω τη δουλειά με μία αίσθηση πολυτέλειας, έχοντας πει πολλά όχι. Οι συμβιβασμοί μου ήταν πολύ λίγοι, αλλά βέβαια δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό που λέω. Κατανοώ και σέβομαι οποιονδήποτε δουλεύει σε πράγματα που μπορεί να κάνει, εγώ όμως θα έβαζα τη δουλειά μέσα στο τρίπτυχο της ευτυχίας μου.

Ως παιδούλα προσευχόσασταν;

Και τώρα προσεύχομαι. 

Και τι ζητάτε στις προσευχές σας;

Διάφορα…Αποφάσισα κάποια στιγμή να μην προσεύχομαι με το παραμικρό, όπως έκανα παλιότερα. Προσεύχομαι για πράγματα που πρέπει να είναι καλά, υγεία, να μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου, να ευχαριστώ τον Θεό για πράγματα που έχω πάρει, να σιχτιρίζω τον εαυτό μου επίσης…Τι είναι η προσευχή, άλλωστε; Μιλάμε λίγο πιο βαθιά με τον εαυτό μας. 

Βάλατε όμως και την παρουσία του Θεού.

Δεν υπάρχει ένας Θεός πάντα; Οποιοσδήποτε μπορεί να’ναι…Η φύση; Όπως θέλετε, ονομάστε τον. Υπάρχει όμως κάτι, υπάρχει Θεός, είμαι σίγουρη ότι υπάρχει! Δεν μιλάω χριστιανικά καθόλου, ο Θεός υπάρχει για τον καθένα μας.

Ένας Θείος Νόμος, ας πούμε. 

Έτσι, ναι, τον έχουμε μέσα μας και δεν έχουμε την ανάγκη της προσφυγής στις εκκλησίες.

Στις προσευχές σας τα βάζετε και με τις ενοχές σας;

Προσπαθώ να τις βλέπω πρώτα και μετά δε μπορώ να τα βάζω μαζί τους. Δεν τις κρύβω κι αυτό είναι ένα πολύ επώδυνο παιχνίδι που παίζεις με τον εαυτό σου. Εμένα μου βγαίνει σε καλό! Κάποια στιγμή θα δεις τις ενοχές σου, θα τις απομυθοποιήσεις και θα συγχωρέσεις τον εαυτό σου. Είναι πολύ δύσκολο, γιατί δυστυχώς δε μπορούμε να δούμε εύκολα τον εαυτό μας. Σημαντικό είναι να έχεις ανθρώπους που αγαπάς και κάποια στιγμή να σου κάνουν το απαραίτητο «ντριν – ντριν» και να σε προφυλάξουν.

Σ’ αυτό το «Μένουμε σπίτι», τελευταία, θα διακρίνατε έναν δογματισμό; Ελπίζω να γίνομαι κατανοητός.

Κοιτάξτε, έχω διαβάσει ότι δε φαντάζεστε για το συγκεκριμένο θέμα. Βγήκα προχθές και πέρασα από μια λαϊκή. Γινόταν το αδιαχώρητο απ’ τον κόσμο! Δεν καταλαβαίνω το εξής: Δεν θα κολλήσω στη λαϊκή και θα κολλήσω άμα πάω μια βόλτα στην παραλία; Πήγα τις προάλλες στην παραλία στο Φλοίσβο και μου λέει ένας παρκαδόρος: «Απαγορεύεται να μπείτε μέσα». Τον ρωτάω «Γιατί;» και μου απαντάει: «Για τη σωτηρία σας, για την ασφάλεια σας». Φυσικά μπήκα, γιατί είναι όλο του παράλογου αυτό. Να ο δογματισμός που λέτε πίσω απ’ αυτό το «Για τη σωτηρία σας» που άκουσα. Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Ούτε γιατρός είμαι, ούτε επιδημιολόγος, απλά έχω διαβάσει τα χίλια μύρια κι έχει γίνει το κεφάλι μου καζάνι. Ανήκω και στους ανθρώπους που έχουν μια μόνιμη τάση αμφισβήτησης και δεν αντέχω να βλέπω σε καθημερινή βάση ανθρώπους άλλους να πεθαίνουν. 

Είναι μια πραγματικότητα, ωστόσο. Αν δεν τη θες, μπορείς ν’ αρνηθείς την ενημέρωση.

Ενημέρωση δεν γίνεται να’ναι μόνο αυτό. Δεν είναι να μου λέει τι γίνεται κάθε μέρα στην Ισπανία και την Ιταλία. Ενημέρωση είναι να βγουν και να μου πουν ότι το τάδε νοσοκομείο προμηθεύτηκε με τόσες μάσκες, με τόσες ΜΕΘ και με τόσα αντιδραστήρια. Μα, να μαθαίνεις ότι θες από 200 μέχρι 400 ευρώ για να κάνεις το τεστ; Απαράδεκτα πράγματα, αλλά εγώ τα’ χω παίξει. Ούτε συμφωνώ μ’ αυτό, το «Τι ωραία, μένουμε όλοι σπίτι και είμαστε χαρούμενοι». Δεν είμαστε χαρούμενοι και δεν είμαστε, γιατί δεν φοβόμαστε την καραντίνα, δεν φοβόμαστε μόνο το τώρα! Μετά τι θα γίνει; Θα γίνει το σύστριγγλο! Έβγαλα προχθές το σκύλο μου και συνάντησα στο δρόμο μια οικογένεια. Ξέρετε τι κάνανε μόλις με είδανε; Κρυφτήκανε πίσω από ένα αυτοκίνητο! 

Για ποιο λόγο;

Για να περάσω και να μην έρθουν σ’ επαφή μαζί μου μην τυχόν και τους κολλήσω! Αλήθεια το λέω! Κάνει ο πατέρας: «Εντάξει τώρα, βγείτε»!

Συγγνώμη, αλλά μου φαίνεται πολύ αστείο.

Είναι τρομαχτικά αστείο! Κρύφτηκαν πίσω απ’ τ’ αυτοκίνητο και λέει το κοριτσάκι: «Μπαμπά, τώρα μπορώ; Να βγω;»

Δεν θα καλοπερνάει η οικογένεια με τέτοιο μπαμπά όλη μέρα στα πόδια τους.

Βέβαια…Εμένα με φοβίζει όλη αυτή η απομόνωση απ’ αυτά που διαβάζω και βλέπω. Καταλαβαίνω ότι είναι ένας φονικός ιός και φοβάμαι κι εγώ, γι’ αυτό δε βγαίνω κι είμαι μεσ’ στο σπίτι μου, αλλά έχω την αίσθηση ότι μετά θα’χουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα.

Άκουσα κάτι σοκαριστικό: Όταν βγούμε απ’ τη δοκιμασία αυτή, θ’ απαγορευθεί η χειραψία για να γλιτώνουμε κι από τη γρίπη, όχι μόνο από φονικούς ιούς.

(γελάει με νόημα) Ξέρετε ότι ο καθένας θα’ναι σπίτι του πια; Με αρκετούς τρόπους ήδη οδεύουμε προς τα κει. 

Διαβάζετε και αυτά τα εσχατολογικά συνομωσιολογικά κείμενα που κυκλοφορούν;

Τα διαβάζω όλα, αμφιβάλλω για όλα εκ φυσικού μου και μακάρι να βγούμε πάλι σώοι μετά απ’ αυτό και όπως ήμασταν πριν. Μακάρι να μην έρθει καμιάν άλλη καραντίνα μετά απ’ αυτή για να μην ισχύσει κι αυτό που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις για τη θέα του τέρατος που τη συνηθίσαμε. 

Πιστεύετε ότι σε συνθήκες εγκλεισμού, ο άνθρωπος ξεχνάει ν’ αγαπάει;

Ανοίγετε ένα τεράστιο θέμα…Θα πρέπει να δούμε πρώτα τι είναι η αγάπη και αν περνάει μέσω του εγκλεισμού. Δεν ξέρω αν ξεχνάει ο άνθρωπος ν’ αγαπήσει, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να έρθει κοντά με τον άλλον σε μια καραντίνα. Καταργείται η δοτικότητα σε έναν εγκλεισμό, η αναγκαία και πολύ απαραίτητη επαφή. Δεν γίνεται να κάθεται σπίτι του ο καθένας και να την περνάει μέσα από’να τηλέφωνο ή ένα laptop. Εδώ πια είναι σύνηθες το φαινόμενο να βρίσκεις ερωτικούς συντρόφους μέσα από το διαδίκτυο.

Και πλέον αυτό πριμοδοτείται, ενώ λίγο παλιότερα κατηγορούταν.

Κανονικότατα προωθείται πλέον! Όλα θα γίνουν κανονικότατα! Δεν είναι πόλεμος αυτό που ζούμε; Ε, λοιπόν, ζήσαμε κι εμείς έναν πόλεμο, όπου τα πράγματα αργούν πάλι να ορθοποδήσουν. Εύχομαι μέσα απ’ όλη αυτή την ιδιαίτερη φάση να ξεπηδήσουν και κάποιες ιδιαίτερες φωνές. 

Άλλοι πάλι λένε ότι προϋπόθεση για να δεχτεί κάποιος έναν εγκλεισμό είναι οι αδυναμίες του.

Μπορεί…Δύσκολο πολύ είναι να ζεις μόνος σου, απλά νομίζουν οι άνθρωποι ότι ζουν μόνοι τους. Τι λένε, είναι τρελοί; Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι ν’ αντιμετωπίζεις κάθε μέρα τον εαυτό σου;

Η μητέρα σας είναι εν ζωή;

Την έχω στο χωριό, μόνη της είναι κι αυτή τώρα. Προσέχει η καημένη, δε βγαίνει. Μόνο για τα απαραίτητα. Έχω και καιρό να τη δω, γιατί δε μπορώ και δε θέλω να πάω. Τι να κάνουμε…Κάθομαι όλη μέρα μέσα κι εγώ και τρώω συνέχεια. Αποφάσισα να το σταματήσω, γιατί θα βγω 800 κιλά από δω μέσα! 

Θέλετε να διατηρείτε μια καλή εμφάνιση;

Προσπαθώ. Δεν είμαι ότι νά’ναι, αλλά δεν θα γίνω υποχόνδρια. Εντάξει, με προβληματίζει όταν βγαίνει η ρίζα και δε μπορώ να κόψω τα μαλλιά μου.

Πείτε μου μερικά πράγματα που σας αρέσουν, από σημαντικά μέχρι ασήμαντα.

Εγώ και πριν την καραντίνα ήθελα τις ώρες τις μοναχικές μου, το χάσιμο μου. Μπορεί αυτό για μένα να’ναι πολύ σημαντικό και γι’ άλλους πολύ ασήμαντο. Μ’ αρέσει να κάθομαι αργά το βράδυ να βλέπω netflix, μ’ αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά και μπορώ να φάω δέκα πιάτα. Ας πούμε, για μένα είναι πολύ σημαντικό που κάθομαι και παίζω στο κινητό κάτι παιχνίδια λέξεων με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου. Σημαντικό είναι που κανόνιζα κι έπαιζα για δέκα ώρες μπιρίμπα. Κάθε τι δεν μπορώ να το πω ασήμαντο.

Ήσασταν ποτέ των κοινωνικών αγώνων;

Ήμουν, αλλά όχι κι απ’ τους ανθρώπους που θα κατέβαιναν στην πρώτη διαδήλωση.

Ίσως, λίγο πιο πολύ, παλιότερα;

Παλιότερα, ναι, ίσως. Όμως και για τώρα, άμα προκύψει ένα θέμα που μ’ απασχολεί, θέλω να βγαίνω μπροστά. Νομίζω ότι επικρατεί μία απογοήτευση, σαν να έχουμε βάλει λίγο σιγαστήρα.

Και τώρα με την καραντίνα «γλιτώνουμε» κι απ’ την οποιαδήποτε κοινωνική δράση.

Βέβαια «γλιτώνουμε». Προσχηματικά, όμως, γιατί κοινωνική δράση μπορείς να κάνεις κι απ’ το σπίτι σου. Διάβασα το καλύτερο στο facebook: «Όλοι στο Σύνταγμα να διαδηλώσουμε κατά του κορονοϊού». Πολύ πετυχημένο! Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται επαναστάτριες οι γιαγιάδες που τρέχουν στις εκκλησίες – δεν το επικροτώ σε καμία περίπτωση – και να κάθονται μέσα με φόβο παιδιά 15, 18 και 20 ετών. 

Διάβαζα τα δημοσιεύματα του εξωτερικού που δικαιώνουν αφενός τον Μητσοτάκη για τα μέτρα που πήρε εγκαίρως και αφετέρου τον ελληνικό λαό, που ενώ είναι παραδοσιακά ανυπάκουος, τήρησε τα μέτρα αυτά. Σε τι πιστεύετε περισσότερο απ’ τα δύο;

Ήμουν σίγουρη ότι θα μου κάνατε αυτή την ερώτηση!

Χαίρομαι. Λοιπόν;

Δεν πρόλαβα να τη σκεφτώ όμως! Καλά τα’κανε, ξέρω γω; Μας έκλεισε μέσα, μια χαρά…Βέβαια, δεν το’κανε μόνο ο Μητσοτάκης, όλος ο κόσμος κάθεται μέσα. Έχουν μια συναίσθηση οι άνθρωποι, δεν είναι ότι τους το επέβαλαν. Εντάξει, ok, τους το επέβαλαν, αλλά τα εύσημα πάνε και στον κόσμο, όχι μόνο στην κυβέρνηση. Σας πληροφορώ ότι μιλάω και μ’ άλλους, που δε βγαίνουν όχι για να μην κολλήσουν οι ίδιοι, αλλά για να μην κολλήσουν τους άλλους. Είναι συνειδητοποιημένοι δηλαδή. Και μια φίλη μου, που’χε ταξιδέψει Λονδίνο, απέφευγε να βλέπει κόσμο πριν την απαγόρευση, μην έχει κάτι και το μεταδώσει. Απ’ την άλλη, δεν μου πάει όλη αυτή η αστυνόμευση. Θα ήταν καλύτερα να είχαμε ένα σωστό σύστημα υγείας, να υπήρχαν εντατικές και μάσκες, όλα αυτά που ακούμε απ’ τους γιατρούς, αυτούς τους καημένους τους ανθρώπους, που αγωνίζονται όλη μέρα στα νοσοκομεία. Τι να σας πω, ακούω να βαράει σειρήνα καμιά φορά και νομίζω ότι είναι για να κλειστούμε πάλι μέσα…

Αν οι ξένοι μας θεωρούν λαό ανυπάκουο, εσείς είστε μέρος αυτού του λαού, έτσι όπως τον χαρακτηρίζουν;

Γερμανοί δεν είμαστε, πάντως! Εμένα μ’ αρέσει που δεν είμαστε Γερμανοί, αν και σε κάποια πράγματα θα χρειαζόταν. Τώρα δεν ξέρω τι είμαστε, αλλά αν μας θεωρούν ανυπότακτους, ε αυτό είναι οι Έλληνες! Και όχι μόνο, γέλαγα πολύ με τον κόσμο που τηλεφωνούσε: «Εκεί καπνίζουν, τρέξτε»! Δεν είμαστε ανυπότακτοι, γιατί η ανυποταξία θα φαινόταν κι αλλού. Λίγο πιο χύμα είμαστε, κάτι που έχει να κάνει και με το κλίμα μας.

Ανήκετε κι εσείς σ’ αυτούς που κάθε μέρα στις 6 στήνονται να δουν τον Τσιόδρα;

Δεν τον έχω δει ποτέ!

Αλήθεια τώρα;

Μια φορά μόνο τον είδα. Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος, ok.

Συνειδητά δεν τον παρακολουθείτε;

Απλά δεν έτυχε. Πρώτα απ’ όλα δεν ήξερα ότι καθιερώθηκε ενημέρωση στις 6 και κάποια στιγμή, όταν τό’μαθα, έκατσα και είδα. Δικαίως τον συμπαθεί ο κόσμος και, εντάξει, τον άκουσα μία, τι άλλο ν’ ακούω κάθε μέρα; Δεν ανοίγω και τηλεόραση, βλέπω πολύ λίγο. 

Παρέχεται, πιστεύετε, μία μονοδιάστατη ενημέρωση;

Πιστεύω ναι! Τις προάλλες κάτι έκανα, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και συνειδητοποίησα ότι για ώρες ολόκληρες έδειχνε νοσοκομεία και εντατικές. Το καταλαβαίνω, γιατί θα πρέπει όμως όλη την ώρα να βλέπω αυτά τα πράγματα; Λες και χαίρονται που μας τα δείχνουν. Δείξ’τη μου την κατάσταση, καλά κάνεις, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να βλέπω συνέχεια αρρώστια. 

Συνήθως καθετί μονοδιάστατο δεν είναι και ευχάριστο πράγμα.

Όχι, δεν μ’ αρέσει. Το ίδιο μου τη σπάνε και οι μονοδιάστατοι άνθρωποι! Και να σας πω, έχουν γιατρευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι. Βγήκε κανείς να μου το πει επισήμως; «Παιδιά, γλίτωσαν τόσοι», ας πούμε!

Στην απογευματινή ενημέρωση λένε, πάντως, πόσοι εξήλθαν απ’ τις εντατικές.

Εντάξει, ψιλά γράμματα τώρα…Γιατί δεν μου το κάνουν ξεχωριστό θέμα; Για να μην ξεφοβηθώ! Είμαι σίγουρη γι’ αυτό!

Σας ενδιέφερε ποτέ να έχετε ένα πλούσιο λεξιλόγιο;

(γελάει πολύ) Τι ερώτηση ειν’ αυτή;

Συνειρμική, πείτε τη, έτσι όπως σας ακούω να μου μιλάτε.

Ασχολήθηκα λίγο με την ελληνική γλώσσα, ούσα φοιτήτρια της φιλολογίας, αλλά από κει και πέρα δεν είμαι φιλόσοφος, ούτε αναλυτής, ώστε να μπορώ να χρησιμοποιήσω απίστευτο λεξιλόγιο. Είμαι, νομίζω απλά, σ’ ένα καλό σημείο.

Πιάνετε τον εαυτό σας να λέει τα ίδια και τα ίδια; Πάμε στο περιεχόμενο των λέξεων τώρα.

Τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια! Μπορώ να τρελαθώ μ’ αυτό στους άλλους ανθρώπους! Με κουράζει εξίσου η υπέρμετρη ανάλυση χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε στο τέλος. 

Τον καιρό αυτό, οι επαγγελματίες στα καλλιτεχνικά και στα ΜΜΕ χτυπιούνται αλύπητα. 

Μα, ακούω να λένε ότι θα τελειώσει η κρίση μετά την καραντίνα και αναρωτιέμαι αν τελείωσε και ποτέ αυτή η κρίση! Ούτε κανένα ορθοπόδημα είδα την τελευταία δεκαετία πέρα από κάποια δειλά – δειλά βήματα. Είναι λάθος η λέξη «κρίση», αφού εγώ δεν τη βλέπω να περνάει τόσα χρόνια κι ούτε θα περάσει, κατά την ταπεινή μου άποψη.  

Ζαχαρίας Ρόχας - Καίτη Κωνσταντίνου - Μπόσκο - Σπύρος Μπιμπίλας (Δεκέμβριος 2020, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στον ιντερνετικό Τηλεμαραθώνιο ενίσχυσης των καλλιτεχνών)

Έχετε ζήσει ποτέ φτώχεια κι αν ναι, τη θεωρείτε προνόμιο;

Φτώχεια – φτώχεια, να μην έχω να φάω, όχι, δεν έχω ζήσει. Έχω ζήσει με λίγα λεφτά, με λιγότερα λεφτά και με πολλά λεφτά. Το να έχεις να φας και να ικανοποιείς τις ανάγκες σου είναι τεράστια προνόμια, βασικότατα για κάθε άνθρωπο. Δυστυχώς πολλοί συνάνθρωποι μας ούτε αυτά μπορούν να καλύψουν πλέον, τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. 

Τι ήταν αυτό που σας έβγαλε στο θέατρο;

Έλα ντε! Μήπως ξέρω; Πραγματικά δε μπορώ να το απαντήσω, παρά μόνο με το «Γι’ αλλού η ζωή μας πήγαινε κι αλλού μας πήγε». Μάλλον θα το ήθελα και έγινε πιο συνειδητό, όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και πήγα και γράφτηκα κατευθείαν στη θεατρική ομάδα. Μετά από αρκετά χρόνια έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Με θυμάμαι απλά, όταν ήμουν παιδί, να παρακολουθώ το Θέατρο της Δευτέρας. Γεννήθηκα και σε επαρχία, όπου δεν είχα την πολυτέλεια να βλέπω παραστάσεις, εκτός απ’ όταν ερχόταν κάποιος θίασος στο Αίγιο.

Πιστεύετε ότι γίνατε κάποια στιγμή ηθοποιός στη μόδα ερήμην σας;

(Με έκπληξη) Στη μόδα;

Ναι. Να «κυκλοφορεί» πολύ το όνομα σας, σαν να το θέλατε ή και όχι.

Δεν νιώθω ότι είμαι στη μόδα. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες δεν έχουν να κάνουν με μόδες. Αλήθεια, δεν ξέρω αν είμαι στη μόδα και μπορεί να’χω περάσει από τέτοια φάση…Καταλαβαίνω πως το λέτε, τότε που θα’γινε αυτό με τα «Εγκλήματα». Εννοείτε προφανώς αν ασχολούνται μαζί μου…

Γι’ αυτό είπα «ερήμην σας». Η έντονη δημοφιλία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, εξακολουθείτε να είστε πολύ αγαπητή.

Δεν θεωρώ ότι είναι ερήμην μου, αλλά ούτε ότι ξεκινάει κι από μένα. Δεν είχα στόχο να γίνω μια ηθοποιός που θα την αγαπάει ο κόσμος. Στόχος μου ήταν ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό για τους χ – ψ λόγους μου και να κάνω πράγματα που θα άρεσαν σε μένα και στον κόσμο. Ποτέ, πάντως, δεν είχα σκοπό να γίνω γνωστή. Δεν μ’ αρέσει να βγαίνω στα περιοδικά και να δίνω συνεντεύξεις και σας πληροφορώ ότι είστε απ’ τους λίγους, αν όχι ο μοναδικός, που του’χω μιλήσει τόσο ανοιχτά και βαθιά.

Η ερωτική σας ζωή έχει ποίηση;

Δεν γίνεται να μην έχει. Δεν μπορώ αλλιώς. Ο έρωτας αυτό είναι, αλλιώς δεν δικαιούμαστε να λέμε ότι είμαστε ερωτευμένοι. Ποίηση στον έρωτα εννοούμε να ξεφεύγει ο εγκέφαλος, το μυαλό.

Κι αυτή η ποίηση τρέφεται απ’ τη ζωή την ίδια;

Μπορεί να τραφεί κι απ’ τη ζωή την ίδια. Εξαρτάται απ’ το πως ζεις καθημερινά. Πως να βάζεις τα θέλω σου, γιατί άμα συμβιβαστείς χοντρά, ο έρωτας χάνεται. Ακούγεται ονειρικό ίσως, αλλά μου’χει συμβεί και μου συμβαίνει και το κάνω στην ερωτική μου ζωή. Μπορεί να υπάρξει συνεχώς ποίηση στον έρωτα, αλλά όχι φυσικά πάντα. Είναι σαν την ευτυχία. Ουαί κι αλίμονο αν ήταν μόνο ένα πράγμα! Θα επερχόταν γρήγορα η ανία και η βαρεμάρα.

Και τι χωρίζει αυτή την ποίηση από τα προσωπικά βίτσια του καθενός;

Καταρχάς μην τρελαθούμε, ο παιδόφιλος δεν κάνει ποίηση! Υπάρχουν βίτσια και βίτσια. Ο καθένας τα δικά του μπορεί να τα αναγάγει σε ποίηση.

Γίνεται αυτό;

Γιατί να μη γίνεται; Όταν δεν ενοχλείς τον άλλον κι ένας άλλος μπορεί να δει στο βίτσιο την ίδια ποίηση, αμέσως γίνεται! 

Σας ακούω να εκφράζεστε σαν άνθρωπος του ενστίκτου.

Είμαι. Λειτουργεί το ένστικτο μου και έχω την ατυχία να νιώθω παραπάνω πράγματα απ’ αυτά που νομίζεις συνήθως.

Όχι διορατικά.

Όχι βέβαια, δεν έχει να κάνει με τα μελλούμενα. Εννοώ να πιάνω την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 

Για θυμηθείτε εκείνο το υπέροχο οργανικό του Χατζιδάκι στο «Sweetmovie»: Σερενάτα για τη σεξουαλική απουσία…

(γελάει πολύ) Υπέροχο! Δυστυχώς, δοθείσης ευκαιρίας, να πω ότι δεν γνώρισα ποτέ τον Χατζιδάκι, αλλά θα τον γούσταρα πολύ, το ξέρω. Ήταν ένα θαυμάσιο οξύ πνεύμα και μ’ αρέσει πολύ η μουσική του. 

Τελικά δεν μου φαίνεστε αυστηρή με τον εαυτό σας.

Έτσι λέτε; Το ότι μιλάω ελεύθερα ενδεχομένως, δεν σημαίνει ότι δεν είμαι σκληρή με τον εαυτό μου. Αυτό με καταδιώκει και μ’ ενοχλεί πάρα πολύ, αλλά επειδή με θεωρώ έντιμο άνθρωπο, δεν μου συμβαίνει μόνο στους άλλους, αλλά και σε μένα την ίδια. Πρώτα με μένα είμαι πολύ αυστηρή!

Εκτιμώ ακόμη το ότι δεν είστε ριγμένη με τα μούτρα στη δουλειά κάθε φορά. 

Δεν ξέρω αν είναι ωραίο…Μακάρι να δουλεύω, αλλά θεωρώ αδιανόητο να’ναι η ζωή μου χειμώνα – καλοκαίρι η δουλειά μου. Θα μου πείτε τώρα, «Συγγνώμη, τρέλα πουλάτε; Απ’ αυτό δεν ζείτε;» Προφανώς και ζω απ’ αυτό, αλλά φροντίζω να μην είμαι συνέχεια χαζοχαρούμενη επ’ αυτού. Δεν θέλω να’ναι μόνο αυτό η ζωή μου.

Πόσο παρατηρείτε τους άλλους;

Μόνο αυτό κάνω, νομίζω. Πολύ. Δυστυχώς.

Είναι ίσως ότι πιο τολμηρό είπατε σ’ αυτή τη συνέντευξη.

Πολλές φορές ο εγκέφαλος μου λειτουργεί σαν να συσσωρεύει κινήσεις και εκφράσεις των ανθρώπων. Βγάζω μια αλήθεια δικιά μου μέσα από μια δικιά μου προσθετική παρατήρηση. 

Δεν θα’χει κανένα νόημα να μου πείτε τι καινούργιο ετοιμάζετε τώρα.

Μ’ ενοχλεί το εξής σ’ αυτή την καραντίνα: Πάνω που είχα κάνει τα όνειρα μου και σχεδίαζα πως θα τα υλοποιήσω, με πήγε πολύ πίσω. Σταμάτησαν όλα μαχαίρι, δεν ξέρω τι θα συμβεί του χρόνου.

Θα ξανακάνατε τηλεόραση;

Ναι, θα ξανάκανα. Εμένα μ’ αρέσει η τηλεόραση. Δεν μ’ αρέσει αυτό που λένε τηλεοπτικός ηθοποιός. Για πήγαινε κάνε τηλεόραση να δεις πόσο δύσκολο είναι. Οι συνθήκες δεν είναι καλές, εντάξει, εγώ μιλάω γι’ αυτό το κάτι που διαφοροποιεί την ερμηνεία απ’ το θέατρο.

Θα το πω, δεν κρατιέμαι, τα περισσότερα σύγχρονα σήριαλ δεν βλέπονται. 

Είναι σαν ένα δημοσιογράφο που με ρώτησε κάποτε αν θα έπαιζα σε σειρά του netflix. «Εσύ τι λες;» του απάντησα, «να έλεγα όχι; Γιατί; Του’χω θυμώσει του netflix;» Πλέον εκεί ρίχνεται το χρήμα και γυρίζονται καλές τηλεταινίες, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες. Εμείς έχουμε μείνει πάρα πολύ πίσω. Καταλαβαίνω και ότι μπορεί να μην υπάρχει εδώ το ρευστό, όπως και μία τεχνογνωσία.

Για ποιο λόγο δεχτήκατε να μου δώσετε αυτή τη συνέντευξη; Και θέλω να μιλήσετε για σας, όχι για μένα.

Θα σας πω την αλήθεια: Μου είπαν κι άλλοι να τους δώσω συνέντευξη εν μέσω καραντίνας και είπα όχι. Επειδή παλιότερα κάναμε μια δημόσια κουβέντα που πολύ μ’ άρεσε, τώρα είπα «Τι να βγαίνω να λέω πάλι;» Συνήθως μια συνέντευξη συνοδεύει μία δουλειά, ασχέτως αν δεν σας το είπα τώρα αυτό. Ωστόσο, πέρασα κι απ’ το στάδιο του θέλω και δε θέλω να βγω να μιλήσω. Υπερίσχυσε όμως το να κάνουμε τελικά μια συζήτηση σαν να βρισκόμαστε από κοντά και πίνουμε τον καφέ μας. 

Τι θα κάνουμε από φωτογράφηση;

Βάλτε ένα μαύρο πανί, ένα μαύρο φόντο και πείτε «Αυτή είναι η Καίτη Κωνσταντίνου» (γελάμε)

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας.

Εγώ ευχαριστώ και χάρηκα πολύ που τα ξαναείπαμε. 

Με την Καίτη Κωνσταντίνου στην πρώτη τετ α τετ συνέντευξη μας (2 Φεβρουαρίου 2016, στο τότε διαμέρισμα μου στο Παγκράτι)
* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε από τηλεφώνου τον Απρίλιο του 2020

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr

*** Η συνέντευξη αφιερώνεται στη μνήμη της Καίτης Κωνσταντίνου που έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025.