Τώρα που ανάρτησα και το δεύτερο review από την πρόβα της Πλάτωνος (μη δυσαρεστήσω κιόλας τους επισκέπτες του blog μου), ας επιστρέψω στα δικά μου, που δεν είναι και τόσο ευχάριστα. Πραγματικά αν δεν υπήρχε αυτή τη στιγμή η Λένα με το καβαφικό project και το επερχόμενο τριήμερο στην Επίδαυρο, δεν τό 'χα τίποτα να φουντάρω απ' το μπαλκόνι...Δεν έχω ξανανιώσει τέτοια τρομερή πίεση στα δέκα χρόνια που εργάζομαι- να το πούμε- ως επαγγελματίας. Τις επόμενες μέρες θα ειδοποιήσω τη σπιτονοικοκυρά ότι αφήνω το διαμέρισμα της πλατείας Βικτωρίας, λόγω αδυναμίας μου να πληρώσω το ενοίκιο. Ευτυχώς που είχα δώσει δύο νοίκια μπροστά όταν μπήκα μέσα, οπότε έχω λίγο ακόμη χρόνο. Τι θα μου πει; Ότι το συμβόλαιο ήταν διετές και λήγει τον Νοέμβριο; Ε, θα της πω κι εγώ ότι άμα της αρέσει να μ' έχει τσάμπα, ας μη μ' αφήσει να φύγω. Φαντάζομαι όταν της εξηγήσω ότι δεν πληρώνει κανένας εργοδότης πλέον, θα με καταλάβει. Ούτε μού ειν' ευχάριστο να τηλεφωνώ κάθε τέλος του μήνα, όπως συνέβη τους δύο τελευταίους μήνες, ζητώντας απ' τη μάνα μου- 36 ετών άνθρωπος- τα χρήματα του ενοικίου, μαζί και τους λογαριασμούς που τρέχουν αμείληκτοι. Πως κατάντησα έτσι, εγώ που έπαιρνα αξιοπρεπή χρήματα τα τελευταία χρόνια και δεν είχα ανάγκη κανέναν, πέραν των δυνάμεων μου; Πως ανατράπηκαν όλα μέσα σε τρεις μόνο μήνες; Τρίτο μήνα απλήρωτος από το δίφωνο (δεν πληρώνουν, λέει, οι διαφημιστικές και ως εκ τούτου δεν ρέει το χρήμα), όπως και το ίδιο ακριβώς διάστημα απλήρωτος από το ραδιόφωνο (εκεί συνεχίζεται η απεργία των ηχοληπτών του σταθμού). Σύνολο: περίπου δυόμισι χιλιάδες ευρώ κι από τις δύο αυτές δουλειές μείον...Ειδικά όταν ένα μήνα δεν εισπράξεις, αδυνατείς να ανταπεξέλθεις στις υποχρεώσεις του επόμενου, το πράγμα πάει μύλος δηλαδή. Μην αναφέρω και την απαράδεκτη κατάσταση με την υποτιθέμενη κραταιά Victory Media που μού 'χει φορέσει εδώ και τρία χρόνια ένα φέσι εξίμισι χιλιάδων ευρώ για τη σκηνοθεσία μου σ' αυτή τη σειρά των dvd για το λαϊκό τραγούδι. Υπάρχουν και χειρότερα, ο Μπαλαχούτης έχει φεσωθεί πολύ πιο άγρια μαθαίνω. Μέσα σ' όλη αυτή την τραγική κατάσταση, μου χάλασε το laptop (διστάζω και να ρωτήσω πόσο μπορεί να κοστίζει η βλάβη), έχασα ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρα (ξέρεις τί 'ναι 3,40 ευρώ τη σήμερον ημέρα;) και ξέχασα κάπου και τα γυαλιά ηλίου (ελπίζω να τα βρω, διότι ποιος δίνει ένα πενηντάρικο τώρα σε καινούργια; Προτιμώ να γίνω σαν τον Φούντα στη Στέλλα, πού 'χε αγκαλιά τη Μελίνα στην παραλία και φώναζε Καίγε, ρε ήλιε, ώσπου να μας κάψεις)! Απ' αύριο, επίσης, internet τέλος! Διακόπτω τη σύνδεση σε μια ύστατη προσπάθεια να ξαλαφρώσω οικονομικά. Κι επειδή ούτε φράγκα θα παίζουν για ξημεροβραδυάσματα στα internet- cafe, με βλέπω να αραιώνω αναγκαστικά απ' τη μπλογκόσφαιρα. Το μόνο καλό και που κατά 90% μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάνα μήνα από τώρα είναι να μετακομίσω σε ένα νέο δυάρι στο Παγκράτι. Επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στο Κερατσίνι και στους δικούς μου, ένας άνθρωπος, φύλακας- άγγελος μου την τελευταία δεκαετία, μου παραχωρεί το εν λόγω διαμέρισμα δικής του ιδιοκτησίας. Στα δύσκολα χρειάζονται οι φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, αν και το συγκεκριμένο άτομο μού 'χει αποδείξει έμπρακτα την αγάπη και τη στήριξη του. Εν κατακλείδι, σύντομα τέλος η πλατεία Βικτωρίας (άι σιχτίρ, καλύτερα, μπούχτισα να πετάγομαι για τσιγάρα και να με ζώνουν οι...Ταλιμπάν κι οι μάγισσες, όχι με ομπρέλες, της Αρλέτας, αλλά με μπούργκες) και πάμε για ένα νέο ξεκίνημα! Δεν αποκλείεται να με δείτε κρυμμένο στην κουζίνα κανενός McDonalds να φτιάχνω χάμπουργκερ για κοιλαράδες οικογενειάρχες. Αχ, πως καταντήσαμε, απ' τα ψηλά στα χαμηλά, σαν λαϊκό άσμα του Καζαντζίδη. Ποιος; Εγώ, που όποτε έμπαινα σε ταβέρνα και δεν υπήρχε θέση, έλεγα μέσα μου Να σηκωθούν εδώ και τώρα όλοι οι μαλάκες μικροαστοί για να κάτσω με την παρέα μου! Πάρ΄τα τώρα, αιθεροβάμονα Υδροχόε, ψωνάρα, κουλτουριάρη, καλλιτέχνη μου! Μια χαρά ειν' οι μαλάκες μικροαστοί κι αυτοί τουλάχιστον έχουν μια στέγη να βάλουν το κεφάλι τους από κάτω. Εσύ να δούμε πως θα τα βγάλεις πέρα στο μπουρδέλο που σού 'λαχε να ζήσεις χωρίς κανένα φως στον ορίζοντα...ΚΚΚ
* στη photo του post, ο bosko σε κάνα χρόνο από τώρα...
** πάντως, η μάνα μου έγραψε πάλι! Όταν την ενημέρωσα ότι εδώ και μια βδομάδα τη βγάζω με φακές στο ταπεράκι, είπε το εξής: Φαινόσουν ότι θά 'παιρνες τον κακό το δρόμο, απ' όταν ήσουν 17 ετών με κάτι μαλλιά σαν τον Άι- Γιάννη τον Ρώσο κι αντί να φορέσεις ένα ρούχο της προκοπής, μού 'βαζες το κιλίμι, φτυστός ο Χατζηχρήστος απ' το χωριό, και το λαχουρέ πουκάμισο που ήταν ίδιο σχέδιο με την κιλότα της Joan Baez!


.jpg)


Ξέρετε, επρόκειτο απ' αυτά τα σήριαλ, όπου ο καθένας είχε παντρευτεί τον άλλον εκεί μέσα από πέντε- έξι φορές, πηδιόντουσαν ασύστολα και πάλι δεν έτρεχε μία, ζάχαρη όλοι μεταξύ τους. Η διαστροφή στο ζενίθ της με κρυπτο-οιδιπόδεια συμπλέγματα, γεροντοκαψούρες, γυναίκες εγκυμονούσες στα 60 τους (!), αλαβάστρινα κοριτσίστικα κορμιά που αποτέλεσαν αιτίες εφηβικών ονειρώξεων, ανδρικά χαμόγελα της επιτυχίας άνευ τερηδόνας και εν ολίγοις να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Σαν το παζολινικό Θεώρημα, ένα πράγμα, αλλά στο πιο ακίνδυνο, συντηρητικό, γκλαμουράτο και μεγαλομικροαστικό. Τις προάλλες, μάλιστα, πρόσφατα έπεσα σ' ένα απ' τα καινούργια επεισόδια της Τόλμης και Γοητείας και γινόταν της κακομοίρας: η Μπρουκ γιαγιά ή προγιαγιά πια, αλλά ολόιδια, 45 το πολύ ετών, ενώ η Στέφανι και ο Έρικ, που θα έπρεπε συμφώνως με το σενάριο να είναι τουλάχιστον 100 ετών, επίσης ολόιδιοι και αθεράπευτα ερωτομανείς. Τρελό γέλιο! Έτσι κι εμείς, λοιπόν, όποτε θέλαμε να κάνουμε κοπάνα την πρώτη ώρα για καφέ, προφασιζόμασταν...με Τόλμη και Γοητεία! Αντώνη, κι εσύ Καρολάιν; θυμάμαι την Όλγα να με ρωτάει μέσα στην τάξη τη δεύτερη ώρα που είχαμε πάει στο σχολείο και μας διάβαζε απ' το απουσιολόγιο. Μάλιστα, κυρία, Καρολάιν και ξερό ψωμί! απαντούσα και γινόταν το σώσε από τα γέλια μεσημεριάτικα.
Μιαν άλλη φορά θυμάμαι την Όλγα να κλαίει από το γέλιο την ώρα της προσευχής. Τρελαινόμουν να τη λέω εγώ κάθε μέρα, αφού το έβλεπα σαν το δικό μου προσωπικό σόου. Αντί, λοιπόν, να πω Ως και ημείς αφιέμεν τοις οφειλέταις ημών, είπα τοις ομελέτες, πολύ φωναχτά μάλιστα, κι έγινε της πουτάνας! Περιέργως, βέβαια, εξακολουθούσαν οι καθηγητές να αναθέτουν σε μένα την καθιερωμένη καθημερινή προσευχή. Θυμάμαι, όμως, την Όλγα και στις διαδηλώσεις! Πάντα στο πλευρό μας, τότε με τον Τεμπονέρα και τις σχολικές καταλήψεις το θλιβερό ΄91 που η παρακρατική δεξιά ξανάδειξε το αληθινό της πρόσωπο στην Ελλάδα. Σε μια από εκείνες τις φοβερές επεισοδιακές διαδηλώσεις είχαμε πετύχει μαζί μέσα στα πλήθη τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία συμπαραστεκόταν στους εξεγερμένους μαθητές. Ήταν και η μοναδική φορά στη ζωή μου που θα έσφιγγα το χέρι της Μελίνας, λεπτό και φοβερά ρυτιδιασμένο! Μού 'χει μείνει η εικόνα του χεριού της, δε θα το ξεχάσω!
Πότε σε γνώρισα...Αργός ερχομός που επισκευάζει τα παλιά χαλάσματα, ώρες χαμένες στα καφενεία ή σεργιανίζοντας τη θάλασσα κάθε πρωί. Τίποτα πια δε θα μ' αλλάξει, έλεγα, κι έβλεπα γύρω μου φιλήδονους αστούς, πόστα και ρεβεράντζες και κουρσάκια ιδιωτικά, μπασκετμπωλίστες φιλοχρήματους, κι εγώ μόνος μου κι έκθετος σα μια κηλίδα ανεξίτηλη πάνω στην πόλη. Κι όταν πήρα την όψιμη απόφαση να φύγω στη Γαλλία ή στο Αλγέρι για σπουδές, ήταν απόγνωση στο βάθος - ανώνυμος στιχοποιός και πάροικος να δοκιμάσω έναν καινούριο τρόπο σωτηρίας.
Κι ήρθε η στιγμή. Ριπή των ματιών που διασταυρώνονται μετέωρα και που θα πεί είσαι συ κι όχι άλλος. Εσύ ο αναμενόμενος που ανατρέπεις μέσα μου την τάξη του κόσμου. Είσαι η νέα οργάνωση με το διαβήτη της καρδιάς, ότι ονειρεύτηκα παράφορα περνώντας σαν έπιπλο από χέρι σε χέρι. Μα όταν σε λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε κι εσύ βημάτιζες αργά κι ανέβαινες, κι εγώ καθυστερούσα και λαχάνιαζα, κι όλα προετοίμαζαν το χωρισμό, τότε συνήλθα και είπα, παραιτήσου ψυχή μου. Εμείς που είμαστε οι πιο κατάλληλοι, είμαστε οι καταγέλαστοι του κόσμου αυτού. Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε.
Ατέλειωτο απομεσήμερο στον ίσκιο ενός δέντρου δροσερού. Η επιθυμία μού έφερνε ζάλη. Κατέρρεα σιγά σιγά, δεν είχα τίποτε πια να σου πω, κι όμως πώς λαχταρούσα να εξομολογηθώ κι ύστερα να ζητήσω τη συγνώμη σου, που η σκέψη μου σε σπίλωνε, και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι όταν ο ήλιος πνίγηκε στα σύννεφα κι η μπόρα φαίνονταν να έρχεται ακάθεκτη κι ο άνεμος μού 'σφιγγε τη φωνή, μέσα μου γρύλιζα, ας έρθει.