Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Μαριάνθη Κεφάλα: Ολόκληρη η ζωή της σε 6.375 λέξεις


Η Μαριάνθη Κεφάλα είναι ένας ζωντανός μύθος της Θεσσαλονίκης. Την αναζητούσα για χρόνια μέχρι που πρόσφατα ο Πόλυς Κυριάκου μου έδωσε το νούμερο του τηλεφώνου της και το ραντεβού μας κλείστηκε πολύ εύκολα. Τη συνάντησα στην Άνω Τούμπα, τη γειτονιά της, σ’ ένα λαϊκό καφενείο που συνηθίζει να πίνει τον καφέ της και να συναντά ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ποια είναι και της εκφράζουν το θαυμασμό και την αγάπη τους. Χωρίς θαυμασμό και χωρίς αγάπη, ως γνωστόν, ο καλλιτέχνης μαραίνεται σαν το απότιστο λουλούδι. Στην περίπτωση της Μαριάνθης Κεφάλα δεν ισχύει αυτό ευτυχώς. Πρόκειται για μια μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια που ενώ θα μπορούσε να κατακτήσει την αθηναϊκή νύχτα, την άφησε πίσω της και επέστρεψε στη λατρεμένη της Θεσσαλονίκη. Κι όχι εν μέσω απέλπιδων προσπαθειών. Όταν η Κεφάλα κατέβηκε στην Αθήνα στις αρχές του 1980 είχε ήδη μεγάλες επιτυχίες πίσω της, ενώ υπέροχες ήταν και οι δεύτερες εκτελέσεις με τη φωνή της σε τραγούδια της Καίτης Γκρέυ, της Πόλυς Πάνου και της Ρίτας Σακελλαρίου. Ασυμβίβαστος άνθρωπος που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και που έχαιρε της φιλίας του Στέλιου Καζαντζίδη και του Μανώλη Αγγελόπουλου. Στην ακόλουθη σπάνια συνέντευξη – ντοκιμαντέρ κι ενώ σε λίγους μήνες επίκειται η έκδοση της βιογραφίας της, η Μαριάνθη Κεφάλα αφηγείται και ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή που όρισε το τραγούδι της πίστας στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας. Απολαύστε την!

Σας συναντώ στη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα λαϊκό καφέ της γειτονιάς σας. Ξέρετε, υποθέτω, ότι είστε απόλυτα ενσωματωμένη στη λαϊκή κουλτούρα της πόλης σας.

Καταρχάς, να μιλάμε στον ενικό…Εγώ είμαι Θεσσαλονικιά, από τα Κάστρα, αλλά μένω τουλάχιστον 15 χρόνια εδώ στην Τούμπα. Το λέω με περηφάνια ότι γεννήθηκα στα Κάστρα, γιατί άμα ανέβεις εκεί απάνω, βλέπεις πιάτο όλη τη Θεσσαλονίκη. Είμαι ερωτευμένη με τη Θεσσαλονίκη, αν και είχα κάτσει για μια πενταετία στην Αθήνα, μέχρι το ΄85. Με τρεις χρυσούς δίσκους έφυγα απ’ την Αθήνα και ξανάρθα εδώ, όπου έκανα ένα μαγαζί και κράτησε κάποια χρόνια.

Τι σας έκανε να φύγετε απ’ την Αθήνα; Τρεις χρυσοί δίσκοι είναι καλή «μαγιά» για μεγάλη καριέρα.

Το ΄85 – δεν θέλω ν’ αναφερθώ σ’ ονόματα – άρχιζαν τα…κότερα. Δεν μπορούσα ν’ ακολουθήσω τη λογική αυτή. Καταρχάς είχα και πατέρα καλλιτέχνη, ο Νίρος με τ’ όνομα! Κι εγώ Νίρου λέγομαι, το «Κεφάλα» δηλαδή είναι ψευδώνυμο. Επειδή ήμουν ανήλικο όταν ξεκινούσα και με κυνηγούσε η αστυνομία, πήρα το «Κεφάλα», το ψευδώνυμο του πατέρα μου.

Δηλαδή δεν είχε υπογράψει ο πατέρας σας για να βγείτε στο πάλκο;

Τι να υπογράψει; Αφού δίπλα του με πήρε και απλά μου κόλλησε το όνομα «Κεφάλα». Ούτε εγώ όμως έδινα δικαιώματα. Έρχεται μια μέρα ένας εφοπλιστής, μου λέει «Είστε πολύ ωραία φωνή», «Ευχαριστώ» του απαντάω και μετά συνέχισε: «Θα χαρώ πολύ να πιούμε ένα καφέ στο κότερο μου». Τον κοίταξα στραβά και του είπα: «Εγώ δεν μπαίνω σε βάρκες και σε κότερα, γιατί κουνάνε και φοβάμαι». Στο ίδιο τραπέζι ήταν κι ο μαγαζάτορας, ο επιχειρηματίας, άντρας καλλιτέχνιδος. Με τα πολλά λέω του εφοπλιστή: «Να έρθω, αλλά να έχω καπετάνιο τον άντρα μου», αφού ο άντρας μου ήταν καπετάνιος εμένα. Με ρώταγε μετά αν είμαι καπετάνισσα, αν είχα ταξιδέψει και, γενικώς, μιλούσαμε για τα βαπόρια. Όταν του’πα ότι είμαι και Θεσσαλονικιά, αυτός έβγαλε το συμπέρασμα του: «Ε, είσαι καπετάνισσα, είσαι και Θεσσαλονικιά, γι’ αυτό μου μίλησες έτσι». Ο Γιώργος ο Βαρδινογιάννης ήτανε! Ευγενής ο άνθρωπος, «χάρηκα και θα έρθω να γνωρίσω και τον σύζυγο» κλπ. Πάω να πληρωθώ και ο ταμίας μου δίνει πέντε χιλιάρικα. Σε ποιον να πρωτοέδινα; Στο μαέστρο, που αυτός έπαιρνε δέκα χιλιάδες μόνος του; Πάει να δικαιολογηθεί ο ταμίας, «Μην απολογείσαι, εργαζόμενος είσαι κι εσύ» του κάνω, «απλά πες του ‘’αρχηγού’’ να έρθει μια ώρα νωρίτερα το βράδυ». Έρχεται αυτός και μου ζητάει το λόγο:

-          Τι ήταν αυτό που έκανες;

-          Εσύ τι ήταν αυτό που έκανες;

-          Πρόσβαλλες τον εφοπλιστή!

-          Λάθος κάνεις, δεν τον πρόσβαλλα. Δια χειραψίας έφυγε…

-          Και τι έγινε αν θα πήγαινες απ’ το κότερο του;

-          Τι λες, ρε; Υπογράψαμε κάνα τέτοιο συμβόλαιο; Αν θέλω να πάω, θα’ναι επειδή το θέλω εγώ, όχι επειδή με στέλνεις εσύ. Στείλε στη θέση μου τη γυναίκα σου και την αδερφή σου.

-          Φαίνεται πως εσένα εκεί πάνω σ’ αρέσουν τα πανηγύρια, τα προτιμάς!

-          Ποιον βρίζεις, ρε, τη Σαλονίκη; Άι σιχτίρ!

Πήρα τα ρούχα μου κι έφυγα. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη κι έτυχε να πωλείται η «Καλύβα». Δούλευα εκεί με τη Μαριώ και τον Χονδρονάκο κι αποφάσισα να το αγοράσω το μαγαζί. Επειδή δεν ήταν πολύ μεγάλο, απ’ τις 11 το βράδυ δεν υπήρχε καρέκλα! Έτσι έκανα ένα άλλο μεγάλο μαγαζί και έδωσα την «Καλύβα» στον Βασίλη Καρρά για να τον υποστηρίξω. Ήδη δούλευε, αλλά δεν ήταν πρώτο όνομα. Απ’ τα καλύτερα παιδιά είναι ο Καρράς! Έχουμε κάνει κι ένα ντουέτο, το «Τι μου συμβαίνει», που έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία!

Τον αγαπάτε τον Βασίλη Καρρά, έτσι;

Πάρα πολύ! Είναι πολύ καλό παιδί, όπως σου είπα.

Τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Να είναι κάποιος πρώτα καλό παιδί και μετά καλός τραγουδιστής;

Κοίταξε, εγώ τον Βασίλη τον γνώρισα μηχανικό αυτοκινήτων. Μετά έγινε τραγουδιστής και, μάλιστα, όταν ήμασταν σ’ ένα μαγαζί στην Κρήνη είχε έρθει ο επιχειρηματίας και μου λέει: «Τι κάθεσαι εδώ; Να σου δώσω 1.000.000 δραχμές και άσε τον καπετάνιο να τον φάνε τα ψάρια». Τον άντρα μου εννοούσε! Νευρίασα, «Σ’ ευχαριστώ για την πρόταση» του είπα, «αλλά εγώ την οικογένεια σου δεν την ανακάτεψα. Εκτός αν σπάζεσαι που τον καπετάνιο τον αποκαλούν ‘’κύριο’’, ενώ εσένα ‘’τσάτσο’’».

Πω, πω, τον ‘’σφάξατε’’!

Ε, αφού ‘’τσάτσο’’ τον αποκαλούσαν! Απ’ την κωλο – Θάσο ήτανε. «Θα σου κόψω τη γλώσσα και τα πόδια άμα ξαναμιλήσεις για τον άντρα μου»! Έτσι του είπα!

Γιατί όλοι όμως τα βάζανε με τον καπετάνιο άντρα σας; Τι δεν τους άρεσε;

Ο άντρας μου ήταν κύριος. Δεν έβγαινε εκτός ταμείου, δεν έπινε. Είχε ένα κακό: Εμπιστευόταν πολύ τους άλλους, έδινε λεφτά και δεν έπαιρνε απόδειξη. «Θα τον προσβάλλω τον άνθρωπο άμα του ζητήσω απόδειξη» έλεγε κι εγώ φώναζα: «Ρε, πλειστηριασμό μας έκανε».

Τον έχετε σήμερα τον σύζυγο σας;

Όχι, τον έχω χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Εξήντα χρονών έφυγε. Μου κόστισε πολύ, πάρα πολύ, αφού ήμασταν τριάντα χρόνια μαζί. Κι όταν παντρευτήκαμε, έφυγα μαζί του στα βαπόρια, δεν ήθελε να δουλεύω.

Από παιδιά μαζί δηλαδή. Είχατε μεγαλώσει σε πολυμελή οικογένεια;

Ναι, τέσσερα αδέρφια ήμασταν. Ο πρώτος μου αδερφός, ο μεγάλος, έφυγε πρόσφατα στα 72 του. Μετά ήμουν εγώ δίδυμη με την αδερφή μου και ο μικρός μας αδερφός, ο Γιώργος, που έκανε καριέρα τραγουδιστή σαν Γιώργος Νίρος και μου έκανε δεύτερες φωνές στους δίσκους μου. Ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε.

Προερχόμενος από το ρεμπέτικο;

Λαϊκός ήταν πιο πολύ. Νταλγκαδιάρης. Από πιτσιρίκος, όντας γεννημένος το 1929, ξεχώρισε. Εγώ είμαι γεννημένη το 1953 και τον θυμάμαι να παίζει στην αυλή. Έτσι, από τριών χρονών κι εγώ μπήκα στο ντιριντάχτα. Η μάνα μου φώναζε, γιατί τότε έλεγαν τις τραγουδίστριες πόρνες και τους μπουζουξήδες νταβατζήδες. Βλακείες! «Ρε, πουτάνα θα την κάνεις;» του έλεγε η μάνα μου κι αυτός της απαντούσε: «Άντε τράβα πλύνε κάνα πιάτο. Αυτή είναι η συνέχεια μου». Μ’ άρπαζε και μ’ έπαιρνε μαζί του στα γύφτικα, από δω κι από κει. Τον άρεζαν πολύ οι γύφτισσες!

Μπερμπάντης ο μπαμπάς.

Α, ναι, μην το συζητάς. Ερχόταν η μια γύφτισσα, «κουμπάρα», ερχόταν η άλλη, «κουμπάρα», τα δε γυφτάκια τον φώναζαν «Νονέ», οπότε τον ρωτάω: «Γιατί όλο παντρεύεις γύφτισσες και βαφτίζεις γυφτάκια;» Μου απαντούσε «Δεν θα καταλάβεις»…«Μωρέ, θα καταλάβω και θα φας κλωτσίδι» τον έλεγα.

Μάλιστα. Τέτοια σχέση είχατε.

Με είχε μεγάλη αδυναμία. Τον έμοιαζα και πολύ, τα έλεγα κιόλας…Μου εξήγησε τελικά: «Για να βγαίνω στη ζούλα απ’ το παράθυρο και να μπαίνω κύριος απ’ την πόρτα». Με συμβούλευε: «Τρία πράγματα δεν θα κάνεις στη ζωή σου: Δεν θα γίνεις ρουφιάνα, πόρνη και κλέφτρα. Όλα τα άλλα, κάν’ τα».

Ποιους γνωρίσατε μέσω του πατέρα σας;

Τον Τάκη Μπίνη, τον Μανώλη Αγγελόπουλο – θεός σχωρέστον – που ήμασταν πολύ φιλαράκια, αλλά και τον Στέλιο Καζαντζίδη, που έκανα τρεις μήνες μαζί του στη Γερμανία. Τον Στράτο Διονυσίου, επίσης, που τον είχα γνωρίσει ράφτη. Έπαιζε μια μέρα ο μπαμπάς, τραγούδησε μαζί του ο Στράτος κι εγώ έμεινα παγωτό. Τον ρώτησα αμέσως:

-          Κύριε Στράτο, γιατί είστε ράφτης;

-          Τι να είμαι, παιδί μου;

-          Να γίνετε τραγουδιστής!

-          Γιατί;

-          Τραγουδάτε πολύ ωραία, καλέ!

Γελούσε ο άνθρωπος. Κάτω από τριάντα ήτανε, στην ηλικία του μπαμπά μου σχεδόν. Αργότερα μου έλαχε να δουλέψω στην Αθήνα και με τον Άγγελο, τον γιο του, ο οποίος τα έλεγε πολύ ωραία τα τραγούδια του πατέρα του. Ώσπου τον έπιασε ο Τόλης Βοσκόπουλος και του είπε: «Όσο ζει ο πατέρας σου, άλλαξε ρεπερτόριο γιατί δεν θα γίνεις τίποτα». Πρόσφατα άκουσα ότι θα βγουν στην τηλεόραση και τα τρία παιδιά του Στράτου. Ο μικρός, ο Διαμαντής, που ήταν στην Αμερική, είναι πολύ καλός.

Γνωρίζω πως στο ξεκίνημα σας δουλέψατε με τον Γιάννη Φλωρινιώτη.

Βέβαια, εδώ στη Θεσσαλονίκη, το 1968 περίπου, που η Μαριώ έπαιζε πολύ καλό ακορντεόν στο σχήμα. Πριν λίγο καιρό είχε έρθει εδώ η Μαριώ, τη βρήκα, τραγουδήσαμε και βγάλαμε γούστα. Καλή είναι, εντάξει, άλλο στυλ.

Το δικό σας στυλ ποιο ήταν;

Λαϊκό!  Τα περισσότερα τραγούδια που είπα ήταν του Ηλία Φιλίππου, του κουμπάρου μου. Τον έχω παντρέψει.

Ποια η διαφορά μεταξύ λαϊκού τραγουδιού και τραγουδιού της πίστας;

Το λαϊκό τραγούδι είναι και πίστα. Ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι. Εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα τσιφτετελού, έλεγα πιο πολλά ζεϊμπέκικα και χασάπικα. Η «Νύχτα ονειρομάνα», που το είπα σε β’ εκτέλεση μετά τον Γιάννη Ντουνιά, από μένα «έγινε». Εκείνος το’χε πει πολύ γρήγορο, εγώ το έκανα χασάπικο. Ήταν του Ζαμπέτα τραγούδι και ο Ζαμπέτας ήταν δυνατός στα χασάπικα. Η πρώτη μου επιτυχία, βέβαια, που «χρυσώθηκε», ήταν το «Χαστούκι». Ακολούθησαν τα «Περασμένες δύο», «Της βαρυχειμωνιάς το δείλι» και το «Υποκρίνομαι» της Σώτιας Τσώτου.

Ήταν σημαντική η Τσώτου στον τομέα της.

Αυτή δεν έδινε εύκολα τραγούδια. Με τον Κουγιουμτζή κάνανε σπουδαία πράγματα. Έτυχε να είμαστε στο ίδιο κομμωτήριο, χτενιζόμασταν. «Μ’ αρέσει η φωνή σου, θα σου δώσω τραγουδάκια» με είπε και μ’ έδωσε.

Κι από ποια ηλικία είπατε ότι θα κάνετε ό,τι κάνατε;

Από μωρό. Από τριών – τεσσάρων ετών που έπαιζε ο μπαμπάς μου στην αυλή μας. Τα έλεγα από τότε καλά.

Σας άρεσε ο κόσμος της νύχτας;

Κοίταξε, αδερφέ. Εμένα με σεβάστηκαν κι ακόμη με σέβονται. Αυτό που με κάνει εντύπωση είναι που βλέπω τη νεολαία να ξέρει και να τραγουδάει όλα τα τραγούδια μου.

Πως το εξηγείτε που έχετε περάσει στη σφαίρα της ποπ μ’ ένα τρόπο; Ξέρετε ότι μέχρι και ο Γιάννης Αγγελάκας διασκεύασε ένα δικό σας τραγούδι;

(με έκπληξη) Όχι, ποιο;

Το «Η ζωή και η αγάπη».

Δεν το ήξερα. Μπράβο, μπράβο! Το κοινό το δικό μου είναι αυτό που ακούει τα πάντα.

Μήπως έχετε χτίσει ένα μύθο, ζώντας εδώ μόνιμα μακριά απ’ την Αθήνα;

Τι να σου πω…Που μένεις στην Αθήνα;

Στον Άγιο Παντελεήμονα.

Α, Αχαρνών. Έχω μείνει κι εγώ εκεί. Μετά πήγα στα Πατήσια και πιο μετά στην Κηφισιά. Πέντε χρόνια σερί έζησα στην Αθήνα και ανεβοκατέβαινα. Τραγούδησα στις «Αμπάρες», γιατί ο ίδιος μαγαζάτορας είχε παλιότερα και το «Όνειρο». Είχαμε συνεργαστεί στο «Όνειρο» μαζί με τον Χατζηαντωνίου τον συχωρεμένο και τον Χάρη Καραγιάννη. Από δω ήταν αυτοί, δικοί μας. Τραγουδούσα ακόμη στο «Έλατο» και στα «Ξημερώματα».

Το κυνήγι της καριέρας σας έφερε για πέντε χρόνια στην πρωτεύουσα;

Μετά το «Χαστούκι» με ζητούσε η Αθήνα. Πήγα πρώτα σ’ ένα μαγαζί στην Ποσειδώνος, που είχαν δουλέψει οι πάντες, Τσιτσάνης, Αγγελόπουλος, Καζαντζίδης. Ήταν ένας πολύ καλός επιχειρηματίας, ο Μαργωμένος. Αυτός είχε το «Φαληρικό» το περίφημο. Κι από κει πέρασα. Μιλάμε για το 1980. Είχα μαζί μου και μια τραγουδίστρια – φωνάρα, Αμαλία τη λέγανε.

Η οποία «χάθηκε» στη συνέχεια;

Σταμάτησε, έκανε οικογένεια. Μεγάλη φωνή, που σταμάτησε κι αυτή, ήταν η Κατερίνα Κανάρη. Κανάρι σκέτο! Στην Αθήνα συνέχισα να κάνω δισκογραφία και να τραγουδάω, αλλά δεν ήταν τότε πολύ μεγάλα τα μεροκάματα.

Ναι, αλλά κάποιοι άλλοι του δικού σας ρεπερτορίου θησαύρισαν τότε.

Μετά. Το πρώτο όνομα τότε άντε να’παιρνε δέκα χιλιάρικα. Θα μου πεις ότι ήταν λεφτά τα δέκα χιλιάρικα. Ναι, αλλά έπρεπε να φτιάξεις κοστούμια. Ένα φουστάνι δεν το φόραγες δεύτερο. Εγώ ψώνιζα πανάκριβα φορέματα.

Σας απασχολούσε η εμφάνιση σας στην πίστα;

Δεν ντυνόμουν προκλητικά. Κι επειδή έκανα και κομμωτική στα νιάτα μου, μόνη μου χτενιζόμουν. Πολύ λίγο μακιγιάζ κλπ., αλλά ποτέ προκλητική.

Το ίδιο και στην προσωπική σας ζωή;

Ναι, ήθελα να μ’ ακούν, όχι να…βλέπουν. Όπως μου είχε πει ο συχωρεμένος ο Γιώργος Μποζίδης, όταν του είπα ότι τελευταία μ’ αρέσει η Πάολα: «Άκου τι διαφορά έχουν όλες αυτές με εσάς. Εσείς τραγουδούσατε με βρακί, ενώ αυτές τραγουδάνε ξεβράκωτες» (γελάει).

Κι η Βίκυ Μοσχολιού την ίδια άποψη είχε για τις νεότερες λαϊκές τραγουδίστριες.

Την είχα γνωρίσει τη Μοσχολιού. Όταν ερχόταν εδώ, τραγουδούσαμε μαζί. Την τραγούδησα πολύ εγώ τη Μοσχολιού και την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια. Τις είχα πρότυπα μου. Έλεγα ακόμη το «Σταμάτησε του ρολογιού τους δείκτες» της Ρένας Κουμιώτη. Μεγάλη τραγουδίστρια ήταν αυτή! Τη Μαρινέλλα επίσης τραγούδησα πάρα πολύ. Σταμάτησα να την τραγουδάω, όμως. Είχε έρθει μια φορά με τον συχωρεμένο τον Τόλη στην «Κρήνη» που τραγουδούσα. Τιμής ένεκεν, είπα κάτι δικό της, το «Πάλι θα κλάψω». Κάθομαι μετά στο τραπέζι κι έρχεται και μου λέει: «Πιτσιρίκα, καλή είσαι, αλλά δεν θα γίνεις ποτέ τίποτα». «Γιατί;» τη ρωτάω και μου απαντάει «Έχεις πολύ εγωισμό».

Από που να το συμπέρανε;

«Απ’ τη στιγμή» μου λέει «που τόλμησες να πεις δικό μου τραγούδι μπροστά μου, έχεις μεγάλο εγωισμό». Της απάντησα όμως: «Τι είπατε, ‘’τόλμησα’’; Άκου, κυρία Μαρινέλλα, αν δεν τολμούσα εγώ και άλλοι, που δεν μπορούν να έρθουν εκεί που είστε εσείς, δεν θα είχατε σουξέ! Εμείς σας ‘’φτιάξαμε’’». Σκεφτόμουν εκείνη την ώρα: «Καλά σε λέει ‘’Κικίτσα’’ ο Τόλης»! Σηκώθηκε κι έφυγε! Και μείναμε ο Τόλης κι εγώ και τραγουδήσαμε μέχρι τις έξι το πρωί. Ο Τόλης ήταν παιδί – αστέρι, ενώ η Μαρινέλλα ήταν κακιά και ανταγωνιστικιά. Της είπα μάλιστα «Δεν θα σας ξανατραγουδήσω». Αφού κι ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, στη Γερμανία που ήμασταν, μου έλεγε «Γιατί τραγουδάς Μαρινέλλα;» Τσαντιζόταν. Ξέρεις τι μου έλεγε ο Στέλιος; «Εντάξει, τραγούδα Πόλυ Πάνου και Καίτη Γκρέυ, αλλά αν θες να γίνεις πολύ καλή, να μελετήσεις λίγο και τη Φωτεινή Μαυράκη».

Την εκτιμούσε πολύ ο Καζαντζίδης τη Μαυράκη, το έχω ξανακούσει.

Πάρα πολύ! Τη μελέτησα κι εγώ κι έτσι ένα βράδυ είπα κάτι της Μαυράκη, το «Μουσαφιραίοι είμαστε». Μου κάνει ο Στέλιος «Αχ, βρε τσογλάνι, το έμαθες, ε;» Ο Στέλιος προτιμούσε να πίνει καμιά ρετσίνα τα μεσημέρια – μόνο ρετσίνα έπινε – , να πιάνει την κιθάρα και ν’ αρχίζει το τραγούδι. Του έκανα δεύτερες για να κλέβω τα φωνήεντα του, που τα έλεγε με ανοιχτό στόμα, για να βλέπω σε πόσα μέτρα έβαζε την αναπνοή του. Μέγας τεχνίτης!

Πέρα απ’ τη χροιά της φωνής, πόσο σημασία δίνατε στην τεχνική;

Η τεχνική είναι οι αναπνοές. Όταν πρέπει να κάνεις οχτώ μέτρα, πρέπει να πάρεις βαθιά αναπνοή. Όταν όμως είναι τέσσερα μέτρα, την κλέβεις και δεν το καταλαβαίνει ο άλλος. Και συνεχίζεις έτσι.

Κάνατε και μαθήματα φωνητικής;

Όχι, εγώ παίζω μουσική.

Τι εννοείτε;

Παίζω μαντολίνο. Το έμαθα από οχτώ χρονών.

Όταν έχεις σπουδάσει ένα όργανο, λέτε, δεν χρειάζεται να σπουδάσεις φωνητική.

Όχι, δεν χρειάζεται, γιατί μαθαίνεις έτσι να κάνεις και σεγόντα, και δεύτερες – τρίτες φωνές, πατώντας πάντα πάνω στο όργανο.

Σας αρέσει ο ήχος του μαντολίνου;

Ναι, μ’ αρέσει, αλλά δεν είναι λαϊκό όργανο. Είναι για όπερα και οπερέτες.

Ο Χατζιδάκις αντικαθιστούσε συχνά το μπουζούκι με μαντολίνο.

Ναι, γιατί ο Χατζιδάκις ήταν πιο μοντέρνος, δεν ήταν λαϊκός.

Τη Βούλα Σαββίδη, που τραγούδησε τα «Πέριξ» του Χατζιδάκι, τη γνωρίσατε;

Κάτι με λέει τ’ όνομα της, αλλά όχι, δεν έχουμε γνωριστεί.

Δεν χρειάστηκε ποτέ, πάντως, να ασκήσετε τη φωνή σας.

Όχι, γιατί ήμουν μουσικός με πάρτες, με νότες, κανονικά. Όπερες, Βέρντι, Μότσαρτ και τέτοια παίζαμε. Μόνο μαντολίνο έπαιζα, εννοείται πως δεν τραγουδούσα.

Πότε γίνονταν όλα αυτά;

Μικρή ήμουν, απ’ τα οχτώ μου μέχρι τα δώδεκα.

Σας βοήθησε αυτή η ενασχόληση στη μετέπειτα καριέρα σας;

Με βοήθησε σίγουρα, θεωρητικά και ακουστικά. Ήταν δύσκολο τότε για τις γυναίκες να παίξουν μπουζούκι. Δεν γινόταν, οπότε δεν έμαθα να παίζω μπουζούκι.

Θα θέλατε να παίζετε μπουζούκι;

Ναι! Δεν θα ήταν επανάσταση να έβγαινε τότε μια τραγουδίστρια που να έπαιζε και μπουζούκι; Εμένα μ’ άρεζε πολύ, στα ξεκινήματα μου, η Γιώτα Γιάννα. Πολύ καλό παιδί. Πήγαινα και την άκουγα στην Πλάκα. Τραγουδήσαμε και μαζί εδώ στη Σαλονίκη. Καλό παιδί, καλή φίλη, παίζει υπέροχη φυσαρμόνικα. Ο Θεός να την έχει γερή.

Πάμε πάλι στην Αθήνα της πενταετίας 1980 – 85. Δουλέψατε πολύ, είπατε.

Την εποχή εκείνη ακόμη υπήρχε η αξιοκρατία. Είχα κάνει ήδη χρυσό το «Χαστούκι» και με ήξερε ο κόσμος. Το λάθος μου ήταν που έφυγα απ’ το «Φαληρικό». Είχε ψάθινες καρέκλες κι όταν είδα την ταμπελάρα, έπιασα τον Μαργωμένο: «Τι είναι αυτές οι καρέκλες, κύριε Μαργωμένε; Σ’ αυτές έχουν κάτσει μεγαθήρια». Και μου απάντησε: «Εσένα σε διάλεξα απ’ το ραδιόφωνο, οπότε περπάτα». Μαζί μας ήταν και ο Ανδρέας Βάσιος, αν θυμάμαι καλά. Τελειώνει η σεζόν κι εγώ έχω προτάσεις από πολλά μαγαζιά. Λέω του ιδιοκτήτη:

-          Καλέ, κύριε Μαργωμένε, παντού βάλανε βελούδινες καρέκλες. Εμείς εδώ με τις ψάθινες θα μείνουμε;

-          Τι μου λες, να αλλάξω τις καρέκλες; Άκου, στην αρχή της συνεργασίας μου είπες πως θα κάτσεις εδώ που έχουν κάτσει μεγαθήρια. Και τώρα μου ζητάς να τις αλλάξω; Κάθε μία καρέκλα έχει την ιστορία της!

Καλά δεν σας είπε;

Υπέροχα με είπε! «Πήγαινε, λοιπόν, στις βελούδινες κι εύχομαι να σε σεβαστούν πιο πολύ από δω». Αυτά ήταν τα λόγια του. Πραγματικά, δεν εισέπραξα το σεβασμό που είχα εκεί.

Άρα το μετανιώσατε.

Πάρα πολύ! Ήταν πολύ καλός και σοφός άνθρωπος ο Μαργωμένος.

Με το χέρι στην καρδιά, την είχατε μήπως «ψωνίσει» λίγο;

Όχι, όχι, καθόλου. Με είχαν ζαλίσει απ’ τα άλλα μαγαζιά που μου δίνανε διπλό και τριπλό μεροκάματο. Στο μεταξύ, ο άντρας μου είχε κατέβει απ’ το βαπόρι κι άνοιξε ένα σουπάδικο στην Εθνική Οδό. Πολλή δουλειά. Το μαγαζί ήταν κολλητά μ’ ένα βενζινάδικο που έβαζε αέριο και κάθε πρωί οι θαμώνες όλων των μαγαζιών από κει περνούσαν. Και οι τραγουδιστές! Θυμάμαι τον Χατζηαντωνίου, τον Ανδρέα Ζακυνθινάκη – φωνάρα, θεός σχωρέστον – ο Καραγιάννης κ.α. Δεν ήταν, όμως, οι επιχειρηματίες σαν τον κύριο Μαργωμένο.

Κοιτούσαν να προωθήσουν άλλες τραγουδίστριες;

Όχι,  αλλά ήμουν υποχρεωμένη εγώ να πηγαίνω απ’ το κότερο του καθενός; Εγώ ήμουν τραγουδίστρια, δεν ήμουν άντε να μην πω…Αυτά είδα και τα μάζεψα και γύρισα πίσω. Ήμουν και ερωτευμένη με τη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμεινα εδώ. Κατέβαινα κατά καιρούς Αθήνα, έναν – δυο μήνες, αλλά έφευγα πάλι.

Και δεν φοβηθήκατε μην «εγκλωβιστείτε» στο στερεότυπο «η τραγουδίστρια της Θεσσαλονίκης».

Καθόλου. Εγώ στη Θεσσαλονίκη ήμουν κι έκανα πέντε χρυσούς δίσκους κι όχι στον Μάτσα. Με είχε ζητήσει ο Μάτσας, αφού με πρότεινε ο Στράτος Διονυσίου. Τα βρήκαμε όλα, υποτίθεται, μέχρι που μου έβαλε μια εικόνα χάμω να την πατήσω για να υπογράψω. Αυτός ήταν Εβραίος, γνωστό. Του λέω:

-          Άντε, ρε, από δω.

-          Θα σε κάνω Θεά.

-          Ο Θεός είναι ένας! Άντε γεια!

Κι έφυγα, ποτέ δεν επέστρεψα. Παρέμεινα στη Θεσσαλονίκη, στη Vasipap.

Γνωστή εταιρεία κι από την Αθήνα η Vasipap.

Είχε κάνει γραφείο στην Αθήνα, στη Σατωβριάνδου, αλλά στη Θεσσαλονίκη ήταν η έδρα της. Vasipap σήμαινε Βασίλης Παπαδόπουλος. Ο Καρράς, ο Ζαφείρης Μελάς, ο Δημητράκης ο Τερζόπουλος, εγώ, όλοι απ’ τη Vasipap βγήκαμε.

Δουλέψατε και με τη Ρίτα Σακελλαρίου;

Ήμασταν πολύ φίλες. Και ο πρώην άνδρας της, ο Στέφανος Σιδηρόπουλος, ήταν πολύ φίλος μου. Αυτός την κατέβασε στην Αθήνα και, μάλιστα, τα δυο πρώτα τραγούδια που είπε ήταν του Γιώργου Μανισαλή. Δουλεύαμε κάποτε εδώ με τον Νίκο Ξανθόπουλο τον ηθοποιό. Ήρθε ένας επιχειρηματίας απ’ την Αμερική, πήρε προκαταβολή ο Μανισαλής – εγώ δεν είχα πάρει – για να πάμε Αμερική. Πάω Αθήνα, μου λέει αυτός: «Εμείς οι δυο θα περάσουμε πολύ καλά». Του κάνω «Δεν θα πάμε εμείς οι δυο, θα πάμε εμείς οι τρεις». Και ξανά αυτός «Εμείς οι δυο». Σηκώθηκα, έφυγα κι όταν άνοιξε μαγαζί στην Αθήνα ο Σιδηρόπουλος, τον πήραν μπουζούκι κι αυτός έδωσε στη Ρίτα τα τραγούδια.

Α, μάλιστα, σας εκδικήθηκε μ’ ένα τρόπο!

Ναι, τι να σε πω…Κάποια στιγμή είπα σε δεύτερη εκτέλεση ένα τραγούδι της Ρίτας, το «Κάθε ηλιοβασίλεμα».

Αυτό ήταν φανταστικό λαϊκό τραγούδι.

Έρχεται η Ρίτα ένα βράδυ και μου λέει: «Πιτσιρίκα, βγες λίγο έξω». Πάμε στο αυτοκίνητο, βάζει την κασέτα κι ακούω από μένα το «Κάθε ηλιοβασίλεμα». «Κυρία Ρίτα» της λέω, «τιμής ένεκεν το είπα». Και μου απαντάει: «Τι κάνεις, μωρή, δικαιολογείσαι; Ξέρεις γιατί το έβαλα; Γιατί το ξέσκισες! Προτιμώ να τ’ ακούω από σένα». Την ευχαρίστησα πολύ! Ε, για να στο λέει αυτό η Ρίτα…Μεγάλη τραγουδίστρια, αλλά ήταν λίγο ξερή. Είχε βέβαια τη δικιά της προσωπικότητα και ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος.

Τελικά στο χώρο αυτό υπερτερούν οι μεγαλόψυχες ή οι μικρόψυχες συμπεριφορές;

Οι μεγαλόψυχες! Έτσι νομίζω. Είναι ωραίο πράγμα να σε τραγουδάνε σε δεύτερη εκτέλεση και να τους επιβραβεύεις, όχι σαν τη Μαρινέλλα που με πρόσβαλλε. Όσο πιο πολύ σε τραγουδάνε οι άλλοι, τόσο πιο πολλά σουξέ κάνεις.

Η δεκαετία του 1980 ήταν η χρυσή περίοδος του τραγουδιού της πίστας;

Ναι, ναι. Την προηγούμενη δεκαετία κυριαρχούσαν ο Θεοδωράκης κι όλοι αυτοί. Εγώ δεν μπορούσα να πω πολιτικό τραγούδι. Κι ο Στράτος ήταν κατά του πολιτικού τραγουδιού. Εντάξει, ο Θεοδωράκης δεν ήταν τυχαίος, μεγάλος ήτανε, όπως κι ο Ρίτσος ήτανε μεγάλος!  Έχει να κάνει, όμως, με το πως ξεκινάς, τι σου αρέσει και μένα μ’ άρεζε το λαϊκό γιατί έβγαζε πόνο ψυχής. Ο Θεοδωράκης τι να έλεγε δηλαδή;

Ε, πώς, έλεγε «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».

(το τραγουδάει) Αυτό το έλεγε ο Μπιθικώτσης. Ο γιος του Μπιθικώτση μ’ άρεζε πιο πολύ. Όχι ότι δεν ήταν καλός ο Γρηγόρης, προς Θεού. Εγώ πήγαινα και απ’ το σπίτι του στο Μενίδι, μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Τραγουδούσε τότε σ’ ένα απ’ τα καλύτερα μαγαζιά στο Ελληνικό, στη Γλυφάδα. Ο γιος του, όμως, ήταν πιο γλυκός στα αυτιά μου. Ο Γρηγόρης ήταν δυνατός και ξερός τραγουδιστής.

Ισχύει ότι το ΠΑΣΟΚ έδωσε μεγάλη ώθηση στο τραγούδι της πίστας;

Ο Ανδρέας είχε μούρλα με το λαϊκό. Όταν τελευταία δεν ήταν καλά η Ρίτα, πήγα εγώ και του τραγούδησα. Απ’ τη Ρίτα ήθελε το «Αυτός ο άνθρωπος αυτός» κι από μένα το «Σαν πεθάνω στο καράβι». Του τα’πα και τα δυο και τα χόρεψε. Ήταν μ’ αυτή την ηλίθια τότε, τη Λιάνη. Και μια και αναφέραμε τον Ανδρέα, δώσε μου λίγο την τσάντα μου από κει να σε δείξω κάτι για να μάθεις (ανοίγει την τσάντα της και βγάζει ένα μπρελόκ με την εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου). Τον αγαπούσα τον Ανδρέα! Μέχρι τον Ανδρέα, μετά δεν υπάρχει κανένας άλλος. Το «Τσοβόλα, όλα δώσ’ τα», ο Ανδρέας δεν το είπε; Θυμάμαι και τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, που μας αγαπούσε πολύ εμάς τους λαϊκούς τραγουδιστές. Η κουφάλα ήταν ο άλλος, ο Μένιος Κουτσόγιωργας. Του έριξα κάτι μπινελίκια μια φορά!

Για ποιο λόγο;

Μέναμε δίπλα στην Κηφισιά. Μου έκλεψαν το σκυλί μου και το άφησαν δεμένο κάτω απ’ το σπίτι του. Το έψαχνα. Βρίσκω ένα μπάτσο κάτω απ’ το σπίτι του και μου λέει ότι το έδεσαν, γιατί το φοβήθηκαν. Πάω και λύνω τον Ρόμελ, πηδάει, μπαίνει στο αμάξι μου, αλλά βγαίνει από πάνω ο Κουτσόγιωργας και μου κάνει: «Κυρία μου, ξέρετε που βρίσκεστε; Στο σπίτι του υπουργού»! Του κάνω κι εγώ: «Χέστηκα! Ήρθα να πάρω το σκυλί μου». Του πετάω κι ένα «Άι σιχτίρ» και φεύγω. Μετά, είχα μάθει ότι τα παιδάκια κακοπερνούσαν στο Γεντί Κουλέ και ήθελα να τραγουδήσω γι’ αυτά. Σκεφτόμουν ότι ήταν υπουργός Δικαιοσύνης ο Κουτσόγιωργας και δεν θα μου έδινε άδεια. Πάω στο Μακεδονίας – Θράκης, που ήταν ο Παπαθεμελής και του λέω:

-          Σας παρακαλώ, θέλω να δώσω μια συναυλία στο Γεντί Κουλέ.

-          Γιατί δεν την κάνεις στην πλατεία Αριστοτέλους;

-          Γιατί αυτοί που θα έρθουν εκεί, μπορούν να έρθουν και στο μαγαζί που τραγουδάω. Εγώ θέλω να δώσω λίγη αγάπη σ’ ένα σύστημα που δεν υπάρχει.

-          Καλά, παιδί μου.

Σε πέντε μέρες έβγαλε άδεια και πήγα. Κάθομαι απ’ έξω με την ορχήστρα μου και όταν μπαίνουμε μέσα μαζί με τον Μελά, που τον είχα πάρει μαζί μου, να σου κι ο Παπαθεμελής. Όταν τελειώσαμε και βγήκαμε πάλι έξω, είδα μια πλάκα που είχε πάνω ένα λιοντάρι ζωγραφισμένο με το χέρι. Μέσα, όμως, στο ίδρυμα υπήρχε άλλη πλάκα με ζωγραφισμένο ένα αρνί απάνω. Πιάνω τον διευθυντή, που τον λέγανε Καρρά: «Δε μου λέτε, κύριε διευθυντά, έξω έχετε ένα λιοντάρι και μέσα αρνί. Τι εννοείτε, πώς εδώ μέσα μπαίνουν λιοντάρια και βγαίνουν αρνιά;» Πάω μετά στο ταμείο και τον ρωτάω: «Πόσοι είναι εδώ μέσα με μικροποινές και χρέη;» Μου λέει πως τα χρέη ολωνών ήταν τριάμισι εκατομμύρια, πολλά λεφτά. Έπαιρνες ένα σπίτι 100 τετραγωνικά. Τα έδωσα εγώ τα λεφτά και έβγαλα έξω 240 άτομα. Μετά απ’ αυτό ο Παπαθεμελής κατήργησε τις φυλακές του Γεντί Κουλέ.

Κάνατε ένα μεγάλο καλό, μου λέτε.

Ε, βέβαια.  Έκανα πολλά τέτοια.

Στο ταξίδι της ζωής σας, εσείς ήσασταν περισσότερο λιοντάρι και λιγότερο αρνί;

Όχι, αφού είμαι κριάρι στο ζώδιο, πως θα’ μουν αρνί; (γελάει) Όλο κέρατα, κριάρι με ωροσκόπο Αιγόκερω. Μην συζητάς!

Στο σπίτι σας θα δει κανείς παλιά πορτρέτα σας και χρυσούς δίσκους;

Έχω, ναι, έναν χρυσό δίσκο μόνο και φωτογραφίες από συναυλίες στο Παλαί Ντε Σπορ και αλλού.

Και κάθε φορά που τις βλέπετε, πως νιώθετε;

Λέω «Τι καλά να ήμουν τότε», αλλά με τα σημερινά μυαλά! Θα’χα αγοράσει τη μισή Θεσσαλονίκη και δεν θα παντρευόμουν!

Γιατί; Αφού περάσατε καλά με τον άνδρα σας.

Μου έκανε μεγάλη οικονομική ζημιά. Σας είπα, έδινε λεφτά χωρίς αποδείξεις. Δεν ήταν σπάταλος, αλλά ανοιχτοχέρης. Την εποχή του 4%, είχε ένα ποτό στο μαγαζί και το χρέωνε 30%. Έτσι χάσαμε ένα σπίτι εκατό τόσα τετραγωνικά! Τον σκότωνες για δεν τον σκότωνες; Αλλά να πάω και φυλακή γι’ αυτόν το βλάκα;

Τα λέτε χύμα και μ’ αρέσει. Είστε μελαγχολικός άνθρωπος;

Όχι. Έχω πολλά φιλαράκια και βγάζω γούστα. Χθες με ειδοποίησε ένα φιλαράκι που είχε εκεί τον μπουζουξή μου. Πήγα κι έγινε ένα πανηγύρι! Χίλια ευρώ, να καταλάβεις, έβγαλα απ’ τη χαρτούρα, μέσα σ’ ένα βράδυ. Τι σ’ ένα βράδυ; Σε τέσσερις ώρες! Εντάξει, έδωσα τα μισά στον μπουζουξή, αλλά αυτό το μπουζούκι παίζει τεράστιο ρεπερτόριο.

Το να δίνεις, όμως, 500 ευρώ μεροκάματο στον μουσικό, είναι κάτι τρομερό τη σήμερον ημέρα. Φροντίζατε πάντα να πληρώνονται οι μουσικοί σας;

Πάντα, πάντα! Έδινα τα μεγαλύτερα μεροκάματα που μπορούσαν να δώσουν τα μαγαζιά. Όταν πήρα τον Γιώργο Ξανθιώτη, θυμάμαι, καλή του ώρα, ωραίος διασκεδαστής άσχετα αν είναι Τούρκος, έπαιρνε δέκα χιλιάρικα απ’ το προηγούμενο μαγαζί και μαζί μου έπαιρνε τριάντα χιλιάρικα. Ήθελα να τον αξιοποιήσω. Είχαμε μαζί και τον αδερφό του στο κλαρίνο και το βιολί. Εμένα μ’ άρεσε πολύ ο μπουζουξής ο Βίζας, που έπαιζε με τον Γαβαλά. Και με τον Γαβαλά είχαμε τραγουδήσει.

Περίεργος άνθρωπος λέγεται ότι ήταν αυτός.

Υπέροχος ήτανε, πολύ καλός! Ο κύριος Παναγιώτης απλά δεν δεχόταν τη μετριότητα. Εγώ, ας πούμε, μπορεί να έλεγα Πόλυ και Ρίτα, αλλά είχα δικό μου χρώμα. Μια φορά είχε πάει ο Πανταζής να τραγουδήσει κάπου, που θα ήταν ο Γαβαλάς, και ο Γαβαλάς δεν δέχτηκε, είπε να τον διώξουν. Δεν του άρεσε! Ήρθε κι από δω μια μέρα ο Πανταζής και μου έφερε κάτι τραγουδάκια. Τα άκουσα όλα και ξεχώρισα ένα, το «Καλωσόρισες ε;» Τον συμβούλεψα να το πει αυτός, γιατί τα άλλα θέλανε μαγκιά, που δεν την είχε.

Η μαγκιά είναι προσόν στο λαϊκό τραγούδι;

Εε, βέβαια! Όχι χαζομαγκιά, όμως. Η μαγκιά είναι να’σαι καθαρός, ευθύς, να μην κάνεις πουστιές και να σέβεσαι τον κόσμο για να σε σεβαστούν κι οι άλλοι. Γενικά, όχι μόνο στο τραγούδι.

Μέσα στις χιλιάδες φορές, υπάρχει μια στιγμή στο πάλκο που θα θυμάστε για πάντα;

Συνέβησαν τόσα πολλά, που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάτι. Αυτό που μου έμεινε ήταν μ’ εκείνο το βλάκα στην Αθήνα, στο «Χρυσό Βαρέλι», με τον εφοπλιστή. Με πρόσβαλλε, όχι φυσικά ο εφοπλιστής που με σεβάστηκε, αλλά αυτός ο βλάκας που είχε γυναίκα τραγουδίστρια και πεθερό τραγουδιστή. Πρόσβαλλε όλη τη Θεσσαλονίκη κι ήταν κι απ’ τα Τρίκαλα κιόλας. Να’ ταν και Αθηναίος…(γέλια) Μπορεί και να μη ζει. Άντε, λέω και τ’ όνομα του. Χάρμα τον λέγανε.

Τον Τόλη Χάρμα εννοείτε;

Ναι, ο Τόλης Χάρμας και η Νανά η Χάρμα, η γυναίκα του. Η Νανά τότε δεν ήταν καλά, είχε κάνει και μια λέσχη απέναντι απ’ τον «Διογένη» στη Συγγρού. Αυτή του είπε «Πάρε τη Μαριάνθη στο μαγαζί». Έτσι πήγα.

Η φωνή σας πιστεύετε ότι μεταφέρει τη Θεσσαλονίκη;

Βέβαια. Οι περισσότεροι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι από τη βόρεια Ελλάδα. Και ο Στέλιος ακόμα απ’ το Κιλκίς ξεκίνησε. Κατέβαινε στη Θεσσαλονίκη και πούλαγε διάφορα πράγματα για να βοηθήσει τη μαμά του, τη μόνη που φοβότανε. Την έτρεμε. Κι ο Στάθης, ο αδερφός του, καλό παιδί, δε μπορώ να πω, αλλά δεν ήταν σαν τον Στέλιο. Είχε έρθει μια φορά στη Θεσσαλονίκη και έβαλε ρεκλάμα «Σ. Καζαντζίδης». Πήγε ο Στέλιος και του είπε «Θα βάλεις ‘’Στάθης’’, ολόκληρο. Άσ’ το το ‘’Καζαντζίδης’’, δεν με πειράζει». Βλέπω ακόμη ένα φιλαράκι, που’ ναι πρώτος ξάδερφος του Στέλιου, και οργανώσαμε μια βραδιά για τον Στέλιο στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πανικός έγινε! Τι να σου λέω, με όλους τραγούδησα, με τον Περπινιάδη, που ήταν μεγάλος αμανετζής. Πες μου κι άλλους…

Με τον Γιώργο Μητσάκη, ας πούμε;

Τον άκουγα τον Μητσάκη στην Αθήνα, πήγαινα και τον έβλεπα. Ήταν πιο εξευγενισμένος, πως να το πω, ήτανε λίγο γκέι. Δεν είχε πρόβλημα, δεν το έκρυβε, αλλά ήταν κύριος. Δεν ήταν κραγμένος, ήταν πολύ αξιοπρεπής. Τέλος πάντων, εμένα όποιος μ’ άκουγε, καταλάβαινε πως είμαι Θεσσαλονικιά. Τι θα ήμουν; Μία είναι η Θεσσαλονίκη, που έχει βουνό και θάλασσα. Όποτε περνάω τον περιφερειακό εδώ παραπέρα, κάνω το σταυρό μου. Την αγαπάω πολύ την πατρίδα μου, δεν ξέρω…Στην Αθήνα για να πήγαινα απ’ την Κηφισιά, που έμενα, μέχρι τη Γλυφάδα για κάνα μπάνιο, μ’ έφευγε η ψυχή. Εκατό χιλιόμετρα ήτανε. Και τη Μπέλλου γνώρισα. Ωραίος μάγκας ήταν αυτή. Μου λέει μια μέρα:

-          Αχ, εσένα έπρεπε να σε γνωρίσω και να μην είσαι κόρη του Κεφάλα.

-          Τι εννοείς;

-          - Έλα, ρε, δε σε πρόσβαλλα, κομπλιμέντο σου έκανα.

Εγώ νόμιζα ότι μου την έπεφτε, αλλά όχι, μ’ αγαπούσε και με σεβόταν και πηγαίναμε και τα πίναμε. Την έφαγε το μπαρμπούτι.

Υπήρξε κάποιος καλλιτέχνης που να τον αγαπήσατε πραγματικά; Δεν το εννοώ ερωτικά.

Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, δεν υπήρχε καλύτερο παιδί! Σεβόταν πολύ τους καλούς καλλιτέχνες. Θυμάμαι ένα περιστατικό: Είχε έρθει εδώ με τη μαμά του και ήμασταν στο Φιλίππειο. Μαζί του ήταν η τραγουδίστρια η Κωνσταντίνα. Λέει «No» σε μια φάση και πετάγεται η μάνα του: «Πανάθεμα σε, γιούφτο. Ελληνικά δεν ξέρεις να μιλάς; Μου θες και εγγλέζικα»! Κάναμε κάτι γέλια. Όταν ο Μανώλης ήταν στην «Αθηναία», εγώ ήμουν δίπλα στο «Φαληρικό». Μόλις τελείωνα το πρώτο πρόγραμμα, πεταγόμουν κι άκουγα τον Μανώλη. Μετά καθόμασταν μαζί σε μια καφετέρια κι άρχιζε να τραγουδάει με το μπουζούκι του. Με άρπαζε μετά και με πήγαινε στην Αγιά Βαρβάρα. Ήμασταν κολλητοί φίλοι. Και τη Μαυράκη έβλεπα τακτικά, που την αγαπούσε ο Καζαντζίδης, όπως λέγαμε πριν. Δούλεψε πολύ αυτή η γυναίκα για τα παιδιά της. Σημασία δεν της δώσανε όταν μεγάλωσε. Πήγε στο χωριό ή γυναίκα και δεν είχε να φάει, της έδιναν οι γείτονες ένα πιάτο φαΐ. Ναι, όπως στα λέω! Πολύ ωραία τραγουδίστρια, με υπέροχα γυρίσματα. Εμένα, όταν μ’ έβλεπε, μ’ ανέβαζε στην πίστα. Της άρεσε να χορεύουμε μαζί τσιφτετέλι, γιατί εγώ το χορεύω γύφτικα το τσιφτετέλι, απ’ τον αδερφό της γιαγιάς μου, που’χε πάρει γύφτισσα. Ήτανε πολύ καλός άνθρωπος η Φωτεινή Μαυράκη και αγαπούσε πολύ τα νέα παιδιά, τις καλές φωνές.

Σας προβληματίζει αυτό το άδοξο τέλος πολλών συναδέλφων σας;

Βέβαια με προβληματίζει.

Ο καθένας στρώνει τη ζωή του;

Κοίταξε, είναι και θέμα τύχης. Δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα. Κανείς δεν ξέρει πως θα καταλήξει. Εμένα, ας πούμε, αν δεν ήταν τόσο επιπόλαιος ο άνδρας μου…Βγάλαμε πολλά λεφτά απ’ τα μαγαζιά. Αλλά…

Αν κατάλαβα, πάντως, δεν είστε πλούσια αυτή τη στιγμή, αλλά ούτε και φτωχή.

Μέση κατάσταση, έχω ένα μικρό σπιτάκι. Απλά η μοναξιά με πειράζει. Έχασα τώρα και τον μεγάλο μου αδερφό…

Μοναξιά ακούω, αλλά χθες βράδυ πήγατε και τραγουδήσατε, όπως εσείς μου είπατε.

Φίλους έχω, με καλούν συνέχεια, αλλά δεν πάω παντού. Πάω μόνο στα καλά παιδιά. Όταν γυρνάω στο σπίτι, με πιάνει η μοναξιά. Ευτυχώς παίζω κάτι παιχνιδάκια, βλέπω λίγο τηλεόραση, τον «Τροχό της τύχης», όλα τα βρίσκω. Διάβαζα στη ζωή μου, ξέρεις. Τα πάντα διάβαζα. Μ’ άρεζε «Η Παναγία των Παρισίων»! Με θυμάμαι μικρή στα πάρτι που κάναμε, να είναι της μόδας το σέικ. Άκουγα τους Beatles, όπως και τους δικούς μας από δω, τους Olympians. Μεγάλος τραγουδιστής ο Πασχάλης! Μεγαλωμένη μες τα μπουζούκια ήμουν, ροκ και τζαζ, πώς τα λένε, να άκουγα;

Για τον Διονύση Σαββόπουλο, που είναι Θεσσαλονικιός, τι άποψη έχετε;

Καλός είναι, είχε ένα δικό του ύφος. Κοίτα, αν δεν έχεις κάποια ιδιαιτερότητα σαν καλλιτέχνης, δεν μπορείς να γίνεις τίποτα.

Πως νιώσατε όταν πιάσατε το πρώτο δισκάκι με τη φωνή σας;

Αα, μην συζητάς! Είχα πει κι ένα δύσκολο τραγούδι, ένα σαμπάχ του μπαμπά μου. Όταν το άκουσε η Πόλυ Πάνου, έπαθε πλάκα. Πάντως, επειδή λέγαμε πριν για την Αθήνα, και σήμερα θέλουν κάποιοι να με κατεβάσουν να ξανατραγουδήσω. Δεν ξέρω, δεν βαριέμαι, αλλά έχω αυτούς τους πόνους στο σώμα πια. Έχει αρχίσει και πονάει το σώμα.

Να το θεραπεύσετε, άμα θέλετε να τραγουδήσετε πάλι κάπου μακριά απ’ τα μέρη σας.

Μα να το ξανανοίξω πάλι; Έκανα εγχείρηση στα γόνατα και δεν πέτυχε. Μπορώ να κάτσω βέβαια και να τραγουδάω για 50 λεπτά και μια ώρα. Μόνο τότε δεν πονάω. Ξεχνιέμαι με το τραγούδι. Το «Χαστούκι», η πρώτη μεγάλη επιτυχία μου, ήταν του Αντώνη Ρεπάνη τραγούδι. Αυτός το είχε πει μαζί με τη Γκρέυ. Δεν πέτυχε, εγώ το έκανα επιτυχία, όπως το’ μαθα να το παίζει ο μπαμπάς μου. Πόσοι άνθρωποι πέρασαν απ’ τη ζωή μου τώρα που τα σκέφτομαι…Με πιάνει μεγάλη νοσταλγία. Η μοναξιά φουντώνει όταν σκέφτομαι ότι δεν είναι εδώ πια. Χώρια που εγώ από πιτσιρίκα έκανα παρέα με μεγαλύτερους ανθρώπους, όχι με της ηλικίας μου. Ήθελα να μαθαίνω, να παίρνω πράγματα.

Κι η νύχτα πια δεν είναι ίδια, όπως λένε πολλοί.

Κοίταξε, οι παλιοί ήταν διαφορετικοί. Κακά τα ψέματα, η νεολαία μας μεγαλώνει διαφορετικά. Εμείς δουλεύαμε από 12 χρονών στα εργοστάσια. Εγώ έκανα νοσηλεύτρια σε γηροκομείο και κοιμόμουν σε νευρολογική κλινική. Οι ιδιωτικές εταιρείες τους πλάκωναν στα χάπια για να τους έχουν μόνιμους. Εγώ τους έλεγα «φτύσ’ τα», είχα γίνει και λίγο γιατρός, μέχρι που μ’ έπιασε ένας και άρχισε τις ανακρίσεις. «Ποιος δεν παίρνει τα χάπια του;» με ρώτησε. «Που να ξέρω εγώ;» τον απάντησα. Με εκφόβισε πως θα του κάνει ηλεκτροσόκ και θα’ μουν κι εγώ μέσα, να βλέπω, για τιμωρία. Αγρίεψα, του λέω «Όχι, δεν θα μπω εγώ μέσα, γιατί είμαι ανήλικη και θα σε καταγγείλω». Το ηλεκτροσόκ έγινε σ’ ένα παιδί που είχε κουραστεί ψυχολογικά απ’ τα μαθήματα και το έβαλαν μέσα για κάνα μήνα. Το δέσανε μετά το ηλεκτροσόκ κι όταν το πήγαν το παιδί στο δωμάτιο, πήγα και το βρήκα. «Κι εσύ στο κόλπο;» με ρωτάει. «Άντε, βρε, μαλάκα» του κάνω, «δώσε μου το τηλέφωνο του μπαμπά σου». Το έγραψα το τηλέφωνο πάω σε μία κοτρόνα, πετάχτηκα στο περίπτερο και τηλεφώνησα. «Αν θες να δεις το παιδί σου με οικογένεια, συνέβη αυτό κι αυτό, έλα και πάρ’ το» είπα του πατέρα του. Το απόγευμα ήρθε και το πήρε. Μετά φοβήθηκα μη μου κάνουν εμένα ηλεκτροσόκ και έφυγα. Τότε, όμως, γνώρισα και τον Καμπουρέλλο. Μπουζούκαρος! «Τι φωνή ειν’ αυτή, παιδί μου;» μου είπε, «πρέπει να σε κάνουμε τραγουδίστρια. Ο μπαμπάς μου είναι φίλος σου». Έτσι πρωτοανέβηκα παιδούλα στο πάλκο.

Είχατε πείσμα απ’ ότι συμπεραίνω.

Ναι, το κυνηγούσα. Τη σκηνοθετούσα τη ζωή μου. Ήθελα να καλυτερεύσει η ζωή μας. Ο μπαμπάς μου μας άφησε, πήρε άλλη κι η μαμά μου, μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, ξενόπλενε και αναγκάστηκε να βάλει εμένα και την αδερφή μου σ’ ένα ορφανοτροφείο. Έφυγε μετανάστρια στη Γερμανία. Στο ορφανοτροφείο έμαθα μαντολίνο, το μοναδικό καλό που πήρα από κει. Ήμουν και της Εκκλησίας, με είχαν στα εξαπτέρυγα. Έψελνα και στη χορωδία.

Σας συναντώ λίγο προ των εθνικών εκλογών. Πως τα βλέπετε τα πράγματα;

Αδερφέ, πολύ μπερδεμένα πράγματα…Άλλα υπόσχονται μέχρι να βγουν κι όταν βγουν, άλλα κάνουν.  Δεν έχω ιδέα, δεν ασχολούμαι, δεν ψηφίζω. Και ξέρεις γιατί δεν ψηφίζω; Για να μην έχω τύψεις μετά. Μέχρι τον Ανδρέα ψήφιζα, μετά γιοκ! Στις δημοτικές μόνο ψηφίζω.

Πως περνάει σήμερα ο χρόνος σας;

Πως να περνάει; Έρχομαι εδώ, πίνω κάνα καφεδάκι, κάνα ουζάκι. Το βράδυ πίνω κάνα ουισκάκι, βλέπω λίγο κόσμο και μετά πάω σπίτι και νάνι. Πιστεύω πως είμαι ευλογημένη για όσα έζησα. Όλη μου τη ζωή μ’ έναν άνδρα την πέρασα. Είχα μια σχέση για οχτώ χρόνια πριν παντρευτώ μ’ έναν συνάδελφο, που συχωρέθηκε, τον Αρίστο τον Βάσιο. Καζαντζιδικός κι αυτός, αλλά αλκοολικός. Στα τελευταία του πήγε με μία, που ήταν κουτσή, και δεν την είδε απ’ τη σούρα του. Του λέω «Είπαμε, ρε πούστη μου, αλλά όχι να μου την κάνεις και με κουτσή». Έτσι τελειώσαμε και γνώρισα τον άνδρα μου που με πήρε στα βαπόρια για να ξεχαστώ απ’ την προηγούμενη σχέση.

Άρα δεν ήσασταν αρχικά ερωτευμένη με τον σύζυγο σας.

Όχι. Ήταν εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι οι δυο τους. Και οι δυο τους μ’ αγάπησαν, αλλά τον άλλον τον έφαγε η σούρα του. Εγώ έπινα πολύ για είκοσι χρόνια, παλιά, αλλά το έκοψα με τον άνδρα μου. Άμα δεν το έκοβα, θα είχα ψοφήσει τώρα. Τα χασίσια ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν. Ο μπαμπάς μου «έπινε» και μου φυσούσε που και που μες το στόμα, αλλά δεν κόλλησα, δεν μ’ ενδιέφεραν ποτέ.

Κάνετε κάτι για να διατηρείτε τη φωνή σας;

Όχι, μωρέ, τίποτα δεν κάνω, μια χαρά είναι. Μου λένε όλοι πως γίνεται να μην έχει αλλάξει καθόλου η φωνή σου! Τραγουδάω λίγο και μόνη μου στο σπίτι. Παλιά, όταν ζούσε ο άντρας μου και πήγαινε εφτά – οχτώ η ώρα, μου έλεγε: «Άντε, ετοιμάσου, πήγαινε να σε θαυμάσουν κι απόψε». Ένα βράδυ σπάσανε τόσα πιάτα που δεν είχα που να σταθώ. Καθόμουν οκλαδόν πάνω στα πιάτα και τραγουδούσα. Έλεγα καψούρικα τραγούδια εγώ. Δεν τη βίωνα, αλλά την τραγουδούσα, έμπαινα πάντα στον στίχο με τα μπούνια. Δεν ήταν ανάγκη να’ναι δικό μου το θέμα, δεν τραγουδούσα για πάρτη μου, αλλά για τον κόσμο. Τους κέρδιζα όλους.

Το τραγούδι το είχατε εδώ, εδώ ή εδώ; (Της δείχνω αντίστοιχα το στήθος, το λαιμό και τα χείλη)

Το είχα πιο πολύ στην ψυχή μου. Και μετά ανέβαινε στο λαιμό. Με θυμάμαι να τραγουδάω «Της βαρυχειμωνιάς το δείλι» και να συγκλονίζομαι, να ανατριχιάζω (απαγγέλει τους στίχους). Ηλίας Φιλίππου! Είναι τραγουδάρα!

Κυρία Κεφάλα, τελειώσαμε. Έμαθα όλα όσα ήθελα να μάθω για σας και σας ευχαριστώ.

Εγώ σ’ ευχαριστώ. Σου είπα όλη μου τη ζωή. Έχω πάει 70 ετών πια. Δεν ξέρω για πόσο θα υπάρχω ακόμα, μόνο ο Θεός το ξέρει. Να έχω υγεία θέλω και να μπορώ να τραγουδάω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Δόξα τω θεώ, ευτυχισμένη είμαι. Εισέπραξα αγάπη απ’ τον κόσμο, πάρα πολλή αγάπη, κι ακόμη εισπράττω.

* Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης με την Μαριάνθη Κεφάλα δημοσιεύθηκε στο τεύχος 16 του free press OLAFAQ και στο site olafaq.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: