Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Καρουσάκης: Η συνέντευξη της ζωής του από το 2014

φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν (2014 για το LIFO.gr)
ερμηνευτής και τραγουδοποιός Κώστας Καρουσάκης είναι ένας ζωντανός μύθος του λεγόμενου τραγουδιού της πίστας – διότι ο ίδιος έχει άποψη για τον όρο ''σκυλάδικο'' και τους εκπροσώπους του, σημερινούς και παλιότερους. Δύο πράγματα τον ενοχλούν: Η αχαριστία των ανθρώπων που θα έπρεπε να δικάζεται ως αδίκημα και η συνεχής σύνδεση του με την υπόθεση Κοεμτζή, που συντάραξε τα ελληνικά δικαστικά χρονικά εν μέσω χούντας. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτός ο γλυκύτατος – σαν τον γνωρίσεις – άνθρωπος με φονικά και σουγιάδες; Ο Καρουσάκης άλλωστε υπήρξε ανακάλυψη του Στέλιου Χρυσίνη, δούλεψε κοντά στον Πάνο Γαβαλά, τον Τσιτσάνη και τη Σωτηρία Μπέλλου, έφτιαξε τις καριέρες άλλων συναδέλφων του, άνοιξε το δικό του μαγαζί απ' όπου πέρασαν οι πάντες, κινδύνευσε ουκ ολίγες φορές με την υγεία του, έκλεισε τα μάτια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου – κι ας έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στη βιογραφία της ότι απλά ''ήταν εκεί κι ο Καρουσάκης'' – και σήμερα συνεχίζει απτόητος, κρατώντας στα χέρια του με χαρά μικρού παιδιού ένα ολοκαίνουργιο CD υπό τον τίτλο ''Τρίποντο στον έρωτα σου''. Μας άνοιξαν το σπίτι τους ένα φθινοπωρινό βράδυ στο Παλαιό Φάληρο, αυτός και η επί 30 χρόνια σύντροφος του και βιογράφος του, Γιούλη, κι αφού ήρθε ο δίσκος με τα γλυκίσματα, καθίσαμε στο σαλόνι και η μεγάλη κουβέντα ξεκίνησε:

φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν (2014 για το LIFO.gr)
Το σαλόνι σας παραδόξως δεν έχει ούτε έναν καδραρισμένο δίσκο, αλλά πολλές χριστιανικές εικόνες. Μεγαλύτερη σχέση έχετε με τη θρησκεία απ' ότι με το παρελθόν;

Όχι, και με τη θρησκεία, και με το παρελθόν. Τους δίσκους τους έχω από δύο κομμάτια τον καθένα σε μία κασελίτσα και θέλω να μείνουν για τα παιδιά μου. Ξέρεις τι; Μπορεί να μπει ο άλλος στο σπίτι και να σου πει ''Μου χαρίζεις αυτό το δίσκο;'' κι αυτά δε βρίσκονται εύκολα. Είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων, αλλά δε θέλω να κάνω φιγούρα στον κόσμο. Καλή σχέση έχω με τη θρησκεία χωρίς να είμαι φανατικός. Όσο γι'αυτό το θέμα στο σαλόνι – δείτε το σαν θέμα, σαν σύνθεση – αρέσει και σε μένα, αλλά και στη γυναίκα μου πάρα πολύ!

 Κύριε Καρουσάκη, είστε νησιώτης στην καταγωγή...

Ναι, από τη Χίο, από τον Άγιο Γεώργιο Συκούσης Χίου! Ξεκίνησα να τραγουδάω 14 ετών!

 Φαντάζομαι, με ρεμπέτικα ακούσματα, έτσι;

Όχι. Αν και τα ξέρω, δεν μου άρεσαν τα ρεμπέτικα.

Ενδιαφέρον. Για ποιο λόγο;
Να σου πω την αλήθεια; Οι ρυθμοί τους μοιάζουν, όλα απτάλικα είναι. Δεν έχουν μουσική ποικιλία.

 Οι στίχοι τους;

Μου άρεσαν οι στίχοι του Μάρκου Βαμβακάρη, γιατί έγραφε μόνος του στίχους. Τα δικά μου ακούσματα εμένα ήταν Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Μπιθικώτσης, το καθαρό λαϊκό τραγούδι.

Ποια η διαφορά του από το ρεμπέτικο;
Είχε πιο στολισμένο στίχο. Και πως να μην είχε, αφού μπήκαν μέσα όλοι οι μεγάλοι, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Πυθαγόρας, ο ''Τσάντας'', ο Βίρβος, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης που ήταν και πολύ φίλος μου ή η Μάρω Μπιζάνη που της είπα πολλά τραγούδια. Στίχους μου έδωσαν επίσης ο Τάσος Οικονόμου σε μουσική Σπύρου Παπαβασιλείου, και ο Κουφιανάκης.

 Στο ξεκίνημα σας παίζατε και κάποιο όργανο;

Ασφαλώς. Δεν σε παίρναν τότε αν τραγουδούσες μόνο και δεν έπαιζες κι ένα όργανο. Εγώ στα 17 μου ξεκίνησα σαν μουσικός, μπουζουξής. Μετά άλλαξε η μόδα με τον τραγουδιστή νά'ναι όρθιος ή να τραγουδάει πλάτη και όλα αυτά.

 Ήταν δική σας η απόφαση να έρθετε από τη Χίο στην Αθήνα;

Ολόδική μου! Οι γονείς μου δεν ήξεραν τίποτα. ''Πάω να βρω την τύχη μου, το παραμυθάκι μου'' τους είπα. Και μ' άφησαν. Τι να'καναν; Αφού δεν υπήρχαν και δουλειές. Τα αδέρφια μου δεν είχαν καμία σχέση με καλλιτεχνία. Ο ένας αδερφός μου – έχει πεθάνει – τραγουδούσε πολύ ωραία, αλλά ερασιτεχνικά, δεν ήθελε ν' ανακατευτεί. Ενώ εμένα δε μου έφτανε η καλή μου φωνή, το αγαπούσα το τραγούδι.

 Ήταν κληρονομικό, λέτε, το χάρισμα;

Από τη μάνα μου, τραγουδούσε υπέροχα!

 Δημοτικά, οπερέτες;

Όχι, όχι, κάνα λαϊκό έλεγε, τέτοια, της εποχής μας. Ο πατέρας μου, αντίθετα, δεν τραγούδαγε. Του άρεσε ν'ακούει τραγούδια γιατί έπινε και τα ουζάκια του μαζί.

Πόσο δύσκολο ήταν για ένα παιδί να έρχεται από το νησί στην Αθήνα για να ζήσει το ''παραμυθάκι'' του;
Υπήρξα τυχερός. Πρωτοπήγα στο ''Μπαράκι'', έτσι το λέγανε, Σατωβριάνδου 15, και είδα όλους όσους έβλεπα στις σελίδες του ΝΤΟΜΙΝΟ: τον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση, τον Χιώτη, τον Ζαμπέτα! Πήγαιναν κάθε πρωί εκεί κι έπιναν καφεδάκι και τα λέγανε. Κάποια στιγμή βλέπω έναν κύριο που δεν έβλεπε. ''Ποιος ειν' αυτός;'' ρωτάω. ''Α, κατάλαβα, είσαι χωριατάκι, ε;'' μου λένε. Και μετά: ''Είναι ο Στέλιος Χρυσίνης, υπεύθυνος της COLUMBIA ν' ακούει τα τραγούδια όλων των συνθετών''.

 Μα έτσι δεν ανακάλυψε και τον Καζαντζίδη ο Χρυσίνης;

Ναι κι όχι μόνο! Την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια – το όνομα Γιώτα Λύδια αυτός της τό'δωσε! Πάω λοιπόν του λέω ''καλημέρα''. ''Καλημέρα'' μου κάνει ''ποιος είσαι;'' ''Ένα παιδί απ' τη Χίο'' του κάνω. Κι αμέσως ''Επειδή έφυγε φαντάρος το παιδί που με συνόδευε'', τον Ταλιούρη τον τραγουδιστή εννοούσε, ''θες να με συνοδεύεις εσύ;'' ''Έρχομαι'' του λέω! Πράγματι, τον συνόδευσα μέχρι το σπίτι, με κρατούσε ο καημένος, γνώρισα τη γυναίκα του και την κόρη του, μάλλον ψυχοκόρη ήτανε. ''Ξέρεις, ο γαμπρός μου'' μου είπε εκεί ''είναι από τη Χίο''. Δέσαμε από κει και πέρα. Μου έβαλαν κι ένα ντιβανάκι σ' ένα δωμάτιο κι έμενα σπίτι τους. Από κει έμαθα πάρα πολλά! Για το τραγούδι, για τα όργανα, για τους τραγουδιστές! Έβλεπα κάθε μέρα σε μικρή ηλικία τη Γιώτα Λύδια, την Καίτη Γκρέυ, κι έλεγα ''Αλήθεια ειν' αυτό τώρα ή όνειρο;''

 Έχει πλάκα, διότι νόμιζα πως θα συνοδεύατε τον τυφλό Χρυσίνη στο πάλκο, όχι στην καθημερινότητα του.

Τον πήγαινα στο στούντιο, στην COLUMBIA, στο σπίτι, στις εξόδους, ήμουν το παιδί που τον συνόδευε παντού μέχρι που πήγα ναύτης, φαντάρος. Μιλάμε για το ΄64.

 Στο παλκο δε σας έβγαλε ο Χρυσίνης;

Μα δεν έπαιζε σε πάλκα. Δουλειά του ήταν αυτή που σας είπα, να ακούει άλλους. Μόνο κιθάρα έπαιζε σε ηχογραφήσεις. Άκουγα συνέχεια μουσικές στο σπίτι του και γνώρισα όλο αυτόν τον κόσμο. Πόσο καλό μού'κανε! Ο Χρυσίνης ωστόσο πριν φύγω φαντάρος με έβαλε και είπα σε δισκάκι δυο τραγούδια δικά του.

Ποια ήταν, τα έχετε στη μνήμη σας;
(σκέφτεται) Το ένα ήταν το ''Δε λογαριάζω εγώ λεφτά''. Θυμάμαι ότι ήμουν τρακαρισμένος πρώτη φορά σε στούντιο. Δεν το έχω πια αυτό το δισκάκι, αλλά υπάρχει ανεβασμένο στο internet από συλλέκτη!

 Κι όταν τ' ακούτε;

Διαφορετική η φωνή μου! Άλλο στυλ τραγουδίσματος. Ήμουν πιο κοντά στο ύφος των παλιών.

 Άρα πριν πάτε φαντάρος είχατε κάνει κι ένα μικρό δίσκο.

Το σημαντικότερο ήταν που είχα γράψει τραγούδια για άλλους. Σε πολλούς! Έδωσα στη Γιώτα Λύδια, στη Τζένη Βάνου, στη Μοσχολιού, στον Μενιδιάτη! Κανένας δεν τα ξέρει αυτά!

 Εντυπωσιακό. Σα να ξεκινήσατε ως συνθέτης και όχι ως τραγουδιστής.

Ναι, και γίναν και μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια αυτά! Στον Αγγελόπουλο έδωσα το ''Θέλουν – δε θέλουν εμείς θα παντρευτούμε'' που πούλησε 60.000 δίσκους! Απ' την πίσω πλευρά ήταν το ''Που θα βρω κι εγώ γαλήνη'', δύο σουξέ μαζί! Με φώναξε μάλιστα πιτσιρίκο ο Λαμπρόπουλος και μου είπε ''Θέλω να σου δώσω συγχαρητήρια για την ηλικία σου και τα τραγούδια που γράφεις''!

Είχατε συνείδηση του ταλέντου σας, της ευχέρειας σας;
Όχι, τίποτα, Χαιρόμουν τη φάση. Χαιρόμουν τα τραγούδια μου, τους ανθρώπους που γνώριζα, τα νιάτα μου.

 Έτσι δεν πρέπει να είναι και ο καλλιτέχνης; Ανέμελος, να μη βάζει στόχους.

Ακριβώς. Χρήμα ούτως ή άλλως δεν υπήρχε. Αυτό άλλαξε για μένα μετά το στρατό, να βάζω δηλαδή στόχους. Μέχρι τότε ήμουν κάτι μεταξύ συνθέτη, τραγουδιστή και μπουζουξή.

 Και ποια ιδιότητα επικράτησε τότε;

Διάλεξα το τραγούδι. Έλεγα ''Εντάξει, μπορεί νά'γινε ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, να γίναν όλοι, γιατί να μη γίνω κι εγώ;'' Δεν περίμενα φυσικά να φτάσω τη φήμη αυτωνών, αλλά είπα να το προσπαθήσω, να βάλω δύναμη, να τρέξω. Άρχισα να πηγαίνω στις εταιρείες.

 Παρ' όλο που είχατε τα εύσημα του Λαμπρόπουλου της COLUMBIA;

Ναι, παρ' όλο. Εγώ είχα κατά νου καριέρα τραγουδιστή. Και με τη Βούλα Πάλλα έκανα μεγάλη επιτυχία τότε! Πέρασα πολλά όμως μέχρι να γίνω ο κάποιος. Η ζωή μου δεν ήταν σελίδα που τη γυρίζεις και πας στην επόμενη. Είχα δύσκολη ζωή, πώς να ζήσω, να βιοποριστώ.

Πότε γνωρίζετε την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου;
Με έστειλε ο Χρυσίνης για κάποιο στίχο της. Γινήκαμε πολύ φίλοι. Κάθε πρωί ήμουν στο σπίτι της. Όπως ξέρω εγώ τη ζωή της, δεν την ξέρει κανένας!

 Το θεατρικό με τη ζωή της το είδατε;

Εγώ όχι, με κάλεσαν, αλλά δε μπόρεσα να πάω. Πήγε όμως η γυναίκα μου και της άρεσε. Το βρήκε καταπληκτικό.

 Τι άνθρωπος ήταν η Παπαγιαννοπούλου; Υπάρχει ένας μύθος που την περιβάλλει.

Ήταν απλή, μα πάρα πολύ απλή. Πονούσε τους φτωχούς. Να της χτυπούσε κάποιος την πόρτα, να της έλεγε ''Πεινάω'' και να τού'δινε το φαΐ της. Αντράκι ήτανε στο λόγο της, πώς το λένε...Στο σπίτι της γνώρισα μετά τον Καλδάρα, τον Μπάμπη Μπακάλη, που της έπαιρναν στίχους.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πεθαίνει στα χέρια του Κώστα Καρουσάκη στο νοσοκομείο (φωτογραφικό ντοκουμέντο που τράβηξε φωτογράφος απ' αυτούς που γυρνούσαν στα νοσοκομεία της εποχής)
 Κράτησε χρόνια η φιλία σας;

Πολλά, μέχρι που πέθανε. Στα χέρια μου...

 Θα ήθελα να σας πάω σε εκείνη τη στιγμή.

Με ειδοποίησαν ότι ήταν άσχημα και πήγα στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Την είδα πολύ χάλια, είπα ''Η Ευτυχία δεν τη βγάζει''...Μόλις με είδε, όμως, ''ζωντάνεψε'' και μου λέει: Ξέρεις τι θέλω να μου πεις; ''Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί...αργά σαν σουρουπώνει''...Τραγουδάω τους δύο στίχους, υπήρχε κι ένας τρίτος που δεν τον θυμόμουν και μου τον είπε εκείνη. Της κρατούσα το χέρι και της τραγουδούσα. Μετά από λίγο ξεψύχισε...

 Συγκινητικό, έφυγε με το τραγούδι σας.

Την είχα σα μάνα μου αυτή τη γυναίκα, κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Όσο είχε εμένα, ούτε συγγενείς της δεν είχε. Έκλαιγα μέρες για να την ξεχάσω! Και δεν ξεχνιέται αυτός ο άνθρωπος! Πολλοί στιχουργοί πάτησαν πάνω στα χνάρια της και γράψανε τραγούδια!

 Αυτή ειν' η αλήθεια. Και μόνο το ''Δυο πόρτες έχει η ζωή'' να θυμηθούμε...

Έτσι!

 Πότε αρχίζετε να εμφανίζεστε στα μαγαζιά ως τραγουδιστής;

Μετά το στρατό. Είχα την τύχη βέβαια στο στρατό να με πάρουν σε σχολή μουσικών, να μάθω τύμπανο. Όταν απολύθηκα, ξεκίνησα σε μια ταβερνούλα στο Αιγάλεω, η ''Φωλιά της Επτανήσου'' λεγότανε. Τραγούδαγα κι έπαιζα μπουζουκάκι για χαρτζιλίκι. Μετά, και σε άλλα μαγαζιά, είχα φτιάξει κατάσταση, μ' ακολουθούσαν δηλαδή κάποιες παρέες που τους άρεσα. Έτσι με πήρε ο Γαβαλάς και κάθισα μαζί του ένα χρόνο. Ήμασταν Γαβαλάς – Ρία Κούρτη – εγώ και ο Κοινούσης έπαιζε όργανο, πλήκτρα. Στο διάλειμμα ήθελε να παίρνει το μικρόφωνο και να τραγουδάει.

 Φημολογείται ότι όσο μπελκάντο ήταν ο Γαβαλάς, άλλο τόσο δύσκολος ως χαρακτήρας ήτανε. Αληθεύει;

Μ' αγαπούσε πάρα πολύ ο Γαβαλάς. Ήταν δύσκολος, ναι, στο να αγαπήσει τραγουδιστή, γιατί κι εγώ τραγουδιστής ήμουν. Ενώ είχε ανταγωνισμούς, με μένα χαιρόταν να μ' ακούει ο κόσμος και να φχαριστιέται. Και η Ρία μ' αγάπησε πολύ. Ήταν μαζί αυτοί οι δύο τότε.

 Παντρεμένοι.

Όχι.

 Συζούσαν;

Ούτε. Παντρεμένοι, αλλά με άλλους. Καλά, αυτά δεν τα λέμε.

 Ας τα πούμε, τόσα χρόνια έχουν περάσει.

Ε, ας πούμε ότι ήταν καλλιτεχνικό ντουέτο. Λοιπόν, με ήθελε και την επόμενη χρονιά ο Γαβαλάς στο σχήμα του, αλλά με φώναξαν Τσιτσάνης – Παπαϊωάννου – Μπέλλου στις Τζιτζιφιές, στην παραλία.

 Εκεί πως ήταν;

Άλλο χρώμα! Έφυγα απ' το μπελκάντο του Γαβαλά και πήγα στο πιο λαϊκό.

 Στο πιο ρεμπέτικο.

Όχι, μωρέ, λαϊκά ήταν αυτά. Κακώς τους λένε ρεμπέτες αυτούς.

 Ε, πως, η Μπέλλου τραγουδούσε ρεμπέτικα στο ξεκίνημα της.

Εντάξει, λαϊκή τραγουδίστρια ήταν κι αυτή για μένα. Πέρασα καλά μαζί τους, αφού περνούσε καλά κι ο κόσμος. Άμα δεν άρεσα στον κόσμο, δεν θα άρεσα και στον Τσιτσάνη. Κι όμως ο Τσιτσάνης μού έδωσε χρόνο στο πρόγραμμα. Αυτοί παίζαν και τραγουδούσαν καθιστοί κι εγώ ήμουν ο μόνος όρθιος. Μάλιστα, μου έκανε και κάνα σιγοντάκι η Κία Μπόζου η ηθοποιός. Όταν σχολάγαμε, ο Τσιτσάνης ψώνιζε την εφημερίδα του Παναθηναϊκού κι έπινε κάνα γαλατάκι στην Ομόνοια. Με ανέβαζε Αθήνα, γιατί εγώ δεν είχα μέσο, ούτε λεφτά για ταξί. Συνέχιζα στη Λιοσίων με τα πόδια. Τελικά, έκατσα δύο σαιζόν με τον Τσιτσάνη.

Πρώτο όνομα πότε γίνεστε;
Το ΄73 - ΄74 έρχεται και με βρίσκει ο Νίκος Γιγουρτάκης πού'χε το ''Καν - Καν'' στην παραλία. Μου λέει: ''Έρχεσαι; Θά'χω μαζί μου τον Πουλόπουλο και τη Μοσχολιού''. Γυρνάω και του λέω εγώ: ''Με συγχωρείς, κύριε Νίκο. Έχεις κάνα μαγαζί να με βάλεις πρώτο όνομα;''

 Ωραίο πέσιμο!

(γέλια) Ε, τι νά'κανα; Αφού το έργο τό'χα δει. Ήθελα να ανέβω, να πετάξω. ''Όχι'' μου απαντάει και μετά ''γιατί δεν έρχεσαι, βρε, μαζί μας;'' ''Εγώ την ψάχνω αλλιώς'' του απαντάω. Τελικά, όμως, με έβαλε πρώτο όνομα στον ''Ποσειδώνα'' στις Τζιτζιφιές ο κύριος Αντρέας, ένας άλλος επιχειρηματίας. Κάθε βράδυ γεμάτο το μαγαζί! Καλό μεροκάματο! Μαζί μου είχα και την Άντζελα Δημητρίου που τότε δε λεγόταν έτσι, αλλά μαζί με μια άλλη κοπέλα, την Κατερίνα, λεγόντουσαν αδερφές Έδεμ! Ενώ ήταν φίλες, τις λέγαν αδερφές.

 Έχετε επαφές σήμερα με την Άντζελα Δημητρίου;

Όχι, από που να τις έχω; Αργότερα την πήρα και της έδωσα δουλειά στο δικό μου μαγαζί.

 Ξεκόβουν οι καλλιτέχνες μεταξύ τους;

Σίγουρα! Εδώ ξέκοψαν αυτοί που τους βοήθησα. Έκανα τόσες εγχειρήσεις και δεν πήρε ούτε ένας τηλέφωνο, απ' αυτούς που έδωσα ψωμί και φάγανε.

 Σκληρό, αλλά αληθινό.

Ξέρεις τι είπα μέσα μου; Γιατί, όταν έγινε η δικονομία, ο νομοθέτης δεν έβαλε την αχαριστία μέσα; Έπρεπε να δικάζονται οι αχάριστοι, ισόβια να πηγαίνουν. Εγώ γιατί τιμώ ακόμη όσους με βοήθησαν; Ξεχνώ την Πόλυ Πάνου που είχε δική της εταιρεία και με έβαλε κι είπα δυο τραγούδια; Της έκανα πρόβα δυο τραγούδια μου, να τα πει αυτή, και λέει ''Όχι, εσύ θα τα πεις''! Δύο τραγούδια είπα, λοιπόν, στη Βεντέτα, την εταιρεία της Πόλυς Πάνου. Ξεχνιούνται αυτά; Κι όμως άλλοι τα ξεχνάνε...

Τόσα χρόνια που δίνετε συνεντεύξεις, σας ενοχλεί που ασχολούνται μόνο με την υπόθεση Κοεμτζή και παρακάμπτουν την πορεία σας;
Ε, είναι ενοχλητικό (χαμογελάει). Να δίνεις μια ώρα συνέντευξη και να βάζουν μόνο το κομμάτι με τον Κοεμτζή...Πάντως, είδα το Χάρο με τα μάτια μου!

 Ωραία, πάμε τώρα να μου τα πείτε και μένα.

Είμαι στην πίστα και τραγουδάω. Βλέπω τρεις ανθρώπους να έρχονται και με δυσκολία να βρίσκουν ένα τραπέζι μπροστά για να στριμωχτούν. Σάββατο, πήχτρα το μαγαζί! Τότε δεν είχαμε καμαρίνια και ανεβαίναμε στην πίστα από το πλάι. Πάω να περάσω, με πιάνει ο Νίκος ο Κοεμτζής, που δεν ήθελε αυτός να χορέψει, αλλά ο αδερφός του: ''Όταν ξανανέβεις, θέλω μια παραγγελιά''. ''Δηλαδή;'' ''Θέλω να μου πεις τις Βεργούλες''. Δύσκολο, γιατί εγώ έλεγα πιο πολύ σημερινά τραγούδια. Λέω ''Δε μπορώ να στο πω, χορεύει τόσος κόσμος''. Πρώτο όνομα κι εκεί εγώ τότε, ''Νεράιδα της Αθήνας'' λεγόταν το μαγαζί. Αρχίζει και μ' αγριεύει. Μου κάνει νόημα ''Άμα κατέβεις θα τα πούμε''! Λέω ''Ρε μπελά που βρήκαμε ξαφνικά''...Βάζω τον Αθανασιάδη, το δεύτερο όνομα, που έλεγε πιο παλιά τραγούδια: ''Κοίτα να πεις τις Βεργούλες μη μας κάνει καμιά φασαρία αυτός. Ξέρω γω τι γίνεται;'' Ανεβαίνει στην πίστα ο Αθανασιάδης, φωνάζει ο Κοεμτζής: ''Θα πεις εσύ την παραγγελιά''! ''Μα, χορεύει τόσος κόσμος'' του λέει αυτός ''πως να τους κατεβάσω που το θες και παραγγελιά;'' Αρχίζει να λέει τις Βεργούλες, ανεβαίνει ο αδερφός του Κοεμτζή να χορέψει, αλλά συγχρόνως ανέβηκαν κι άλλοι. ''Παραγγελιά πες τους'' φωνάζει ο Δημοσθένης που πήρε το μικρόφωνο απ' τον τραγουδιστή, ''κατεβείτε όλοι κάτω ρε!'' ''Πες το εσύ'' του κάνει αυτός. ''Παραγγελιά ρε'' ξαναφωνάζει τότε ο Κοεμτζής κι ορμάει στην πίστα, αλλά μεσ' στη βαβούρα ποιος να τον άκουγε; Τρία άτομα ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που χόρευαν, ο ένας είχε φανοποιείο κι οι άλλοι δύο ήταν αστυνομικοί με πολιτικά.

 ης χούντας αστυνομικοί;

Όχι, αυτά είναι ψέματα. Πήγα μάρτυρας στο δικαστήριο. Που να τους γνωριζε αφού ήταν με πολιτικά αυτοί κι αυτός πιωμένος; Για να τους σκοτώσει, να τους πεθάνει, τον γύρισε το σουγιά μέσα τους. Διότι, απ' ότι άκουσα να λένε στο δικαστήριο, αν σε μαχαιρώσουν με σουγιά απλά δεν πεθαίνεις. Ενώ αν τον στρίψουν το σουγιά μέσα σου, σου κόβουν τα άντερα και σε στέλνουν. Εγώ εκείνη την ώρα δεν πήρα χαμπάρι. Ήμουν κάτω και κατευθύνθηκα στην έξοδο, όπου ο φίλος μου ο συχωρεμένος ο Γιαλούρης μού λέει ''Τι γίνεται, ρε, μέσα;'' Μετά μου είπε ο Αθανασιάδης ότι φώναζε ο Κοεμτζής: ''Πού'ναι ο Καρουσάκης; Θέλω να τον σφάξω!'' Και όπως έβγαινε έξω με το μαχαίρι στο χέρι, όποιον έβλεπε μπροστά του τον κάρφωνε. Τρεις σκότωσε και άλλους εφτά τραυμάτισε βαριά! Καθώς τον βλέπει λοιπόν ο Γιαλούρης να έρχεται κατά πάνω μου, μου δίνει μια και με πετάει στον τοίχο, για να βγω απ' το πεδίο όρασης του! ''Τι σπρώχνεις, ρε;'' κάνω εγώ. Μου λέει: ''Δεν τον είδες με το μαχαίρι; Σ' έψαχνε''...Μ' έψαχνε για να με σφάξει!

 Ήταν κι η Άντζελα Δημητρίου παρούσα; Η ίδια είχε πει σε συνέντευξη ότι κρύφτηκε πίσω από'να ηχείο την ώρα του φονικού.

Όχι, δεν ήταν στο σχήμα μου τότε. Ψέματα είναι αυτά. Μαζί μου ήταν η Ρέα Κουκά.

 Ποια είναι η δική σας εκτίμηση για ότι έγινε;

Κατ' αρχάς ήταν το πρώτο έγκλημα που έγινε σε μπουζούκια. Πήρε όμως μεγάλη έκταση από μικρό πράγμα που ήτανε. Σαν ιστορία μιλάω, γιατί σαν πράξη ήταν η μεγαλύτερη που συνέβη στη νύχτα.

 Το ότι ήταν χούντα δεν έπαιξε ρόλο;

Δε νομίζω. Μετά την προώθησαν αυτή την άποψη.

 Αυτό που λέγαν ότι ο Κοεμτζής είχε αριστερό παρελθόν;

Όποιος ήταν αριστερός έπρεπε να σφάζει; Δεν κατάλαβα. Αυτά είναι παραμύθια.

 Το ''Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο'' του Σαββόπουλου το ακούσατε;

Αυτό ήταν εμπορικό, τό'κανε για εμπόριο. Εκμετάλλευση του θανάτου για να πουλήσει. Δεν έχω εγώ τίποτα με τον Σαββόπουλο, αλλά αυτό είναι.

 Δεν έχει δικαίωμα ένας δημιουργός να καταθέσει την άποψη του πάνω σε κάτι δραματικό που συνέβη;

Ε, πες το κι έτσι (παύση)...Αλλά πιο πολύ εμπορικό ήτανε (γέλια) Τι να κάνουμε, έτσι το βλέπω εγώ.

 Πολιτική συνείδηση είχατε εν μέσω χούντας;

Δεν ασχολιόμουν. Μόνο την καριέρα μου κοίταγα. Το τραγούδι, το μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου! Μετά τη γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μου φυσικά!

 Η ''Παραγγελιά'' του Τάσιου πως σας φάνηκε;

Με φωνάξαν να τραγουδήσω μέσα και δεν πήγα. Θα μπορούσα να το εκμεταλλευθώ αυτό, αλλά δε μ' άρεσε να πάρω δόξα πάνω στο αίμα των παιδιών που χύθηκε. Δεν το ήθελα αυτό!

 Την είδατε ωστόσο την ταινία;

Όχι, ποτέ. Δεν είναι αληθινή ταινία. Η γυναίκα μου την είδε και μου είπε πως δείχνει καυγά στην πόρτα του μαγαζιού λίγο πριν μπουν μέσα. Που τα βρήκαν αυτά; Σε ποιο μαγαζί σ'΄άφηναν να μπεις άμα έκανες τσαμπουκάδες στην είσοδο με τους πορτιέρηδες; Λάθος του σκηνοθέτη ήτανε αυτό!

 Η αξία της ταινίας ήταν η παρουσία της Κατερίνας Γώγου. Την γνωρίζατε;

Ναι, αλλά όχι προσωπικά. Μια κοντούλα δεν ήτανε;

 Οι γυναίκες τι θέση είχαν στη ζωή σας;

Μετά το τραγούδι μόνο αυτές υπήρχαν (γέλια). Μας κυνηγούσαν οι γυναίκες τους καλλιτέχνες, τι κόρες εφοπλιστών, τι κόρες εργοστασιαρχών!

 Ενδίδατε;

Ε, πως, αμέ; (γέλια) Είχα πολλούς δεσμούς, αμέτρητους.

 Όχι one night stand, που λένε.

Πήγα κι απ' αυτό, κάνα δυο φορές, αλλά εγώ κρατούσα δεσμούς. Εξάμηνους, τρίμηνους, ένα χρόνο, συνέχεια ήμουν με κάποια. Μετά γνώρισα τη γυναίκα μου που δούλευε συμβασιούχος στο ΥΠΕΧΩΔΕ κι είχα πάει για μια δουλειά μου. Μικρός ήμουν, τά'κανα όλα τάκα - τάκα. Παντρευτήκαμε, κάναμε δυο κόρες. Πρώτα γεννήθηκε η Καλλιόπη και μετά η Ελένη, η γνωστή τραγουδίστρια. Από μικρή της άρεσε να τραγουδάει χωρίς εγώ να την παροτρύνω. Μάλιστα, πολύ μικρή είπε ένα τραγούδι με τον Ζαμπέτα, πρίμο-σιγόντο απ' την αρχή ως το τέλος, τα ''Χίλια περιστέρια''. Της λέω ''γιατί δεν το λες σε κάνα CD αυτό που τό'πες πρώτη;'' Δεν θέλει...

 Έχετε καλές σχέσεις με τις κόρες σας.

Έχω, γιατί εγώ μπορεί να έφυγα απ' το σπίτι, να χώρισα, να είχα διενέξεις με τη μάνα τους, αλλά τις προίκισα! Από τρία διαμερίσματα έχουν η καθεμία τους! Όλη η δούλεψη μου τότε πήγε σ' αυτές, εγώ έφυγα με το παντελόνι μου μόνο!

 Σας τιμάει αυτό σαν πατέρας. Τώρα έχετε τη Γιούλη, όμως, και ακόμη δύο παιδιά.

Τη Γιούλη τη γνωρίζω το 1982, στα χωρίσματα με την πρώτη γυναίκα μου. Ερχόταν ο αδερφός της σαν πελάτης στο μαγαζί, εκείνη σπούδαζε στο Λονδίνο δημόσιες σχέσεις και διαφήμιση. Μια μέρα ήρθε κι αυτή. Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι, αστέρι, ε και δε σου κρύβω, έπαθα! Παράτησα την πρόβα που έκανα εκείνη την ώρα και πήγα κοντά της. Ήμουν κυνηγιάρης (γέλια). Τα φτιάξαμε, δε μπορούσαμε όμως να παντρευτούμε, γιατί ήμουν στα δικαστήρια με την πρώτη! Εφτά χρόνια με τράβηξε! Εν τω μεταξύ, κάνουμε παιδί με τη Γιούλη, αστεφάνωτοι. Ήταν σκληρό αυτό τότε. Κάνουμε και το δεύτερο παιδί, πάλι αστεφάνωτοι. Να σου δείξω τι έκανε ο γιος μου, ο πρώτος, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο;

 Μετά, μετά. Ας μιλήσουμε τώρα.

Ναι, τραγουδάει κιόλας! Αλλά δε θέλει, έχει έφεση στα γράμματα. Άσ'τον, καλύτερα. Δε βλέπεις ότι και το τραγούδι γύρισε τούμπα; Λοιπόν, η πρώτη μου γυναίκα με κυνήγησε ανελέητα, κάθε μέρα είχα εξώδικα στην πόρτα μου. Θυμάμαι μια δικηγόρο, στη γιορτή μου πρέπει να ήτανε, που με παίρνει και μου λέει: ''Σας στέλνω το διαζύγιο με fax''! Σημειωτέον, αυτή είχε στα χέρια της συμβόλαια μου με μαγαζιά, τα πήγε στα δικαστήρια και μου έκοψαν μια διατροφή, ο θεός να σε φυλάει! Σκέψου ότι στην αρχή οι κόρες μου δε μου μιλάγανε, μετά τα φτιάξαμε...

 Πάνε αυτά. Σήμερα σας βλέπω ευτυχισμένο σ' ένα ζεστό σπίτι.

Ναι, όντως. Ο γιος μου μπήκε στα 27, τελείωσε δύο μεταπτυχιακά, κοινωνιολογία στο Πάντειο και ψυχολογία στο Mediterranean College, κι ετοιμάζεται να φύγει για Αμερική. Κάτσε να σου δείξω! (πηγαίνει και φέρνει το αριστείο του γιου του, Κωνσταντίνου, από το Πάντειο Πανεπιστήμιο). Κι η κόρη μου το ίδιο, ψυχολογία σπουδάζει κι αυτή.

 Η κυρία Γιούλη έχει γράψει και τη βιογραφία σας, ένα πραγματικά καλό βιβλίο.

Κι όχι μόνο. Έχει γράψει κι άλλα βιβλία καλά! Το ''Πορτραίτο της Καβουρίνας'' στα Ελληνικά Γράμματα είναι το καλύτερο της! Τη δε βιογραφία μου την έγραψε σωστά, πέντε χρόνια τη δούλευε. Δεν είναι εύκολο να γράψεις τη βιογραφία του άλλου. Κι η Γιούλη έβαλε πολλές ιστορικές πληροφορίες μέσα, μουσικολογικές, τόσες που της έλεγα ''Δε θα τα διαβάζει αυτά ο κόσμος, θέλουν κουτσομπολιά οι Έλληνες μόνο''.

 Πότε θα λέγατε ότι πέσατε σε κάμψη καλλιτεχνική;

Όταν άρχισαν τα προβλήματα με την υγεία μου. Το ΄95 έκανα δύο εγχειρήσεις στο στομάχι με ινομύωμα, ευτυχώς καλοήθες. Κάνω την πρώτη επέμβαση, δεν πέτυχε, κάνω τη δεύτερη και μου αφαιρούν τα 3/4 του στομάχου. Που νά'χα όρεξη για δίσκους και για μαγαζιά; Δεν με ενδιέφεραν πια...

 Τρομάξατε τότε;

Πολύ...Έμεινα τρεις μήνες στην εντατική, διότι μετά τη δεύτερη εγχείρηση κόλλησα ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, πνευμονία. Μετά τι έπαθα λες; Βγαίνω απ' το νοσοκομείο, κάθομαι σπίτι μη μπορώντας να φάω παρά μόνο με ορούς και παθαίνω ειλεό! Μου βγάλαν τα άντερα έξω, τα πλύνανε και μου τα ξαναβάλανε!

 Γλιτώσατε απ'τον Κοεμτζή και θα το βρίσκατε απ' τους γιατρούς.

(γέλια) Επανήλθα σιγά - σιγά. Η Γιούλη μου κάθε μέρα εκεί ήταν. Τράβηξε πάρα πολλά μαζί μου. Πως να μην την αγαπάω; Πέρα από σωστή μάνα ήταν στο πλευρό μου πάντα, με πρόσεξε.

 Μπράβο.

Κάτσε, έχω κι άλλα! Μετά τον ειλεό έρχεται το έμφραγμα! Ήμουν έτοιμος να φύγω Αμερική, είχα κλείσει δουλειά και με βρίσκει το έμφραγμα στο σπίτι. Λέω στη Γιούλη ''Άσε με εδώ να πεθάνω, μη με τρέξεις άλλο''. Ήταν 3 η ώρα τη νύχτα, είχα ρεπό. Ευτυχώς με έτρεξε! Έλα όμως που από τα χάπια που μου δώσαν για να σταματήσει το έμφραγμα έπαθα αιμορραγία στομάχου. ''Ρε γαμώτο'' θυμάμαι να λέει ένας γιατρός ''τον γλιτώσαμε από το έμφραγμα και θα τον χάσουμε από αιμορραγία;''

 Έχω ανατριχιάσει...

Τι έχω τραβήξει; Κινητό χειρουργείο είμαι! Μετά βγάζω και τη χολή μου.

 Είπατε δε βγάζω και τη χολή τώρα που πήρα φόρα;

Ναι, ναι. Πρόσφατα έκανα και αφαίρεση βουβωνοκήλης, γιατί είμαι έτοιμος για τραγούδι πάλι και δεν κάνει. Όταν τραγουδάς, τινάζεται και βγαίνει έξω αυτή. Και τι να κάνεις μπροστά στον κόσμο, να τη βάζεις μέσα; (έχω σκάσει στο γέλιο)

 Ας πάμε και στο τελευταίο CD σας. Υπήρξαν άνθρωποι που σας παρότρυναν για το comeback σας;

Εγώ το ήθελα. Είναι και λίγο επετειακό το θέμα, αφού ο πρώτος μεγάλος δίσκος μου βγήκε το ΄74, κλείνω δηλαδή 40 χρόνια στη δισκογραφία. Στο CD αυτό δεν έβαλα μπουζούκια μέσα άμα τ' ακούσετε, έγινε όλο κομπιουτεράιζ. Ηλεκτρικές κιθάρες έχει μέσα, ροκ, τα πάντα!

 υτό για να έρθετε πιο κοντά στη νεολαία, φαντάζομαι.

Ακριβώς! Να με μάθει η νεολαία, να έρθω κοντά της. Θ' ακούσεις το κομμάτι ''Ο Τάρανδος'' και θα πεις ''τι δουλειά έχει τώρα αυτό δω μέσα;'' Λέει ''Μου βάζεις κέρατο σκόνη μέσα στο φαγητό μου/ το κάνεις μ' όλους τους γνωστούς και με τον κολλητό μου'' (γελάμε κι οι δύο)

 Καταπληκτικό! Τό'χω ακούσει, έχει ωραίο γκαράζ ήχο και θα το ζήλευε κι ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ!

Γιατί, το άλλο το κοινωνικό ''Ο Άστεγος''; Πήγαμε ένα βράδυ με τη Γιούλη να δώσουμε κουβερτούλες σε δυο άστεγους, τους είδα και μελαγχόλησα.

 Θα ήθελα τώρα να μου πείτε πως ορίζετε εσείς την έννοια του σκυλάδικου.

Το σκυλάδικο για μένα είναι που παίρναν τότε τραγουδιστές τα μαγαζιά χωρίς να έχουν ταλέντο, απλώς γιατί είχαν πέντε πελάτες και βγαίναν και τρώγαν μαζί τους και τα ακουμπάγαν στο μαγαζί. Αυτοί φτιάξαν το σκυλάδικο που δεν είχαν κανένα φωνητικό ταλέντο.

Άρα το σκυλάδικο ξεκίνησε σα στάση ζωής και όχι σαν τραγουδιστικό είδος.

Έτσι είναι. Οι πιο πολλοί απ' τα σκυλάδικα ξεκινήσαμε, κι εμείς κι η Μαρινέλλα κι ο Μπιθικώτσης κι όλος ο κόσμος. Είπαμε όμως: Τα σκυλάδικα φτιάχτηκαν από ατάλαντους τραγουδιστές κι ατάλαντους, άμουσους καταστηματάρχες.

 Αναρωτιέμαι με την τόση εμπειρία σας πως είδατε τη σύγχρονη τάση των τραγουδιστών να βγαίνουν και να κάνουν σόου;

Που δείχνουν κοιλιακούς λες; Πως να τη δω; Εγώ δε βλέπω πια, ακούω μόνο! Γιατί ξέρεις ότι έχω και στα μάτια μου ωχρά κηλίδα;

 Έχετε και ωχρά κηλίδα; Jesus, δηλαδή!

Έχω κι απ' αυτό...90% έχω χάσει την όραση μου, αλλά ευτυχώς έχει σταθεροποιηθεί πλέον. Υπάρχει έξαρση, τό'χει πάθει πολύς κόσμος αυτό. Όσο για τους κοιλιακούς που λέγαμε, αυτοί φεύγουν με τα χρόνια. Εγώ στήνω αυτί ν' ακούσω αν έχει φωνή ή δεν έχει ο τραγουδιστής.

 Ποιους τραγουδιστές θα ξεχωρίζατε σήμερα;

Την Πάολα που τη λένε σκυλού εγώ τη θεωρώ καλή τραγουδίστρια. Ξέρεις που παραδέχομαι εγώ τον τραγουδιστή; Όταν μπορεί και κάνει αμανέ! Ο καλύτερος απ' όλους είναι ο Θέμης Αδαμαντίδης αν και δεν τον λες νέο πια. Για πιο νέους, δεν ξέρω...Εσύ έχεις ακούσει κάποιον; Έτσι θα χαθεί και το τραγούδι.

 Κινδυνεύει το λαϊκό τραγούδι;

Όχι μόνο το λαϊκό, γενικά το τραγούδι. Χώρια που δεν προωθούν πια το λαϊκό, βλέπεις τι βάζουν στα ραδιόφωνα: ντάπα-ντούπα, ντάπα-ντούπα.

 Γι' αυτό κι εσείς μού κάνατε κομπιουτεράιζ δίσκο, έτσι; (γέλια) Πέστε μας τι προσδοκάτε με το CD αυτό.

Περιμένω να κάνει κάτι, να ακουστεί. Σας θυμίζω ότι περιέχει και πολλά κοινωνικά σύγχρονα τραγούδια. Τά'χει ανάγκη η Ελλάδα.

 Σας λυπεί το κατάντημα της χώρας;

Με λυπεί γιατί φοβάμαι ότι θ'αργήσει και να λυθεί το πρόβλημα της. Την Ελλάδα δεν την πρόσεξε κανείς, αυτό ξέρω να πω. Εγώ ελπίζω μήπως κι ενωθούν όλα τα κόμματα μαζί και τη φτιάξουν την Ελλάδα, αλλιώς δε φτιάχνεται.

 Είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Δεν το βλέπω. Ίσως τα δυο μεγάλα κόμματα...

 Μα ήδη συγκυβερνούν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι μεγάλο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι.

 Σωστό κι αυτό.

Ναι, αν μπορούσε να γίνει! Δεν είδες τι πάθαμε προχθές με τις βροχές;

 Σας άρεσε να ταξιδεύετε;

Πάρα πολύ! Πήγα Αμερική τριάντα φορές, Καναδά, Αυστραλία τρεις φορές, Γερμανία, Λονδίνο, Παρίσι! Χαμός γινότανε! Λατρεία απ' τον κόσμο! Μια φορά είχα πάρει μαζί μου τη Γιούλη και μας κάναν τραπέζι καμιά σαρανταριά άτομα, μας βάλαν στη μέση και μας κοιτάγανε σαν αξιοθέατα!

 Θα μπορούσατε να ζήσετε έξω;

Γιατί δε μπορώ; Ξέρεις; Γιατί αγαπάω την Ελλάδα! Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα, πόνεσα, έκλαψα, έκανα δυο φορές οικογένεια...

 Βγάζετε μια φυσική πραότητα.

Είμαι ήρεμος άνθρωπος αρκεί να μη με πειράξεις.

 Τι κάνετε δηλαδή άμα σας πειράξουν;

Την κάνω και φεύγω (γέλια)

 Θα ήταν παράλειψη, κλείνοντας, να μην πούμε και για το μαγαζί που είχατε.

14 χρόνια είχα μαγαζί, Καρουσάκης λεγότανε. Είχα 10 χρόνια μαζί μου τον Αντύπα και 7 χρόνια την Πίτσα Παπαδοπούλου. Οι πάντες πέρασαν: Η Κατερίνα Κούκα, η Στανίση, η Γλυκερία στο ξεκίνημα της. Έβγαλα χρήματα, αλλά καλύτερα να ήμουν στο μεροκάματο, γιατί είχα πολλά έξοδα. Καλοπλήρωνα τον κόσμο, κανείς δεν έχει παράπονο από μένα.

 Μήπως τελικά το επιχειρηματικό ξάνοιγμα έφερε την κάμψη στην καριέρα σας και όχι οι αρρώστιες που λέγαμε πριν;

Πολύ πιθανό. Ξέρεις ότι μού'γινε πρόταση να με πάρει ο Μενιδιάτης στη ΦΑΝΤΑΣΙΑ και δεν πήγα; ''Βρε, ασ' το μαγαζί σου'' μού'λεγε ''κι έλα σε μένα''. Το μετάνιωσα, γιατί όταν βγαίνεις 14 χρόνια απ' την ίδια πόρτα, σου κάνει κακό.

 Μεταξύ τραγουδιού, τέχνης και οικογένειας τι θα διαλέγατε;

Οικογένεια ασυζητητί!

 Αν σας ρωτούσα, ποιο ήταν το στίγμα που αφήσατε ως τραγουδιστής;

Η χροιά μου φυσικά και κυρίως το ότι ψυχανεμιζόμουν τον κόσμο. Γύριζα ανάμεσα στον κόσμο και ήξερα τι ήθελε, ήξερα πως να αρέσω!

 Κύριε Καρουσάκη, εύχομαι πάνω απ' όλα να έχετε την υγεία σας. Καλοτάξιδο το νέο CD σας!

Ευχαριστώ πάρα πολύ, καλά περάσαμε στη συνέντευξη αυτή!

* Η συνέντευξη με τον Κώστα Καρουσάκη πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2014 στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο για το LIFO.gr 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Χρήστος Νικολόπουλος: «Δεν μου αρέσει να επιδεικνύομαι πάνω στη σκηνή, είναι θέμα χαρακτήρα»

 

Αν σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ζωντανό λαϊκό τραγούδι που εξακολουθεί να παράγεται – και από άλλους νεότερους συναδέλφους του – αυτό οφείλεται σαφέστατα στον Χρήστο Νικολόπουλο. Υπήρξε η ασφαλής διαχωριστική γραμμή που δεν άφησε το ευρύ κοινό να παραδοθεί εξ ολοκλήρου στο ευτελές τραγούδι των κέντρων και της τηλεόρασης. Ο συνθέτης που κρατάει την τιμή του λαϊκού τραγουδιού στα δάχτυλα των χεριών του, μίλησε στο Documento για όλα και αφορμή ήταν η επερχόμενη συναυλία του στο Ηρώδειο.

Η συναυλία σας αυτή θα είναι αφιερωμένη στον Μάρκο Βαμβακάρη;

Τον είχα γνωρίσει και μάλιστα είχα παίξει σε κάποια λίγα τραγούδια του. Αφιέρωσα σαν φόρο τιμής τη συναυλία στη μνήμη του και θα ακουστεί ένα τραγούδι του μαζί με τριάντα μπουζούκια, «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν» που θα πει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Εκτιμώ πολύ τους ρεμπέτες, που άνοιξαν το δρόμο για μας τους νεότερους ώστε να είναι καλύτερα τα πράγματα. Τους πρόλαβα όλους, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, όπως και τον Παγιουμτζή, με τον οποίο δούλεψα για δέκα μέρες περίπου, αφού πήγα στο μαγαζί με το τέλος της σεζόν.

Κάνετε συχνές αναδρομές στο ξεκίνημα της πορείας σας;

Πολύ συχνά, αφού ως γνωστόν όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, πάνε προς το παρελθόν. Με ξεκουράζει και σκέφτομαι πως η μνήμη μου δουλεύει καλά ακόμη, εφόσον θυμάμαι λεπτομέρειες.

Την αεροπλανοφοβία την ξεπεράσατε;

Τώρα ναι, μπαίνω πια κανονικά στο αεροπλάνο. Αμερική δεν πάω, μέχρι Αγγλία. Είχα μεγάλο θέμα. Μόνος μου το ξεπέρασα, δεν βοηθάει και τίποτα.

Τον περασμένο Ιούλιο γίνατε 77 ετών, αν τα λέω σωστά.

Ακριβώς, στις 11 Ιουλίου. Είναι μια οριακή ηλικία, γιατί συνήθως δεν βοηθάει τον άνθρωπο το σώμα του και το πνεύμα του. Εμένα, επειδή έκανα πολύ καλή ζωή, πρόσεχα τα πάντα και από νέος δεν έκανα καταχρήσεις, ούτε τσιγάρα, ούτε ουσίες, ούτε ποτά, όλοι σήμερα με περνάνε για εξηντάρη (γέλια). Ξέρω συναδέλφους που τους έφαγε το σαράκι για να είναι στην κορυφή, όπως και μπουζουξήδες, που δεν κατάφεραν να κάνουν ότι έκανα εγώ εν πάση περιπτώσει. Εγώ δεν είχα τέτοια προβλήματα και ποτέ μου δεν πείραξα κανέναν.

Αυτή την υπέρμετρη φιλοδοξία τη βλέπουμε περισσότερο στους τραγουδιστές.

Έχετε δίκιο, οι τραγουδιστές πάντα έχουν την αγωνία του σουξέ. Τους έχω ζήσει όλους. Ακόμη κι αν κάνουν το σουξέ, λοιπόν, μετά έχουν την αγωνία του επόμενου. Απ’ την άλλη, έχουν το προνόμιο να μπορούν να επιζούν για τα επόμενα χρόνια ακόμη και μ’ ένα σουξέ μόνο. Οι δημιουργοί έπαιρναν κάποτε τα δικαιώματα τους και μπορούσαν να ζουν καλά επίσης. Έπαιρναν, δεν παίρνουν!

Με το μπουζούκι του σε νεαρή ηλικία, μέσα της δεκαετίας του 1960
Μεγαλώσατε σε φτωχή οικογένεια, όπως οι περισσότεροι της γενιάς σας;

Μεγάλη φτώχεια. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια μέσα σε μια αγαπημένη, αλλά πολύ φτωχή οικογένεια. Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας και από πολύ νωρίς ένιωσα ότι θα γίνω μουσικός, μην έχοντας πιάσει κανένα όργανο στα χέρια μου.

Ενστικτωδώς δηλαδή.

Όποτε άκουγα μουσική κόλλαγα το αυτί μου και το ίδιο γινόταν με τα συγκροτήματα στα πανηγύρια. Οι δικοί μου ήξεραν ότι θα με βρουν εκεί. Το ίδιο και ο αδερφός μου που πήρε πρώτος μπουζούκι για να μάθει, αλλά τελικά το έμαθα εγώ. Δεν ζει πια, ήταν μεγαλύτερος μου.

Χάρις Αλεξίου - Χρήστος Νικολόπουλος το 1975 όταν έκαναν το άλμπουμ «Η ζωή μου κύκλους κάνει»
Εξαιτίας της φτώχειας, αρχίσατε να παίζετε μουσική;

Ακριβώς, ξεκίνησα να παίζω απ’ τα δώδεκα μου. Πήγα σε μια σχολή για πέντε μήνες και μάλιστα αρίστευσα, αλλά ήμουν πιο πολύ αυτοδίδακτος. Άκουγα τραγούδια και τα ξεπατίκωνα. Στα 14 μου, με ζήτησαν να αντικαταστήσω κάποιον σε ένα συγκρότημα, που είχε φύγει φαντάρος. Έτσι μπήκα στο επάγγελμα για να βοηθήσω την οικογένεια μου.

Με την ώθηση των γονιών σας;

Καθόλου. Ο πατέρας μου θεωρούσε αλητεία τα μπουζούκια, που ακόμη τότε ήταν παρεξηγημένα. Εγώ βέβαια δεν σταμάτησα κι όταν άρχισα να βγάζω λεφτά και τους βοήθαγα, του άρεσε.

Σας απασχολούσε και το να βγάλετε δικά σας τραγούδια;

Καμία σχέση. Το μόνο που ήθελα ήταν να καλυτερεύσω τη ζωή μου, να βγάλω χρήματα και να στηθώ στα πόδια μου. Η σύνθεση προέκυψε από κάποιες συγκυρίες. Η πρώτη ήταν όταν είχα έρθει στην Αθήνα σαν κατατρεγμένος για να έβρισκα την τύχη μου.

Που μένατε τότε;

Έμενα σ’ έναν γνωστό λαϊκό Πόντιο τραγουδιστή απ’ τα μέρη τα δικά μας. Μόλις έβγαζα μεροκάματο, έφυγα απ’ αυτόν κι έμενα μ’ έναν άλλο φίλο μου, με τον οποίο γνωριστήκαμε στο περίφημο καφενείο των μουσικών. Αυτός έπαιζε λίγο μπουζούκι κι έγραφε κάνα τραγούδι με μένα να τον βοηθάω επειδή είχα μεγαλύτερη ευχέρεια. Έτσι άρχισα ν’ ασχολούμαι με τη σύνθεση, σαν ένα παιχνίδι μ’ ένα φίλο. Τα πρώτα χρόνια με φώναζαν στο στούντιο κι έπαιζα τζάμπα για να με γνωρίσουν – μόνο χαρτζιλίκι μου δίνανε. Μιλάω για τις μικρές εταιρείες της Ομόνοιας. Όταν υπήρχε, ας πούμε, ένας πιο καλός συνθέτης, θέλανε κι έναν καλύτερο μπουζουξή. Σε μια απ’ αυτές τις ηχογραφήσεις, ήταν ο Στέλιος Ζαφειρίου που του είπαν ότι θα παίξει κι ένας μικρός μαζί του. Έτσι έπαιξα μαζί του κι αυτός ενθουσιάστηκε. Άρχισε να με φωνάζει σε καλύτερες εταιρείες, τις «μεσαίες», που πληρωνόμουν κανονικά. Μέσω των ηχογραφήσεων αυτών, γνώρισα τον Μανώλη Αγγελόπουλο. Δουλέψαμε για ένα μήνα μαζί, το καλοκαίρι του 1964, αφού ο Γιάννης Παλαιολόγου, ο μπουζουξής του, είχε πάει φαντάρος. Πήγαμε Θεσσαλονίκη και κάναμε πολλά εξτρά. Τον ίδιο καιρό ο Πάνος Ιατρού, ένας άλλος μουσικός που γνώρισα, με έστειλε στον Καζαντζίδη, που ενώ είχε μπουζούκια, ήθελε να τα αλλάξει. Πέρασα από ακρόαση.  Ο Καζαντζίδης ως γνωστόν σταμάτησε να τραγουδάει την Καθαρά Δευτέρα του 1966.

Με το γνωστό επεισόδιο με το πιάτο.

Το υποτιθέμενο, ας πούμε, μια και ο Καζαντζίδης φοβόταν απλώς τα πιάτα. Να, τώρα στην ταινία που ετοιμάζεται, ένας κάνει τον Νικολόπουλο. Ένα παιδί είναι, ακορντεονίστας, και μάλιστα με φώναξαν για σύμβουλο. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό, αφού η εταιρεία που έκανε την ταινία είναι πολύ έμπειρη μετά την «Ευτυχία». Βρήκανε τα πρόσωπα που ταιριάζανε. Συμφωνώ με την επιλογή του Μάστορα. Πίσω, στα δικά μας, όταν σταμάτησε ο Καζαντζίδης, εγώ έγινα περιζήτητος πλέον. Μαζί του, ούτως ή άλλως, είχα μπει στις μεγάλες εταιρείες. Έπαιζα μπουζούκι σ’ όλους τους συνθέτες. Και στον Θεοδωράκη, σε όλους, εκτός από τον Χατζιδάκι.

Με τη Λίτσα Διαμάντη και τον Μίμη Πλέσσα, τέλη της δεκαετίας του 1980 για την εκπομπή «Καλλιτεχνικό Καφενείο» της ΕΡΤ 
Ο Χατζιδάκις δούλευε με τον Πολυκανδριώτη τότε.

Και πιο πριν με τον Ζαμπέτα, που είχαν κάνει φαντάροι μαζί. Δεν τον άκουγα πολύ τον Χατζιδάκι, μου πήγαινε περισσότερο ο Θεοδωράκης, που είχε πάρει πιο πολλά στοιχεία απ’ τους λαϊκούς. Στον Μίκη, μάλιστα, έδειξα και τους δρόμους στο μπουζούκι κάποια στιγμή. Το’ χε πει και δημοσίως, μιλάω για αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση. Με τον Χατζιδάκι, μάλιστα, είχαμε μεγάλες κόντρες με τα σωματειακά.

Τι είχε γίνει ακριβώς με τον Χατζιδάκι;

Εμείς τότε είχαμε ένα σωματείο, την ΕΜΣΕ. Ήμουν στο ΔΣ και από τα ιδρυτικά μέλη του. Γύρω στο 1978, προέκυψε η ψήφιση ενός νόμου για τα συγγενικά δικαιώματα τραγουδιστών και μουσικών. Η ΑΕΠΙ δεν ήθελε να έχουν κι οι άλλοι δικαιώματα, το ίδιο με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. «Δεν μπορεί εμένα το τραγούδι μου να ορίζεται από έναν τραγουδιστή» έλεγαν. Η Μερκούρη δεν πέρναγε το νόμο αυτό επειδή δεν τον ήθελε ο Χατζιδάκις. Εφτά χρόνια τον είχε στο συρτάρι η Μελίνα το νόμο. Σ’ ένα συμβούλιο, ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες με τον Χατζιδάκι και τους άλλους μεγάλους. Μου άρεσε, όμως, γιατί την επόμενη σεζόν που παίζαμε με τον Βελλή στη Θεσσαλονίκη, ο Χατζιδάκις πήρε την παρέα του και ήρθε στο μαγαζί. Πήγα, του ζήτησα συγγνώμη, «άλλες απόψεις είχαμε απλώς, κύριε Χατζιδάκι» του είπα. Δεν ήταν όμως ένας άνθρωπος της παρέας μου ή του χαρακτήρα μου.

Πότε δημοσιοποιείτε το πρώτο σας τραγούδι;

Όταν ήμουν με τον Καζαντζίδη, έπαιξα τα πρώτα μου τραγούδια στη Μαρινέλλα, σκέτες μελωδίες. Με συμπαθούσε ιδιαιτέρως η Μαρινέλλα, «Μπράβο, μικρέ» μου είπε όταν άκουσε τέσσερα – πέντε κομμάτια μου. Η ίδια μεσολάβησε για να τα παίξω στον Στέλιο, ο οποίος μου ζήτησε να τα βάλει σε δίσκο του κάποια στιγμή. Έτσι, αργότερα, το 1968, βγήκαν το «Νυχτερίδες κι αράχνες» και μερικά άλλα τραγούδια μου.

Με την είσοδο στα 70s, είδατε να μετασχηματίζεται το λαϊκό τραγούδι;

Έζησα όλους τους μετασχηματισμούς, όπως το είπατε πολύ ωραία. Το λαϊκό τραγούδι πέρασε πολύ έντονα ένα διάστημα στην κοσμικότητα και μετά ήρθαν οι μεγάλοι δημιουργοί, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μαρκόπουλος. Ο Μαρκόπουλος ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο, όπως και ο Ξαρχάκος. Μέγας! Και ο Μούτσης! Εγώ αυτούς τους θαυμάζω περισσότερο απ’ τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη.

Για ποιο λόγο;

Δεν αμφισβητώ την προσφορά κανενός, αλλά αυτοί ήταν προνομιούχοι, στηριζόμενοι από κάποιες τάξεις ανθρώπων. Ο Χατζιδάκις απ’ τη Δεξιά και ο Θεοδωράκης απ’ την Αριστερά. Μπόρεσαν και έγραψαν μουσική σε πολλές ταινίες, ο μεν Χατζιδάκις σε 94 ταινίες, ο δε Θεοδωράκης σε 96. Και ατάλαντος να ήταν κάποιος, θα διέπρεπε μέσα απ’ αυτές τις ταινίες.

Ο κινηματογράφος ήταν ένα πεδίο δηλαδή για να γίνονται γνωστοί οι συνθέτες.

Πάρα πολύ! Εγώ τότε ήμουν στα ξεκινήματα μου και τους παρακολουθούσα όλους. Κι αυτοί, που σας είπα ότι αγαπώ περισσότερο, έγραψαν μουσική σε ελάχιστες ταινίες. Ο Ξαρχάκος να έγραψε μουσική σε 20 ταινίες και σε ακόμη λιγότερες ο Μούτσης. Σημαίνει ότι αναδείχτηκαν με την αξία τους.

Πρώτη συνεργασία στη νύχτα με την ανερχόμενη τότε Ελευθερία Αρβανιτάκη, μέσα της δεκαετίας του 1980
Αυτοί ήταν και πιο λόγιοι συνθέτες, ασχολούνταν και με τις μελοποιήσεις.

Φυσικά. Κι εγώ μόνο μία μελοποίηση έχω κάνει, τα «Γκρίζα» του Καβάφη.

Είναι αριστούργημα αυτό το τραγούδι.

Έγινε με την παρότρυνση του Μάνου Ελευθερίου. «Γράψε κι εσύ πάνω σ’ ένα ποίημα» μου έλεγε και του απαντούσα «Γράφουν οι άλλοι, εγώ κάνω τα λαϊκά μου». Μου διάλεξε αυτός τα «Γκρίζα», μου άρεσε πολύ το ποίημα και το έφτιαξα. Θα ακουστεί στο Ηρώδειο και θα το πει ο Φοίβος Δεληβοριάς.

Ωστόσο έχετε μελοποιήσει την αφρόκρεμα των Ελλήνων στιχουργών.

Τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ρασούλη, τον Ελευθερίου, τον Πυθαγόρα. Αυτοί έγραφαν και ποιήματα, όπως ο Ελευθερίου, αλλά στον στίχο διέπρεψαν. Συχνά οι στίχοι των λαϊκών τραγουδιών έχουν ποιητικά στοιχεία. Ήταν σημαντικό για μένα να με εμπιστευθούν στο ξεκίνημα μου ο Πυθαγόρας και ο Κώστας Βίρβος, άλλος μεγάλος! Μόνο με τον μέγα Γκάτσο δεν συνεργάστηκα ποτέ, ούτε και τον γνώρισα, πέρα από τυχαίες συναντήσεις μας σε στούντιο. Μ’ αυτόν θα ήθελα πραγματικά να έχω γράψει ένα τραγούδι έστω, αλλά δεν μας προέκυψε.

Πριν από 18 χρόνια σε μένα είχατε δηλώσει πως δεν υπάρχει περίπτωση να γράψεις κάτι και να καταξιωθείς στο μέλλον. Σήμερα, εν έτει 2024, τι θα λέγατε;

Αναφερόμουν σε επιτυχίες που γίνονταν μόνο από επανεκτελέσεις, κάτι που συμβαίνει και τώρα νομίζω. Λίγα είναι τα τραγούδια που γράφτηκαν και καταξιώθηκαν την τελευταία εικοσαετία. Οι «Μέλισσες» του Καζαντζή, π.χ., που βέβαια είναι έντεχνο τραγούδι. Έντεχνο εγώ ορίζω το τραγούδι που γράφεται βάσει των γνώσεων του συνθέτη, της παρτιτούρας. Δεν έχουν, όμως, λαϊκή φόρμα αυτά τα τραγούδια. Ο Τσιτσάνης μετά τους ρεμπέτες εδραίωσε το λαϊκό τραγούδι με τον πόνο και την καντάδα, εμπλουτίζοντας την ορχήστρα και μ’ άλλα όργανα. Στη συνέχεια, το λαϊκό τραγούδι εκτοξεύτηκε απ’ τις μεγάλες φωνές, Καζαντζίδη, Γαβαλά, Αγγελόπουλο, Καίτη Γκρέυ, τεράστιοι όλοι. Μετά εξευγενίστηκε λίγο – Βοσκόπουλος, μεγάλη μορφή – ώσπου ο Νταλάρας στήριξε πολύ το περιθωριοποιημένο για χρόνια ρεμπέτικο. Ήμουν μαζί του και τον έζησα. Το λαϊκό τραγούδι δέχτηκε πλήγματα: Ο Καζαντζίδης, ενώ ήταν ο Νο 1 τραγουδιστής, δεν τραγουδούσε εξ αιτίας των διαφορών του με τις εταιρείες. Αυτό σήμαινε ότι δεν το στήριζε σε κέντρα, σε λάιβ, σε αντίθεση με τον Στράτο Διονυσίου. Εάν ο Καζαντζίδης τραγουδούσε αυτά τα είκοσι χρόνια απουσίας του, η συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού θα ήταν διαφορετική. Το 1985 – 90 έφτασε σε μια τρομερή έξαρση με τραγουδιστές σαν τον Βελλή, αλλά και με τον πιο εξαιρετικό όλων που ήταν ο Νότης Σφακιανάκης. Πρώτη φορά το λέω αυτό. Αυτός διάλεγε καλά τραγούδια και δημιούργησε μια δική του ιδιαιτερότητα, ασχέτως του χαρακτήρα του, που είναι δικό του θέμα. Υπήρξε μεγάλη μορφή ο Σφακιανάκης με αποδέκτες χιλιάδες κόσμου. Είναι πλήγμα που δεν τραγουδάει ο Σφακιανάκης σήμερα.

Θεωρείτε τον Σφακιανάκη τελευταίο καθαρόαιμο λαϊκό τραγουδιστή;

Ακριβώς. Και με μία ευγένεια. Το λέω αντικειμενικά, δεν υπήρξαμε ποτέ συνεργάτες. Ο Ρέμος κάνει ένα άλλο είδος, πιο πολύ ποπ και λιγότερο λαϊκό. Ο Σφακιανάκης δεν τραγούδησε ποτέ ποπ. Ο Οικονομόπουλος, ο Αργυρός και ο Βέρτης παραμένουν εξαιρετικοί στο είδος τους και θα μπορούσαν να ενταχθούν στο αμιγώς λαϊκό τραγούδι, απλώς κοιτάνε την ευκολία τους και με το είδος που εκπροσωπούν δυστυχώς μεγαλώνουν οι έφηβοι. Και λέω δυστυχώς γιατί τα παιδιά μας θα νομίζουν πως αυτό είναι το ελληνικό τραγούδι.

Είστε κατά του λεγόμενου λαϊκοπόπ;

Το ποπ τώρα το λένε λαϊκό. Πλήγμα είναι ακόμη που δεν τραγουδάει ο Πασχάλης Τερζής. Τραγουδιστάρα! Δόξα τω θεώ, είναι μια χαρά με την υγεία του. Φυσικά υπάρχει και ο Νταλάρας, μεγάλη ιστορία.

Μιλώντας για τραγούδια, η «Πριγκιπέσσα» του Μάλαμα είναι ένα κλασικό πια λαϊκό τραγούδι.

Έχω εξαιρετική γνώμη γι’ αυτούς τους δημιουργούς, που είναι έντεχνοι βέβαια. Κάποια είδη συμβάδιζαν κι από παλιά είχαμε τους πιο «προχωρημένους» στον λόγο, σαν τον Σαββόπουλο και τα Κατσιμιχάκια. Πάλι καλά που υπάρχουν σήμερα ο Μάλαμας, ο Περίδης, ο Πασχαλίδης. ο Θαλασσινός, ο Καραμουρατίδης που μου αρέσει πάρα πολύ. Και ευγενείς λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Γιώργος Θεοφάνους και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, οι οποίοι γράφουν εξαιρετικά λαϊκά τραγούδια.

Αρχές της δεκαετίας του 1990 μεταξύ άλλων με τον Μάνο Ελευθερίου και τον Γιώργο Νταλάρα
Δώστε μου έναν ορισμό της ευγένειας στο λαϊκό τραγούδι.

Το «Φεγγάρι μου χλωμό», ας πούμε, δεν έχει μία ευγένεια και καμία χοντροκοπιά; Άλλο τα έντεχνα, έτσι; Του Σφακιανάκη δεν ήταν σκληρά λαϊκά τραγούδια, ήταν η μετεξέλιξη όλων των ειδών.

Γνωρίζοντας όλα τα Ιερά Τέρατα και δουλεύοντας δίπλα τους, ποια μορφή θα αναπολούσατε σήμερα;

Μάνος Λοΐζος! Έπαιξα στα περισσότερα τραγούδια του. Σταύρος Κουγιουμτζής! Πολύ μεγάλος! Τον εκτιμώ αφάνταστα. Και από τραγουδιστές, ο Μανώλης Αγγελόπουλος στα νταλγκαδιάρικα. Κοιτάξτε, τα πράγματα έχουν αλλάξει κι εγώ το έχω αποδεχτεί. Άλλοι δεν αποδέχονται τα σημερινά τραγούδια. Εγώ πάλι αποδέχομαι μέχρι και τους ράπερ, που τους θεωρώ ευρηματικούς, αν και έχουν κολλήσει στον υβριστικό καταγγελτικό στίχο. Αν αλλάξουν στίχο, θα σαρώσουν, είμαι σίγουρος. Είναι ένα κίνημα όλοι αυτοί με εκατομμύρια views. Ποιος το καταφέρνει αυτό απ’ τους ποπ καλλιτέχνες; Απ’ την άλλη, γεμίζει η ψυχή μου εμένα να βοηθάω νέους με τα τραγούδια μου: Μακεδόνας, Μπάσης, Θεοχαρίδης, Ζωή Παπαδοπούλου, Σοφία Παπάζογλου. Ίσως γίνομαι κι εγώ πιο νέος μαζί τους.

Διατηρείτε φιλικές σχέσεις μ’ όλους τους τραγουδιστές σας;

Με τον Νταλάρα είμαστε αδέρφια. Ότι και να μου κάνει, δεν θα τον παρεξηγήσω ποτέ. Θυμάμαι τη μητέρα του να μου λέει ότι είμαι ο δεύτερος γιος της. Με τον Τερζή ακόμη, μιλάμε κάθε μέρα σχεδόν. Και με τον Καζαντζίδη τότε, μια χαρά ήμασταν. Αν δεν με είχε προσβάλλει βάναυσα με τις δηλώσεις του, δεν θα είχα κάνει τίποτα. Εντάξει, όλα πήγαν καλά και μιλάμε μέχρι σήμερα με τη Βάσω, τη χήρα του. Να δείτε τώρα τι θα γίνει με την ταινία που λέγεται «Υπάρχω». Θα αναδειχτεί εκ νέου και ο δίσκος του 1975.

Για ένα μεγάλο διάστημα, ταυτιστήκατε με το ΠΑΣΟΚ, ήσασταν και υποψήφιος στις νομαρχιακές εκλογές.

Η χειρότερη μου περίοδος. Δεν μου άρεσε καθόλου και το έκανα υπό το βάρος των πιέσεων του φίλου μου του Σκανδαλίδη. Αυτοί, όμως, τρώγονται, διαφωνούν μεταξύ τους, ακόμη και καλές προτάσεις να τους πας. Τέσσερα χρόνια βασανιστικά διήρκεσε όλο αυτό. Απ’ τους πρώτους μήνες δήλωσα παραίτηση, αλλά πέσανε πάνω μου, «σε παρακαλώ» κλπ.

Παρακολουθείτε σήμερα τα του ΠΑΣΟΚ;

Είναι μπερδεμένο το τοπίο. Δεν υπάρχει η φυσιογνωμία του Ανδρέα, αυτό να το ξεχάσουμε. Κι απ’ τα υπάρχοντα πρόσωπα δεν υπάρχει ένα που να αγγίζει τους μεγάλους ηγέτες. Σε όλα τα κόμματα. Δεν έχουμε μεγέθη να μας πείσουν για όσα λένε.

Παλιά το δίπολο ήταν ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Σήμερα υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους, το λεγόμενο ακραίο κέντρο. Συμφωνείτε;

Έτσι είναι. Υπάρχει ιδεολογική ταύτιση μεταξύ όλων, πλην του ΚΚΕ. Ο δε Κουτσούμπας μου είναι πολύ συμπαθής και χορεύει ζεϊμπέκικο, όπως χόρευε ο Ανδρέας. Υπάρχει φωτογραφία που παίζω μπουζούκι και χορεύει ο Ανδρέας. Πάντως, η ιδεολογική σύμπνοια των κομμάτων είναι κι αυτό ένα δείγμα της εποχής. Ο κόσμος τους έχει όλους υπό αμφισβήτηση, λόγω της ακρίβειας. Κανείς δεν φταίει για τις τιμές στα σούπερ μάρκετ; Οι κυβερνήσεις αλλάζουν και οι τιμές ανεβαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο; Ουσιαστικά, λοιπόν, κανείς δεν ξεχωρίζει πέραν του ΚΚΕ που έχει μια δική του γραμμή. Ανέκαθεν συμπαθούσα το ΚΚΕ, γνώριζα τον Φλωράκη και ακόμη παίζω στα φεστιβάλ του. Δεν είμαι ενταγμένος πλέον εγώ. Συμπαθώ πρόσωπα, θα έλεγα, απ’ όλα τα κόμματα.

Θα φανταζόσασταν ότι θα γιορτάζατε τα εξήντα χρόνια σας στο Ηρώδειο;

Όχι, ειλικρινά. Είχα ξαναπαίξει στο Ηρώδειο το 1999 μέσω της ΕΡΤ με την Αρβανιτάκη, τον Μπάση και τον Μακεδόνα. Από τότε το ζητούσα περιστασιακά και δεν μου το δίνανε. Μία χρονιά επί Γερουλάνου μου είπαν πως φοβούνται μη φθαρούν τα μάρμαρα απ’ την εκτόνωση του κόσμου.

Νομίζω πως πια απαγορεύονται για τον ίδιο λόγο τα τακούνια των κυριών.

Αυτό μπορεί να έχει ένα λόγο. Γενικώς είμαι υπέρ του σεβασμού των μνημείων και ειδικά του συγκεκριμένου χώρου. Θυμάμαι τον Τσιτσάνη και τον Ζαμπέτα να είναι παραπονεμένοι που έδιναν το Ηρώδειο σε ξένους. «Εμείς τι είμαστε δηλαδή; Πότε θα μπούμε στο Ηρώδειο;» έλεγε ο Ζαμπέτας. Δεν πρόλαβαν να χαρούν οι άνθρωποι αυτοί. Την τωρινή συναυλία την ετοιμάζουμε εδώ και πολλούς μήνες. Κάλεσα φίλους τραγουδιστές και οι εκπλήξεις θα είναι ο Κραουνάκης και ο Δεληβοριάς. Με τον Σταμάτη είμαστε φιλαράκια και τον θεωρώ συνθέτη που έδωσε ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ στο τραγούδι.

Τι γνώμη είχατε για την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και «Τα δήθεν» των Ξυδάκη – Ρασούλη που άλλαξαν το τοπίο του λαϊκού τραγουδιού;

Εξαιρετική γνώμη έχω και επηρεάστηκα κι εγώ απ’ τους δρόμους αυτούς. Έπαιζα στα «Δήθεν», με φώναξε ο Γιώργος Κοντογιάννης κι εκεί γνώρισα τον Ρασούλη. Έτσι συνεργάστηκα με τον Νίκο Παπάζογλου και κάναμε μεγάλη περιοδεία στο εξωτερικό μαζί και με τη Γλυκερία.

Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη μακρά πορεία σας στη μουσική;

Όταν έπαιξα μπουζούκι δίπλα στον Μανώλη Χιώτη για μία ολόκληρη σεζόν. Μου χάρισε, μάλιστα, ένα κρεμαστάρι για το μπουζούκι, που φυλάω ακόμη σαν κόρη οφθαλμού. Άλλη ευτυχισμένη στιγμή ήταν η μεγάλη μου συναυλία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το 1987 με έντεκα μεγάλους τραγουδιστές. Ξέρετε τι ωραίες είναι όμως και οι μικρές συναυλίες που δίνω στην καθημερινότητα μου; Χθες ήμασταν στη Θήβα και είχαμε 2.000 άτομα. Το ίδιο στη Σύρο και την Πάρο, που τραγουδούσαν όλοι μαζί μας.

Με τον Γιώργο Νταλάρα
Με είχε εντυπωσιάσει κάτι βλέποντας σας σε συναυλία: Όλοι οι μουσικοί ήταν μαζί κι εσείς μόνος παραπέρα με το μπουζούκι σας παίζατε ήσυχα. Είστε τελικά μοναχικός άνθρωπος;

Μ’ αρέσει η μοναχικότητα και πολλές φορές αποτραβιέμαι για να ησυχάζει η ψυχή μου. Πράγματι, ακόμη και στη σκηνή απάνω δεν θέλω να δηλώνω δίπλα στον τραγουδιστή «είμαι κι εγώ εδώ». Δίνω το βήμα σ’ αυτόν που πρέπει. Δεν μ’ αρέσει να επιδεικνύομαι, είναι θέμα χαρακτήρα.

Μα και γι’ αυτό είχα απορήσει όταν έμαθα πως θα παίρνατε εκπομπή στην τηλεόραση. Ναι μεν έχετε ωραίο δημόσιο λόγο, αλλά δεν μου κόλλαγε για τον χαρακτήρα σας να γίνετε παρουσιαστής.

(γελάει δυνατά) Μου το είπαν πάρα πολλοί αυτό και το σκέφτηκα για να πάω, αλλά όπως βλέπετε κι απ’ αυτή τη συζήτηση, έχω μέσα μου μια ολόκληρη γραμμένη εγκυκλοπαίδεια και στην τηλεόραση βρήκα βήμα για να μιλήσω. Παρουσιαστής δεν ήμουν, αλλά μου άρεσε που εξιστορούσα γεγονότα και ιστορίες. Δεν έχουμε μείνει και πολλοί…

Και το νέο τραγούδι δεν «περπατάει», η αλήθεια είναι.

Δεν «περπατάει» αφού δεν μας παίζουν. Τα ραδιόφωνα δουλεύουν «κασέτα» πλέον. Με την ΕΔΕΜ κάναμε ολόκληρη έρευνα. Το Δεύτερο παίζει 3.700 τραγούδια και τα άλλα ραδιόφωνα παίζουν τα ίδια 300 κομμάτια κάθε χρόνο. Δεν μπορείς να πεις τίποτα, γιατί είναι ιδιώτες που λειτουργούν εντός της παρέας τους, ποιος συμπαθεί ποιον, κλίκες κλπ. Τα ραδιόφωνα ακόμη μπορούν να αναδείξουν μία επιτυχία και δεν το κάνουν. Επομένως, αυτοί είναι υπαίτιοι που δεν «περπατά» το νέο τραγούδι. Έχουμε δηλαδή ν’ ακούσουμε πανελλαδική επιτυχία απ’ την «Πριγκιπέσσα», απ’ τις «Μέλισσες» κι απ’ το «Σ’ τα είπα όλα». Τρία τραγούδια όλα κι όλα. Έτσι ήταν παλιά; Μέσα μου, κατά βάθος, δεν θέλω πια να γράφω, αφού μας καταλογίζουν ότι δεν κάνουμε πια επιτυχίες και ότι κάποιοι είμαστε ξοφλημένοι. Δεν πιστεύω τελικά ότι αξίζει να γράφει κανείς από μας.

Τα λένε αυτά για έναν δημιουργό που έχει γράψει τις «Νταλίκες» και το «Υπάρχω»;

Ναι, έχω στοιχεία και το λέω. Εμένα, λοιπόν, τέτοια τραγούδια μου αρέσουν, όπως οι «Νταλίκες», που να αφηγούνται ιστορίες, σαν μικρά ντοκιμαντέρ.

Αυτό, ξέρετε, πηγάζει λίγο κι απ’ την αμερικανική φολκ παράδοση. Και ο Μπομπ Ντίλαν τραγούδια – ιστορίες έφτιαχνε.

Συμφωνώ. Πάντα μου άρεσαν τα αμερικανικά τραγούδια και ειδικά αυτά με τις μεγάλες τζαζ ορχήστρες. Πιο πολύ δοσμένος ήμουν στην ανατολίτικη μουσική, αφού γνώριζα πολλούς τραγουδιστές από Αίγυπτο, τους οποίους μου έμαθε ο Καζαντζίδης. Αυτός άκουγε πολύ την Ουμ Καλσούμ και τη Φεϊρούζ.

Θα τελειώσει αυτό κάποτε με τα ραδιόφωνα ή θα πασχίζουν οι νέοι μαζί με εσάς μπας και ακουστούν;

Νομίζω πως θα διαιωνίζεται το πράγμα. Η Μενδώνη ψήφισε ένα νόμο για περισσότερο ελληνικό ρεπερτόριο, αλλά δεν τον εφαρμόζει κανένας. Και ποιος να παρέμβει, ποιος νοιάζεται στα αλήθεια; Τα «Απρόοπτα» το 2020 ήταν ο τελευταίος μου δίσκος σε στίχους Νίκου Αναγνωστάκη. Σουξέ έγινε το «Άσε με να σε σκέφτομαι» με τον Κραουνάκη και τώρα έχω έτοιμα τα «Απρόοπτα Β» πάλι σε στίχους Αναγνωστάκη.

Ησυχία δεν έχετε…

Η έμπνευση μου διατηρείται ατόφια, δεν έχω κανένα πρόβλημα.

Με τον Μάνο Λοΐζο το 1979 όταν έγραφαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας»
Και κάθε πότε σας επισκέπτεται;

Όταν κάθομαι να γράψω, με ή χωρίς στίχους, καλύτερα χωρίς στίχους, ελεύθερα, οι μελωδίες βγαίνουν από μέσα μου. Να πω και ότι έχουμε πολύ καλούς στιχουργούς σήμερα, όπως και συνθέτες και τραγουδιστές. Ούτε αυτοί αναδεικνύονται από τα ΜΜΕ.

Συμφωνείτε με την άποψη της Γαλάνη, όπως την είχε διατυπώσει σε μένα κάποτε, ότι το λαϊκό τραγούδι είναι και λίγο ξέφραγο αμπέλι λόγω της παρείσφρησης του σκυλάδικου;

Δεν συμφωνώ καθόλου. Ο κόσμος είναι ο τελικός κριτής, αυτός που θα βάλει στην άκρη το σκυλάδικο. Αρκεί, βέβαια, να τα ακούει όλα για να μπορέσει να τα ξεχωρίζει. Όταν προβάλλεται μόνο το ένα είδος, πώς να ακουστούν όλα τα άλλα;

Θέλω να θυμηθείτε μία στιγμή στο στούντιο που να μείνατε μ’ ανοιχτό στόμα απ’ την ερμηνεία του τραγουδιστή σας.

Υπήρξαν πολλές τέτοιες στιγμές. Είχα την τύχη να γράψω τραγούδια για τραγουδιστές που τους πέτυχα στην καλύτερη φάση τους. Γράφαμε το «Υπάρχω», καθόμουν δίπλα στο μόνιτορ, άκουγα τον Καζαντζίδη κι έλεγα «Χριστέ μου, τι ωραία ερμηνεία ειν’ αυτή»! Με τους Νταλάρα – Αλεξίου επίσης έζησα μαγικές στιγμές.

Πάντως, εμένα το δικό σας, «Με ποια τραγούδια», το λάτρεψα με τη φωνή της Βούλας Σαββίδη.

Α, ναι, του Μάνου Ελευθερίου κι αυτό! Πολύ ωραία το είπε η Σαββίδη με το μοναδικό βιμπράτο της, μου είχε αρέσει. Είμαι πλήρης από φωνές, ακόμη τις έχω όλες στο μυαλό μου.

1991 με την Τάνια Τσανακλίδου και την Ελευθερία Αρβανιτάκη 
Έχετε κάνει μόνο ένα γάμο, έτσι δεν είναι;

Είμαι παντρεμένος από το 1971, ήθελα από νωρίς να κάνω οικογένεια ως παραδοσιακός τύπος. Είμαι με την ίδια γυναίκα εδώ και 53 χρόνια, που δεν έχει καμία σχέση με το επάγγελμα μου. Καλύτερα, γιατί οι καλλιτέχνες ζευγάρια έχουν προβλήματα μεταξύ τους. Κάναμε ένα γιο και μια κόρη και σήμερα έχουμε τέσσερα εγγόνια. Και τα τέσσερα σκυλιά μας, βέβαια, που έμειναν δύο. Πέθαναν πρόσφατα και στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Απολαμβάνω την οικογενειακή ζωή, που τη στερήθηκα όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου. Λόγω δουλειάς, έχουν δίκιο τα παιδιά μου που μου καταλογίζουν ευθύνες επειδή δεν ήμουν παρών όσο θα έπρεπε.

Είστε υγιής και σε καλή φυσική κατάσταση. Πως θα είστε άραγε αν βρεθούμε ξανά μετά από δέκα χρόνια, στα 87 σας;

Ένα γεροντάκι που θα θυμάται τις ιστορίες, αν τις θυμάται, για να τις λέει και στα εγγόνια του. Έτσι με φαντάζομαι, ήσυχο, με το ψάρεμα, το χόμπι μου, με το οποίο έχω τρέλα. Μέρα παρά μέρα πηγαίνω για ψάρεμα με βάρκα στα ανοιχτά και πάντα με παρέα. Αδειάζει το κεφάλι μου, αγαλλιάζω με το τοπίο της θάλασσας, με το νυχτερινό φεγγάρι, και πιάνω και κάνα ψάρι. Έχω το εξοχικό μου στον Άγιο Κωνσταντίνο και περνάω απέναντι στον Άγιο Γεώργιο με τη βαρκούλα μου.

Τελευταία ερώτηση: Νιώθετε τυχερός άνθρωπος;

Το συζητάτε; Ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου νιώθω που δεν θα το φανταζόμουν ποτέ ότι θα δίνω συναυλίες με χιλιάδες κόσμο και θα εισπράττω αγάπη για 60 συνεχόμενα χρόνια.

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη ξανά στο στούντιο
* Η συνέντευξη με τον Χρήστο Νικολόπουλο πραγματοποιήθηκε στον «Βάρσο» της Κηφισιάς την Κυριακή 25 Αυγούστου 2024 και ένα μεγάλο μέρος της δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με την εφημερίδα Documento

** Όλες οι φωτογραφίες πλην αυτής που είμαστε μαζί ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του Χρήστου Νικολόπουλου 


Με τον Γιάννη Πάριο, αρχές δεκαετίας του 1980