Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ο ταξιτζής απόψε θα δει το «Βαρύ πεπόνι»

Όταν ξεχνάς για πολλοστή φορά το κινητό σου τηλέφωνο, τι κάνεις; Αρχίζεις και τρέχεις μπας και το βρεις κάπου απ' όπου πέρασες. Έτσι κι εγώ απόψε βρέθηκα από την Κυψέλη στην Πανόρμου και από την Πανόρμου πίσω στον Άγιο Παντελεήμονα. Το βρήκα τελικά το κινητό μου, ευτυχώς, άρα τέλος καλό, όλα καλά. Είχα όμως και μία πολύ ιδιαίτερη κούρσα με το ταξί που με πήγε απ' όλα αυτά τα μέρη και, συγκεκριμένα, με τον οδηγό του: Δεν ανταλλάξαμε ονόματα, μου είπε να βάλω τη μάσκα μόνο άμα δεν με πειράζει, ειδάλλως μπορούσα να καθίσω στη θέση του συνοδηγού για να καπνίζω κιόλας. Το έκανα, καθότι η αναζήτηση του κινητού με είχε γεμίσει άγχος κι ήθελα όλη την ώρα να τραβάω καπνό. Με ρώτησε τα γνωστά, με τι ασχολούμαι κλπ. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, φαινόταν πως ήθελε επειγόντως κάποιον απλά για να πει τα δικά του. Με ρώτησε για την οικογενειακή μου κατάσταση κι άρχισε να μου λέει πως πρέπει να πάρουμε μια άδεια ταξί με τους δύο αδερφούς μου για να τα 'κονομήσουμε. «Σώθηκες τώρα...» σκεφτόμουν από μέσα μου. Μετά μου είπε πως τα φέρνει δύσκολα πέρα, αφού είναι παντρεμένος, έχει έναν γιο, έχει κι έναν αδερφό όμως που έμεινε παραπληγικός από αυτοκινητικό ατύχημα και τον έχει στο σπίτι του με αναπηρικό αμαξίδιο. Ένα δράμα ο άνθρωπος...Όλα αυτά μέχρι τους Αμπελόκηπους. Φτάνοντας στην Πανόρμου, χτύπησε το κινητό του. Ήταν η γυναίκα του. Της μίλησε αρκετά απότομα κι αυτή αμέσως πέρασε στην αντεπίθεση - την είχε βάλει μάλιστα και ανοιχτή ακρόαση, λες κι ήθελε να κάνει επίδειξη τον μικροαστισμό του. Αισθάνθηκα αμήχανα και ευτυχώς βγήκα απ' το ταξί γιατί είχα ραντεβού με τον άνθρωπο που θα μου επέστρεφε το κινητό μου. Τα λίγα αυτά λεπτά εκείνος μέσα στο σταθμευμένο όχημα ακουγόταν μέχρι έξω, που καυγάδιζε με τη συμβία του. Ξαναμπήκα στο ταξί. «Που πάμε τώρα, κύριε;» με ξαναρώτησε, διακόπτοντας την έντονη συζήτηση με τη γυναίκα του. Ίσως να'θελε να της πει στην ουσία «Κλείσ' το, μωρή πουτάνα, δεν ακούς που'χω πελάτη μέσα;», αυτή ωστόσο δεν φαινόταν πρόθυμη να έληγε εκεί ο καυγάς τους. Του εξήγησα που και πως θα πάμε. Σε κάποια φάση, κατεβαίνοντας την Αλεξάνδρας, τον άκουγα να λέει τα εξής: «Δεν είσαι καλά! Ξέρεις πως άμα δε δουλέψω μία μέρα το παιδί μας δεν θα'χει να φάει»! «Δεν θα'χει να φάει είπες;» επανέλαβε έντονα η γυναίκα, προτού του πετάξει την ατάκα: «Έχεις πολύ μεγάλη γλώσσα και μου ασκείς ψυχολογική πίεση»...Τι ήταν να το πει; Ο ταξιτζής άραξε το όχημα σ' ένα μικρό παράδρομο στο ύψος του ΙΚΑ της λεωφόρου Αλεξάνδρας κι έβαλε τα κλάματα. Εγώ τα'χα χάσει...Απ' τη μία έλεγα όλοι οι τρελοί σε μένα τυχαίνουν;, μα απ' την άλλη ομολογώ πως είχα την περιέργεια να έβλεπα και το τέλος αυτής της συνομιλίας. Ο ταξιτζής σε άσχημη κατάσταση φώναζε: «500 ευρώ επίδομα του δίνουν και πήγα και τους κατέβασα τα γκισέ, τα ξέρεις, σ'τα'χα πει! Τους είπα πως με 500 ευρώ δεν μπορούμε να πληρώνουμε γυναίκα να μένει μαζί του παρά μόνο ένα παρασκευοσαββατοκύριακο! Κι εσύ μου λες γιατί δουλεύω; Δε ντρέπεσαι; Μαρία, πρόσεξε καλά, θα τα τινάξω όλα στον αέρα μια μέρα!» Η Μαρία δεν πτοήθηκε ιδιαιτέρως. Φαντάζομαι συζητήσεις τέτοιου τύπου θα'ναι καθημερινές ανάμεσα τους. Τον χαρακτήρισε γλωσσά, αδιάφορο όχι τόσο ως πατέρα, όσο ως σύζυγο. Αυτός δωσ' του να κλαίει με λυγμούς σχεδόν. «Κλαις κιόλας» του έκανε η Μαρία, «θα σε περάσει για αδερφή ο άνθρωπος»...Γυρνάει αυτός, με κοιτάει με ντροπή και μονολογεί: «Με είπε αδερφή»...Εγώ πάλι, καπνίζοντας, γυρνάω και του λέω «Δε βαριέσαι, μια αδερφή παραπάνω ποτέ δεν έβλαψε την κοινωνία», δεν εκτίμησε όμως ούτε τη δόση ρεαλισμού, ούτε το χιούμορ μου και ρίχτηκε ξανά στην τηλεφωνική μάχη: «Μαρία, σήκω και φύγε με το παιδί, αφήστε με μόνο του μαζί του. Τον αντέχω αυτόν, εσάς όχι! Τα 'πα και στη μάνα μου, τι να κάνει κι αυτή; Έχει ένα παιδί παράλυτο κι άλλο ένα μαλάκα ταξιτζή»...Εκεί τον λυπήθηκα κομματάκι, αλλά άρχισα να σκέφτομαι πως άμα το πάνε έτσι οι δυο τους, θα το ξενυχτίσω κι εγώ μαζί τους και δε «λέει» η φάση. Του ζήτησα ευγενικά πως πρέπει να συνεχίσει την κούρσα, αυτός έψαξε να βρει χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα μάτια του και να φυσήξει τη μύτη του - η Μαρία εννοείται πως περίμενε απ' την άλλη άκρη της γραμμής - και κινήσαμε για τον τελικό προορισμό μου. Άρχισε να τρέχει επικίνδυνα φτάνοντας στο Πεδίο του Άρεως και να λέει τα ίδια και τα ίδια με τη γυναίκα του, που δεν οδηγούσαν πουθενά, όχι μόνο για κείνη τη στιγμή φαντάζομαι, αλλά για ολόκληρη την κοινή ζωή τους. Μέχρι που με άφησε έξω απ' την πόρτα μου, μάλωνε στο τηλέφωνο, αν κι είχαν πέσει κάπως οι τόνοι. Την ώρα που τον πλήρωνα και μου έδινε τα ρέστα, με ρώτησε «Χίλια συγγνώμη, αδερφέ, για όσα άκουσες! Πως μας ''είδες'';» Έσκυψα και του απάντησα: «Σαν να παίζατε στο ''Βαρύ πεπόνι'' του Παύλου Τάσιου». Είμαι σίγουρος πως αν έχει καλή σχέση με το διαδίκτυο, απόψε θα αναζητήσει αυτή την ταινία για να δει μία άλλη συγγενική όψη του εαυτού του σε μία Ελλάδα, η οποία παραμένει η ίδια για τους ανθρώπους της τα τελευταία 50 χρόνια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: