Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Το director's cut της συνέντευξης - life story του διεθνούς Έλληνα ηθοποιού Yorgo Voyagis


Υπάρχουν αρκετοί Έλληνες ηθοποιοί που έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, σαν τον Τίτο Βανδή και τον Σπύρο Φωκά. Κανένας, όμως, δεν δούλεψε τόσο πολύ όσο ο Γιώργος Βογιατζής, που είχε την ευλογία να συνυπάρξει στη μεγάλη οθόνη και στην προσωπική ζωή του με διεθνή Ιερά Τέρατα της έβδομης τέχνης. Ο λόγος στον ίδιο ευθύς αμέσως. Είναι άλλωστε τέτοιος ο πλούτος των αφηγήσεων του που περιττεύει οτιδήποτε άλλο και να πω εγώ. Τον ευχαριστώ θερμά για τον καφέ…τρίωρης διάρκειας που ήπιαμε παρέα, για την εμπιστοσύνη του και για την εξομολογητική του διάθεση. 

Σας έβλεπα που περπατούσατε μέχρι να έρθετε εδώ και σκεφτόμουν ποιοι άραγε από τους διερχόμενους περαστικούς να γνωρίζουν όλα όσα έχετε κάνει.

Οι άνθρωποι ξέρουν κάποια πράγματα γενικά, αλλά όχι λεπτομέρειες. Δυστυχώς δεν έχω σχέση με κανέναν άλλο Βογιατζή, τον ηθοποιό και τον τραγουδιστή. Μια φορά συνέβη κάτι πολύ παράξενο με τον τραγουδιστή: Μου τηλεφώνησαν από κάποιο κανάλι για μια συναυλία και τους είπα ότι εγώ δεν τραγουδώ. «Ξεχάστε το» και τους το έκλεισα. Την επόμενη μου τηλεφώνησε ο συνονόματος και μου είπε: «Με κατέστρεψες! Εγώ ήθελα να τραγουδήσω στη συναυλία»! Δεν τον ήξερα προσωπικά τον άνθρωπο, απλή συνωνυμία.

Που έχετε γεννηθεί, κύριε Βογιατζή;

Στην Αθήνα, Μελενίκου 4 στο Μεταξουργείο. Μπαμπάς από την Καρδίτσα και μαμά από την Κυπαρισσία. Είχα μια αδερφή που δυστυχώς την έχασα πολύ νέα. Δεν ήμασταν ακριβώς φτωχοί, αλλά μάλλον μια μέση κατάσταση. Στην αρχή ήταν δύσκολα, αλλά μετά το ’60 τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Βέβαια, εγώ στα 18 έφυγα απ’ την Ελλάδα. Μόλις είχα παίξει στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη και έπρεπε να πάω στρατιώτης που δεν ήθελα. Στο Παρίσι πήγα με ειδική άδεια για να έβλεπα την πρεμιέρα του «Ζορμπά» και δεν γύρισα ποτέ. Στο μεταξύ η θεία μου, η Φίτσα Δάνου, αδερφή της μητέρας μου, ήταν η καλύτερη φίλη της Ρένας Βλαχοπούλου. Κοντά της είχα μεγαλώσει, αφού πάντα κάναμε μαζί διακοπές στις Σπέτσες και στο Καβούρι. Όντας στο Παρίσι νηστικός για οχτώ μέρες, συνάντησα τον Φίνο σ’ ένα ξενοδοχείο. «Αυτά είναι για σένα» είπε και μου έδωσε χρήματα που προφανώς η μάνα μου τα έδωσε στη Βλαχοπούλου κι εκείνη στον Φίνο.

Δεν θέλατε τότε να μπείτε κι εσείς στο σινεμά του Φίνου στην Ελλάδα;

Μπαινόβγαινα στου Φίνου όταν γινόταν το μοντάζ του «Ζορμπά» και είχα γίνει φίλος με τον μοντέρ Τζόνι Ντουέρ.  Η Βλαχοπούλου εκεί μου σύστησε τον Δαλιανίδη, μιλήσαμε λίγο, αλλά εγώ είχα άλλα όνειρα. Τον συμπαθούσα, αλλά ήταν άλλο πράγμα ο Γιάννης. Εγώ είχα έρωτα με τον γαλλικό κινηματογράφο της εποχής, οπότε πήρα την απόφαση. Στο Παρίσι πήγα στη σχολή υποκριτικής του Υβ Φιρέ, που ήταν η πιο «in» σχολή, αλλά έκλεισε γιατί ο Μιτεράν πήρε τον Φιρέ για προσωπικό του «coach». Έτσι, θέλησα να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα για να ξεμπερδέψω με το στρατιωτικό μου τέλη του 1966, λίγο πριν τη χούντα. Περνώντας από τη Ρώμη ερωτεύθηκα την πόλη αν και ήμουν με πέντε δολάρια στην τσέπη. Σ’ αυτά, όμως, οι Ιταλοί είναι καλύτεροι από τους Γάλλους, δηλαδή αν δεν έχεις λεφτά στη Γαλλία, πεθαίνεις της πείνας.

Το ίδιο μου είχε πει και ο Κώστας Γαβράς.

Τότε τον γνώρισα τον Κώστα, όταν ετοίμαζε την πρώτη του ταινία, αν κι αυτός ήταν εκεί από πιο πριν. Βέβαια, είχα βρει τρόπο στο Παρίσι πώς να τρώω. Υπήρχε ένα φουαγέ που λεγόταν «Φουαγέ των καλλιτεχνών» και πήγαιναν οι ζωγράφοι. Έκανα κι εγώ τον ζωγράφο χωρίς να έχω ιδέα από ζωγραφική, την άραζα και έτρωγα μαζί τους. Μετά γνώρισα έναν περίφημο Έλληνα ζωγράφο, τον Αντώνη Κανά. Πηγαίναμε μαζί του σ’ ένα πολύ καλό εστιατόριο και τρώγαμε τζάμπα όλοι οι Έλληνες, αφού αυτός ζωγράφιζε έναν πίνακα και τους τον χάριζε. Εννοείται πως ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου σήμερα είναι ζάπλουτος αφού έχει πρωτότυπα έργα όλων των ζωγράφων, ακόμη και του Πικάσο, που έτρωγαν εκεί και δεν πλήρωναν.

Εκεί δεν συμμετείχατε και στην ταινία «Vortex/ Το πρόσωπο της Μέδουσας» του Κούνδουρου;

Όχι ακριβώς. Ο Νίκος έκανε γυρίσματα στη Ρώμη και βοηθήσαμε όλοι. Δεν νομίζω να φαίνομαι καν μες στην ταινία. Εκτιμούσα ορισμένες ταινίες του, αλλά μου άρεσε πιο πολύ σαν άνθρωπος. Είχε μεγάλη πλάκα. Πιο διάσημος ήταν έξω ο Κακογιάννης, βέβαια. Η Ιταλία έγινε η δεύτερη πατρίδα μου, αφού έκανα 60 ταινίες και 10 σειρές εκεί. Ρίζωσα γιατί στάθηκα πολύ τυχερός. Δεν μπορούσα να μείνω πολύ αρχικά, αλλά μια μέρα όπως βάδιζα σ’ ένα δρόμο που έβγαζε στον σιδηροδρομικό σταθμό, βλέπω για μια πανσιόν με κρεβάτι κι ένα γεύμα. Κόστιζε 1200 λιρέτες, περίπου ενάμισι δολάριο. Μπορούσα να μείνω δυο μέρες συνολικά για να έβλεπα και τη Ρώμη. Αργότερα έμαθα ότι ο ιδιοκτήτης της πανσιόν είχε σχέση με καλλιτέχνες, αφού είχε φιλοξενήσει τον Τζεφιρέλι, τον Μπολονίνι και τον Πιέρο Τόσι. Μάλιστα, μου έλεγε ότι τους λογαριασμούς τους πλήρωνε ο Μπολονίνι, που είχε βρει πρώτος δουλειά. Η δε κόρη του ήθελε να γίνει ηθοποιός, οπότε τον έπιασα και του είπα: «Έχω τελειώσει μια πολύ καλή σχολή στο Παρίσι και θα της κάνω εγώ μάθημα». Ηθοποιός δε μπορούσε με τίποτα να γίνει αυτή, τέτοιο αγγούρι δεν είχα ματαδεί, αλλά τι να έκανα; «Πως πάει;» με ρωτούσε αυτός, «πολύ καλά» απαντούσα και συνέχιζε: «Βάλε ένα μπιφτέκι στον κύριο Γιώργο, παρακαλώ» (γέλια). Έτσι την έβγαλα μέχρι που ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν ήξερε τα στοιχεία της Ειρήνης Παππά, με την οποία είχαμε γνωριστεί στον «Ζορμπά». Έψαξε και τη βρήκε να κάνει μια ταινία στη Σικελία. Της τηλεφώνησα κι εκείνη μου έδωσε τα στοιχεία μιας Αμερικάνας casting director κι ενός ατζέντη. Ο ατζέντης με «έγραψε» κανονικά, αλλά με την casting director είχα τύχη. Με ρώτησε πως μοιάζω εμφανισιακά και αν μπορώ να «περάσω» ως γκόμενος που τον χαζεύουν κάτι κορίτσια στη Βενετία. Μου έκλεισε ραντεβού με τον σκηνοθέτη. Ήταν ένα πρωτοχρονιάτικο διαφημιστικό για την Kodak. Πήρα ένα κάρο λεφτά κι έτσι μπόρεσα να μείνω στη Ρώμη.

Και από τη μία δουλειά κλείνατε την άλλη;

Είχα μεγάλη τύχη. Αν σας πω πώς έγινα πρωταγωνιστής στην πρώτη μου ταινία, δεν θα το πιστέψετε. Βάδιζα στην Piazza de Popolo και βλέπω μια κυρία κοκκινομάλλα να με κοιτάει. «Θέλετε τίποτα;» τη ρωτάω, «όχι, συγγνώμη» μου απαντάει και αμέσως μετά: «Τι δουλειά κάνετε;» Όταν της είπα ότι είμαι ηθοποιός, μου συστήθηκε. Ήταν η συγγραφέας Ντάτσα Μαραΐνι, σύζυγος του Αλμπέρτο Μοράβια. Γινόταν μια ταινία από δικό της βιβλίο και ήμουν φτυστός, όπως μου είπε, με τον πρωταγωνιστή.

Όλα αυτά στο δρόμο;

Στο δρόμο, όπως σας το λέω! Ήθελε πρώτα να με γνωρίσει στον Μοράβια, πήγαμε και τον συνάντησα σε μια μεγάλη βίλα που είχαν. Να πω όμως ότι πιο πριν είχα παίξει σ’ ένα φτηνό γουέστερν, αλλά μ’ άρεσε γιατί ήθελα να κάνω τον καουμπόη. Εκεί δεν έπαιζαν ηθοποιοί ακριβώς, αλλά κασκαντέρ και καβαλάρηδες, όπως τους λέγαμε. Παίζανε με αριθμούς, λέγανε δηλαδή με στόμφο «Ένα – δύο – τρία» και μετά «τέσσερα – πέντε – έξι». Τρελάθηκα! Μετά γινόταν το ντουμπλάζ. Η ταινία λεγόταν «Killer Kid» και δεν είχε καμία σχέση με Σέρτζιο Λεόνε, μιλάμε για τρίτης κατηγορίας, μη σου πω τέταρτης και πέμπτης (γέλια).  Για μένα, όμως, ήταν εντυπωσιακό που θα έπαιζα σε γουέστερν. Με την ταινία του Μοράβια και της Μαραΐνι ξεκίνησαν όλα ουσιαστικά το 1967.

Τι είχατε και άρεσε τόσο στους ξένους; Το ταλέντο, την εμφάνιση, το λεγόμενο «know how»;

Πραγματικά δεν ξέρω. Σίγουρα όχι την ομορφιά, γιατί υπήρχαν κι άλλοι πολύ ωραίοι. Ήταν η συμπάθεια και η γοητεία μάλλον. Είχα πάντα επιτυχία με το που γνώριζα κάποιον. Και, βέβαια, μεγάλη τύχη. Στην πρώτη μου αμερικανική ταινία, λόγου χάριν, το «The Adventurers» είχα κλείσει ένα μικρό, αλλά συμπαθητικό ρόλο. Πάω όμως να δω ένα φίλο μου στην Τσινετσιτά κι εκεί βρισκόταν ο σκηνοθέτης και οι παραγωγοί αυτής της ταινίας. Ήμουν αξύριστος, με μαλλιά σγουρά, οπότε λέει ο σκηνοθέτης: «Μα εσύ πρέπει να κάνεις τον άλλο ρόλο, τον μεγαλύτερο». Έτσι έγινα ο Ελ Λόμπο στην ταινία. Δύο φορές μου έχει συμβεί αυτό στη ζωή μου.

Μπορεί να λέγεται άστρο.

Είχα κλείσει ένα ρόλο στη «Μικρή τυμπανίστρια» του Τζορτζ Ρόι Χιλ με τη Ντάιαν Κίτον το 1984. Πήγα στη Νέα Υόρκη για την ανάγνωση του σεναρίου. Στο meeting είδα ένα πάγωμα που δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Έφυγα με μεγάλη αγωνία, γύρισα Ελλάδα, πήγα στη Μύκονο και μου τηλεφωνούν από τη Warner: «Σκεφτόμαστε να παίξετε τον πρωταγωνιστή». Τα έχασα, τρελάθηκα! Ξανάκανα δοκιμαστικά, γιατί οι παραγωγοί δεν δέχονταν να ποντάρουν τα εκατομμύρια τους στο κεφάλι ενός Έλληνα ηθοποιού. Εκεί με βοήθησε πάρα πολύ ο Γουόρεν Μπίτι. Ήμασταν στο Μόναχο και συζητούσαμε για τον πρωταγωνιστή. Οι παραγωγοί θέλανε τον Χάρισον Φορντ. Λέει ο Μπίτι: «Πείτε ότι θα τον παίξω εγώ. Κανένα πρόβλημα. Εξηγήστε μου, όμως, τι θα πει το αμερικανικό κοινό όταν η Ντάιαν Κίτον συναντήσει αυτόν στη Μύκονο και τον ρωτήσει: ‘’Where are you from?’’ κι εγώ απαντήσω ‘’From Middle East’’; Θα γελάσει όλη η Αμερική». Επί τόπου πάρθηκε η απόφαση να παίξω εγώ το ρόλο.

Ήσασταν φίλοι με τον Γουόρεν Μπίτι;

Εκεί γνωριστήκαμε, αλλά δεν κρατήσαμε επαφές. Με χρησιμοποίησε λίγο η Ντάιαν, του είπε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου και μου έκοψε την καλημέρα. Δεν ήταν αλήθεια, αυτή είχε πρόβλημα μαζί του. Συναντηθήκαμε, θυμάμαι, σ’ ένα εστιατόριο στο Λος Άντζελες και μόλις μπήκα, αυτός βγήκε. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ από τότε. Δυστυχώς γιατί τον συμπαθούσα πολύ, αλλά δεν έφταιγα εγώ.

Συγγνώμη, αλλά είναι λίγο αστείο. Μου μιλάτε για τον Γουόρεν Μπίτι και τη Ντάιαν Κίτον σαν να’ναι ο κυρ-Γιάννης με την κυρα-Δέσποινα.

Τελικά δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Τα ίδια προβλήματα έχουν με τον κυρ – Γιάννη και την κυρα – Δέσποινα, απλώς οι πρώτοι αγωνιούν για δέκα χιλιάδες κι οι άλλοι για εκατό εκατομμύρια. Η Κίτον ήταν πολύ σοβαρό κορίτσι και εργασιομανής, δούλευε σαν τρελή. Με ξύπναγε στις 5 για να κάνουμε πρόβα στο πάρκο πριν πάμε στην κανονική πρόβα στις 7. Δέσαμε πολύ και λόγω των ρόλων μας.

Μιλήσατε πριν για τη γοητεία που αποπνέατε ξέχωρα από την όποια ομορφιά. Το ίδιο είχε και ο Ομάρ Σαρίφ, ένας Άραβας ηθοποιός στο Χόλιγουντ.

Με τον Ομάρ Σαρίφ κάναμε δύο ταινίες μαζί και γίναμε φίλοι. Μίλαγε και ελληνικά. Είχε μεγάλη πλάκα όταν κάναμε μια ταινία στο Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Κέιν. Ερχόντουσαν οι γυναίκες με λεωφορεία από την Αυστρία και τη Γερμανία για να δουν τον Ομάρ. Ουρές έστηναν στο ξενοδοχείο κι εγώ έλεγα του Μάικλ Κέιν: «Πως σου φαίνεται όλο αυτό, ενώ εσύ είσαι το πρώτο όνομα;» Και μου απαντούσε: «Να μιλήσουμε ξανά σε δέκα – είκοσι χρόνια, Γιωργάκη μου. Εγώ θα είμαι ακόμη εδώ»! Τα είχαν εφήμερα τα γκομενιλίκια και είχε δίκιο, γιατί ο Μάικλ Κέιν δούλευε μέχρι πέρσι στα 90 του.

Δεν ξέρω από που να το πιάσω το νήμα μαζί σας, πραγματικά. Πάμε στον Ελία Καζάν;

Η γυναίκα του, η Μπάρμπαρα Λόντεν, ήθελε να συναντηθούμε για μια ταινία που θα έκανε τη δεκαετία του ΄80. Πήγα στο σπίτι τους, γνώρισα τον Καζάν και μιλήσαμε στα ελληνικά. Συζητούσαμε θυμάμαι για το «Εξπρές του μεσονυκτίου» και μου έκανε εντύπωση που έλεγε πως δεν ήταν αληθινή η εικόνα των τουρκικών φυλακών. Ακουγόταν παράξενο να το λέει ένας Έλληνας.

Ο οποίος όμως είχε κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή, ήταν γεννημένος στην Τουρκία.

Ακριβώς. Μου είχε δώσει να διαβάσω κι ένα βιβλίο του που θα είχε σχέση με τη μικρασιατική καταστροφή. Δεν έγινε ποτέ η ταινία αυτή. Τέλος πάντων, με έβαζε να του πω ιστορίες από τη ζωή μου, τι έκανα στη Γαλλία όταν έφυγα από την Ελλάδα κλπ. «Τρία βιβλία γράφω με τις αφηγήσεις σου» ήταν τα λόγια του.

Άδικο είχε; Ένα βιβλίο δεν έχετε σκεφτεί να γράψετε;

Το έχω σκεφτεί. Μου το λένε άλλοι δηλαδή. Είμαι λίγο τεμπέλης, αλλά πρέπει, ίσως για να δουν οι νέοι πως τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Μα η αλήθεια είναι πως οι μόνοι διεθνείς Έλληνες ηθοποιού είστε εσείς και ο αείμνηστος Σπύρος Φωκάς.

Αχ, ο Σπύρος, μπορούσε να έχει κάνει μεγαλύτερη καριέρα! Ήξερα τα οικονομικά του προβλήματα. Να φανταστείτε, εγώ ακόμη εισπράττω δικαιώματα απ’ τις επαναλήψεις των Ιταλών. Αρκετά λεφτά. Μια μέρα στην Ιταλία, πριν μερικά χρόνια, με ρώτησαν: «Βρε παιδί μου, που είναι ο Σπύρος Φωκάς; Έχει πολλές επαναλήψεις, πότε θα έρθει να εισπράξει;» Του τηλεφώνησα, του το είπα και με ρώτησε: «Βρε Γιώργο, δεν μπορείς εσύ να τα πάρεις;» Του εξήγησα πως δεν γινόταν, έπρεπε να πάει ο ίδιος. Τον δικαιολογώ βέβαια αφού ήταν καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια. Πολύ λυπηρό, όπως και να’χε.

Με τη Ντάιαν Κίτον (1984)
Μάνος Χατζιδάκις.

Τον γνώρισα στη Ρώμη. Πανέξυπνος άνθρωπος, συμπαθέστατος, μ’ άρεσε πολύ. Κάναμε παρέα, ανταλλάζαμε απόψεις για τον κινηματογράφο της εποχής, όπως του Αγγελόπουλου που είχε πρωτοβγεί. Με τον Αγγελόπουλο είχαμε βρεθεί στις Κάννες το 1975 όταν η ταινία μου κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα κι εκείνου παιζόταν ο «Θίασος» του.

Αναφέρεστε στην αλγερινή ταινία «Chronicle of the years of fire» του Μοχάμεντ Λακντάρ – Χαμινά.

Ακριβώς. Στην Ελλάδα, όμως, έγραφαν σχεδόν ότι ο Αγγελόπουλος πήρε τον Χρυσό Φοίνικα. Εμένα ούτε καν με ανάφεραν και είχα τσαντιστεί λίγο εκείνη την εποχή.

Γι’ αυτή την ταινία ακούω απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια. Υπήρξα φίλος του Νότη Πιτσιλού, μιας καλτ φιγούρας του ελληνικού πορνό του ’80, που έπινε νερό στο όνομα σας από τότε.

Εγώ πήγαινα στα κρυφά στη σχολή Σταυράκου. Εκεί γνώρισα τον Νότη, ο οποίος με έβαλε να παίξω σε μια ταινία κάποιων φίλων του με τη Ντίνα Τριάντη και την Έφη Οικονόμου.  Προσπαθούσε να μου βρει δουλειά από τότε, αλλά εγώ έφυγα, δεν τον ξέχασα όμως. Τον έφερνα στη Ρώμη και έμενε μαζί μου σε μια υπέροχη βίλα. Του είχα υποσχεθεί πως θα έπαιζε σε μία ξένη ταινία. Για να παίξει στην αλγερινή ταινία, έλεγα στον σκηνοθέτη και τους παραγωγούς πως είναι ο Έλληνας Μπαντ Σπένσερ (γέλια). Το χάψανε και τον πήρανε! Κι ήταν και καλός! Ο Νότης μου έδινε την ψυχή του. Να φανταστείτε, μια φορά περίμενα ταξί και μου το πήρε κάποιος άλλος. Έτρεξε ο Νότης και τον έβγαλε έξω (γέλια). Πολλές φορές με βοηθούσε και με την κόρη μου. Με τα πήγαινε – έλα, είχα νταντάδες που δεν τις εμπιστευόμουν. Είχα πάντα τον Νότη μαζί να προσέχει την κόρη μου.

Σας τιμάει αυτό, το να μην ξεχνάτε ποτέ τους πιο ταπεινούς σας φίλους.

Όχι, εγώ ποτέ δεν ξεχνάω. Ούτε κινδύνεψα ποτέ να την ψωνίσω. Ερχόμουν στην Ελλάδα και προσπαθούσα κάπου – κάπου να τους βλέπω όλους, όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μια φορά πήγα σ’ ένα πάρτι της Αλίκης μ’ ένα τοπ μόντελ κορίτσι, έχοντας χωρίσει στο μεταξύ με τη γυναίκα μου. «Κατάλαβα, υπέφερες πάρα πολύ που χώρισες» σχολίασε η Αλίκη (γέλια). Είχε πλάκα κι αυτή.

Πόσα χρόνια μείνατε συνολικά στη Ρώμη;

Πάρα πολλά. Πάνω από σαράντα με ένα στοπ έξι – εφτά χρόνων στην Αμερική, γιατί είχα συμβόλαιο με τη Warner. Τότε έκανα και ένα επεισόδιο για το «Miami Vice» που είχε επιτυχία στην Ελλάδα, αλλά και το «China Beach» και το «Running Delilah».

Παίξατε όμως και στο «Swept Away» του Γκάι Ρίτσι με συμπρωταγωνίστρια τη Μαντόνα. Απίστευτο!

Αυτή την ταινία δεν ήθελα να την κάνω. Μόλις είχα κάνει μία ταινία του Πούπι Αβάτι στη Ρώμη κι όπως ήμασταν στο αυτοκίνητο, μου τηλεφωνούν και μου προτείνουν τα λεφτά για μια ταινία με τη Μαντόνα. «Έλα τώρα που θα παίξω εγώ με τη Μαντόνα, βλακείες δεν κάνω» σκέφτηκα, αλλά τελικά την έκανα την ταινία εξ αιτίας της γυναίκας μου. Ήθελε πολύ να γνωρίσει από κοντά τη Μαντόνα, αλλιώς – να είστε σίγουρος – δεν θα έπαιζα. Η πλάκα ήταν που καθίσαμε ένα μήνα στη Μάλτα και η Μαντόνα απέφευγε συνέχεια τη γυναίκα μου. Ερχόταν, αγκαλιές – φιλιά με μένα, στη γυναίκα μου ούτε καλημέρα. Ίσως να ζήλευε λιγάκι. Μπορεί να ήταν η Μαντόνα, αλλά κι η γυναίκα μου ήταν 20 χρονών κοριτσάκι τότε. Βέβαια, εγώ την ήξερα από πριν τη Μαντόνα. Όταν ήταν με τον Σον Πεν είχε κάνει ένα πάρτι για να συστηθεί ως ηθοποιός κι εκεί γνωριστήκαμε. Ήταν συμπαθέστατη, αλλά ήξερα και τον Σον Πεν. Δεν την ξανάδα για χρόνια ώσπου έγινε η Μαντόνα που όλοι ξέρουμε.

Σας θυμήθηκε όταν ξαναβρεθήκατε στην ταινία του Ρίτσι;

Βεβαίως και, μάλιστα, είπε κάτι πολύ παράξενο. Ενώ ήταν με τον Γκάι Ρίτσι και μιλούσαμε για τον Σον Πεν, γύρισε και μου σχολίασε: «Good old times, Yorgo». Έμεινα άναυδος. Δεν με εντυπωσίασε το γεγονός της πρόσφατης «μεταμόρφωσης» της, αφού έτσι ήταν από τότε. Κάναμε πρόβα κι αυτή έκανε γυμναστική όλη τη μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ο δε Γκάι Ρίτσι ήταν απ’ τους ταχύτερους σκηνοθέτες που είχα δει στη ζωή μου και η αλήθεια είναι πως την είχε «γραμμένη» λίγο τη Μαντόνα. Για να’ μαι ακριβής, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Θα σας πω μια απίστευτη σκηνή: Είχε γύρισμα η Μαντόνα πάνω στο καράβι. Έκανε ποδήλατο. Εγώ είχα δει κάτι δελφίνια και τα έδειξα του Γκάι. Αυτός σκέπασε την κάμερα να μη φαίνεται ότι έψαχνε τα δελφίνια ενώ αυτή έπαιζε. Την έβαλε και το έκανε δεκαπέντε φορές το πλάνο μέχρι να έβλεπε ο ίδιος τα δελφίνια.

Λέτε, λοιπόν, ο Γκάι Ρίτσι να χρησιμοποίησε τη Μαντόνα για να καθιερωθεί στο κινηματογραφικό στερέωμα;

Μάλλον, μετά τη γνωριμία τους έγινε επαγγελματίας σκηνοθέτης. Σίγουρα, όμως, είναι ταλαντούχος. Μου άρεσε που δούλευε πάντα με τους φίλους του, έλεγε μια κουβέντα και την άρπαζαν όλοι, καθώς γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Καταπληκτική σχέση! Φανταστείτε ότι κάθε μέρα, πριν το lunch break στο καράβι, τα μέλη του συνεργείου έπεφταν στη θάλασσα και έπαιζαν ζίου ζίτσου.

Πάμε σ’ άλλο όνομα απ’ την Ελλάδα πάλι. Μελίνα Μερκούρη.

(γελάει) Είμαστε στη Ρώμη και τη βγάζω βόλτα. Είχα μουστάκι και μου φώναζε: «Άσ’ τα αυτά, σίγουρα θα στα’χει πει η Ειρήνη να τα κάνεις» (σ.σ. η Παππά). Όπως καθόμασταν και πίναμε καφέ στο «Καφέ Γκρέκο», υπήρχε ένας πλανόδιος ζωγράφος. Της ζήτησε να τη ζωγραφίσει. Γυρνάει εκείνη και μου λέει: «Ούτε στη Ρώμη, βρε παιδί μου, δεν μπορώ να κυκλοφορήσω ήσυχα;» Ο τύπος, αφού τη ζωγράφισε, πάει και της λέει: «Πέντε χιλιάδες λιρέτες». Κόκαλο η Μελίνα, δεν θυμάμαι καν αν το αγόρασε το έργο.

Χαιρόσασταν τη ζωή που κάνατε, που συνυπήρχατε με όλα τα megastar;

Δεν μπορώ να έχω παράπονο. Είχα ένα φίλο σαν βοηθό μου, τον έπαιρνα δηλαδή στα γυρίσματα. Τα πράγματα ήρθαν έτσι κι αυτός έγινε δισεκατομμυριούχος. Μου λέει καμιά φορά στο τηλέφωνο: «Γιώργο μου, θα έδινα όλα τα δισεκατομμύρια μου να ζήσω όλα αυτά που έζησες εσύ».  Δεν είναι το χρήμα που μετράει, αλλά οι άνθρωποι. Ωστόσο συνεχίζω να παίζω. Μετά την πανδημία, έκανα δύο σειρές στην Ιταλία. Ήθελα να δουλέψω στην Ελλάδα, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Με ρωτάνε στο δρόμο «Πότε θα σας δούμε, κύριε Βογιατζή, γιατί δεν σας βλέπουμε;» Δεν υπάρχουν ρόλοι για μένα στην ηλικία μου. Δεν είμαι παππούς, αλλά δεν είμαι και πιτσιρικάς. Με στενοχώρησε κάτι που συνέβη: Με θέλανε για ένα ρόλο στο σήριαλ με τον Παΐσιο. Τους είπα ότι συνήθως δεν κάνω γκεστ, αλλά να μου έστελναν να έριχνα μια ματιά στο σενάριο. Το διάβασα, μου άρεσε, ήταν μόνο για δύο επεισόδια και είπα ότι θα το κάνω. Κλείσαμε την τιμή και περίμενα να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Έφτασαν οι ημερομηνίες και δεν μου τηλεφώνησε κανείς. Τηλεφώνησα στην παραγωγή και μου είπαν ότι δεν με ειδοποίησαν, αφού είχα…αρνηθεί την πρόταση. Τελικά είχε αλλάξει ο διευθυντής παραγωγής, τον οποίο βρήκα και μου εξήγησε ότι ντράπηκε να με ειδοποιήσει, διότι το μπάτζετ της σειράς είχε μειωθεί. Εκεί τρελάθηκα, τους είπα ότι αυτό δεν το είχα ξαναδεί ποτέ και πουθενά και πως έπρεπε να με ρωτήσουν γιατί μπορεί να το έκανα τζάμπα. Στενοχωρήθηκα τόσο, που δεν θέλω να ξαναδουλέψω εδώ και θα πάω πάλι να παίξω στο εξωτερικό. Τι να τα κάνω μετά τα κρασιά και τα δώρα που μου στείλανε από το Βατοπέδι;

Με τον Κλάους Κίνσκι (1984)
Πολύ ωραία, το ερώτημα όμως είναι ένα: Τι σας έκανε να θέλετε να δουλέψετε στην Ελλάδα;

Μ’ αρέσει εδώ. Είχα και οικογενειακά θέματα, παρότι πέθαναν όλοι οι συγγενείς μου. Όποτε τσαντίζομαι, σηκώνομαι και φεύγω, έτσι έφυγα και έκανα ακόμη μια ταινία στο Τορίνο. Τα ίδια μου κάνανε και με τη «Γη της ελιάς». Με θέλανε για ένα ρόλο και ρωτούσα να μου πουν στοιχεία του ρόλου. Όχι λεπτομέρειες, αλλά να ξέρω κάποια πράγματα. Μίλησα και με τη συγγραφέα, η οποία μου εξήγησε ότι ακόμη δεν είχε σχηματιστεί ο ρόλος και τα κείμενα γράφονταν συνέχεια. Ε, όσο τους άκουσες εσύ, τους άκουσα κι εγώ. Εξαφανίστηκαν! Κάθε τόσο, λοιπόν, θα κάνω έξω μια ταινία για να έχω πέντε φράγκα κι εδώ ίσως κάνω θέατρο. Θέλω μόνο να σκεφτώ τι, αφού όποτε πάω σε παραστάσεις με ρωτάνε πότε θα με δουν. Δεν μου αρέσουν οι νεοτερισμοί που γίνονται στην Επίδαυρο, εγώ έχω μεγαλώσει δίπλα στην Ειρήνη Παππά, που ήταν φανατική της τραγωδίας κι έχει κάνει πολύ ωραίες δουλειές. Δυστυχώς κανονίζαμε να κάναμε «Αγαμέμνονα», εγώ πρωταγωνιστής κι εκείνη στη σκηνοθεσία, αλλά έπαθε αυτό που έπαθε…Με τσάκισε ο θάνατος της. Για πενήντα χρόνια με δυο ανθρώπους μίλαγα κάθε μέρα: Με την Ειρήνη και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Τον οποίο είχατε γνωρίσει στο Παρίσι, να υποθέσω.

Ναι, το ’67 με τους Aphrodites Child. Αυτόν τον είδα στο νοσοκομείο στο Παρίσι στα τελευταία του, την Ειρήνη μετά το αλτσχάιμερ σταμάτησα να τη βλέπω γιατί στενοχωριόμουν αφάνταστα. Η Ειρήνη, ξέρετε, μια ζωή έκανε πλάκα με το αλτσχάιμερ. Όποτε ξέχναγε κάτι, έλεγε «Ο θείος ο Αλτσχάιμερ ήρθε». Και το έπαθε!

Με τον Ρόμπερτ Πάουελ, τον «Ιησού από τη Ναζαρέτ», κρατήσατε επαφή;

Όχι, αλλά ήταν συμπαθέστατο παιδί και καλός ηθοποιός. Πολύ Άγγλος! Ενδέχεται να ξαναδουλέψουμε μαζί σε μια ταινία, άμα δηλαδή μονταριστεί ποτέ. «Queen of Heaven» λέγεται η ταινία και είναι για την Παναγία. Πρότειναν ένα ρόλο σ’ αυτόν και σε μένα, αλλά τελικά τσάκισε η δουλειά, γιατί μπλέχτηκε και η Ελλάδα ως συνήθως.

Είχατε ανέκαθεν θρησκευτικές πεποιθήσεις;

Κανονικά, όχι τίποτα ιδιαίτερο. Η ατμόσφαιρα στον «Ιησού από τη Ναζαρέτ» ήταν πολύ παράξενη, έγινα κι εγώ λίγο πιο πιστός. Έτσι που τα έκανε όλα ο Τζεφιρέλι, γίνονταν αληθινά, σαν να μην ήταν τίποτα φτιαχτό. Είχα αρχίσει να έχω πρόβλημα, σκεφτόμουν περί θρησκείας και μεταφυσικής. Στα στούντιο της Τσινετσιτά πρωτογνώρισα τον Πάουελ που δεν θα φανταζόσουν με τίποτα ότι θα έμοιαζε στον Χριστό. «Τρελάθηκες;» λέω του Τζεφιρέλι κι αυτός μου απαντά: «Περίμενε δύο ωρίτσες». Τον βάζει στο μακιγιάζ και μετά παθαίνω σοκ! Αντίκρισα τον Χριστό κανονικά! Ήξερα όμως ότι ο Ρόμπερτ δεν έβλεπε καλά, αφού φορούσε κάτι γυαλιά ματομπούκαλα. «Και τι θα κάνεις τώρα; Αυτός δεν μπορεί να κατέβει ούτε σκαλί» ξαναρωτάω. Και μου απαντάει ο Φράνκο: «Δεν με νοιάζει αυτό. Θα δεις πως θα πηγαίνει το βλέμμα του στον ουρανό όταν του κάνω τα κοντινά».  Το δε παιδάκι που έκανε τον Χριστό το είχαμε αλλάξει πέντε φορές. Δεν του άρεσε του Τζεφιρέλι και παίρναμε άλλο μέχρι να βρίσκαμε το σωστό. Χάρμα παιδί ήταν η Ολίβια Χάσεϊ, που μιλάμε μέχρι σήμερα και ζει στο Λος Άντζελες. Και πολύ όμορφο κορίτσι!

Στο μεταξύ, ενώ στις Γραφές ο Ιωσήφ παρουσιάζεται ηλικιωμένος, εσείς ήσασταν πολύ νέος.

Ούτε 30 δεν ήμουν, αφού τα γυρίσματα είχαν ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν βγει η ταινία. Στα συμβόλαια έπρεπε όλοι οι ηθοποιοί να είναι Αγγλοσάξονες. Ήμουν ο μόνος που δεν ήμουν, γιατί με επέβαλε ο Τζεφιρέλι. Τους έλεγε: «Ο Γιώργος έχει μια ειρήνη στα μάτια του και αυτό χρειάζομαι».

Ήταν εκκεντρικός άνθρωπος ο Τζεφιρέλι με το μικρό σκυλάκι του και τον προσωπικό του μασέρ;

Τότε είχε μεγάλα σκυλιά. Γνωστό ότι του άρεσαν τα αγόρια, δεν κρυβότανε. Ήταν τρομερά γενναιόδωρος με τους γκόμενούς του. Τον μεγάλο του έρωτα, με τον οποίο ακόμη μιλάμε στα τηλέφωνα, τον υιοθέτησε στο τέλος για να άφηνε την περιουσία του. Ήταν καταπληκτικός στις σχέσεις του με τους άνδρες. Ότι μπορούσε να κάνει, το έκανε! Ο Τζεφιρέλι ήταν πανέξυπνος, ετοιμόλογος κι άμα του έλεγες και τίποτα, σε γύριζε ανάποδα. Όταν τον πρωτογνώρισα, πριν την ταινία, με είχε ξεχέσει και με το δίκιο του. Έλεγα ότι είμαι πολύ «independent» γκόμενος και πως μου την πέφτανε όλοι. Είμαι σ’ ένα πάρτι στη Ρώμη στο σπίτι του Τζεφιρέλι που είχαμε πάει με την Ειρήνη και τον Κακογιάννη. Με κοίταγε και σε μια φάση ζητάει το τηλέφωνο μου. Σαν έξυπνος κι εγώ, του κάνω «Ξέρεις, εμένα δεν μ’ αρέσουν και πολύ οι άνδρες» και μου απαντάει: «Ποιος σε θέλει γι’ αυτό, ρε μαλάκα; Για δουλειά σε ήθελα»…Και σηκώνεται και φεύγει. Τον πρόσβαλλα και δεν τον ξανάδα. Περνάνε τα χρόνια και γίνεται το κάστινγκ για τον «Ιησού». Είμαι στο Λος Άντζελες και ο casting director, πρώην γκόμενος και οδηγός του Τζεφιρέλι, ένας μυώδης τύπος, με μισούσε. Αυτός με απέρριψε και γυρνάω στη Ρώμη, θέλοντας να δω τον Τζεφιρέλι, παρόλο που είχε συμβεί μεταξύ μας αυτό που σας είπα. Ο Μπολονίνι μου έδωσε τη διεύθυνση του και του έγραψα γράμμα: «Είμαι ο Γιώργος Βογιατζής, ξέρω ότι είδες την αλγερινή ταινία μου, γιατί σε είχα δει στην προβολή και θέλω να κάνω κάτι στον ‘’Ιησού’’». Μου τηλεφώνησε αμέσως, πέρασα από το γραφείο του, ήμουν κοντοκουρεμένος και μου λέει: «Για δες, ο Γιώργος Βογιατζής με λιγότερα μαλλιά». Είπα μέσα μου: «Με αναγνώρισε και τώρα θα με χέσει άγρια». Το αντίθετο, όμως. Όταν ο casting director ζήτησε να κάνω δοκιμαστικό, του είπε ο Τζεφιρέλι: «Δεν χρειάζεται κανένα δοκιμαστικό. Μου κάνει. Τον είδα τρεις ώρες στο πανί. Γεια σου»! Με τον δε casting director ποτέ δεν μιλήσαμε. Έμπαινε στο ασανσέρ ο ένας και έβγαινε ο άλλος. Μετά τον έκανε και executive producer στον «Ιησού» ο Τζεφιρέλι.

Θα τα κονόμησε χοντρά. Δικαιώματα εισπράττετε ακόμη απ’ την τηλεταινία;

Ναι, πολλά. Ε, πως τη βγάζουμε μέχρι σήμερα; (γέλια) Κάθε χρόνο μου στέλνουν δικαιώματα από τη Χιλή και τη Νότιο Αμερική, ενώ με καλούν σε αφιερώματα στις τηλεοράσεις. Τα λέω, δεν βαριέμαι. Στην Ελλάδα βαριέμαι να τα ξαναπώ, αφού κάθε Πάσχα με ψάχνουν όλα τα κανάλια. «Ρε παιδιά, ζω και άλλες εποχές» τους απαντάω. Εδώ πάνε και κάνουν ένα ρολάκι έξω και στο κοπανάνε συνέχεια. Εγώ τι να πω που έχω κάνει έξω 70 ταινίες και 30 σειρές;

Να πάμε τώρα στον Κλάους Κίνσκι. Μεγάλη μορφή. Τέρας τον λέγανε επίσης.

Μα τι τέρας! Τρεις ταινίες κάναμε μαζί και στην τελευταία πλακωθήκαμε, ενώ εγώ δεν έχω πλακωθεί ποτέ με ηθοποιό.

Εννοείτε ξύλο κανονικά;

Ξύλο, ναι, κανονικότατα, γιατί ήθελε την τότε γκόμενα μου. Της την έπεσε στα ίσα. Ξεκινήσαμε το «Νοσφεράτου στη Βενετία» το ’88 με μια άλλη ηθοποιό. Εγώ ερχόμουν στα γυρίσματα με μια κοπέλα, μοντελάκι, αλλά με πιάνει ο παραγωγός: «Ο Κλάους θα ήθελε να παίξει αυτή». Μου εξήγησε πως αν δεν έπαιζε, θα μας δημιουργούσε πρόβλημα. «Ρε παιδιά, η γκόμενα μου είναι, δεν είναι ηθοποιός, αλλά άμα τη θέλετε, πάρτε τη». Τους έβγαλε την πίστη γιατί το κορίτσι δεν είχε ιδέα. Είχε μια σκηνή με τον Κρίστοφερ Πλάμερ και καθόταν ο άνθρωπος και της τα έλεγε τα λόγια φράση – φράση. Ο Κίνσκι ήταν πανευτυχής! Σ’ ένα γύρισμα τους, όμως, την έπιασε απ’ το λαιμό και την έσφιγγε. «Πότε θα τελειώσεις με τον Γιώργο;» τη ρώταγε. Το βλέπω εγώ αυτό, ορμάω, «Τι κάνεις, ρε Κλάους;» τον ρωτάω. Μου χύμηξε κατευθείαν! Μας χώρισαν, θυμάμαι. Τον είχα βάλει κάτω, επειδή ήταν και μικροκαμωμένος, αλλά δεν μπορούσα να τον σταματήσω. Με δάγκωνε, μου τράβαγε τα αυτιά, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Είχαμε παίξει και στη «Μικρή τυμπανίστρια», αλλά εκεί δεν έλεγε τίποτα, γιατί εγώ ήμουν αρχηγός και τον έσωσα. Δεν ερχόταν στις πρόβες και τον πιάνω και του λέω: «Άσε τις μαλακίες και έλα στις πρόβες, γιατί σκέφτονται να σ’ αλλάξουν. Έχουν ήδη τηλεφωνήσει στον Τζιν Χάκμαν». Με ευχαρίστησε και άρχισε να έρχεται. Να φανταστείτε, είχαμε μια σκηνή στο «Νοσφεράτου» ο Κλάους, εγώ, ο Πλάμερ και ο Ντόναλντ Πλέζανς – εξαιρετικός άνθρωπος ο Πλέζανς, κάναμε και μ’ αυτόν τρεις ταινίες μαζί. Ο Κλάους διέκοπτε συνέχεια την πρόβα. Ζητούσε καθρέφτη για να βλέπει συνέχεια τη μούρη του και μας την έσπαγε. Τελικά, αποφάσισε να παίξει και ήτανε καταπληκτικός. Μου κάνει ο Πλάμερ: «Κοίτα τι μαλάκας είναι. Αν ήξερε πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι, δεν θα μας έβγαζε το λάδι». Τόσο ανασφαλής ήταν ο Κίνσκι. Θυμάμαι και τον Ντόναλντ Πλέζανς πάλι σε σκηνή με όλους μας, να κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση ως άψογος επαγγελματίας που ήταν.

Πείτε μου και για τη Ναστάζια Κίνσκι, την κόρη του Κλάους.

Είχαμε έρωτα, αλλά και μεγάλα προβλήματα.  Τη γνώρισα έγκυο στη Ρώμη και το σκάσαμε μαζί. Άσε, αυτή η ιστορία είναι άλλο «department». Μείναμε για μήνες μαζί, γιατί είχα γυρίσει Ελλάδα για ένα δικαστήριο κι αυτός που μετά έγινε άνδρας της, και που ήταν φίλος μου, την έπιασε με άλλους δυο και της είπαν: «Με τον Γιώργο πήγες κι έμπλεξες; Να ξέρεις, απλά έλειπες απ’ τη λίστα με τις γκόμενες του. Στοίχημα έχει βάλει να κάνει και μαζί σου φάση». Μου τηλεφώνησε η Ναστάζια στην Αθήνα με κλάματα, με έβριζε κλπ. «Είσαι τρελή;» της έλεγα, αλλά μετά απ’ αυτό τσαντίστηκα και δεν ήθελα να την ξαναδώ. Χρόνια μετά τη βρήκα στο Λος Άντζελες και πήγα και την πήρα απ’ το σπίτι του Κουίνσι Τζόουνς, του άνδρα της. Τα συζητήσαμε, αλλά εγώ τότε ήμουν με τη μάνα του γιου μου, του Γουίλιαμ. Εννοείται πως με μίσησε και ο Κουίνσι Τζόουνς, αλλά μέσω της Βαλέρια Γκολίνο, που ήταν φίλη μου, του έστειλα μήνυμα πως είμαστε φίλοι με τη Ναστάζια και δεν θέλω να του την πάρω. Επειδή όμως η Ναστάζια πήγαινε πάλι να κολλήσει μαζί μου, το αφήσαμε.

Μα ήταν όμως και το ωραιότερο θηλυκό της μεγάλης οθόνης η Ναστάζια Κίνσκι.

Το πιο ωραίο φιλί που είχα δώσει στη ζωή μου! Δύο φιλιά μου έχουν μείνει μεταξύ ζωής και σινεμά, με τη Ναστάζια και την Ορνέλα Μούτι. Τυχερός όποιος ηθοποιός είχε ερωτική σκηνή μαζί τους. Με την Ορνέλα Μούτι κάναμε μαζί μια σπονδυλωτή ταινία, παίζαμε σε ένα σκετς. Είχε τέτοια επιτυχία γ ταινία στο γυναικόκοσμο, που ακόμη την προβάλλουν στην Ιταλία και τη Γαλλία. Μια φορά συνάντησα ένα κορίτσι στο μετρό και μου έλεγε πως είχε λατρέψει την ταινία. «Τι σου άρεσε;» τη ρώτησα, «που σκότωνα την Ορνέλα Μούτι στο τέλος;» Μου απάντησε: «Το ότι ήσασταν τόσο γλυκός και μετά τόσο κακός»! Έμεινα άναυδος. Με την Ορνέλα Μούτι είμαστε φιλαράκια, κάναμε μαζί στη Ρώμη πριν τρία χρόνια μια εκπομπή στη RAI UNO, στην οποία θα ξαναβρισκόταν το αγαπημένο ζευγάρι των Ιταλών. Ήτανε ίδια. Της λέω «Καλά, μωρή, δεν γερνάς; Μόνο εγώ γερνάω;» και μου απαντάει: «Αγάπη μου, είναι αισθητικός ο σύντροφός μου» (γέλια) Πάντως, για να ξαναπάω στη Ναστάζια, τελευταία φορά είδαμε μια ταινία μαζί στο Λος Άντζελες και κοιμήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής. «Ωραία ταινία» σχολίασε μόλις τέλειωσε, αλλά δεν είχε δει τίποτα. Απ’ ότι ξέρουμε, δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα της. Η ίδια μου είχε πει ότι την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά. Το πιστεύω, γιατί ήταν τρελός αυτός! Σε μια άλλη σκηνή στο «Νοσφεράτου» που έπρεπε να με δαγκώσει, μου λέει ο σκηνοθέτης: «Πρόσεξε, γιατί αυτός θα σε δαγκώσει πραγματικά». Εγώ στο μεταξύ κοίταγα τα αρχίδια του που φτάνανε μέχρι τα γόνατα. Την ώρα της λήψης, έβαλα το πόδι μου πάνω στα αρχίδια του ώστε να του τα έκανα πλακέ άμα με δάγκωνε. Έτσι βγήκε η σκηνή, αλλιώς δεν θα γινότανε. Άσε που ήταν ολόιδιος ο Νοσφεράτου ο βρυκόλακας!

Τον Λάνθιμο τον έχετε παρακολουθήσει κι αν ναι, σας αρέσει;

Και ναι και όχι. Ο άνθρωπος είναι επαγγελματίας. Κάνει ωραίες δουλειές, αλλά μου θυμίζει λίγο τον Γιώργο Κοσμάτο. Δηλαδή κάνει ταινίες χωρίς να έχει βρει ένα τρόπο να κάνει ταινίες. Χρησιμοποιεί πολύ καλά τους ηθοποιούς που τον λατρεύουν γιατί παίρνουν όλοι βραβεία κοντά του. Η προτελευταία ταινία του μου άρεσε, ενώ τα παλιότερα του δεν μου άρεσαν, δεν τα καταλαβαίνω. Παραείναι συμβολικός ο κινηματογράφος του.

Με τον Παζολίνι γνωριστήκατε ποτέ;

Όχι, αλλά ήταν πολύ φίλος με τον Τζεφιρέλι. Είχαν μεγάλη πλάκα με τον Άντζελο Φρουτόνι τον φωτογράφο. Πήγαιναν οι τρεις τους στο Βιτέρμπο, που ήταν κέντρο νεοσύλλεκτων. Μου έλεγε ο Τζεφιρέλι: «Έχουν έξοδο τα Σαββατοκύριακα και πάμε εκεί. Έχουμε όσους θέλουμε» (γέλια). Αυτοί οι άνθρωποι ήταν πιο αντράκια απ’ όλους. Ο Παζολίνι πλακωνόταν στο ξύλο κιόλας με τεκνά και φασίστες, έβαζε κάτω δέκα άντρες! Εγώ γνώρισα έξω διαφορετικά τους γκέι απ’ ότι εδώ έχουν όλα τα στερεότυπα οι Έλληνες. Να σας πω για στρέιτ που ήταν πιο «γυναικούλες» κι απ’ τις γυναίκες. Ποτέ δεν είχα κακή σχέση με κανέναν, παρόλο που εγώ υπήρξα μια ζωή στρέιτ. Ούτε με θέλανε κιόλας, και πλάκα κάνανε με τις γκόμενες μου και εγώ με τους γκόμενους τους. Εδώ ακούς συνέχεια αυτό το ξεκατινίασμα, «Αυτή η αδερφάρα, μωρέ»! Ναι, ρε μαλάκα, εσύ τι είσαι δηλαδή; Συγγνώμη, αλλά αυτοί που βρίζουν, πρέπει να τις έχουν τις πομπές τους, αλλιώς δεν θα έβριζαν. Τα ξέρω γιατί τα έβλεπα στην Ελλάδα. Όπως έλεγε η Ειρήνη: «Παιδιά, μην τον ‘’τρώτε’’ πολύ, γιατί μετά δεν θα έρθετε ποτέ σε μας τις γυναίκες» (γέλια).

Μίκης Θεοδωράκης.

Άλλη ιστορία μ’ αυτόν, να μου γράψετε τη βιογραφία μου εσείς! Τον γνώρισα επί δικτατορίας, όταν ήμουν τυχαία αντιστασιακός.

Τι εννοείτε;

Αυτό που πάω να σας πω τώρα: Στη Ρώμη η Ειρήνη ήταν το επίκεντρο της παρέας και τους έφερνε όλους, από τον Γιάννη Μαρκόπουλο μέχρι τον Ανδρέα Παπανδρέου.  Μια φορά πλήρωσα κι εγώ το τραπέζι κιόλας, που τρώγαμε σε ψαράδικο με τον Ανδρέα και τη Μάργκαρετ. Τους αγαπούσα, ήταν ωραίος άνθρωπος ο Ανδρέας. Μου εξήγησε ο Ανδρέας πως είχαν ένα meeting σε ξενοδοχείο της Ρώμης όλοι οι εξόριστοι, αλλά δεν ήθελαν να τους δουν οι Ιταλοί. Δεν εμπιστεύονταν τους καραμπινιέρους, φοβόντουσαν ότι είχαν επικοινωνία με τους δικούς μας τους χουντικούς. Εγώ τότε είχα μια λαμποργκίνι. Μου ζήτησαν να πάρω τον Μίκη από τη βίλα του Κομμουνιστικού Κόμματος και να τον πάω στο ξενοδοχείο «Πλάζα» χωρίς να με δουν οι Ιταλοί. Τους ξέφυγα και με πιάσανε πιο κάτω. Ο Μίκης να ουρλιάζει και να μου λέει: «Δεν χωράω εδώ μέσα! Να με δει και κάνα μάτι μες στη Λαμποργκίνι»! Του έκανα πλάκα! «Τι να κάνουμε, βρε Μίκη; Το θέμα δεν είναι να έχουν όλοι Ζάσταβα, είναι να έχουν Λαμποργκίνι» του έλεγα. Μ’ άκουγε προσεκτικά. Απ’ αυτό το πράγμα, κάπως με βάλανε μετά σε κάτι λίστες αντιστασιακών και έτσι γλίτωσα το στρατό που ήμουν ανυπότακτος.  Ο Μίκης ήταν πολύ μεγάλος, αλλά η καλή περίπτωση ήταν ο Χατζιδάκις. Μου άρεσαν και οι δύο εξίσου, όπως και ο Μαρκόπουλος.

Ροκ συναυλίες παρακολουθούσατε έξω;

Όχι πολύ. Δεν ήμουν του ροκ. Ιταλικά τραγούδια άκουγα κι ακόμη ακούω. Είχα γνωρίσει πολλούς, όμως. Ο Ρίνγκο Σταρ των Beatles ερχόταν στο σπίτι του Παπαθανασίου στο Λονδίνο για να του έδειχνε πως έπαιζε ηλεκτρονικά την κιθάρα. Τρελά πράγματα. Μεγάλη πλάκα έχει και το πώς γνώρισα τον Μικ Τζάγκερ. Είμαστε σ’ ένα κλαμπ στο Λονδίνο με membership. Είχα μια Φεράρι 365 και την είχα παρκάρει έξω απ’ το κλαμπ. Μέσα ο Τζάγκερ έμοιαζε σαν να είχε πάρει 10.000 ναρκωτικά. Χόρευε, ούρλιαζε, έδειχνε διαλυμένος. Νόμιζες! Φεύγω απ’ το κλαμπ και τυχαίνει να φεύγει κι αυτός. Πριν μπει στη λιμουζίνα του με τον οδηγό, είδε τη Φεράρι μου. Γυρίζει νηφαλιότατος και με ρωτάει «Είναι η καινούργια η 365;». Μπαίνει στη λιμουζίνα, τηλεφωνεί του δικηγόρου του και αρχίζει να μιλάει κανονικότατα. Δεν ήταν τελικά καθόλου λιώμα, απλώς έπαιζε ένα ρόλο. Έπαθα πλάκα, απορούσα πως θα έβρισκε το αυτοκίνητο του, όχι να πρόσεχε το δικό μου και να ρωτούσε ποια μάρκα ήταν. Ε μα, δεν θα έφτανε στα 80 του σήμερα άμα είχε κάνει όλα αυτά που λέγανε! Και με τη Μαριάν Φέιθφουλ γνωρίστηκα. Τα είχα με μια φίλη της, που μαζί θα κάνανε το «Πέιτον Πλέις», στο οποίο τελικά έπαιξε η πρώην γυναίκα του Ράιαν Ο’ Νιλ και πρώην μεγάλος έρωτας δικός μου. Στο Λονδίνο είχαμε φάει μερικές φορές με τη Φέιθφουλ και τη Ντάιαν Κίτον, οι οποίες μιλούσαν συνέχεια για τον ψυχολόγο τους. «Άλλο θέμα δεν έχετε να πείτε, ρε κορίτσια;» τους ρώταγα. Όταν είχαμε ερωτευθεί με τη Ντάιαν Κίτον, όλα τα έλεγε του ψυχολόγου της και μετά τηλεφωνούσε του Γούντι Άλεν. Να φανταστείτε πως ο Γούντι Άλεν είχε στείλει εδώ ένα φίλο του να μου βγάλει μια φωτογραφία που θα του την έστελνε για να με «μελετήσει». Είχαν μια τρομερή σχέση με την Κίτον με διάρκεια.

Είστε ευτυχής αυτή τη στιγμή που μιλάμε;

Η Ελλάδα λίγο με στενοχωρεί, γιατί δεν αλλάζει τίποτα. Έχω πέσει κι έχω σπάσει δυο δόντια. Δεν είναι δυνατόν να έχουν τρύπες τα πεζοδρόμια! Παρκάρουν όλοι όπου θέλουν. Περνάνε με κόκκινο. Τα ίδια σκατά κάνανε όλες οι κυβερνήσεις. Πότε δουλεύουν όλοι αυτοί όταν είναι όλη μέρα στα κανάλια; Με την τωρινή κυβέρνηση είναι λίγο πιο καλά για την εξωτερική πολιτική. Αυτός μιλάει καλά ξένες γλώσσες και συνεννοείται, αλλά δε νομίζω ότι ασχολείται με τα σοβαρά μικροπροβλήματα του λαού. Να πω την αλήθεια, χωρίς να έχω μεγάλη γνώση, τον συμπαθούσα τον Τσίπρα. Ήμουν έξω εκείνη την εποχή, αλλά με είχε κερδίσει ως νέο παιδί που ήταν. Ευτυχώς ποτέ δεν μου πρότειναν να πολιτευθώ. Εδώ να σας πω ότι ο αδερφός του πατέρα μου, ο Απόστολος Βογιατζής, ήταν μες στους πέντε που κάνανε το ΕΑΜ. Κολλητός με τον Πλαστήρα, ίδρυσαν μαζί τη βιβλιοθήκη της Καρδίτσας. Ο αριστερός αυτός θείος μου, πολύ αγαπητός μου, που είχε διαβάσει 15.000 βιβλία, ξαφνικά επί δικτατορίας έγινε Υπουργός Εργασίας της χούντας!

Πως το εξηγείτε;

Πήγα και τον βρήκα! «Θείε, τι κάνεις;» και μου απαντάει: «Γιώργο, εγώ δεν ήθελα τον Εμφύλιο. Ήθελα ν’ αποχωρίσω απ’ τον ΕΑΜ όταν μπήκαμε στα όπλα. Είχα ένα πρόγραμμα και το πρότεινα σ’ όλες τις κυβερνήσεις. Το πρότεινα και στον Παπαδόπουλο γιατί σκέφτηκα πως εκ των έσω θα βοηθούσα περισσότερο. Δεν κατάλαβε τίποτα απ’ το πρόγραμμα, αλλά του άρεσε. ‘’Σε κάνω Υπουργό Εργασίας για να το εφαρμόσεις’’ μου είπε». Όταν ήρθα στην Ελλάδα κι ήμουν ανυπότακτος, πήγα στη Βουλή να με βοηθήσει να μη με χώσουν μέσα. Μου κάνει «Γιώργο μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί παραιτούμαι σήμερα. Θα γίνει της πουτάνας στο Πολυτεχνείο»! Που το ήξερε αυτός; Άρχισα να έχω αμφιβολίες μήπως ήταν άνθρωπος της CIA τελικά. Πλέον πιστεύω πως η χούντα ήταν φορετή απ’ τους Αμερικανούς. Δεν μπορεί να «γίνανε» ξαφνικά μια ομάδα βλάχων στρατιωτικών. Κάτι υπήρχε από πίσω.

Με την Ορνέλα Μούτι
Με το ροκ δεν είχατε σχέση. Με το λαϊκό τραγούδι;

Λάτρευα τη Μοσχολιού και τον Μπιθικώτση. Τους έβλεπα. Ήμασταν πολύ φίλοι με τη Μαρινέλλα. Είχα βάλει ένα μεγάλο στερεοφωνικό μέσα στο αυτοκίνητο, η Μαρινέλλα μου έφερνε τον καινούργιο της δίσκο και κάναμε μεγάλες βόλτες στη Ρώμη, ακούγοντας τον. Θυμάμαι και που είχαμε πάει σ’ ένα μεγάλο πάρτι της ιρανικής πρεσβείας, όπου την ήξεραν όλοι τη Μαρινέλλα. Τον Καζαντζίδη δεν είχα γνωρίσει, αλλά τον αγαπούσα πολύ. Με τον Μπιθικώτση έχω άλλη αστεία ιστορία: Κάπνιζαν κάνα μαύρο με τον Διονυσίου. Μου έδωσαν μια μέρα ένα παφ, έπεσα πίσω, οπότε κάνει ο Μπιθικώτσης: «Φέρε λίγο μελάκι στο παιδί» (γέλια). Εντάξει, το χασισάκι σε ηρεμεί, δεν είναι σαν την κόκα που σε διαλύει τελείως. Εγώ, πάντως, τσιγάρο στα 38 μου πρωτοκάπνισα. Τα έβλεπα κι έξω με τον Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ, ηθοποιάρα. Είχα πάει σ’ ένα πάρτι του και δεν είχα ξαναδεί τόσα drugs στη ζωή μου. Ήταν συνέχεια γκολ, αλλά έκανε αποτοξίνωση και επανήλθε.

Πως εξηγείτε τα ναρκωτικά ως μέρος του καλλιτεχνικού life style;

Στο Λος Άντζελες το έβλεπες παντού αυτό. Υπήρχαν παντού ναρκωτικά. Απ’ την άλλη, όμως, όταν είχα συμβόλαιο με τη Warner, έβλεπα συχνά τον Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος απ’ το πρωί το έριχνε στη γυμναστική. Δεν ακούμπαγε ναρκωτικά αυτός, γι’ αυτό κι έχει φτάσει 94 ετών. Δεν κάναμε παρέα, ένα «γεια» λέγαμε τα πρωινά συνήθως. Να σας πω και κάτι άλλο αστείο: Όταν είχα το συμβόλαιο, μου τηλεφωνούσαν από τη Warner και με ρωτούσαν αν ήταν καλό το breakfast. Μόλις έληξε το συμβόλαιο, δεν έβρισκα κανέναν στα τηλέφωνα. Μου έστειλαν ένα δωράκι κι αυτό ήτανε! Θα μου ανανέωναν το συμβόλαιο, αλλά δεν το έκαναν, γιατί είπα όχι σε μία ταινία.

Το μετανιώσατε;

Ίσως ναι, γιατί θα’χα κάνει μεγάλη καριέρα στην Αμερική. Δεν τα ήξερα αυτά εγώ. Με θέλανε για μια εμπορική ταινία, μπλοκμπάστερ, με τον Τσακ Νόρις. Θα κάναμε τους αντιπάλους. Μου έδιναν τεράστια χρήματα, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Τηλεφώνησα της Ειρήνης Παππά και μου είπε το εξής: «Ξέχασε το! Θες να γίνεις σταρ ή καλός ηθοποιός που μετά γίνεται και σταρ;» Εντάξει, νοοτροπία της Ειρήνης…Είχα ραντεβού σε ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, όπου θα τους απαντούσα, και για καλή μου τύχη συνάντησα εκεί τη Ναστάζια Κίνσκι. Με ρώτησε τι έκανα με τα κινηματογραφικά και της απάντησα πως με ήθελαν για μια «μαλακία με τον Τσακ Νόρις». Μου λέει λοιπόν: «Καλά, βρε Γιώργο, εσύ θα παίξεις με τον Τσακ Νόρις, είναι δυνατόν;» Μου είχε μιλήσει και η Παππά, οπότε ξεκίνησαν τα προβλήματα μου με τη Warner. Είναι ένα σύστημα που αν παρεκκλίνεις έστω και λίγο, σε πετάνε έξω. Θέλανε, θυμάμαι, να διορθώσω το αξάν μου και τους εξηγούσα πως δε γίνεται να το κάνω. Δεν ήμουν και πολύ εντάξει στα ραντεβού μου. Είχαμε τον ίδιο δάσκαλο φωνητικής με τον Τζέρεμι Άιρονς, που αυτός πήγαινε πάντα στο ραντεβού τους.

Άρα λειτουργήσατε σαν Έλληνας περισσότερο;

Ευχαριστιόμουν τη ζωή μου. Με αναγνώριζαν τα κορίτσια στη Νέα Υόρκη και μόνο αυτό με ένοιαζε. Δεν ενδιαφερόμουν για τη δουλειά ιδιαίτερα, νόμιζα πως θα μου δίνουν μονίμως λεφτά για να κάθομαι.

Αποταμιεύσατε;

Όχι. Σχεδόν τα έφαγα όλα. Ζω άνετα, αλλά όχι και πολύ άνετα. Έχω και δεν έχω οικονομικό πρόβλημα, αφού θέλω να αποκαταστήσω τους δικούς μου ανθρώπους. Τη γυναίκα μου πρωτίστως, τη Ντιάνα, που μου αφιέρωσε τη ζωή της από 17 ετών. Σήμερα είναι στα 43, είμαστε μαζί τα τελευταία 26 χρόνια. Σκέφτομαι πως άμα φύγω εγώ, τι θα της μείνει; Ένα απλό σπίτι, μια μαλακία; Πρέπει κάπως να τα οργανώσω. Έχω καλές επαφές με όλα μου τα παιδιά και τις πρώην συζύγους μου, εκτός από τη μάνα της Κασσάνδρας, της κόρης μου, που δεν είναι πολύ καλά. Αυτή που ήταν η σούπερ γκόμενα, που ήταν όλη η Ιταλία ερωτευμένη μαζί της, σήμερα βαδίζει με πι. Πολύ λυπηρό. Η κόρη μου πήγε και την είδε στην Καλαβρία, που ζει τώρα, και μου είπε: «Καλύτερα να μην τη δεις». Το ίδιο μου είχαν πει και για την Λι Τέιλορ Γιάνγκ, την πρώην γυναίκα του Ράιαν Ο’ Νιλ, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Πριν τέσσερα χρόνια, ήμουν στη Ρώμη και είχα τραπέζι τον Μπόμπι, τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Τρώγαμε και συζητούσαμε για την Λι Τέιλορ Γιάνγκ που είχε έρθει στη Ρώμη και μου έστελνε μηνύματα για να συναντηθούμε, αλλά εγώ δεν ήξερα πως θα ήταν μετά από σαράντα χρόνια. Επειδή ήξερα ότι τελευταία της ταινία ήταν με τον Ντε Νίρο, τον ρώτησα: «Να τη δω ή να μην τη δω;» Και μου κάνει ο Μπόμπι: «Ξέχασε το» (γέλια).

Είσαστε φίλοι με τον Ντε Νίρο;

Κάναμε λίγο παρέα, ναι. Τυχαία.  Πολύ κλειστός, μιλάει λίγο, αλλά έχει απίστευτο χιούμορ. Τρώγαμε και κάτω απ’ το σπίτι μου υπήρχε ένα εστιατόριο. Μου χτυπούσαν και μου έφερναν τα φαγητά που ζητούσα. «Τι θα φας, Μπόμπι;» τον ρωτούσα, αφού είχε πάντα μαζί τον personal trainer του. Είχαμε φάει κι άλλη φορά μαζί με τη γυναίκα του. Τα γκαρσόνια τον αναγνώρισαν, οπότε κάθε φορά ερχόταν κι άλλο γκαρσόνι. Κυκλοφόρησε στη γειτονιά ότι με επισκεπτόταν ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο μαζί με μια φήμη ότι συζούσαμε. Αποτέλεσμα ήταν να νοικιάσουν οι παπαράτσι όλα τα απέναντι σπίτια και την να τη στήνουν απ’ το πρωί με τις κάμερες, ενώ ο Ντε Νίρο είχε ήδη φύγει. Θυμάμαι ότι τελευταία φορά τον είχα καλέσει στο σπίτι για να έβλεπε μια ταινία που είχα κάνει. Κάθισε ο καημένος και την έφαγε στη μάπα δυο ώρες, αλλά τουλάχιστον ήταν ευγενής. Τον Αλ Πατσίνο δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά μια φορά μόνο τον συνάντησα στον οδοντίατρο μου στη Νέα Υόρκη. Είχαμε τον ίδιο οδοντίατρο και είδα ένα ανθρωπάκι με μια μυτόγκα που πήγαινε εκεί κάθε μέρα, όπως μου είπε ο γιατρός, για να συνηθίσει τη νάρκωση στο στόμα του. 

Με τη Μόνικα Μπελούτσι
Ποια θεωρείτε σημαντικότερη ταινία σας;

Την αλγερινή που βραβεύτηκε στις Κάννες. Πριν χρόνια, ξαναπήγα σε μια προβολή τιμητική στις Κάννες και ένιωσα όπως στην πρώτη προβολή. Πάνω από δέκα λεπτά χειροκροτούσε ο κόσμος δίχως ούτε ένα γιούχα. Δεν είχε συμβεί ποτέ με μια ταινία που μιλάει εναντίον των Γάλλων ιμπεριαλιστών.

Τι περιμένετε από δω και πέρα;

Είμαι 78 ετών, αλλά για να ξέρετε την αλήθεια, είμαι γεννημένος το 1946 και όχι το ’45. Επειδή γεννήθηκα Δεκέμβριο, η μάνα μου δεν ήθελε να χάσω τάξη στο σχολείο και με δήλωσε μια χρονιά μεγαλύτερο. Που να το άλλαζα μετά, βαριόμουν. Τώρα, βέβαια, που πλησιάζω τα 80 και δεν μ’ αρέσει, θα ήθελα να έχω γραμμένη την πραγματική μου ηλικία. Εμένα μ’ αρέσει να δουλεύω και όταν μένω πολύ καιρό εκτός, στενοχωριέμαι και δεν έχω τι να κάνω. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο απ’ αυτά που ούτε το 5% δεν σας είπα. Η Ελλάδα αρέσει πάρα πολύ στη Ντιάνα, τη γυναίκα μου. Μιλάει άπταιστα ελληνικά και τη λατρεύουν στη γειτονιά. Τη Ρώμη τη δέχεται, αλλά όχι όπως την Αθήνα. Το Παρίσι, ούτε γι’ αστείο. Μας αρέσει εδώ και εγώ δεν θα ήθελα να πεθάνω έξω. Είδα και τι έγινε στην κηδεία του Παπαθανασίου στο Παρίσι, που ήταν κάτι το απαίσιο. Όλα τόσο οργανωμένα και γρήγορα για την αποτέφρωση. Περίμενες στην ουρά, γιατί ακολουθούσε άλλη κηδεία μετά. Ένα φιλί μόνο μπορούσες να δώσεις στο φέρετρο την ώρα που περνούσε. Έδωσα το φιλί. Με είδε ο Ρομάν Πολάνσκι, με ρώτησε τι έκανα και του εξήγησα πως είναι το έθιμο αυτό. «Να το κάνω κι εγώ» είπε ο Ρόμαν και έτρεξε, αλλά φίλησε τον αέρα, αφού το φέρετρο είχε ήδη φύγει.

Να, τόση ώρα και δεν είπαμε για τον Πολάνσκι.

Κάναμε το «Φράντικ» και στενή παρέα. Όποτε πήγαινα στο Παρίσι, μαζευόμασταν κάθε Τετάρτη στο σπίτι του Παπαθανασίου και βλέπαμε μαζί παλιές ταινίες. Έχουμε επαφές, μου τηλεφώνησε πριν λίγο καιρό για να μου πει: «Γιώργο, έγινα 89 χρονών». Του απάντησα «Μπράβο, ρε Ρόμαν». Ίδιος έμεινε, στο δρόμο πάει πιο γρήγορα από μας. Και πολύ μεγάλος σκηνοθέτης. Επειδή είναι και καλός ηθοποιός, ξέρει και από ηθοποιούς. Δεν χτυπιέται…Την ήξερα την ιστορία του με το ανήλικο, αλλά πρέπει να σας πω ότι το συγκεκριμένο κοριτσάκι, πριν τον Ρόμαν, είχε πάρει τον Τζακ Νίκολσον και τον Γουόρεν Μπίτι. Ο Πολάνσκι την πλήρωσε, αλλά το κορίτσι με την ανοχή της μάνας του είχε πάρει το μισό Χόλιγουντ. Γεμάτη είναι η Αμερική από τέτοια κοριτσάκια και θέλει μεγάλη προσοχή. Κι εγώ πήγα να την πατήσω. Ήμουν σ’ ένα κλαμπ στη Ρώμη που είχε έναν Έλληνα μάνατζερ, μόδιστρο και φίλο του Βισκόντι. Αυτός με έβαλε στις VIP θέσεις του κλαμπ και βλέπω δυο κορίτσια να με κοιτάνε και να χαμογελάνε. Τα κάλεσα και τα κέρασα, έδειχναν 20 – 22 ετών. Μου ζήτησαν να έρθουν και τα δύο στο ξενοδοχείο. Όταν τα ρώτησα τι έκαναν στην Ιταλία, μου είπαν ότι ήταν απ’ το Οχάιο και ήρθαν για γουίκεντ στη Ρώμη. Θα πήγαιναν πάλι στο σχολείο μετά. «Δηλαδή στο πανεπιστήμιο» τους κάνω εγώ. Βάλανε τα γέλια και μου είπαν πως είναι 14 ετών. Τις έδιωξα αμέσως και άλλαξα ξενοδοχείο. Θα έβαζα στοίχημα ότι ήταν εικοσάρες. Χέστηκα πάνω μου.

Δηλαδή αν ο Πολάνσκι κάνει νέα ταινία, θα σας καλέσει να παίξετε;

Πολύ πιθανό. Κάθε φορά μου λέει «Δεν σου έχω κάποιο ρόλο σ’ αυτό, ρε γαμώτο». Τελευταία φορά που μιλήσαμε, μου είπε «Γιώργο, πάντα έχεις ωραία φωνή. Η φωνή δεν αλλάζει ποτέ». Όταν έκανα το δοκιμαστικό για το «Φράντικ», του είπα ότι μου αρέσουν τα γλυκά. Φεύγουμε απ’ το στούντιο και με πήγε στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο. Μετά γύρισε κι είπε του παραγωγού: «Τον πήρε το ρόλο ο Βογιατζής, δεν θα κάνει δοκιμαστικό». Τρώγοντας γλυκά όλα αυτά.

Πέδρο Αλμοδόβαρ.

Τον γνώρισα φευγαλέα. Ένας φίλος μου είχε φέρει τον Αντόνιο Μπαντέρας στο σπίτι μου, τότε που δεν μίλαγε καν αγγλικά.  Δούλευε με τον Αλμοδόβαρ, στα ξεκινήματα μου, και μαζί τους είχα πετύχει κάποιες φορές. Ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο μου είχε φέρει τον Μπαντέρας στο σπίτι μου. Ήμασταν φίλοι γιατί τον είχα βοηθήσει όταν ακόμα πήγαινε στη σχολή. Σήμερα η ταρίφα του είναι κάποια εκατομμύρια. Πολύ καλός ηθοποιός και πολύ καλό παιδί. Πρώτη φορά έβλεπα ηθοποιό που άρεσε εξίσου σε όλες τις γυναίκες και σ’ όλους τους άνδρες. Τον ερωτεύονταν άνδρες και γυναίκες το ίδιο!

Αληθεύει ότι γίνατε μαλλιά – κουβάρια με τον Μελ Γκίμπσον;

Αληθεύει. Εγώ έπαιζα στην ταινία για τον Χριστό που έκανε. Είχα παίξει τον Καϊάφα, αλλά με πλήρωσε κανονικά, παρόλο που αποχώρησα. Ήμουν έτοιμος με το μακιγιάζ και με όλα να πάω πλάνο, αλλά τελευταία στιγμή δεν τα βρήκαμε. Η Ιταλίδα φίλη μου, casting director, που μου είχε κλείσει τη δουλειά με τον Μελ Γκίμπσον, πέθανε πριν λίγο καιρό. Τηλεφώνησα του παραγωγού μου κι έμαθα πως κι αυτός πέθανε στα 60 του. Κανείς δεν μου έχει μείνει.

Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.

(γελάει) Δεν γνωριστήκαμε ποτέ, αλλά εκείνη την εποχή η Λι Τέιλορ Γιάνγκ, που τα είχαμε, έπαιρνε ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε ταινία. Είχε συνάντηση με τον Μαστρογιάνι στο Παρίσι για μία ταινία. Την πήγα, την άφησα και της είπα πως θα έκανα βόλτες γύρω – γύρω μέχρι να τέλειωνε το ραντεβού της. Όπως έκανα βόλτες, βλέπω και μια άλλη να κάνει το ίδιο. Ήταν η Φέι Νταναγουέι, τότε γκόμενα του Μαστρογιάνι, που είχε αγωνία κι αυτή για την άλλην, τη δικιά μου. Κοιταζόμασταν και δεν μιλούσαμε, αλλά εγώ ήξερα ότι τα είχε με τον Μαστρογιάνι.

Φεντερίκο Φελίνι.

Όχι απλά τον γνώρισα, αλλά δυστυχώς τον κόλλησα στον τοίχο. Ποτέ δεν το συγχώρησα στον εαυτό μου. Είχε ζητήσει να με δει για το «Σατυρικόν». Τότε είχα μακριά σγουρά μαλλιά και ήμουν πολύ φοβισμένος, γιατί τον λάτρευα. Έτρεμα ολόκληρος και απ’ την αγωνία μου ξύρισα το κεφάλι μου. Πήγα στα γραφεία της Τσινετσιτά κι ακόμη δεν είχε έρθει ο Φελίνι. Περνούσαν κάτι κομπάρσες με τεράστια βυζιά, απ’ αυτές που χρησιμοποιούσε ο Φελίνι και μου τη σπάγανε, με ρωτούσαν «Εσείς σε ποιο σωματείο κομπάρσων ανήκετε;» Απαντούσα: «Δεν είμαι κομπάρσος εγώ». Έρχεται ο Φελίνι με την κουστωδία του, σταματάει μπροστά μου, με κοιτάει και λέει «Είσαι και ηθοποιός εσύ;» Του απαντάω «Ηθοποιός είμαι», με προσπερνάει και φεύγει. Είχα αρχίσει ήδη να αφρίζω. Μετά από πέντε λεπτά, έρχεται με μια φωτογραφία μου που είχα μακριά μαλλιά και μου κάνει: «Εσύ σήκω πάνω». Τον κόλλησα στον τοίχο! «’’Σήκω πάνω’’ να πεις στο γιο σου, όχι σε μένα»! «Μα, ήθελα να δω πόσο ψηλός είσαι» ίσα που ψέλλισε με μια φωνούλα σαν να τον ακούω τώρα. Στο μεταξύ, έκλεισα με συμβόλαιο τη συμμετοχή μου στην πρώτη αμερικανική ταινία μου. Μία μέρα πριν φύγω για την Κολομβία, μου τηλεφώνησε ο Φελίνι. Ήθελε να με ξαναδεί. Πήγα να πεθάνω απ’ τη στενοχώρια μου! Ήταν το όνειρο της ζωής μου και τα έκανα σκατά εγώ ο ίδιος. Ήμουν πολύ οξύθυμος τελικά, αλλά μου έβγαινε και σε καλό. Είχα πάει να συναντήσω, θυμάμαι, τον Τζέιμς Κλαβέλ που κάναμε την ταινία με τον Ομάρ Σαρίφ και τον Μάικλ Κέιν. Μου λέει «Θα κοιτάξω να σας απαντήσω σύντομα, γιατί ξέρω πως εσείς οι ηθοποιοί είστε in question για τη φωνή, το σωματότυπο σας, τα πάντα. Εγώ βασικά συγγραφέας είμαι και το μόνο που με νοιάζει είναι που γίνεται ταινία το βιβλίο μου». Κι εγώ τι του απάντησα; «Μην ανησυχείτε, κύριε Κλαβέλ. Υπάρχουν 10.000 σκηνοθέτες στον κόσμο. Όσως οι 9.999 να με θέλουν κι εσείς ο ένας να μη με θέλετε. Δεν αλλάζει κάτι. Γεια σας». Με φώναξε πίσω αμέσως: «Μόλις πήρες το ρόλο»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: