Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Όταν η Αφροδίτη Μάνου τραγουδούσε με τον Μίκη Θεοδωράκη την ημέρα των γεγονότων του Πολυτεχνείου

 

Από τα τέλη του 1972 και σε ηλικία δεκαεννιάμισι ετών η Αφροδίτη Μάνου είχε βγει στο εξωτερικό ως ερμηνεύτρια του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνη, η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής με μια επταμελή λαϊκή ορχήστρα, αποτελούμενη από Έλληνες μουσικούς, φυσικά υπό τη διεύθυνση του Θεοδωράκη. Μέσα σε ένα διάστημα δέκα μηνών είχαν δώσει συνολικά 156 συναυλίες, μια δραστηριότητα δηλαδή εξαντλητική για κάθε καλλιτέχνη «on the road». Μάλιστα, στο περιθώριο των συναυλιών, η Μάνου είχε την τύχη να παραστεί τον Σεπτέμβριο του 1973, στη Νέα Υόρκη, σε ιδιωτική προβολή της ταινίας «Serpico» του Sidney Lumet με τη μουσική του Μίκη, παρουσία του Al Pacino.

Δύο μήνες αργότερα, στα μέσα του Νοέμβρη, το συγκρότημα ταξίδεψε στο Τορόντο του Καναδά για ένα τριήμερο συναυλιών. Την παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στην Ελλάδα, εκεί δεν είχαν συναυλία. Η Μάνου θυμάται να κάθονται όλοι μαζί στο ξενοδοχείο, συνομιλώντας με Έλληνες επισκέπτες, φίλους και δημοσιογραφικούς παράγοντες. Υπήρχε μια ανησυχία διάχυτη για το τι γινόταν στην Αθήνα, που κορυφωνόταν με ειδήσεις για τους πρώτους νεκρούς. «Αγωνιούσα πολύ για την αδερφή μου» λέει η Μάνου, ενθυμούμενη την αείμνηστη Μαρία Δημητριάδη. «Είχε φτάσει στα αυτιά μου η φήμη ότι τη σκότωσαν»…Λεπτομέρεια: Ενώ η Δημητριάδη ήταν η πρώτη που είχε τραγουδήσει στο εξωτερικό με τον Μίκη Θεοδωράκη την περίοδο της χούντας, το ΄73 βρισκόταν στην Αθήνα και μαζί με τον Θάνο Μικρούτσικο τραγουδούσαν μες το Πολυτεχνείο καθημερινά για τους καταληψίες φοιτητές. Όταν κάποια στιγμή βγήκαν έξω με τα άλλα παιδιά, έφαγαν το ξύλο της χρονιάς τους με αποτέλεσμα να κρύβονται από δω κι από κει για κάμποσες εβδομάδες.

Την επόμενη, 17 του Νοέμβρη, θα δινόταν συναυλία στο Τορόντο, την οποία θα άνοιγε ο Πέτρος Πανδής και αμέσως μετά η Μάνου θα τραγουδούσε τον «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Με το που ανοίγει το στόμα της και λέει «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», η Μάνου αρχίζει να δέχεται τόνους κόκκινων γαρίφαλων από τον κόσμο, κυρίως φοιτητές της ελληνικής ομογένειας. Ήταν τέτοιο το…ωστικό κύμα από τα λουλούδια που την έσπρωξε κυριολεκτικά προς τα πίσω! «Επρόκειτο για κάτι το συγκλονιστικό και ανεπανάληπτο» την παρακολουθώ σήμερα να λέει με συγκίνηση. Στο μεταξύ τα νέα για την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο είχαν φτάσει. Οι πληροφορίες ήταν πια επιβεβαιωμένες μαζί με την είδηση ότι η Δημητριάδη δεν είχε πάθει τίποτα. Παρόλα αυτά, μόνο ένα τηλεφώνημα στη μάνα της στην Αθήνα κατάφερε να ηρεμήσει τη Μάνου σχετικά με την τύχη της αδερφής της. 

Την άλλη μέρα ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε την εξής προφητική δήλωση στους ξένους ανταποκριτές: «Στην Αθήνα χύθηκε αίμα και όταν χύνεται αίμα οι δικτάτορες γλιστράνε και σύντομα θα πέσουν»! Ένα κανονικό κίνημα συμπαράστασης προς τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό άρχισε να διαμορφώνεται από την άλλη άκρη του κόσμου!

«Ήταν μια θυελλώδης επεισοδιακή χρονιά» λέει η Μάνου, «αφού είχαν συμβεί πολλά γεγονότα παγκοσμίως με αποκορύφωμα στη δική μας περίπτωση την ετοιμασία του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο τους αμέσως επόμενους μήνες». Κορυφαία στιγμή της ήταν για την ίδια όμως εκείνη η συναυλία στον Καναδά με όλη την τρομερή αγωνία, το λυτρωτικό τραγούδι του Θεοδωράκη και το ξέσπασμα του κόσμου. Έτσι έζησε την 17η Νοεμβρίου του 1973 η Αφροδίτη Μάνου και δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ στη ζωή της! 

* Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr (16.11.2018)

Η ιστορία των «Τραγουδιών του Αγώνα», του πιο επαναστατικού κύκλου τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη


Ο δίσκος «Τα τραγούδια του Αγώνα» είναι ο πλέον «επαναστατικός» του Μίκη Θεοδωράκη, περισσότερο ίσως κι από κάποια μεμονωμένα τραγούδια του, σαν το «Γελαστό παιδί» από τον κύκλο «Ένας Όμηρος» ή το «Σφαγείο» από τα «Τραγούδια του Ανδρέα». Κατά τη γνώμη μου, η ορμητικότητα και ο παλμός των «Τραγουδιών του Αγώνα» εξηγείται αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν: Ναι μεν τα μισά δημιουργήθηκαν στο Λονδίνο του 1971, σε συνθήκες ελευθερίας, τα άλλα μισά όμως – συμπεριλαμβανομένης της «Αρκαδίας IV»  γράφτηκαν κατά το διάστημα κατ’ οίκον περιορισμού και εγκλεισμού του συνθέτη στο Βραχάτι (1968), στη Ζάτουνα (1969) και στο στρατόπεδο Ωρωπού (1970).

Πολλά απ’ αυτά τα τραγούδια θεωρούνται ενδεχομένως παρωχημένα σήμερα, κατάλληλα μόνο για τους ετήσιους εορτασμούς του Πολυτεχνείου, κάθε 17 Νοέμβρη. Αναφέρομαι στο «Πάλης ξεκίνημα (Οι πρώτοι νεκροί)», στο «(Κι εσύ λαέ βασανισμένε) Μην ξεχνάς τον Ωρωπό» – ή και «Μην ξεχνάς τον φασισμό» στις συναυλιακές εκδοχές του τραγουδιού τουλάχιστον – και στο «Διότι δεν συνεμορφώθην». Και τα τρία ηχογραφήθηκαν με την ανεπανάληπτη ψυχωμένη ερμηνεία του Θεοδωράκη σε στίχους του Αλέκου Παναγούλη το πρώτο και του ίδιου του συνθέτη στα άλλα δύο. Υπάρχουν κι άλλα τρία «Τραγούδια του Αγώνα» που έγραψαν πραγματική ιστορία: «Ο λεβέντης (Σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα)» σε στίχους του Νότη Περγιάλη με τη φωνή της 19χρονης τότε Μαρίας Δημητριάδη. «Η αυλή (Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα)» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου με τις φωνές της Μαρίας Φαραντούρη και του Θεοδωράκη και, φυσικά, το «Ποιος τη ζωή μου» με τη Φαραντούρη. Ειδικά το «Ποιος τη ζωή μου» με τους στίχους του Ελευθερίου είναι το μοναδικό που κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο ενός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου και να αποκτήσει διαχρονικότητα, εφόσον ακούγεται μέχρι τις μέρες μας. Μάλιστα, το διασκεύασαν και οι αδερφοί Κατσιμίχα στο άλμπουμ τους, «Τρύπιες σημαίες», το 2000.

Εκτός του Θεοδωράκη, της Φαραντούρη και της Δημητριάδη, στα «Τραγούδια του Αγώνα» συμμετείχε κι ένας άλλος ερμηνευτής, φοιτητής ιατρικής εκείνη την εποχή στο Λονδίνο. Επρόκειτο για τον Λάκη Καραλή, που την ίδια χρονιά, με παρακίνηση του Θεοδωράκη και με την κιθάρα της συμφοιτήτριας του, Αλέκας Παπαρήγα, θα κυκλοφορούσε το θρυλικό «Supermarket» του, ένα άλμπουμ που καυτηρίαζε τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.

Σε όλα τα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν σε λονδρέζικα home studios πιάνο έπαιζε ο Θεοδωράκης, κιθάρα ο Καραλής και μπουζούκι ο Ανδρέας Μιχαλάκης, στενός συνεργάτης του συνθέτη τα χρόνια της αυτοεξορίας του στο εξωτερικό. Συμμετείχαν όμως και τρεις ξεχωριστοί ξένοι μουσικοί: Η Αγγλίδα Rose Simpson στο μπάσο και την κιθάρα που μόλις είχε αποχωρήσει από το ψυχεδελοφόλκ συγκρότημα των Incredible String Band (είχε εμφανιστεί και στο φεστιβάλ του Woodstock μαζί τους τον Αύγουστο του 1969).

Ο Andy Preston στην κιθάρα και τα keyboards, νεαρότατος τότε, που τα ίχνη του ξαναβρίσκουμε στις αρχές των 90s με τη συμμετοχή του σε βρετανικές rock μπάντες. Ο Carl Arnold, επίσης, που συνεργάστηκε πιο στενά με τον Έλληνα συνθέτη, εφόσον έπαιξε κιθάρα και στην πρώτη ηχογράφηση του κύκλου «Τα Λαϊκά» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου στο Παρίσι του 1970.

Άφησα για το τέλος τα τρία τραγούδια τις «Αρκαδίας IV» που αποτελούσαν μελοποιήσεις του Θεοδωράκη στα επαναστατικά ποιήματα «Ωδαί» του Ανδρέα Κάλβου, εξ ου και ολοκλήρωσαν την ενότητα των «Τραγουδιών του Αγώνα»: Τα «Ηφαίστεια», το «Εις Σάμον» και το «Αι ευχαί». Κι αν στην πρώτη επίσημη έκδοση του δίσκου τον Σεπτέμβριο του 1974 αναγραφόταν πως «με τα τραγούδια του Κάλβου ο Μ. Θεοδωράκης συνεχίζει το δρόμο που σταθερά άνοιξε η μεγάλη ελληνική ποίηση κτήμα όλων των Ελλήνων», έχω την αίσθηση πως σαν επιλογή και μόνο φανέρωναν από τότε το όραμα του συνθέτη για μια Πατριωτική Αριστερά (την απόλυτη διαστρέβλωση αυτού του, καθ’ όλα σεβαστού, οράματος θα τη βλέπαμε πολλές δεκαετίες μετά, στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, αλλά δεν είναι επί της παρούσης ένας περαιτέρω σχολιασμός). Το θέμα είναι πως η Μαρία Φαραντούρη στο τραγούδι «Εις Σάμον (Όσοι το χάλκαιον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται)» κατέθεσε μία συγκλονιστική ερμηνεία για όλα τα επόμενα χρόνια, που την έχρισε διεθνή ερμηνεύτρια τραγουδιών διαμαρτυρίας, εφάμιλλη της σύγχρονης της, Αμερικανίδας Joan Baez, ή της Mersedes Sosa από την Αργεντινή.

Τα «Τραγούδια του Αγώνα» έγιναν για όλους τους Έλληνες αντιστασιακούς και αυτοεξόριστους στο Λονδίνο την περίοδο της επταετίας, σήμα κατατεθέν της θυσίας των αγωνιστών συμπατριωτών τους. Κυκλοφόρησαν κυριολεκτικά από σπίτι σε σπίτι που ζούσαν Έλληνες αντιστασιακοί (Γιώργος Γραμματικάκης, Στέφανος Ληναίος, Αντώνης Μπριλλάκης κ.α.) Η έκδοση τους, απαγορευμένη φυσικά στην Ελλάδα, έγινε ταυτόχρονα σε Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία. Εδώ κυκλοφόρησαν τον Σεπτέμβριο του 1974 από τη MINOS με διαφορετικό φυσικά εξώφυλλο, αυτό με την περίφημη μακέτα της Ξανθίππης Μίχα – Μπανιά.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ’73, στη Γαλλία τυπώθηκε μία παράνομη εκδοχή του έργου με τον πιασάρικο τίτλο «November 1973 The Greek Rebellion» και με την ακόμα πιο πιασάρικη αναγραφή στο εξώφυλλο, στα αγγλικά: «These are the voices of students who were murdered (Αυτές είναι οι φωνές των φοιτητών που δολοφονήθηκαν)» κλπ.

Τον Μάιο του 2017, σε συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Μίκης Θεοδωράκης, τον είχα ρωτήσει γι’ αυτόν το δίσκο. Η απάντηση του ήταν η εξής: «Ξέρετε πόσα έργα μου έχουν επανεκδοθεί στο εξωτερικό χωρίς να το γνωρίζω εγώ και οι εκάστοτε εκδότες μου; Τα ”Τραγούδια του Αγώνα” ήταν ήδη γνωστά στο εξωτερικό, άρα κάποιοι επιτήδειοι σκέφτηκαν να τα τυπώσουν με άλλο εξώφυλλο και τίτλο, εκμεταλλευόμενοι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πάλι καλά αφού άφησαν και τα ονόματα των δημιουργών. Ας είναι, τότε προείχε ο αγώνας και ελάχιστα μας ενδιέφεραν τα εκδοτικά μας δικαιώματα».

Για την ιστορία να πούμε, τέλος, ότι ο εν λόγω δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη δεν είχε σταματήσει να επανεκδίδεται σε βινύλιο και σε CD μέχρι πρόσφατα με διαφορετικά πάλι εξώφυλλα: Από την Polydor το 1996 και από την FM Records το 2005 στο πλαίσιο συγκεντρωτικών επανεκδόσεων της θεοδωρακικής εργογραφίας.

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Frank Zappa - Νίκος Παπάζογλου: 1 - 1

Το «Chunga' s revenge» βγήκε το 1970 και ήταν το εντέκατο κατά σειρά άλμπουμ στην δισκογραφία του Frank Zappa (1940 - 1993) στην πιο δημιουργική φάση του, εφόσον τόσο εκείνη τη χρονιά, όσο και την προηγούμενη, το 1969, είχε εκδώσει συνολικά έξι δίσκους με μουσική και τραγούδια του. Ήταν τέτοια η απήχηση που είχε το συγκεκριμένο άλμπουμ ακόμη και στην Ελλάδα, εν μέσω χούντας, που οι πιο ψαγμένοι Έλληνες μουσικοί του ροκ, σαν τον Δημήτρη Πουλικάκο (και τον Διονύση Σαββόπουλο, όπως θα δούμε παρακάτω), επηρεάστηκαν ξεκάθαρα από τον δημιουργό του. Έτσι, στην ηχογράφηση του άλμπουμ «Ζωντανοί στο Κύτταρο (Η ποπ στην Αθήνα)» από το 1971, ακούμε τον «Ανεπρόκοπο» του Πουλικάκου με τους Εξαδάχτυλος, δηλαδή το ηλεκτρικό blues «Road Ladies» από το «Chunga' s revenge» του Zappa μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Θείο Νώντα και τον Τάσο Φαληρέα. Έχω την αίσθηση πως ακόμη ένα κομμάτι από το άλμπουμ του Zappa, το «The Nancy & Mary Music», ενέπνευσε και τον Παύλο Σιδηρόπουλο για να κάνει τα περίεργα φωνητικά του στην ηχογράφηση του τραγουδιού «Ο γερο - Μαθιός» (ως Δάμων & Φιντίας) επίσης στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο» το 1971. 


Αρκετά χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ένας άλλος δίσκος που μπορεί να μην είχε καμία σχέση με ροκ και ηλεκτρικό ήχο, σίγουρα όμως άλλαξε το τοπίο του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα. Αναφέρομαι στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» των Νίκου Ξυδάκη - Μανώλη Ρασούλη από το 1978 με βασικό ερμηνευτή τον Νίκο Παπάζογλου, γνωστό στους ροκ κύκλους της Θεσσαλονίκης. «Chunga' s revenge» ονομαζόταν το άλμπουμ του Frank Zappa, «Η εκδίκηση της γυφτιάς» βαφτίστηκε το άλμπουμ με τον Παπάζογλου: Η λέξη «Chunga» δεν μεταφράζεται ακριβώς ως «Γυφτιά» στα ελληνικά, αλλά στο πλαίσιο της ισπανικής αργκό επιδέχεται πολλές ερμηνείες με ορισμένες απ' αυτές να σημαίνουν o «κακός», ο «χάλιας» κλπ. Στο ένα εξώφυλλο ακόμη εικονιζόταν ο Frank Zappa σε μία στιγμή έντασης, από κάποιο live προφανώς, ενώ στο άλλο ο ερμηνευτής Νίκος Παπάζογλου σε μία μάλλον χαλαρή στιγμή. Και φτάνω τώρα στον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος υπήρξε παραγωγός του δίσκου των Ξυδάκη - Ρασούλη. Ο ίδιος μου είχε πει το 2005, στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ», πώς ακριβώς την ίδια περίοδο με τον Πουλικάκο και τον Σιδηρόπουλο, δηλαδή το 1970 - 71, άκουγε πολύ τον Frank Zappa ταυτόχρονα με τον Bob Dylan και τους άλλους τροβαδούρους. Το «Chunga' s revenge» ήταν αγαπημένος δίσκος του, επομένως θέλησε ούτε μία δεκαετία μετά να κλείσει το μάτι στο έργο αυτό μέσω ενός άλλου έργου με τη δική του σφραγίδα. Ένα πραγματικά πολύ ωραίο κλικ του ματιού του Σαββόπουλου στον Zappa, ένα από τα μουσικά του ινδάλματα όταν διένυε την ροκ περίοδο του.  

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Μελίνα Ασλανίδου: «Δεν είμαι ο άνθρωπος των τραγουδιών για να περάσουμε καλά, που μετά ξεχνιούνται»

Η Μελίνα Ασλανίδου είναι μοναδική περίπτωση καθαρόαιμης λαϊκής τραγουδίστριας που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και «κατέκτησε» όλη την Ελλάδα επανεκτελώντας ένα παλιό τραγούδι της Πόλυς Πάνου. Τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή της στο ριάλιτι «The voice» της έδωσε μια τρομερή αναγνωρισιμότητα, απ’ την οποία εκείνη κρατάει την επαφή των νέων παιδιών με την ιστορία του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού. Ισως γιατί ανέκαθεν, όπως υποστηρίζει, την ένοιαζε η ουσία των πραγμάτων και όχι το περιτύλιγμα. Τη συναντήσαμε στο Green Park λίγες εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα του νέου κύκλου παραστάσεών της.

Σας συναντώ μία βροχερή μέρα. Σας αρέσει να τραγουδάτε κάτω από τη βροχή;

Πολύ! Οι πιο μαγικές στιγμές ήταν, γιατί βλέπεις ότι η μουσική δεν σκιάζεται από τίποτα, αφού ο άλλος δεν θα αφήσει την αλήθεια της για να προφυλαχτεί από το νερό. Θα βραχεί και θα περάσει και τέλεια! Αγαπώ ιδιαίτερα γι’ αυτό τις καλοκαιρινές συναυλίες που γίνεσαι ένα με τη φύση.

Αυτό προϋποθέτει μία απελευθέρωση. Είστε μία απελευθερωμένη τραγουδίστρια;

Τώρα πια, ναι. Όσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος, έχει επίγνωση. Μπορεί βέβαια ένας άλλος να’ναι από το σπίτι του απελευθερωμένος, παίζουν ρόλο οι πεποιθήσεις που έχει φορτώσει το «σύστημα» του. Όσο πας στην αληθινή σου ουσία, πετάς τα βαρίδια που κουβαλάς από εφτά χρονών και πορεύεσαι απελευθερωμένος. Εγώ, ας πούμε, γεννήθηκα στη Γερμανία μέσα σ’ ένα φυσιολογικό μεσοσαστικό περιβάλλον των Ελλήνων της διασποράς. Οι μετανάστες ανέκαθεν περνούσαν πιο δύσκολα, αφού έπρεπε να ενσωματωθούν σε μία καινούργια πόλη με έναν διαφορετικό λαό. Η μητέρα μου αρχικά ήταν στη Σουηδία και μετά στη Γερμανία με τον πατέρα μου, οπότε είχαν μία κοσμοπολίτικη αντίληψη οι δικοί μου.

Σε ποια ηλικία ήρθατε στην Ελλάδα;

Δυόμισι ετών. Εγκατασταθήκαμε στην Παραλίμνη Γιαννιτσών και στα 16 μου άρχισα να πηγαινοέρχομαι στη Θεσσαλονίκη, που ακόμη τη θεωρώ πόλη – μάνα μου. Κάθε φορά που πηγαίνω, ζωντανεύουν οι μαγικές στιγμές που πέρασα εκεί όλα τα επόμενα χρόνια. Σαν να βλέπω μπροστά μου τον Νίκο Παπάζογλου σε κάθε γωνιά και θυμάμαι πράγματα που μου είχε πει. Γνώρισα τον Ρασούλη, τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, τον Μάλαμα, την Κανά και την Καλημέρη.

Να πάμε πολλά χρόνια πίσω, στο 2001, όταν ξεκίνησαν όλα με τους Απέναντι.

Ήταν φρέσκια η προσέγγιση που κάναμε στο «Τι σού’κανα και πίνεις» που σφράγισε η Πόλυ Πάνου. Είχε βγει σε CD – single μαζί και μ’ άλλα σπουδαία τραγούδια του Άκη Πάνου. Ήταν πολύ «Θεσσαλονίκη» εκείνη η δουλειά. Δουλεύαμε για χρόνια στον «Μύλο» με τον Χρήστο Μητρέντζη και θέλαμε να μπολιάσουμε αυτό το ρεπερτόριο με τον δικό μας Θεσσαλονικιώτικο ήχο. Η ενορχήστρωση είχε γίνει ομαδικά, ένα σπάνιο κλίμα για τα σημερινά δεδομένα. Ήμασταν μια ομάδα σαν οικογένεια σχεδόν.

Μήπως το ομαδικό στοιχείο είναι βασικό συστατικό της νεότητας;

Μπορεί. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που το κουβαλάς και θες να το μοιραστείς και με τους επόμενους νεότερους συνεργάτες σου. Ο Νταλάρας, π.χ., κάνει πολύωρες πρόβες με λεπτομέρειες. Άμα φύγει το ένα «τσίκι», μπορεί να γίνει και Τρίτος Παγκόσμιος (γέλια). Κι όμως, αυτή η τελειομανία στη μουσική έχει ουσία. Θέλουμε να’ναι ένα αποτέλεσμα, που να μην είναι τέλειο, αλλά ψυχωμένο.

Γιατί να μην είναι τέλειο;

Εγώ τέλεια δεν είμαι και δεν ήθελα ποτέ να είμαι, αλλά είμαι όσο πιο αληθινή γίνεται. Αυτό ζητάω και από τους μουσικούς μου. Όλα αυτά σημαίνουν πως αφού έχω μελετήσει τεχνικά το τραγούδι, γίνεται κομμάτι από την ψυχή μου.

Η αλήθεια είναι πως όλοι οι συνάδελφοί σας σάς περιβάλλουν με αγάπη. «Το καλύτερο παιδί» έχω ακούσει να λένε. Πόση προσπάθεια θέλει για να’σαι το «καλύτερο παιδί»;

Το βρίσκω βαθιά συγκινητικό, αλλά ντρέπομαι και κοκκινίζω. Μου το λένε πολλοί φίλοι – συνάδελφοί σε σημείο που με τρολάρουν. Ο «θείος» (σ.σ. ο Γιώργος Νταλάρας) είναι αυστηρός μαζί μου, κάτι που αγαπώ πάρα πολύ σ’ αυτόν. Ωραίο είναι να’σαι το «καλύτερο παιδί», το δίνω σαν εύσημο στον εαυτό μου του τύπου «Είσαι αυτό που είσαι, είναι η αλήθεια σου».

Η ερμηνεία συμβαδίζει με την προσωπικότητα του εκάστοτε καλλιτέχνη;

Πολύ. Η ερμηνεία έχει να κάνει με το πως εσύ αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Ένα τραγούδι θα το πω με άλλο τρόπο σε σχέση με έναν συνάδελφο που θα’χει άλλα βιώματα. Που ταυτιζόμαστε όλοι, όμως; Στην αλήθεια!

Αναρωτιέμαι αν με το τραγούδι αποσκοπούσατε στη βελτίωση της τέχνης σας ή πρωτίστως του εαυτού σας.

Ωραία ερώτηση! Την τέχνη μου, θα έλεγα. Έχει πρωταρχικό ρόλο η μελωδία ή ο στίχος που θα τραγουδήσω, αφού αυτό ίσως έμαθα από τη μαθητεία μου στον Μητρέντζη. Όχι ότι δεν έχει σημασία η ανθρώπινη υπόσταση, το τι είδους άνθρωπος είσαι. Και, κυρίως, αν είσαι άνθρωπος, αφού το τραγούδι θυμίζει την ανθρώπινη ανάγκη για πόνο, ελευθερία, χαρά, όλα τα συναισθήματα. Σαν ένας ρόλος στο θέατρο, σαν να αποδίδεις μονόπρακτα τρίλεπτα κάθε φορά.

Μιλήστε μου λίγο για τις μουσικές σπουδές σας.

Έκανα φωνητική, ενώ όταν ήμουν μικρή μάθαινα βυζαντική μουσική χωρίς να τελειώσω τις σπουδές μου. Ήμουν σε χορωδίες και ακόμη μ’ ενδιαφέρει η βυζαντινή μουσική. Είχα την υποστήριξη των δικών μου, αφού στο χωριό είχε έρθει ένας ιερέας, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη μουσική διαπαιδαγώγηση όλων των παιδιών. Στην Παραλίμνη Γιαννιτσών, ξέρετε, έχουν μουσική κουλτούρα οι άνθρωποι. Όταν ήρθα πια στην Αθήνα, έκανα φωνητική με την εξαιρετική Σοφία Νοητή, στην οποία χρωστώ την «τοποθέτηση» μου και το «διάφραγμα» μου. Το έψαξα πολύ είναι η αλήθεια.

Μου κάνει εντύπωση, πάντως, γιατί η βυζαντινή μουσική φαίνεται λίγο μακριά απ’ το δικό σας τραγουδιστικό πρότυπο.

Είναι ένα πιο ασκητικό είδος τέχνης και γι’ αυτό δεν της αφιερώθηκα. Είναι όμως ένα κομμάτι δικό μου, που δεν το παραβλέπω. Το πιστεύω και για τη δισκογραφία, δεν είναι όλα τα πράγματα για τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά και για τη «σωτηρία της ψυχής που’ναι πολύ μεγάλο πράγμα». Θα μπορούσα να κάνω ένα δίσκο με βυζαντινούς ύμνους και αυτή τη στιγμή, στο πλαίσιο της παράλληλης δισκογραφίας, κάνω έναν δίσκο στα ποντιακά. Ο Κώστας Αυγέρης μου γράφει καινούργια ποντιακά τραγούδια και ήδη έχω τραγουδήσει το πρώτο που έχει λίγο κινηματογραφική δομή.

Αν και ξέρετε ότι απευθύνεστε σε ένα πιο ειδικό κοινό.

Δεν με απασχολεί, γιατί τον δίσκο θα τον αφιερώσω σ’ έναν άνθρωπο που πάντα θα αγαπώ, τον Γιώργο Ποζίδη, ο οποίος ήταν σαν πατέρας μου. Σιγά – σιγά φτιάχνεται ο δίσκος χωρίς να είναι η κύρια δισκογραφική μου δραστηριότητα. Μ’ αρέσει να έχω ανοιχτή τη βεντάλια μου, να δοκιμάζω πράγματα.

Δηλώνετε λαϊκή τραγουδίστρια;

Μα είμαι λαϊκή τραγουδίστρια και το θεωρώ τεράστια τιμή για μένα. Μέσα απ’ αυτή τη «σχολή» ξεγλίστρησα κι εγώ. Βέβαια τα πράγματα στη ζωή μας αλλάζουν κι εγώ ζω ήδη τη μετάλλαξη του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είμαι ο άνθρωπος των τραγουδιών που γίνονται για να περάσουμε καλά και μετά ξεχνιούνται. Τα παλιά λαϊκά τραγούδια δεν γίνεται να ξαναβγούν όπως έγιναν τότε. Άλλο το να γράφουν όλοι μαζί στο στούντιο και άλλο σήμερα σήμερα που το μηχάνημα μπορεί να σου «ισιώσει» τη φωνή.

Τα στεγανά έχουν καταρριφθεί. Τον αείμνηστο Βασίλη Καρρά, ας πούμε, κανείς δεν θα τον αναγόρευε σε «θεό» όταν ξεκινούσε.

Θυμάμαι όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη να δω τον Πασχάλη Τερζή και ο Καρράς ήταν το Νο 1 όνομα. Γυρίσαμε όλοι να δούμε από που βγαίνει αυτή η φωνή του Πασχάλη, αφού μας θύμισε τις παλιές φωνές που εμείς ξέραμε και μελετούσαμε. Όταν ξεκίνησε το «The Voice», έρχονταν γονείς και με ευχαριστούσαν γιατί μέσω εμού τα παιδιά τους ανακάλυπταν καλλιτέχνες που δεν θα τους μάθαιναν διαφορετικά. Μπορεί εγώ να είμαι στο τώρα, αλλά όλοι είμαστε κρίκοι σε μια αλυσίδα που μας ενώνει.

Πώς ήταν, λοιπόν, για ένα κορίτσι που ήρθε από επαρχία στην Αθήνα και έκανε επιτυχία, να μεταμορφώνεται σε μία τηλεοπτική περσόνα;

Ήταν μια πολύ ωραία στιγμή για μένα. Άκουγα τα τραγούδια, ήμουν μέσα στην τέχνη μου και ήταν πιο βαθύ αυτό που έπρεπε να γίνει. Μέσα απ’ το «στρας» της τηλεόρασης, ήθελα και πάλι να πηγαίνω στην ουσία. Προσαρμόστηκα στις συνθήκες και τους αγχώδεις ρυθμούς της τηλεόρασης, καθώς είμαι φύσει ευπροσάρμοστο άτομο.

Ναι, αλλά γίνατε μέρος ενός life style συστήματος, δεν ήσασταν πια το λαϊκό κορίτσι από τη βόρεια Ελλάδα.

Θέλει σίγουρα μια διαχείριση. Όσα λάθη έγιναν, που έγιναν, ήταν μέρος του μαθήματός μου. Μέχρι τότε, ας πούμε, δεν είχα ποτέ απασχολήσει για την προσωπική μου ζωή και δεν θεωρούσα ότι ήταν σημαντικό για κανέναν. Δεν κοίταγα να φυλαχτώ από κάτι, οπότε με πιάσανε εξαπίνης.  Εκεί έφαγα την πρώτη μου σφαλιάρα και μετά κατάλαβα πόσο γίνεσαι εύκολα κομμάτι όλου αυτού. Όταν γίνει συνειδητό πια, παίρνεις τις αποφάσεις σου και αν θες κάτι να κρύψεις, το κρύβεις. Δηλαδή τίποτα από κανέναν δεν κρύβεις, απλώς το κρατάς για σένα.

Εσείς μπορείτε να δίνετε την ουσία, οι άλλοι κρατάνε όμως το περιτύλιγμα.

Το καταλαβαίνω και το έχω δει, αλλά τώρα πια έχω κι εγώ τις άμυνες μου. Τώρα γνωρίζω, δεν είναι το ίδιο.

Σας βοήθησε και σ’ ένα ξεσκαρτάρισμα ανθρώπων που ήταν δίπλα σας;

Ουου! Μεγάλο! Και γίνεται συνέχεια αυτό το ξεσκαρτάρισμα στη ζωή κάθε ανθρώπου. Σημαίνει εξέλιξη κιόλας, εφόσον τέλειοι δεν είμαστε και προσπαθούμε να δώσουμε ότι καλύτερο μπορούμε.

Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για την «αποψίλωση» των σχέσεων μας;

Γίνεται από μόνο του, παύεις να μιλάς την ίδια γλώσσα με έναν άνθρωπο, που έχετε ζήσει υπέροχες μαγικές στιγμές. Πάντα θα υπάρχει, βέβαια, αγάπη και εκτίμηση, αλλά ο καθένας παίρνει το δρόμο του γιατί έτσι είναι η ζωή. Ούτε μπήκα ποτέ στη φάση του ανταγωνισμού ακόμη και να το αισθανόμουν. Η αλήθεια της τέχνης μου ήταν ανέκαθεν πιο σημαντική. Δόξα τω θεώ, είμαι χαμηλών τόνων άνθρωπος, που θα δω την ταινία μου, θα διαβάσω το βιβλίο μου, θα κάνω τις βόλτες μου με την παρέα μου, απλά ανθρώπινα πράγματα. Κάποτε, όταν ήθελα να ζήσω το όνειρο μου, ίσως ήμουν πιο πολύ των εντάσεων. Παραδόξως, ενώ παλιά δεν είχα το άγχος για το κυνήγι της επιτυχίας, τώρα θέλω να το κάνω! Πριν όχι, γιατί ήμουν ένα ρομαντικό ευαίσθητο πλάσμα από τη βόρεια Ελλάδα (γέλια).

Μα την έχετε ήδη γευτεί την επιτυχία.

Πάντα ήθελα να λέω τραγούδια, που θα τα τραγουδάει ο κόσμος. Αν με ρωτήσεις τι θέλω, είναι να συντονίζομαι με τον κόσμο. Μεγάλη ευλογία.

Υπάρχει και η φιλοδοξία, που είναι επίσης θεμιτή σε νέους καλλιτέχνες.

Αυτό είναι που θέλω ν’ αποκτήσω. Όταν ξεκίνησα με τον Νταλάρα στον «Ζυγό», είχαν έρθει η Μαρινέλλα και ο Μπιθικώτσης. Μεγάλες στιγμές! Δεν περίμενα ποτέ ότι θα τραγουδούσα μαζί με τα είδωλα μου, σαν τη Γαλάνη και την Αρβανιτάκη. Η Μαρινέλλα, λοιπόν, είχε πει το εξής ως επισήμανση της συστολής μου: «Μικρή, όταν τραγουδάς δεν θα κοιτάς τα πόδια σου, αλλά τον κόσμο». Εγώ, όμως, ντρεπόμουν, έλεγα «Παναγία μου, τραγουδάω δίπλα στον Νταλάρα». Κοιτούσα κάτω, άσε έλεγα να γίνουν όλα καλά και το μόνο που ήθελα ήταν να τραγουδήσω σωστά. Στην πορεία, αυτό δεν το πέταξα νωρίς από πάνω μου και μάλλον η τηλεόραση με βοήθησε. Κάθε φορά που ανέβαινα στη σκηνή ήταν ιερό πράγμα και όποτε ερχόταν τηλεόραση, καθόμουν λίγο πιο πίσω, να μη φανώ και πολύ. Αυτοπεποίθηση είχα πάντα, όπως και σιγουριά για το ποια τραγούδια θα έλεγα.

Λέτε να είχατε συσσωρευμένο θυμό μέσα σας;

Όχι, ξέρετε γιατί; Είμαι συνειδητοποιημένη, λέω «Τι δεν έκανα, τι θέλω ν’ αφήσω πίσω, τι θέλω να θυμούνται από μένα οι άνθρωποι που μ’ αγαπούν και μ’ ακολουθούν;» Είναι μία πράξη ελευθερίας.

Η δισκογραφία είναι αυτή που μένει από έναν τραγουδιστή;

Τι ωραία ερώτηση! Έρχονται παιδιά και τους υπογράφω δίσκους μου, αλλά αυτό τείνει να εξαφανιστεί. Όλοι πια ακούνε από το Spotify. Όλοι βλέπουμε ότι η δισκογραφία μένει, στον χώρο μας τουλάχιστον. Στο τέλος της ημέρας λέμε ποιος έχει τραγουδήσει την άμμο της θάλασσας δισκογραφικά. Έχω λαχτάρα να ολοκληρώσω πολλά projects για μένα.

Νιώθετε τυχερός άνθρωπος;

Πολύ! Άμα τα λέγαμε όλα αυτά όταν ήμουν μικρή, θα πίστευα ότι κοροϊδευόμαστε. Πιστεύω ότι εμείς είμαστε οι δημιουργοί της ζωής μας και τίποτα άλλο δεν ευθύνεται.

Θα το λέγατε κι αν δεν είχε επιτυχία η δουλειά σας;

Θα το έλεγα ούτως ή άλλως. Και η ζωή μου δεν έχει ροδοπέταλα, να ξέρετε, αλλά νιώθω ευγνωμοσύνη για όλες τις στιγμές, ακόμη κι αυτές του πόνου και της αδικίας. Έχασα τον αδερφό μου σε μικρή ηλικία, βίωσα απώλειες, όλα σε ξεροψήνουν μ’ ένα τρόπο.

Στουντιακά είστε ακατάπαυστη. Τι ετοιμάζετε;

Θεωρώ τον δίσκο που κάναμε με τον Ηλία Μακρίδη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, μία ευλογία. Βγήκε τον περασμένο Ιούνιο ψηφιακά σε στίχους του μεγάλου ποιητή της καρδιάς μας, που τους είχε για 17 χρόνια στο συρτάρι. Αντίστοιχα τους είχε και ο Ηλίας στο συρτάρι του. Έκανε μία αναπροσαρμογή της δουλειάς στο σήμερα και μπήκαμε και γράψαμε. Κι αν δεν ήμουν εξ αρχής στο project, ήμουν απ’ τις πρώτες τραγουδίστριες που είχε σκεφτεί ο Ηλίας. Εννοείται πως κάναμε ακρόαση μαζί με τον Λευτέρη – στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο «Πρόεδρος» άκουγε προσεχτικά τα τραγούδια ένα – ένα, καθώς μερικά έγιναν πιο σημερινά και δεν μπορούσε να τα αντιληφθεί. Το μυαλό του πήγαινε σε ζεϊμπέκικο – χασάπικο, όπως παλιά. Εδώ, που ήμασταν πιο μοντέρνοι, δυσκολεύτηκε αλλά αμέσως την αγκάλιασε τη δουλειά, αφού ακόμη με ρωτάει: «Πως πάει, Μελίνα μου, ο δίσκος μας;» Του απαντώ: «’’Πρόεδρε’’, ο κόσμος αγαπάει τα τραγούδια μας και του στέλνω την αγάπη σου». Άλλωστε ο τίτλος του άλμπουμ είναι «Σ’ ευχαριστώ που σ’ αγαπώ».

Ποιοι ήταν οι άνθρωποι – φάροι της ζωής σας;

Πολλοί και δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω, διότι, ακόμη κι αν δεν με βοήθησαν επί τούτου, οι κουβέντες τους ήταν για μένα τρομερά βοηθητικές και με πήγαιναν ένα βήμα παρακάτω. Ποτέ δεν ξεχνάω τους ανθρώπους που με βοήθησαν στην πορεία μου, εστιάζοντας στο εδώ και τώρα.

Υπήρξαν γελοία δημοσιεύματα για την εμφάνιση σας. Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να νοιάζεται για το πώς μοιάζει ένας άλλος;

Στην αρχή, θυμάμαι, τηλεφωνούσα της μητέρας μου: «Μαμά, με βλέπεις κάπως;» κι αυτή απαντούσε: «Όχι, βρε παιδί μου, μια χαρά είσαι». Τα αντιμετωπίζω όλα με χιούμορ και γελάω, αλλά νομίζω πως όταν δεν είσαι ευτυχισμένος από τη δική σου ζωή, προσπαθείς να το ρίξεις στη ζωή ενός άλλου αντί να κοιτάξεις να διορθωθείς. Υπάρχει μία πατριαρχική τάση σήμερα, απότοκη από το 1950 και το ’60, δυστυχώς. Πλέον μπορεί και μια γυναίκα να’ναι πατριαρχική εξ αιτίας των βιωμάτων της, ωστόσο η σημερινή γυναίκα έχει ρόλο στην κοινωνία. Και, ναι, αν και σήμερα πιο εύκολα θα δώσουν σημασία σ’ έναν άνδρα και τον λόγο του, εγώ αισθάνομαι ότι δεν με αγγίζει. Ποτέ δεν είχα κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι σ’ έναν άνδρα, που παίζει τον δικό του ρόλο στην κοινωνία κι είναι και πολύ σοβαρός και σημαντικός ρόλος. Μαζί όμορφα μπορούν να πορευτούν ειρηνικά στη ζωή και να φτιάξουν πράγματα.

Σας προτείνουν να τραγουδήσετε στο Ισραήλ. Θα πηγαίνατε;

Δεν θα προλάβαινα, έχω φουλ πρόγραμμα.

Καταλαβαίνετε πως το λέω.

Καταλαβαίνω και προσπαθώ να αποφύγω την απάντηση. Κοιτάξτε, θα πω το εξής και κλείνουμε εδώ μ’ αυτό: Εγώ δεν θα πήγαινα, αλλά δεν θα ήθελα να κρίνω και κανέναν άλλον συνάδελφό μου. Θέλω την ειρήνη μεταξύ των πολιτισμών, αυτό με ενδιαφέρει. Μα και η μουσική δεν είναι μία πολιτική πράξη; Δεν χρειάζονται κηρύγματα, τοποθετείσαι με την αλήθεια της μουσικής σου.

Πότε ξεκινάτε εδώ στο «Green Park»;

Στις 21 Νοεμβρίου σ’ αυτόν τον ιστορικό χώρο διασκέδασης, όπου θα έχω τη χαρά να συνεργαστώ με δύο υπέροχους νέους καλλιτέχνες, τον Γιώργο Παπαδόπουλο και τον Παναγιώτη Ραφαηλίδη. Πρόσφατα, να πω, ηχογράφησα και το «Τραγούδι της φλόγας» του Γιώργου Μπενόβια, ενός παιδιού – εθελοντή στη «Φλόγα», του συλλόγου που έφτιαξαν γονείς καρκινοπαθών παιδιών. Ενεργοί πολίτες για οικογένειες που δεν έχουν, ας πούμε, για το ενοίκιο τους και φιλοξενούνται εκεί στη «Φλόγα». Η πρόεδρος κυρία Τριφωνίδη, που είναι πολύ αγαπημένη μου, κάνει τεράστιο έργο. Υπάρχει έτσι και καλύτερη έκβαση ως προς τον παιδικό καρκίνο. Σήμερα που με συναντάτε, είχα τη μεγάλη χαρά να τραγουδήσω το main τραγούδι που θα βγει οσονούπω.

Είστε και ακτιβίστρια, κυρία Ασλανίδου;

Με τον τρόπο μου, ναι. Σε αντιπολεμικές συναυλίες, π.χ., δεν έχω τραγουδήσει, αλλά μάλλον δεν με καλούν. Τραγούδησα όμως των Γιώργου Θεοφάνους – Γιώργου Παπανικολάου ένα κομμάτι που λέγεται «Αγαπώ τη ζωή» για τα παιδάκια με τον πιο δύσκολο σακχαρώδη διαβήτη. Από τα κλικ στο τραγούδι, βγαίνουν χρήματα για ερευνητικούς σκοπούς. Δεν είναι τίποτα για μας να πούμε ένα τραγούδι, το βρίσκω χρέος μας και ουσιαστικό λόγο για να τραγουδάς.

* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025 στο καφέ του «Green Park»

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο πολιτιστικό ένθετο «Docville» με την εφημερίδα «Documento»

*** Οι φωτογραφίες είναι του Μιχάλη Παπανικολάου για την Eurokinissi 

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε απαντήσει στις σκληρές ερωτήσεις των αναγνωστών του «Διφώνου»

Το τεύχος 106 του περιοδικού «Δίφωνο» (Ιούλιος 2004) είχε εξώφυλλο τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Διονύση Σαββόπουλο σε κοινή φωτογράφηση από τον Xavier Hallauer. Η διεύθυνση του περιοδικού είχε αποφασίσει αντί κοινής επίσης συνέντευξης των δύο δημιουργών, να απαντήσουν στις ερωτήσεις των αναγνωστών του περιοδικού, δίνοντας ουσιαστικά σ' αυτούς συνέντευξη. Αν θυμάμαι καλά, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε απαντήσει με email στις ερωτήσεις που του εστάλησαν. Ο Σαββόπουλος απ' την άλλη είχε ζητήσει τις ερωτήσεις, τις έλεγξε και μετά ζήτησε να συναντηθεί μ' έναν συντάκτη του περιοδικού που θα του έκανε ξανά τις ερωτήσεις των αναγνωστών (τις οποίες γνώριζε) και θα απαντούσε σ' αυτόν. Ο κλήρος έπεσε σε μένα, ίσως γιατί τότε είχα πάρει την πρώτη μου συνέντευξη από τον Θεοδωράκη για το περιοδικό «ΗΧΟΣ», οπότε την ήθελα μία συνάντηση με τον Σαββόπουλο για το «Δίφωνο». Έτσι, πήγα από το διαμέρισμα - γραφείο του στο Κολωνάκι, κάτσαμε ο ένας απέναντι απ' τον άλλον, οι αναγνώστες - μέσω εμού - τον ρωτούσαν κι εκείνος απαντούσε...

Κύριε Σαββόπουλε, έχετε σκεφτεί ποτέ ότι οι συναυλίες και τα προγράμματα που κατά καιρούς παρουσιάζετε, είναι ουσιαστικά μία επανάληψη των ίδιων και των ίδιων πραγμάτων; Γραφικό έχει καταντήσει το αλβανοηπειρώτικο μοιρολόι της «Συννεφούλας». Πιστεύω δηλαδή ότι όποιος αγοράσει το «Σαββόραμα» έχει καλυφτεί για όλη του τη ζωή από το κεφάλαιο «Σαββόπουλος».

Να υποθέσω, δικέ μου, ότι έχω κι άλλα καλά τραγούδια που θα ήθελες να ακούσεις; Αυτό με τιμάει. Κάτι θα προσπαθήσω να κάνω την άλλη φορά.

Κατηγορείστε από κάποιους ότι έχετε πάψει προ πολλού να είστε το ανήσυχο πνεύμα που ήσασταν κάποτε και ότι έχετε μετατραπεί σε έναν κοσμικό παππού που φοράει μπλουζάκια με τον Μπαγκς Μπάνι, κάνει περίεργες τηλεοπτικές εμφανίσεις («Σαν στο σπίτι σας», «Βραβεία Αρίων») και έχει αλλάξει πολλά από τα πιστεύω του. Εάν σας αγγίζουν όλα αυτά και θεωρείτε ότι έχουν κάποια βάση, τι απαντάτε;

Δεν θα συμφωνήσω, κύριε Τσαντίλα μου. Στα βραβεία Αρίων δεν έκρυψα τα λόγια μου, τα είπα κανονικά. Κανείς άλλος δεν το έκανε εκεί μέσα. Εγώ λέω αυτό που πιστεύω. Εάν σε κάποιους δεν συμφέρει, θα λένε διάφορα. Οι κολλημένοι είναι εκείνοι. Είμαι αυτός που είμαι. Και τι κακό έχει ο Μπαγκς Μπάνι;

Είμαι ένας απ' αυτούς που πιστεύουν ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι από τους σημαντικότερους σε παγκόσμια κλίμακα, τοποθετώντας το όνομα σας δίπλα στον Van Morrison, στον Bob Dylan, στον Lucio Dalla κ.α. Πώς αισθάνεστε έχοντας κατακτήσει με το έργο σας μια τέτοια θέση;

Ευχαριστώ, κύριε Ζηρίδη, για τον καλό σας λόγο, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω να σας απαντήσω. Κάθε καλλιτέχνης έχει την υποχρέωση να κατακτήσει την αλήθεια του και όχι να κατακτήσει κάποια συγκεκριμένη θέση ή αξίωμα. Κάθε καλλιτέχνης είναι ένας ξεχωριστός κόσμος και οφείλει να βαθαίνει τον κόσμο του. Τώρα, τι θέση θα πάρει δίπλα στους μεγάλους ή στους μικρότερους, αυτό αφορά άλλους, όχι τον ίδιο. Σας ευχαριστώ πάντως.

Κύριε Σαββόπουλε, στο παρελθόν είχατε πει πώς η μελοποίηση ποιητών είναι μια διαδικασία μη σχετική με τη διαδικασία δημιουργίας ενός τραγουδιού. Ακόμη και σήμερα εξακολουθείτε να έχετε την ίδια άποψη;

Σε γενικές γραμμές, κύριε Παπαδάκη, ναι, εξακολουθώ να έχω την ίδια άποψη. Το είχα πει αυτό τότε εντόνως, γιατί μας είχανε πρήξει με τη μελοποιημένη ποίηση. Είχε γίνει η εύκολη λύση να μελοποιούν τους μείζονες ποιητές μας ο κ. Βουγιούκας ή ο κ. Ταδόπουλος. Βέβαια, ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε σπουδαία πράγματα, αλλά ένας είναι ο Θεοδωράκης. Δεν μπορεί αυτό να γίνεται κανένας. Εμένα, πάντως και τώρα και πριν, τα τραγούδια που γλυκαίνουν την καρδιά μου είναι αυτά όπου ο ίδιος άνθρωπος έχει γράψει τους στίχους και τη μουσική. Έχουνε μια τρομερή στερεότητα αυτά τα τραγούδια, σαν του Αττίκ, του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Άκη Πάνου ή των Beatles, των Stones, του Dylan, του Morrison. Είναι πολλοί. Είναι αρχαία και υπέροχη η τέχνη των λυρικών ποιητών και των τροβαδούρων.

Κύριε Σαββόπουλε, πώς αισθανθήκατε τα τελευταία χρόνια τραγουδώντας κομμάτια σας των δεκαετιών του 1960 και του 1970 με ιδιαίτερο νόημα και φόρτιση, όπως το «Ήλιος κόκκινος ζεστός», την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» ή το «Δημοσθένους λέξις» στο Μέγαρο Μουσικής, ενώπιον του συγκεκριμένου κοινού και με τη χορηγία μεγάλου επιχιερηματικού ομίλου;

Κύριε Βαλσαμίδη, τι έχει το Μέγαρο Μουσικής και τι το κοινό του; Τι είδους ρατσισμός ειν' αυτός; Τι μιζέριες; Κάθε χώρος έχει τα μυστικά του, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του. Τα τραγούδια, όμως, είναι ίδια και αυτή είναι η ουσία. Όσον αφορά τη χορηγία μεγάλου επιχειρηματικού ομίλου, εγώ δεν θα είχα αντίρρηση να είναι και μικρού επιχειρηματικού ομίλου. Είτε μεγάλος, όμως, είτε μικρός ο όμιλος, τα λεφτά - ναξέρετε - δενν πηγαίνουν στον καλλιτέχνη ή στους συνεργάτες του, αλλά στο Μέγαρο.

Από το 2000 και μετά προβαίνετε σε κινήσεις που μοιάζουν να ολοκληρώνουν ή να κλείνουν τον κύκλο σας. Για παράδειγμα, το «Σαββόραμα» και η «Συναυλία των κεριών», που συμπυκνώνουν το σύνολο της πορείας σας, η έκδοση της «Σούμας» με τα άπαντα των στίχων σας, ενώ σε πρόσφατη σχετικά συνέντευξη σας δηλώσατε ότι δεν γράφετε πια καινούργια τραγούδια. Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν έχουμε πια να περιμένουμε κάτι άλλο νέο από τον Σαββόπουλο;

Μάλιστα, κυρία Γκούμα, αυτό σημαίνουν. Και αυτή τη φορά, μα τον θεό, μακάρι να βγω ψεύτης.

Προέρχεστε από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Μάλιστα, για μία σημαντική περίοδο εκφράσατε τις ιδέες και τις αγωνίες της τόσο, που ίσως χωρίς αυτή να ήταν διαφορετικό και το έργο σας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχετε πάρει συντηρητική θέση σε σοβαρά ζητήματα και συχνά έχετε πληγώσει τον κόσμο με τον οποίο μαζί τραγουδήσατε. Πώς αισθάνεστε γι' αυτό και πώς το εξηγείτε;

Δεν συμφωνώ, κύριε Γκίδη, δεν έχω πάρει συντηρητική θέση. Να στρέφεσαι εναντίον του συμφέροντός σου, του βολέματός σου, της συνήθειας ή της ταμπέλας σου, ή να έρχεσαι σε αντίθεση με το ακροατήριο σου, δεν είναι καθόλου συντηρητικό. Περιέχει ένα είδος ελευθερίας, για την οποία είμαι υπερήφανος. Τώρα, εάν πλήγωσα τον κόσμο, δεν το ήθελα βέβαια, αλλά όταν αγαπάς κάποιον τον πληγώνεις κιόλας.

Πως βλέπετε το ελληνικό τραγούδι σε σχέση με την ελληνική κοινωνία σήμερα;

Για μένα και το τραγούδι μας και η κοινωνία μας είναι σαν τα κύματα της θάλασσας. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν. Τώρα είμαστε στο κατέβασμα. Η χαρά εκφράζεται σαν νηπιαγωγείο, ο έρωτας σαν μια επιθετικότητα, υπάρχουν πολλά εφέ, πολλά κόλπα, πολύ life style και καθόλου προβληματισμός. Να μην ανησυχείτε, όμως, διότι δεν θα είναι για πάντα έτσι.

Κύριε Σαββόπουλε, ας υποθέσουμε ότι φτάνει στα χέρια σας ένας φάκελος με εξαιρετικούς στίχους και με την ανάγνωση τους νιώσετε να αναβλύζουν μελωδίες. Θα μπαίνατε στη διαδικασία να τους μελοποιήσετε, περνώντας στην ιδιότητα του συνθέτη;

Αγαπητή κυρία Νταγιάκα, ποτέ μου δεν το σκέφτηκα έτσι. Μου έτυχε να λάβω πολύ ενδιαφέροντες στίχους, αλλά τους έδινα σε συναδέλφους συνθέτες. Κάποιοι μάλιστα, κάτι έκαναν. Να φανταστείτε, όταν ο Κάρολος Κουν μου ζήτησε να γράψω μουσική για τους «Αχαρνής», κάθισα κι έγραψα στίχους από την αρχή. Αυτός ήταν κι ο μόνος λόγος που η μουσική δεν παίχτηκε στην παράσταση, αλλά ξεχωριστά και αργότερα στον «Ρήγα» της Πλάκας. Λατρεύω να διαβάζω ποίηση, εννοείται. Αγαπημένοι μου ποιητές, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σικελιανός, ο Εμπειρίκος, αλλά ποτέ μου δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να φτιάξω μουσική πάνω στους στίχους τους. Δεν το χρειάζομαι αυτό όταν τους διαβάζω, ούτε εκείνοι χρειάζονται καμία μουσική. 

Πολλοί πιστεύουν, μεταξύ των οποίων και εγώ, ότι ο «Μπάλλος» και «Το περιβόλι του τρελού», αποτελούν το αποκορύφωμα της προσωπικής σας δημιουργίας, αλλά και της ελληνικής τραγουδοποιίας. Γιατί πιστεύετε ότι έκτοτε υπολειπόμαστε σε δουλειές που μπορούν να κάνουν ανάλογες τομές;

Σας ευχαριστώ, κύριε Αναστασίου, που με επαινείτε, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, ας αναφέρουμε και άλλες μεγάλες στιγμές. Δεν είναι και τόσο λίγες. Ο «Μπάλλος» βγήκε το 1970 - 1971, όμως το 1972 έχουμε τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι. Εν συνεχεία έχουμε μετά τη Μεταπολίτευση, «Τα Λυρικά», το δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη. Την «Εκδίκηση της γυφτιάς» το 1979 των Νίκου Ξυδάκη - Μανώλη Ρασούλη. Θα έβαζα ακόμη και τον πρώτο δίσκο του Ορφέα Περίδη, όπως τομή θεωρώ ότι έκανε και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τομές δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα. Ας είμαστε, λοιπόν, ικανοποιημένοι με αυτά και ας δείξουμε στους νεότερους για νά'χουμε να ελπίζουμε.

Τι σας πληγώνει στη σύγχρονη Ελλάδα;

Η ασκήμια και το τσιμέντο. Έχουν όμως ένα καλό: Έτσι τα όνειρα γίνονται πιο δυνατά. Χώρια που όταν ανακαλύπτεις μια νέα γωνιά νιώθεις μάγκας. 

Αισθάνεστε ότι σε έναν τραγουδοποιό του δικού σας μεγέθους η ελληνική γλώσσα λειτουργεί περιοριστικά για να έχει το έργο σας την απήχηση που δικαιούται διεθνώς;

Πράγματι, κύριε Πετρίδη, η ελληνική γλώσσα δεν μιλιέται έξω από μας και επομένως αυτό λειτουργεί περιοριστικά. Όμως, ξέρετε, μπαίνουμε στο τραγούδι όχι για να πετύχουμε, αλλά για να γίνουμε αληθινοί, ανθρώπινοι. Κάποια φορά τυχαίνει και καμιά ευχάριστη έκπληξη: Πριν από λίγο καιρό έπαιξα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Τορίνο με ένα απόλυτα ιταλικό κοινό που δεν καταλάβαινε γρι από τα τραγούδια μου. Εισέπραττε μόνο την ενέργεια και τη μουσική, θριάμβευσα! Πρώτη φορά μου συνέβαινε αυτό και δεν ξέρετε πόσο χάρηκα! Δηλαδή, ενώ ενδεχομένως υπήρχαν τεράστια νοηματικά κενά, αισθανόμουν ότι με αποδέχονται, ότι είμαι καλός! 

Κύριε Σαββόπουλε, γεια σας. Εσείς πιστεύετε ότι το τραγούδι μπορεί να γίνει αυτία ώστε κάθε άνθρωπος να προβληματιστεί γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω του κάθε μέρα και ποιος μπορεί να είναι εδώ ο ρόλος του τραγουδοποιού;

Μιλώντας γενικά, γνώμη μου είναι ότι η τέχνη δεν μπορεί να διορθώσει τον κόσμο, όμως ο κόσμος θα ήταν πολύ χειρότερος δίχως την τέχνη. Ο ρόλος του τραγουδοποιού είναι να εκφράσει την συλλογική φαντασία, να μιλήσει με λόγια αληθινά για την αγάπη, για τον αγώνα, για την ομορφιά κι όχι να μαϊμουδίζει με σουξέ ή να παριστάνει τον ωραίο. Γεια σας και χαιρετισμούς στο Πήλιο! Άλλο ένα ελληνικό καλοκαίρι είναι μπροστά μας κι αυτή είναι η πιο ωραία είδηση που έχω να σας μεταφέρω σήμερα. 

* Τις ερωτήσεις είχαν στείλει ταχυδρομικώς στο «Δίφωνο» (με τη σειρά των απαντήσεων του Διονύση Σαββόπουλου):

Κυριάκος Αναστασίου, 18 ετών, Ορεστιάδα

Μιχαήλ Τσαντίλας, 25 ετών, Αθήνα

Παντελής Ζηρίδης, 36 ετών, Αθήνα

Φάνης Παπαδάκης, 33 ετών, Θεσσαλονίκη

Γιώργος Βαλσαμίδης, Θεσσαλονίκη

Ευγενία Γκούμα, 35 ετών, Βόλος

Βασίλης Γκίδης, 42 ετών, Δράμα

Θανάσης Βασιλειάδης, 36 ετών, Καβάλα

Αναστασία Νταγιάκα, 35 ετών, Θεσσαλονίκη

Αλέκος Αναστασίου, 40 ετών, Αθήνα

Μαρία Αβραμίδου, 46 ετών, Βόλος

Πέτρος Πετρίδης, 36 ετών, Αθήνα

Νεκτάριος Τσιρογιάννης, 23 ετών, Πήλιο 

** Η συνέντευξη είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 106 του περιοδικού «Δίφωνο» (Ιούλιος 2004). Αυτή είναι η πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση της μετά από 21 χρόνια αποκλειστικά στα ΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑΣΜΑΤΑ

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

100 χρόνια εργογραφίας Μάνου Χατζιδάκι - Τα τραγούδια της αμαρτίας

 

Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» ήταν το τελευταίο δισκογραφικό σχέδιο του Μάνου Χατζιδάκι που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, τουλάχιστον στη μορφή που το’χε ονειρευτεί. Κυκλοφόρησαν το 1996, αφού δουλεύονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του ’95 από τους συνεργάτες του, τον Νίκο Κυπουργό, την πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου και, βέβαια, τον ερμηνευτή Ανδρέα Καρακότα. Επρόκειτο δηλαδή για το πρώτο μεταθανάτιο έργο του συνθέτη στην προσωπική του δισκογραφία που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας με εκδόσεις ανέκδοτου υλικού του και με επανεκτελέσεις παλαιότερων έργων του. Το έργο εκδόθηκε από τον «Σείριο» με την τότε καλλιτεχνική επιμέλεια του Κυπουργού και τη διεύθυνση του Γιώργου Χατζιδάκι, του γιου του συνθέτη, που εξακολουθεί να διευθύνει την εταιρεία. Λόγω κόστους παραγωγής – μπορεί να υποθέσει κανείς – η τελική μορφή του ήταν για πιάνο – φωνή, εξ ου και ορθότατα επιλέχθηκε (από τον Γιώργο Χατζιδάκι) η κορυφαία Ντόρα Μπακοπούλου στην πιανιστική απόδοση των τραγουδιών. Μόνο το 1999, λίγο πριν την είσοδο στο millennium, με αφορμή την έκδοση του CD «Μάνος Χατζιδάκις 2000 ΜΧ» από τον «Σείριο», μάθαμε για πρώτη φορά πως ο συνθέτης είχε οραματιστεί για «Τα τραγούδια της αμαρτίας» μία διαφορετική και σαφώς πιο πλούσια ενορχήστρωση. Δανείζομαι απ’ την εν λόγω δισκογραφική έκδοση το εισαγωγικό σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι:

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος, 1992) στους φίλους μου Μ.Ρ. και Β.Δ.

Ένας κύκλος τραγουδιών για νεανική λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα, πάνω σε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά. Η μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη του ’50, μεσ’ στη γοητεία των δρόμων και των περιοχών της, όπου ανθούσε η μεθυστική έλξη των σωμάτων, η ανεύρεση συντρόφων, το πάθος της ενοχής και του εξευτελισμού και τέλος η απελπισμένη μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι κατά τις πρώτες πρωινές ώρες.

Τραγουδιστής, χορωδία και στρατιωτική μπάντα, λοιπόν, ένα σχέδιο που παρέπεμπε σε ένα άλλο έργο του Χατζιδάκι, την «Εποχή της Μελισσάνθης», το οποίο κατάφερε να ολοκληρώσει έτσι όπως το’χε σχεδιάσει. Βρισκόμαστε, όμως, στο 1996 και όχι στο 1980. Ο ίδιος έχει φύγει απ’ τη ζωή και έχει σημασία να πούμε πως λίγο πριν το τέλος, ακόμα και ο Χατζιδάκις έπαψε να έχει την εύνοια των εταιρειών. Δεν είναι τυχαίο πως οι «Αντικατοπτρισμοί», ο τελευταίος εν ζωή δίσκος του, εξελληνισμός από τον Νίκο Γκάτσο των «Reflections» με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, πιθανώς να μην κυκλοφορούσαν ποτέ αν δεν εξασφαλιζόταν μια γενναία χορηγία προς τον συνθέτη και τον «Σείριο» του για το εν λόγω έργο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή:

Ο Μάνος Χατζιδάκις αγαπούσε ιδιαιτέρως τη Θεσσαλονίκη, όπως και τους ποιητές της. Είναι σίγουρο πως γνώριζε και εκτιμούσε την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μολονότι οι δρόμοι τους έσμιξαν πολύ αργά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, πιθανώς και μέσα στη δεκαετία του ’80. Η μοναδική απόπειρα του Χατζιδάκι να μελοποιήσει έναν αμιγώς Θεσσαλονικιό ποιητή είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τον «Επιτάφιο» του Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916 – 2011).

Επρόκειτο για έναν κύκλο λυρικών τραγουδιών προορισμένο για τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου, στενού συνεργάτη τότε του συνθέτη, που έμεινε μόνο στις παρτιτούρες και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ στην τελική του μορφή. Λέγεται πως ένας λόγος που ο «Επιτάφιος» των Χατζιδάκι – Βαρβιτσιώτη δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας οφειλόταν στο ότι την ίδια ακριβώς περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης δούλευε τον δικό του «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ο Χατζιδάκις ευφυώς εγκατέλειψε το δικό του «project», αφού όλοι γνωρίζουμε πια τη θέση που κατέλαβε ο «Επιτάφιος» των Θεοδωράκη – Ρίτσου μέσα στην ιστορία του ελληνικού έντεχνου – λαϊκού τραγουδιού. Πόσο μάλλον, όταν ο Χατζιδάκις αυτοπροσώπως εκλήθη από τον Θεοδωράκη να ενορχηστρώσει το έργο με πρώτη ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πάλι, όντας συνθέτης και ο ίδιος, δεν χαριζόταν εύκολα σε κανέναν άλλο συνθέτη. Σύμφωνα με τη συνέντευξη που μου’χε δώσει ο Χριστιανόπουλος, το «φλερτ» του με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει με τον δεύτερο να του λέει σε μία συνάντηση τους στην Αθήνα πως από τότε που τον «γνώρισε», ξέχασε τον Γκάτσο και «είναι μόνο Χριστιανόπουλος»! Διότι, η αλήθεια είναι επίσης πως ο Χριστιανόπουλος δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον ποιητή της «Αμοργού», όπως και πολλούς άλλους κορυφαίους ποιητές. Τον ενοχλούσε η εντονότατη ενασχόληση του Γκάτσου με τον στίχο και με τα τραγούδια, τα οποία θεωρούσε υποδεέστερα των ποιημάτων. Ενδεχομένως- κατά μία υποκειμενική εκτίμηση- ο Χριστιανόπουλος να αισθανόταν και μία ζήλια που ο ομότεχνος του, ο Γκάτσος, είχε λύσει κάπως το βιοποριστικό θέμα του, τόσο μέσα από την παραγωγή τραγουδιών, όσο και μέσα από τη σχέση ζωής που’χε αναπτύξει με τον Χατζιδάκι. Δεν θα περιμέναμε, βέβαια, ο Χριστιανόπουλος να γνώριζε πως οι Χατζιδάκις – Γκάτσος συχνά έμεναν άφραγκοι στην κυριολεξία, εφόσον φρόντιζαν να καλοπερνούν οι ίδιοι, μαζί και όσοι τους περιστοίχιζαν. Δανείζομαι τώρα τα λόγια του ποιητή από μία συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Πόθος», ένα από τα πρώτα gay free press στην Ελλάδα (Οκτώβριος 1996):

«Ο Γκάτσος ήταν μεγάλο όνομα, αλλά ενώ ξεκίνησε από καλός ποιητής, στο τέλος έγινε επαγγελματίας στιχουργός. Ζούσε δηλαδή από τα λεφτά που έπαιρνε από τα στιχάκια. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τα στιχάκια ενός επαγγελματία στιχουργού με ποίηση ζωντανή και με κάποια ποιότητα. Έτσι ο Χατζιδάκις πλήρωσε ως ένα σημείο τα επίχειρα του να ζει στην Αθήνα, την ελεεινή Αθήνα που καταστρέφει ταλέντα στο πι και φι».

Κατά τη γνώμη μου, στην πραγματικότητα δεν πρέπει να τον «χάλασε» καθόλου τον Χριστιανόπουλο που ο Χατζιδάκις προθυμοποιήθηκε να τον μελοποιήσει, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές του ’90. Από τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, αντιλαμβανόμαστε πως είχε αφήσει ελεύθερο τον συνθέτη να έκανε ότι ήθελε με τα ποιήματα του. Κι αν είχε ενστάσεις για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – αναφέρομαι στη συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2013 – ίσως όλο το απώτερο νόημα να συνοψίζεται σε δυο λόγια του: «Πρώτα απ’ όλα τον αγαπώ και τον σέβομαι (σ.σ. τον Μάνο Χατζιδάκι) και για μένα ήταν μια μεγάλη τιμή».

Τα «προβλήματα» που πήραν στη συνέχεια τη μορφή μιας άτυπης κόντρας μεταξύ των δύο ανδρών ξεκίνησαν αμέσως μετά την έκδοση του δίσκου με «Τα τραγούδια της αμαρτίας», μετά το θάνατο του Χατζιδάκι, ερήμην του δηλαδή, και αιτία ήταν κάποιες δηλώσεις των συντελεστών στον Τύπο. Είχε, βέβαια, προηγηθεί μία απ’ τις τελευταίες εν ζωή συνεντεύξεις του Χατζιδάκι στο περιοδικό «ΗΧΟΣ», περί ομοφυλοφιλίας, μια και – κακά τα ψέματα – τα «Τραγούδια της αμαρτίας» αποτέλεσαν το πρώτο και φανερό «coming out» του συνθέτη μέσα απ’ τη συνεργασία του με τον Χριστιανόπουλο, έναν open gay ποιητή από εποχές ήδη πολύ δύσκολες στη χώρα μας για κάτι τέτοιο. Σε εκείνη τη συνέντευξη του ο Χατζιδάκις έλεγε πως επέλεξε ως ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα, έναν που δεν ήταν ομοφυλόφιλος, για να αποδώσει τα «ομοφυλοφιλικά» σε περιεχόμενο μελοποιημένα ποιήματα. Στον Χριστιανόπουλο δεν άρεσε η δήλωση αυτή, γι’ αυτό και στη συνέντευξη του στο περιοδικό «Πόθος», τοποθετήθηκε ως εξής:

«Υποψιάζομαι πως σημαίνει κάποια φοβία για τις πιέσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Φοβούμαι δηλαδή ότι ο Χατζιδάκις κατά κάποιο τρόπο ήθελε να φανεί ότι αυτά προσπαθεί να τα ξεπεράσει και να αγκαλιάσει όλο το κοινωνικό σύνολο. Πάντως, αυτή τη φράση του τη βρίσκω για μένα προσβλητική».

Να ήξερε άραγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ότι την ίδια στιγμή που ο ίδιος τριγύρναγε στα πάρκα του Βαρδάρι, ως νέος, ο Μάνος Χατζιδάκις έβαζε πέτρες μεσ’ στα παπούτσια του για να μην «κουνιέται» στο δρόμο και να μην τρώει bullying; Να ήξερε, ακόμη, πως – όπως μου’χε εκμυστηρευθεί ο Νίκος Κούνδουρος – ο Χατζιδάκις περπατούσε έξω και όλο και κάποιος κακοήθης θα του φώναζε ένα κοροϊδευτικό «Έι, ψιτ, καλέ»; Ή μήπως αυτά ήταν ψιλά γράμματα για έναν gay καλλιτέχνη που πήρε τα ρίσκα του και τελικά δικαιώθηκε αναφορικά με τη φύση του έργου του; Σήμερα, πάντως, μπορώ να δώσω άφεση αμαρτιών και στους δύο, εφόσον μιλάμε για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» κιόλας.

Η κατάσταση «επιδεινώθηκε» με τις δηλώσεις, όπως είπαμε, των υπόλοιπων συντελεστών του δίσκου, όταν ο Χατζιδάκις είχε φύγει απ’ τη ζωή. Κυρίως με μία δήλωση της Ντόρας Μπακοπούλου στον Τύπο, ότι η ίδια και ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας, αν και «ετεροφυλόφιλοι που δεν έχουν σχέση μ’ αυτά, από λατρεία στον Χατζιδάκι δέχτηκαν να ”υποχωρήσουν” και να ερμηνεύσουν τα τραγούδια». Δεν έχω διαβάσει μέχρι σήμερα τη δήλωση της Μπακοπούλου, όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο (πιθανώς στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»), εδώ όμως μπορώ να καταλάβω τον Χριστιανόπουλο, που πέρασε γενεές δεκατέσσερις στη συνέντευξη του στον «Πόθο», τόσο τη Ντόρα Μπακοπούλου, όσο και τον Ανδρέα Καρακότα, κατηγορώντας τους ουσιαστικά για ομοφοβία. Μεταξύ μας τώρα, έχοντας γνωρίσει και τους δύο και μην προσπαθώντας αυτή τη στιγμή να τους δικαιολογήσω, δεν πιστεύω πως πρόκειται για ομοφοβικούς ανθρώπους – το αντίθετο, θα έλεγα. Για τον Καρακότα ειδικά, ο Χριστιανόπουλος είχε πει τα εξής:

Ανδρέας Καρακότας - Μάνος Χατζιδάκις (αρχείο Α. Καρακότα)

«Είναι άτομο χωρίς προσωπική γνώμη και αντίληψη, απλούστατα κάτι πήρε το αυτί του περί ομοφυλοφιλίας και είπε κι αυτός λογάκια που κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια της Μπακοπούλου». Ο γνωστός «καλός» πικρόχολος Χριστιανόπουλος, λέω εγώ τώρα, αν και- όπως είπα πριν- εν προκειμένω είχε το δίκιο με το μέρος του. Στο σημείο αυτό, επισυνάπτω ένα μεγάλο απόσπασμα από τη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας τον Απρίλιο του 2019 για το koutipandoras.gr:

Φαίνεται σαν τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» να προέκυψαν από ένα πείσμα του Χατζιδάκι. Τι γινόταν, όμως, με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου; Τα είχε ήδη δουλέψει;

Θα σας πω πώς δούλευε ο Χατζιδάκις. Του άρεζε κάτι, ένα μικρό λογοτεχνικό έργο, ένας στίχος. Το έπαιρνε και το διάβαζε. Το μάθαινε και άφηνε μετά μέσα του να δημιουργηθεί η ανάγκη της σύνθεσης, της μελοποίησης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και έναν ολόκληρο χρόνο! Μου είπε κάποια στιγμή: «Αυτό το πράγμα με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου αρχίζει και βράζει τόσο πολύ μέσα μου που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ. Ξυπνάω μες τη νύχτα κι αρχίζω και γράφω»! Ίσαμε τότε είχε απλά αποφασίσει ότι θα μελοποιήσει τον Χριστιανόπουλο, δεν είχε αρχίσει όμως να συνθέτει. Έχει, λοιπόν, μπροστά του ο Χατζιδάκις λευκή παρτιτούρα και γράφει, εγώ τραγουδάω, αυτός γράφει και στο τέλος μού παραδίδει το ντεμάκι, ας το πούμε έτσι.

Τις έχετε, αλήθεια, αυτές τις δύο πρώιμες ηχογραφήσεις;

Τις έχω, βέβαια, σωσμένες σε όλα τα ηχητικά formats. Έκτοτε, το υπόλοιπο υλικό γράφτηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Με φώναζε, κατέβαινα απ’ τη Θεσσαλονίκη, καθόμασταν δίπλα – δίπλα στο πιάνο και συνέθετε εκείνη τη στιγμή. Δέκα δηλαδή απ’ αυτά τα τραγούδια τα έγραψε μπροστά μου. Μεταξύ αυτών, και την «Ωδή (Νεαρέ γιε του μπακάλη)» που ήταν ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά.

Πείτε μου κάτι άλλο: Πως ήταν για έναν ετεροφυλόφιλο, όπως εσείς, να ερμηνεύει κατ’ εξοχήν γκέι μελοποιημένη ποίηση;

Καθόλου δεν μ’ ενοχλούσε. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω με ποιον είχα να κάνω και τη μουσική του την ίδια. Τον θαύμαζα τον Χατζιδάκι, τον είχα εξιδανικεύσει και μάλιστα αυτή την εικόνα δεν την έχω χάσει. Δεν το πήρα ως «γκέι έργο». Μόνο δυο – τρία τραγούδια, νομίζω, έχουν ξεκάθαρα τέτοια θεματική. Αν εξαιρέσεις δηλαδή το «Μη βάζεις σε παρακαλώ αρώματα» και το «Σονέτο», όπου εκεί μιλάει καθαρά για ομοφυλοφιλικό έρωτα, τα άλλα μπορούν να απευθύνονται και σε στρέιτ ερωτευμένους ή πικραμένους. Δεν είχα ποτέ, ούτως ή άλλως, ομοφοβικές τάσεις. Και στο περιβάλλον του Μάνου, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη είχα πολλούς φίλους γκέι. Τι πρόβλημα νά’χω με τους ανθρώπους;

Πάντως, σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου του Χατζιδάκι στο περιοδικό ΗΧΟΣ εκείνων των χρόνων, ήθελε έναν τραγουδιστή που να μην είναι ομοφυλόφιλος για να αποδώσει τα ομοφυλοφιλικά του τραγούδια.

Μα ακριβώς! Όπως έλεγε κι ο ίδιος, δεν έκανε τραγούδια για ομοφυλόφιλους. Ήθελε να κάνει ερωτικά τραγούδια, όπως τα πίστευε αυτός. Βρήκε κάποια καταπληκτικά, πραγματικά, ποιήματα του Χριστιανόπουλου, λιτά και απέριττα, με πανέμορφες εικόνες και νοήματα. Ήταν ένα έργο που το ετοιμάζαμε τέσσερα χρόνια, από το ’90 έως το ’94 που πέθανε. Μάλιστα, μου είχε πει: «Μην ανησυχείς, και να ”φύγω” εγώ, έχω δώσει εντολή και τα πράγματα θα γίνουν όπως τα θέλουμε»…Όταν πέθανε ο Μάνος, έγινε τόσο γρήγορα η κηδεία που δεν πρόλαβα καν να παραστώ. Έφτασα απόγευμα στην Αθήνα και πέρασα από το σπίτι να συλλυπηθώ τον Γιώργο. Την ώρα που με ξεπροβόδιζε στην πόρτα, μου είπε το ίδιο: «Μην ανησυχείς, τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά σου και θα γίνουν έτσι όπως τό’θελε ο Μάνος». Το λέω αυτό για να καταλάβετε πόσο «εντός» μου αισθανόμουν το έργο που το έζησα εν τη γενέσει του και που ψιθύριζα τα τραγούδια στη σκοπιά ως φαντάρος.

Θα ήθελα να μου μιλήσετε τώρα για τη σχέση Χριστιανόπουλου – Χατζιδάκι, όπως εσείς τη ζήσατε.

Ο Χατζιδάκις έκανε ένα έργο ερήμην του Χριστιανόπουλου. Πήρε ποιήματα από’ να βιβλίο του και τα έκοψε – τα έραψε, έκανε ένα κολάζ. Ο Χριστιανόπουλος φυσικά εξοργίστηκε! Με πάει ο Κουγιουμτζής, που ήταν παιδικοί φίλοι, να τον συναντήσω πρώτη φορά…Με είχε προϊδεάσει κιόλας, «Είναι λίγο ευερέθιστος, απότομος, αλλά να μην εκπλαγείς»…Πήγαμε απ’ τη θρυλική «Διαγώνιο», στην Εγνατία. Αυτό πρέπει νά’γινε το ’91 – ΄92 που δούλευα με τον Κουγιουμτζή σε συναυλίες (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Με πήρε τηλέφωνο ο Μάνος Χατζιδάκις και μου είπε ότι θα μελοποιήσει έναν ποιητή από τη Θεσσαλονίκη και ότι θα τραγουδήσει τα τραγούδια ένας νεαρός όμορφος τραγουδιστής από τη Θεσσαλονίκη. Δεν μου είπε βέβαια ποιος ειν’ αυτός ο ποιητής κι εσείς δεν είστε καθόλου όμορφος»…) Δεν με πείραξε καθόλου αυτό που είπε, αφού ο τρόπος που χειριζόταν το λόγο, τη γλώσσα, ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Ένιωσα εξαιρετικά αμήχανα, αλλά είχα απέναντι μου ένα τέρας των γραμμάτων και έναν πανέξυπνο άνθρωπο. Φαινόταν ότι κρατούσε σε απόσταση έναν πιτσιρικά. Μάλιστα η πρώτη παρουσίαση κάποιων από τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» έγινε εδώ, στην «Αίγλη», το 1992, με μένα και με τον Καζάκη στις ενορχηστρώσεις με την έγκριση φυσικά του Χατζιδάκι. Τό’χα ζητήσει εγώ του Μάνου, «κάντε τα» μου είπε κι έτσι είχαν παρουσιαστεί τέσσερα τραγούδια. Εκεί κάλεσα τον Χριστιανόπουλο και την ώρα που φεύγει, τρέχω ξοπίσω του, αλλά μου λέει ένας: «Μην πας να τον δεις καλύτερα» (γέλια). Πήγα τελικά, τι τό’θελα; «Δεν μου άρεσε ο τρόπος που ο Χατζιδάκις μελοποίησε τους στίχους μου κι εσύ δεν είσαι καλός τραγουδιστής, να πας να κάνεις μαθήματα»! Μετά από δυο μέρες, όμως, μου τηλεφώνησε: «Ξέρεις, Ανδρέα, ήμουν σκληρός μαζί σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πλήρη εικόνα και δεν την ξέρω τη μουσική» – μαλακίες, ήξερε πολύ καλά, ήθελε απλά να μειώσει τη μεταξύ μας απόσταση. Μου ζήτησε τα τραγούδια να τα ξανακούσει, του έστειλα την κασέτα και μετά μου ξανατηλεφώνησε: «Όχι, είναι καλά, μου αρέσουν»…Από τότε μιλούσαμε πιο τακτικά και συναντιόμασταν περιστασιακά.

Μεταφέρατε στον Χατζιδάκι όλη αυτή τη φάση με τον Χριστιανόπουλο;

Όχι, δεν του είπα ποτέ τίποτα.

Από συστολή;

Ε ναι, τι να τού’λεγα, ότι δεν άρεσαν στον ποιητή οι μελοποιήσεις του; Αφού για μένα, από τότε, ήταν συγκλονιστικά τα τραγούδια αυτά.

Από την παραπάνω καταγεγραμμένη συνομιλία με τον Καρακότα, γίνεται σαφές πως ο Χριστιανόπουλος ήταν εξ αρχής αρνητικός με τη μελοποίηση των ποιημάτων του από τον Χατζιδάκι, αν και μετά τα «μάζευε», όπως συνήθιζε και με όλες τις εμπρηστικές απόψεις – δηλώσεις του. Ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο που εξώθησε τον Χατζιδάκι στην ολοκλήρωση του έργου αυτού ήταν και η εμπλοκή του σκηνοθέτη – χορογράφου Δημήτρη Παπαϊωάννου με την παράσταση «Ενός λεπτού σιγή» με την Ομάδα Εδάφους. Στο σημείο αυτό δανείζομαι τα λόγια του ίδιου του Παπαϊωάννου από συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2010 για το περιοδικό «Δίφωνο»:

Σας είχε προτείνει ο ίδιος ο συνθέτης τη δημιουργία της παράστασης που τελικά ανέβηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του;

Ναι, φυσικά. Ο Χατζιδάκις είχε έρθει κι είχε δει μια παράσταση που λεγόταν «Φεγγάρια». Την είχαμε ανεβάσει με την Ομάδα Εδάφους στην κατάληψη και, όπως μου εξομολογήθηκε εκ των υστέρων, είχε έρθει διότι του’χαν πει πως εκεί χόρευε ένας χορευτής, ο οποίος θα ήταν ο κατάλληλος για την πρώτη παρουσίαση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Μετά την παράσταση, λοιπόν, ο Χατζιδάκις πέρασε από τα καμαρίνια για συγχαρητήρια και ζήτησε το τηλέφωνο μου. Με κάλεσε σπίτι του και μου εκμυστηρεύθηκε ότι σας είπα. Προς μεγάλη μου συγκίνηση, χαρακτηριστικά είχε πει: «Ήρθα γι’ αυτό το σκοπό, αλλά τώρα θέλω να δώσω σε σένα αυτά τα τραγούδια και να κάνεις ότι θέλεις. Αν χρειάζεσαι να γράψεις κι άλλη μουσική, πες μου και θα το κάνω». Έτσι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το project. Όλα έγιναν στις αρχές του 1990. Μετά ο Χατζιδάκις αρρώστησε, «έφυγε» και το θεώρησα ασέβεια ν’ ανέβει η παράσταση. Αφού πέρασε ένας χρόνος, σε συνεννόηση με τον γιο του, η ιδέα αναθερμάνθηκε. Δεν μπορούσα όμως να μη συμπεριλάβω κι ένα κομμάτι σαν θρήνο για την έξαρση θανάτων εκείνη την περίοδο από τον ιό HIV. Το είχα πει και στον ίδιο τον Χατζιδάκι, αφού δεν θα μπορούσα διαφορετικά να φέρω στο σήμερα την ερωτική, συχνά κλειστοφοβική αυτή ατμόσφαιρα. Είχε συμφωνήσει απόλυτα. Πρότεινα στον πολύ στενό τότε συνεργάτη μου, τον Γιώργο Κουμεντάκη, να συνθέσει το πρώτο μέρος της παράστασης, το «Ενός λεπτού σιγή». Διαχωρίσαμε τελείως τα δύο μέρη: Η παράσταση ξεκινούσε με το θάνατο, το requiem για «το τέλος του έρωτα» και κατέληγε στη ζωή, δηλαδή τα «Τραγούδια της αμαρτίας».

Για την ιστορία να πούμε ότι και πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν αξιώθηκε να δει την παράσταση του Παπαϊωάννου και της Ομάδας Εδάφους με το έργο του. Η παράσταση ανέβηκε το 1995 μεσ’ στο παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ με πιανίστα τον Κώστα Παπαδάκη και με τραγουδιστή τον, νεοφερμένο από την Κύπρο Δώρο Δημοσθένους, εξ αιτίας του ότι ο Ανδρέας Καρακότας, ο αρχικός ερμηνευτής, έκανε εκείνο τον καιρό τη στρατιωτική του θητεία. Ήταν ακριβώς η ίδια περίοδος που ο Γιώργος Χατζιδάκις κάλεσε τη Ντόρα Μπακοπούλου, βάζοντας μπροστά στην ουσία τη δισκογράφηση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Να τι μου είχε πει η πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου σε συνέντευξη της, τον Σεπτέμβριο του 2013:

Για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» μου ‘χε πρωτομιλήσει ο ίδιος ο Μάνος, ότι έγραψε ένα έργο που του άρεσε πολύ, σε ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μετά άκουσα έναν εξαιρετικό πιανίστα, τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, να παίζει αυτά τα τραγούδια με την Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Όταν μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Χατζιδάκις, έχοντας πια φύγει απ’ τη ζωή ο Μάνος, και μου ζήτησε να αναλάβω τη δουλειά, του εξήγησα πως είχα ακούσει αυτό το παιδί να παίζει ωραιότατα τα τραγούδια. «Ναι, αλλά ήταν επιθυμία του Μάνου να τα παίξεις εσύ». Ανέλαβα τη δουλειά με μεγάλη χαρά και συγκίνηση και σήμερα δηλώνω ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της δισκογράφησης. Αρχικά, ο Μάνος το φανταζόταν αλλιώς ενορχηστρωτικά το έργο, αλλά μετά υιοθέτησε την εκδοχή πιάνο-φωνή που κάναμε με τον εξαίρετο Ανδρέα Καρακότα. Τα περισσότερα κομμάτια είχαν παρτιτούρες από τα χεράκια του Χατζιδάκι και μόνο σε δύο παρενέβη δημιουργικά ο Νίκος Κυπουργός.

Κάπως έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και η Μπακοπούλου με τον Καρακότα, απόντος πια του Χατζιδάκι και με την αρωγή του μαθητή του, Νίκου Κυπουργού, μπήκαν στο στούντιο και έγραψαν τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καρακότα, ο Γιώργος Χατζιδάκις λίγο μετά του έδωσε μία επιταγή ύψους ενάμισι εκατομμύριο δραχμές να την παραδώσει ως αμοιβή στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο ποιητής τη δέχτηκε, αφού ήταν «ένα θεϊκό ποσό για την εποχή, ενόσω ο ίδιος ζούσε με μια ψωροσύνταξη». Από τον Καρακότα, αντλούμε και κάποια επιπλέον σημαντικά στοιχεία για την ηχογράφηση του έργου. Δανείζομαι και πάλι δικά του λόγια από τη συνέντευξη μας για το koutipandoras.gr:

Στην αρχή ήταν να τα ενορχηστρώσει ο Κυπουργός. Ο Χατζιδάκις είχε κάποιες ενορχηστρωτικές ιδέες που τις είχε πει και σε μένα, τα ήθελε με στρατιωτική μπάντα, ένα κουαρτέτο, μια χάλκινη μπάντα, ένα μπουζούκι, μια φυσαρμόνικα, όπως και το «Ειδύλλιο» του Ζίγκφριντ να πηγαίνει και νά’ρχεται μες τα κομμάτια. Νομίζω είχε προλάβει να ενορχηστρώσει το «Γαϊδουράκι» που κάποια στιγμή τραγούδησε ο Βασίλης Γισδάκης σε μία εκδήλωση για τον Μάνο στο Μέγαρο. Ο Κυπουργός δεν πίστευε ότι μπορεί να το φέρει εις πέρας και το παράτησε κι έτσι κινηθήκαμε βάσει των ηχογραφήσεων από τις κασέτες για πιάνο – φωνή. Με τη Ντόρα Μπακοπούλου δέσαμε πάρα πολύ, γιατί είμαστε κι οι δυο χατζιδακικοί κι αγαπούσε πολύ τον Μάνο. Το γράψαμε σχεδόν μια κι έξω το έργο, είχαμε απόλυτη σύμπνοια.

Μαζί με τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει κι ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Χρονά, ενός νεότερου ποιητή που εκτιμούσε πολύ και που είχε μελοποιήσει ξανά στο παρελθόν. Ακολουθεί καταγραφή μιας τηλεφωνικής συνομιλίας που είχα με τον Χρονά την Τετάρτη 12 Αυγούστου του 2020:

Εγώ μπήκα «σφήνα» στο δίσκο. Ο Χατζιδάκις είχε διαβάσει μια ποιητική συλλογή μου, που του άρεσε, και αποφάσισε να μελοποιήσει την «Ωδή», που έγινε γνωστή ως «Νεαρέ γιε του μπακάλη». Βέβαια, στον Χριστιανόπουλο δεν πολυάρεσε η ιδέα να βάλει έναν άλλο ποιητή δίπλα του ο Χατζιδάκις. Μου το’χε πει και μένα δηλαδή εφόσον κάναμε στενή παρέα. Κάποια στιγμή, μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις ρωτώντας με αν μπορούσε να αλλάξει κάποιες λέξεις, εφόσον δεν του «έβγαινε» καλά η μελοποίηση. «Εσείς ξέρετε όλη την ποίηση, κύριε Χατζιδάκι! Ρωτάτε εμένα; Κάντε ότι θέλετε» ήταν η απάντηση μου. Δεν θεωρώ ότι ο Χατζιδάκις έβαλε το δικό μου ποίημα ως «gay» δίπλα στα ποιήματα του Χριστιανόπουλου. Αυτές είναι αμερικανιές, «gay» κλπ. και δε θέλω να έχω καμία σχέση με Αμερικές και Ολλανδίες. Στο δικό μου ποίημα δεν μιλάω για τον έρωτα, όπως κάποιοι εννοούν, αλλά για τον έρωτα των αγαλμάτων! Εγώ η δήλωση που είχα κάνει είναι πως «δεν είμαστε ομοφυλόφιλοι, αλλά άνθρωποι κανονικοί, όπως όλοι, που χαίρονται τον έρωτα». Η Μπακοπούλου, πάλι, είχε δηλώσει πως «εμείς είμαστε ετεροφυλόφιλοι». Ούτε αυτό μου’χε αρέσει και το’χα πει δημοσίως, συμφωνώντας με τον Χριστιανόπουλο. Σε εσάς διάβασα πως ο Χριστιανόπουλος πληρώθηκε για το δίσκο, όπως σας το εξομολογήθηκε ο Καρακότας, σε μένα πάντως ο Χριστιανόπουλος είχε εκμυστηρευθεί πως ουδέποτε πήρε πεντάρα τσακιστή από τις μελοποιήσεις που του γίνονταν! «Δεν πήρα ποτέ λεφτά ούτε απ’ το ποίημα μου που μελοποίησε ο Σαββόπουλος το ’60» τον θυμάμαι να μου λέει! Και, να ξέρετε, ο Χριστιανόπουλος ήταν πολύ δεκτικός στις μελοποιήσεις, όσο κι αν γκρίνιαζε, όπως και με τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Όποιος του τηλεφωνούσε για να του έλεγε πως θα βάλουν κάποιο τραγούδι του σε μια συλλογή, λόγου χάριν, απαντούσε «Κάντε ότι θέλετε»…

Αυτό ήταν το ιστορικό των «Τραγουδιών της αμαρτίας» που σηματοδότησαν τη μοναδική καλλιτεχνική συνεύρεση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο υπότιτλος που τους δόθηκε από τον συνθέτη ήταν «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», φράση την οποία ο ποιητής θεώρησε όχι ιδιαίτερα πετυχημένη ώστε να έμπαινε τίτλος στις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα Εδάφους, απόντος του Χατζιδάκι. Πέρα απ’ όσα γράφτηκαν και «ακούστηκαν» στο μεγάλο αυτό αφιέρωμα, δεν παύουν ν’ αποτελούν ένα απ’ τα πιο λυρικά και ευαίσθητα έργα μέσα στη χατζιδακική εργογραφία με τον ακροατή να ανατριχιάζει από συγκίνηση σε κομμάτια σαν το «Ενός λεπτού σιγή» και το «Σαν τους αριστερούς (Κατατρεγμένοι)». Η Ντόρα Μπακοπούλου έβαλε τη σφραγίδα της στην πιανιστική απόδοση τους – το ίδιο και ο Ανδρέας Καρακότας, που δούλεψε για μία τετραετία με τον συνθέτη και αναδείχτηκε στον ιδανικό λυρικό και λαϊκό ταυτόχρονα ερμηνευτή των τραγουδιών. Τελικά, ερήμην μάλλον των συντελεστών, ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, ο δίσκος αυτός αποτελεί ένα «gay anthem» της νεοελληνικής αντίστοιχης κουλτούρας και παραμένει σημείο αναφοράς στη μοναδική επίσης συνεργασία του συνθέτη με έναν άλλο ποιητή – στιχουργό πέραν του Νίκου Γκάτσου.