Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

100 χρόνια εργογραφίας Μάνου Χατζιδάκι - Τα τραγούδια της αμαρτίας

 

Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» ήταν το τελευταίο δισκογραφικό σχέδιο του Μάνου Χατζιδάκι που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, τουλάχιστον στη μορφή που το’χε ονειρευτεί. Κυκλοφόρησαν το 1996, αφού δουλεύονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του ’95 από τους συνεργάτες του, τον Νίκο Κυπουργό, την πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου και, βέβαια, τον ερμηνευτή Ανδρέα Καρακότα. Επρόκειτο δηλαδή για το πρώτο μεταθανάτιο έργο του συνθέτη στην προσωπική του δισκογραφία που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας με εκδόσεις ανέκδοτου υλικού του και με επανεκτελέσεις παλαιότερων έργων του. Το έργο εκδόθηκε από τον «Σείριο» με την τότε καλλιτεχνική επιμέλεια του Κυπουργού και τη διεύθυνση του Γιώργου Χατζιδάκι, του γιου του συνθέτη, που εξακολουθεί να διευθύνει την εταιρεία. Λόγω κόστους παραγωγής – μπορεί να υποθέσει κανείς – η τελική μορφή του ήταν για πιάνο – φωνή, εξ ου και ορθότατα επιλέχθηκε (από τον Γιώργο Χατζιδάκι) η κορυφαία Ντόρα Μπακοπούλου στην πιανιστική απόδοση των τραγουδιών. Μόνο το 1999, λίγο πριν την είσοδο στο millennium, με αφορμή την έκδοση του CD «Μάνος Χατζιδάκις 2000 ΜΧ» από τον «Σείριο», μάθαμε για πρώτη φορά πως ο συνθέτης είχε οραματιστεί για «Τα τραγούδια της αμαρτίας» μία διαφορετική και σαφώς πιο πλούσια ενορχήστρωση. Δανείζομαι απ’ την εν λόγω δισκογραφική έκδοση το εισαγωγικό σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι:

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος, 1992) στους φίλους μου Μ.Ρ. και Β.Δ.

Ένας κύκλος τραγουδιών για νεανική λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα, πάνω σε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά. Η μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη του ’50, μεσ’ στη γοητεία των δρόμων και των περιοχών της, όπου ανθούσε η μεθυστική έλξη των σωμάτων, η ανεύρεση συντρόφων, το πάθος της ενοχής και του εξευτελισμού και τέλος η απελπισμένη μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι κατά τις πρώτες πρωινές ώρες.

Τραγουδιστής, χορωδία και στρατιωτική μπάντα, λοιπόν, ένα σχέδιο που παρέπεμπε σε ένα άλλο έργο του Χατζιδάκι, την «Εποχή της Μελισσάνθης», το οποίο κατάφερε να ολοκληρώσει έτσι όπως το’χε σχεδιάσει. Βρισκόμαστε, όμως, στο 1996 και όχι στο 1980. Ο ίδιος έχει φύγει απ’ τη ζωή και έχει σημασία να πούμε πως λίγο πριν το τέλος, ακόμα και ο Χατζιδάκις έπαψε να έχει την εύνοια των εταιρειών. Δεν είναι τυχαίο πως οι «Αντικατοπτρισμοί», ο τελευταίος εν ζωή δίσκος του, εξελληνισμός από τον Νίκο Γκάτσο των «Reflections» με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, πιθανώς να μην κυκλοφορούσαν ποτέ αν δεν εξασφαλιζόταν μια γενναία χορηγία προς τον συνθέτη και τον «Σείριο» του για το εν λόγω έργο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή:

Ο Μάνος Χατζιδάκις αγαπούσε ιδιαιτέρως τη Θεσσαλονίκη, όπως και τους ποιητές της. Είναι σίγουρο πως γνώριζε και εκτιμούσε την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μολονότι οι δρόμοι τους έσμιξαν πολύ αργά, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, πιθανώς και μέσα στη δεκαετία του ’80. Η μοναδική απόπειρα του Χατζιδάκι να μελοποιήσει έναν αμιγώς Θεσσαλονικιό ποιητή είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τον «Επιτάφιο» του Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916 – 2011).

Επρόκειτο για έναν κύκλο λυρικών τραγουδιών προορισμένο για τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου, στενού συνεργάτη τότε του συνθέτη, που έμεινε μόνο στις παρτιτούρες και δεν ηχογραφήθηκε ποτέ στην τελική του μορφή. Λέγεται πως ένας λόγος που ο «Επιτάφιος» των Χατζιδάκι – Βαρβιτσιώτη δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας οφειλόταν στο ότι την ίδια ακριβώς περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης δούλευε τον δικό του «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ο Χατζιδάκις ευφυώς εγκατέλειψε το δικό του «project», αφού όλοι γνωρίζουμε πια τη θέση που κατέλαβε ο «Επιτάφιος» των Θεοδωράκη – Ρίτσου μέσα στην ιστορία του ελληνικού έντεχνου – λαϊκού τραγουδιού. Πόσο μάλλον, όταν ο Χατζιδάκις αυτοπροσώπως εκλήθη από τον Θεοδωράκη να ενορχηστρώσει το έργο με πρώτη ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, πάλι, όντας συνθέτης και ο ίδιος, δεν χαριζόταν εύκολα σε κανέναν άλλο συνθέτη. Σύμφωνα με τη συνέντευξη που μου’χε δώσει ο Χριστιανόπουλος, το «φλερτ» του με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει με τον δεύτερο να του λέει σε μία συνάντηση τους στην Αθήνα πως από τότε που τον «γνώρισε», ξέχασε τον Γκάτσο και «είναι μόνο Χριστιανόπουλος»! Διότι, η αλήθεια είναι επίσης πως ο Χριστιανόπουλος δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον ποιητή της «Αμοργού», όπως και πολλούς άλλους κορυφαίους ποιητές. Τον ενοχλούσε η εντονότατη ενασχόληση του Γκάτσου με τον στίχο και με τα τραγούδια, τα οποία θεωρούσε υποδεέστερα των ποιημάτων. Ενδεχομένως- κατά μία υποκειμενική εκτίμηση- ο Χριστιανόπουλος να αισθανόταν και μία ζήλια που ο ομότεχνος του, ο Γκάτσος, είχε λύσει κάπως το βιοποριστικό θέμα του, τόσο μέσα από την παραγωγή τραγουδιών, όσο και μέσα από τη σχέση ζωής που’χε αναπτύξει με τον Χατζιδάκι. Δεν θα περιμέναμε, βέβαια, ο Χριστιανόπουλος να γνώριζε πως οι Χατζιδάκις – Γκάτσος συχνά έμεναν άφραγκοι στην κυριολεξία, εφόσον φρόντιζαν να καλοπερνούν οι ίδιοι, μαζί και όσοι τους περιστοίχιζαν. Δανείζομαι τώρα τα λόγια του ποιητή από μία συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Πόθος», ένα από τα πρώτα gay free press στην Ελλάδα (Οκτώβριος 1996):

«Ο Γκάτσος ήταν μεγάλο όνομα, αλλά ενώ ξεκίνησε από καλός ποιητής, στο τέλος έγινε επαγγελματίας στιχουργός. Ζούσε δηλαδή από τα λεφτά που έπαιρνε από τα στιχάκια. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τα στιχάκια ενός επαγγελματία στιχουργού με ποίηση ζωντανή και με κάποια ποιότητα. Έτσι ο Χατζιδάκις πλήρωσε ως ένα σημείο τα επίχειρα του να ζει στην Αθήνα, την ελεεινή Αθήνα που καταστρέφει ταλέντα στο πι και φι».

Κατά τη γνώμη μου, στην πραγματικότητα δεν πρέπει να τον «χάλασε» καθόλου τον Χριστιανόπουλο που ο Χατζιδάκις προθυμοποιήθηκε να τον μελοποιήσει, εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – αρχές του ’90. Από τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, αντιλαμβανόμαστε πως είχε αφήσει ελεύθερο τον συνθέτη να έκανε ότι ήθελε με τα ποιήματα του. Κι αν είχε ενστάσεις για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – αναφέρομαι στη συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2013 – ίσως όλο το απώτερο νόημα να συνοψίζεται σε δυο λόγια του: «Πρώτα απ’ όλα τον αγαπώ και τον σέβομαι (σ.σ. τον Μάνο Χατζιδάκι) και για μένα ήταν μια μεγάλη τιμή».

Τα «προβλήματα» που πήραν στη συνέχεια τη μορφή μιας άτυπης κόντρας μεταξύ των δύο ανδρών ξεκίνησαν αμέσως μετά την έκδοση του δίσκου με «Τα τραγούδια της αμαρτίας», μετά το θάνατο του Χατζιδάκι, ερήμην του δηλαδή, και αιτία ήταν κάποιες δηλώσεις των συντελεστών στον Τύπο. Είχε, βέβαια, προηγηθεί μία απ’ τις τελευταίες εν ζωή συνεντεύξεις του Χατζιδάκι στο περιοδικό «ΗΧΟΣ», περί ομοφυλοφιλίας, μια και – κακά τα ψέματα – τα «Τραγούδια της αμαρτίας» αποτέλεσαν το πρώτο και φανερό «coming out» του συνθέτη μέσα απ’ τη συνεργασία του με τον Χριστιανόπουλο, έναν open gay ποιητή από εποχές ήδη πολύ δύσκολες στη χώρα μας για κάτι τέτοιο. Σε εκείνη τη συνέντευξη του ο Χατζιδάκις έλεγε πως επέλεξε ως ερμηνευτή τον Ανδρέα Καρακότα, έναν που δεν ήταν ομοφυλόφιλος, για να αποδώσει τα «ομοφυλοφιλικά» σε περιεχόμενο μελοποιημένα ποιήματα. Στον Χριστιανόπουλο δεν άρεσε η δήλωση αυτή, γι’ αυτό και στη συνέντευξη του στο περιοδικό «Πόθος», τοποθετήθηκε ως εξής:

«Υποψιάζομαι πως σημαίνει κάποια φοβία για τις πιέσεις και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Φοβούμαι δηλαδή ότι ο Χατζιδάκις κατά κάποιο τρόπο ήθελε να φανεί ότι αυτά προσπαθεί να τα ξεπεράσει και να αγκαλιάσει όλο το κοινωνικό σύνολο. Πάντως, αυτή τη φράση του τη βρίσκω για μένα προσβλητική».

Να ήξερε άραγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ότι την ίδια στιγμή που ο ίδιος τριγύρναγε στα πάρκα του Βαρδάρι, ως νέος, ο Μάνος Χατζιδάκις έβαζε πέτρες μεσ’ στα παπούτσια του για να μην «κουνιέται» στο δρόμο και να μην τρώει bullying; Να ήξερε, ακόμη, πως – όπως μου’χε εκμυστηρευθεί ο Νίκος Κούνδουρος – ο Χατζιδάκις περπατούσε έξω και όλο και κάποιος κακοήθης θα του φώναζε ένα κοροϊδευτικό «Έι, ψιτ, καλέ»; Ή μήπως αυτά ήταν ψιλά γράμματα για έναν gay καλλιτέχνη που πήρε τα ρίσκα του και τελικά δικαιώθηκε αναφορικά με τη φύση του έργου του; Σήμερα, πάντως, μπορώ να δώσω άφεση αμαρτιών και στους δύο, εφόσον μιλάμε για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» κιόλας.

Η κατάσταση «επιδεινώθηκε» με τις δηλώσεις, όπως είπαμε, των υπόλοιπων συντελεστών του δίσκου, όταν ο Χατζιδάκις είχε φύγει απ’ τη ζωή. Κυρίως με μία δήλωση της Ντόρας Μπακοπούλου στον Τύπο, ότι η ίδια και ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας, αν και «ετεροφυλόφιλοι που δεν έχουν σχέση μ’ αυτά, από λατρεία στον Χατζιδάκι δέχτηκαν να ”υποχωρήσουν” και να ερμηνεύσουν τα τραγούδια». Δεν έχω διαβάσει μέχρι σήμερα τη δήλωση της Μπακοπούλου, όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο (πιθανώς στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»), εδώ όμως μπορώ να καταλάβω τον Χριστιανόπουλο, που πέρασε γενεές δεκατέσσερις στη συνέντευξη του στον «Πόθο», τόσο τη Ντόρα Μπακοπούλου, όσο και τον Ανδρέα Καρακότα, κατηγορώντας τους ουσιαστικά για ομοφοβία. Μεταξύ μας τώρα, έχοντας γνωρίσει και τους δύο και μην προσπαθώντας αυτή τη στιγμή να τους δικαιολογήσω, δεν πιστεύω πως πρόκειται για ομοφοβικούς ανθρώπους – το αντίθετο, θα έλεγα. Για τον Καρακότα ειδικά, ο Χριστιανόπουλος είχε πει τα εξής:

Ανδρέας Καρακότας - Μάνος Χατζιδάκις (αρχείο Α. Καρακότα)

«Είναι άτομο χωρίς προσωπική γνώμη και αντίληψη, απλούστατα κάτι πήρε το αυτί του περί ομοφυλοφιλίας και είπε κι αυτός λογάκια που κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια της Μπακοπούλου». Ο γνωστός «καλός» πικρόχολος Χριστιανόπουλος, λέω εγώ τώρα, αν και- όπως είπα πριν- εν προκειμένω είχε το δίκιο με το μέρος του. Στο σημείο αυτό, επισυνάπτω ένα μεγάλο απόσπασμα από τη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει ο τραγουδιστής Ανδρέας Καρακότας τον Απρίλιο του 2019 για το koutipandoras.gr:

Φαίνεται σαν τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» να προέκυψαν από ένα πείσμα του Χατζιδάκι. Τι γινόταν, όμως, με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου; Τα είχε ήδη δουλέψει;

Θα σας πω πώς δούλευε ο Χατζιδάκις. Του άρεζε κάτι, ένα μικρό λογοτεχνικό έργο, ένας στίχος. Το έπαιρνε και το διάβαζε. Το μάθαινε και άφηνε μετά μέσα του να δημιουργηθεί η ανάγκη της σύνθεσης, της μελοποίησης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και έναν ολόκληρο χρόνο! Μου είπε κάποια στιγμή: «Αυτό το πράγμα με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου αρχίζει και βράζει τόσο πολύ μέσα μου που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ. Ξυπνάω μες τη νύχτα κι αρχίζω και γράφω»! Ίσαμε τότε είχε απλά αποφασίσει ότι θα μελοποιήσει τον Χριστιανόπουλο, δεν είχε αρχίσει όμως να συνθέτει. Έχει, λοιπόν, μπροστά του ο Χατζιδάκις λευκή παρτιτούρα και γράφει, εγώ τραγουδάω, αυτός γράφει και στο τέλος μού παραδίδει το ντεμάκι, ας το πούμε έτσι.

Τις έχετε, αλήθεια, αυτές τις δύο πρώιμες ηχογραφήσεις;

Τις έχω, βέβαια, σωσμένες σε όλα τα ηχητικά formats. Έκτοτε, το υπόλοιπο υλικό γράφτηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια. Με φώναζε, κατέβαινα απ’ τη Θεσσαλονίκη, καθόμασταν δίπλα – δίπλα στο πιάνο και συνέθετε εκείνη τη στιγμή. Δέκα δηλαδή απ’ αυτά τα τραγούδια τα έγραψε μπροστά μου. Μεταξύ αυτών, και την «Ωδή (Νεαρέ γιε του μπακάλη)» που ήταν ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά.

Πείτε μου κάτι άλλο: Πως ήταν για έναν ετεροφυλόφιλο, όπως εσείς, να ερμηνεύει κατ’ εξοχήν γκέι μελοποιημένη ποίηση;

Καθόλου δεν μ’ ενοχλούσε. Είχα αρχίσει πια να καταλαβαίνω με ποιον είχα να κάνω και τη μουσική του την ίδια. Τον θαύμαζα τον Χατζιδάκι, τον είχα εξιδανικεύσει και μάλιστα αυτή την εικόνα δεν την έχω χάσει. Δεν το πήρα ως «γκέι έργο». Μόνο δυο – τρία τραγούδια, νομίζω, έχουν ξεκάθαρα τέτοια θεματική. Αν εξαιρέσεις δηλαδή το «Μη βάζεις σε παρακαλώ αρώματα» και το «Σονέτο», όπου εκεί μιλάει καθαρά για ομοφυλοφιλικό έρωτα, τα άλλα μπορούν να απευθύνονται και σε στρέιτ ερωτευμένους ή πικραμένους. Δεν είχα ποτέ, ούτως ή άλλως, ομοφοβικές τάσεις. Και στο περιβάλλον του Μάνου, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη είχα πολλούς φίλους γκέι. Τι πρόβλημα νά’χω με τους ανθρώπους;

Πάντως, σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου του Χατζιδάκι στο περιοδικό ΗΧΟΣ εκείνων των χρόνων, ήθελε έναν τραγουδιστή που να μην είναι ομοφυλόφιλος για να αποδώσει τα ομοφυλοφιλικά του τραγούδια.

Μα ακριβώς! Όπως έλεγε κι ο ίδιος, δεν έκανε τραγούδια για ομοφυλόφιλους. Ήθελε να κάνει ερωτικά τραγούδια, όπως τα πίστευε αυτός. Βρήκε κάποια καταπληκτικά, πραγματικά, ποιήματα του Χριστιανόπουλου, λιτά και απέριττα, με πανέμορφες εικόνες και νοήματα. Ήταν ένα έργο που το ετοιμάζαμε τέσσερα χρόνια, από το ’90 έως το ’94 που πέθανε. Μάλιστα, μου είχε πει: «Μην ανησυχείς, και να ”φύγω” εγώ, έχω δώσει εντολή και τα πράγματα θα γίνουν όπως τα θέλουμε»…Όταν πέθανε ο Μάνος, έγινε τόσο γρήγορα η κηδεία που δεν πρόλαβα καν να παραστώ. Έφτασα απόγευμα στην Αθήνα και πέρασα από το σπίτι να συλλυπηθώ τον Γιώργο. Την ώρα που με ξεπροβόδιζε στην πόρτα, μου είπε το ίδιο: «Μην ανησυχείς, τα τραγούδια αυτά είναι κληρονομιά σου και θα γίνουν έτσι όπως τό’θελε ο Μάνος». Το λέω αυτό για να καταλάβετε πόσο «εντός» μου αισθανόμουν το έργο που το έζησα εν τη γενέσει του και που ψιθύριζα τα τραγούδια στη σκοπιά ως φαντάρος.

Θα ήθελα να μου μιλήσετε τώρα για τη σχέση Χριστιανόπουλου – Χατζιδάκι, όπως εσείς τη ζήσατε.

Ο Χατζιδάκις έκανε ένα έργο ερήμην του Χριστιανόπουλου. Πήρε ποιήματα από’ να βιβλίο του και τα έκοψε – τα έραψε, έκανε ένα κολάζ. Ο Χριστιανόπουλος φυσικά εξοργίστηκε! Με πάει ο Κουγιουμτζής, που ήταν παιδικοί φίλοι, να τον συναντήσω πρώτη φορά…Με είχε προϊδεάσει κιόλας, «Είναι λίγο ευερέθιστος, απότομος, αλλά να μην εκπλαγείς»…Πήγαμε απ’ τη θρυλική «Διαγώνιο», στην Εγνατία. Αυτό πρέπει νά’γινε το ’91 – ΄92 που δούλευα με τον Κουγιουμτζή σε συναυλίες (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Με πήρε τηλέφωνο ο Μάνος Χατζιδάκις και μου είπε ότι θα μελοποιήσει έναν ποιητή από τη Θεσσαλονίκη και ότι θα τραγουδήσει τα τραγούδια ένας νεαρός όμορφος τραγουδιστής από τη Θεσσαλονίκη. Δεν μου είπε βέβαια ποιος ειν’ αυτός ο ποιητής κι εσείς δεν είστε καθόλου όμορφος»…) Δεν με πείραξε καθόλου αυτό που είπε, αφού ο τρόπος που χειριζόταν το λόγο, τη γλώσσα, ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Ένιωσα εξαιρετικά αμήχανα, αλλά είχα απέναντι μου ένα τέρας των γραμμάτων και έναν πανέξυπνο άνθρωπο. Φαινόταν ότι κρατούσε σε απόσταση έναν πιτσιρικά. Μάλιστα η πρώτη παρουσίαση κάποιων από τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» έγινε εδώ, στην «Αίγλη», το 1992, με μένα και με τον Καζάκη στις ενορχηστρώσεις με την έγκριση φυσικά του Χατζιδάκι. Τό’χα ζητήσει εγώ του Μάνου, «κάντε τα» μου είπε κι έτσι είχαν παρουσιαστεί τέσσερα τραγούδια. Εκεί κάλεσα τον Χριστιανόπουλο και την ώρα που φεύγει, τρέχω ξοπίσω του, αλλά μου λέει ένας: «Μην πας να τον δεις καλύτερα» (γέλια). Πήγα τελικά, τι τό’θελα; «Δεν μου άρεσε ο τρόπος που ο Χατζιδάκις μελοποίησε τους στίχους μου κι εσύ δεν είσαι καλός τραγουδιστής, να πας να κάνεις μαθήματα»! Μετά από δυο μέρες, όμως, μου τηλεφώνησε: «Ξέρεις, Ανδρέα, ήμουν σκληρός μαζί σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πλήρη εικόνα και δεν την ξέρω τη μουσική» – μαλακίες, ήξερε πολύ καλά, ήθελε απλά να μειώσει τη μεταξύ μας απόσταση. Μου ζήτησε τα τραγούδια να τα ξανακούσει, του έστειλα την κασέτα και μετά μου ξανατηλεφώνησε: «Όχι, είναι καλά, μου αρέσουν»…Από τότε μιλούσαμε πιο τακτικά και συναντιόμασταν περιστασιακά.

Μεταφέρατε στον Χατζιδάκι όλη αυτή τη φάση με τον Χριστιανόπουλο;

Όχι, δεν του είπα ποτέ τίποτα.

Από συστολή;

Ε ναι, τι να τού’λεγα, ότι δεν άρεσαν στον ποιητή οι μελοποιήσεις του; Αφού για μένα, από τότε, ήταν συγκλονιστικά τα τραγούδια αυτά.

Από την παραπάνω καταγεγραμμένη συνομιλία με τον Καρακότα, γίνεται σαφές πως ο Χριστιανόπουλος ήταν εξ αρχής αρνητικός με τη μελοποίηση των ποιημάτων του από τον Χατζιδάκι, αν και μετά τα «μάζευε», όπως συνήθιζε και με όλες τις εμπρηστικές απόψεις – δηλώσεις του. Ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο που εξώθησε τον Χατζιδάκι στην ολοκλήρωση του έργου αυτού ήταν και η εμπλοκή του σκηνοθέτη – χορογράφου Δημήτρη Παπαϊωάννου με την παράσταση «Ενός λεπτού σιγή» με την Ομάδα Εδάφους. Στο σημείο αυτό δανείζομαι τα λόγια του ίδιου του Παπαϊωάννου από συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει τον Δεκέμβριο του 2010 για το περιοδικό «Δίφωνο»:

Σας είχε προτείνει ο ίδιος ο συνθέτης τη δημιουργία της παράστασης που τελικά ανέβηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του;

Ναι, φυσικά. Ο Χατζιδάκις είχε έρθει κι είχε δει μια παράσταση που λεγόταν «Φεγγάρια». Την είχαμε ανεβάσει με την Ομάδα Εδάφους στην κατάληψη και, όπως μου εξομολογήθηκε εκ των υστέρων, είχε έρθει διότι του’χαν πει πως εκεί χόρευε ένας χορευτής, ο οποίος θα ήταν ο κατάλληλος για την πρώτη παρουσίαση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Μετά την παράσταση, λοιπόν, ο Χατζιδάκις πέρασε από τα καμαρίνια για συγχαρητήρια και ζήτησε το τηλέφωνο μου. Με κάλεσε σπίτι του και μου εκμυστηρεύθηκε ότι σας είπα. Προς μεγάλη μου συγκίνηση, χαρακτηριστικά είχε πει: «Ήρθα γι’ αυτό το σκοπό, αλλά τώρα θέλω να δώσω σε σένα αυτά τα τραγούδια και να κάνεις ότι θέλεις. Αν χρειάζεσαι να γράψεις κι άλλη μουσική, πες μου και θα το κάνω». Έτσι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το project. Όλα έγιναν στις αρχές του 1990. Μετά ο Χατζιδάκις αρρώστησε, «έφυγε» και το θεώρησα ασέβεια ν’ ανέβει η παράσταση. Αφού πέρασε ένας χρόνος, σε συνεννόηση με τον γιο του, η ιδέα αναθερμάνθηκε. Δεν μπορούσα όμως να μη συμπεριλάβω κι ένα κομμάτι σαν θρήνο για την έξαρση θανάτων εκείνη την περίοδο από τον ιό HIV. Το είχα πει και στον ίδιο τον Χατζιδάκι, αφού δεν θα μπορούσα διαφορετικά να φέρω στο σήμερα την ερωτική, συχνά κλειστοφοβική αυτή ατμόσφαιρα. Είχε συμφωνήσει απόλυτα. Πρότεινα στον πολύ στενό τότε συνεργάτη μου, τον Γιώργο Κουμεντάκη, να συνθέσει το πρώτο μέρος της παράστασης, το «Ενός λεπτού σιγή». Διαχωρίσαμε τελείως τα δύο μέρη: Η παράσταση ξεκινούσε με το θάνατο, το requiem για «το τέλος του έρωτα» και κατέληγε στη ζωή, δηλαδή τα «Τραγούδια της αμαρτίας».

Για την ιστορία να πούμε ότι και πάλι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν αξιώθηκε να δει την παράσταση του Παπαϊωάννου και της Ομάδας Εδάφους με το έργο του. Η παράσταση ανέβηκε το 1995 μεσ’ στο παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ με πιανίστα τον Κώστα Παπαδάκη και με τραγουδιστή τον, νεοφερμένο από την Κύπρο Δώρο Δημοσθένους, εξ αιτίας του ότι ο Ανδρέας Καρακότας, ο αρχικός ερμηνευτής, έκανε εκείνο τον καιρό τη στρατιωτική του θητεία. Ήταν ακριβώς η ίδια περίοδος που ο Γιώργος Χατζιδάκις κάλεσε τη Ντόρα Μπακοπούλου, βάζοντας μπροστά στην ουσία τη δισκογράφηση των «Τραγουδιών της αμαρτίας». Να τι μου είχε πει η πιανίστρια Ντόρα Μπακοπούλου σε συνέντευξη της, τον Σεπτέμβριο του 2013:

Για τα «Τραγούδια της αμαρτίας» μου ‘χε πρωτομιλήσει ο ίδιος ο Μάνος, ότι έγραψε ένα έργο που του άρεσε πολύ, σε ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μετά άκουσα έναν εξαιρετικό πιανίστα, τον Κωνσταντίνο Παπαδάκη, να παίζει αυτά τα τραγούδια με την Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Όταν μου τηλεφώνησε ο Γιώργος Χατζιδάκις, έχοντας πια φύγει απ’ τη ζωή ο Μάνος, και μου ζήτησε να αναλάβω τη δουλειά, του εξήγησα πως είχα ακούσει αυτό το παιδί να παίζει ωραιότατα τα τραγούδια. «Ναι, αλλά ήταν επιθυμία του Μάνου να τα παίξεις εσύ». Ανέλαβα τη δουλειά με μεγάλη χαρά και συγκίνηση και σήμερα δηλώνω ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα της δισκογράφησης. Αρχικά, ο Μάνος το φανταζόταν αλλιώς ενορχηστρωτικά το έργο, αλλά μετά υιοθέτησε την εκδοχή πιάνο-φωνή που κάναμε με τον εξαίρετο Ανδρέα Καρακότα. Τα περισσότερα κομμάτια είχαν παρτιτούρες από τα χεράκια του Χατζιδάκι και μόνο σε δύο παρενέβη δημιουργικά ο Νίκος Κυπουργός.

Κάπως έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και η Μπακοπούλου με τον Καρακότα, απόντος πια του Χατζιδάκι και με την αρωγή του μαθητή του, Νίκου Κυπουργού, μπήκαν στο στούντιο και έγραψαν τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καρακότα, ο Γιώργος Χατζιδάκις λίγο μετά του έδωσε μία επιταγή ύψους ενάμισι εκατομμύριο δραχμές να την παραδώσει ως αμοιβή στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο ποιητής τη δέχτηκε, αφού ήταν «ένα θεϊκό ποσό για την εποχή, ενόσω ο ίδιος ζούσε με μια ψωροσύνταξη». Από τον Καρακότα, αντλούμε και κάποια επιπλέον σημαντικά στοιχεία για την ηχογράφηση του έργου. Δανείζομαι και πάλι δικά του λόγια από τη συνέντευξη μας για το koutipandoras.gr:

Στην αρχή ήταν να τα ενορχηστρώσει ο Κυπουργός. Ο Χατζιδάκις είχε κάποιες ενορχηστρωτικές ιδέες που τις είχε πει και σε μένα, τα ήθελε με στρατιωτική μπάντα, ένα κουαρτέτο, μια χάλκινη μπάντα, ένα μπουζούκι, μια φυσαρμόνικα, όπως και το «Ειδύλλιο» του Ζίγκφριντ να πηγαίνει και νά’ρχεται μες τα κομμάτια. Νομίζω είχε προλάβει να ενορχηστρώσει το «Γαϊδουράκι» που κάποια στιγμή τραγούδησε ο Βασίλης Γισδάκης σε μία εκδήλωση για τον Μάνο στο Μέγαρο. Ο Κυπουργός δεν πίστευε ότι μπορεί να το φέρει εις πέρας και το παράτησε κι έτσι κινηθήκαμε βάσει των ηχογραφήσεων από τις κασέτες για πιάνο – φωνή. Με τη Ντόρα Μπακοπούλου δέσαμε πάρα πολύ, γιατί είμαστε κι οι δυο χατζιδακικοί κι αγαπούσε πολύ τον Μάνο. Το γράψαμε σχεδόν μια κι έξω το έργο, είχαμε απόλυτη σύμπνοια.

Μαζί με τα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει κι ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Χρονά, ενός νεότερου ποιητή που εκτιμούσε πολύ και που είχε μελοποιήσει ξανά στο παρελθόν. Ακολουθεί καταγραφή μιας τηλεφωνικής συνομιλίας που είχα με τον Χρονά την Τετάρτη 12 Αυγούστου του 2020:

Εγώ μπήκα «σφήνα» στο δίσκο. Ο Χατζιδάκις είχε διαβάσει μια ποιητική συλλογή μου, που του άρεσε, και αποφάσισε να μελοποιήσει την «Ωδή», που έγινε γνωστή ως «Νεαρέ γιε του μπακάλη». Βέβαια, στον Χριστιανόπουλο δεν πολυάρεσε η ιδέα να βάλει έναν άλλο ποιητή δίπλα του ο Χατζιδάκις. Μου το’χε πει και μένα δηλαδή εφόσον κάναμε στενή παρέα. Κάποια στιγμή, μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις ρωτώντας με αν μπορούσε να αλλάξει κάποιες λέξεις, εφόσον δεν του «έβγαινε» καλά η μελοποίηση. «Εσείς ξέρετε όλη την ποίηση, κύριε Χατζιδάκι! Ρωτάτε εμένα; Κάντε ότι θέλετε» ήταν η απάντηση μου. Δεν θεωρώ ότι ο Χατζιδάκις έβαλε το δικό μου ποίημα ως «gay» δίπλα στα ποιήματα του Χριστιανόπουλου. Αυτές είναι αμερικανιές, «gay» κλπ. και δε θέλω να έχω καμία σχέση με Αμερικές και Ολλανδίες. Στο δικό μου ποίημα δεν μιλάω για τον έρωτα, όπως κάποιοι εννοούν, αλλά για τον έρωτα των αγαλμάτων! Εγώ η δήλωση που είχα κάνει είναι πως «δεν είμαστε ομοφυλόφιλοι, αλλά άνθρωποι κανονικοί, όπως όλοι, που χαίρονται τον έρωτα». Η Μπακοπούλου, πάλι, είχε δηλώσει πως «εμείς είμαστε ετεροφυλόφιλοι». Ούτε αυτό μου’χε αρέσει και το’χα πει δημοσίως, συμφωνώντας με τον Χριστιανόπουλο. Σε εσάς διάβασα πως ο Χριστιανόπουλος πληρώθηκε για το δίσκο, όπως σας το εξομολογήθηκε ο Καρακότας, σε μένα πάντως ο Χριστιανόπουλος είχε εκμυστηρευθεί πως ουδέποτε πήρε πεντάρα τσακιστή από τις μελοποιήσεις που του γίνονταν! «Δεν πήρα ποτέ λεφτά ούτε απ’ το ποίημα μου που μελοποίησε ο Σαββόπουλος το ’60» τον θυμάμαι να μου λέει! Και, να ξέρετε, ο Χριστιανόπουλος ήταν πολύ δεκτικός στις μελοποιήσεις, όσο κι αν γκρίνιαζε, όπως και με τα «Τραγούδια της αμαρτίας». Όποιος του τηλεφωνούσε για να του έλεγε πως θα βάλουν κάποιο τραγούδι του σε μια συλλογή, λόγου χάριν, απαντούσε «Κάντε ότι θέλετε»…

Αυτό ήταν το ιστορικό των «Τραγουδιών της αμαρτίας» που σηματοδότησαν τη μοναδική καλλιτεχνική συνεύρεση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ο υπότιτλος που τους δόθηκε από τον συνθέτη ήταν «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», φράση την οποία ο ποιητής θεώρησε όχι ιδιαίτερα πετυχημένη ώστε να έμπαινε τίτλος στις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα Εδάφους, απόντος του Χατζιδάκι. Πέρα απ’ όσα γράφτηκαν και «ακούστηκαν» στο μεγάλο αυτό αφιέρωμα, δεν παύουν ν’ αποτελούν ένα απ’ τα πιο λυρικά και ευαίσθητα έργα μέσα στη χατζιδακική εργογραφία με τον ακροατή να ανατριχιάζει από συγκίνηση σε κομμάτια σαν το «Ενός λεπτού σιγή» και το «Σαν τους αριστερούς (Κατατρεγμένοι)». Η Ντόρα Μπακοπούλου έβαλε τη σφραγίδα της στην πιανιστική απόδοση τους – το ίδιο και ο Ανδρέας Καρακότας, που δούλεψε για μία τετραετία με τον συνθέτη και αναδείχτηκε στον ιδανικό λυρικό και λαϊκό ταυτόχρονα ερμηνευτή των τραγουδιών. Τελικά, ερήμην μάλλον των συντελεστών, ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, ο δίσκος αυτός αποτελεί ένα «gay anthem» της νεοελληνικής αντίστοιχης κουλτούρας και παραμένει σημείο αναφοράς στη μοναδική επίσης συνεργασία του συνθέτη με έναν άλλο ποιητή – στιχουργό πέραν του Νίκου Γκάτσου.



Η μοναδική συνέντευξη του Ευτύχιου Χατζηττοφή, του ερμηνευτή στο «Χωρίον ο Πόθος» του Μάνου Χατζιδάκι

 

Ο Κύπριος Ευτύχιος Χατζηττοφής είναι ένας τραγουδιστής – διάττοντας αστέρας στο ελληνικό τραγούδι. Ήταν ένα από τα παιδιά που πέρασαν από την οντισιόν του Μάνου Χατζιδάκι, όταν ο μεγάλος συνθέτης έστηνε στο «Πολύτροπον» της Πλάκας τις παραστάσεις του έργου του με τίτλο «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Η φωνή του Χατζηττοφή πέρασε στη δισκογραφία με το συγκεκριμένο έργο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε ο ερμηνευτής ενός από τα πιο ιδιαίτερα και ποιητικά έργα του Χατζιδάκι, το «Χωρίον ο Πόθος», σε στίχους του συνθέτη, του Μίνου Αργυράκη και της Αγαθής Δημητρούκα. 

Στο περιθώριο της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο Χατζηττοφής τραγούδησε σε ακόμη δύο δίσκους, οι οποίοι όμως κι αυτοί κυκλοφόρησαν με την επιμέλεια του μέντορά του: Στο «Κάψαμε τα καράβια μας» της Ρίκας Δεληγιαννάκη σε ποίηση Μηνά Δημάκη και στα «Κύπρια Έπη» του Βασίλη Τενίδη σε στίχους του Τενίδη και του Γιώργου Φίλη. Καθώς η δεκαετία του 1970 έφτανε στο τέλος της, ο Χατζηττοφής άλλαξε ρότα στη ζωή του, έγινε τραπεζικός υπάλληλος, έκανε οικογένεια και παράτησε οριστικά το τραγούδι. 

Τον Ιούλιο του 2009 είχα την τύχη να δω επί σκηνής τον Ευτύχιο Χατζηττοφή σε ένα αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι στο «Θέατρο Δώρα Στράτου» δίπλα στον Λάκη Παππά, τον Σπύρο Σακκά, τον Ηλία Λιούγκο, τον Βασίλη Γισδάκη και άλλους αυθεντικούς ερμηνευτές του συνθέτη. Ήταν και μία από τις τελευταίες – αν όχι η τελευταία – εμφανίσεις του σε χατζιδακική συναυλία. Τα χρόνια πέρασαν, εκείνος συνέχισε να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, της γενέτειρας του. Έμεινε μόνο εκείνη η παράξενη φωνή του, φωνή – αερικό θα έλεγε κανείς, να τραγουδάει για έναν «Προφήτη, μια Γυναίκα – Πελαργό κι έναν Αλήτη». 

To 2019 κατάφερα να βρω τον ακριβοθώρητο Χατζηττοφή και να του αποσπάσω την παρακάτω συνέντευξη, την οποία θα χαρακτήριζα σπάνια με όλη την έννοια της λέξης, εφόσον οι συνεντεύξεις που έχει δώσει μέσα σε 48 χρόνια είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κρατήθηκε στο αρχείο μου και δημοσιεύεται σήμερα, στη μνήμη ενός απ’ τους μεγαλύτερους πνευματικούς ανθρώπους που ανέδειξε αυτός ο τόπος, την ημέρα της γέννησης του.  

Κύριε Χατζηττοφή, θα ήθελα αρχικά να μου πείτε από που κατάγεστε.

Είμαι γεννημένος το 1950. Είμαι για την ακρίβεια 69 ετών και 8 μηνών. Κατάγομαι απ’ την Κύπρο. Το 1974 ήρθα στην Αθήνα και γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, στην πρώην Βιομηχανική Σχολή.

Έχοντας ήδη σχέση με το τραγούδι;

Βεβαίως. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης στο χωριό μου, στην Αραδίππου επαρχίας Λάρνακας, επομένως πήρα κι εγώ το δώρο μου απ’ τη φωνή. Είμαστε πέντε παιδιά. Τραγουδούσαν όλοι, αλλά όχι επαγγελματικά, απλά είχαν πάρει κι οι άλλοι το χάρισμα από τον πατέρα μας. 

Και τα ακούσματα σας ποια ήταν;

Όλα! Τραγουδούσα και ελαφρά τραγούδια, όπως του Νίκου Γούναρη, που τον αγαπώ. Συνηθίζαμε με φίλους να κάνουμε καντάδες τη νύχτα, ξέρετε, σε κάνα κορίτσι.

Στην Ελλάδα ήρθατε για σπουδές, λοιπόν.

Ακριβώς. Δεν είχα τη φιλοδοξία να γίνω τραγουδιστής.

Κι η γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι πως έγινε;

Είμαι στον ηλεκτρικό και έχω εφημερίδα στα χέρια. Βλέπω μια μικρή λεζάντα που έλεγε ότι ο Μάνος ζητεί νέες φωνές. Λέω κι εγώ «Δεν πάω να με ακούσει και μένα;» Οι ακροάσεις γίνονταν στην παλιά «Αυλαία» στην Πλάκα. Πήγαμε 640 παιδιά. Ο Μάνος απ’ αυτά διάλεξε δύο άνδρες και τέσσερις γυναίκες: Εμένα και τον Γιάννη Δημητρά και τις Φερενίκη Βάλαρη, Μαρία Κάτηρα, Εύα Καναβαράκη. Η Ελένη Μανιάτη είχε αναλάβει το θεατρικό κομμάτι, την απαγγελία.

Μου αναφέρετε όλο το team του έργου «Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης».

Ακριβώς! Ο Μάνος μας είχε πει απ’ την πρώτη στιγμή ότι ζητούσε νέες φωνές για ένα μουσικοποιητικό έργο που θα έστηνε στο «Πολύτροπον» της Πλάκας. Όπως ξέρετε, δεν ήθελε ποτέ να έχει τραγουδιστές γνωστούς (γέλια).

Σαν να ήταν αντιστάρ ο ίδιος.

Ήθελε να είναι αντιεμπορικός μάλλον και τότε οι τραγουδιστές αποκτούσαν παντοδυναμία, ο Νταλάρας και η Αλεξίου άρχισαν να καθιερώνονται. Όταν έφτασε σε μένα και με ρώτησε «Ποιο τραγούδι θα μου πεις;», του είπα «Αυτό που τραγουδάει ο Νταλάρας, το ”Μ’ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο”». Είχα πολύ τρακ, αλλά άμα καταλαβαίνει ο άνθρωπος…Πίσω απ’ τον Χατζιδάκι καθόταν ο Βασίλης Τενίδης, καλός μουσικός, μετέπειτα φίλος μου και πολύ καλός άνθρωπος. Μου σήκωνε το χέρι του εμπιστευτικά σαν να μού’λεγε «Μη φοβάσαι, τραγούδα ελεύθερα». Μετά απ’ αυτό ο Χατζιδάκις διάλεξε σαράντα παιδιά. Ήμουν μέσα. Μας ξανάκουσε και εκεί του τραγούδησα το «Ειμ’ αϊτός χωρίς φτερά». Ήμουν σίγουρος ότι θα έμπαινα μεσ’ στην εξάδα, όπως και έγινε! 

Οι παραστάσεις ξεκίνησαν αμέσως;

Ναι, σχεδόν, όλα έγιναν γρήγορα. Φαίνεται ότι την είχε δουλέψει πολύ στο μυαλό του την παράσταση κι αυτό το έργο. Εγώ εκεί έλεγα και δύο τραγούδια που δεν δισκογραφήθηκαν ποτέ.

Ξέρω που αναφέρεστε. Υπήρχε ένα μικρό πρόγραμμα εμβόλιμο με τίτλο «Δύο μπαλάντες για τον Ευτύχιο».

Ακριβώς. Η μία απ’ αυτές τις μπαλάντες ήταν η «Τρελή του φεγγαριού» που τραγούδησε μετά η Φλέρυ Νταντωνάκη και έγινε σήμα κατατεθέν της. Το τραγούδι μπήκε στον δίσκο που έλεγα εγώ το «Χωρίον ο Πόθος» και η Φλέρυ δέκα, αν θυμάμαι καλά, τραγούδια του Μάνου. 

Οι στίχοι αλλάχτηκαν ειδικά για τη Φλέρυ; Εννοώ, εσείς τραγουδούσατε «Με λεν’ τρελή του φεγγαριού»; Σας το ρωτάω, γιατί έχω πολύ μεταγενέστερη ηχογράφηση με τον Ηλία Λιούγκο που τραγουδούσε σε α’ θηλυκό πρόσωπο.

Όχι, εγώ τραγουδούσα «Τη λεν’ τρελή του φεγγαριού» (σ.σ. τραγουδάει το κομμάτι) Στο τέλος της παράστασης, ο Μάνος με πρόσεξε περισσότερο απ’ τους άλλους, έλεγε και ξανάλεγε «Τι καλή φωνή έχει ο Ευτύχιος»! Το κομμάτι, με το οποίο έκλεινα το πρόγραμμα ήταν ο «Φόβος».

Μάλιστα. Έχετε υπόψιν ότι αυτό θεωρείται το «κρυμμένο» πολιτικό τραγούδι του Χατζιδάκι;

Φυσικά. Το’βλεπα κιόλας!

Δηλαδή;

Κοιτάξτε, δεν μου είπε ποτέ εμένα ο Μάνος ότι έγραψε πολιτικό τραγούδι, αλλά όταν έλεγε «Κι αν το αίμα ξεχειλίσει σαν ποτάμι θα κυλήσει, μεσ’ στο φόβο, απ’ το φόβο», το μήνυμα ήταν εύληπτο. Θα σας τα πει και ο Λιούγκος, ήταν αποθεωτική η αντίδραση του κοινού, ειδικά του φοιτητόκοσμου, σ’ αυτό το τραγούδι. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι έβλεπα τι γινόταν! Ήταν και ένα πολύ δύσκολο κομμάτι, για το οποίο, όταν γράφαμε το δίσκο, ο Μάνος με τράβηξε δυο – τρεις φορές στην Κολούμπια. Κάτι δεν του άρεσε, κάτι άλλαξε κι έτσι βγήκε ο δίσκος με ένα από τα ωραιότερα, για μένα, τραγούδια του Χατζιδάκι.

Τον Μάνο Ελευθερίου που είχε γράψει στίχους στον «Οδοιπόρο», την πρώτη ενότητα του έργου, τον είχατε γνωρίσει;

Βεβαίως! Τον έκανα πολύ κέφι, ήταν ωραίος άνθρωπος και πολύ καλαμπουρτζής. Τραγούδια του εγώ δεν είπα στο έργο, τα τραγούδησαν ο Δημητράς και τα κορίτσια. 

Ερχόταν στις παραστάσεις στο «Πολύτροπον»;

Ερχόταν, ναι. Λυπήθηκα πολύ που πέθανε…Πέρασε πολύς κόσμος απ’ το «Πολύτροπον». Θυμάμαι έναν τραγουδιστή που είχε φωνή λυρική, για όπερα, α ο Σάκης Μπουλάς ήταν, που κάποια στιγμή έδωσε μία συνέντευξη και είπε ότι πέρασε από οντισιόν του Χατζιδάκι, «αλλά αυτός διάλεξε τον Χατζηττοφή». 

Δεν το είπε αρνητικά ο Μπουλάς, φαντάζομαι.

Όχι, ίσα – ίσα, μόνο εμένα ανάφερε, ενώ ο Χατζιδάκις είχε διαλέξει και τον Δημητρά. Θυμάμαι ότι είχαν έρθει να με συγχαρούν οι ηθοποιοί Άγγελος Αντωνόπουλος και Κώστας Καζάκος. Ο δε Καζάκος, έτσι που μιλάει, ξέρετε, φώναξε βροντερά: «Τι είσαι εσύ, ρε; Θηρίο είσαι»!

Εκεί γνωρίσατε και τη Φλέρυ Νταντωνάκη;

Το ξέρετε ότι τη Νταντωνάκη δεν τη γνώρισα; Είχε κάποια προβλήματα, αλλά αυτή με αγαπούσε πολύ, όπως μου’λεγε ο Μάνος. Όταν κάναμε τον κοινό μας δίσκο, άρχισε να χάνεται. Είχαμε ακούσει ότι κυκλοφορούσε γυμνή με δύο κεριά. Τα ξέρετε, φαντάζομαι. Ήταν ένα πλάσμα πέρα από τα επίγεια. 

Εκείνη την περίοδο ανήκατε στον κύκλο του Χατζιδάκι, κάνατε παρέα και πέρα απ’ τα μουσικά;

Βεβαίως και, μάλιστα, με τον Σπύρο Σακκά κάναμε μια βραδιά αφιερωμένη στον Χατζιδάκι λίγο μετά το θάνατο του. Δεν θυμάμαι καλά, αλλά κάπου κοντά στο Πεδίο του Άρεως έγινε το αφιέρωμα αυτό. Έχω μεγαλώσει και λίγο, αρχίζω και ξεχνάω (γέλια). Και ο Σακκάς μου πήγαινε, γιατί ήταν καλαμπουρτζής κι αυτός. 

Ταυτόχρονα με το «Χωρίον ο Πόθος» με τον Χατζιδάκι, τραγουδήσατε και σε έναν άλλο δίσκο, αυτόν της Ρίκας Δεληγιαννάκη, το «Κάψαμε τα καράβια μας» που τό’χω σε βινύλιο.

Σωστά, ήταν ένας δίσκος που τραγουδούσαμε εγώ και η Φερενίκη Βάλαρη. Ο Τενίδης μίλησε στη Δεληγιαννάκη, ότι «σού’χω τον Χατζηττοφή, που τον διάλεξε ο Χατζιδάκις». Η Ρίκα δεν είχε πολλές απαιτήσεις, ήταν χαμηλών τόνων, δεν ρώτησε ποτέ πως τραγουδάει ο ένας ή η άλλη κλπ. Σκεφτείτε ότι η Ρίκα Δεληγιαννάκη ζει ακόμη και είναι 89 ετών.

Είχα μιλήσει μαζί της από τηλεφώνου πριν λίγα χρόνια.

Εγώ μίλησα μαζί της πρόσφατα, πριν κάτι μήνες, αλλά ίσα που την άκουγα! «Ευτύχιε μου» μου’λεγε αδύναμα…Καλό κορίτσι, αλλά βέβαια ο δίσκος δεν είχε την πρέπουσα διαφήμιση, ενώ ήταν απ’ τους καλύτερους, χατζιδακικός σχεδόν θα έλεγα. 

Του είχε αρέσει του Χατζιδάκι ο δίσκος αυτός, τον είχε στηρίξει από το Τρίτο Πρόγραμμα.

Ισχύει. Του άρεσε και ενώ τό’χε τραγουδήσει αρχικά ο Γιώργος Μούτσιος, εκείνος έλεγε: «Δεν το θέλω με τον Μούτσιο αυτό το έργο. Θα βάλω τον Χατζηττοφή». Έτσι έγινε ο δίσκος αυτός. Μετά κάναμε με τον Βασίλη Τενίδη τα «Κύπρια Έπη» σε στίχους του Κύπριου Γιώργου Φιλή. Πάλι εγώ και η Φερενίκη Βάλαρη τραγουδούσαμε. Ήταν επίσης πολύ ωραίος δίσκος, χαμένος σήμερα, αλλά άμα θα μπείτε στο YouTube μπορείτε να τον ακούσετε. 

Είχατε κάνει δίδυμο ωραίο με τη Βάλαρη. Τι κάνει σήμερα, γνωρίζετε;

Η Φέφη, όπως τη λέμε; Βεβαίως γνωρίζω. Έχει ξενοδοχείο δικό της στο Ρέθυμνο, στην Κρήτη, που είχε φτιάξει ο πατέρας της. Πήγαμε κάποτε με τη γυναίκα μου λίγο μετά το γάμο μας, το 1976. Είναι πολύ απλό να τη βρείτε. 

Κάνοντας όλα αυτά, γνωρίζατε ότι θα είστε ερμηνευτής και στο «Χωρίον ο Πόθος» του Χατζιδάκι ή αυτό προέκυψε;

Το «Χωρίον ο Πόθος» γράφτηκε κάνα χρόνο μετά το «Μεθυσμένο κορίτσι», γύρω στο 1975. Ομοίως και τα τραγούδια με τη Φλέρυ είχαν γραφτεί νωρίτερα. Την ίδια περίοδο με μια απόσταση λίγων μηνών κυκλοφόρησαν οι δίσκοι μου με τη Δεληγιαννάκη και τον Τενίδη επίσης. Μιλάμε για το 1977. 

Πως σας είχαν φανεί τα τραγούδια από το «Χωρίον ο Πόθος»;

Μα ήταν πολύ ωραίο έργο! Λάτρευα την «Επιστροφή», αυτό που έλεγε «Μεγάλο τ’ αρχιπέλαγο κι η νύχτα δίχως ταίρι» (σ.σ. το τραγουδάει) Δεν τα έχετε ακούσει τα τραγούδια;

Άπειρες φορές. Στο έργο αυτό, μάλιστα, εμφανίστηκε ως στιχουργός και η Αγαθή Δημητρούκα.

Βέβαια, είχε το χρίσμα του Γκάτσου η κοπέλα αυτή. Κι εκείνος την αγαπούσε, όμως.

Τι θυμάστε απ’ τον Νίκο Γκάτσο εσείς;

Είχε πολύ χιούμορ! Δεν τον είχα δει πολλές φορές, δυο – τρεις μόνο στου «Φλόκα» και στον «Μαγεμένο Αυλό», πάντα μαζί με τον Χατζιδάκι. 

Πείτε μου αν κάνω λάθος, συνεργαστήκατε κάποια στιγμή και με τη Δόμνα Σαμίου;

Όχι, όχι. Αυτός που συνεργάστηκε με τη Δόμνα Σαμίου ήταν ένας Κύπριος φίλος και συγχωριανός μου που λεγόταν Χρήστος Σίκκης. Ο Χρήστος έχει κάνει πολλή δουλειά με τα κυπριακά και έγινε δάσκαλος. Έφυγε απ’ την Κύπρο για ν’ ακολουθήσει τη μουσική. Πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, επίσης!

Κύριε Χατζηττοφή, δεν έχετε μιλήσει ποτέ σχεδόν δημόσια. Λέτε γι’ αυτό να σας περιβάλλει ένας χατζιδακικός μύθος, σαν τη Φλέρυ Νταντωνάκη ή και τη Βούλα Σαββίδη;

Εγώ δεν το ξέρω αυτό, ειλικρινά. Ούτε το έχω εισπράξει…Εγώ ήμουν παιδί τότε, δεν είχα σπουδάσει μουσική και έκανα ότι μου έλεγε ο Μάνος. Λέω την αλήθεια, να φανταστείτε ότι το «Χωρίον ο Πόθος» το έπαιζε στο πιάνο και μου το τραγουδούσε. Δυστυχώς κάπου παράπεσε η κασέτα αυτή και την έχασα…Ακουγόταν μέσα που μου’λεγε «Εδώ θα τραγουδάς έτσι κι εκεί έτσι»…

Σας εκτιμούσε πολύ ο Χατζιδάκις. Τον έχω ακούσει που έλεγε από το Τρίτο Πρόγραμμα πως οι καλύτεροι τραγουδιστές του τη δεκαετία του ’70 ήσασταν εσείς και η Φλέρυ Νταντωνάκη.

Ναι, πάρα πολύ, με συμπαθούσε και μ’ εκτιμούσε. Έδωσε κάποτε μια συνέντευξη στο ΡΙΚ, όταν είχε πάει στην Κύπρο και ο δημοσιογράφος τον ρώτησε: «Τι έγινε εκείνο το παιδί, ο Ευτύχιος;» «Αυτός ήταν σπουδαίο παιδί» απάντησε ο Χατζιδάκις, «παιδί που βγήκε από εκκλησία. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης και ο μικρός Ευτύχιος πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε». Αλήθεια ήταν, αφού του το’χα πει εγώ. Και γι’ αυτό εμένα ο Χατζιδάκις με έβαλε κι έκανα τέσσερις δίσκους μαζεμένους, το «Μεθυσμένο κορίτσι», τα τραγούδια του Τενίδη, της Ρίκας και το «Χωρίον ο Πόθος».

Αυτή είναι και ολόκληρη η δισκογραφία σας. Δεν κάνατε όμως μεγάλη καριέρα στο τραγούδι. Δεν το θέλατε; Δεν ήσασταν των δημοσίων σχέσεων;

Ακούστε, εγώ έδωσα εξετάσεις και μπήκα στην Εθνική Τράπεζα. Η γυναίκα μου, φιλόλογος, ήταν αδιόριστη τότε. Δούλεψα στην Τράπεζα του Γαλατσίου και σ’ αυτήν στην πλατεία Βικτωρίας για μια εξαετία συνολικά. Όταν η γυναίκα μου διορίστηκε στην Αργολίδα, έκανα κι εγώ τράμπα με μια κοπέλα που ήθελε να’ρθει στην Αθήνα. Μπήκα στην Εθνική Τράπεζα στο Κρανίδι και από τότε σταμάτησαν όλα. Δεν έκανα τίποτα άλλο.

Σταματήσατε δηλαδή τελείως το τραγούδι λόγω Εθνικής Τράπεζας. 

Όχι ακριβώς, γιατί εδώ όλη η τοπική κοινωνία γνωρίζει. Είχαμε μια καλή ορχήστρα και δώσαμε πολλές συναυλίες στα πέριξ, Κρανίδι, Ερμιόνη και αλλού. Μιλάω, βεβαίως, για εκείνα τα χρόνια. 

Με τον Χατζιδάκι κρατήσατε επαφές;

Του τηλεφωνούσα μόνο για να του ευχηθώ στη γιορτή του και τίποτα άλλο.

Δεν επιδιώξατε να τον συναντήσατε πάλι.

Όχι, δεν υπήρχε λόγος. Εγώ ερχόμουν σπάνια στην Αθήνα και πάλι ήμουν βιαστικός…Πέθανε και νέος ο Μάνος, ούτε 69 δεν ήταν. Όσο είμαι εγώ σήμερα…

Σας λύπησε ο θάνατος του;

Βεβαίως…Δεν πρόσεχε, όμως, ο Μάνος. Έτρωγε πολύ και κάπνιζε τρία – τέσσερα πακέτα τσιγάρα. Κρίμα που πέθανε ο άνθρωπος…

Δικαιολογούνται τα πάθη του Χατζιδάκι;

Όχι, γιατί να δικαιολογούνται; Δεν πρόσεχε και τον στερήθηκε όλη η Ελλάδα. Γιατί;

Θυμάστε κάτι ιδιαίτερο απ’ την ηχογράφηση του «Χωρίον ο Πόθος»;

Κάτι ιδιαίτερο, όχι. Περισσότερο στο στούντιο με οδηγούσε ο Βασίλης Τενίδης, που ήταν βοηθός του. Ο Μάνος απλά έλεγε κάθε φορά: «Πολύ ωγαίο» με το «ρο» το δικό του, δηλαδή έδειχνε ευχαριστημένος και συνεχίζαμε.

Με το χέρι στην καρδιά, μετανιώσατε που παρατήσατε τόσο νωρίς το τραγούδι;

Όχι. Δεν μετάνιωσα, γιατί έχω μια γυναίκα εξαιρετική που μου’κανε τρία παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Έχω και τρία εγγόνια. Όχι τρία, δύο έχω…Μπερδεύτηκα…«Μπερδεύτηκα» δεν λέγεται και ένα τραγούδι μου από το «Χωρίον ο Πόθος»;

Πόσο μεγάλη τιμή είναι να σε αποκαλούν «ο τραγουδιστής του Μάνου Χατζιδάκι»;

Εγώ ξέρω πως όποτε ακούν τα τραγούδια μου, λένε «Αυτόν τον διάλεξε ο Χατζιδάκις» και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή. Και στην Κύπρο, όμως, θυμάστε τον Λεωνίδα Μαλένη;

Φυσικά, αυτός που έγραψε το «Χρυσοπράσινο φύλλο» με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Ακριβώς! Κάναμε μια εκπομπή με τον Λεωνίδα στο ΡΙΚ και παρουσιάσαμε το δίσκο «Ο Οδοιπόρος, ο Αλκιβιάδης και το μεθυσμένο κορίτσι». Το τραγούδι «Το μεθυσμένο κορίτσι» μπήκε στο ΤΟΠ20 και ήταν πρώτο για ένα χρόνο! Ήμουν ευχαριστημένος εγώ, ευχαριστήθηκαν και ο πατέρας μου κι η μάνα μου που με είδαν στην τηλεόραση. Γέροι άνθρωποι τώρα, καταλαβαίνετε…

Όταν ήσασταν στην Αθήνα, βλέπατε άλλα προγράμματα, γνωρίσατε καλλιτέχνες;

Ναι, τους πάντες είχα δει, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να πήγαινα στα καμαρίνια και νά’λεγα «Είμαι ο Ευτύχιος Χατζηττοφής που τραγούδησε Χατζιδάκι». Ήμουν χαμηλών τόνων μια ζωή.

Τι είναι το τραγούδι για σας;

Το τραγούδι είναι ψυχή. Ακόμη τραγουδάω στα εγγόνια μου και στα παιδιά μου. Τραγουδάνε και τα παιδιά, αλλά όχι επαγγελματικά βέβαια. Πείτε μου τώρα τι κάνει ο Ηλίας Λιούγκος;

Καλά είναι, έβγαλε πρόσφατα κι έναν ωραίο δίσκο, αλλά ζορίζεται κι αυτός, όπως όλοι μας.

Είναι πολύ δύσκολα, τα ξέρω. Δεν μπορεί κανείς πια να ζήσει απ’ τη μουσική. 

Θα έχω φωτογραφίες σας γι’ αυτή τη συνέντευξη;

Μόνο αυτές που υπάρχουν στους δίσκους μου. Δεν πολυσυμπαθώ τις φωτογραφίσεις…Α, απ’ ότι θυμάμαι, υπάρχει και μία που είμαι μαζί με τον Τάσο Καρακατσάνη τον φίλο μου. Ευκαιρία να σας πω ότι έχω και μια φωτογραφία απ’ το στούντιο της ΕΡΤ, όταν έγραψα οχτώ τραγούδια σε ποίηση Καρυωτάκη, με συνθέτη τον Κυριάκο Σφέτσα. Τότε έγινε κι αυτό, μαζί μ’ όλα τα άλλα, το ’77 – ’78. Την έχω αυτή τη φωτογραφία, τη θυμάμαι, είναι ασπρόμαυρη και φοράω ακουστικά, είμαι και νέος και ωραίος. 

Να που έμαθα στο τέλος και για άλλη σας ηχογράφηση. Κύριε Χατζηττοφή, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Εγώ σας ευχαριστώ. Μόνο σε έναν βαθύ γνώστη του Χατζιδάκι θα μιλούσα, αλλιώς δεν θα το έκανα.



Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Δώρος Δημοσθένους: «Το σκοτάδι δεν είναι το τέλος, αλλά το μέρος ενός κύκλου»

 

Με τον Δώρο Δημοσθένους είμαστε φίλοι τουλάχιστον είκοσι χρόνια και είναι η πρώτη φορά που μου παραχωρεί μία συνέντευξη. Όχι πως δεν είχαμε ευκαιρίες τα προηγούμενα χρόνια, διότι ο Δημοσθένους και συναυλίες κάνει ακατάπαυστα, και δίσκους βγάζει, ωστόσο δεν ανήκει στους ανθρώπους που θα ζητήσουν ποτέ τίποτα, ειδικά από τους φίλους τους. Κι εγώ όλο του έλεγα «Έλα να κάνουμε μία συνέντευξη» κι αυτός μου απαντούσε «Την επόμενη φορά» κλπ. ώσπου έφτασε η στιγμή να ξαναβρεθούμε στο σπίτι του ένα μεσημέρι με το κινητό τηλέφωνο ανάμεσα μας να καταγράφει τη συνομιλία μας. Δεν παραθέτω κανένα βιογραφικό στοιχείο στον πρόλογο της συνέντευξης αυτής, καθώς τα όσα σπουδαία έχει καταφέρει ο Δημοσθένους, ειπώνονται από τον ίδιο. Αφορμή, λοιπόν, για τη δημόσια συζήτηση μας είναι ένας πολύ ιδιαίτερος δίσκος που έκαναν από κοινού με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη. Έχει τον τίτλο «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» και περιλαμβάνει μία σειρά λυρικών «dark» τραγουδιών σε δική του μουσική και ερμηνεία, μέσα στα οποία βρίσκει κανείς τις «συνομιλίες» του Δημήτρη Λάγιου με τον Nick Cave και του Μάνου Χατζιδάκι με τον Tom Waits. Πώς γίνεται αυτό; Αναζητήστε τα τραγούδια σ' όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες και θα το καταλάβετε. Ή καλύτερα περάστε από τον Σταυρό του Νότου τις δύο τελευταίες Παρασκευές του Οκτώβρη (24 & 31/10) όπου το έργο «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» θα παρουσιαστεί «live» ολόκληρο από τον Δημοσθένους και τους μουσικούς του.  

Αν τα λέω σωστά, με το άλμπουμ αυτό κάνετε και την πρώτη σας εμφάνιση ως συνθέτης.

Είναι η πρώτη μου ολοκληρωμένη συνθετική απόπειρα, πάντα όμως στους δίσκους μου συμπεριλάμβανα και ένα – δύο δικά μου τραγούδια Τα εφτά αυτά τραγούδια γεννήθηκαν πάνω στους στίχους της Ελένης Φωτάκη – μιας δημιουργού με ιδιαίτερη ευαισθησία και βάθος. Με την Ελένη μοιραστήκαμε τη μελαγχολία μας, και μέσα από αυτή τη συνάντηση γεννήθηκε κάτι αληθινό. Το βλέπω σαν ένα ταξίδι ψυχής που βρήκε τώρα τον χρόνο να βγει στο φως.

Πόσα χρόνια υπάρχετε στα μουσικά πράγματα;

Από τα 14 μου είχα φτιάξει στη Λεμεσό ένα ροκ συγκρότημα. Παίζαμε Beatles, Animals, Κλιφ Ρίτσαρντ κλπ. Λίγο μετά μπήκα στη «Διάσταση», ένα φωνητικό σύνολο, που υπάρχει ακόμη. Ήμουν σολίστ στη «Διάσταση» κι έτσι είχα την τύχη να γνωρίσω τον Δημήτρη Λάγιο.

Είχε κάποιος άλλος στην οικογένεια το χάρισμα του τραγουδιού;

Ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ερασιτεχνικά. Ο παππούς μου είχε ένα κουρείο στην πλατεία Ηρώων, κοντά στο Ριάλτο, μια περιοχή γεμάτη λαϊκά πορνεία. Θυμάμαι γυναίκες που η κοινωνία τις περιθωριοποιούσε, κι όμως για μένα ήταν φιγούρες τρυφερές και ανθρώπινες. Έχω φωτογραφίες Polaroid που με κρατάνε στα χέρια τους οι πόρνες. Μεγάλωσα με τις πουτάνες θα λέγαμε, που ήταν όμως Κυρίες. Δεν είναι τυχαίο που τη λέγαμε “πλατεία των Αγγέλων”.

«Έχω φωτογραφία Polaroid που με κρατάνε στα χέρια τους οι πόρνες»...
Μιλήστε μου για τη γνωριμία με τον Λάγιο.

Στη «Διάσταση» εντάχθηκα γύρω στο 1985. Είχε έρθει για πρόβες με τη «Διάσταση» ο Λάγιος, αφού συνεργαζόταν συχνά μαζί τους. Με άκουσε να τραγουδάω στη χορωδία και μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά του στο πιάνο.  «Αν είναι να σπουδάσεις στην Αθήνα, θα αναλάβω τη μουσική σου εκπαίδευση» μου είπε, αφού τότε δίδασκε στο Εθνικό Ωδείο. Παρέμεινα στην Κύπρο και στα 19 μου, έχοντας τελειώσει με τη στρατιωτική θητεία, ήρθα στην Αθήνα. Για την ακρίβεια ήρθα τον Σεπτέμβρη του 1991, ο Λάγιος δυστυχώς όμως πέθανε νεότατος τον Μάιο του ’91.  

Άρα πότε ακριβώς ηχογραφήθηκε το άλμπουμ «Ίνα τι»;

Ο Λάγιος το είχε τελειώσει το έργο αυτό, όπως και την «Ερωτική πρόβα», που κανονικά λεγόταν «Ερωτική πρόβα στο θάνατο», αλλά η εταιρεία δεν ήθελε έναν τόσο «βαρύ» τίτλο. Στα τέλη του ΄91 ηχογραφήθηκε και η φωνή μου σ’ ένα τραγούδι δίπλα σ’ αυτά με τον Νταλάρα και τη Σαβίνα Γιαννάτου. Ύμνους του Δαυίδ περιείχε το άλμπουμ.

Ήσασταν πολύ νέος. Είχατε επίγνωση του διαμετρήματος του Λάγιου;

Με είχε επηρεάσει βαθιά όλος αυτός ο μυστικισμός, με τον οποίο φλέρταρε πολύ ο Λάγιος. Παρόλο που ήταν άθεος, εμπεριείχε βαθύτατα ένα θρησκευτικό στοιχείο με την έννοια της πνευματικότητας. Συνήθιζε να λέει: «Δεν πιστεύω στον Θεό. Πιστεύω στον Άνθρωπο με άλφα κεφαλαίο». Την εποχή εκείνη που βρισκόμουν στην εφηβεία και διάβαζα Καρυωτάκη, το ίδιο διάστημα που γνώρισα τον Λάγιο, με είχαν συνεπάρει όλες αυτές οι αναζητήσεις. Ακόμη κι ως έφηβος είχα πλήρη συνείδηση του πόσο σπουδαίος ήταν ο Δημήτρης Λάγιος. Ίσως αυτή η επίγνωση ήταν και ο λόγος που πήρα τότε την απόφαση να αφιερωθώ στη μουσική. Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν δίπλα σε έναν άνθρωπο με σπάνιο φως – και η λάμψη εκείνη συνεχίζει να με οδηγεί μέχρι σήμερα.

1987, το πρώτο εφηβικό συγκρότημα στην Κύπρο 
Μα και ο Λάγιος είχε μελοποιήσει Καρυωτάκη και κάποτε παρουσίασαν από κοινού τις συνθέσεις τους με τη Λένα Πλάτωνος.

Δεν το γνώριζα, κι όμως κάτι μέσα μου το υποψιαζόταν. Ίσως γιατί εδώ και καιρό με ακολουθεί η σκέψη μιας παράστασης αφιερωμένης στον Λάγιο και τη Λένα Πλάτωνος. Είναι δύο κόσμοι που φαινομενικά κινούνται σε διαφορετικές τροχιές, αλλά κάτω από την επιφάνεια τους ενώνει μια ίδια πνοή: μια βαθιά, σχεδόν μεταφυσική ευαισθησία. Η κόρη του, η Υακίνθη, αγαπά τη Λένα με έναν τρόπο που μοιάζει μοιραίος — σαν να συνεχίζεται μέσα της μια παλιά συνομιλία. Τελικά, οι συναντήσεις δεν συμβαίνουν ποτέ τυχαία∙ απλώς περιμένουν τον χρόνο τους για να αποκαλυφθούν.

Το ’91 που ήρθατε στην Αθήνα ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εν ζωή και οι συνθέτες της γενιάς του επίσης παραγωγικοί. Υπήρχε όμως και η συμπατριώτισσά σας, Άννα Βίσση, που μεσουρανούσε. Αναρωτιέμαι σε ποιου είδους καριέρα στοχεύατε.

Πριν έρθω στην Ελλάδα, κάναμε παραστάσεις μιούζικαλ με τη «Διάσταση». Η Βίσση είχε έρθει σε μια συναυλία που κάναμε και, μάλιστα, όπως μου είπαν εκ των υστέρων, με είχε ακούσει και με ήθελε για τους «Δαίμονες» με τον Καρβέλα. Όμως τότε με συμβούλεψαν να μείνω πιστός στο “ποιοτικό” μου μονοπάτι — στα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, σ’ εκείνον τον πιο εσωτερικό τόπο της μουσικής. Κι εγώ, νέος ακόμη, επέλεξα τη σιωπή αντί για τα φώτα. Ίσως από φόβο, ίσως από πίστη πως το φως που καίει πιο αργά, διαρκεί περισσότερο.

Ποια τροπή θα είχε η ζωή σας αν ακολουθούσατε τη Βίσση και όχι τον Λάγιο;

Αν είχα ακολουθήσει εκείνον τον δρόμο, πιθανότατα η ζωή μου θα είχε πάρει μια πιο εμπορική τροπή, ίσως πιο θορυβώδη, πιο εκτεθειμένη στα φώτα. Όμως μέσα μου υπήρχε πάντα μια συστολή, μια διστακτικότητα απέναντι σ’ αυτό το είδος της λάμψης. Είχα γερές βάσεις, αλλά και μια βαθιά ανάγκη να κατανοήσω πρώτα τη μουσική, όχι απλώς να τη χρησιμοποιήσω. Αν το είχα τολμήσει, πιστεύω πως θα το είχα κάνει με σεβασμό και ποιότητα. Κι όμως, ο νεανικός φόβος έγινε τότε φρένο, ίσως και σωτηρία. Άλλος στη θέση μου θα έπεφτε με τα μπούνια. Εγώ προτίμησα να μείνω λίγο πίσω και να ακούσω τη φωνή μέσα μου, πριν βγω στη σκηνή του κόσμου.

Ένα από τα πρώτα φωτογραφικά πορτραίτα στη ζωή αυτή
Ποιες ήταν οι πρώτες γνωριμίες που οδήγησαν σε μετέπειτα μεγάλες συνεργασίες;

Το 1993 ξεκινήσαμε κάποιες παραστάσεις με τον Μάριο Τόκα. Τραγούδησα τις επιτυχίες του, όπως και τραγούδια για την Κύπρο, που κάποια απ’ αυτά ηχογραφήθηκαν στη συνέχεια με τον Νταλάρα. Το ’94 δώσαμε μια παράσταση στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο «Κύπρος – 20 χρόνια μετά», δηλαδή 20 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή. Βοηθός του Κακογιάννη ήταν ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, που μου έδωσε μία κασέτα με τα «Τραγούδια της αμαρτίας» του Χατζιδάκι και του Χριστιανόπουλου. Δεν τα είχα ξανακούσει, ούτε καν γνώριζα τον τραγουδιστή τους. Τα λόγια του Παπαϊωάννου ήταν τα εξής: «Τα έχει κάνει ο Χατζιδάκις μ’ ένα παιδί και τώρα θέλω να τα πεις εσύ». Και πάλι ήμουν επιφυλακτικός, αφού πριν μπω στη «Διάσταση» στην Κύπρο δεν είχα ιδέα περί Χατζιδάκι. Άκουγα τραγούδια όλων των ειδών από το ραδιόφωνο. Περισσότερο τα τραγούδια του Θεοδωράκη είχα στα αυτιά μου παρά του Χατζιδάκι.

Σας είχε κάπως ξενίσει το ομοερωτικό στοιχείο των συγκεκριμένων τραγουδιών;

Ναι, στην αρχή με είχε ξενίσει ή, καλύτερα, με είχε φέρει αντιμέτωπο με τις προκαταλήψεις της εποχής και του περιβάλλοντος μου. Θυμάμαι τον μέντορά μου στην Κύπρο να μου λέει: “Κάν’ το, αλλά πρόσεχε”. Αυτή η φράση, όσο καλοπροαίρετη κι αν ακουγόταν, φύτεψε μέσα μου τον σπόρο της αμφιβολίας. Όταν όμως γνώρισα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και μπήκα στον κόσμο του, όλα αυτά ξεθώριασαν. Μου μίλησε με ευθύτητα, με αξιοπρέπεια, χωρίς να κρύβεται πίσω από τίποτα. Μπήκα στις πρόβες με καθαρό βλέμμα, χωρίς πια φόβο — μόνο με περιέργεια για το άγνωστο. Ήταν μια μύηση, όχι μόνο στη μουσική του Χατζιδάκι, αλλά και στην αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, του ίδιου του ανθρώπου. Ίσως τότε να ξεκίνησα πραγματικά να καταλαβαίνω τι σημαίνει Τέχνη.

Ο Χατζιδάκις είχε φύγει από τη ζωή ήδη.

Ναι, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, αν και θα μπορούσα. Ένας φίλος λίγο μεγαλύτερος από μένα τον ήξερε και θα με έστελνε να μ’ ακούσει, αλλά όμως μου είπε το εξής: «Δεν σε στέλνω, γιατί εσένα σ’ αρέσει ο Νταλάρας και ο Χατζιδάκις δεν έχει καμία σχέση μ’ όλο αυτό το κλίμα». Ο Νταλάρας, που τον ακούγαμε πολύ στην Κύπρο, ήταν το είδωλο μου.

Πάντως ήταν και η αιτία που «ψυχραθήκατε» με τον Ανδρέα Καρακότα, τον τραγουδιστή που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Χατζιδάκις για τα «Τραγούδια της αμαρτίας».

Δεν νομίζω να είχαμε ποτέ ουσιαστικά πρόβλημα με τον Αντρέα. Εξάλλου εμένα ο Παπαϊωάννου με επέλεξε και μου έδωσε μια κασέτα να ακούσω τα τραγούδια και μου είπε να τα τραγουδήσω με τη φωνή μου και τον δικό μου τρόπο. Ο Παπαϊωάννου ήταν σαφής: «Δεν θέλω να τα πεις λαϊκά τα τραγούδια, αλλά πιο ''ίσια''». Μετά έμαθα ποιος τα τραγουδάει. Ο Αντρέας μου είναι πολύ συμπαθής ως άνθρωπος και, κυρίως, ως τραγουδιστής.  Απ’ αυτή τη δουλειά, λοιπόν, γνωρίστηκα με τον Νίκο Κυπουργό και τον Χρήστο Λεοντή. Ακολούθησαν συναυλίες με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, όχι μόνο με έργα του Χατζιδάκι, αλλά και με τραγούδια των Beatles.

Αντιληφθήκατε πια πως γίνεστε ένας λόγιος τραγουδιστής;

Αυτό το είχα αντιληφθεί απ’ όταν τραγουδούσα Χατζιδάκι – Θεοδωράκη με τη «Διάσταση». Το ΄94 είχα κάνει μια σχέση με μία κοπέλα που άκουγε πολύ Χατζιδάκι και είπα «Εδώ είμαστε»! Κόλλησα τρομερά με τον «Μεγάλο Ερωτικό» και με τη «Ρωμαϊκή Αγορά», που συνεχώς ανακάλυπτα το περιεχόμενο τους. Την ίδια περίοδο τραγούδησα δίπλα στη Νάνα Μούσχουρη στο θέατρο «Olympia» στο Παρίσι. Σε μια συναυλία με τη «Διάσταση» θα έλεγε δύο τραγούδια η Μούσχουρη και τελικά τα είπαμε μαζί. Της κράταγα το χέρι, θυμάμαι, γιατί μου έλεγε πως είχε τρακ.

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης πότε μπαίνει στη ζωή σας;

Αρκετά αργότερα, το 2005. Τον γνώρισα στο σπίτι της τότε κοπέλας μου, με την μητέρα της οποίας ο Λουκιανός είχε σχέση στα νιάτα του. Πάω ένα βράδυ στο σπίτι της και βλέπω έναν τύπο μακρυμάλλη να κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι. Τον είχα ξανασυναντήσει, βέβαια, σ’ ένα μπαρ στην Κύπρο, αφού ήταν φίλος με έναν χορωδό  από τη «Διάσταση». Τον φοβόμουν λίγο τον Κηλαηδόνη απ’ τη φάτσα. Εκείνο το βράδυ βλέπανε μαζί με τη φίλη μου μία παράσταση του από τον Λυκαβηττό. «Θες να πούμε μαζί ένα τραγούδι;» μου πρότεινε. Είπα ναι, αλλά χαθήκαμε και κάναμε δέκα χρόνια σχεδόν να ξαναβρεθούμε. Όταν κάποια στιγμή με είδε σε εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, μου τηλεφώνησε η Βαγενά, η γυναίκα του, για να μου πει πως ήθελε να συνεργαστούμε. Πήγα στον χώρο του, τον είδα αγουροξυπνημένο, όπου γυρνάει και μου λέει: «Σε ξέρω εσένα. Εγώ τα’χα με τη μάνα κι εσύ τα’χες με την κόρη» (γέλια). Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία που οδήγησε σε συναυλιακές και δισκογραφικές συνεργασίες.

Ωστόσο, δισκογραφία κάνατε συνέχεια για ένα μεγάλο διάστημα.

Πριν κάνουμε με τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη τα μεσαιωνικά κυπριακά τραγούδια με μένα και την Αλίκη Καγιαλόγλου, είχα τραγουδήσει σ’ ένα άλλο δίσκο του ίδιου συνθέτη που λεγόταν «Κύπρος Γη Εναλία» μαζί με τον Νταλάρα και τη Μελίνα Κανά. Η ζωή περνούσε καλά, θα έλεγα, με πολλές συνεργασίες: Με το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις συμμετείχα στην ζωντανή παρουσίαση και στη δισκογράφηση της «Αμοργού» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Κυπουργός μου πρότεινε να πάρω στην «Αμοργό» το ρόλο του νεαρού τραγουδιστή, όπως το’χε οραματιστεί το έργο ο Χατζιδάκις. Πάντως έχει σημασία για μένα να πω ότι πάντα ήμουν ανήσυχος και δεν μπορούσα να μείνω σ’ ένα συγκεκριμένο είδος. Όλο αυτό το χατζιδακικό κλίμα μού φαινόταν κάπως αποστειρωμένο, αφού όλοι πρόσεχαν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που θα δούλευε ο Χατζιδάκις. Είδα στην πορεία τραγουδιστές που δεν θα συνεργάζονταν με τον Χατζιδάκι, όσο εκείνος ήταν στη ζωή, να το κάνουν μετά. Εκεί εγώ ένιωσα μια ματαίωση σε σχέση με όσα περίμενα και αποφάσισα να ακολουθήσω ότι είχα μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό.

Ποια ήταν τα όσα περιμένατε;

Εκείνη την εποχή μου είχαν δώσει και μια κασέτα με ανέκδοτα τραγούδια του Χατζιδάκι, τα οποία είχαν αποδοθεί από ξένους ερμηνευτές. Αυτό περίμενα να κάνω και ποτέ δεν έγινε. Σε μερικά απ’ αυτά έβαλε στίχους αργότερα η Νικολακοπούλου και τα τραγούδησε η Γαλάνη. Ίσως τα έλεγα στα αγγλικά κιόλας, γιατί είχα καλή προφορά λόγω των μιούζικαλ στην Κύπρο με τη «Διάσταση».

Το 2008 κάνατε τον πρώτο σας προσωπικό δίσκο από τη Μικρή Άρκτο.

Ήταν ο πρώτος μου δίσκος που προέκυψε από μια σειρά παραστάσεων στις «Ροές», Είχα φτιάξει ένα στόρυ γύρω απ’ το αλκοόλ και τις μουσικές που θα ήθελα εγώ ν’ ακούω στα μπαρ. Το άλμπουμ λεγόταν «One more for the road», έτσι, σαν ένα τελευταίο ποτό πριν κλείσει το μπαρ. Ελευθερώθηκα εκεί θα έλεγα.

Λογικό δεν είναι όταν επί σειρά ετών δουλεύατε ως «οργανέτο» των συνθετών;

Ναι, ένιωσα μια μεγάλη ελευθερία, την ίδια που μου είχε δώσει και ο Λουκιανός. Μου έλεγε «Κάνε ότι έχεις στο μυαλό σου μέσα» και με απελευθέρωσε. Στο μεταξύ, έκανα κι έναν ακόμη δίσκο με τραγούδια που άκουγα στο κουρείο του παππού μου, τα λεγόμενα ρετρό. Ίσως να ήμουν κι ο πρώτος που ξεκίνησε όλο αυτό το κλίμα των σουίνγκ διασκευών, μετά όμως, όταν είδα ότι έγινε μόδα, το σταμάτησα. Λίγο αργότερα είπα ότι θα τον βγάλω το δίσκο, αφού είχα ξοδέψει και ώρες και χρήματα για τις ηχογραφήσεις. Η παρέα με τον Λουκιανό έπαιξε ρόλο μαζί με τα αμερικανικά του ακούσματα. Αυτή η παρέα δεν είχε καμία σχέση με τους χατζιδακικούς. Ο Λουκιανός ήταν συνθέτης – σκηνοθέτης. Στα υπόψιν, το 2000, πριν ακόμη γνωρίσω τον Κηλαηδόνη, κάναμε αρκετές περιοδείες με τη Μαρία Φαραντούρη σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πέρασα πάρα πολύ ωραία, γιατί η Μαρία, αν και μεγαθήριο της μουσικής, διέθετε και τρομερό χιούμορ. Το δε ίνδαλμα μου, τον Νταλάρα, τον είχα γνωρίσει αρκετά νωρίτερα. Πήγα και τον βρήκα όταν ήρθα στην Ελλάδα. Η πλάκα είναι πως οι φίλοι μου, που ήξεραν πόσο τον εκτιμούσα, μου κάνανε πλάκα. Οι Κατσιμιχαίοι με είχαν συμβουλέψει να του αφήσω μία κασέτα με τη φωνή μου για να με βοηθήσει. Ένα πρωί μου τηλεφώνησε: «Γεια σου, Δώρο, είμαι ο Γιώργος Νταλάρας» κι εγώ απάντησα «Κόφτε, ρε, την πλάκα, αφήστε με να κοιμηθώ», όμως το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Όταν τον άκουσα να μου λέει «Μου άφησες μία κασέτα», τότε κατάλαβα ότι ήταν πράγματι ο Νταλάρας. Πήγα απ’ το σπίτι του, προτού ακόμη ξεκινήσω τις σπουδές στο Ωδείο. Ο Νταλάρας προθυμοποιήθηκε να με έστελνε κάπου, αλλά του εξήγησα πως προτιμώ να σπουδάσω μουσική για να δω τι μου γίνεται. Έτσι έκανα θεωρητικά μαθήματα, ενώ ένας άλλος, που ο Νταλάρας θα του έδειχνε προς τα που να πάει, αμέσως θα το έκανε. Το ίδιο και στο Ωδείο, όταν μου είπαν πως έχω φωνή για κλασικό τραγούδι, είπα πως θα το δοκιμάσω και μετά θα αποφασίσω αν θα’ναι αυτός ο δρόμος μου.

Στην Κύπρο, δεκαετία 1980, ο Δώρος Δημοσθένους με τον μικρότερο αδερφό του
Φτάνουμε στον τωρινό δίσκο, τον τρίτο προσωπικό σας.

Πριν κάνω το δίσκο αυτό, τραγούδησα τραγούδια πολλών συνθετών: Του Μιχάλη Γρηγορίου, του Γιώργου Καγιαλίκου, της Τατιάνας Ζωγράφου, του Κωνσταντίνου Στεφανή, του γαμπρού του Ρασούλη, του Κώστα Βόμβολου… Πάρα πολλές συμμετοχές. Τα τωρινά τραγούδια μου, μου πήρε τρεις εβδομάδες για να τα ολοκληρώσω. Μιλάμε για πριν μία δεκαετία περίπου με τους στίχους της Φωτάκη. Θυμάμαι πως τον καιρό που γνώρισα την Ελένη, μοιραστήκαμε τη μελαγχολία μας μ’ ένα τρόπο. Της πρότεινα να’ναι αυτό το θέμα των τραγουδιών μας. Πάνω σε μία χαρτοπετσέτα μου έγραψε το εξής: «Μιαν αγάπη έχω/ στην παλάμη μου χωράει/ με τα μάτια μου τη βρέχω/ και με συγχωράει». Γύρισα στο σπίτι και αμέσως το μελοποίησα. Την άλλη μέρα της το έστειλα και της ζήτησα να γράψει και τα κουπλέ.

Άρα μια δεκαετία περίμεναν να βγουν τα καινούργια τραγούδια.

Ναι, σωστά. Όπως ξέρετε, τις δουλειές πλέον τις πληρώνουμε μόνοι μας, επομένως έγραφα στο στούντιο μόνο όποτε είχα λεφτά. Η Φωτάκη ήθελε να έβγαινε ο δίσκος τότε που γράψαμε τα κομμάτια, αλλά συνέπεσε με το δεύτερο δίσκο μου και έτσι το άφησα. Ίσως να πίστεψε πως δεν τα εκτιμούσα — κι όμως, για μένα είναι τα πιο αληθινά, τα πιο αγαπημένα μου. Τώρα χαίρομαι που η συνεργασία μας βγήκε τόσο αβίαστα, τόσο φυσικά. Είναι σπάνιο να συμβεί αυτό ανάμεσα σε συνθέτη και στιχουργό.

Ο Δώρος Δημοσθένους ανάμεσα στους γονείς του
Εγώ, πάντως, θα χαρακτήριζα το δίσκο σαν την «Ερωτική πρόβα» του 2025 χωρίς να μιμείστε καθόλου τον Δημήτρη Λάγιο. Μιλάω σαν αίσθηση περισσότερο.

Μα ο Λάγιος και ο Χατζιδάκις με είχαν επηρεάσει βαθιά, επομένως δεν θα διαφωνήσω. Σάμπως υπάρχει παρθενογένεση στη μουσική; Τις επιρροές μας βγάζουμε όλοι. Επειδή οι στίχοι της Φωτάκη ήταν πολύ αληθινοί, βγήκε και σε μένα μία αλήθεια.

Αντιλαμβάνεστε ότι πρόκειται για έναν «ιδιαίτερο» δίσκο που μάλλον δεν θα ξεπηδήσουν «σουξέ» από μέσα του;

Δεν είχαμε καμία τέτοια πρόθεση, να πάμε δηλαδή προς την εμπορική λογική. Είναι κάτι εσωτερικό και αληθινό και μ’ αυτό το σκεπτικό προσέγγισα τα τραγούδια. Ούτε συμμετοχές ήθελα, δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου κάτι τόσο επιτηδευμένο. Ίσως ο δίσκος εμπεριέχει κάτι «σκοτεινό», αλλά εγώ δεν πιστεύω πως το σκοτάδι είναι το τέλος. Είναι το μέρος ενός κύκλου.

Τι έχει η Φωτάκη που την έχει αναγορεύσει σε μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες στιχουργούς;

Διαχρονικά δεν θα την έβαζα στους «νέους» στιχουργούς, αυτή τη στιγμή όμως θα τη συμπεριλάμβανα μέσα στους τρεις – τέσσερις κορυφαίους. Θα το πω, η Ελένη για μένα είναι η καλύτερη στιχουργός σήμερα. Ματώνει για να γράψει κάτι, έχει κόστος ψυχικό και χωρίς να θέλει να μπει στα κανάλια της εμπορικότητας.

Εσείς ματώνετε όταν τραγουδάτε;

Όταν τραγουδάω…(σκέφτεται) Είμαι σαν να με παίρνει ο άνεμος και να με πηγαίνει πότε σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη και πότε σε μια ήσυχη. Τραγουδάω και στο φως και στο σκοτάδι, ταξιδεύω σ’ όλα τα χρώματα και τις εποχές. Το τραγούδι είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας που με φέρνει σε επαφή με την πρωταρχική μου αλήθεια, με κάτι πιο πρωτόγονο.

«Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά»: Ωραίος τίτλος για παράσταση αυτός του δίσκου.

Ναι, είναι από στίχο που εμπεριέχεται σ’ ένα τραγούδι. Ταυτίζομαι μαζί του, διότι εγώ δεν προσπάθησα καθ’ όλη την πορεία μου να έχω μια φωνή εκμεταλλεύσιμη για να πλουτίσω. Με κάποιο τρόπο είναι σαν να πήραν τα πουλιά και τη δική μου φωνή. Ανήκει στον αέρα, είναι ελεύθερη, αφού ποτέ δεν έγινα μαϊντανός για να προβάλλω τον εαυτό μου. Μπορεί και να χαθεί η φωνή μου, αλλά έχει κάτι ποιητικό όλο αυτό που το προτιμώ.

Σίγουρα πολλές καλές φωνές χάνονται ειδικά με την διαδικτυακή υπερπληροφόρηση.

Σίγουρα! Υπάρχουν καλές φωνές, όπως αγγίζουν τον καθένα. Μπορεί δηλαδή αυτή τη στιγμή να υπάρχει ένας πολύ καλός συνθέτης, που να μην τον ξέρουμε, γιατί στοχευμένα όλα τα ΜΜΕ πάνε στο αναγνωρίσιμο και το υπάρχον. Δεν προτείνουν στον ακροατή να ανακαλύψει κάτι καινούργιο. Είναι σαν ένα στημένο παιχνίδι. Πιο πολύ πουλάει η εικόνα σήμερα παρά η ουσία.

Με το «ogdoo», που εξέδωσε το δίσκο σας, πως αποκτήσατε σχέση;

Τα τραγούδια τα είχε ακούσει ο Μανώλης Φάμελλος κι αυτός μίλησε στον Δημήτρη Καρρά του «ogdoo». Ενδιαφέρθηκαν και τα βγάλαμε. Εγώ, πάντως, όντας της παλιάς κοπής, θα ήθελα να βάλω ν’ ακούσω κάτι που μ’ αρέσει σε βινύλιο. Μ’ αυτή την ευκολία, όμως, που δίνει το κινητό, έχουμε μπει όλοι μέσα. Έχει χάσει τη χάρη της η μουσική και ο κόσμος δεν ακούει με την ίδια λαχτάρα. Αν θες να κάνεις κάτι διαφορετικά, θα το κάνεις, αλλά – εννοείται – με δικά σου έξοδα. Το CD έχει πεθάνει ως format, γνωστά πράγματα λέμε τώρα.

Σκοπεύετε να κάνετε λάιβ στο πλαίσιο στήριξης του δίσκου;

Στις 24 & 31 Οκτωβρίου θα παρουσιάσω στον Σταυρό του Νότου τα νέα τραγούδια μου αλλά μαζί και μ’ άλλα τραγούδια της ίδιας αισθητικής, του Λάγιου, της Πλάτωνος, του Χατζιδάκι κ.α. Θέλω να πω ότι το υλικό άρεσε πάρα πολύ της Φωτάκη από την πρώτη στιγμή. Διαφορετικά δεν θα έβγαινε τόσο εύκολα αυτή η συνεργασία. Κάποιοι που άκουσαν τα τραγούδια μας – δεν το είπα εγώ – σχολίασαν πως βγήκε επιτέλους το κλίμα της Φωτάκη.

Έχετε ακούσει κάτι άλλο ενδιαφέρον αυτόν τον καιρό;

Πάντα έχουν ένα ενδιαφέρον οι δίσκοι του Αλκίνοου, του Δεληβοριά, υπάρχουν όμως και άλλοι δημιουργοί που σίγουρα δεν φτάνουν στα αυτιά μου. Κι αυτό είναι κάτι που με λυπεί. Τον Αλκίνοο, που είμαστε και συμπατριώτες, έχω πολλά χρόνια να τον συναντήσω.

Τι προσδοκάτε μ’ αυτό το άλμπουμ;

Είμαι χαρούμενος που άνθρωποι, τους οποίους εκτιμώ, άκουσαν το υλικό και μου εξέφρασαν το θαυμασμό τους, τόσο για τους στίχους της Ελένης, όσο και για τις μουσικές μου. Προσδοκώ να αγγίξει όσες ευαίσθητες ψυχές έχουν απομείνει.

Πως σας φαίνεται η ζωή που στρώσατε στην Ελλάδα; Θα φεύγατε οικογενειακώς για την Κύπρο όπως έκανε και ο Αλκίνοος;

Όχι. Η Κύπρος πια έχει αλλάξει, δεν θυμίζει σε τίποτα τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια. Η εξέλιξη με τους α λα Ντουμπάι ουρανοξύστες είναι πια κάτι άλλο. Χάθηκε η αίσθηση της γειτονιάς και όλα είναι απρόσωπα. Στην Αθήνα, αντίθετα, βρίσκεις κι ανθρώπους που έχουν μια σχέση με το παλιό στοιχείο, κρατάνε ακόμα. Μην ξεχνάτε ότι στην περιοχή της πλατείας Ηρώων στη Λεμεσό που μεγάλωσα, έχω πάρει πάρα πολλές εικόνες. Έχω δει μαχαιρώματα, τους τρελούς της γειτονιάς, όπως και ξένες καλλιτέχνιδες του καμπαρέ που σύχναζαν πρώτα στο κουρείο του παππού μου και αργότερα στο κομμωτήριο της μάνας μου. Θα σας πω για το τέλος μια αστεία ιστορία: Μία απ’ αυτές τις καλλιτέχνιδες που έκανε διάφορα τρικ με ένα φίδι, είχε έρθει να τη λούσει η μάνα μου και να της φτιάξει τα μαλλιά. Επειδή φοβόταν ν’ αφήσει μόνο του το φίδι, το κουβαλούσε παντού μαζί της. Καθώς η μάνα μου την έλουζε, βλέπει να βγαίνει μέσα από το στήθος της το κεφάλι ενός φιδιού. Πάρ’ την κάτω τη μάνα μου! Λιποθύμησε! (γέλια) 

* Το άλμπουμ «Είχα φωνή, την πήραν τα πουλιά» των Δώρου Δημοσθένους - Ελένης Φωτάκη κυκλοφορεί από το ogdoo σ' όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.

** Αυτή την Παρασκευή 24/10 και την επόμενη 31/10 γίνεται η «live» παρουσίαση του άλμπουμ στον «Σταυρό του Νότου plus»