Το τεύχος 106 του περιοδικού «Δίφωνο» (Ιούλιος 2004) είχε εξώφυλλο τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Διονύση Σαββόπουλο σε κοινή φωτογράφηση από τον Xavier Hallauer. Η διεύθυνση του περιοδικού είχε αποφασίσει αντί κοινής επίσης συνέντευξης των δύο δημιουργών, να απαντήσουν στις ερωτήσεις των αναγνωστών του περιοδικού, δίνοντας ουσιαστικά σ' αυτούς συνέντευξη. Αν θυμάμαι καλά, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε απαντήσει με email στις ερωτήσεις που του εστάλησαν. Ο Σαββόπουλος απ' την άλλη είχε ζητήσει τις ερωτήσεις, τις έλεγξε και μετά ζήτησε να συναντηθεί μ' έναν συντάκτη του περιοδικού που θα του έκανε ξανά τις ερωτήσεις των αναγνωστών (τις οποίες γνώριζε) και θα απαντούσε σ' αυτόν. Ο κλήρος έπεσε σε μένα, ίσως γιατί τότε είχα πάρει την πρώτη μου συνέντευξη από τον Θεοδωράκη για το περιοδικό «ΗΧΟΣ», οπότε την ήθελα μία συνάντηση με τον Σαββόπουλο για το «Δίφωνο». Έτσι, πήγα από το διαμέρισμα - γραφείο του στο Κολωνάκι, κάτσαμε ο ένας απέναντι απ' τον άλλον, οι αναγνώστες - μέσω εμού - τον ρωτούσαν κι εκείνος απαντούσε...
Να υποθέσω, δικέ μου, ότι έχω κι άλλα καλά τραγούδια που θα ήθελες να ακούσεις; Αυτό με τιμάει. Κάτι θα προσπαθήσω να κάνω την άλλη φορά.
Κατηγορείστε από κάποιους ότι έχετε πάψει προ πολλού να είστε το ανήσυχο πνεύμα που ήσασταν κάποτε και ότι έχετε μετατραπεί σε έναν κοσμικό παππού που φοράει μπλουζάκια με τον Μπαγκς Μπάνι, κάνει περίεργες τηλεοπτικές εμφανίσεις («Σαν στο σπίτι σας», «Βραβεία Αρίων») και έχει αλλάξει πολλά από τα πιστεύω του. Εάν σας αγγίζουν όλα αυτά και θεωρείτε ότι έχουν κάποια βάση, τι απαντάτε;
Δεν θα συμφωνήσω, κύριε Τσαντίλα μου. Στα βραβεία Αρίων δεν έκρυψα τα λόγια μου, τα είπα κανονικά. Κανείς άλλος δεν το έκανε εκεί μέσα. Εγώ λέω αυτό που πιστεύω. Εάν σε κάποιους δεν συμφέρει, θα λένε διάφορα. Οι κολλημένοι είναι εκείνοι. Είμαι αυτός που είμαι. Και τι κακό έχει ο Μπαγκς Μπάνι;
Είμαι ένας απ' αυτούς που πιστεύουν ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι από τους σημαντικότερους σε παγκόσμια κλίμακα, τοποθετώντας το όνομα σας δίπλα στον Van Morrison, στον Bob Dylan, στον Lucio Dalla κ.α. Πώς αισθάνεστε έχοντας κατακτήσει με το έργο σας μια τέτοια θέση;
Ευχαριστώ, κύριε Ζηρίδη, για τον καλό σας λόγο, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω να σας απαντήσω. Κάθε καλλιτέχνης έχει την υποχρέωση να κατακτήσει την αλήθεια του και όχι να κατακτήσει κάποια συγκεκριμένη θέση ή αξίωμα. Κάθε καλλιτέχνης είναι ένας ξεχωριστός κόσμος και οφείλει να βαθαίνει τον κόσμο του. Τώρα, τι θέση θα πάρει δίπλα στους μεγάλους ή στους μικρότερους, αυτό αφορά άλλους, όχι τον ίδιο. Σας ευχαριστώ πάντως.
Κύριε Σαββόπουλε, στο παρελθόν είχατε πει πώς η μελοποίηση ποιητών είναι μια διαδικασία μη σχετική με τη διαδικασία δημιουργίας ενός τραγουδιού. Ακόμη και σήμερα εξακολουθείτε να έχετε την ίδια άποψη;
Σε γενικές γραμμές, κύριε Παπαδάκη, ναι, εξακολουθώ να έχω την ίδια άποψη. Το είχα πει αυτό τότε εντόνως, γιατί μας είχανε πρήξει με τη μελοποιημένη ποίηση. Είχε γίνει η εύκολη λύση να μελοποιούν τους μείζονες ποιητές μας ο κ. Βουγιούκας ή ο κ. Ταδόπουλος. Βέβαια, ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε σπουδαία πράγματα, αλλά ένας είναι ο Θεοδωράκης. Δεν μπορεί αυτό να γίνεται κανένας. Εμένα, πάντως και τώρα και πριν, τα τραγούδια που γλυκαίνουν την καρδιά μου είναι αυτά όπου ο ίδιος άνθρωπος έχει γράψει τους στίχους και τη μουσική. Έχουνε μια τρομερή στερεότητα αυτά τα τραγούδια, σαν του Αττίκ, του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Άκη Πάνου ή των Beatles, των Stones, του Dylan, του Morrison. Είναι πολλοί. Είναι αρχαία και υπέροχη η τέχνη των λυρικών ποιητών και των τροβαδούρων.
Κύριε Βαλσαμίδη, τι έχει το Μέγαρο Μουσικής και τι το κοινό του; Τι είδους ρατσισμός ειν' αυτός; Τι μιζέριες; Κάθε χώρος έχει τα μυστικά του, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του. Τα τραγούδια, όμως, είναι ίδια και αυτή είναι η ουσία. Όσον αφορά τη χορηγία μεγάλου επιχειρηματικού ομίλου, εγώ δεν θα είχα αντίρρηση να είναι και μικρού επιχειρηματικού ομίλου. Είτε μεγάλος, όμως, είτε μικρός ο όμιλος, τα λεφτά - ναξέρετε - δενν πηγαίνουν στον καλλιτέχνη ή στους συνεργάτες του, αλλά στο Μέγαρο.
Από το 2000 και μετά προβαίνετε σε κινήσεις που μοιάζουν να ολοκληρώνουν ή να κλείνουν τον κύκλο σας. Για παράδειγμα, το «Σαββόραμα» και η «Συναυλία των κεριών», που συμπυκνώνουν το σύνολο της πορείας σας, η έκδοση της «Σούμας» με τα άπαντα των στίχων σας, ενώ σε πρόσφατη σχετικά συνέντευξη σας δηλώσατε ότι δεν γράφετε πια καινούργια τραγούδια. Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν έχουμε πια να περιμένουμε κάτι άλλο νέο από τον Σαββόπουλο;
Μάλιστα, κυρία Γκούμα, αυτό σημαίνουν. Και αυτή τη φορά, μα τον θεό, μακάρι να βγω ψεύτης.
Προέρχεστε από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Μάλιστα, για μία σημαντική περίοδο εκφράσατε τις ιδέες και τις αγωνίες της τόσο, που ίσως χωρίς αυτή να ήταν διαφορετικό και το έργο σας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχετε πάρει συντηρητική θέση σε σοβαρά ζητήματα και συχνά έχετε πληγώσει τον κόσμο με τον οποίο μαζί τραγουδήσατε. Πώς αισθάνεστε γι' αυτό και πώς το εξηγείτε;
Δεν συμφωνώ, κύριε Γκίδη, δεν έχω πάρει συντηρητική θέση. Να στρέφεσαι εναντίον του συμφέροντός σου, του βολέματός σου, της συνήθειας ή της ταμπέλας σου, ή να έρχεσαι σε αντίθεση με το ακροατήριο σου, δεν είναι καθόλου συντηρητικό. Περιέχει ένα είδος ελευθερίας, για την οποία είμαι υπερήφανος. Τώρα, εάν πλήγωσα τον κόσμο, δεν το ήθελα βέβαια, αλλά όταν αγαπάς κάποιον τον πληγώνεις κιόλας.
Πως βλέπετε το ελληνικό τραγούδι σε σχέση με την ελληνική κοινωνία σήμερα;
Για μένα και το τραγούδι μας και η κοινωνία μας είναι σαν τα κύματα της θάλασσας. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν. Τώρα είμαστε στο κατέβασμα. Η χαρά εκφράζεται σαν νηπιαγωγείο, ο έρωτας σαν μια επιθετικότητα, υπάρχουν πολλά εφέ, πολλά κόλπα, πολύ life style και καθόλου προβληματισμός. Να μην ανησυχείτε, όμως, διότι δεν θα είναι για πάντα έτσι.
Κύριε Σαββόπουλε, ας υποθέσουμε ότι φτάνει στα χέρια σας ένας φάκελος με εξαιρετικούς στίχους και με την ανάγνωση τους νιώσετε να αναβλύζουν μελωδίες. Θα μπαίνατε στη διαδικασία να τους μελοποιήσετε, περνώντας στην ιδιότητα του συνθέτη;
Αγαπητή κυρία Νταγιάκα, ποτέ μου δεν το σκέφτηκα έτσι. Μου έτυχε να λάβω πολύ ενδιαφέροντες στίχους, αλλά τους έδινα σε συναδέλφους συνθέτες. Κάποιοι μάλιστα, κάτι έκαναν. Να φανταστείτε, όταν ο Κάρολος Κουν μου ζήτησε να γράψω μουσική για τους «Αχαρνής», κάθισα κι έγραψα στίχους από την αρχή. Αυτός ήταν κι ο μόνος λόγος που η μουσική δεν παίχτηκε στην παράσταση, αλλά ξεχωριστά και αργότερα στον «Ρήγα» της Πλάκας. Λατρεύω να διαβάζω ποίηση, εννοείται. Αγαπημένοι μου ποιητές, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σικελιανός, ο Εμπειρίκος, αλλά ποτέ μου δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να φτιάξω μουσική πάνω στους στίχους τους. Δεν το χρειάζομαι αυτό όταν τους διαβάζω, ούτε εκείνοι χρειάζονται καμία μουσική.
Πολλοί πιστεύουν, μεταξύ των οποίων και εγώ, ότι ο «Μπάλλος» και «Το περιβόλι του τρελού», αποτελούν το αποκορύφωμα της προσωπικής σας δημιουργίας, αλλά και της ελληνικής τραγουδοποιίας. Γιατί πιστεύετε ότι έκτοτε υπολειπόμαστε σε δουλειές που μπορούν να κάνουν ανάλογες τομές;
Σας ευχαριστώ, κύριε Αναστασίου, που με επαινείτε, αλλά για να είμαστε δίκαιοι, ας αναφέρουμε και άλλες μεγάλες στιγμές. Δεν είναι και τόσο λίγες. Ο «Μπάλλος» βγήκε το 1970 - 1971, όμως το 1972 έχουμε τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι. Εν συνεχεία έχουμε μετά τη Μεταπολίτευση, «Τα Λυρικά», το δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη. Την «Εκδίκηση της γυφτιάς» το 1979 των Νίκου Ξυδάκη - Μανώλη Ρασούλη. Θα έβαζα ακόμη και τον πρώτο δίσκο του Ορφέα Περίδη, όπως τομή θεωρώ ότι έκανε και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τομές δεν μπορούμε να έχουμε κάθε μέρα. Ας είμαστε, λοιπόν, ικανοποιημένοι με αυτά και ας δείξουμε στους νεότερους για νά'χουμε να ελπίζουμε.
Η ασκήμια και το τσιμέντο. Έχουν όμως ένα καλό: Έτσι τα όνειρα γίνονται πιο δυνατά. Χώρια που όταν ανακαλύπτεις μια νέα γωνιά νιώθεις μάγκας.
Αισθάνεστε ότι σε έναν τραγουδοποιό του δικού σας μεγέθους η ελληνική γλώσσα λειτουργεί περιοριστικά για να έχει το έργο σας την απήχηση που δικαιούται διεθνώς;
Πράγματι, κύριε Πετρίδη, η ελληνική γλώσσα δεν μιλιέται έξω από μας και επομένως αυτό λειτουργεί περιοριστικά. Όμως, ξέρετε, μπαίνουμε στο τραγούδι όχι για να πετύχουμε, αλλά για να γίνουμε αληθινοί, ανθρώπινοι. Κάποια φορά τυχαίνει και καμιά ευχάριστη έκπληξη: Πριν από λίγο καιρό έπαιξα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Τορίνο με ένα απόλυτα ιταλικό κοινό που δεν καταλάβαινε γρι από τα τραγούδια μου. Εισέπραττε μόνο την ενέργεια και τη μουσική, θριάμβευσα! Πρώτη φορά μου συνέβαινε αυτό και δεν ξέρετε πόσο χάρηκα! Δηλαδή, ενώ ενδεχομένως υπήρχαν τεράστια νοηματικά κενά, αισθανόμουν ότι με αποδέχονται, ότι είμαι καλός!
Κύριε Σαββόπουλε, γεια σας. Εσείς πιστεύετε ότι το τραγούδι μπορεί να γίνει αυτία ώστε κάθε άνθρωπος να προβληματιστεί γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω του κάθε μέρα και ποιος μπορεί να είναι εδώ ο ρόλος του τραγουδοποιού;
Μιλώντας γενικά, γνώμη μου είναι ότι η τέχνη δεν μπορεί να διορθώσει τον κόσμο, όμως ο κόσμος θα ήταν πολύ χειρότερος δίχως την τέχνη. Ο ρόλος του τραγουδοποιού είναι να εκφράσει την συλλογική φαντασία, να μιλήσει με λόγια αληθινά για την αγάπη, για τον αγώνα, για την ομορφιά κι όχι να μαϊμουδίζει με σουξέ ή να παριστάνει τον ωραίο. Γεια σας και χαιρετισμούς στο Πήλιο! Άλλο ένα ελληνικό καλοκαίρι είναι μπροστά μας κι αυτή είναι η πιο ωραία είδηση που έχω να σας μεταφέρω σήμερα.
* Τις ερωτήσεις είχαν στείλει ταχυδρομικώς στο «Δίφωνο» (με τη σειρά των απαντήσεων του Διονύση Σαββόπουλου):
Κυριάκος Αναστασίου, 18 ετών, Ορεστιάδα
Μιχαήλ Τσαντίλας, 25 ετών, Αθήνα
Παντελής Ζηρίδης, 36 ετών, Αθήνα
Φάνης Παπαδάκης, 33 ετών, Θεσσαλονίκη
Γιώργος Βαλσαμίδης, Θεσσαλονίκη
Ευγενία Γκούμα, 35 ετών, Βόλος
Βασίλης Γκίδης, 42 ετών, Δράμα
Θανάσης Βασιλειάδης, 36 ετών, Καβάλα
Αναστασία Νταγιάκα, 35 ετών, Θεσσαλονίκη
Αλέκος Αναστασίου, 40 ετών, Αθήνα
Μαρία Αβραμίδου, 46 ετών, Βόλος
Πέτρος Πετρίδης, 36 ετών, Αθήνα
Νεκτάριος Τσιρογιάννης, 23 ετών, Πήλιο
** Η συνέντευξη είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 106 του περιοδικού «Δίφωνο» (Ιούλιος 2004). Αυτή είναι η πρώτη διαδικτυακή δημοσίευση της μετά από 21 χρόνια αποκλειστικά στα ΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑΣΜΑΤΑ





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου