Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Αλέξανδρος Λογοθέτης: «Πάντα επιδίωκα να στέκομαι επάξια δίπλα σ' ένα μεγάλο ξένο ηθοποιό»

Δεν είναι πολύς καιρός που από την πλατφόρμα του Ertflix ξεκίνησε να προβάλλεται μία μοντέρνα αστυνομική σειρά αγγλικής, αμερικανικής και ιρλανδικής συμπαραγωγής. Λέγεται «Magpie Murders (Οι φόνοι της Κίσσας)» και δίπλα στη Λέσλι Μάνβιλ, τον Τιμ Μακ Μάλαν και τον Κόνλεθ Χιλ πρωταγωνιστεί και ο δικός μας Αλέξανδρος Λογοθέτης. Δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά «κλέβει την παράσταση» στο ρόλο ενός Έλληνα καθηγητή που εργάζεται στην Αγγλία με τα έξοχα αγγλικά του και, κυρίως, με την ποιότητα ενός ηθοποιού, ικανού να σταθεί επάξια δίπλα σε κορυφαίους ξένους συναδέλφους του. Τον Λογοθέτη δεν τον συνάντησα στο Λονδίνο, αλλά στο καφέ «Goodhood» των Ιλισίων και, μεταξύ άλλων, συζητήσαμε για τους «Φόνους της Κίσσας», για τα απαραίτητα εφόδια ενός ηθοποιού μέσα στη διεθνή βιομηχανία του θεάματος και, φυσικά, για τον Ηλία, τον πατέρα του, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.  

Σας έβλεπα στους «Φόνους της Κίσσας» και σκεφτόμουν πως διαθέτετε τη στόφα Βρετανού ηθοποιού. Σας το έχουν ξαναπεί;

Ναι, γιατί μιλούσα καλά αγγλικά από πολύ μικρός. Είχα μια τρομερή δασκάλα με σπουδές στην Οξφόρδη, την Κωστούλα Μητροπούλου. Ήταν φίλη της μάνας μου και ξεκίνησα αγγλικά μαζί της από πολύ νωρίς. Ήθελα μάλιστα να έκανε αγγλικά και στον γιο μου, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Θα είναι και μεγάλη γυναίκα πια. Εγώ όμως τότε ήμουν πέντε – έξι ετών και πήρα την βρετανική προφορά της. Πάντα ήθελα να φύγω στην Αγγλία για να σπουδάσω και αφού η Αμερική έπεφτε λίγο πιο μακριά, το 1988 κατάφερα και πήγα στο Λονδίνο για ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική. 

Καλύτερα. Ούτως ή άλλως τη μεγαλύτερη παράδοση στο θέατρο την έχουν η Αγγλία και η Ρωσία.

Μου λένε, ότι στέκομαι επάξια δίπλα στους Άγγλους συμπρωταγωνιστές μου, θεωρώ όμως ότι έχω δουλέψει πολύ επί πολλά χρόνια για να μπορώ να το κάνω. Αυτό επιδίωκα πάντα, να στέκομαι δίπλα σ’ έναν μεγάλο ξένο ηθοποιό και να μην πουν «Ο Έλληνας». Αυτό που έγραψε και ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο facebook του! Ωστόσο, τώρα δεν δουλεύω όσο παλιότερα. Σκεφτόμουν, να φανταστείτε, πως θα ήταν να ξαναπατήσω στη σκηνή του θεάτρου, αφού έχω να το κάνω από πριν την πανδημία με την «Ορέστεια» του Εθνικού. Κακά τα ψέματα, όμως, με τις ανάγκες που έχω εγώ σαν γονιός και σαν επαγγελματίας, δεν μπορώ να επιβιώσω απ’ το θέατρο. Γι’ αυτό και άρπαξα τώρα τη συγκεκριμένη ευκαιρία που μου δόθηκε στην τηλεόραση, αφού επί πολλά χρόνια δεν το έκανα.

Από σνομπισμό;

Όχι από σνομπισμό. Από θέση, από άποψη. Όταν, λόγου χάριν, πήγε καλά το «Νησί» και ανέβηκαν οι μετοχές μας, δεν έκανα απόσβεση. Θα μπορούσα να έχω χωθεί στην τηλεόραση και να έχω βγάλει πολλά φράγκα. Το πληρώνω το τίμημα, αλλά όλα κάνουν κύκλους. Εσείς βλέπετε στο Ertflix τα γυρίσματα του 2022, αλλά πέρσι ολοκληρώσαμε και τη δεύτερη σαιζόν της σειράς.

Και πως βρεθήκατε στη σειρά;

Από τύχη. Καθαρή τύχη! Η ατζέντισσα μου με ειδοποίησε ως casting director γι’ αυτή τη σειρά. Παράλληλα ο δικηγόρος μου έκανε το ίδιο. Τους έβαλα να συνεργαστούν και η casting director έγινε ατζέντισσα μου, ενώ ο δικηγόρος παρέμεινε δικηγόρος μου. Διάβασα το βιβλίο αρχικά και είδα ότι δεν είχα καμία σχέση με το ρόλο. Αυτός ήταν ψηλός με μεγάλες πλάτες, γαλανομάτης και κατσαρομάλλης Κρητικός. Εγώ πάλι είμαι αυτό που βλέπετε μπροστά σας. Λόγω covid, πέρασα από casting σε self tape.

Ήταν καλό ή κακό αυτό;

Καλό θα έλαγα, διότι μπορείς σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον να φτιάξεις ένα ωραίο self tape και να το στείλεις χωρίς το άγχος του λάθους ή της παρουσίας μπροστά σ’ ένα σωρό άλλους ανθρώπους. Η μόνη τους παρατήρηση, όταν το έστειλα, ήταν αν μπορώ να πω το κρασί «σαμπάνια», όπως ήταν γραμμένο στο κείμενο. Μ’ αυτό ένιωσα μ’ ένα τρόπο ότι πάμε καλά. Ο σκηνοθέτης με επέλεξε τελικά, αυτός που είχε κάνει και το «Άνδρες με τα όλα τους», αφού η παραγωγός εταιρεία δεν είχε λόγο στο κάστινγκ. Εκ των υστέρων, έμαθα απ’ την παραγωγό ότι θέλανε άλλο ηθοποιό οι Αμερικανοί, έναν γνωστό Έλληνα Ευρωβουλευτή. Τους έκανε προφανώς το «αντρουά» στυλ του, κάτι που εγώ δεν είχα ποτέ και αν το είχα, θα το πουλούσα. Θα έχτιζα πάνω σ’ αυτό ίσως με διαφορετική ποιότητα.

Επενδύει ένας ηθοποιός στην εξωτερική του εμφάνιση πιο πολλά απ’ ότι στο ταλέντο του;

Όλα πλέον κινούνται με βάση την εικόνα, υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ηθοποιών που δουλεύουν φουλ στην βιομηχανία που είναι ταλαντούχοι, όμορφοι και φυσικά αρκετά τυχεροί να επιβιώσουν και να καταξιωθούν στον χώρο. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο ποσοστό ατάλαντων που δουλεύει εξαιτίας της κοινωνικής δικτύωσης. Δεν μπορούμε να το αποφύγουμε όσο και να προσπαθήσουμε. Έτσι είναι και ας μην μας αρέσει. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, αυτοί που δεν στηρίζονται στην εικόνα αλλά στην σκληρή δουλειά και το ταλέντο τους. Εγώ νομίζω ότι βρίσκομαι κάπου στη μέση και αυτό πολλές φορές εόναι πιο δύσκολο, ούτε όμορφος ,ούτε με κουσούρια αλλά ένας κανονικός σχεδόν βαρετά κανονικός Έλληνας που δεν θυμίζει και Έλληνα, δύσκολο να βρει τον χώρο του στο παγκόσμιο industry. Όμως δεν απελπίστηκα ποτέ και τώρα που μεγάλωσα βλέπω ότι όλα έχουν τον χρόνο τους.

Ίσως αυτό όμως σας οδήγησε σε πιο συγκεκριμένες επιλογές.

Ναι, μπορεί, αλλά βλέπω πως κινείται η βιομηχανία. Η ουσία ποια είναι; Όπως με ρώτησε ο Κόνλεθ Χιλ μια μέρα που περπατούσαμε σ’ ένα break των γυρισμάτων και τα λέγαμε καπνίζοντας: «Είσαι επιτυχημένος;» Του απάντησα «Τι εννοείς ‘’επιτυχημένος’’;» και με ξαναρώτησε πόσα χρόνια υπάρχω και δουλεύω στο χώρο. Όταν του είπα σχεδόν 35 χρόνια, απεφάνθη: «Άρα είσαι επιτυχημένος». Που να του εξηγούσα, βέβαια, ότι η επιτυχία είναι διαφορετική στην Ελλάδα. Διότι αν παίζεις στο «Games of thrones» και ξαφνικά γίνεσαι…κουκλάκι στις βιτρίνες, βγάζεις λεφτά κι από κει και λύνεις το βιοποριστικό κομμάτι της ζωής σου.

Πως ήταν η συνεργασία με τον Άγγλο σκηνοθέτη;

Στο πρώτο διάβασμα που κάναμε μέσω zoom, οι ξένοι ηθοποιοί ήταν έτοιμοι. Είχαν σκεφτεί έστω και λίγο τι θα κάνουν, οπότε όταν φτάνουν στο γύρισμα τέτοιοι ηθοποιοί, δεν έχει να κάνει πολλά πράγματα ο σκηνοθέτης. Δεν τον είδα δηλαδή να διδάσκει τους ηθοποιούς του. Ακόμη και η Ρεμπέκα, που ανάλαβε τη δεύτερη σαιζόν, μου έκανε κάποιες αμελητέες υποδείξεις του στυλ «Μήπως αυτό μπορείς να το πεις χωρίς να’σαι τόσο αυστηρός;» Δουλειά του ηθοποιού είναι να ακούει ακόμη κι αν έχει φτιάξει μες στο κεφάλι του κάτι άλλο, το οποίο θα αλλάξει κι έτσι αμέσως θα χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης που τον κάνει καλό συνεργάτη. Κατά τα άλλα, ο ηθοποιός είναι ο βασιλιάς στο γύρισμα, αφού πληρώνεται αρκετά καλά και γνωρίζει τι πρέπει να κάνει σωστά.

Και ο σκηνοθέτης ασχολείται με το πλανάρισμα του, γιατί πρέπει να πούμε ότι η σειρά έχει μια μοντέρνα κινηματογραφική αισθητική.

Εννοείται. Θα προέκυπτε άνετα ταινία ή τηλεταινία, απλώς επειδή είναι μεγάλα τα βιβλία αυτά, προτιμούν να τα κάνουν σειρές.

Και ο Χρήστος Στέργιογλου, απ’ όσο ξέρω, πηγαινοερχόταν στο Λονδίνο για μια σειρά του Channel Four.

Ακριβώς. Έχει γίνει μεγάλη φίρμα ο Στέργιογλου στην Αγγλία!

Και δεν πολυμιλάει γι’ αυτό κιόλας.

Καλά κάνει. Γιατί να μιλήσει; Κι εγώ δεν μιλάω, ποτέ δεν έχω βγει να πω ότι για μία δεκαετία έλεγα συνέχεια όχι σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση, δουλεύοντας φουλ στο σπικάζ. Έβγαζα τόσα πολλά λεφτά κι αυτό ενίσχυσε την ψυχική μου αναπηρία σε κάποια πράγματα, με οδήγησε όμως εδώ που είμαι. Δεν με αφορά να μιλάω για όσα έχω κάνει, προτιμώ να προχωράω και να επιβιώνω μέσα σ’ ένα χώρο με μια μόνιμη αμφιβολία. Διότι, αμέσως μετά την κρίση το ΄12, το σπικάζ κόπηκε ως δια μαγείας για μένα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί πρέπει να είσαι «επίκαιρος» στη διαφήμιση. Διαφορετικά πέφτεις μ’ έναν τρόπο στα αζήτητα, παρόλο που εγώ ήμουν τυχερός αφού μες στον covid κατάφερα να δουλέψω, να συντηρηθώ και να κρατηθώ σ’ ένα επίπεδο, όχι πείνας, αλλά επιβίωσης.

Είναι μια εικόνα που αντικατοπτρίζει τον μέσο Έλληνα ηθοποιό, όπως μου την περιγράφετε;

Χειρότερα είναι ο μέσος Έλληνας ηθοποιός, πολύ χειρότερα. Θα πω ότι εγώ είμαι προνομιούχος, δεν θα έλεγα τη λέξη «τυχερός». Κι η τύχη παίζει ένα ρόλο, αλλά δεν είναι όλα τύχη. Κέρδος είναι που εσείς δεν θα ακούσετε από συνεργάτη άσχημα λόγια για μένα, γι’ αυτό δουλεύω εγώ και όχι για να βγάλω τρία – τέσσερα χρόνια μπροστά. «Να δουλεύεις με ανθρώπους που αγαπάνε τη δουλειά και όχι τον εαυτό τους» είχε πει για το σινεμά ο Νόλαν, νομίζω. Αγαπάω, λοιπόν, τη δουλειά.

Και τον εαυτό σας.

Ναι, συμφωνώ, αφού τον προσέχω στο πως θα πάω στη δουλειά, αν θα είμαι διαβασμένος ή όχι κλπ. Δεν θα κάνω ξεπέτες, δεν θα κάνω και θέατρο και διαφήμιση και κάτι ακόμα. Δεν το αντέχω και μπράβο αυτοί που το κάνουν, αλλά πιστεύω πως δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Εκτός αν ζούσαμε στο εξωτερικό και έλεγες «Ο Λογοθέτης έχει τώρα δυο μήνες κενό, θα κάνουμε την παράσταση, μετά θα φύγει για το σήριαλ, αργότερα θα ξανακάνουμε θέατρο» κ.ο.κ. Τα πράγματα, όμως, στην Ελλάδα είναι τόσο αβέβαια όσο και ο καιρός έτσι που έχει γίνει.

Αν φεύγατε τότε για την Αμερική, πιστεύετε ότι θα μένατε έξω μόνιμα;

Πιστεύω πως όλα έγιναν τη σωστή στιγμή και όχι όπως εγώ θα ήθελα να γίνουν.

Το λέτε νομοτελειακά, καρμικά;

Ναι, καρμικά το λέω. Στο εξωτερικό πήγα το ’98, όταν είχα ζήσει πράγματα εδώ πέρα. Ήταν μια απόφαση και λίγο σαν απόδραση, λόγω του ανικανοποίητου μου, αλλά έφυγα για να σπουδάσω και όχι για να μείνω μόνιμα. Όταν γύρισα εδώ, έπρεπε να έρθει το «Νησί» για να μ’ ανακαλύψουν και να πουν «Α, αυτός είναι καλός ηθοποιός». Εννοώ να μ’ ανακαλύψει το κοινό, ο χρηματοδότης, αυτός που θα με ζήσει. Κάνω μία δουλειά και θέλω να ζήσω απ’ τη δουλειά μου, όχι να είμαι χομπίστας. Δεν μπορώ και δεν με παίρνει και μακάρι να μπορούσα. Δεν θέλω να το κάνω, γι’ αυτό ακόμη και απ’ τον μικρομηκά θα πάρω χρήματα. Πρέπει να μάθει ότι ο ηθοποιός δεν έρχεται στο γύρισμα για να καυλαντίσει, αλλά να κάνει μία δουλειά. Δεν πρέπει να πάρει έστω είκοσι ευρώ; Τόσα μπορείς, τόσα δώσε μου, πλήρωσε μου τη βενζίνη να έρχομαι στο γύρισμα αν αυτό μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο. Αν εμένα μου αρέσει το πρότζεκτ, δεν με ενδιαφέρει το χρηματικό, με ενδιαφέρει όμως να ξέρεις ποια είναι η σχέση ηθοποιού και σκηνοθέτη-παραγωγού.

Αν υποτεθεί πως στόχος κάθε Έλληνα ηθοποιού είναι το εξωτερικό…

Δεν είναι τελικά.

Γιατί το λέτε αυτό;

Έχω συναντήσει πολύ κόσμο προ Netflix που δεν τους ένοιαζε μια καριέρα έξω. Πρώτος στο χωριό μου παρά τελευταίος στην πόλη – αυτή ήταν η άποψη που επικρατούσε. Τώρα πια έχει αλλάξει η νοοτροπία, αλλά πάντα θα υπάρχουν ηθοποιοί που φοβούνται ότι δεν το’χουν το κομμάτι της ξένης γλώσσας. Δίνονται ευκαιρίες στους Έλληνες ηθοποιούς όσο ζούμε τα τελευταία χρόνια κι αυτή την κατάσταση που λέγεται ΕΚΟΜΕ. Θα έρχονται ξένοι που θα κάνουν ταινίες στην Ελλάδα χωρίς να χρειάζεται να τις βαφτίζουν «ελληνικές», αλλά «παραγωγές του Netflix, του Amazon» κλπ.

Υπάρχει φθόνος μεταξύ του «συναφιού» σας;

Δεν υπάρχει, μωρέ, φθόνος στην Ελλάδα που ζούμε; Στην Αγγλία αυτό που κατάλαβα είναι πως άπαξ και πάρεις ένα ρόλο, κανείς δεν θα σου πει «Γιατί είσαι εσύ εκεί και όχι εγώ;» Απ’ τη στιγμή που σ’ επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι, πάει να πει ότι το αξίζεις και είσαι ο ιδανικός. Επομένως, αυτό που θα άκουγες από συναδέλφους, ήταν μόνο μπράβο. Ένα μπράβο που το λένε απευθείας χωρίς να το «λυπούνται». Εδώ τώρα υπάρχει φθόνος, μιλώντας γενικά για τον Έλληνα. Υπάρχει ζήλεια, ραγιαδισμός, που έχει περάσει πια στο DNA μας κι αυτό το βλέπεις στην προσπάθεια κάποιων να εξελληνίσουν δουλειές μόνο και μόνο για να πάρουν τη γεύση μιας επιτυχίας, που αυτοί οι ίδιοι ποτέ δεν θα την είχαν. Άκουσα μια ιστορία για το τι έγινε πρόσφατα με τον μικρομηκά που έφτασε στις Κάνες και βραβεύτηκε με τη σπουδαστική του ταινία; Σου προτείνει λοιπόν το παιδί αυτό μια καινούργια δουλειά και του την «κόβεις», του λες όχι, γιατί δεν σου αρέσει το σενάριο; Ποια είναι η λογική πίσω απ’ αυτό; Μετά αν καταφέρει και κάνει την ταινία του στο εξωτερικό, με ξένους ηθοποιούς, σε ξένη γλώσσα και με ξένους συνεργάτες θα θες να μπεις κι εσύ; Να λες «Α, βέβαια, είναι ελληνική η ταινία αυτή»;  Στο άρθρο 3 στην εφημερίδα της κυβέρνησης υπάρχουν δύο υποπαράγραφοι, δυο εξαιρέσεις με τις οποίες βαφτίζεται ελληνική μια ταινία, ακόμα και αν δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 4. Εδώ αναφέρομαι στην ταινία «Inside» που δεν πληροί καμία απ’ τις προϋποθέσεις και σ’ ένα σύστημα που δεν αναγνωρίζει, αλλά θέλει να παίρνει εκ των υστέρων. Σας το λέω εγώ που διατέλεσα μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΚ και δεν άντεξα πάνω από έξι μήνες. Δεν άντεξα τη γραφειοκρατία και το βάρος μιας full time job. Ήμουν ανεπαρκής, το ίδιο και η επιλογή μου. Νιώθω ακόμη άσχημα που πήρα τη θέση κάποιου, ο οποίος μπορεί να διέθετε αυτές τις δυνατότητες. Πως να αντέξει ένας άνθρωπος που δεν πληρώνεται με 18 ώρες δουλειάς την ημέρα; Δεν γίνεται. Υπάρχουν παθογένειες που αν δεν λυθούν, δεν θα αλλάξει το σύστημα. 

Νομίζω πως με την αναφορά στο «Inside», σχολιάζετε τη βράβευση του Γουίλεμ Νταφόε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Ακριβώς. Οι άνθρωποι που υποτίθεται είναι συνάδελφοί μου και έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι στα γυρίσματα με το τίποτα, ψηφίζουν έναν ηθοποιό για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου, ο οποίος δεν το έχει ανάγκη.  Και επίσης που βρισκόταν στην Ελλάδα για γυρίσματα και του είπαν: «Δεν έρχεσαι μήπως και σε βραβεύσουμε; Δεν θα καταλάβεις πολλά ελληνικά, αλλά έλα γιατί μπορεί να πάρεις το βραβείο». Γιατί έχουμε ανάγκη να βραβεύσουμε τον Νταφόε και όχι τον Ήμελλο ή τον Κορωναίο ή τον Τοκάκη ή και εμένα; Αυτό κολλάει στον ραγιαδισμό που σας έλεγα πριν. Και γιατί έχει ανάγκη ένας κραταιός παραγωγός να βάλει εκεί τον Νταφόε; Όλα είναι ένα παιχνίδι που πρέπει λίγο να το αλλάξουμε. Ή θα παίζουμε όλοι επί ίσοις όροις ή ας μην παίζουμε καθόλου. Ας μην ονομάζουμε ελληνικά τα πράγματα, να τα πούμε σκέτα Ακαδημία Κινηματογράφου και Κέντρο Κινηματογράφου και ας παίζουν μπάλα όλοι.

Δεν αναφέρομαι στο «Inside» εγώ τώρα, αλλά στον «Άγιο Νεκτάριο» που έπαιξε ο Μίκι Ρουρκ. Γνωρίζετε πως οι ξένοι σταρ πληρώνονται βάσει των ημερών που θα απασχοληθούν σε μία ξένη παραγωγή.

Όταν κάναμε με τον Νίκο Τζήμα το «Πέταγμα του κύκνου», φώναξε τον Λάρι Χάγκμαν να παίξει. Ήρθε για μια μέρα! Το τι πήρε αυτός και το πώς συνυπήρξαμε σ’ ένα γύρισμα, στο οποίο οι άλλοι παίρναμε το τίποτα, είναι αξέχαστη εμπειρία! Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει όλοι να παίζουν επί ίσοις όροις. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το «Inside», την ταινία την είδα, ήταν υπέροχη, μου άρεσε, ο Νταφόε είναι ένας αριστουργηματικός ηθοποιός που δεν είχε καμία ανάγκη να βραβευθεί απ’ τη συγκεκριμένη Ακαδημία, ο Κατσούπης είναι ταλαντούχος σκηνοθέτης, ο παραγωγός Καρναβάς έκανε τα πάντα για να υλοποιήσει το όραμα του σκηνοθέτη, όχι όμως να καπελώνει και να γίνεται μέρος μιας παθογένειας μόνο και μόνο για να πάρει μία υπηκοότητα, που δεν τη χρειάζεται. Είναι αυτό που είπε η γυναίκα μου η Ευσταθία Τσαπαρέλλη, όταν αναρωτήθηκα «Μα καλά, δεν έχουν χορτάσει;«: «Όταν η πείνα είναι βαθιά, δεν ικανοποιείται».

Σας λείπει ο πατέρας σας τώρα που πέρασε λίγος καιρός απ’ την αναχώρηση του;

Ναι, μου λείπει, γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια είχαμε καταφέρει να φτάσουμε σ’ ένα ωραίο σημείο στο «ποιος είμαι» και στο «ποιος είσαι για μένα». Μου πήρε πολλά χρόνια να συνειδητοποιήσω ποια ειναι τελικά η σχέση μου με τον πατέρα μου. Μέχρι τα 40 μου πίστευα πως έγινα ηθοποιός, γιατί με διάλεξε η τέχνη, μετά όμως κατάλαβα ότι το έκανα για να είμαι κοντά στον πατέρα μου, τον οποίο δεν έζησα, αφού χώρισαν με τη μητέρα μου όταν ήμουν τριών ετών. Μεγάλωσα με τη μανα μου και με τον πατριό μου, τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου, με τον οποίο επίσης χώρισε αργότερα η μητέρα μου. Μεγάλωσα στην ουσία χωρίς πατέρα και ο Ηλίας δεν ήταν εκεί. Ήταν δηλαδή μ’ ένα τρόπο άλλο. Εμένα μου πήρε χρόνια να συγχωρήσω, να κατανοήσω, να πλησιάσω ώστε να συνδέσω τον κρίκο της αλυσίδας που είχε σπάσει και που πάντα μας ένωνε. Τα καταφέραμε ακόμη κι αν δεν προλάβαμε να χαρούμε κάποια πράγματα.

Ήταν το πρότυπο σας;

Τον είχα πρότυπο για το ταλέντο του, για το μυαλό του, για το ποιος ήτανε. Για τη φωνή του, που την έβρισκα πάντα πολύ τεχνική, αδιανόητη και υπέροχη. Για τη γνώση του στα πάντα επίσης, αφού ήταν τέρας μορφώσεως. Διάβαζε απίστευτα πολύ. Τον είχα και ως μη πρότυπο, όμως, για τις επιλογές του, όπως για τις βιντεοκασέτες και κάποια πράγματα που έπαιξε και που δεν ήταν αντάξια του. Μετά πάλι όταν έγινα κι εγώ γονιός κατάλαβα πως σημασία έχει να είσαι καλά εσύ με τον εαυτό σου και «δεν πα’ να…» οι υπόλοιποι. Κι ο Ηλίας το είχε αυτό το «δεν πα’ να»…Μπορεί να είχε μέσα του κάποιες πίκρες, αλλά γενικά ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όλα του τα δικαιολόγησα τώρα. Ελάχιστες φορές ήρθαμε σε κόντρα περί τέχνης και φιλοδοξιών, αλλά ξέρω πως αλληλοθαυμαζόμασταν. Οι παρατηρήσεις του γι’ αυτά που έκανα δεν ήταν «μπαμπάς προς παιδί», αλλά «επαγγελματία προς επαγγελματία». Το ένιωσα απ’ όταν έκανα τον Κρέοντα σε σχολική παράσταση της «Αντιγόνης» του Ανούιγ. Έπεσε το θέμα του τι θα έκανα στη ζωή μου. «Κάνε ότι θες» μου είπε, όχι επειδή βαριόταν, αλλά επειδή προφανώς κάτι είχε δει. Πήρα το ΟΚ πολύ νωρίς κι απ’ τους δυο γονείς μου για τις επιλογές μου.

Ο γιος σας σήμερα έχει έφεση στις τέχνες;

Ο γιος μου είναι στα 12 και δεν ασχολείται με τίποτα παρά μόνο με τη μπάλα. Η μπάλα, οι κολλητοί του και το play station είναι τα μόνα που τον εξιτάρουν. Έχει δείξει μουσικά και ζωγραφικά δείγματα, αλλά δυστυχώς δεν θα εκπληρωθούν οι επιθυμίες μου. Δικό μου θέμα είναι αυτό και όχι δικό του.

Και ποιες είναι οι δικές σας επιθυμίες για το παιδί σας;

Να βρει το κάλεσμα του και όχι αυτό που εγώ πιστεύω. Θα είμαι δίπλα του για να τον βοηθήσω κι αν είναι η μπάλα το κάλεσμα του, ας γίνει κι ας είναι ευτυχισμένος. Η πατρότητα, ωστόσο, άλλαξε και μένα σε σχέση με τον εαυτό μου. Μετακινήθηκα κι εγώ, προσπαθήσαμε να γίνουμε με την Ευσταθία καλύτεροι άνθρωποι για να γίνει ένα πλάσμα με τη σειρά του καλύτερος άνθρωπος. Δεν με νοιάζει τι θα γίνει ο γιος μου, αρκεί να είναι χαρούμενος και ένας καλός άνθρωπος με ουσία.

Καλύπτετε και τη δική σας ανάγκη ως παιδί χωρισμένων γονιών.

Φυσικά. Συνειδητοποίησα μέσω της ψυχοθεραπείας πως δεν είμαι ο γονιός μου κι αυτό μου πήρε χρόνια γιατί ήμουν αρνητικός, λόγω της μητέρας μου που ήταν ψυχαναλύτρια. Όταν είσαι νέος, κλωτσάς ακόμη και τα μέσα σου, αλλά έτσι είναι η νιότη, αυτή τη δουλειά κάνει.

Έχετε ζηλέψει ερμηνείες Ελλήνων συναδέλφων σας;

 Έχω στηθεί έξω από θέατρο για να πω του Γιώργου Χρυσοστόμου: «Ρε συ, πώς το έκανες αυτό; Chapeau»! Το λέω, δεν έχω θέμα, όμως το πρόβλημα είναι όταν πρέπει να πεις και το ανάποδο. Πρέπει να είσαι έξυπνος και να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή για να το πεις. Δεν είναι όλες οι στιγμές κατάλληλες και το θέμα του timing είναι σημαντικότατο στα πάντα.

Κλείνοντας, είστε απ’ τους ανθρώπους που πέφτουν για ύπνο με ήσυχη τη συνείδηση τους;

Εκτός από κάποιες παρατυπίες στην ερωτική μου ζωή, που μπορεί να πλήγωσα κάποιους ανθρώπους, ναι, την έχω ήσυχη τη συνείδηση μου. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο πολύ καθαρίζω εντός μου. Εάν δεν πάθει κάτι το μυαλό μου, θα είμαι έτοιμος ακόμη και στο νεκροκρέβατο να αλλάξω ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου.

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Λογοθέτη.

Εγώ σας ευχαριστώ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες. 

* Οι φωτογραφίες είναι του Γιάννη Παναγόπουλου/ EUROKINISSI

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο Docville με το Documento της Κυριακής 21 Ιουλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια: