Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Μαρία Φαραντούρη - Charles Lloyd - Λένα Πλάτωνος: Η ισχύς εν τη ενώσει

Είναι πολλές οι συνεντεύξεις που μου έχει δώσει η Μαρία Φαραντούρη, η εθνική μας τραγουδίστρια, την τελευταία εικοσαετία. Έχει βιώσει τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα εκ των έσω η Φαραντούρη, που δικαίως ο διεθνής Τύπος την έχει αναγορεύσει σε ένα ιστορικό πρόσωπο για τη χώρα μας εκτός από μία πολύ μεγάλη καλλιτέχνιδα. Τις ίδιες διθυραμβικές κριτικές εξακολουθεί να παίρνει και τα τελευταία χρόνια με αφορμή τη συνεργασία της με έναν σπουδαίο εκπρόσωπο της διεθνούς τζαζ σκηνής, τον Αμερικανό πνευστό μουσικό και συνθέτη Charles Lloyd.  Ο Lloyd που θα δώσει ακόμη μία μοναδική συναυλία στο Ηρώδειο, την Πέμπτη 18 Ιουλίου, με επίσημη καλεσμένη του τη Φαραντούρη και, μεταξύ άλλων, θα αποδώσει με τη μπάντα του και τέσσερις ολοκαίνουργιες συνθέσεις της Λένας Πλάτωνος σε ποίηση αρχαίων Ελληνίδων ποιητριών.

Πότε γνωρίσατε προσωπικά τον Τσαρλς Λόιντ;

Το 2002 σε μία περιοδεία μου στα πανεπιστήμια της Αμερικής, μεταξύ των οποίων κι αυτό της Σάντα Μπάρμπαρα, υπήρξε ένας ομογενής επιχειρηματίας, ο Τζίμι Αργυρόπουλος, που με δική του χορηγία είχε φτιαχτεί εκεί μία ελληνική έδρα. Τραγούδησε και η Μαριώ, θυμάμαι, αφού γινόταν και μια εκδήλωση για το ρεμπέτικο. Ο Αργυρόπουλος είπε του Τσαρλς Λόιντ, που έμενε εκεί και που ευτυχώς τον πετύχαμε, να έρθει να ακούσει τη «Φαραντούρη που τραγουδάει Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και την ελληνική μουσική». Έρχεται ο Λόιντ και μετά που μας είχε καλεσμένους ο Αργυρόπουλος στο σπίτι του, με υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό. Όντας βουδιστής κιόλας, έπεσε κάτω και μου φιλούσε τα πόδια. Ήξερα ότι ήταν στο κοινό, αφού ο Χένινγκ Σμιτ, ο Γερμανός μαέστρος της ορχήστρας μου, τον γνώριζε και με είχε προϊδεάσει: «Από κάτω, να ξέρεις, είναι ένας πολύ σπουδαίος μουσικός». Δάκρυζε που μ’ έβλεπε, είχαμε μια γνωριμία που θύμιζε ψυχική και πνευματική υπέρβαση. Η Ντόροθι, η γυναίκα του Λόιντ, μου εξήγησε πως όποτε γνωρίζει κάποιον και του κάνει εντύπωση, μπαίνει σε βαθιά υπαρξιακά θέματα. Ποιος ξέρει, μπορεί να του θύμισα τη γιαγιά του που ήταν Ινδή και τον πατέρα του, που ήταν Αφροαμερικανός. Σίγουρα κάτι του έκανε το αρχέγονο της φωνής μου, όπως θα δήλωνε σ’ όλους τους δημοσιογράφους. Ο Λόιντ με ενημέρωσε πως σκόπευε να έρθει τον επόμενο χρόνο στην Ελλάδα. Θα έπαιζε στο Λυκαβηττό και με κάλεσε να πω δύο τραγούδια μαζί του. Πράγματι, έτσι έγινε και τραγούδησα το «Βλέφαρο μου» του Κυπουργού και της Νικολακοπούλου και ένα δικό του, το «Blow, wind».

Ήταν η αρχή, όπως φαίνεται, για μία συνεργασία που κρατάει είκοσι χρόνια τώρα.

Αλληλογραφούσαμε με τη Ντόροθι και το 2007 τους φιλοξένησα στο εξοχικό μου σπίτι, όπου γνωριστήκαμε καλύτερα. Ακολούθησε συναυλία του στο «Παλλάς» κι εκεί είπα περισσότερα τραγούδια, ενώ λίγο μετά, στη Θεσσαλονίκη, έφερα στο συγκρότημα του και τον Σωκράτη Σινόπουλο. Τραγούδησα μακεδονίτικα, έχοντας μελετήσει πολύ τη Δόμνα Σαμίου, κι ο Λόιντ ενθουσιάστηκε. Το ένα έφερνε το άλλο, αφού κάναμε μια ακόμη συναυλία στη Γερμανία και γράφτηκαν διθυραμβικές κριτικές. Φτάνουμε στο 2010 και δίνουμε τη μεγάλη κοινή μας συναυλία στο Ηρώδειο.

Ο Τσαρλς Λόιντ μεσουρανούσε τη δεκαετία του 1960 στη τζαζ και τη ροκ σκηνή, τότε που εσείς ήσασταν στο εξωτερικό. Πως και δεν τον είχατε γνωρίσει ή ακούσει έστω;

Εγώ πάντα στο εξωτερικό, στον ελεύθερο χρόνο μου, παρακολουθούσα τζαζ και ροκ συναυλίες. Είδα τους Beatles, τους Rolling Stones, τη Νίνα Σιμόν, όπως και την Έλλα Φιτζέραλντ στο Παρίσι. Ήταν μια απ’ τις τελευταίες συναυλίες της συνοδεία ενός κιθαρίστα λίγο πριν πάθει τη γάγγραινα στο πόδι της. Ήμουν στο κοινό, δεν τους είχα γνωρίσει όλους αυτούς. Εξαιρούνται οι Beatles, αφού ο Αλέξης Μάδρας με πήγε στο στούντιο Apple και τους παίξαμε με τον Κυριάκο Σφέτσα, τον τότε πιανίστα μου, το «Κράτησα τη ζωή μου» και το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρο μου» του Θεοδωράκη. Ήταν ο Τζον Λένον, ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ και η Γιόκο Όνο. Βγάλαμε φωτογραφίες, τις οποίες ψάχνω μέχρι σήμερα, αφού τις έχει στο Λονδίνο ο γιος του Μάδρα. Δυστυχώς ήταν τόσο απανωτά τα βιώματα που δεν κρατούσα τίποτα και τότε έπρεπε να έχεις μονίμως ένα φωτογράφο μαζί σου. Για τον Λόιντ δεν είχα ακούσει, ίσως γιατί στο Μόναχο και το Βερολίνο κυρίως, πήγαινα στα τζαζ κλαμπ, αλλά μ’ ενδιέφερε περισσότερο το τραγούδι και όχι τόσο η αυτοσχεδιαστική μουσική. Επίσης ο Λόιντ δεν συνεργαζόταν με τραγουδίστριες, αλλά μόνο με μουσικούς.

Να που συνεργάστηκε τελικά με τραγουδίστρια και μάλιστα Ελληνίδα, όχι μόνο συναυλιακά, αλλά και δισκογραφικά.

Ισχύει. Η συναυλία του Ηρωδείου ηχογραφήθηκε από τον Μάνφρεντ Άιχερ της ECM και κυκλοφόρησε σ’ όλο τον κόσμο, κάτι που μας έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε κι εμείς σ’ όλο τον κόσμο κυριολεκτικά: Πήγαμε στην Αμερική, Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, στην Ευρώπη, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, αλλά και στην Αυστραλία. Ο Άιχερ είχε μεγάλη δύναμη ως δισκογραφικός παράγοντας κι έρχονταν όλοι οι διανοούμενοι στις συναυλίες μας. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, ο Λόιντ έφυγε από την ECM και επέστρεψε σε μια ιστορική δισκογραφική της Αμερικής που είχε κλείσει λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Δεν είστε πια 20 ή 30 ετών. Θέλω να πω δεν είναι κουραστικό να είστε συνέχεια μέσα σ’ ένα αεροπλάνο;

Τώρα δεν είναι στο βαθμό που ήταν όλο αυτό. Υπάρχει η κούραση, αλλά ισοσταθμίζεται από την παρέα, τη χημεία, την αίσθηση του ότι κάνεις κάτι απολύτως δημιουργικό, εφόσον κάθε φορά παίζουμε διαφορετικά πράγματα. Υπήρχαν στιγμές που έφευγα κι εγώ απ’ την κανονικότητα μου και αυτοσχεδίαζα με τους μουσικούς του κι αυτό τους άρεσε και μου το σχολίαζαν. Αυτοί εντυπωσιάστηκαν από την ελληνική παραδοσιακή μουσική, τα ποντιακά, τα ηπειρώτικα, όπως και τον Μίκη. Εμείς, π.χ., έχουμε συνδέσει το «Κράτησα τη ζωή μου» με την ποίηση του Σεφέρη, εκείνοι όμως έβλεπαν την καταγωγή του τραγουδιού σαν έναν σύγχρονο βυζαντινό ύμνο. Ταυτόχρονα μου δόθηκε η ευκαιρία να συμπράξω με τους μεγαλύτερους τζαζίστες του κόσμου, σαν τον Τζέισον Μοράν, αλλά και τον Λάρι Γκρεναδιέ, που θα έρθει τώρα στο Ηρώδειο.

Το θέμα είναι, βέβαια, αν η Φαραντούρη εντάσσεται στη μουσική του Τσαρλς Λόιντ και όχι ο Λόιντ στην ελληνική μουσική.

Τραγουδάω και δικές του συνθέσεις, όπως το «Requiem» που η Αγαθή Δημητρούκα έγραψε ελληνικούς στίχους. Έχοντας κάνει από νωρίς πολλούς μη θεοδωρακικούς δίσκους, με τραγούδια διαμαρτυρίας, μ’ αυτά του Μπρεχτ κλπ., είχα πολλές άλλες προτάσεις. Με τον Λόιντ συνέβη να αγαπηθούμε, δεν θα γινόταν να ψαχτώ εγώ με τέτοιους μουσικούς. Είχα την τύχη να έρθουν να μ’ ακούσουν, δεν αναζήτησα κανέναν στην Αμερική. Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που θα «χωνόμουν» κάπου για συνεργασία. Και γι’ αυτό τώρα πριν τελειώσουμε τη ζωή μας ή τη συνεργασία μας, σκέφτηκα να κάνουμε κάτι ακόμη με τον Τσαρλς. Και δεν είναι εύκολο, ξέρετε, την τρέχουσα περίοδο. Οικονομικά συχνά είναι ασύμφορο να έρχονται τόσο μεγάλες ορχήστρες στη χώρα μας.

Έχετε δίκιο. Στην πρόσφατη συναυλία της Anohni στο Ηρώδειο, σχολιάστηκαν έντονα οι τσουχτερές τιμές των εισιτηρίων.

Το άκουσα και γι’ άλλες συναυλίες αυτό. Θα πω μόνο ότι δεν είναι δική μου συναυλία για να το ελέγξω. Εγώ θα είμαι επίσημη προσκεκλημένη του Λόιντ και θα παίξουμε για μισή ώρα μαζί με τον Σινόπουλο.

Θα υπάρχει και κάτι πραγματικά καινούργιο που θ’ ακούσουμε σ’ αυτή τη συναυλία. Συνθέσεις της Λένας Πλάτωνος πάνω σε ποιητικά σπαράγματα αρχαίων Ελληνίδων ποιητριών.

Με τον Λόιντ συναντηθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στην Ιθάκη, στην εξοχική κατοικία του Τζίμι Αργυρόπουλος. Εκεί τους έβαλα και άκουσαν τα κομμάτια της Πλάτωνος, που τα είχαμε δουλέψει στο σπίτι της. Ενθουσιάστηκε τόσο, που την άλλη μέρα στον πρωινό καφέ μας, μου είπε το εξής: «Μου ‘’μίλησαν’’ τόσο μέσα μου αυτά τα τραγούδια, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Κάτι ανάλογο μου’χε πει και ο Λαζαρίδης ο πιανίστας όταν παίξαμε τη «Βεατρίκη στην οδό Μηδέν» του Μίκη. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Πρότεινα του Τσαρλς, αφού του άρεσαν τόσο, να τα εντάξουμε σε μια επόμενη συναυλία μας. Όταν δουλεύτηκαν κι άλλο τα κομμάτια με τη Λένα, του τα έστειλα και αποφασίσαμε ποια θα παιχτούν. Ανέκαθεν λειτουργούσα ως συνδετικός κρίκος μεταξύ μουσικών και ήταν κάτι που αγαπούσε πολύ σε μένα ο Μάνος Χατζιδάκις. Επιλέξαμε τέσσερις μελοποιημένες ποιήτριες από το έργο «Σιωπηλών σπαράγματα», αρχαία κείμενα σε νεοελληνική απόδοση του Θάνου Τσακνάκη. Το έργο παρουσιάστηκε στην Ελευσίνα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα σε σκηνοθεσία του Μαρμαρινού, αλλά και μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης με διακόσιους επίλεκτους προσκεκλημένους. Αυτό το ηχογράφημα άκουσε ο Τσαρλς και ενθουσιάστηκε.

Τα χρόνια της δικτατορίας προείχε ο αγώνας…

Όχι, προείχε να προβάλω την τέχνη μου, τους μεγάλους ποιητές και τη μουσική μας. Πάνω απ’ όλα ήταν η μουσική και η υπαρξιακή μου σχέση μαζί της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συσπειρώσει την παγκόσμια κοινότητα γύρω από το πρόβλημα της Ελλάδας. Ο κόσμος δεν ερχόταν στις συναυλίες μου για να πει «Κάτω η χούντα», αλλά για να ακούσει μουσική. Ο Σεφέρης και ο Ρίτσος ήταν ήδη μεταφρασμένοι σε Αγγλία και Γερμανία, οπότε ερχόταν όλη η πνευματική αφρόκρεμα σε κάθε χώρα. Στο Λονδίνο μας πλαισίωναν οι σημαντικότεροι ηθοποιοί του βρετανικού θεάτρου. 

Πάντως, δεν ήταν αμελητέα κι η απλή διαμαρτυρία εκείνη την περίοδο. Ο Ντίλαν και η Μπαέζ το ίδιο δεν έκαναν με τις αντιπολεμικές συναυλίες τους;

Βεβαίως, ειδικά η Μπαέζ που είχε τραγουδήσει και το «Άσμα Ασμάτων» του Μίκη. Κι αυτοί, όμως, την τέχνη τους και την ποίηση τους φανέρωναν πάνω απ’ όλα. Εμπνέονταν απ’ τα γεγονότα, ενώ εμείς το κάναμε αυτό μόνο με συγκεκριμένα έργα που μας έδινε ο Μίκης. Την εποχή της χούντας την εξέφρασε μόνο ένας κύκλος τραγουδιών του με το «Πάλης ξεκίνημα» και τον «Ωρωπό», γι’ αυτό και τον ονόμασε «Τα τραγούδια του Αγώνα». Εγώ πάλι τραγουδούσα Λόρκα, Νερούδα, όλους τους μεγάλους ποιητές. Ακόμη και σήμερα εντάσσω και τραγούδια του Χατζιδάκι στο ρεπερτόριο μου – πάντα μπαίνει ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης» ως τραγούδι – οικολογικό σύμβολο.

Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντικό το ελληνικό τραγούδι στο εξωτερικό;

Οι ξένοι μαγεύονται από την αρχαία ελληνική ιστορία, τη μυθολογία, τον Όμηρο. Οι συνθέτες μας βασίστηκαν στον αρχαίο μύθο για να φτιάξουν τον νέο μαζί με τους ποιητές, εκφράζοντας τις ανάγκες της εποχής τους. Η βαθιά του τέχνη έκανε γνωστό τον Θεοδωράκη και όχι η «επανάσταση». Ο Βολανάκης έδινε παραστάσεις στο Λονδίνο πάνω στην ελληνική ποίηση όταν πρωτοβγήκαμε έξω. Θυμάμαι τον Γιώργο Σκούρτη που έκανε απαγγελίες για τα προς το ζην και στο τέλος χόρευε κι ένα ωραίο ζεϊμπέκικο. Η ίδια περίοδος που με βρήκε ο Μάδρας και με πήγε στους Beatles. Απόδειξη του πόσο στέρεο ήταν αυτό που κάναμε είναι το ότι έχω φτάσει 76 ετών και ακόμη με καλούν να τραγουδήσω σ’ όλο τον κόσμο.

Οι τελευταίες Ευρωεκλογές έδωσαν ένα σαφές μήνυμα υπέρ της αποχής των πολιτών και της ακροδεξιάς. Ποια είναι η γνώμη σας;

Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Γίνονται τρομερές αλλαγές και βρισκόμαστε σε μεγάλη αβεβαιότητα, όχι μόνο λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών με τους πολέμους, αλλά και με τα δικά μας προβλήματα, την ακρίβεια και την έλλειψη θεσμών. Ζούμε σε μια παράλογη εποχή και δεν ξέρουμε που θα καθίσει η μπάλα. Δεν μπορεί να μην έχουμε Αντιπολίτευση, είναι σαφές και το λέει ο καθένας αυτό!

Προσδοκάτε σε μία συσπείρωση των προοδευτικών κεντροαριστερών δυνάμεων όπως έγινε στη Γαλλία;

Βεβαίως και μακάρι να το δούμε και εδώ. Δεν υπάρχει άλλη λύση! Με τα αρμόδια όργανα και μ’ έναν σωστό αρχηγό, που θα ψηφιστεί απ’ τη βάση. 

Το βρίσκετε εφικτό;

Μόνο αν το θελήσουν. Να βρεθεί ένας ισχυρός ηγέτης που να ξέρει πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Εγώ θα σεβαστώ την απόφαση της βάσης, αρκεί να συσπειρωθούν. Εδώ δεν πάει ποιος αρέσει σε μένα και ποιος αρέσει στον άλλον με την έννοια ενός ισορροπημένου αριστερού πολιτικού.

* Η συνέντευξη με τη Μαρία Φαραντούρη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της στην Εκάλη την Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια: