Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Νάντια Μουρούζη: «Είπα κάποια ''όχι'' που τα πλήρωσα στη συνέχεια»

Γυναίκα-αερικό που τεχνηέντως με χιούμορ κρύβει την έμφυτη μελαγχολία της. Ποτέ δεν έκανε λάβαρό της τη λέξη «καριέρα», όπως εξομολογείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Αυτή που υπήρξε μούσα του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον εμβληματικό «Μελισσοκόμο» του και συμπρωταγωνίστρια του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι! Στην πιο κρίσιμη καμπή της πορείας της τα βρόντηξε όλα και έφυγε στο Παρίσι. Με τον επαναπατρισμό της εμφανίστηκε σε σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης και έγινε ευρέως γνωστή. Τον ίδιο καιρό η σχέση της με τον ηθοποιό Δημήτρη Παπαμιχαήλ απασχόλησε όλα τα Μέσα. Δεν έχει θέμα να μιλάει μέχρι σήμερα για τον άνθρωπο αυτό, αφού κρατάει ισχυρές μνήμες. Η Νάντια Μουρούζη, το πιο όμορφο βλέμμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ετοιμάζεται να εμφανιστεί σε δύο θεατρικά έργα, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν και η αφορμή της δικής μας συνάντησής.

Διακρίνω μια μελαγχολία στο πρόσωπο σας παρά την καλή σας διάθεση. Είναι κάτι έμφυτο;

Είναι έμφυτο, ναι, από παιδί που ήμουν. Δεν ξέρω το λόγο, ξέρω όμως ότι δεν γίνεται επίτηδες. Υπήρξε καλό και κακό στη ζωή μου – κακό, γιατί οι άλλοι θεωρούσαν ότι δεν ήμουν επικοινωνιακή, δεν έκανα τη «χαριτωμένη».

Που γεννηθήκατε;

Στην Αθήνα, στο «Έλενα». Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν τριών ετών και ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε μετά. Μεγάλωσα με τη μάνα μου χωρίς να είναι απών ο πατέρας μου. Απόκτησα έναν ετεροθαλή αδερφό απ’ τη μεριά του μπαμπά. Καλλιτεχνική φύση ήταν η μάνα μου: Ζωγράφιζε, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής της έκανε διάφορα, π.χ. μάθαινε γιαπωνέζικα. Θείος της μάνας μου ήταν ο Γιώργος Πασσαλάρης, πολύ καλός βαρύτονος που έκανε καριέρα στην Αυστρία. Επειδή κι η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε, ο δεύτερος άνδρας της έπαιζε κόρνο στη Λυρική Σκηνή κι έτσι μ’ έπαιρνε και μένα μαζί της και είδα του κόσμου τις παραστάσεις. Απ’ την άλλη, επειδή ένιωθα και πολλή μοναξιά, μεταμφιεζόμουν στο σπίτι ως παιδούλα και έπαιζα ρόλους. Συμμετείχα σε σχολικές εκδηλώσεις, φαινόμουν από μικρή…

Η Νάντια Μουρούζη βρέφος στην αγκαλιά των γονιών της
Ότι θα σας απασχολούσε η τέχνη…

Ότι το είχα ανάγκη περισσότερο. Είναι, ειδικά όταν ξεκινάς στο θέατρο, σαν να λες «δεν μπορώ να ανασάνω αν δεν παίξω» ή «θα παίξω για να υπάρξω». Έτσι, με το που τελείωσα το σχολείο, έδωσα εξετάσεις και μπήκα κατευθείαν στο Θέατρο Τέχνης επί Κουν ακόμη. Δάσκαλοι μου ήταν ο Λαζάνης, ο Αρμένης και ο Κουγιουμτζής, αλλά και ο Κουν, που τον πρόλαβα σε πέντε σκηνοθεσίες του. Από σπουδάστρια έπαιξα στο Χορό σε τραγωδίες και κωμωδίες στην Επίδαυρο μέχρι που ο ίδιος ο Κουν μου έδωσε μεγάλο ρόλο στο «Θαμμένο παιδί» του Σαμ Σέπαρντ.

Σας προόριζε για «ενζενί» ο Κουν;

Όχι, θα έλεγα πως με προόριζε περισσότερο για «σουμπρέτα», δηλαδή «ενζενί κομίκ». Ήμουν «περσόνα», μου έδινε να παίξω χαρακτήρες γυναικών. Στο μεταξύ, πριν να πάω στου Κουν, ήμουν ένα μάλλον ανήσυχο κορίτσι, που με έλκυε οτιδήποτε «παράνομο». Έκανα διάφορες ήπιες «αλητείες», μη φανταστείτε όμως…«sex and drugs», όχι τέτοια πράγματα.

Πολιτική συνείδηση είχατε;

Βέβαια, με ενδιέφεραν πολύ τα κοινά. Από μικρή ανήκα στην ΚΝΕ, στην ΚΟΒΑ Παγκρατίου, αλλά μετά έφυγα και εντάχθηκα στον Ρήγα του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ήταν η πιο υγιής όψη της Αριστεράς για μένα και, ως γνωστόν, οι πιο καλοί αστοί ήταν οι Ρηγάδες.

Ας πάμε στον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Αυτός ήταν ένας μεγάλος σταθμός στη ζωή μου. Έψαχνε μια κοπέλα στο δικό μου στυλ και ήρθε και με είδε στο Τέχνης. Ο Μίμης Κουγιουμτζής του είχε μιλήσει για την ακρίβεια. Αμέσως μετά την παράσταση, μιλήσαμε και με πήρε. Λίγο μετά θα μάθαινα πως αρχική επιλογή του, όπως και των παραγωγών του, ήταν η Ζιλιέτ Μπινός. Έκαναν, λέει, ραντεβού στο Παρίσι, αλλά ο Θόδωρος τη βρήκε πολύ «μπουρζουά» για το ρόλο του περιπλανώμενου κοριτσιού.

Γνωρίζατε τις προηγούμενες ταινίες του;

Ο αδερφός της μάνας μου με είχε πάει να δούμε τον «Μεγαλέξανδρο». Μου είχε πει: «Έχει μεγάλη διάρκεια. Θα αντέξεις;», εγώ όμως μαγεύτηκα! Εκεί είπα μέσα μου «Τον ξέρω αυτόν», ένιωσα σαν ο δημιουργός να ήταν δικός μου άνθρωπος. Και μετά από κάποια χρόνια, έτσι έγινε! Πολύ δυνατή προσωπικότητα ο Αγγελόπουλος και παρόλο που δεν κάναμε στενή παρέα, τον συμβουλευόμουν σε διάφορες καταστάσεις στη ζωή μου. Όταν του ζητούσα τη γνώμη του για κάτι, μου απαντούσε: «Εγώ σκέφτομαι αλλιώς, εσύ σκέφτεσαι αλλιώς, αλλά είναι έτσι». Ναι μεν ήταν λίγο σκληρός και αυταρχικός στα γυρίσματα, όμως κάτω απ’ όλα αυτά υπήρχε μια αγάπη περίεργη μεταξύ του ιδίου και των συνεργατών του. Ένιωθες ότι ήταν δικός σου άνθρωπος κι έτσι πρέπει να’ναι και οι σχέσεις των καλλιτεχνών μεταξύ τους. Την ίδια αγάπη που είχε και ο Κουν για τα παιδιά του.

Παρότι ο Κουν ήταν επίσης ένας περίεργος άνθρωπος.

Ξέρω τι λέτε, αλλά εμένα δεν μ’ έπιασε καθόλου αυτό, αφού βρισκόταν λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Δεν θα υπήρχε κάποιο άμεσο ενδιαφέρον για μένα, φαντάζομαι. Αντιθέτως, ήταν πάρα πολύ καλός μαζί μου, με αποκαλούσε «ζουζουνίτσα» και εισέπραττα μια καλή ενέργεια. Ο Αγγελόπουλος, απ’ την άλλη, ήταν διαφορετικός στον τρόπο του με τους άλλους.

Η Νάντια Μουρούζη και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι δέχονται τις οδηγίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου στα γυρίσματα του «Μελισσοκόμου» (1986)
Είχατε μάθει αμέσως ότι θα παίζατε δίπλα στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι;

Ναι και, μάλιστα, μου είχε πει ο Θόδωρος: «Πως αισθάνεσαι που θα παίξεις δίπλα σ’ έναν ογκόλιθο;» Του απάντησα: «Ογκόλιθος εσείς, ογκόλιθος ο Μαστρογιάνι, θα πέσετε να με πλακώσετε». Και έτσι έγινε τελικά.

Τι ακριβώς εννοείτε;

Άρχισαν αμέσως σχεδόν οι ανταγωνισμοί και το φθηνό κουτσομπολιό. Αριστούργημα πέρασα με το συνάφι μου (γέλια). Δεν έχω να σας πω παράδειγμα, γιατί όλα αυτά γίνονται πισώπλατα συνήθως, όχι μπροστά σου. Εντάξει, Ελλάδα είμαστε, θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα τα πράγματα, τα οποία και έξω συμβαίνουν, αλλά πιο απαλά. Εδώ είναι πιο μικρό το χωριό…

Και έκαμψαν τον ενθουσιασμό σας;

Η αλήθεια είναι πως κατάφεραν να ρίξουν λίγο τον ενθουσιασμό μου, ισχύει. Τα ήξερε ο Αγγελόπουλος, αλλά δεν μάσαγε με κάτι τέτοια. «Ξέρω ποιοι τα λένε αυτά» μου απαντούσε, χωρίς να τους κάνει τη χάρη ν’ ασχοληθεί περαιτέρω. Όταν είσαι παιδί, όπως ήμουν εγώ τότε, δεν μπορούσες να φανταστείς ότι συνέβαινε όλο αυτό το πράγμα. Ξέρετε κάτι; Τα είδα και αργότερα αυτά με τις διάφορες κλίκες. Αν δεν ανήκεις εκεί, θα σου βγάλουν το λάδι, κάτι που ισχύει για όλες τις δουλειές.

Τι μνήμες κρατάτε απ’ τον Μαστρογιάνι;

Ήταν ένας πολύ γλυκός, ευγενής και χαριτωμένος άνθρωπος. Εισέπραττα τη γοητεία που εξέπεμπε, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του. Δεν μπορούσες να τον μυθοποιήσεις, καθώς ήταν άνετος και έκανε πολύ χιούμορ. Έκανε πολύ αστεία σχόλια στα γυρίσματα. «Τώρα ο Αγγελόπουλος ‘’pensa’’» έλεγε, δηλαδή «ο Αγγελόπουλος σκέφτεται, στοχάζεται τώρα». Συνέβησαν και πολλές αστείες φάσεις.

Πείτε μου μία.

Ο Αγγελόπουλος με ήθελε αδύνατη κι εγώ δεν έτρωγα, έκοβα τη ντομάτα στα τέσσερα. «Δεν σε θέλω στην ταινία μου με χαλάρωση τριαντάρας» μου είχε πει. Γυρίζω ανάποδα το πιάτο, φεύγω τρέχοντας και πάω και κρύβομαι στο δωμάτιο του Αχιλλέα Χαρίτου. Εξαφανίστηκα και με έψαχναν. Μετά, όταν κατέβηκα πάλι στη ρεσεψιόν, τον είδα να «ψέλνει» τον Μαστρογιάνι επειδή κι αυτός έτρωγε. «Δεν φταις εσύ» μου έκανε ο Θόδωρος για να με ηρεμήσει, «αυτόν εδώ κοίτα τον πώς τρώει και πώς έχει γίνει» (γέλια). Έτσι, κάναμε μια μικρή κολεγιά με τον Μαστρογιάνι αναφορικά με τον Αγγελόπουλο και διασκεδάζαμε τη συνεργασία μας. Δεν κρατήσαμε επαφές με τον Μαστρογιάνι, άλλη μια φορά τον είδα μετά την ταινία, χαιρετηθήκαμε, ως εκεί. Τι επαφές να κρατούσε ένα 20άχρονο κορίτσι μ’ έναν άνθρωπο 65 ετών τότε;

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και η Νάντια Μουρούζη στα γυρίσματα του «Μελισσοκόμου» (1986)
Είχατε διαίσθηση ως προς την καλλιτεχνική επιτυχία του «Μελισσοκόμου»;

Δεν θέλω να χρησιμοποιώ βαρύγδουπες εκφράσεις, όμως για μένα είχα διαβλέψει ότι ήταν κάτι καρμικό. Έχει να κάνει μ’ αυτό που έλεγα πριν, ο Θόδωρος ήταν η ψυχή μου. Από την πρώτη ταινία του που είχα δει, η Ελλάδα του Θόδωρου ήταν η ψυχή μου. Δεν εννοώ για το πως ήμουν εγώ μες στην ταινία ή το πώς είχε βγει ο «Μελισσοκόμος» σαν αποτέλεσμα. Μιλάω για όλη αυτή τη συνθήκη, το σύμπαν που έφερε ο Αγγελόπουλος. Με συγκλόνισε το ότι έπρεπε να συναντηθώ μ’ αυτόν τον καλλιτέχνη, κάτι που επιτεύχθηκε. Είναι πολύ έντονα σημεία αναφοράς αυτά στη ζωή του καθενός.

Υπήρξε φόβος να την «ψωνίσετε» εκείνη την περίοδο; Δεν ήταν μικρό πράγμα να παίζεις με τον Μαστρογιάνι και να σε σκηνοθετεί ο Αγγελόπουλος.

Όχι, δεν ήμουν τέτοιος χαρακτήρας. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι ήμουν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είμαι. Ποτέ δεν είπα «Ααα, τώρα άνοιξαν οι ουρανοί».

Οι «ουρανοί» μπορεί να μην άνοιξαν, σίγουρα όμως κάποιες πόρτες άνοιξαν.

Κάποιες πόρτες άνοιξαν. Είχα πολλές προτάσεις από άτομα που ακόμη είναι στην εξουσία, στα πράγματα εννοώ. Δεν έπαθα κάτι, είπα απλά κάποια «όχι», που τα πλήρωσα στη συνέχεια.

Ποια ήταν τα κριτήρια σας για να αποδεχτείτε μια πρόταση;

Ο άνθρωπος που μου το έλεγε και το που θα έμπαινα κάθε φορά. Θα μπορούσα να ανήκα σ’ ένα σύστημα, που δεν μπήκα ποτέ. Ήθελα την περιπλάνηση, την ελευθερία μου.

Λογικό στην ηλικία που ήσασταν.

Ναι, παρόλο που ήταν πολύ εύκολο να μπω σε καλούπια. Ούτε μετάνιωσα για τα «όχι» μου, αφού ήταν σοβαρά και έτσι μου έλεγε η ψυχή μου (σ.σ. λέει έναν στίχο της Εντίθ Πιάφ στα γαλλικά).

Ποια η σχέση σας με τη γαλλική κουλτούρα;

Όταν εδώ έσπασαν τα νεύρα μου, πήγα στη Γαλλία εν έτει 1986. Ξαφνικά πήγα σε μια χώρα, απ’ όπου είχε περάσει και ο Θόδωρος. Σαν να ακολούθησα το δρόμο του κι εγώ. Δεν μιλούσα πολύ καλά γαλλικά, αλλά τα έμαθα εκεί. Αργότερα, πάλι σε μια κομβική φάση της ζωής μου, ξανάφυγα για Γαλλία και τότε γνώρισα τον σύζυγο μου. Αισθανόμουν μια ασφάλεια στη Γαλλία, αφού εκεί ζούσε ο Μαρί Καρμίτς, ένας απ’ τους συμπαραγωγούς του «Μελισσοκόμου». Πέρασα από κάποιες συνεντεύξεις εκεί, έκλεισα και για μια ταινία στην Ελβετία.

Φύγατε, απ’ ότι κατάλαβα, για μια διεθνή καριέρα.

Όχι ακριβώς. Πήγα γιατί έπρεπε να πάω, κάτι μου έλεγε μέσα μου πως η Γαλλία είναι ένα σπίτι για μένα. Την πρώτη φορά έμεινα τρία χρόνια και τη δεύτερη, δέκα. Έφυγα στο εξωτερικό πάνω στο πικ μου στη χώρα μου.

Νάντια Μουρούζη - Μπόσκο, Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025 (φωτογραφία: Μιχάλης Καραγιάννης)
Δεν είναι λίγο αυτοκαταστροφικό;

Σίγουρα είναι. Δεν με ενδιέφερε, όμως, δεν είχα αλαζονεία, έλεγα απλά «Πάμε για άλλα». Ούσα ηθοποιός, ποτέ δεν είχα στη ζωή μου λάβαρο τη λέξη «καριέρα». Καθόλου, όμως! Μ’ ενδιέφερε να δουλεύω με ανθρώπους που μου βγάζουν τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μου. Με τον Θόδωρο, εκτός από τον «Μελισσοκόμο», είχα ρολάκια σε άλλες τρεις ταινίες του. Θυμάμαι μια σκηνή βαλς στο «Βλέμμα του Οδυσσέα», εκεί να δείτε τι είχα πάθει (γέλια). Σ’ ένα τεράστιο μονοπλάνο, με έπιασε νευρικό γέλιο, τόσο που είπα μέσα μου: «Πάει τώρα, εγώ τελείωσα, θα με αποκεφαλίσει»! Μα δεν είναι καλό να γελάς πολύ σ’ ένα μεγάλο ατμοσφαιρικό μονοπλάνο. Τη γλίτωσα, γιατί ήταν τόσο γενικό το πλάνο, που δεν φάνηκε τίποτα.

Φαντάζομαι τι γέλια θα κάνατε τότε και στις «Γυναίκες δηλητήριο» του Νίκου Ζερβού, σταθερού πολέμιου του Αγγελόπουλου.

Μόνο του Αγγελόπουλου; Και μένα μ’ έβριζε (γέλια). Πείστηκα, όμως, και έπαιξα στην ταινία του. Τον αγαπώ τον Νίκο, στο βάθος είναι ένας καλός άνθρωπος.

Γυρνώντας από Γαλλία την πρώτη φορά, μπήκατε για τα καλά στην ιδιωτική τηλεόραση.

Έκανα στο MEGA την εκπομπή «MEGA HIT», παρουσίαζα τραγούδια, από τα οποία δεν καταλάβαινα τίποτα. Ακολούθησαν οι σαπουνόπερες «Η Δίψα», μετά η «Λάμψη» και αργότερα το «Καλημέρα ζωή».

Τότε δεν ήταν όπως σήμερα, που όλο το καλό θέατρο έχει μετακομίσει στην τηλεόραση. Ήταν άνετη η μετάβαση από τον Αγγελόπουλο στον Φώσκολο; Θυμάστε, πιστεύω, την απαξίωση των «κουλτουριάρηδων» για τη «Λάμψη» που χάλαγε κόσμο.

Μα και ο Θόδωρος κάποια στιγμή μου είπε κάπως υποτιμητικά: «Όλο τηλεόραση κάνεις, τρέχεις από δω κι από κει». Και τι να έκανα; Δεν πρέπει να ζήσουν και οι ηθοποιοί στην τελική;

Άρα δεν υπήρχε το στεγανό «κινηματογράφος εναντίον τηλεόρασης» ή το αντίστροφο.

Όχι, όχι, τι θα πει είναι ή δεν είναι «κουλτουριάρης» ένας ηθοποιός; Επάγγελμα είναι κι εγώ προσπαθώ να το κάνω όσο πιο έντιμα. Εντάξει, βιντεοκασέτες δεν έκανα, ήταν λίγο πιο «βήτα», χωρίς να σημαίνει ότι δεν έκαναν καλά αυτοί που τις έκαναν. Δεν έπαθε τίποτα η καριέρα τους. Να πούμε όμως και ότι από τότε, με το που ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση, πολλοί μεγάλοι ηθοποιοί παρακάλαγαν για να έμπαιναν σε σήριαλ. Κι αν εγώ άρχισα τηλεόραση με μια μουσική εκπομπή, ήταν για πολύ λίγο, αφού δεν ήμουν καλή, δεν καταλάβαινα αυτά που έλεγα. Ούτε τα τραγούδια εκείνα άκουγα, ούτε τίποτα. Η Μάγκυ Χαραλαμπίδου, ας πούμε, που νομίζω πως ήταν DJ, ήταν πιο ειδική, δεν είχαμε μάλλον καμία σχέση.

Τουλάχιστον θα είχατε λύσει το θέμα του βιοπορισμού.

Ναι, αν και κράτησε πολύ λίγο, όπως σας είπα. Την πρώτη πρόταση για τη «Δίψα» την είχα απορρίψει, μετά πήγα όμως. Κάπου εκεί έκανα και με τον Μανουσάκη το «Φάκελος Αμαζών» στον ΑΝΤ1. Σημειωτέον, μετά τον Αγγελόπουλο είχα κάνει μόνο θέατρο, τον «Έμπορο της Βενετίας» με τον Βολανάκη, έφυγα όμως στη Γαλλία, που σας έλεγα, και αντικαταστάθηκα. Στη «Λάμψη» πέρασα καλά, ο Φώσκολος ήταν ωραίος άνθρωπος και αγαπούσε τους ηθοποιούς. Δεν ξέχναγε ποτέ, έδινε δουλειά σε παλιούς ηθοποιούς. Δεν συμφωνούσα με όλα βέβαια, όπως με την προχειρότητα, με την οποία μας παρέδιδαν τα σενάρια. Δεν υπήρχε και το ίντερνετ τότε, έπρεπε να πας στο κανάλι, να πάρεις το σενάριο της επόμενης μέρας και να γυρίσεις πίσω. Άπειρα χιλιόμετρα! Μενίδι, Σπάτα, κέντρο, πήγαινε – έλα, μεγάλη ταλαιπωρία. Η δυσκολία ήταν το να προλάβεις να μάθεις.

Μαίρη Χρονοπούλου - Νάντια Μουρούζη
Τι εισπράξατε από τη συμμετοχή σας σε μια καθημερινή σαπουνόπερα;

Τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Δεν το είχα ξαναζήσει με καμία δουλειά! Με σταματούσαν στο δρόμο κι εγώ προσπαθούσα να έχω συστολή ή μπορεί να έκρυβα και τη βαρεμάρα μου έτσι, σε στυλ «Άσε με ήσυχη τώρα». Σε σταματούσαν και σου έλεγαν «Είστε πιο αδύνατη από κοντά» κι εσύ τους απαντούσες «Ναι, η τηλεόραση προσθέτει άλλα πέντε κιλά» (γέλια).

Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ πότε μπήκε στη ζωή σας;

Ήμουν η τελευταία σχέση του. Από το ’90 κάτι και μετά, τον συναντούσα επί τέσσερα – πέντε χρόνια στον ίδιο τόπο διακοπών. Χώρια απ’ αυτά που λέγονται, πιστεύω πως ήταν ένας ιδιαίτερα αξιόλογος άνθρωπος. Και πολύ ευαίσθητος.

Τον γνωρίσατε μάλλον σε μια παρακμιακή περίοδο του βίου του.

Ήταν κάπως έτσι, ισχύει. Είχε αυτές τις σκέψεις μ’ ένα παράπονο για όλους: «Αυτοί που μου κάνανε το ένα και τ’ άλλο» συνήθιζε να λέει…Περάσαμε καλά μαζί, όμως, αφού μέσα σ’ όλα αυτά, είχε και πάρα πολύ χιούμορ.

Κι εσείς έχετε χιούμορ.

Ναι, έχω, είναι ένα στοιχείο που εκτιμώ πολύ και στους άλλους. Με τον Δημήτρη πολύ στενά ζήσαμε για τρία – τέσσερα χρόνια χωρίς να παντρευτούμε. Του είχα σταθεί ύστερα από εγχειρήσεις που είχε κάνει. Μη φανταστείτε ότι αναπολούσε ιδιαιτέρως το παρελθόν του, δεν θα τον άκουγες να έλεγε «Αχ να ήμουν σαν τότε». Κι αν ακόμη μοιραζόταν ιστορίες από τον παλιό κινηματογράφο, τις περνούσε μέσα από ένα πρίσμα καυστικού χιούμορ.

Ούσα δίπλα του, βλέπατε να έρχεται το βιολογικό τέλος;

Το έβλεπα, αλλά δεν έπαιρνε κι από λόγια. Του έλεγες «Μην το κάνεις αυτό» και απαντούσε «Εγώ ξέρω καλύτερα»…Και για τη σχέση του με την Αλίκη μπορεί να μην έλεγε άσχημα πράγματα, αλλά πάλι ήταν λίγο βιτριολικός. Πρόσφατα φτιάχτηκε το «Καμαρίνι του Δημήτρη» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Έδωσα όσα θεατρικά αντικείμενα είχα δικά του, ύστερα από πρωτοβουλία του Παναγιώτη Φύτρα από το Κανάλι 1 του Πειραιά. Έδωσαν και από το ΚΘΒΕ ένα πολύ ωραίο κοστούμι του – αυτό που φόραγε σ’ ένα έργο με τη Μελίνα Μερκούρη – κι έτσι στήθηκε το καμαρίνι του.

Δημήτρης Παπαμιχαήλ - Νάντια Μουρούζη
Και τη Μελίνα, μέσω Παπαμιχαήλ, τη γνωρίσατε;

Όχι, καμία σχέση. Την πρωτογνώρισα όταν είχε έρθει στο Φεστιβάλ Βενετίας για να στηρίξει την ταινία του Αγγελόπουλου. Επίσης, το ’86 φόρτωσε σ’ ένα στρατιωτικό αεροπλάνο πάρα πολλούς ηθοποιούς – και μένα μαζί – για να συμπαρασταθούμε στους σεισμοπαθείς της Καλαμάτας. Μου άρεσε πάρα πολύ η Μελίνα! «Αγάπη μου, ζήτα μου ότι θες» μου έλεγε, αλλά τι να ζητήσεις, μωρέ, όταν ήσουν 20 χρονών; Καμιά θέση; Πάντως εκείνη το έλεγε και μέχρι σήμερα θεωρώ πως ήταν πολύ πιο μπροστά απ’ τους άλλους. Παρέα έκανα επίσης με τη Δέσπω Διαμαντίδου, την κολλητή της Μελίνας και πρώτο δεσμό του Παπαμιχαήλ. «Τι είχαν πάθει όλοι με τη Δέσπω;» αναρωτιόταν ο Δημήτρης, τότε που η Δέσπω ήταν 37 χρονών και μια κούκλα με το δικό της τύπο. Αυτή κι αν είχε χιούμορ! «Καλά, αυτός βλέπει μια ωραία νοσοκόμα! Αυτή μπορείς να μου πεις τι βλέπει;» μου έλεγε για κάποιον και γελούσαμε. Ωραίο μυαλό! Χαίρομαι που την έζησα συγκριτικά με τη Μελίνα, που απλά την είχα γνωρίσει. Η Δέσπω αποκαλούσε «νινί» τον Δημήτρη κι έτσι τον λέγαμε όλοι τα επόμενα χρόνια. Τον αγαπούσε πολύ τον Δημήτρη…Όταν πέθαινε η Δέσπω, είπε στη Φρόσω, τη γυναίκα που τη φρόντιζε: «Δεν έχω μανούλα, δεν έχω πατερούλη, κι αυτός ο Παπαμιχαήλ δεν με παίρνει τηλέφωνο»…

Τις κουβαλάτε έντονα μέσα σας τις απώλειες;

Πάρα πολύ…Πρώτα απ’ όλα της μάνας μου, που έφυγε από καρδιά σχετικά νέα, το 2014. Μου κόστισε πολύ. Ο πατέρας μου πέθανε πρόπερσι σε πολύ μεγάλη ηλικία, πλήρης ημερών. Κάπου εκεί είπα μέσα μου: «Δεν σε παίρνει άλλο. Γίνε ένα μ’ αυτούς τους ανθρώπους μεσ’ στην ψυχή σου και συνέχισε». Δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα άλλο. Μοιραία έζησα πολλές απώλειες. Τον Χατζιδάκι, ας πούμε, που δεν ανήκα στην παρέα του, αλλά έτυχε να τον γνωρίσω στο «Πάρτι» στο Παγκράτι και να διαπιστώσω πόσο ευγενής ήταν, με πείραξε επίσης η απώλεια του. Πέρασαν πολλές προσωπικότητες από τη ζωή μου, από τα μάτια μου και την καθημερινότητα μου. Μεγάλη απώλεια ήταν και ο χαμός του φίλου και συμμαθητή μου, του ηθοποιού Αριστοτέλη Αποσκίτη, που πέθανε λίγο πάνω από τα 60 του. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος.


Ο ηθοποιός Αριστοτέλης Αποσκίτης και η μητέρα της Νάντιας Μουρούζη - δύο από τις μεγαλύτερες απώλειες της ζωής της
Και πως σας φαίνεται το σήμερα, το τώρα, συγκριτικά με το τότε;

Δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Δεν αναπολώ τα παλιά, αλλά κακά τα ψέματα, υπήρχαν άλλες ποιότητες. Τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία χάλια είναι. Δεν είναι πια το χαρούμενο Παρίσι που γνώρισα, αλλά μία μελαγχολική πόλη.

Κάθε εποχή δεν έχει τις δικές της ποιότητες;

Ναι, αλλά ελπίζω η επόμενη εποχή να φέρει ακόμη καλύτερα πράγματα. Το 2013 μου συνέβη κάτι πολύ άσχημο στην καλλιτεχνική μου πορεία. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ, δεν ήρθε ακόμη η στιγμή. Ένα χρόνο μετά πέθανε η μάνα μου κι εκεί είπα «Γεια σας», τα μάζεψα και ξανάφυγα στη Γαλλία. Η Ήρα Φελουκατζή, η δημοσιογράφος, που ήταν πολύ φίλη μου, με πήγε ένα βράδυ από μια ποιητική εκδήλωση κι εκεί γνώρισα τον σύζυγο μου, τον ποιητή Νίκο Λυμπέρη. Παντρευτήκαμε το 2015, έχουμε κλείσει δηλαδή δέκα χρόνια γάμου, οπότε πήρε μια νέα τροπή η ζωή μου. Παράλληλα, έκανα στη Σορβόννη το μάστερ μου πάνω στην παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το σενάριο, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου, που πάντα τις ήθελα. Ο Νίκος ήταν χωρισμένος, έχει τρία παιδιά Γαλλόπουλα και τέσσερα εγγονάκια πλέον, αλλά είναι μποέμ τύπος και καθόλου αυτό που λέμε «σύζυγος style». Εννοείται πως δεν είχα ξεκόψει από τα καλλιτεχνικά πράγματα στην Ελλάδα κι έτσι οι τελευταίες δυόμισι συνεργασίες μου έγιναν με τη Ρούλα Πατεράκη. Την αγαπώ πολύ, επίσης είναι ένας σταθμός στη ζωή μου. Δεν βαριέμαι ποτέ μαζί της! 

Ετοιμάζετε και δύο παραστάσεις αυτόν τον καιρό, είναι και η αιτία της συνάντησης μας.

Ο Ανδρέας Στάικος, που είναι πολύ φίλος μου, μου έχει δώσει ένα έργο που θα παιχτεί με το ΚΘΒΕ. Και με τον Στράτο Τζώρτζογλου θα βγούμε σε περιοδεία με τον «Ήχο του όπλου», που το είχαμε παρουσιάσει ως αναλόγιο στο «BOOZ». Στις 17 Σεπτεμβρίου έχουμε την πρεμιέρα με τον Στάικο στη Θεσσαλονίκη και παλεύω να βρω χρόνο να δουλέψω και τα δύο έργα.

Παλιά μαθαίνατε ευκολότερα τα κείμενα;

Νομίζω ναι, λόγω όρεξης περισσότερο. Και τώρα μαθαίνω, αλλά δεν είμαι καθόλου της τελευταίας στιγμής κι αυτό είναι το μαρτύριο μου. Συμμετείχα προ ημερών στην επιτροπή ενός φεστιβάλ στην Κόρινθο και δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο. Ήμουν όλη μέρα μέσα με το air condition και μάθαινα λόγια. Το έργο του Στάικου λέγεται «Η Λέλα και η Λέλα» και θα παίζω εγώ με μια άλλη συνάδελφο, την Εμμανουέλα Κοντογιώργου, συν μία χορεύτρια. Υπαρξιακή κωμωδία για τη σχέση εξουσίας μεταξύ δύο γυναικών. Το είχε ανεβάσει πάλι το έργο στο «Κακογιάννης» κι εκεί το είχα δει κι εγώ.

Τώρα που αναφέρατε το όνομα του, αναρωτιέμαι αν συναντήθηκαν ποτέ οι δρόμοι σας με τον Μιχάλη Κακογιάννη.

Είχαμε γνωριστεί κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη. Στην ταινία του «Πάνω, κάτω και πλαγίως», μάλιστα, είχε παίξει κι η μάνα μου. Έκανε μια τύπισσα που έβγαινε κι έλεγε «Δεκατρείς του Νοέμβρη, αποφράς μέρα» (γέλια). Τρελοκομείο η μάνα μου, όπου γάμος και χαρά, μέσα ήτανε. Ο Τζώρτζογλου πάλι σκοπεύει να παίξουμε πάλι τον «Ήχο του όπλου» κανονικά στην Αθήνα και μετά να βγούμε σε τουρνέ. Με τον Στράτο μας συνδέουν πολλά. Είμαστε ίδια γενιά και με κάπως κοινή πορεία: Απ’ τον Κουν ξεκίνησε κι αυτός, με τον Αγγελόπουλο δούλεψε μετά, ενώ λουστήκαμε και τα ίδια από ταλαιπωρία στο χώρο μας. Ξέρετε, όταν είσαι νέος και ξεχωρίζεις, αρχίζει κι ο πόλεμος. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το μένος, αφού εγώ ακόμη χαίρομαι που βγαίνουν νέα παιδιά στο θέατρο.

Η Νάντια Μουρούζη και ο ποιητής Νίκος Λυμπέρης την ημέρα του γάμου τους στο Παρίσι (2015)
Είστε ευχαριστημένη από τη ζωή σας;

Θα μπορούσα και λίγο καλύτερα.

Σε ποιο επίπεδο;

Στα πάντα. Θέλει μια προσπάθεια να λες πως κι αυτή η μέρα θα πάει καλά και θα είμαι χαρούμενη δόξα τω θεώ.

Έχετε θρησκευτικές πεποιθήσεις;

Είχα ανέκαθεν, αλλά τώρα περισσότερο. Δεν συνέβη κάτι, ήρθε με τα χρόνια. Θα ήθελα να είμαι πιο καλή χριστιανή με την έννοια της προσφοράς, ότι μπορώ να δίνω δηλαδή και όχι μόνο υλικό, αλλά και ψυχικό. Με μαγεύει η αίσθηση της εκκλησιαστικής λειτουργίας, έχει μία ουσία.

Εμένα με εντυπωσίασε ο αγώνας που δίνετε κάθε μέρα που ξημερώνει.

Μα, δεν θέλει αγώνα η εποχή που ζούμε; Βλέπετε να είναι τίποτα χαρισμένο; Δεν καταβάλλομαι, ωστόσο, αφού δεν προσπαθώ και ιδιαιτέρως και σε γενικές γραμμές πιστεύω πως, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, αξίζει να’σαι ένας χρήσιμος άνθρωπος. Το θεωρώ ανάγκη μου.

Και την ευτυχία που τη βρίσκετε;

Στο να επικοινωνώ με ανθρώπους που αγαπάω. Και στο χιούμορ! Θα σας πω μια αστεία ιστορία με τον Μίμη Κουγιουμτζή, που ήταν η πρώτη μεγάλη σχέση μου για τρία χρόνια. Παίζαμε το «Ερωτικό γαϊτανάκι» του Σνίτσλερ και λίγο πριν βγω στη σκηνή, μου κάνει: «Πως πάχυνες έτσι, μωρή χοντρή;» Του κάνω «Ρε άντε παράτα μας», αλλά την ώρα που βγαίνω, άνοιξε το ζωνάκι που φορούσα. Μας έπιασε νευρικό γέλιο για κάνα τέταρτο, δεν θυμάμαι πως καταφέραμε να βγάλουμε τη σκηνή.

Καθόλου θυμό έχετε μέσα σας;

Λίγο, ναι… Τον κρατάω μέσα μου για μένα, όμως. Από παιδί τον έκρυβα.

Ξέρω ότι επρόκειτο να συνεργαστείτε και με τον Ελία Καζάν, εκείνη η ταινία όμως δεν γυρίστηκε ποτέ.

Ο Καζάν είχε έρθει στην Ελλάδα και με είδε στον «Μελισσοκόμο». Ζήτησε να με γνωρίσει. Νομίζω πως θα τον βοηθούσε ο Παντελής Βούλγαρης στη συγκεκριμένη ταινία, γιατί ο ίδιος ήταν πια μεγάλος. Ωστόσο, αν και πάνω από 80, δεν θα τον έκανες πάνω από 60. Ακμαίος! Κάναμε μια πρόβα στο «Μεγάλη Βρετάνια» και τον θυμάμαι που κατέβαζε κάτι μεγάλες κουρτίνες. Εννοείται πως η Μελίνα δεν τον βοηθούσε καθόλου, λόγω της περίφημης λίστας Μακάρθι που ήταν και ο Ντασέν μέσα. Κάποια στιγμή του είπα κάτι σχετικό και εκνευρίστηκε! «Εγώ δεν απολογούμαι» μου είπε! Τελικά δε βρήκε λεφτά και δεν έγινε η ταινία, στην οποία εγώ θα έκανα τη μικρή αδερφή του Νίκολας Κέιτζ. Θα έπαιζε και ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Τον συνάντησα στο Παρίσι άλλη μία φορά στο σπίτι ενός παραγωγού του.

Κυρία Μουρούζη, σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτή τη συζήτηση.

Δικές μου όλες οι ευχαριστίες! 

Νάντια Μουρούζη - Μπόσκο (φωτογραφία: Μιχάλης Καραγιάννης)
* Η συνέντευξη με τη Νάντια Μουρούζη πραγματοποιήθηκε στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας την Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

** Πρώτη δημοσίευση: Documento (ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: