Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Marianne Faithfull: «Να είστε προσεκτικός με το φλυτζάνι αυτό. Είναι των προγόνων μου κι έχει γλιτώσει από δύο παγκόσμιους πολέμους»

 

Θυμάμαι την Χριστιάννα Φινέ, τη φίλη μου την Πειραιώτισσα, που το 2016 δούλευε στη δισκογραφική Feelgood, την εταιρεία που είχε αναλάβει την ελληνική διανομή του τελευταίου τότε δίσκου της Marianne Faithfull. Μου είχε στείλει ένα email που μου έλεγε πως η Faithfull θα έδινε συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι της στο Παρίσι. Της απάντησα αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη: «Κλείσε μου ένα ραντεβού μαζί της. Φεύγω για Παρίσι». Πραγματικά, σε λίγες μέρες η Φινέ μου έστειλε τη διεύθυνση της Faithfull, έναν αριθμό τηλεφώνου της, τον κωδικό που άνοιγε η είσοδος της πολυκατοικίας της μαζί με την πληροφορία ότι θα με δεχόταν μόνο για μία ώρα μάξιμουμ. Τηλεφώνησα στον καλό μου φίλο, Γιάννη Παπαπαναγιώτου, παραγωγό καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, ο οποίος μένει μόνιμα στο Λονδίνο και ήξερα πόσο αγαπούσε τη Faithfull. «Θα πάμε παρέα στο σπίτι της Marianne» του είπα. «Θα συναντηθούμε στο Παρίσι, εγώ θα έρθω από Αθήνα κι εσύ από Λονδίνο». Ο Γιάννης τρελαμένος από τη χαρά του, δέχτηκε αμέσως. Τον ήθελα για διερμηνέα, καθώς δεν θα μπορούσα να κάνω μια κουβέντα σε βάθος με έναν ξένο καλλιτέχνη. Όλα αυτά γίνονταν μεταξύ 15 και 16 Οκτωβρίου του 2016. Η άλλη καλή φίλη, η κιθαρίστρια και συνθέτρια Κατερίνα Φωτεινάκη, μας παραχώρησε με τον Γιάννη για όσο θα μέναμε στο Παρίσι ένα μικρό διαμερισματάκι στη Μονμάρτη. Θυμάμαι την αγωνία που είχα την ημέρα του ραντεβού. Θα ήταν η δεύτερη φορά που θα συναντούσα από κοντά τη Faithfull τέσσερα χρόνια μετά από τη συναυλία της στο αρχαίο στάδιο της Ρόδου. Θα με θυμόταν άραγε; Θα ήταν τόσο καλή μαζί μου όσο και το 2011, όταν τα'χαμε ξαναπεί τετ α τετ στη σουίτα του ξενοδοχείου της στο ελληνικό νησί; Κάτσαμε στο καφέ του μουσείου του Λούβρου για έναν καφέ στα γρήγορα, αφού το σπίτι της Faithfull απείχε από κει δέκα λεπτά με το ταξί. Τη συνέντευξη που την έδωσα στη LIFO, το μέσο που έγραφα τότε, κάθισα και την απομαγνητοφώνησα ενθουσιασμένος το βράδυ της ίδιας μέρας. Δεν θα ξεχάσω το σχόλιο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου όταν του την έστειλα και τη διάβασε πριν δημοσιευθεί. Του είχε αρέσει πολύ, καθώς ήταν - έλεγε - συνέντευξη στην κόψη του ξυραφιού, όλο ένταση και νεύρο. «Πάμε να πιούμε ένα ποτό στη Μονμάρτη που'ναι τόσο όμορφη» με παρακαλούσε εν τω μεταξύ ο Γιάννης, εγώ όμως του είπα να μ' αφήσει να δουλέψω. Έτσι, μόνος μου στο παριζιάνικο διαμέρισμα, με ένα μπουκάλι κρασί και πολλά τσιγάρα, άκουγα το ηχογράφημα και έγραφα, όλο άκουγα και έγραφα. Είναι το ηχογράφημα που κρατάω ως κόρη οφθαλμού με τη φωνή της, πότε αυστηρή και πότε ευγενική, που αυτές τις μέρες σκόπευα να το ακούσουμε μαζί με την Τάνια Τσανακλίδου εν όψει της θεατρικής παράστασης που ετοιμάζουμε. Η Marianne Faithfull δεν μένει πια εδώ. Πέθανε χθες, Πέμπτη 30 Ιανουαρίου του 2025, σε ηλικία 78 ετών. Το βιολογικό τέλος μιας πολύ μεγάλης καλλιτέχνιδας και μιας πολύ βασανισμένης ύπαρξης. Στη μνήμη της αφήνω εδώ τη συνέντευξη. 

Το παριζιάνικο διαμέρισμα της Marianne Faithfull, όπως το φωτογράφησα το 2016 με το κινητό μου τηλέφωνο. Στο βάθος διακρίνεται ο κομπιούτερ της, που όταν μπήκαμε μέσα την είδαμε πλάτη να συνομιλεί με τον Nick Cave στο messenger. Στη γωνία αριστερά φαίνεται το πράσινο παλτό μου με την καρό φόδρα, εγγλέζικο κυνηγετικό, που η ίδια το πήρε και το απόθεσε δίπλα στην ανοιχτή βαλίτσα με τα δικά της ρούχα...

Βλέπω βαλίτσα. Ετοιμάζεστε για συναυλία;

Ναι, και ακόμη την έχω ανοιχτή, όπως βλέπετε.

Πηγαίνετε σε ξένη χώρα;

Ναι, και σας παρακαλώ, επειδή τραγουδάω αύριο, μη με κουράσετε. Δεν είναι καλό για τη φωνή μου.

Ας μη χάνουμε χρόνο. Σας είχα πρωτοδεί στη Ρόδο πριν από κάποια χρόνια. Μου είχατε πει τότε πως η αμοιβή σας ήταν σχετικά χαμηλή. Σκεφτήκατε, γιατί να ζητήσετε πολλά λεφτά από μια οικονομικά γαμημένη (fucked up) χώρα, καθώς την επομένη θα παίζατε στην Αυστρία με κανονική αμοιβή;

Ακούστε, εγώ δεν μιλάω έτσι, δεν είμαι εγώ αυτό που μου λέτε. Κατασκευασμένο μου ακούγεται όλο αυτό. Επίσης, έχω μάνατζερ για το οικονομικό κομμάτι. Αν θέλετε να σας μιλήσω για τη χώρα σας, θα πω το εξής: δεν πρόκειται να ξανάρθω στην Ελλάδα, γιατί είχα μια τρομερά κακή εμπειρία εκεί.

Αναφέρεστε στο ατύχημα στη Ρόδο το 2014, που σπάσατε το ισχίο σας.

Ναι. Η Ελλάδα περνούσε και περνάει άσχημα κι εγώ έπρεπε να έχω φύγει απ' όλο αυτό. Έκαναν κακή δουλειά οι γιατροί. Ο χειρουργός δεν είχε πλύνει τα χέρια του και έπαθα μόλυνση στο ισχίο, κάτι που δεν μας είπαν τότε και το έμαθα οκτώ μήνες αργότερα. Ήμουν σε περιοδεία, δεν μου έδιναν εξιτήριο και δεν ήξερα γιατί. Βρισκόμουν σε αγωνία. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι γιατροί δεν με άφηναν να φύγω με το σκεπτικό «Εμείς θα χειρουργήσουμε τη Marianne Faithfull!». Και τα έκαναν όλα λάθος! Ανακεφαλαιώνω: ο γιατρός δεν είχε πλύνει τα χέρια του πριν από την εγχείρηση κι έπαθα μόλυνση! Κατά τα άλλα, αγαπώ την Ελλάδα και πάντα μου άρεσε να πηγαίνω εκεί...

Ξέρω, ερχόσασταν συχνά στη Χαλκιδική νομίζω.

Πήγαινα συχνά στο σπίτι του Roger Waters, αλλά τώρα πια όχι, μετά απ' αυτό δεν θα ξανάρθω!


Μένετε στο Παρίσι. Γιατί όχι στο Λονδίνο, τη γενέτειρά σας;

Δεν μου αρέσει το Λονδίνο.

Μα, ο τελευταίος σας δίσκος λεγόταν «Give my love to London»...

Ήταν σατιρικός ο τίτλος. Πολύς κόσμος αγαπάει το Λονδίνο, ο γιος μου επίσης το γουστάρει. Κι εγώ το γούσταρα, αλλά όχι πια. Ζω στην Ιρλανδία και στο Παρίσι.

Κυρία Faithfull, πιστεύετε ότι η ιστορία κάνει κύκλους; Αναφέρομαι στην άνοδο του εθνικισμού παγκοσμίως και στον πόλεμο ως αναπόσπαστο στοιχείο της Ιστορίας.

Δεν είμαι πολιτικοποιημένη.

Ουδέποτε υπήρξατε;

Έχω μια θεωρία. Ένας φίλος μου μού 'χε πει, και πιστεύω πως είναι αλήθεια, ότι κάθε 70 χρόνια θα επιστρέφουν οι ναζί. Πιστεύω πως τώρα είναι εδώ.

Αυτό ακριβώς λέτε και σε ένα από τα τελευταία τραγούδια σας, το «Mother Wolf», σε στίχους του Patrick Leonard: «You, people, kill only for pleasure/ You have no need and yet/ You cannot seem to stop...»

Αυτό το λέει η λύκαινα, η ηρωίδα του τραγουδιού, απευθυνόμενη στους ανθρώπους. Δεν ξέρω κατά πόσο ένας τραγουδιστής ταυτίζεται κάθε φορά με το περιεχόμενο των τραγουδιών του. Κι εμένα ειδικά με έχουν παρερμηνεύσει στο παρελθόν πολλές φορές για τα τραγούδια που έχω πει.

Ετοιμάζεστε για μια αποχαιρετιστήρια συναυλία στο Bataclan. Πιστεύετε πως είναι δικαιολογημένη κάπου μια ισλαμοφοβία εκ μέρους των Παριζιάνων;

Ακούστε, αναπόσπαστο στοιχείο της Ιστορίας, όπως είπατε πριν, δεν είναι μόνο ο πόλεμος αλλά και ο φόβος των ανθρώπων, κάτι που είναι υπεράνω θρησκειών. Οι επιθέσεις άλλαξαν τη ζωή των ανθρώπων εδώ και έσπειραν όντως τον φόβο. Εγώ, αμέσως κιόλας μετά τις επιθέσεις, έγραψα τραγούδι. Τούτη η συναυλία, όμως, δεν έχει να κάνει μ' αυτό αλλά με την ιστορία του Bataclan, το οποίο, όπως θα γνωρίζετε, έχει πραγματικά μεγάλη ιστορία στη διεθνή μουσική σκηνή.

Κάποτε τραγουδήσατε «The scream of the ambulance is sounding in my ears». Πόση δύναμη χρειάστηκε για να πάψετε πια ν' ακούτε αυτήν τη σειρήνα;

Το 'χω ξεχάσει τόσα χρόνια που έχουν περάσει (γελάει). Είναι παρελθόν, προχωράμε, η ζωή προχωρά! Είναι σαν να σου λέει: «Ζεις ένα λάθος δράμα, come on»! Το «Sister Morphine» ήταν ένα τραγούδι, δεν ήταν η πραγματικότητα. Αφορούσε έναν άνθρωπο που είχε κάποιο ατύχημα, αυτό σκεφτόμασταν όταν το γράφαμε με τους Rolling Stones, καμία σχέση με εθισμό στα ναρκωτικά.

Άρα, έπρεπε να σας γνωρίσω για να μάθω ότι η Αδελφή Μορφίνη ήταν, εν προκειμένω, ένα κατασταλτικό για τον πόνο και όχι για τη ναρκοεξάρτηση.

Ναι, ακριβώς. Ένας άνθρωπος που πεθαίνει μετά από ατύχημα στο νοσοκομείο και παρακαλά να είχε λίγη παραπάνω μορφίνη για να μην πονάει.


Και το «λάθος δράμα» που είπατε πριν; Ας αφήσουμε κατά μέρος τα τραγούδια.

Αυτό, ναι, ήταν η ζωή μου. Τα 'χω πει αμέτρητες φορές: εθίστηκα πολύ νωρίς στην ηρωίνη, έζησα ως άστεγη στους δρόμους του Λονδίνου, γλίτωσα από μια σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας και να που είμαι εδώ και μου παίρνετε συνέντευξη αυτήν τη στιγμή. Δεν πρόκειται για ένα λάθος δράμα, αφού κόντεψα να χάσω τη ζωή μου;

Πράγματι, τα 'χετε πει αμέτρητες φορές. Πείτε μου τώρα πώς είδατε τη βράβευση του Bob Dylan με το Νόμπελ;

Είμαι κατενθουσιασμένη που ένας από τη δική μου γενιά τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο Λογοτεχνίας, το Νόμπελ.

Βλέπω, έχετε εδώ ένα βιβλίο του.

Μόλις το τελείωσα!

Του τηλεφωνήσατε για συγχαρητήρια;

Όχι, δεν το έκανα. Φυσικά και είναι φίλος μου ο Dylan, αλλά δεν σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω. Κι εκείνος κι εγώ, ξέρετε, μιλάμε με πάρα πολύ κόσμο. Πολλοί μας γνωρίζουν που εμείς δεν γνωρίζουμε.

Κατανοητό. Ένα τραγούδι που λέτε πάντα στα live σας είναι και το «Workin' class hero» του Τζον Λένον, εσείς, μία της οικογένειας των Rolling Stones!

Σωστά, απ' την οικογένεια των Stones! Τραγουδάω ασταμάτητα από το 1979 που το ηχογράφησα αυτό το κομμάτι. Είναι πολύ σημαντικό με την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί διεθνώς.

Και γιατί όχι, ας πούμε, το «Imagine» του ίδιου δημιουργού, που 'ναι κι ένας διεθνής ύμνος στην ειρήνη;

Γιατί το «Workin' class hero» δεν έχει καμία ειρήνη μέσα του, μόνο δύναμη και σθένος. Σήμερα μπορούν πολύ πιο εύκολα οι άνθρωποι σ' όλες τις γωνιές της Γης να ταυτιστούν με αυτό παρά με την ειρήνη. Δείτε τι τραβάει κι η εργατική τάξη της χώρας σας.

Εμένα θα μου πείτε; Βάσει της εμπειρίας σας, πού θα επισημαίνατε τη διαφορά μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής προσέγγισης στη μουσική, στον κινηματογράφο και στην τέχνη γενικότερα;

Στα πάντα (γελάει). Είμαι Ευρωπαία και πέρασα ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που λάτρευα την Αμερική, αλλά πλέον το 'χω ξεπεράσει. Αν διαφέρει ο δικός μου τρόπος σκέψης από τον δικό σας, φανταστείτε πόσο διαφέρει ενός Ευρωπαίου από ενός Αμερικανού.

Η τέχνη, ωστόσο, είναι μια παγκόσμια γλώσσα κι εσείς τραγουδήσατε για όλους τους ανθρώπους επί της γης αυτής. Ποιοι στίχοι, αλήθεια, εκφράζουν την προσωπικότητά σας και τη φιλοσοφία σας για τη ζωή;

Ω, Θεέ μου! (γελάει) Δεν ξέρω πραγματικά (σκέφτεται). Ή, μάλλον, ξέρω. «Love more or less», να ένας στίχος που έχω τραγουδήσει και που με εκφράζει απόλυτα!

Επίσης, έχετε τραγουδήσει και «Bored by dreams». Τον Δεκέμβριο γίνεστε 70 ετών και αναρωτιέμαι αν ισχύει αυτός ο στίχος για σας, ειδικά τώρα.

Κι αυτό με πάει χρόνια πίσω. Ήταν ωραίο τραγούδι το «Bored by dreams»! Η γραφή μου μέχρι σήμερα ίσως να το διαψεύδει. Η δουλειά μου, αυτά που κάνω, εννοώ. Νομίζω πως θα πάω να κάνω λίγο τσάι, αν δεν σας πειράζει, για να φτιάξει ο λαιμός μου (στρέφεται στη μάνατζερ). Darling, ρώτησε τον κύριο αν θέλει καφέ ή ένα φλιτζάνι τσάι. Θα φτιάξω μόνη μου το τσάι μου... (Ζήτησα καφέ. Μετά από 4 λεπτά ακριβώς η μάνατζερ μου έφερε έναν καφέ σε ένα φλιτζανάκι με πιατάκι, ίδιου γαλάζιου χρώματος. Έμοιαζε ελληνικός καφές. Η Faithfull επέστρεψε για τη συνέντευξη, περιέργως δίχως το τσάι που θέλησε να φτιάξει για πάρτη της). Να είστε προσεχτικός με το φλιτζάνι αυτό. Είναι των προγόνων μου κι έχει γλιτώσει από δύο παγκόσμιους πολέμους! Συνεχίζουμε, σας ακούω!

Μπορώ να καπνίσω;

Οι γιατροί μου επιτρέπουν να καπνίζω μόνο στις συναυλίες μου, αφού δεν μπορώ να το σταματήσω, εδώ μέσα όμως το αποφεύγω.

Το φλυτζάνι των...προγόνων της Marianne Faithfull με το εσπρεσσάκι που ήπια

Έχετε διαπρέψει στον κινηματογράφο, από το «Girl on a motorcycle» του 1968 μέχρι το «Irina Palm» του 2007. Πολύ διαφορετική η ενασχόληση με την υποκριτική απ' ό,τι με το τραγούδι;

Το «Irina Palm» ήταν εξαιρετική ταινία. Ναι, είναι πολύ διαφορετική η ενασχόλησή μου με το σινεμά απ' ό,τι με τη μουσική. Νιώθω πολύ υπερήφανη για τις ταινίες που αναφέρατε. Επίσης, ξέρω ότι είμαι καλή ηθοποιός. Ανέκαθεν το γνώριζα, ξεκινώντας σ' αυτόν το χώρο.

Η λίστα των νεότερων μουσικών με τους οποίους έχετε συνεργαστεί είναι ατελείωτη: Nick Cave, Anne Calvi, Metallica, Jarvis Cocker κ.λπ. Πόσο ανήσυχη νιώθετε κάθε φορά από καλλιτεχνικής άποψης;

Είναι το αποτέλεσμα μιας διαρκούς καλλιτεχνικής αναζήτησης. Μου αρέσει να δουλεύω με νέους ανθρώπους και δεν ξέρω αν αυτός είναι ο βασικός μου στόχος ή το να ανακαλύπτω ξανά τον εαυτό μου μέσα απ' τους νέους. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι και φίλοι μου και απλώς μου αρέσει να συνεργάζομαι μαζί τους.

Πιστεύετε ότι η μητρότητα είναι η ολοκλήρωση μιας γυναίκας;

Όχι, δεν το πιστεύω. Πιστεύω μόνο στη δουλειά.

Ακούγεστε σχεδόν κυνική.

Εντάξει, εντάξει...Είμαι ευτυχισμένη που έγινα μητέρα και είμαι χαρούμενη για τον γιο μου, τον Nicholas. Στάθηκα τυχερή σε αυτό το θέμα, το ξέρω. Ο γιος μου δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική βιομηχανία ή τον κόσμο του θεάματος.

Η ομορφιά έπαιξε ρόλο στην καριέρα σας; (σ.σ. ερώτηση off the record)

Αυτά να τα ρωτήσετε στη Madonna, όχι σε μένα. Ήμουν η ωραιότερη γκόμενα στο Σόχο και την Carnaby Street. So what? Η ωραιότερη γκόμενα...Κάποτε!

Περηφανεύεστε, βλέπω. Υπήρχε κι η Nico στα χρόνια σας εξίσου ωραία γκόμενα.

Άσ' την αυτήν. Οι πεθαμένοι είναι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς.

Θέλω να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από ένα ποιητικό κείμενο του Georges Le Nonce, ενός σύγχρονου Έλληνα ποιητή, και να μου το σχολιάσετε...

Ξέρετε ότι δεν έχετε πολύ χρόνο, έτσι;

Ναι, αν με αφήσετε να κάνω κι εγώ τη δουλειά μου.

Διαβάστε μου, σας ακούω.

 «Πιστεύω πως πολύ σύντομα θα τα έχω καταφέρει. Όχι μόνο επειδή είμαι φύσει αισιόδοξο πλάσμα. Αλλά και επειδή έχω σχετική εμπειρία προσαρμογής στις νέες συνθήκες, ύστερα από τόσες αλλαγές, τόσες μεταμορφώσεις, έστω κι αν έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία, αυτήν που με είχε εξαναγκάσει να γράφω ποιήματα...» Μπορείτε να βάλετε τη λέξη «τραγούδια» αντί «ποιήματα».

(παίρνει το χαρτί απ' τα χέρια μου και το πετάει) Εσείς τώρα θέλετε να βρείτε κάποια σχέση μεταξύ εμού και του ποιήματος.

Δεν υπάρχει; Όταν διάβασα το ποίημα αυτό, εσείς ήρθατε στο μυαλό μου.

Κι εγώ σας λέω ότι δεν έχει σχέση το ποίημα με τη ζωή μου. Πρώτα απ' όλα, ακόμη γράφω τραγούδια, εφόσον με παρακολουθείτε. Οι μεταμορφώσεις μου δεν ήταν πολλές, ήταν μία μετά την περιπέτεια που έζησα, κι αυτή μόνο και μόνο για να μπορέσω να επιβιώσω, χωρίς να ξέρω αν θα ξανακάνω επιτυχία στη μουσική. Όταν έγινε το «Broken Εnglish» το 1979 είπα ότι ή θα κάνω μια νέα αρχή ή θα χαθώ οριστικά. Η μουσική είχε αλλάξει, δεν ήμουν το χαρούμενο κορίτσι της flower power, του swinging London και η κολλητή των Stones, αλλά μια νέα γυναίκα 33 ετών με κατεστραμμένη ήδη την υγεία της. Ήταν ένα ξεκίνημα πάνω στην ακμή του punk και του new wave. Το ποίημα που μου διαβάσατε μπορεί να 'χει γραφτεί και να απευθύνεται από άλλον σε άλλον.

Μπορεί, αλλά η Ελλάδα, ξέρετε, εκτός από κακούς γιατρούς ενίοτε, παράγει και καλούς ποιητές από αρχαιοτάτων χρόνων.

Τώρα είπατε τη σωστή λέξη: η Ελλάδα έχει ποιητές μέγιστης σημασίας από την αρχαιότητα, σαν τη Σαπφώ και τον Όμηρο. Τεράστιοι!

Ή τον Κωνσταντίνο Καβάφη στον 20ό αιώνα.

Δεν τον γνωρίζω.

Κρίμα! Εσείς χάνετε...Αναρωτιέμαι με τι γελάει και με τι γίνεται έξω φρενών η Marianne Faithfull.

Προσπαθώ να μη γίνομαι έξω φρενών, δεν είναι καλό για μένα. Οι άνθρωποι με κάνουν να γελάω, οι άνθρωποι με διασκεδάζουν (χαμογελάει). Σίγουρα, απολαμβάνω τις παρέες μου, αλλά γελάω με τους ανθρώπους, γενικώς.


Ποια ήταν η τελευταία φορά που κλάψατε, κ. Faithfull;

Δεν κλαίω εγώ (ενοχλημένη).

Ποτέ;

Ποτέ!

As tears go by, λοιπόν.

Κι αυτό ένα τραγούδι ήταν και τίποτα περισσότερο.

Όπως κι αυτή ήταν μία από τις χιλιάδες συνεντεύξεις που έχετε δώσει και τίποτα περισσότερο. Συγγνώμη αν σας κούρασα.

Σας ευχαριστώ. Ειλικρινά. Δεν αναλωθήκαμε στα ναρκωτικά ή στα '60s κι αυτό εσείς το καταφέρατε.

Εγώ σας ευχαριστώ.

Give my love to Greece!

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Τάσος Μπουγάς: «Εμένα ο Άκης Πάνου στη φυλακή μου είπε: ''Να πεις τα τελευταία τραγούδια μου, αλλά τα λεφτά να πάνε στα παιδικά χωριά SOS''»


Ομολογώ ότι είχα τρομερό άγχος για τη συνέντευξη που θα διαβάσετε. Στη διαδρομή, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έπαιζε Τρίτο Πρόγραμμα και η φωνή του παραγωγού μάς πληροφορούσε ότι ακούμε συνθέτες της βρετανικής Αναγέννησης. «Άσ' τα, Πάρι», γυρνάω και λέω του φωτογράφου μας, «ό,τι πρέπει για συνθέτες της Αναγέννησης είμαστε εκεί που πάμε»... Από τη μία ο τραγουδιστής Τάσος Μπουγάς ανέκαθεν ήταν το πουλέν των μεσημεριανάδικων εκπομπών και των κουτσομπολίστικων εντύπων, απ' την άλλη όμως είναι και ένας άνθρωπος με συναρπαστικό βίο: έναρξη καριέρας σε εφηβική ηλικία, μακρόχρονη θητεία στη νύχτα, τεράστια επιτυχία με χαβαλεδοτράγουδα αλλά και φυλάκιση με την κατηγορία της μαστροπίας, καθώς και γνωριμία με τον μεγάλο συνθέτη Άκη Πάνου κάτω από τις πιο ανορθόδοξες συνθήκες. Πώς να πείσεις, λοιπόν, έναν τέτοιο άνθρωπο να ανοιχτεί και να μιλήσει, να μην αναλωθεί μοιραία σε πράγματα που θα έκαναν την Τατιάνα Στεφανίδου, και μόνον αυτή, να ευφρανθεί; Ευτυχώς, η εμπιστοσύνη κερδήθηκε απ' τα πρώτα δέκα λεπτά της συνάντησης σε ένα σκηνικό που θύμιζε... Καλιφόρνια! Απέναντί μας οι ξαπλώστρες της παραλίας και παραδίπλα μας ο ολόφωτος τροχός ενός λούνα-παρκ. Δεν έκοψα τίποτε από τα λεγόμενα του «Πλανητάρχη», δεν του έκανα καμία ωραιοποίηση και ήταν επόμενο οι φαινομενικά ευτελείς εκφράσεις και οι βωμολοχίες να μην πέσουν απλώς στο πάτωμα αλλά να συνθέσουν μια αυθεντική και άκρως ενδιαφέρουσα, για μένα τουλάχιστον, προσωπικότητα. Κι όταν η κουβέντα έφτασε στη φυλακή και στον Άκη Πάνου, τα απανωτά «yeah, yeah» κόπηκαν και ο Μπουγάς σοβάρεψε, σαν να μην ήταν ο ίδιος άνθρωπος που έβγαινε τότε στα παράθυρα των καναλιών και διαπληκτιζόταν με καλλιτέχνες, δικηγόρους και δημοσιογράφους. Πλέον μπορώ να το πω: ο Τάσος Μπουγάς είναι ένας από τους πιο σοβαρούς, έξω καρδιά και ατόφιους λούμπεν ανθρώπους που έχω γνωρίσει ίσαμε τώρα. Διότι και το λούμπεν έχει την αμέριστη γοητεία του στη ζωή αυτή.

Κύριε Μπουγά, στο βιογραφικό σας στο Διαδίκτυο αναφέρεται ότι είστε γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου του 1944. Δεν το πιστεύω, μοιάζετε νεότερος.

Δεν είμαι γεννημένος στις 27.2 αλλά στις 27.1, και όχι του '44. Έχω γεννηθεί το 1953. Είναι όλα λάθη αυτά που γράφουν. Κανείς δεν με ρώτησε. Από κει και πέρα, λέω ότι είμαι τριακόσια πενήντα ετών. Γεννήθηκα στον Πύργο Ηλείας. Ο πατέρας μου είχε ένα μπακάλικο και κάτι κτήματα. Πότε με είχε στο μπακάλικο ο πατέρας μου, πότε η μάνα μου. Μικρό παιδί που γύρναγα απ' το σχολείο, πήγαινα και καθόμουν στο μπακάλικο κι εγώ.

Φιλόμουση οικογένεια, το 'χατε το τραγούδι στο σπίτι;

Τραγουδούσανε πολύ ωραία και ο πατέρας μου και η μάνα μου. Ως παιδί θυμάμαι τις εορτές συγγενών και φίλων, που μαζεύονταν όλοι και τραγουδούσαν. Γινόταν γλέντι. Έτσι άρχισα να τραγουδάω κι εγώ.

Ένα πρώτο σχολείο ήταν αυτό, έτσι;

Αν το πάρουμε έτσι, ναι.

Που οδήγησε όμως σε μια οντισιόν, όπου σας άνοιξε η τύχη.

Σε ηλικία 16 μισό με διάλεξαν ανάμεσα σε 27 νέους τραγουδιστές. Ο πιο μικρός ήμουν εγώ. Ο Μίνως Μάτσας, ο πατέρας του Μάκη Μάτσα, που τότε είχε την Odeon Parlophone, έκανε οντισιόν στη Ριζούπολη, στο στούντιο Κολούμπια. Εκείνη τη μέρα πήραν μόνο εμένα και τη Μανταλένα από γυναίκες.

Και κάπως έτσι μπαίνετε στη δισκογραφία ως έφηβος.

Έτσι. Μετά, τον Σεπτέμβριο, γράφω το πρώτο μου τραγούδι, την «Αριάννα». Από κει και μετά, άρχισαν να μου δίνουν τραγούδια.

Τραγούδια στα οποία η φωνή σας θυμίζει πολύ αυτήν του πρώιμου Καζαντζίδη ή και του Μανώλη Αγγελόπουλου.

Εμένα γιατί με πήρανε; Να σου εξηγήσω τον λόγο. Επειδή είδανε ότι μπορώ να αλλάξω και να μη μιμηθώ κανέναν απ' αυτούς. Όποιος μιμείται, δεν έχει προκοπή, θα μείνει ένας μίμος.

Άλλωστε, και του Καζαντζίδη του 'λεγαν στο ξεκίνημά του ότι μιμείται τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.

Και τον Στράτο Παγιουμτζή! Τώρα που τα λέμε, δούλεψα πολύ με τον Παγιουμτζή, απ' τον οποίο πήρα πολλή τέχνη, στο τραγούδι εννοώ. Δηλαδή πώς να τραγουδάω από δω που κάθομαι μέχρι την άλλη βδομάδα και να μην κουραστώ.

Θέμα τεχνικής, λοιπόν. Ενδιαφέρον.

Ναι, το πώς να δουλεύω το τραγούδι και να περνάει όλο απ' το διάφραγμα. Εντάξει, πρέπει και να το βιώνεις το τραγούδι.

Δηλώνετε βιωματικός τραγουδιστής;

Ναι, ναι, κάθε λέξη που θα πω, κάπου είμαι. Προσπαθώ με αυτό που γράφει κάθε φορά ο στίχος να βρεθώ μες στο θέμα. Όπως σου είπα, επτά-οκτώ μήνες έκανα να πάρω απ' τον Παγιουμτζή αυτά που έμαθα. Κυρίως να μπορώ να αποδώσω τα τραγούδια χωρίς να φωνάζω. Θέλει χαμηλή φωνή, αλλά γεμάτη το τραγούδι, δεν χρειάζεται να φωνάζεις. Συνεργάστηκα με πολλά μεγάλα ονόματα. Να, στο Τρίτο Νεκροταφείο όπου με βρήκατε πέρσι, στην κηδεία του Ζαγοραίου, είχα δουλέψει πολύ μαζί του.

Καλός άνθρωπος ήταν αυτός, τον είχα γνωρίσει.

Άκου να σου πω κάτι, φίλε! Ανθρώποι που δεν ζηλεύουνε μπορούν να σου πουν τα καλύτερα, ανθρώποι που 'ναι στη δουλειά μας, στο επάγγελμα, και ζηλεύουνε, μπορούν να σου πουν τα χειρότερα. Και για τον Ζαγοραίο και τον κάθε Ζαγοραίο, για τον κάθε Μπουγά, για τον κάθε Καζαντζίδη και για οποιονδήποτε τραγουδιστή! Τι να σου πω, εγώ από μικρό παιδί έμαθα να μη ζηλεύω. Επίσης, από μικρό παιδί άλλη δουλειά δεν ξέρω να κάνω εκτός απ' το να τραγουδάω.

Έγινε κάτι που σταμάτησε την τόσο νεανική σας άνοδο στο τραγούδι;

Για καλή και για κακή μου τύχη, η μάνα μου είχε έναν πρώτο ξάδερφο που ήταν μεγαλοδικηγόρος στην Αθήνα και αρχηγός κόμματος, και και και... Εγώ δεν έχω κλείσει τα 18 κι έχω πει γύρω στα 30 τραγούδια στην τότε MINOS. Στέλνει αυτός μια εξώδικο, ότι και καλά το 'στελνε ο πατέρας μου, ότι «η εταιρεία αισχροκερδίζει απ' τον γιο μου τον ανήλικο» και πάνω κει το διαλύει η εταιρεία. Ευτυχώς, πρόλαβα να πω άλλα δύο τραγούδια σε άλλη εταιρεία που έγιναν τεράστιες επιτυχίες λίγο πριν πάω στρατιώτης.

Ποια ήταν αυτά;

Ο «Παπαγάλος», όχι αυτό που 'πε ο Πανταζής, και το «Μ' αγαπάς, αγάπη μου, σ' αγαπώ, αγόρι μου» με τη Φούλη Δημητρίου. Σκέψου πως όταν πήγα στρατιώτης αυτά παίζονταν τρελά από παντού.

Στρατιώτης πήγατε στην Κύπρο, στην ΕΛΔΥΚ αν δεν κάνω λάθος.

Δεν κάνει να μιλάω γι' αυτά...Δεν ήμασταν ο νόμιμος στρατός της Ελλάδας στην Κύπρο. Ό,τι κατάλαβες, κατάλαβες. Όπως κάθεσαι τώρα εσύ απέναντί μου ντυμένος, έτσι ντυνόμουν κι εγώ. Ωστόσο, η διαμονή μου εκεί πέρα ήταν 18 Ιουλίου με 18 Ιουλίου του άλλου χρόνου.

1972 με '73;

Yeah, yeah! Τόσοι μήνες εκεί, σταμάτησα. Έπρεπε να ξαναξεκινήσω απ' την αρχή. Ο στρατός ανάκοψε την πορεία μου στο τραγούδι.

Θα το χρεώνατε στη χούντα αυτό;

Σε κανέναν δεν το χρεώνω. Έτσι ήταν η τύχη μου, να πάω εκεί.

Αμέσως όμως μετά τον στρατό δεν χάθηκε και η συνέχειά σας, αφού φύγατε για τη Γερμανία;

Πήγαινα - γύριζα, έφευγα - ξαναρχόμουν, αλλά έμεινα και 7 χρόνια στη Γερμανία. Από κει πήγαινα παντού για τραγούδι, γιατί άμα μείνεις στάσιμος σ' ένα μαγαζί ή σ' ένα μέρος, αυτά δεν ανεβαίνουνε ποτέ.

Φαντάζομαι τι λεφτά θα περάσανε απ' τα χέρια σας, ε;

Περάσανε πολλά, εντάξει. Έχω περάσει και καλά. Και περνάω και καλά!

Έχει τόση αξία το χρήμα, λέτε;

Μόνο για να περνάς καλά.

Και τη δεκαετία του '80 τα πήγατε καλά από δισκογραφία.

Πρώτα απ' όλα, εγώ ξεκίνησα τις ζωντανές ηχογραφήσεις. Άρχισα πρώτος να μιλάω μες στα τραγούδια. Είχε έρθει ένας Νίκος που 'χε μια δισκογραφική κι είχε δει ότι τα βράδια μάς γράφαν πολλοί στα κασετόφωνά τους. Εγώ, ας πούμε, χόρευε κάποιος κι έλεγα το όνομά του, χόρευε μια ωραία γυναίκα και της έλεγα «έλα, ρε παιδάκι μου, κουνήσου» κι όλα αυτά, και τους άρεσε. Έρχεται αυτός ο Νίκος και μου λέει: «Θέλω να σε γράψω την ώρα που μιλάς και μετά μπαίνουμε και στο στούντιο λίγο».

Ήσασταν ο πρόδρομος του εν Ελλάδι χιπ-χοπ, ένα πράγμα.

Ναι, αν και μετά άρχισαν όλοι οι τραγουδιστές, επώνυμοι και μη, να λένε «Τι μιλάει αυτός τώρα μες στα τραγούδια, τι θέλει;». Ε, έπειτα από 5-6 χρόνια άρχισαν κι αυτοί να κάνουν το ίδιο, βλέποντας την πέραση που είχα. Από μένα ξεκίνησε που τραγουδούσαν όλοι παλιά, ξεχασμένα τραγούδια στα live τους. Πριν, νόμιζαν ότι ήταν δικά μου τα τραγούδια αυτά.

Όπως;

«Γεννήθηκες για την καταστροφή». Είχανε σταματήσει, δεν παιζόντουσαν πουθενά αυτά τα τραγούδια. Όχι στα μαγαζιά, εννοώ ο κόσμος δεν τα 'ξερε.

Μήπως έπαιξε ρόλο και το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης;

Σωστά, ναι, έπαιξε ρόλο αυτό. Εγώ αυτό που έμαθα από κείνη την περίοδο, το σπουδαιότερο, είναι πως όταν είσαι τελευταίος στο πρόγραμμα, το μεγάλο όνομα δηλαδή, και το μαγαζί ανεβαίνει, τότε πρέπει ν' αλλάζεις μαγαζί. Ε, συνέχισα να κάνω επιτυχίες, να αλλάζω δισκογραφικές και γενικώς πάντα είχα επιτυχία.

Επιτυχία είχατε και στις γυναίκες. Αληθεύει ότι κάνατε 12 γάμους;

Ναι, 10 στο εξωτερικό και 2 στην Ελλάδα.

Και πώς, χωρίζατε και ξαναπαντρευόσασταν;

Άκου να σου πω τι γίνεται μ' αυτό. Στο εξωτερικό για να έμενες, έπρεπε να σε δηλώσει κάποιος ότι είσαι εκεί για δουλειά. Αν έμενα στο μαγαζί το δικό σου, σε ένα μαγαζί, κι είχα επιτυχία, θα έμενα όντως εκεί, αφού θα δούλευα. Θα με πλήρωνες, όμως, όπως ήθελες εσύ. Για να μην έχω ανάγκη, λοιπόν, εγώ εσένα, ο μόνος τρόπος για να παρέμενα στο εξωτερικό ήταν να παντρευτώ. Να 'βρισκες μια γυναίκα, να πέρναγες και καλά, yeah, why not; (γέλια)

Ναι, βρε παιδί μου, αλλά να αλλάζεις 10 γυναίκες είναι λίγο ασυνήθιστο.

Και τι να 'κανα; Αφού ερχόταν η μία στο μαγαζί το πρωί και με πετύχαινε με μιαν άλλη – είχα και πέραση. Ε, και μετά χωρίζαμε και πήγαινα στην επόμενη. Yeah, man, yeah!

Παιδιά έκανες; (σ.σ. μοιραία κόπηκε μαχαίρι ο πληθυντικός)

Έχω έναν γιο.

Καμιά σχέση με το τραγούδι;

Ούτε τον άκουσα ποτέ να κάνει ένα «α». Ψυχολόγος είναι.

Στη δουλειά σου συναναστράφηκες λεσβίες και πούστηδες;

Μίλαγα και μιλάω με όλους αυτούς. Δεν τους παρεξήγησα ποτέ. Ούτε τους το έδειξα ποτέ, άλλο αν πούμε μεταξύ μας τι παίζει με τον καθένα κάποια στιγμή. Δεν με ένοιαξε ποτέ τι γουστάρει ο άλλος, άσε που ζούμε σε μια προχωρημένη, υποτίθεται, κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί ζούνε, όχι γιατί γαμάνε ή γαμιούνται. Εδώ ο άλλος αυτοκτονεί επειδή δεν έχει δουλειά, το πώς τον δίνει ή τον παίρνει θα μας ενδιαφέρει;

Είναι ώρα να πάμε στον «Πλανητάρχη».

Θα σου πω τα πράγματα όπως δεν τα 'χω πει ποτέ. Δουλεύω Θεσσαλονίκη κι έρχομαι σε ένα ρεπό μου στην Αθήνα. Κάθομαι σε μια καφετέρια και τότε το φλέγον θέμα ήταν ο Κλίντον και η Λεβίνσκι. Έρχεται ένας φίλος: «Ρε, γράψε ένα τραγούδι», «ρε, άσε με να πιω τον καφέ» – φραπέ έπινα τότε. Θα μου το 'πε καμιά σαρανταριά φορές! «Ε, α γαμήσου» του λέω, να πούμε, και φωνάζω του σερβιτόρου: «Ρε Θανάση, φέρε ένα στυλό κι ένα χαρτί». Σε τρία λεπτά το 'χα γράψει το τραγούδι! Γύρισα και του 'πα αυτουνού: «Τι να γράψω, μωρέ μαλάκα; Για τους μπουλκουμέδες που 'κανε η Φυσαρμόνικα στον Κλίντον;». «Γράψε», μου λέει, «ό,τι θες». Και το 'γραψα!

Και τι απίστευτος στίχος: «Τα μέσα ενημέρωσης με το Σι-Εν-Ε εβγάλαν στον αέρα του Μπίλη το λεκέ». Πώς σου 'ρθε, αντί για Σι-Εν-Εν, να το κάνεις Σι-Εν-Ε; Για ρίμα με τον λεκέ;

Άμα ξέρεις να γράφεις, όλα τα πετυχαίνεις (γέλια). Θυμάμαι, ήταν Τετάρτη, είχαμε ένα έξτρα στην Κοζάνη με 4.000 κόσμο. Μιλάμε, δυο μέρες αφότου είχα γράψει το κομμάτι! Λέω στους μουσικούς «πάμε να το παίξουμε», μου λέγανε «εντάξει, μωρέ, μαλακία θα είναι». Ρε φίλε, την αλήθεια σου λέω, άμα δεν έπιανε βροχή στις 5:30 το πρωί, ακόμη εκεί θα 'μασταν και θα το παίζαμε. Θα το είπα πάνω από 10 φορές εκείνη την πρώτη φορά του. Σταματάγανε τα πάντα, φωνάζανε: «Τον ίδιο! Τον "Πλανητάρχη", τον "Πλανητάρχη"!». Γυρνάμε Αθήνα, το φτιάχνω στο στούντιο, το πάω στην εταιρεία. Άκου εδώ τώρα, έχει μεγάλη ιστορία. Μου λεν' απ' την εταιρεία: «Μαλακία, δώσ' το αλλού». «Ε, πώς θα το δώσω αλλού, αφού έχω συμβόλαιο», «Δεν μου κάνει, δεν μου κάνει», τέλος πάντων, βρίσκω μια άκρη και το δίνω στο περιοδικό «Πίστα». Μέσα σε έναν μήνα κάνει τέσσερις ανατυπώσεις το τεύχος και δίνει από 33.000 CD! Σύνολο: περίπου 150.000 CD!

Οι άλλοι στην εταιρεία δεν τρελάθηκαν;

Όπως το λες! Έχουνε τρελαθεί στην εταιρεία και μου κάνουν αγωγή. Έλα όμως που αυτό το κασετόφωνο που 'χεις εσύ τώρα μπροστά μου το 'χω κι εγώ. Δύο τέτοια έχω, μάλιστα. Παίρνω, λοιπόν, τρεις τύπους μαζί μου και πάμε απ' την εταιρεία πριν να δώσω το τραγούδι στο «Πίστα». Ήθελα να καταγράψουν τον εταιρειάρχη που θα μου 'λεγε «είναι μαλακία, δώσ' το αλλού και δεν σου κάνουμε τίποτα». Κι έτσι απαλλάχθηκα απ' την αγωγή! Τράβηξε, βέβαια, η ιστορία γιατί μου ζητάγαν 60.000.000, τόσα έλεγαν είχαν χάσει.

Εσύ 'σαι γάτα, όμως, και πήραν τ' αρχίδια τους.

Ναι, ναι, αυτά πήραν! Έτσι δεν θέλανε και το «Έλα στον παππού».

Με εντυπωσιάζει που μπήκες στη λογική μεταξύ δημοσιογράφου και ντετέκτιβ προκειμένου να μη χάσεις το δίκιο σου.

Το μυαλό μου παίρνει στροφές, δουλεύει. Το άλλο το ξέρεις; Μια φορά που 'χα ένα δικαστήριο για μια μάντρα στο σπίτι μου που μου τη βγάλαν παράνομη και τελικά αθωώθηκα, ήρθαν και με βρήκαν από τον ΟΠΑΠ. Θέλανε να μου δώσουν 5.000.000 στο χέρι για να παίζεται το τραγούδι μου «Τόσα χρόνια σαν τυφλός» στην τηλεόραση, στο Μουντιάλ. Τελικά, υπόγραψα μαζί τους, αφού θα το 'παιζαν σε όλα τα κανάλια, όχι μόνο αυτά που θα 'δειχναν την μπάλα.

Ευκαιρίας δοθείσης, τι πρόβλημα αντιμετωπίζεις με τα μάτια σου;

(σ.σ. βγάζει τα γυαλιά του και κάνει γκριμάτσα με τα μάτια) Τόσα χρόνια με ρωτάνε «γιατί δεν βγάζεις τα γυαλιά;» και τους λέω «γιατί είμαι γκαβός». Ξέρεις τι θα πει γκαβός;

Αλλήθωρος;

Έτσι το λένε; Να, που κοιτάει το 'να μάτι στην Ακρόπολη και τ' άλλο στις Σπέτσες. Τα βλέπεις τα μάτια μου;

Ναι, τα βλέπω! Άρα μούφα είναι όλο αυτό, παραμύθι;

Oh yeah, yeah (σ.σ. έχουμε σκάσει στα γέλια). Ε, βέβαια είναι παραμύθι. Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα από το εξωτερικό ήθελα να κάνω μια στυλιστική αλλαγή: πούρο και μαύρα γυαλιά. Και την κράτησα! Όσο για το τραγούδι, το «Τόσα χρόνια σαν τυφλός», δεν είναι δικό μου. Ένα παλιό, απ' αυτά τα μελό λαϊκά, του Απόστολου Καλδάρα είναι.

Πάμε τώρα στους τίτλους των τραγουδιών σου: «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως», «Πάρε μου μια πίπα», «Πρόσεχε πού θα την βάλεις»...

Άκου, πώς είπαμε το όνομα σου;

Αντώνης.

Άκου, Αντώνη, εγώ μετά τα προγράμματά μου δεν πάω στο σπίτι μου. Γυρνάω παντού, στα κλαμπ, κι ακούω τι «παίζεται», τι λέει η νεολαία και αντιγράφω. Όπως αντιγράφουν άλλοι εμένα, έτσι εγώ αντιγράφω τους πιτσιρικάδες.

Οι οποίοι συχνά θα πουν «πάρε μου μια πίπα».

Ξέρεις ότι αυτό το τραγούδι το 'γραψε ένας στιχουργός που 'χει κάνει τεράστιες επιτυχίες, όπως το «Σ' αγαπάω μ' ακούς» του Σαλαμπάση;

Τι μου λες τώρα!

Αυτός με παίρνει μια μέρα και μου λέει: «Σου 'χω ένα τραγούδι που μόνο εσύ μπορείς να το πεις». Τον συναντάω σε μια καφετέρια στα Σεπόλια και μου το φέρνει. Επειδή εγώ, φίλε, έχω κάνει στο εξωτερικό, την είχα δει τη νύχτα. Όπως βλέπεις τώρα πολλούς και κρατάνε μια πίπα κι αρχίδια - χαρτοπόλεμο, να πούμε, έτσι το είπα το τραγούδι και πέρασε. Δεν λέει μαλακίες το τραγούδι. Σήμερα όλοι αγοράζουν πίπα για να κόψουν το τσιγάρο. Ξέρεις ότι στα πρώτα τραπέζια πίστα όλοι έχουνε πίπες; Και βγαίνω κι εγώ και λέω: «Πριν από λίγα χρόνια είπα ένα τραγούδι και όλοι με παρεξήγησαν, μα, τώρα, να το, το βλέπω μπροστά μου!». Και μόλις αρχίζω «Πάρε μου μια πίπα», τούμπα όλα τα τραπέζια στην πίστα.

Πώς βλέπεις τον έντονο σεξισμό στα τραγούδια σου;

Ε, εντάξει, έχουν σεξισμό, τα γουστάρω. Και χαβαλέ επίσης. Αλλιώς θα πεις τα τραγούδια γι' αγάπες και λουλούδια κι αλλιώς τα παιχνιδιάρικα. Σίγουρα έχω καταλάβει και το ξέρω ότι πρόκειται για τραγούδια του χαβαλέ και μόνο. Αυτά δεν τα λες στις 12, τα λες αργά, τα ξημερώματα.

Τα ονόματα Θεοδωράκης - Χατζιδάκις σου κάνουν κάτι;

Μεγάλα ονόματα αυτά (σ.σ. σκέφτεται λίγο). Τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να σ' το πω αυτό... Ετοιμάζω κάτι και θα σ' το πω και θα 'σαι κι ο πρώτος. Ήρθε και με βρήκε ένας πολύ μεγάλος μαέστρος που διευθύνει συχνά στο Μέγαρο Μουσικής για να κάνει τη μεγάλη «Ανατροπή με τον Τάσο Μπουγά», έτσι ονομάζει την παράσταση. Η συμφωνία είναι να βγω και να μην πω κανένα απ' τα δικά μου τραγούδια, αλλά 17 από 19 τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου και 2 του Πλέσσα, αν θυμάμαι καλά. Θέλει όμως κι άλλη ανατροπή: να βγω με το γυαλί, αλλά πριν αρχίσω το τραγούδι, να το βγάλω. Δεν θέλω όμως να βγάλω το γυαλί μου!

Εντάξει, αλλαγή ρεπερτορίου είναι, βγάλ' το κι εσύ, σιγά το πράγμα.

Λες, ε; Καλά κάνουμε και το συζητάμε τώρα. Αυτά τα τραγούδια, «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Το πέλαγο είναι βαθύ», τα λέγαμε εμείς από παλιά.

Θα μου πεις το όνομα του μαέστρου που είχε την ιδέα;

Ο Αλεξανδράτος είναι. Ήρθε κι έρχεται ακόμη και με βρίσκει εδώ και τα λέμε. Θέλω να το κάνω, γιατί ξέρω ότι φωνητικά μπορώ να τα υπηρετήσω τα τραγούδια αυτά. Ξέρω ότι θ' ακουστούν πολλές αντιδράσεις του στυλ «Αυτός που τραγούδησε "Πάρε μου μια πίπα", τραγουδάει Χατζιδάκι;». Εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω, ας αφήσω τους άλλους να μιλήσουν. Εγώ θα μιλήσω με την ερμηνεία μου, γιατί πιστεύω στον εαυτό μου, μέχρι πού φτάνουν οι αντοχές μου και οι ικανότητές μου. Σε όλη μου τη ζωή κινήθηκα με την αυτοπεποίθησή μου.

Μόνο; Στον Θεό πιστεύεις;

Ε, βέβαια, να! (σ.σ. τραβάει απ' το πουκάμισό του πέντε-έξι χρυσά σταυρουδάκια). Είδες; Πιστεύω στον Θεό, αλλά άμα δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τι να σου κάνει κι ο Θεός;

Σωστό κι αυτό. Πάμε στον Άκη Πάνου, ήταν ο λόγος που ήθελα να σε συναντήσω περισσότερο.

Τον Άκη Πάνου εγώ τον γνώρισα από μια ατυχία που μου συνέβη, γιατί ποτέ δεν καταδικάστηκα και ποτέ δεν έγινε δικαστήριο. Κατηγορήθηκα για γυναίκες κι έτσι, μαστροπία, αλλά απαλλάχθηκα με βούλευμα του προέδρου, πώς τους λένε αυτούς. Στη φυλακή τον γνώρισα και πήγαινα και τον έβλεπα.

Σε άλλο θάλαμο ήταν;

Σε άλλο κτίριο. Με αφήνανε και πήγαινα, πρώτον γιατί ήμουν ο Μπουγάς. Δεύτερον, ο άνθρωπος ήταν ήδη στα τελειώματά του, που πάλευε με τον καρκίνο. Εννοείται πως τον ήξερα από πριν κι είχα πει τραγούδια του. Τότε πήγαινε και τον έβλεπε η κόρη του, αλλά από καθαρό συμφέρον. Ήθελε να της γράψει πριν πεθάνει ό,τι είχε και δεν είχε. Εμένα ο Πάνου μου είπε: «Πάρε τα τελευταία μου τραγούδια και πες τα, αλλά τα λεφτά να πάνε στα παιδικά χωριά SOS» πράγμα που παραδέχτηκε κι ο μεγαλοδικηγόρος του. Έβλεπε ο Πάνου ότι η κόρη του τον έγλειφε για τα φράγκα και σου λέει «δώσ' τα του Μπουγά τα κομμάτια, που θα πάνε σίγουρα τα κέρδη στα φτωχά παιδάκια». Ήθελε να κάνει ένα καλό κι εγώ θα το έκανα, ήταν και ήμουν σίγουρος. Κάθε μέρα ήμασταν στα κανάλια όλοι, περίπου 15 άτομα στα παράθυρα, από την οικογένειά του μέχρι συναδέλφους τραγουδιστές.

Πραγματικά, θυμάμαι δηλώσεις του Νταλάρα και της Γαλάνη που έλεγαν πως είναι αδύνατον ο Άκης Πάνου να εμπιστεύτηκε τα τραγούδια του στον Τάσο Μπουγά. Συγγνώμη, θα το πω και δεν έχει να κάνει με τις κατηγορίες για τις οποίες αθωωθήκατε, αλλά θεωρώ πιο «έντιμο» ένας «δολοφόνος» να δώσει τα τραγούδια του σε έναν «μαστροπό».

Ο Πάνου ήταν πολύ ντόμπρος άνθρωπος. Κάποτε παρεξηγήθηκε με ένα πολύ μεγάλο όνομα, συνάδελφο, επειδή άκουσε να τον κακολογεί. «Έτσι είσαι;» είπε και τον έκοψε απ' τα τραγούδια του. Εμένα, όμως, μου είχε επιτρέψει να λέω το «Άσ' τον τρελό στην τρέλα του» μετά την α' εκτέλεση με τον Μητσιά.

Στη φυλακή σού είχε μιλήσει για το θέμα του;

Όχι, μιλάγαμε για τραγούδια. Δεν τον ρωτούσα κι εγώ όμως. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, απ' αυτό που κατάλαβα, δεν τον έκανε αυτός τον φόνο. Δεν μου είπε ποτέ τίποτα, το τονίζω, αλλά πιστεύω ότι ήθελε να καλύψει κάποιον. Σου λέει «έχω που έχω την αρρώστια, ας το πάρω κι αυτό πάνω μου». Τρομερά τραγική ζωή!

Αυτοθυσία, δεδομένου του ότι αυτό τον άνθρωπο και μέγιστο καλλιτέχνη τον συνοδεύει μετά θάνατον η ρετσινιά του «δολοφόνου».

Άσχημο πράγμα... Χειρότερο πράγμα είναι ο φόνος, εκτός κι αν απειλείται η ζωή σου και βρίσκεσαι σε άμυνα. Αν πρόκειται να σε φάνε, τότε ναι.

Και τι απόγιναν τα τραγούδια αυτά;

Τα έχω. Τα έχει, δηλαδή, ο δικηγόρος μου, γιατί το ψάξαμε το θέμα πολύ. Ενδιαφέρθηκαν πολλές εταιρείες, αλλά έπρεπε να πάρω την έγκριση της κόρης του και του γιου του, με τους οποίους βριστήκαμε πολύ άσχημα στα κανάλια. Ούτε θυμάμαι τι της είπα αυτηνής, έχω κρατημένα όλα τα ρεπορτάζ. Ούτε το πότε πέθανε ο Πάνου θυμάμαι, γιατί όταν έγινε, εγώ ήμουν έξω.

Τι αποκόμισες από τη φυλακή εσύ;

Ήταν μεγάλη η αδικία. Ξέρεις τι είναι να 'σαι έξω και να βρεθείς κλεισμένος σε ένα κελί; Πω, πωωω... Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι, τίποτε άλλο δεν έκανα. Θεωρώ τα κανάλια υπαίτια για τον εγκλεισμό μου. Οδυνηρή εμπειρία, αλλά μου έκανε καλό στη δουλειά μου, παρά τη φαινομενική δυσφήμηση. Ο κόσμος δεν μάσησε, πρώτα απ' όλα γιατί αν ήταν αληθινές οι κατηγορίες, θα 'μουν ακόμα μέσα. Σε όποια μαγαζιά πήγαινα μετά απ' όλο αυτό, διώχναμε κόσμο! Βέβαια, είχαν γίνει επιτυχίες και τα τραγούδια μου – έπαιξε μεγάλο ρόλο ο «Πλανητάρχης».

Πόσο έμεινες μέσα;

Έναν μήνα.

Τίποτα.

Έλα κάτσε εσύ ένα βράδυ μέσα και σου λέω εγώ μετά (γέλια). Το μόνο που θυμάμαι και δεν το ξεχνάω είναι που οι κρατούμενοι, 500 άτομα, με υποδέχτηκαν, φωνάζοντας «Μπουγάς, Μπουγάς» με ρυθμό! Λέω «τι έγινε, ρε πούστη μου, φυλακή μπαίνω ή πάω να βγω στην πίστα;». Σηκώνεται η τρίχα μου τώρα που το λέω! Όλοι ερχόντουσαν «Όποιος σε πειράξει, εγώ είμαι εδώ» κι απαντούσα «Γιατί να με πειράξει; Δεν με πειράζει κανένας εμένα». Ακούγανε συνέχεια τα τραγούδια μου.

Τραγούδαγες εσύ καθόλου εκεί μέσα;

(σ.σ. σοβαρεύει) Όχι... Άσε που κάθε κελί είχε τηλεόραση και όλοι παρακολουθούσαν τα ρεπορτάζ και τα παράθυρα των καναλιών. Ερχόντουσαν την άλλη μέρα, «γράφ' τους στ' αρχίδια σου» μου λέγανε.

Με τη Βάγια τη Ζήση ποια ήταν η σχέση σου; Ήταν η γυναίκα που λένε ότι σε έμπλεξε και που τη γάζωσε η μαφία έξω απ' το σπίτι της το 2003.

Ναι, είχα σχέση μαζί της. Η γυναίκα μπορεί να ήταν μπλεγμένη, αλλά όχι, δεν με έμπλεξε πουθενά. Τη γνωρίζω στα μπουζούκια, έρχεται και μ' ακούει κάθε βράδυ. Βγαίνουμε σε μια καφετέρια και τα φτιάχνω για λίγο μαζί της. Μετά έφυγα κι ήρθε και με βρήκε στο εξωτερικό. Όταν γύρισα, είναι η μόνη γυναίκα που δεν μου έλεγε «πού πήγες, τι έκανες, αν γάμησες, αν δεν γάμησες» και όλα αυτά. Δεν μου ασκούσε δηλαδή καμία πίεση, καμία γκρίνια. Έκανα τη ζωή μου κι όταν γύρναγα σπίτι τα έβρισκα όλα στην εντέλεια. Τι άλλο να θέλει ένας άντρας;

Και δεν ήξερες ότι η γυναίκα αυτή, πρώην πουτάνα, ήταν ιδιοκτήτρια πολλών μπουρδέλων στην Αθήνα;

Έπειτα από 55 μέρες το 'μαθα, μου το 'παν. Είχα έναν φίλο χρόνων από το Αιγάλεω, με πιάνει και μου λέει: «Ρε συ, αυτή έχει μπουρδέλα παντού». «Τι λες, ρε μαλάκα;» του κάνω. Τέλος πάντων, πάω και της λέω: «Εσύ στις δουλειές σου, εγώ στις δικές μου. Το δέχεσαι;». Κι έτσι μείναμε μαζί. Όταν έγινε η φάση, αυτή έβγαινε στα κανάλια και φώναζε: «Αφήστε τον Μπουγά, δεν έχει καμία σχέση!». Όταν με φώναξε ο ανακριτής, του είπα: «Δες εδώ, από Αυστραλία γύρισα. Άμα έβγαζα εγώ 5.000.000 την ημέρα από μπουρδέλα, θα είχα ανάγκη να δουλέψω στην άλλη άκρη του κόσμου;». Υπ' όψιν, εκείνο τον καιρό έφευγα κάθε Παρασκευή και πήγαινα και τραγούδαγα στη Γερμανία επίσης, σε ελληνάδικα. Μου λέει: «Εγώ πραγματικά δεν μπορώ να σας κρατήσω, έχετε δίκιο». Τότε παρουσιάζεται μια εισαγγελέας, και λέει: «Όχι, θα πάει μέσα, γιατί ήταν μαζί μ' αυτήν τη γυναίκα!». Αυτή, δηλαδή, και να 'χε σκοτώσει, θα 'χα σκοτώσει με το ζόρι κι εγώ.

Ένιωσες άσχημα με τον θάνατό της, παρόλη την περιπέτεια που πέρασες;

Στενοχώρια... Όπως και να το κάνεις, θάνατος είναι. Άσε που με παίρναν τηλέφωνο εδώ, γιατί ήξεραν πως μπορεί να είχαμε χωρίσει, αλλά επαφές κρατήσαμε. Πάντως, το λέω τώρα σε σένα, η Βάγια ήξερε ότι θα πεθάνει. Δυο μέρες πριν είχε έρθει απ' το μαγαζί. Μου λέει μετά: «Θέλω να έρθεις απ' το σπίτι» και δεν εννοούσε η γυναίκα για πήδημα κι έτσι. Όχι ότι δεν άξιζε γι' αυτό, απλώς το 'χε βαρεθεί τόσα χρόνια μαζί μου. Απόδειξη ότι μου ζήτησε να πάμε ένα διήμερο κάπου οι δυο μας. Της λέω: «Και να πέσουν σαν τα κοράκια πάνω μας όλα τα κανάλια;». Φεύγουμε, ξυπνάω εγώ το μεσημέρι και το βράδυ τη φάγανε. Δεν ξέρω, ρε φίλε, αλλά πάντα είχα μια βαθιά προαίσθηση. Της είχα πει όταν πήγε και πήρε εκείνο το ξενοδοχείο στη Ζάκυνθο: «Αυτό που έκανες θα 'ναι και η τελευταία σου συναλλαγή. Απ' αυτό θα πας!». Τελικά, τη φάγανε οι μπράβοι απ' αυτούς εκεί πέρα. Γιατί δεν είναι τυχαίο που τρεις μέρες αφότου γύρισε από κει, ήρθε και μου 'πε: «Πήρα τα χρήματα που μου χρωστάγανε». Γιατί δεν βρέθηκε η επιταγή 603.000 ευρώ όταν τη φάγανε; Πού πήγε η επιταγή;

Πού να ξέρω; Δεν είμαι κι ο Λάκι Λουτσιάνο...

Ε, ναι, τίποτε άλλο δεν βρέθηκε, ούτε της πήρανε. Την επιταγή θέλανε. Πώς αυτή η κοπέλα που τη συνόδευε κάθε βράδυ σπίτι κι ήξερε πού βάζει τα λεφτά της, ενώ ήταν αδέκαρη, βρέθηκε μετά τον θάνατο της Βάγιας με σπίτι και με απ' όλα; Δεν ξέρω, εγώ τα 'χα καταλάβει όλα, τα 'χα δει με μιαν ενόραση που έχω από μικρό παιδί. Σαν να με προφυλάει εμένα κάτι. Θα μου πεις, σε προφυλάει και μπήκες φυλακή; Εντάξει, ήταν μια εμπειρία κι αυτή. Και θα μου πεις πάλι, τη χρειαζόσουν αυτή την εμπειρία; Όχι, ποτέ! Πολύς κόσμος έχει πάει τζάμπα μέσα κι ακόμα πάει. Τρώνε κάτι εικοσάρες και μετά αθωώνονται. Ποιος θα εξηγήσει όμως στα μικρά παιδιά που δεν ξέρουν πως αυτός δεν είναι δολοφόνος, αφού έχει κάνει φυλακή; Είναι το στίγμα, κατάλαβες; Εδώ πήγα κι επισκέφτηκα φίλο μου στις φυλακές της Χαλκίδας. Τηλεφώνησα του διευθυντή: «Σε παρακαλώ, θέλω να δω έναν άνθρωπο που 'χω κάνει 50 δισκογραφήσεις μαζί του, μη μου το αρνηθείς». Ρωτάει: «Θα του φέρετε ή θα πάρετε κάτι;». «Ούτε να του φέρω, ούτε να πάρω, μόνο να τον δω θέλω!». Σε πληροφορώ, με άφησαν και μπήκα χωρίς καν να με ψάξουν. Στη φυλακή συνήθως ισχύει το «άλλος γαμάει, άλλος πληρώνει», άλλος κάνει το έγκλημα δηλαδή και άλλον χώνουν μέσα. Αυτό σ' το υπογράφω!

Να ελαφρύνω λίγο το κλίμα; Τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο τον ξέρεις;

Ακουστά τον έχω.

Να σου διαβάσω ένα απόσπασμα από το μνημειώδες έργο του «Ο Μέγας Ανατολικός»; Θέλω να μου το σχολιάσεις μετά. «Διότι, μόλις απέσυρε με βαθύτατον αναστεναγμόν ικανοποιήσεως τον κάθυγρον πελώριον πούτσον του από το σπερματοβριθές μουνί της, ο Τζακ, χωρίς να αφήσει ούτε δέκα δευτερόλεπτα την άγνωστον γαμομανή να αναπαυθή, έσπευσε οπίσω από τους γλουτούς της και ενώ εσφάδαζε χύνουσα ακόμη τον μουνοχυμόν η κυρία, κατέλαβε την θέσιν του Τζεφ και ήρχισε πάραυτα να την γαμά και αυτός μετά μανίας».

Ωραίος, yeah, yeah! Δεν νομίζω να έχει καμία διαφορά απ' τα τραγούδια που 'χω πει. Αυτός μιλάει για τον μουνοχυμό της κυρίας του κι εγώ λέω «Πάρε μου μια πίπα», το ίδιο δεν λέμε; Αυτό δεν περίμενες να σου απαντήσω; (σ.σ. γελάμε αμφότεροι) Πονηρές λέξεις δεν υπάρχουν, πονηρά μυαλά υπάρχουν.

Κλείνοντας, θα μου επιτρέψεις να ρωτήσω το εξής: όταν σου τηλεφώνησα για τη συνέντευξη και δεν σε βρήκα, μου έκανες μετά αναπάντητη για να σε πάρω εγώ. Σκέφτηκα, λοιπόν, μήπως κοτζάμ «Πλανητάρχης» δεν έχει λεφτά να βάλει μια κάρτα στο κινητό του.

Καλά κάνεις και ρωτάς, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Έχω δύο τηλέφωνα. Σ' αυτό που με πήρες εσύ, άμα δεν σου κάνω αναπάντητη, δεν μπορώ να αποθηκεύσω το νούμερό σου. Το δε άλλο, σπάνια το σηκώνω, γιατί είναι ένας μαλάκας που με παίρνει και μου κάνει όλο «χρου-χρου» κι εγώ του λέω «πες, ρε πούστη, ποιος είσαι, γιατί μπορώ να σε βρω άμα θέλω!». (σ.σ. έχουμε ξεκαρδιστεί)

Τάσο Μπουγά, να 'σαι πάντα καλά και σ' ευχαριστώ για την εξομολόγηση.

Εγώ σ' ευχαριστώ και αν με ρωτούσες για μια ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου, ξέρεις τι θα σου απαντούσα; Πολλές ευτυχισμένες στιγμές έχω και μία απ' αυτές ήταν και αυτή εδώ η συνέντευξη!

* Η συνέντευξη με τον Τάσο Μπουγά πραγματοποιήθηκε σε καφέ της παραλίας της Λούτσας τον Οκτώβριο του 2015.

** Πρώτη δημοσίευση: LIFO.gr

*** Οι φωτογραφίες είναι του Πάρι Ταβιτιάν 

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Η Μαίρη Δαλάκου και τα «κλεμμένα» τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (η συνέντευξη της ζωής της τραγουδοποιού και ερμηνεύτριας από το 2019)


Η ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός Μαίρη Δαλάκου έχει τη δική της μεγάλη πορεία που ακόμα γράφεται στο βιβλίο με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Από τη συνεργασία της με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και τη θητεία της στις νεοκυματικές μπουάτ της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη συμμετοχή της στους Δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας και στην «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι, είκοσι χρόνια αργότερα. Κι ακόμη, οι πιο ροκ αναζητήσεις της και η στροφή της στον σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο, πάντα με μια διάθεση νεοτερισμού και πειραματισμού, με τη συμβολή του μοναχογιού της, του Κωνσταντίνου Καμπάνη ή «Mr. Woofer».

Η αλήθεια είναι πως η Μαίρη Δαλάκου δεν έκανε ποτέ αυτό που λέμε μεγάλη καριέρα. Τους λόγους τους εξηγεί η ίδια στην ακόλουθη συνέντευξη της, η οποία διέπεται από μία αφοπλιστική ειλικρίνεια. Έχει ζήσει τόσα πολλά, όμως, και άλλωστε ανέκαθεν την ενδιέφερε το «εδώ και τώρα», το να βιώνει τον παρόντα χρόνο με όλες τις αισθήσεις της. Δεν είναι μικρό πράγμα να είσαι τραγουδιστής, να αποδίδεις το «Χάρτινο το φεγγαράκι» και το Ιερό Τέρας Orson Welles να σου κάνει σιγόντο με τον δικό του τρόπο! Ούτε, ακόμη, είναι μικρό πράγμα να είσαι καλλιτέχνης και να έχεις συμπορευθεί με τα πιο μυθικά ονόματα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Η συνέντευξη που θα διαβάσετε διαθέτει πληροφορία, άγνωστες ιστορίες για πρόσωπα και καταστάσεις, αναφορές σε οριακά έργα της εγχώριας μουσικής, μαζί με όλη την αλήθεια της Δαλάκου. Είναι το απόσταγμα του βίου μιας καλλιτέχνιδας που, όπως γίνεται αντιληπτό, ποτέ δεν έβαλε νερό στο κρασί της και ποτέ δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με ένα ολόκληρο κατεστημένο, σαν αυτό της πάλαι πότε κραταιάς δισκογραφίας. Σήμερα η Μαίρη Δαλάκου ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει τα ολοκαίνουργια τραγούδια της σε στίχους του σημαντικού Φώντα Λάδη, τα οποία κινούνται σε ηλεκτρονικά dreamy pop ηχητικά τοπία.

Κυρία Δαλάκου, σας συναντώ σ’ ένα σπίτι που θυμίζει ναό τέχνης. Υπάρχει μια έντονη αύρα από το παρελθόν. Να φανταστώ ότι εδώ περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας;

Είναι το σπίτι που έζησα απ’ την αρχή της πορείας μου, πράγματι. Γεννήθηκα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας σε ένα τεράστιο παλιό σπίτι με ένα μεγάλο κήπο, που το απαλλοτρίωσε ο δήμος τα επόμενα χρόνια. Σήμερα πρέπει να λειτουργεί σαν καλοκαιρινό καφέ, αν δεν κάνω λάθος. Ο παππούς μου κάποια στιγμή το νοίκιασε σε έναν Κόκκαλη, ο οποίος έφτιαξε ένα νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως, το «Όασις», ήταν πολύ γνωστό. Εκεί έπαιζαν ο Χιώτης με τη Ζωή Νάχη και τη Μαίρη Πορτοκάλη, μια υπέροχη τραγουδίστρια. Εμένα, ως παιδάκι, μου’χαν δώσει ένα τραπεζάκι έξω απ’ την κεντρική μάντρα και μου επέτρεπαν να κάθομαι ν’ ακούω από μια ώρα και μετά. Έχοντας ήδη το μικρόβιο, άρχισα να «ξεσηκώνω» κόλπα.

Κατάγεστε από μία καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας σας ήταν ζωγράφος και ένας απ’ τους ιδρυτές της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών.

Ακριβώς. Σ’ ένα εντευκτήριο της Καραγιώργη Σερβίας, ενόσω ο πατέρας μου ήταν φοιτητής στην Καλών Τεχνών, μαζεύονταν όλοι οι διανοούμενοι: Ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Λουκής Ακρίτας, πατέρας της Έλενας, ο Σταμάτης Μερκούρης, πατέρας της Μελίνας – μεγάλες προσωπικότητες. Ανάμεσα τους και ένας ζωγράφος ονόματι Κώστας Πάγκαλος, που είχε την έμπνευση να φτιάξουν τη Στέγη και να κάνουν μια αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας. Ο πατέρας μου, που ήταν μέσα σ’ όλα, μάζεψε τις υπογραφές. Έτσι, ο Πάγκαλος τον πήρε στη Στέγη και τον πάντρεψε επίσης με τη μαμά μου. Ήταν ένας σταθμός αυτός στη ζωή του, διότι από τότε κανείς δε μπορούσε να ζήσει μόνο με τη ζωγραφική. Μπαίνοντας στη Στέγη, ακολούθησε όλες τις διαβαθμίσεις κι έγινε γενικός έφορος όλων των καλλιτεχνικών. Δεν ήταν μόνο τα εικαστικά, αλλά και τα μουσικά. Στο ένα από τα δύο κτίρια που στεγαζόταν η Στέγη, υπήρχε ένα φανταστικό πιάνο Στανγουέι, που καθόμουν εγώ και χανόμουν με τις ώρες, όποτε μ’ έπαιρνε μαζί του. Εκεί στεγαζόταν επίσης η Κρατική Ορχήστρα και οι μουσικοί έκαναν τις πρόβες τους. Έτσι, έχοντας αγάπη για τη μουσική και βλέποντας και μένα όλη την ώρα εκεί, ο πατέρας μου κανόνισε με τους μαέστρους και με έγραψε στο Ωδείο Αθηνών.

Να πως από το περιβάλλον του πατέρα μπήκατε στον κόσμο της μουσικής.

Ναι και τότε ήμουν μοναχοκόρη. Ο αδερφός μου, αρχιτέκτονας σήμερα, γεννήθηκε αργότερα. Θα έλεγα το ίδιο και για το περιβάλλον της μητέρας μου. Η μητέρα μου ήταν εκείνη που μας στήριζε όλους. Είχαν πάρει μαζί με τον πατέρα μου έναν χώρο στην οδό Νίκης, που πάνω στεγαζόταν – να φανταστείτε – η εταιρεία Music Box. Κάτω ήταν ένας μεγάλος υπόγειος χώρος με γραφεία και εργαστήρια. Έφτιαξαν τη Γκαλερί Τέχνης. Εκείνη ήταν η οικοδέσποινα και ο πατέρας μου με τις γνωριμίες του έφερνε παιδιά νέα από το Πολυτεχνείο και την Καλών Τεχνών. Τον Αλέκο Φασιανό, μάλιστα, ο πατέρας μου τον είχε στηρίξει πολύ. Ήθελε να με παντρευτεί κιόλας και τού’λεγε ο πατέρας μου: «Σιγά μη σου δώσω την κόρη μου! Τρελέ!» (γέλια) Ο Φασιανός ήταν από τότε ένα ασυμβίβαστο πλάσμα, έμοιαζε λίγο τρελούτσικος.

Πως ήταν για εσάς το πιο ακαδημαϊκό κλίμα του Ωδείου Αθηνών;

Τα χρόνια εκείνα τα θυμάμαι σαν ένα φωτεινό πράγμα, ήταν πολύ όμορφα! Ο πρώτος μου αυθορμητισμός υπήρξε το τραγούδι, η σύνθεση ήρθε αργότερα. Θυμάμαι μια εικόνα που με είχε στιγματίσει από πολύ πριν, όταν ήμουν στην πρώτη δημοτικού: Μας πήγαιναν εκδρομή στο Πεδίον του Άρεως. Ξέφυγα απ’ τα άλλα παιδάκια και πήγα γύρω – γύρω απ’ τη μάντρα που ήταν σκαρφαλωμένα τα μεγαλύτερα παιδιά κι εγώ δεν μπορούσα να δω. Πήγαινα, λοιπόν, πέρα – πέρα πίσω και είδα τη Νινή Ζαχά. Τραγουδούσε με την κιθάρα της…Έχασα την αίσθηση του χρόνου και σε μια φάση κατάλαβα πως είχα χαθεί γενικώς, δεν ήξερα που ήμουν. Θεώρησα ότι είχα χάσει τη μάνα μου, ότι ήταν άλλη μέρα, άλλη ώρα, ούτε κι εγώ ήξερα τι γινότανε…Πέρασα τρέχοντας από τα παρτέρια και τα παγκάκια που κάθονταν οι μαμάδες, αλλά η δικιά μου φυσικά δεν με είδε. Έκανα το παράτολμο βήμα να πάω μέσα από τα σκοτεινά καλντερίμια του Πεδίου του Άρεως ώστε να βγω κατευθείαν στο σπίτι. Έφτασα, η ορχήστρα του Χιώτη είχε ξεκινήσει και μπήκα απ’ την πλαϊνή πόρτα. Το έπαιζα μεγάλη, αλλά κι εκείνοι με ήξεραν, αφού πήγαινα και καθόμουν στο πιάνο τους. Βρήκα μόνο τον παππού μου στο σπίτι. Μετά από λίγο έρχεται και η μάνα μου σε έξαλλη κατάσταση. Είχε κατατρομάξει κι ήταν έτοιμη να με δείρει, αλλά τελευταία στιγμή της έπιασε ο παππούς μου το χέρι και της φώναξε: «Μη»!

Αν σκεφτώ πόσο πολιτικοποιημένη είστε σήμερα στα social media, και δεδομένου ενός μεγαλοαστικού περιβάλλοντος που μεγαλώσατε, είχατε από τότε τις ίδιες ανησυχίες;

Δεν ήταν και τόσο μεγαλοαστικό το περιβάλλον μου. Ο παππούς μου μόνο, ο πατέρας της μητέρας μου, ήταν κοσμοπολίτης απ’ τα νιάτα του. Είχε κάνει στην Αμερική και γυρνώντας με χρήματα, έφτιαξε ένα μπακάλικο. Έχω ακούσει ότι μεσ’ στην Κατοχή, βοήθησε πολύ κόσμο. Έρχονταν λάδια απ’ το χωριό, είχε κι ένα υπόγειο κι έφτιαχνε κρασί, αλλά το λάδι το μοίραζε σε ανθρώπους της γειτονιάς που το’χαν μεγάλη ανάγκη. Το παράδοξο είναι πως ο παππούς μου ήταν καραδεξιός και όλα τα παιδιά του βγήκαν καρααριστεροί. Ήταν στην ΕΡΕ και οι γιοι του, τα αδέρφια της μάνας μου, μονίμως του βάζανε χέρι. Είχαν πάρει σβάρνα όλες τις εξορίες οι θείοι μου. Αργότερα, θυμάμαι πως τους έλεγα ότι πήγα στη Φολέγανδρο και κάνανε: «Α, έχουμε φτιάξει τα δρομάκια εκεί»…Ή πήγαινα στην Ανάφη και μου λέγανε: «Α, κι εκεί έχουμε φτιάξει τα πλακόστρωτα»…Αριστεροί, συναγωνιστές, ήταν και οι θείοι που είχαν παντρευτεί τις αδερφές της μαμάς μου.

Θέλω να μου μιλήσετε για τους καθηγητές σας στο Ωδείο. Ήταν η αφρόκρεμα της εποχής.

Στην αρμονία είχα τον Βαβαγιάννη, αρχιμουσικό στην Κρατική Ορχήστρα. Υπέροχος, παρά το ότι έμοιαζε αυστηρός και απρόσιτος. Ποτέ δεν τους φοβήθηκα αυτούς τους ανθρώπους! Κάτι μας έφερε κοντά, να φανταστείτε έφευγαν όλοι και μένα με κράταγε και κλείναμε μαζί την τάξη. Μου έδινε prima vista χειρόγραφα θέματα, κάτι σπάνιο για κάθε μαθητή μουσικό, που εμένα με ιντριγκάρισε και με βοήθησε πολύ. Στα 17 μου έδωσα εξετάσεις εισαγωγικές για να μπω στο τραγούδι, αν και ο πατέρας μου το φοβόταν λίγο. Ωστόσο εγώ την έκανα την επαναστασούλα μου και δεν τον άφηνα να ζωγραφίζει συνοδεία…Beethoven (γέλια). Μου είχε όμως μεγάλη αδυναμία κι έτσι, όταν τον έπιασαν καθηγητές του Ωδείου και του είπαν «Άσ’ το παιδί να κάνει αυτό που θέλει», όχι μόνο με άφησε, αλλά και με βοήθησε! Στο μεταξύ εγώ τότε να μην ξέρω ούτε ένα ελληνικό τραγούδι, άκουγα μόνο ξένα! Λάτρευα τον Bobby Darin και όλο το ρεπερτόριο του Αμερικανικού Σταθμού.

Η Μαίρη Δαλάκου ανάμεσα σε ζωγραφικά έργα του πατέρα της (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης, 2019)
Το ίδιο μου είχε πει και η Μαρία Φαραντούρη. Όταν είχε πάει να την ακούσουν, λέει, ο Λοΐζος και ο Λεοντής, ζήτησε να τους τραγουδήσει…Paul Anka.

Ναι, η Μαρία είναι της γενιάς μου. Κάπως έτσι κι εγώ, λοιπόν, ανακάλυψα τον Χατζιδάκι. Στις εξετάσεις είπα το «Χάρτινο το φεγγαράκι» συνοδεύοντας τον εαυτό μου στο πιάνο, γιατί από την εφηβεία μου ήδη όποιο κομμάτι άκουγα, το μετέφερα στο πιάνο με τους τόνους που έβρισκα και τα πάντα. Είπα ακόμη τη «Φλαμουριά», Mozart μεταφρασμένο στα ελληνικά, και δεν θυμάμαι τι άλλο…Με κράτησαν, πάντως, πέρασα! Μπήκα στην τάξη της Μαρίκας Καλφοπούλου, που ήταν εξαιρετική, κι από κει γνώρισα την Έλλη Νικολαΐδου, που αποδείχτηκε Η δασκάλα της ζωής μου! Η Έλλη ήταν ένα τόσο μουσικό πλάσμα…Άμα της άνοιγες το κεφάλι, νότες θα ξεπετάγονταν! Είχε μια φοβερή μουσική ευαισθησία, πειραματιζόταν, σου έβρισκε όλα σου τα κρατήματα. Με την Έλλη συνέχισα για πάρα πολλά χρόνια στο σπίτι της, για την ακρίβεια μέχρι τότε που ήμουν στον «Ρήγα» με τον Καλογιάννη και τον Μικρούτσικο, στη Μεταπολίτευση. Δεν πέθανε πολύ μεγάλη η Έλλη, αλλά είχε κουραστεί πάρα πολύ. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία τον Φοίβο Ανωγειανάκη, που έπαθε αλτσχάιμερ δυστυχώς. Αυτό την τσάκισε, την πλήγωσε και την κούρασε…

Ελάχιστοι γνωρίζουν πως πριν μπείτε στο Ωδείο, είχατε περάσει από μία εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη, περιβάλλοντα μάλλον αταίριαστα.

Ναι, ήταν τότε που με τράβηξαν κάποιοι συμμαθητές να πάμε από την εκπομπή του, το «Μουσικό Λεωφορείο». Γινόταν σ’ ένα υπόγειο, όπου αυτός έκανε τα δικά του, είχε κοινό πιτσιρικαρία και που και που τσίμπαγε κανέναν, «έλα πες μας ένα τραγούδι» κλπ. Από κάτω ήταν η γκαλερί της μάνας μου και χωρίς να έχω πει τίποτα σε κανέναν, πάμε με δύο κολλητές μου. Όταν είπε ο Μαστοράκης «Ποιος θέλει να τραγουδήσει;», εν χορώ η κουστωδία με έδειξε και φώναξε: «Ετούτη εδώ, ετούτη»! Τραγούδησα Sergio Endrigo και το «OH, Carol», αν θυμάμαι καλά. Χειροκροτήθηκα, φεύγω, πάω σπίτι και την άλλη μέρα η γυναίκα του διευθυντή της Music Box κατεβαίνει στη μάνα μου: «Φέρε μας την κόρη σου να της κάνουμε συμβόλαιο». Κόκαλο η μάνα μου, λέει «Τι;»…«Μα δεν ξέρεις ότι ήρθε χθες και μας τραγούδησε;»…«Όχι, αλλά τέλος πάντων είναι πολύ μικρή για να υπογράψει συμβόλαιο»…Αργότερα, βέβαια, όταν ο πατέρας ήθελε να με βοηθήσει, όπως σας είπα, ήξερε τον Μίκη και τον έφερε από το σπίτι με τη Citroen του. Καθόταν εδώ που καθόμαστε εμείς τώρα. Εγώ ψιλοντρεπόμουν,  διάλεξα να τραγουδήσω τα πιο λυρικά του τραγούδια, τα «Δακρυσμένα μάτια» από τους «Λιποτάκτες» και το «Χείλι μου μοσχομύριστο» από τον «Επιτάφιο». Εκεί ο Μίκης είπε μια σοφιστεία, ότι τα Ωδεία χαλάνε τους επίδοξους μουσικούς, αλλά εμένα απ’ τό’να αυτί μπήκε, απ’ τ’ άλλο βγήκε. Ήξερα ότι τίποτα δεν επρόκειτο να με χαλάσει. Μου πρότεινε να πάω στον ΣΦΕΜ (σ.σ. Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής). Πήγα και θυμάμαι ότι με υποδέχτηκε ο Παναγιώτης Κουνάδης. Ήταν όλοι σε αναμονή, γιατί περίμεναν τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Ο Μίκης είχε υπό την προστασία του τους Μαρκόπουλο, Λεοντή, Λοΐζο. Αυτοί οι τρεις έμεναν και στο ίδιο διαμέρισμα για ένα διάστημα και είχαν τον ίδιο καθηγητή στην αρμονία, τον Πολ Σκλάβο.

Υπήρχε ένα μποεμιλίκι ωραίο τα χρόνια εκείνα.

Εντελώς! Μου έχουν πει διάφορες πλάκες που κάνανε στον Μαρκόπουλο: Τον άφηναν μεσ’ στο ΙΝΤΕΑΛ, όποτε δεν είχαν λεφτά, για να πάνε να ζητήσουν από τον Σκλάβο, ο οποίος όντως τους χαρτζιλίκωνε. Εκείνου, όμως, του έκαναν νόημα απ’ έξω ότι έμειναν άφραγκοι. Πήγαινε ένα γκαρσόνι συνεννοημένο και έλεγε του Μαρκόπουλου: «Ελάτε μέσα να πλύνετε πιάτα» (γέλια). Όση ώρα περιμέναμε, λοιπόν, τον Μαρκόπουλο, γιατί πάντα ο Γιάννης αργούσε στα ραντεβού του, γνώρισα τη Μαρία Φαραντούρη, τον Φώντα Λάδη, τη Τζώρτζια – τη μετέπειτα σύντροφο του Μανώλη Γλέζου – κ.α. Κάθισα στο πιάνο κι εκεί που τραγουδούσα, βλέπω δίπλα μου ένα τύπο που με ρωτάει «Μπορείς να πεις κάποιο δικό μου;» Ήταν ο Σαββόπουλος, που μόλις είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη, ζούσε σε μια σοφίτα εδώ και έκανε δουλειές του ποδαριού, μη γνωρίζοντας κανέναν στην ουσία. Συνδεθήκαμε με τα παιδιά. Κάποια στιγμή πρότειναν στον Γιώργο Ζωγράφο, στον Σαββόπουλο, στη Φαραντούρη και σε μένα να πάμε να παίξουμε σ’ ένα πολιτιστικό φεστιβάλ στη Βουλγαρία. Πήγαμε, θυμάμαι, στο Προξενείο και ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση, αλλά κάνοντας να κόψουμε απ’ την Παλιά Βουλή, πέφτουμε πάνω σε μια πολύ άγρια διαδήλωση. Οι μπάτσοι χτυπούσαν τον κόσμο με τα γκλομπς, διαλυθήκαμε, ο Ζωγράφος μας έχασε και μετά μας έκανε παράπονα που τον αφήσαμε μόνο του. Έτσι δεν πήγαμε ποτέ σ’ αυτό το φεστιβάλ. Με τον Διονύση, μετά, ήταν να πάμε στη «Ρουλότα». Καθόμασταν απ’ έξω και περιμέναμε, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Μου κάνει ο Σαββόπουλος: «Να έρθω στο σπίτι σου να μου κάνεις το τραπέζι;» Τά’χασα, το σπίτι μας ήταν ανάστατο ακόμα, δεν ήξερα καν αν είχε φαΐ η μάνα μου…«Μένω μακριά» του λέω, «Δεν πειράζει, έρχομαι» μου απαντάει…Πήραμε το λεωφορείο πίσω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη κι ήρθαμε εδώ. Τρέχω στη μάνα μου: «Έχεις τίποτα να φάμε; Έφερα έναν συνάδελφο»…«Ναι, έχω πατάτες με κρέας»…«Αα, ωραία»…Στρώνουμε, κάθεται ο Νιόνιος, πιάνει το πιρούνι και λέει: «Μουστάρδα έχει; Δεν τρώγεται αυτό χωρίς μουστάρδα»! Τρέχω πάλι μέσα, ήξερα ότι δεν υπήρχε μουστάρδα και στέλνω τον αδερφό μου, που ήταν μικρότερος, να πάει να αγοράσει. Πολύ μετά, μου έλεγε ο αδερφός μου: «Όσο σκέφτομαι που έτρεχα να πάρω μουστάρδα γι’ αυτόν…» (γέλια) Τέλος πάντων, ο Νιόνιος ήθελε να συνεργαστούμε τον πρώτο καιρό, αλλά εγώ τότε γνώρισα τον Κώστα Χατζή, που μια ζωή ήταν βοηθητικός. Ακόμη κι εκείνα τα πρώτα χρόνια, πριν γίνει Ιεχωβάς μέσω της πρώτης γυναίκας του, είχε μιαν άλλη συμπεριφορά, ένα άγριο πλάσμα, αλλά δίκαιο και δοτικό. Με τον Χατζή κάναμε μια σειρά εκπομπών που ενορχήστρωσε και διηύθυνε ο Μαρκόπουλος.

Πολύ την εκτιμώ αυτή την αναδρομή στους καλλιτέχνες – σταθμούς στη ζωή σας. Με τον Κώστα Χατζή κάνατε και το ντεμπούτο σας μπροστά σε κοινό.

Βέβαια, παρουσιάσαμε τα τραγούδια του «Θησέα» του Μαρκόπουλου στην τότε μπουάτ του, τη «Μπουάτ των τσιγγάνων» που μετά έγινε τα «Χρυσά Κλειδιά». Μεγάλος χώρος για την εποχή, αλλά χωρίς πιάνο, κάτι που με είχε προβληματίσει. Κάνουμε πρόβα, με συνοδεύει ο Κώστας και στην πρεμιέρα έρχονται όσοι δεν φαντάζεστε: Ο Μιχάλης Κακογιάννης, ηθοποιοί, μουσικοκριτικοί, πολιτικοί. Εμείς ρίχναμε ματιές από’να κουρτινάκι στο καμαρίνι, όπου ακούω τον Κώστα να μου λέει: «Δεν θυμάμαι τίποτα»! Βγαίνουμε, σβήνουν τα φώτα, ανάβει ένα σποτάκι και ξαφνικά παίρνω την απόφαση να μαγνητίσω όλα αυτά τα πρόσωπα που ήρθαν για να μας ακούσουν. Λειτούργησε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Άρχισα να λέω κανονικά τα κομμάτια και να μπαίνει ο Χατζής.

Ο Μαρκόπουλος δεν σας διηύθυνε;

Όχι, ο Μαρκόπουλος καθόταν από κάτω μαζί με το κοινό. Δικά του τραγούδια λέγαμε, αλλά δεν μας διηύθυνε, η βραδιά ήταν προς τιμήν του. Ωραία είχε πάει αυτή η πρώτη μου εμφάνιση μπροστά σε κοινό και μετά θυμάμαι ότι ο Κώστας με έστειλε σε ένα μαγαζάκι στην Ύδρα. Καλοκαιράκι ήταν, τραγουδούσα και ξένα κομμάτια. Ήταν η ίδια περίοδος που στην Ύδρα έμενε και ο Leonard Cohen και τον συναντούσαμε στο δρόμο. Όταν γύρισα, πάλι μέσω του Χατζή, γνώρισα τον Γιώργο Μπουκουβάλα που είχε φτιάξει το «Συμπόσιο». Ήταν καλοκαίρι πάλι, Σεπτέμβρης, και ο τρελάρας ο Μπουκουβάλας είχε κάτι ιδέες που τις πραγματοποιούσε: Γινόταν στο Δαφνί η Γιορτή του Κρασιού και νοίκιασε ένα κλειστό χώρο εκεί κοντά, στο δάσος Δαφνίου. Στη μέση υπήρχε μια λίμνη με δυο – τρεις πάπιες και έναν – δυο κύκνους. Εκεί συνάντησα τον Νότη Μαυρουδή, που τον είχα γνωρίσει στον ΣΦΕΜ, και συνόδευε τον Γιώργο Ζωγράφο και μένα. Οι νεαροί σερβιτόροι φόραγαν κοντές αρχαιοελληνικές χλαμύδες κι έρχονταν να μας δουν πάλι όλοι οι διανοούμενοι. Ένα βράδυ έγινε το εξής κι ας με συγχωρέσει ο Ζωγράφος από κει που τ’ ακούει: Ο Γιώργος είχε μια τάση να τα τσούζει τα κρασάκια του. Εμείς αρχίζαμε μόλις σταματούσαν τα νταβαντούρια από δίπλα, απ’ τη Γιορτή του Κρασιού. Εκείνος ήταν εκεί πριν, δοκίμασε διάφορα κρασιά και μας ήρθε με μαγουλάκια κόκκινα και μάτια που γυάλιζαν. Είχε ένα συνήθειο όταν τραγουδούσε, να βάζει τα χέρια πίσω στη μέση και να ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών του. Πήγαινε αργά – αργά πέρα δώθε με το ρυθμό. Όπως τό’κανε, λοιπόν, έρχεται ένας κύκνος και του τσιμπάει τη γάμπα. Μπερδεύεται στο καλώδιο, πάει να πέσει και ο Μαυρουδής ψυχραιμότατος τον αρπάζει με το’να χέρι, ενώ με τ’ άλλο έπαιζε κιθάρα, χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι του. Πέφτει το μικρόφωνο στη λίμνη, το πιάνει ένα γκαρσόνι, του το αρπάζει απ’ το χέρι ο Γιώργος και αρχίζει να τραγουδάει με μπουρμπουλήθρες (γέλια).

Ας μείνουμε λίγο παραπάνω στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Αν λέμε σήμερα ότι η Φαραντούρη ήταν η Μούσα του Θεοδωράκη, εσείς ήσασταν η αντίστοιχη Μούσα του Μαρκόπουλου, κάτι που κι ο ίδιος σας είχε πει.

Είχαμε μεγάλη συνεργασία, αλλά έγιναν και πολλά δυσάρεστα: Είχαμε κάνει τα πρώτα 45άρια δισκάκια του και με είχε πάει από την εταιρεία ως δική του ανακάλυψη. Σε ένα στούντιο που βρισκόταν κοντά στο Κολυμβητήριο, εκεί που γνώρισα και τον Μίνωα Βολανάκη και μετά συνεργαστήκαμε πολύ, γράψαμε τα «Τραγούδια του Θησέα». Ο Γιάννης ήταν ασυνεπής και ένιωσα ότι με παράτησε. Ήμουν και πιτσιρίκα τότε, δεν ήξερα καν να διεκδικήσω τα χρήματα μου από τις κινηματογραφικές εταιρείες για τις ταινίες που τραγούδησα. Έκανε μάλιστα κάτι που με στενοχώρησε τρομερά: Όταν κάναμε εκείνες τις εκπομπές στο ραδιόφωνο, ο Μαρκόπουλος ήξερε ότι ο πατέρας μου μέσω της Στέγης είχε πολλές γνωριμίες, οπότε με έβαλε να ζητήσω τις μήτρες από τις μπομπίνες για να τις αντιγράψει. Εγώ δεν είχα εμπειρία, αλλά με πίεσε, βρίσκω έναν γνωστό και του ζητάω να μου δώσει τις μήτρες. «Είναι τρομερά δύσκολο αυτό που ζητάς» μου είπε, «αλλά βασίζομαι στην εμπιστοσύνη σου και θα το κάνω. Να μου τις φέρεις πίσω, όμως, σε μια βδομάδα αλλιώς μπορεί να βρω τον μπελά μου, να χάσω τη θέση μου». Να φανταστείτε ότι με ειδοποίησαν συνωμοτικά, του στυλ «Το δέμα σας είναι έτοιμο». Τα δίνω στον Γιάννη και τον παρακαλάω να κάνει και για μένα ένα αντίγραφο. «Εντάξει» μου λέει…Περνάνε οι μέρες, τον ειδοποιώ: «Πρέπει να μου παραδώσεις τις μήτρες»…«Α, δεν ξέρω που τις έχω βάλει τώρα»…«Τι θα πει αυτό;»…«Δεν θυμάμαι»…Πάω μια μέρα στο σπίτι του και βρίσκω εκεί τον συμπαθέστατο Ερρίκο Θαλασσινό, τον σκηνοθέτη και στιχουργό. «Τι κάνεις εκεί;» αρχίζει να του λέει, «Γιατί την ταλαιπωρείς την κοπέλα; Ψάξε και βρες τα πράματα για να μην την εκθέσεις»! Τελικά τα βρήκε! Ήθελε να τα κρατήσει! Τα πήρα και τα επέστρεψα, αλλά αντίγραφο φυσικά δεν μου’κανε και μάλιστα ένα απ’ αυτά τα τραγούδια, σε ποίηση Χριστοδούλου, δυστυχώς χάθηκε.

Σήμερα έχετε επαφές;

Όχι, δεν έχω. Του τηλεφώνησα μια φορά πριν αρκετά χρόνια και του ζήτησα να μου δώσει ένα αντίγραφο από εκείνες τις ηχογραφήσεις – το βιολί μου εγώ! Αυτός άρχισε τα δικά του: «Θα κάνω ένα δίσκο – αφιέρωμα στη Μαίρη Δαλάκου»! «Βρε δε θέλω αφιέρωμα, ένα αντίγραφο θέλω» του απαντάω, αφού ήξερα ότι όλα αυτά ήταν λόγια του αέρα. «Ναι, ναι» μου έλεγε και φυσικά ποτέ δεν επανήλθε. Ο Γιάννης είχε κάνει μια συμφωνία με την εταιρεία να λένε σε όποιον άλλο συνθέτη με ζητάει ότι είμαι η αποκλειστική του ερμηνεύτρια. Τότε είχε δεσμό με μια κοπέλα εξαιρετική, από τα μπαλέτα της Ραλλούς Μάνου, που τον είχε βοηθήσει απίστευτα. Χρυσό κορίτσι ήταν η Πιερέττα, την οποία συνάντησα και πρόσφατα. Εγώ αυτό για την εταιρεία το έμαθα αργότερα, που μου το σφύριξαν. Κάποια στιγμή που ήμασταν στο σπίτι του, μου πέταξε ένα: «Εμείς πότε θα κάνουμε έρωτα;» κι έτσι, που είχα ξετσουρμώσει, του απάντησα αυθόρμητα: «Δεν θα κάνουμε, γιατί είμαι καλόγουστη»…Πώς μου βγήκε αυτό, δεν ξέρω, έτσι που ντρεπόμουν…Τον θυμάμαι εκείνη την πρώτη μέρα στον ΣΦΕΜ που κάθισε στο πιάνο και του τραγούδησα ένα – δυο δικά του, που τα’χε πει ο Χατζής. Τελειώσαμε, φεύγω εγώ, κατεβαίνω την Ασκληπιού κι ακούω μια φωνή από πίσω μου: «Μαίρη, Μαίρη, περίμενε»! Τον βλέπω, έρχεται κοντά: «Θέλω να γίνεις η Μούσα μου»! «Α, εγώ θέλω να πάω να μ’ ακούσει ο Χατζιδάκις» του κάνω (γέλια). Να επιμένει: «Όχι, μην πας, ο Χατζιδάκις έχει τη Μούσχουρη, εγώ θά’χω εσένα! Θα κάνουμε πρόβες στο σπίτι μου στην Κυψέλη, μένω με τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου, δεν υπάρχει τίποτα πονηρό, δώσε μου το τηλέφωνο σου να πάρω εγώ τον πατέρα σου»…Έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες!

1965. Η Μαίρη Δαλάκου, ο Νότης Μαυρουδής με την κιθάρα, ο ηθοποιός Σπύρος Καμπάνης και ο Αλέκος Σταματέλης

Οι μπουάτ είναι ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του βίου σας. Από τις μπουάτ γνωρίσατε τον σύζυγο σας και πατέρα του παιδιού σας.

Έτσι έγινε, ναι. Μετά τη Γιορτή του Κρασιού, που έλεγα πριν, δούλευα στο χειμερινό «Συμπόσιο», αλλά δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα. Ένα βράδυ πέφτω πάνω στον Νότη Μαυρουδή, που ήταν στρατό τότε. «Δεν έρχεσαι σε μια μπουάτ παρακάτω» μου λέει, «που παίζω μόνος μου κιθάρα;» Δέχτηκα και εκεί, στις «Νεφέλες», γνώρισα τα δύο παιδιά, ηθοποιοί, που είχαν τη μπουάτ, τον Αλέκο Κουρή και τον Σπύρο Καμπάνη. Εκεί επίσης ήταν και ο χώρος του Μίνωα Αργυράκη, που ήταν συμφοιτητής με τον μπαμπά μου, ένας πολύ ιδιαίτερος καλλιτέχνης. Μπαίνω μέσα και βλέπω τον πιο όμορφο χώρο: Είχαν φτιάξει μια ωραία κατασκευή με κινηματογραφική αισθητική. Φαινόταν σαν υπόγειο από το δρόμο. Βρίσκομαι, λοιπόν, με τον Νότη Μαυρουδή κιθάρα – φωνή και σε λίγο καιρό πήραν και ένα πιάνο όρθιο. Άρχισαν να έρχονται όλοι οι ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο, να παρουσιάζονται μονόλογοι, μονόπρακτα.

Ποια χρονιά γίνονται όλα αυτά;

Πρέπει να είμαστε στα 1965 με ’66. Θυμάμαι τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Βόκοβιτς, τον Νανέρη, τον Χρήστο Τσάγκα και τον Βαγγέλη Καζάν – οι τελευταίοι ήταν πολύ φίλοι με τον Σπύρο (σ.σ. τον Καμπάνη). Έκαναν φοβερό ντουέτο, ο Τσάγκας αυτοσχεδίαζε με το να μιμείται τη βροχή και τον αέρα που φυσάει. Τότε μας ανακαλύπτει η Μελίνα! Ερχόταν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα και κάθε φορά έφερνε σπουδαίες προσωπικότητες. Αυτή μας έφερε ένα βράδυ τα μπαλέτα Μπαλσόι μετά την παράσταση στο Ηρώδειο! Την ώρα που τραγουδούσα εγώ στο πιάνο, βλέπω απέναντι στην πόρτα κάποιον να στέκεται με πιρουέτα. Ήταν ο Νουρέγιεφ! Μετά έρχονταν η Λαμπέτη με τον Κακογιάννη και τον Κώστα Καρρά, όπως και η Ελένη Ανουσάκη, που γίναμε φίλες. Η Καρέζη, ο Άλκης Γιαννακάς, ο Μπάρκουλης! Η Τατιάνα Μιλλιέξ η συγγραφέας, επίσης, που είχε εκδιωχθεί από τη δικτατορία! Ως και τη Γκρέτα Γκάρμπο μας είχε φέρει η Μελίνα!

Άρα έπεφτε χρήμα μεσ’ στο μαγαζί.

Ναι, αλλά μη φανταστείτε ότι οι τιμές των ποτών ήταν για να αφήνουν χρήματα. Απλά ήταν ένα φυτώριο τέχνης κι εκεί ένιωσα σαν να έμπαινα σε μια επιπλέον δοκιμασία για προσωπική μου βελτίωση.

Ούσα παντρεμένη με τον Καμπάνη κιόλας;

Ούσα ερωτευμένη. Είχαμε μια δαιδαλώδη ιστορία, αφού ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Μου είχε δώσει και ένα ντοσιέ με κάτι υπέροχα ποιήματα του. Το ίδιο ντοσιέ μου είχε ζητήσει και ο Μαρκόπουλος, του το έδωσα και μετά μου’λεγε πάλι ότι τό’χασε…

Δεν είναι να του δίνεις πράγματα του Γιάννη Μαρκόπουλου, απ’ όσα μου αφηγείστε.

Έλα ντε, ναι! Κάποια στιγμή ο Σπύρος ήρθε και μου είπε ότι προτίθεται να πάρει το πρώτο μαγαζί στη Θόλου, που τό’χε κάνει μπαράκι ο Αρτέμης Μάτσας, αλλά τό’χε κλείσει σύντομα. Μου ζήτησε να με πάρει τραγουδίστρια. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήθελα και να τον στηρίξω. Τότε μελοποίησα το ποίημα του με τίτλο «Απανεμιά», που το’χαμε πάει στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης κι έτσι βαφτίσαμε και τη μπουάτ: «Απανεμιά», όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα. Στην «Απανεμιά», να ξέρετε, έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση τραγουδιστές, που θα γίνονταν μεγάλοι στη συνέχεια, σαν τη Ρένα Κουμιώτη και τον Μανώλη Μητσιά. Μέχρι, όμως, να φτιαχτεί η «Απανεμιά», εγώ πέρασα από τις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη με τα Τζαβαράκια, τον Πουλόπουλο κ.α. Όλες οι μπουάτ τότε ήταν μικρά σπιτάκια, με ή χωρίς σκεπή. Στις «Εσπερίδες» κάθε άνοιξη βάζανε το πιάνο στο παράθυρο κοντά στην αυλή που ήταν πιο ψηλά. Ένα βράδυ παίζω το «Χάρτινο το φεγγαράκι», το πρώτο ελεύθερο μέρος, το «Θα φέρει η θάλασσα πουλιά»…Έχω κλειστά τα μάτια κι εκεί που πρέπει να πάρω την ανάσα για να βρω το τέμπο, τα ανοίγω και βλέπω τον Orson Welles μπροστά στο περβάζι! Ψύχραιμη εγώ…

Τον αναγνωρίσατε;

Βεεέβαια! Με παρακολουθούσε και έχοντας συναίσθηση του κοινού, «έπαιξε» μαζί μου με έναν τρόπο θεατρικό. Τελειώνοντας το τραγούδι, άρχισε να χειροκροτάει πρώτος. Ο κόσμος ακολούθησε, χειροκροτώντας εμένα και τον Orson Welles. Μπαίνει μέσα και τότε η γυναίκα του Γιάννη Αργύρη, που είχε μια απίστευτη μυωπία και ήταν ευτραφής, σηκώνεται, πάει κοντά και του φωνάζει: «Περάστε, κύριε Χατζιδάκι, καθίστε!» (γέλια) Εννοείται ότι μετά χρειάστηκε να εξηγήσουμε στον Welles για ποιο λόγο γέλασε όλο το μαγαζί.

Καθίσατε κοντά του, ανταλλάξατε κουβέντες;

Ναι, μιλήσαμε για αρκετή ώρα. Δυστυχώς δεν υπάρχει φωτογραφία, αλλά είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη ιστορία. Γίνεται και η «Απανεμιά» λίγο μετά, αλλά δυσκολευτήκαμε να πάρουμε άδεια. Δεν είχε τάχα μου έξοδο κινδύνου. Την ανοίξαμε τέλη του ’66 – αρχές του ’67. Ένα βράδυ ανοίγουμε, ήταν Απρίλης του ’67, και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε καθόλου κόσμο. Ο Σπύρος είχε μια παλιά Μερσεντές, φεύγαμε, με άφηνε στη Φιλοθέη και συνέχιζε. Ανεβαίνοντας προς το σπίτι μου, δε βλέπουμε ψυχή στο δρόμο! Μπαίνουμε στη Βασιλίσσης Σοφίας, νέκρα! Και δεν ήταν πολύ αργά…Μου λέει ο Σπύρος: «Πάω στο θάλαμο να πάρω τηλέφωνο σε εφημερίδα να ρωτήσω τι συμβαίνει»…Έρχεται μετά από λίγο: «Δεν λειτουργεί κανένα τηλέφωνο»…Ξαναμπαίνει στο αμάξι και μόλις φτάνουμε στη Φειδιππίδου, μας τυφλώνουν τα φώτα κι ακούμε τον εκκωφαντικό θόρυβο απ’ τις ερπύστριες που κατέβαιναν! Καταλαβαίνετε το σοκ! Με άφησε στο σπίτι μου και τ’ άλλο πρωί που ήρθε να με ξυπνήσει η μάνα μου, της κάνω «Θέλω να κοιμηθώ, άσε με, τραγουδάω το βράδυ»…«Μην ανησυχείς, σήκω» μου λέει, «γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά απόψε». Μας είχαν όλους σε τριήμερο περιορισμό κατ’ οίκον! Η χούντα μας πολέμησε πολύ ως μπουάτ. Θεωρούσαν τις μπουάτ φυτώρια κομμουνιστών κι είχαν βαλθεί να μας κλείσουν. Παρόλα αυτά ο κόσμος μας τιμούσε, αν και οι αιφνιδιασμοί ήταν καθημερινοί. Ερχόταν ένα επιτελείο από εφτά – οχτώ άτομα με επικεφαλής έναν Οδυσσέα Σπανό, μετέπειτα βασανιστή στα ΕΑΤ – ΕΣΑ. Είχε μια ουλή αυτός στο πάνω χείλος, τον έβλεπες κι έλεγες πως είναι Γκεσταπίτης. Ψάχνανε μήπως ακούσουν Θεοδωράκη που ήταν υπό απαγόρευση ή βρίσκανε διάφορα επιχειρήματα. Θυμάμαι έναν μπάτσο που είπε μια φορά το φοβερό: «Ο φωτισμός είναι ελλιπές» (γέλια) Έβγαλαν ένα κανονισμό που έλεγε «Δεν υπάρχει μπουάτ, μόνο καφωδείο υπάρχει». Ως εκ τούτου, μας υποχρέωναν να δίνουμε δύο δραχμές το ποτό. Έριξαν πάρα πολύ τις τιμές…Εμείς πάλι είχαμε βάλει τον αδερφό του Γιάννη Αργύρη, τον Γιώργο, να φυλάει τσίλιες στα στενά της Πλάκας και δίναμε στον κόσμο διπλό τιμοκατάλογο: Στη μία όψη ήταν η κανονική τιμή και στην άλλη η τιμή που μας είχαν επιβάλλει. Ευτυχώς ο κόσμος μας ήταν συνειδητοποιημένος και αλληλέγγυος, οπότε κανείς δεν δυσαρεστήθηκε. Έτσι πέρασε εκείνη η περίοδος.

Στην οποία περίοδο, βέβαια, κάνατε τον πρώτο σας δίσκο και live μάλιστα!

Ήταν ίσως ο πρώτος live ελληνικός δίσκος.

Ναι, ένας απ’ τους πρώτους, αν σκεφτούμε ότι την ίδια χρονιά, το ’68, είχε βγει ο δίσκος του Γιώργου Ρωμανού «Στα Διονύσια και στο στούντιο σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και δικά του».

Σωστά! Θυμάμαι ότι είχαν φέρει ένα ηχογραφικό μηχάνημα από την εταιρεία, που ήταν θεϊκό, το οποίο το πήραν αργότερα στο στούντιο. Εκείνη την εποχή οι επεξεργασίες ήταν απλές, δε μπορούσε μετά στο στούντιο να βγει «καλλονός» ένας τραγουδιστής «τέρας». Ο Θοδωρής Κάτσαρης που είχε φέρει μια φανταστική κιθάρα από την Ισπανία, με είχε συνοδέψει στα ξένα τραγούδια. Δύο τα επεξεργαστήκαμε στο στούντιο με την προσθήκη του Γιώργου Λαβράνου στα κρουστά. Το ίδιο διάστημα έρχεται ο παραγωγός Σπύρος Ράλλης και μου δίνει μια κασέτα με ένα τετραδιάκι.

Ωχ, θα μου πείτε- υποθέτω- για τα κλεμμένα τραγούδια του Χατζιδάκι. Είμαι όλος αυτιά!

Μου λέει «Άκουσε τα αυτά», αλλά εμένα επειδή η μουσική και το παίξιμο του Χατζιδάκι στο πιάνο ήταν μεσ’ στην ψυχή μου, δεν υπήρχε περίπτωση να με κοροϊδέψει κανείς! Πάω και του λέω «Αυτός είναι Χατζιδάκις», ενώ απ’ έξω η ετικέτα έγραφε «Γιώργος Βλάσης»! Φωνή δεν υπήρχε, οι στίχοι ήταν στο τετράδιο και μάλλον ανήκαν στον ίδιο τον Μάνο. Έξι οργανικά ήταν όλα κι όλα. Μου κάνει ο Ράλλης: «Έλα, εντάξει, κάνε το κορόιδο, γιατί ο Χατζιδάκις είναι τσακωμένος με τον Λαμπρόπουλο αυτή την περίοδο και δεν θα του κάνει δίσκο»…

Που ο Χατζιδάκις, εν τω μεταξύ, βρισκόταν στην Αμερική από το ’66…

Ακριβώς! Αυτά γίνονται μεσ’ στη χούντα λίγο πριν αρχίσουν να στέλνουν κόσμο στη Γυάρο. «Μη μιλήσεις, μην πεις τίποτα στον Γιώργο Βλάση» συνέχισε ο Ράλλης…Τον γνώρισα τον Βλάση, ήταν ένας ωραίος άντρας αυτός, ψηλός, λίγο μπον βιβέρ κλπ. Τα λέω τα κομμάτια και τα βάζουν στο όνομα μου. Όλο αυτό το διάστημα θεωρούσα ότι θα τα ηχογραφήσω και κάποια στιγμή θ’ αποδοθούν στον Χατζιδάκι, τον δημιουργό τους. Κλείσανε στούντιο και ενορχηστρωτής θα ήταν ο Πάνος Τριανταφυλλίδης, με τον οποίο είχαμε φιλικές σχέσεις. Τραγουδάω τα τέσσερα κι εκεί μαθαίνω ότι δεν τα βρήκαν ο Βλάσης με τον Τριανταφυλλίδη. Τότε μαθαίνω ότι θα έκανε τα υπόλοιπα ο Δήμος Μούτσης. Πάω ένα πρωί στο στούντιο, έρχεται ο Μούτσης αγουροξυπνημένος, με παίρνει παραμέσα και μου λέει: «Τι ακόρντα βάζεις εδώ;»…«Εσύ δεν ξέρεις;» του κάνω…«Κοίτα, έχω ξενυχτήσει, ήπια και λίγο χθες»…Δεν θυμάμαι τι έγινε, αλλά το πράγμα έληξε άδοξα, δεν γράψαμε άλλα. Συμπληρώσαμε τη φωνή μου στα πρώτα με τις ενορχηστρώσεις του Τριανταφυλλίδη.

Μπουάτ «Νεφέλες» γύρω στο 1965: Η Μελίνα Μερκούρη με τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό και τη Μαρλένα Καρρέρ
Τι ιστορία κι αυτή! Ο Ράλλης, όμως, τον πέτυχε το σκοπό του;

Υπάρχει και μια άλλη ιστορία: Ένα βράδυ, είπε να με πάει στο σπίτι μου από το στούντιο της Κολούμπια, στον Περισσό. Δεν γνωρίζω αν εκείνο το διάστημα ήταν ακόμα σύζυγος της Σέβης Τηλιακού, της στιχουργού, ή αν είχαν χωρίσει. Αντί να με πάει σπίτι, μου πρότεινε κάτι άλλο για ξεκούραση μου. Να σκεφτείτε ότι του μιλούσα στον πληθυντικό. Ήθελε τάχα να μου δείξει κάτι. Στρίβει κάποια στιγμή στην Πατησίων και άρχισαν λίγο να με ζώνουν τα φίδια…Κατάλαβα ότι με πήγαινε στη γκαρσονιέρα του. Μπήκαμε, έβαλε μουσική…«Να χορέψουμε;» με ρωτάει…«Δεν χορεύω» του απαντάω…Για καλή μου τύχη χτύπησε το κουδούνι, ήταν ένας γείτονας του. Παίρνω την τσάντα μου, λέω «Να φεύγω, είναι περασμένη η ώρα». Μούτρωσε αυτός! Δεν είχε λεχθεί κάτι, αλλά κατάλαβα που την πήγαινε τη δουλειά! Μέχρι ενός σημείου, λειτούργησε η παιδιάστικη συμπεριφορά μου, να μην καταλάβει δηλαδή ότι τον φοβάμαι. Με γύρισε στο σπίτι κι απ’ την επόμενη μέρα άρχισε να χαλάει η δουλειά με τα τραγούδια του Βλάση – Χατζιδάκι. Τον έψαχνα, πουθενά δεν τον έβρισκα! Μπαίνω στην εταιρεία, λέω στη γραμματέα: «Τον κύριο Ράλλη»…«Δεν είναι εδώ, έχει meeting» μου κάνει αυτή κι εκείνη τη στιγμή ανοίγει η πόρτα του Αντύπα, του διευθυντή, και τον βλέπω μέσα. Γυρνάω και της λέω: «Σοβαρή εταιρεία θα είστε, αν ξέρετε να λέτε και ψέματα»! Έρχεται ο Ράλλης ξοπίσω μου: «Κυρία Δαλάκου, σας θέλω στο γραφείο μου». Πάω μέσα…«Μια κυρία δεν μιλάει ποτέ έτσι» μου κάνει…«Έχετε παρεξηγήσει, ένας κύριος δε μιλάει έτσι, αν έχει μάθει πως έχει απέναντι του μία κυρία» απαντάω…Εκεί έδρασα παιδιάστικα και πήγα κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή, αφού νόμιζα πως με είχαν ακόμη το «νταχτιρντί παιδί» τους. Δεν του είπα ευθέως τι έγινε, απλά ότι «κάποια εμπόδια βάζει ο κ. Ράλλης»! 

Εισακούστηκε το παράπονο σας;

Πως, αμέ…Δυο μέρες μετά μού’ρχεται ένα εξώδικο. Μου έσπαγαν το συμβόλαιο επειδή τάχα μου μια μέρα δεν παρουσιάστηκα στο στούντιο. Το έδωσα, θυμάμαι, σε ένα συγγενή μας δικηγόρο, ο οποίος ήταν αριστερός και δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα, αφού τον τσίμπησαν και τον έστειλαν στη Γυάρο! Ο Κώστας Χατζής, στο μεταξύ, ενώ είχε περάσει πολύς καιρός, ήθελε να με βοηθήσει. Κανόνιζε να έρθει μαζί τους σε συνεννόηση επειδή με ήθελε σαν guest σε μια δική του δουλειά. Έτσι ξανάπεσα μπροστά στον Ράλλη! Ήμουν πεισματάρα και τσαούσω, αυτός πάλι με ψάρευε, δεν έλεγε κάτι συγκεκριμένο. Ήξερα ότι ήθελε έναν πίνακα του πατέρα μου και του τον πήγα! «Κοιτάξτε, επειδή ξέρω ότι έχετε καημό έναν πίνακα από τον πατέρα μου, αυτός σας τον δωρίζει. Χαίρετε»…Έφυγα και δεν του είπα τίποτα άλλο. Από κει και πέρα κατάλαβα ότι σε συνδυασμό με τη λογοκρισία και την απουσία των μεγάλων συνθετών, που έλειπαν στο εξωτερικό, είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν διάφοροι τύποι που δεν ήταν ανάλογου διαμετρήματος.

Και φυσικά να παρακολουθείτε έναν διασυρμό σας.

Ισχύει απόλυτα αυτό που λέτε, γιατί άρχισαν τα σπασμένα τηλέφωνα από εταιρεία σε εταιρεία. Αργότερα στη ΜΙΝΟΣ, κάποιος μου είπε: «Μαίρη, εσύ ξέρουμε ότι δεν είσαι για τα πάρτι»…Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δεν έκανα μεγάλη δισκογραφία, εκεί που τα πράγματα έδειχναν σοβαρά. Ταυτόχρονα με καλούσαν στην επιτροπή λογοκρισίας για τα «Τραγούδια του Θησέα» του Μαρκόπουλου. Με ρώταγε αυτός ο Σπανός, «Τι είναι αυτός ο νιος που μάχεται κλπ.», μου έκαναν ανάκριση, όπου εγώ τους εξηγούσα το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου (γέλια). Παρόλα αυτά, μας είχαν συλλάβει μιαν άλλη φορά και με τον άντρα μου, όπου μας είχαν βάλει χωριστά και μας ρωτούσαν τον έναν για τον άλλον. Να πω ακόμη ότι μας είχε βοηθήσει πολύ μεσ’ στη χούντα ο δημοσιογράφος ο Παλαιολόγος, που έγραφε στο «ΒΗΜΑ».

Με ποιο τρόπο σας βοήθησε ένας δημοσιογράφος;

Αυτός μαζί με έναν φωτορεπόρτερ έπαιρνε σβάρνα όλες τις μπουάτ για ένα μήνα περίπου. Έκανε αφιερώματα, συνεντεύξεις, παρουσιάσεις για το τι ήταν ακριβώς οι μπουάτ. Τρομερά σημαντική η βοήθεια του, γιατί η χούντα απειλούσε ότι θα μας έκλειναν όλους.

Μπουάτ «Απανεμιά»: Η Μαίρη Δαλάκου ανάμεσα στον Σπύρο Παπαδάτο και τον Γιώργο Παπαδάτο. Μαζί τους ο μικρός Μιλού. 
Το 1972, ωστόσο, παρά τα τόσα προβλήματα, κάνατε και δεύτερο δίσκο με τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή.

Κάπου τον είχα γνωρίσει, με είχε ακούσει να λέω ξενόγλωσσα κομμάτια και με ρώτησε «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Ο Βαγγέλης είχε σχέσεις με την Ελβετία, μέσω της αδερφής του, όπως και επαφές με εταιρείες σαν τη Decca. Δικά μου λάθη κι αυτά, όταν απέρριψα τρεις πολύ σπουδαίες προτάσεις για το εξωτερικό, οι οποίες όμως είχαν πέσει πάνω σε πολύ κακές συγκυρίες. Στο δίσκο οι συνθέσεις ήταν δικές μου και δικές του, τον υπογράφαμε μαζί συνθετικά. Η εταιρεία όμως έκλεισε γρήγορα και δεν είχε διάρκεια η δουλειά…Αν θέλετε βέβαια τη γνώμη μου, οι ενορχηστρώσεις και τότε και τώρα δεν με εκφράζουν, υπήρχε μια δυστοκία απ’ την πλευρά των μουσικών.

Πόσο καιρό μείνατε παντρεμένη με τον Καμπάνη;

Ένα χρόνο μόνο, αλλά ήμασταν πολλά χρόνια μαζί, χωρίς να έχουμε συζήσει. Ο γιος μας γεννήθηκε το ’76. Με τον άντρα μου αρχίσαμε να μιλάμε για γάμο όταν έπαιζα στον «Ρήγα» με τους Θάνο και Ανδρέα Μικρούτσικο, τον Καλογιάννη και τη Δημητριάδη. Ξεκινήσαμε μεσ’ στη χούντα χωρίς να μπορούμε να τραγουδάμε αυτά που θέλαμε. Για να πω την αλήθεια, ο Θάνος Μικρούτσικος, που πολύ με συμπαθούσε, είχε δώσει έναν ροκ επαναστατικό τόνο στα «Τραγούδια του Θησέα» του Μαρκόπουλου, που δεν είχαν απαγορευθεί. Με έβαζε να λέω και τα «Νέγρικα» του Λοΐζου, τα οποία επίσης είχαμε κάνει δυνατά, ψιλορόκ! Στη μέση της σαιζόν, έγινε το τελευταίο Πολυτεχνείο. Κλείσαμε και βγήκαμε κι εμείς στους δρόμους. Μια βδομάδα μετά που είχε αλλάξει η κατάσταση, προβάραμε και ξαναβγήκαμε με τα απαγορευμένα του Μίκη, τα «Τραγούδια του Ανδρέα», όλα αυτά. Γινόταν χαμός! Δεν υπήρχε καν χώρος να σταθείς πάνω στη σκηνή του «Ρήγα»! Θυμάμαι οι μουσικοί να μου πετάνε κρεμαστά το μικρόφωνο, αφού στη σκηνή κάθονταν οκλαδόν οι φοιτητές. Πόσο μεγάλη αντίθεση με τις πρώτες μέρες που είχαμε ασφαλίτες στο κοινό! Παντρευτήκαμε τελικά με τον Καμπάνη μιαν άνοιξη εδώ, σε εκκλησιά δικιά μας στη Φιλοθέη.

Χωρίς να σταματήσετε τις εμφανίσεις σας.

Όχι, συνέχιζα. Τραγούδησα στη «Λήδρα» και κάπου εκεί γνώρισα τον Μιχάλη Βιολάρη και κάναμε μια μεγάλη περιοδεία στην Κύπρο για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έπαιξα και με τη Δέσποινα Γλέζου, που μας έβλεπες κι έλεγες ότι είμαστε τελείως διαφορετικές. Γίναμε πάρα πολύ φίλες με τη Δέσποινα. Πρόσφατα άνοιξε και facebook, της έστειλα μήνυμα «Που είσαι εσύ, βρε Δεσποινιώ;» και μου απάντησε «Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» (γέλια) Η Γλέζου προερχόταν από το ροκ, αλλά ένα φεγγάρι με αντικατέστησε στην «Απανεμιά», όταν εγώ έφευγα και πήγαινα να τραγουδήσω στο «Ροντέο» με τον Σαββόπουλο.

Πότε αυτό;

Μόλις είχε φτιάξει τα Μπουρμπούλια. Είχε αρχίσει να το καβαλάει το καλάμι ο Σαββόπουλος! Από κει που με ήθελε παντού μαζί του, μόλις πήγαμε εκεί, είχε την απαίτηση να βγαίνω με ένα παλιοσύνθι για να του φτιάχνω ατμόσφαιρα. Να τραγουδάω εγώ δηλαδή την ώρα της βαβούρας κι αυτός μετά να κάνει το κομμάτι του με τα Μπουρμπούλια. Τον κάλεσα κάποια στιγμή να κουβεντιάσουμε στην «Απανεμιά»: «Να σου πω» του λέω, «εγώ εδώ μέσα που με βλέπεις, είμαι κυρά! Κάνω ότι θέλω και τραγουδάω το πρόγραμμα που γουστάρω. Νιώθω μια χαρά με τον κόσμο που έρχεται. Το κίνητρο μου, αν μείνω στο ”Ροντέο”, είναι να εξελίξω τα κομμάτια μου»…«Α, δεν γίνεται» μου κάνει…«Κι εγώ τότε δεν γίνεται να έρθω»! Τίμια πράγματα! Έφυγα και με αντικατέστησε η Μαρίζα Κωχ, η οποία, όταν τη συνάντησα αργότερα σε έναν δικό της χώρο, μου είπε: «Το τι έχω τραβήξει, δεν μπορώ να σου περιγράψω»!

Τρίτο δίσκο ξανακάνατε τη δεκαετία του 1980 πια. Λογικό με τις στραβές που σας είχαν τύχει…

Έδινα διάφορα demos, μου τα κράταγαν πολύ καιρό, μου έλεγαν να τραγουδήσει μέσα ο τάδε, που δεν είχε καμία σχέση με μένα…Δεν ήθελα να κάνω δισκογραφία μ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε κι εκείνοι ήταν διατεθειμένοι ν’ ασχοληθούν σοβαρά μαζί μου. Τότε ξεκίνησε και η καριέρα μου στη μουσική διδασκαλία που με γέμιζε όσο τίποτα άλλο! Πέρασα κι εγώ καλά με τους μαθητές μου, αλλά κι αυτοί, πιστεύω. Άρχισα να μεταφέρω δημιουργικά πράγματα κι εκεί. Έφτιαξα ένα γκρουπ με μαθητές μου και κάναμε καλοκαιρινές συναυλίες. Αργότερα κάναμε και τη ΜΟΥΣΥΝΚΑ, τον Μουσικό Συνεταιρισμό Καλλιτεχνών, μια ανεξάρτητη ομάδα, με την οποία δισκογραφήσαμε δουλειές, πραγματοποιήσαμε περιοδείες και μια σειρά συναυλιών στο «Ροντέο». Με μαθητές μου επίσης φτιάξαμε μιαν άλλη δραματοθεραπευτική ομάδα που την ονομάσαμε Πειραματάνθρωποι. Μελοποίησα τον «Μικρό Πρίγκηπα» και δώσαμε μια εξαιρετική παράσταση στο «Θέατρο του Ήλιου» στη Φρυνίχου. Κι εκεί πάλι κατραπακιά έφαγα! Στο Ωδείο του Κώστα Κλάββα που δούλευα, επειδή αυτός ήταν πολύ ανταγωνιστικός με τους συναδέλφους του, μου κοινοποίησε μια ωραιότατη απόλυση ενόσω βρισκόμουν στην Ανάφη με τη σκηνή μου. Το λόγο δεν τον κατάλαβα ποτέ. Υποθέτω ότι δεν του άρεσε που είχα βοηθήσει κάποιους Ρώσους άνεργους μουσικούς να πάρουν τα ένσημα τους. Είχαν έρθει αυτοί να τους βοηθήσω, γιατί δεν ίσχυαν εδώ τα διπλώματα τους. Το έχω κάνει πολλές φορές αυτό, να μπαίνω μπροστάντζα για όλους! Αυτούς μετά ο Κλάββας τους «λάδωσε» και τους κράτησε, εμένα όμως μου έστειλε την απόλυση…Μόλις είχα στήσει σκηνή μαζί με τον μικρό μου γιο…

Με τον Μάνο Χατζιδάκι πότε επιτέλους γνωρίζεστε;

Του είχα στείλει πολύ παλιά μια κασετούλα με τη φωνή μου, που μάλλον θα παράπεσε. Γινόταν χαμός στο σπίτι του, ράφια ολόκληρα με κασέτες…Ένας από τους μαθητές μου, λοιπόν, μου έδωσε ένα δείγμα των τραγουδιών του για να του έλεγα τη γνώμη μου. Του είπα πως δεν είχαν δομή. Μου ζήτησε να του δώσω ένα παράδειγμα κι έκατσα και μελοποίησα το «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Το έφτιαξα, αλλά βάλαμε το όνομα του, μια και μου ζήτησε μετά να το τραγουδήσω. Λεγόταν Νίκος Θωμάς.

Δηλαδή στην Κέρκυρα πήγατε, τραγουδώντας Νίκο Θωμά;

Περίπου…Υπήρχε κι ένα ολόδικό μου κομμάτι, το «Ένα Καρότσι», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Το «Ένα Καρότσι» τό’χα γράψει ένα καλοκαίρι που δεν υπήρχε μεγάλη δημιουργικότητα. Είπα να το στείλω στους Αγώνες του Χατζιδάκι. Το μαθαίνει ο μαθητής μου και με παρακαλάει να τραγουδήσω και το «δικό του». Στέλνουμε, λοιπόν, δύο τραγούδια. Χτυπάει λίγες μέρες μετά το τηλέφωνο μου. Το σηκώνω κι ακούω μια φωνή: «Η κυρία Δαλάκου;»…«Ποιος είναι;»…«Η ίδια;»…«Ναι»…«Έχετε στείλει δύο τραγούδια στην Κέρκυρα;»…«Με ποιον μιλάω;»…Δεν μου έλεγε! Τον αναγνώρισα, λέω: «Κύριε Χατζιδάκι, εσείς;»…«Ναι, παιδί μου! Μα που ήσουν εσύ;»…«Εδώ είμαι, κάποτε σας είχα στείλει και μια κασετούλα μου»…«Ξέρεις, παιδί μου, ότι η ερμηνεία σου στο ”Αμαρτωλό”, θα απογειώσει το κομμάτι και θα κερδίσεις το βραβείο;»…«Δεν το ξέρω, αλλά σας ευχαριστώ τόσο πολύ»…«Πες μου, σε παρακαλώ» συνεχίζει ο Μάνος, «ποιος είναι αυτός ο Νίκος Θωμάς;»…Του απαντάω: «Ένας μαθητής μου»…Με ρωτάει αν έχει γράψει άλλα τραγούδια και μετά μου ζητάει να του στείλω εφτά κομμάτια με τη φωνή μου, όποια ήθελα, που να τα παίζω εγώ στο πιάνο…«Είσαι και μουσικός» μου κάνει, «κι εγώ γιατί δεν σε ξέρω;»…Τέλος πάντων, μου είπε στο τέλος να κάνουμε ένα ραντεβού στον «Μαγεμένο Αυλό» και νά’χα μαζί μου κι άλλα τραγούδια του μαθητή μου. Τα έστειλα τα κομμάτια και το ραντεβού μας έγινε αργότερα. Με το που πάω και με βλέπει, μου λέει κατευθείαν: «Αυτός, παιδί μου, δεν είναι συνθέτης. Γιατί τό’κανες αυτό;» και τα ψιλοέχασα. «Λειτούργησα λίγο σαν μαμά κλώσσα» απάντησα…«Και γιατί δεν έβαλες τ’ όνομα σου;»…Είχε πάθει έναν έρωτα μαζί μου ο Χατζιδάκις!

Μιλήστε μου για την εμπειρία στους Αγώνες Κέρκυρας. Από κει ξεπήδησαν και τις δύο χρονιές ονόματα τραγουδοποιών που μας απασχολούν μέχρι σήμερα.

Κάτι είχε γίνει με κάποιο μέλος της επιτροπής. Δεν μπορούσε να παραστεί και αντικαταστάθηκε από έναν άνθρωπο του δήμου, αν τα λέω σωστά. Για μία ψήφο βγήκε πρώτο το τραγούδι με τον Πάνο Τσαπάρα. Θυμάμαι τον Χατζιδάκι που ίδρωνε, όπως μας διηύθυνε, και άλλαζε συνέχεια πουκαμίσες. Εγώ καθόμουν σε μιαν άκρη και ακούμε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού. Έρχεται προς το μέρος μου: «Παιδί μου, δεν το ήξερα, θέλω να με πιστέψεις»…«Δεν πειράζει, κύριε Χατζιδάκι, αρκεί που ζω το τώρα, αυτή τη στιγμή»…Με ανεβάζει στη σκηνή και με βάζει να πω τρεις φορές το «Αμαρτωλό»! Ήθελε να δηλώσει την προσωπική του εκτίμηση. Είχα πάθει κι εγώ έρωτα μαζί του, τον έβλεπα πως παρακολουθούσε την ανάσα μου και πως ήθελε να με προσέξουν οι μουσικοί. Να φανταστείτε, σε μια στιγμή πήγα και τηλεφώνησα στη μητέρα μου, που ήξερα ότι μας βλέπει από την κρατική τηλεόραση: «Μαμά, είμαι ευτυχισμένη» της είπα και τό’κλεισα…Αυτή είναι μια συγκλονιστική στιγμή που θα τη θυμάμαι όσο ζω!

Η εκτίμηση του Χατζιδάκι προς το πρόσωπο σας ήταν δεδομένη, αν σκεφτούμε ότι σας κάλεσε τον ίδιο καιρό να τραγουδήσετε στην «Πορνογραφία» του.

Έβαλε τον μουσικό Κινδύνη, που δούλεψε στην Κέρκυρα, να με ειδοποιήσει ότι με θέλει για τις παραστάσεις της «Πορνογραφίας» που ετοίμαζε με τον Αργυράκη. Ήταν μια περίοδος εξαντλητική από πρόβες, αλλά υπέροχη. Εκεί γνώρισα και τα άλλα παιδιά, τον Λιούγκο, τον Λέκκα, την Κατσαγιώργη, τον Κωνσταντίνο Τζούμα, τη Μαρία Κανελλοπούλου…

Και την Έλλη Πασπαλά.

Όχι, η Πασπαλά δεν ήταν. Η Πασπαλά αντικατέστησε εμένα στο δίσκο. Εγώ είχα αρρωστήσει τότε κι αυτό είναι το μόνο παράπονο που είχα ποτέ από τον Μάνο. Είχα μια χρόνια αλλεργική ρινίτιδα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να στάζουν υγρά πάνω στις φωνητικές μου χορδές και να μη μπορώ να τραγουδήσω. Και τού’λεγα: «Αφήστε με να πάω στο γιατρό σήμερα»…«Όχι, μη φύγεις, σε θέλω εδώ»…Έβγαζα πολλή δουλειά, μάθαινα τα κομμάτια στον Λιούγκο, που δεν ήξερε νότες, κρατούσα το πιάνο, είχα αρμοδιότητες…Θυμάμαι ότι ο Μάνος δεν έδινε το ok στον Άρη Δαβαράκη να γράψει τους στίχους στο κεντρικό τραγούδι με τις «Τρεις Ρόζες» – εγώ έκανα τη Ρόζα Εσκενάζυ και μέχρι το τέλος ήμουν το κεντρικό πρόσωπο της σκηνής. Ελλείψει στίχων, λοιπόν, λέγαμε «λα – λα – λα»…Σαν πιο μεγάλο παιδί, μπορεί να λάτρευα και να λατρεύω τον Χατζιδάκι, όμως του τηλεφώνησα μια μέρα και του είπα: «Ο Τάσος Καρακατσάνης μου είπε να σας θυμίσω ότι εδώ και καιρό αναφέρεστε σε ένα τραγούδι που είναι της Μαρίας» – Μαρία με έλεγε…Δεν απαντάει…«Με ακούτε, κύριε Χατζιδάκι;»…Μου απαντάει: «Εγώ δεν έχω φτιάξει τραγούδι για γυναίκα απ’ τον καιρό της Μούσχουρη»…«Κι εγώ τι πρέπει να κάνω, να βάλω τα κλάματα; Εγώ τραγουδούσα πριν σας γνωρίσω και θα τραγουδάω και μετά»…«Καλά, εντάξει»…«Και κάτι άλλο: Δώστε μας στίχους για τις ”Τρεις Ρόζες”, γιατί πρέπει να τους ποστάρω και έχουμε πρεμιέρα σε λίγες μέρες»…«Εντάξει, θα γράψω δικούς μου στίχους»…Τον πίεσα και για τα μικρόφωνα που επίσης δεν τα ήθελε, αφού η ορχήστρα ήταν στην απέναντι μεριά και δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλον! Μου έλεγε ο Κυριαζής, θυμάμαι: «Πες του τα, πες του τα, του τα λέμε κι εμείς και δεν ακούει». Τέλος πάντων, μας τα έκανε όλα αυτά. Ήμουν σε όλες τις παραστάσεις, ακόμη και στο στούντιο για το δίσκο. Μια μέρα έφυγα με το έτσι θέλω. Πήγε να μου πει «Σε θέλω», αλλά του εξήγησα πως έχω φτάσει στο αμήν και έκλεισα ραντεβού με τον γιατρό μου. Ο γιατρός μου’βαλε χέρι επειδή άργησα. Μου σύστησε αφωνία και μου έδωσε κάτι φοβερές ενέσεις. Έβγαλα την πρεμιέρα κι εκείνη την κρίσιμη μέρα, ο Δαβαράκης μας έφερε στα καμαρίνια τον στίχο που θα τραγουδάγαμε. Ευτυχώς το κομμάτι ήταν στη μέση της παράστασης και προλάβαμε να το μάθουμε. Για μένα είχε μετριαστεί όλη αυτή η δυσάρεστη κατάσταση, αλλά ένιωθα μια πατίνα, πως να το πω…Κάτι μεσολάβησε με τις ημέρες, κάναμε παύσεις, οπότε εγώ είχα κάνει τις αφωνίες μου και του τηλεφώνησα: «Κύριε Χατζιδάκι, εγώ είμαι εντάξει από δω και πέρα». Τον ακούω να μου λέει: «Παιδί μου, με πίεζαν από την εταιρεία και βρήκα μια νέα τραγουδίστρια να πει τα τραγούδια σου»! Έμεινα κόκαλο! Ήταν σαν να με απάτησε ο αγαπημένος μου…Δεν του είπα τίποτα, τι να τού’λεγα; Με πείραξε γιατί είχα πέσει με τα μούτρα…

Έμαθε ποτέ ο Χατζιδάκις για τα τραγούδια του Βλάση;

Θα σας πω…Ο Βλάσης πήρε τα τραγούδια και τα κυκλοφόρησε στον Καναδά με το όνομα μου, κανονικά, ως τραγουδίστρια. Εκείνος ως Γιώργος Βλάσης, φυσικά. Στις πρόβες της «Πορνογραφίας», έρχεται μια μέρα ο Μάνος, σηκώνομαι εγώ απ’ το πιάνο και μου κάνει «Όχι, μη σηκώνεσαι». Παίρνει ένα σκαμπό και κάθεται δίπλα μου. Αρχίζω να του παίζω τα κομμάτια αυτά. «Δικό σας δεν είναι αυτό;»…Και μετά: «Κι αυτό;»…Παθαίνει πλάκα! «Που τα ξέρεις εσύ αυτά τα τραγούδια;»…Του λέω όλη την ιστορία…«Που ειν’ αυτός τώρα, ξέρεις;» με ρωτάει…«Μου είπαν ότι πλέον δουλεύει στην Ολυμπιακή»…Ο Βλάσης, πράγματι, ήρθε απ’ τον Καναδά, δούλεψε στην Ολυμπιακή, απ’ όπου έφυγε με τον βαθμό του διευθυντή και, όπως αποδείχτηκε, ήταν για ένα διάστημα ο γραμματέας του Χατζιδάκι, που του τα’χε κλέψει! Με παρακάλεσε να τα τραγουδήσω και να του τα δώσω σε μια κασέτα να τά’χει για το αρχείο του. Το έκανα, αλλά δεν νομίζω να έγινε και τίποτα στη συνέχεια. Αργότερα, ένας φίλος παραγωγός ανακάλυψε ότι τα δύο που δεν τα είχα πει, τα ενορχήστρωσε τελικά ο Δήμος Μούτσης και τα τραγούδησε η Ζωζώ Κυριαζοπούλου. Του τηλεφώνησα πάλι του Μούτση, αλλά δεν θυμόταν τίποτα…

Η Μαίρη Δαλάκου (στη μέση) στην παράσταση «Πορνογραφία» (1982) του Μάνου Χατζιδάκι
Φοβερή ιστορία είναι αυτή με τα κλεμμένα τραγούδια του Χατζιδάκι! Την Έλλη Πασπαλά τη συναντήσατε ποτέ;

Πέρασα μετά από τον Σείριο, στις παραστάσεις του Χατζιδάκι, γιατί αυτός που’χε την επιχείρηση ήταν ο Λάκης Τελκής, ο γαμπρός του Κώστα Χατζή. Αυτός μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Έλα, θα χαρεί να σε δει ο Χατζιδάκις». Πήγα…Στο διάλειμμα, κατέβηκα στα καμαρίνια, συνάντησα την Πασπαλά, χαιρετηθήκαμε. Ο Μάνος σηκώθηκε, με αγκάλιασε, με φίλησε. Εγώ μόλις είχα κάνει, το ’86, τον τρίτο δίσκο μου, το «Μετά την παράσταση». Μου λέει ο Μάνος: «Άκουσα κάποια τραγούδια σου στο ραδιόφωνο. Δεν είναι του ύψους σου»! Απαντάω: «Δεν πειράζει. Όλοι έχουμε δικαίωμα να παίξουμε, ανάλογα με την ψυχική στιγμή που βρισκόμαστε και συν τοις άλλοις ήμουν πολύ ερωτευμένη όταν τα έγραφα»…Χαμογέλασε…«Καλά! Γράφεις;»…«Πως δε γράφω!»…«Θα μου φέρεις μια κασέτα σου;»…«Γιατί, κύριε Χατζιδάκι, έχετε άδεια ράφια;»…Αυτό ήτανε! Ο Λιούγκος με έπιασε και μου είπε πως ο Μάνος έλεγε τα καλύτερα για μένα, ότι «αυτή είναι αυτόφωτη, δεν έχει ανάγκη κανέναν» κλπ.

Το «Μετά την παράσταση» εμένα μού’χε αρέσει, ήταν ένα αμιγώς ροκ άλμπουμ.

Ναι, ροκ θα τον έλεγες, που έπαιξαν μέσα καλοί μουσικοί. Μου άρεσε εμένα η ροκ μουσική κι ήθελα κάτι άλλο, έχοντας φάει τα στραπάτσα μου από το έντεχνο. Ήθελα κάτι πιο ανατρεπτικό, πιο ζόρικο, πιο ελεύθερο. Λίγο μετά αρχίσαμε να στήνουμε το home studio μας με τον γιο μου, τον Κωνσταντή. Φτιάξαμε ένα γκρουπ ηλεκτροακουστικό, με το οποίο δώσαμε πάρα πολλά και ωραία live. Πήρα ένα σύνθι κι έπαιζα όρθια γιατί ήθελα ελευθερία στο σώμα. Ο γιος μου έπαιζε βιολοντσέλο, είχαμε δωδεκάχορδη κιθάρα, μπάσο, τύμπανα και μετά προσθέσαμε ένα φλάουτο και ένα όμποε. Από το σχήμα περνούσαν μαθητές μου, εννοείται.

Το ροκ, ας το πούμε, χαρακτήρισε τη δεύτερη ή την τρίτη καριέρα σας. Κάνατε πολλές ανάλογες συνεργασίες.

Βέβαια. Κάναμε ένα σχήμα με τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη που είχε τη Λερναία Ύδρα και παίζαμε στο «Ηλεκτρόνιο», ένα ροκ κλαμπ χαμηλά στη Χαίιδεν. Ήμασταν ο Ηρακλής, η Δέσποινα Γλέζου, ο Άγγελος Σκορδίλης κι εγώ. Ταιριάξαμε πάρα πολύ ωραία! Δεν ήμουν καθόλου έξω απ’ τα νερά μου, αφού ένα ροκ στοιχείο ανέκαθεν υπήρχε μέσα μου.

Και επίσης ουδέποτε περάσατε από τις λαϊκές πίστες όπως έκαναν άλλοι κι άλλοι συνάδελφοί σας.

Όχι, ποτέ. Κι όποια λαϊκά τραγούδια αγάπησα, δεν προσπάθησα να τα αποδώσω παίζοντας λαϊκά με τη φωνή μου. Θεωρούσα ότι θα’ναι κάτι ψεύτικο. Προσπάθησα να λέω τα τραγούδια με έναν συναισθηματικό τρόπο, που άγγιζε εμένα.

Και φτάνουμε στο 2002 με τις «Κόκκινες μπογιές», όπου εκεί περνάτε σε έναν αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο.

Συνεργαστήκαμε εκεί με τον μαθητή μου, τον Αντώνη Καρατζίκο, που μου έφερε τα κείμενα του. Είχε μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο αυτός. Μου ζήτησε να του δώσω μελωδίες για να έγραφε στίχους πάνω τους. Έτσι έφτιαξε το πρώτο κομμάτι, τις «Κόκκινες μπογιές». Με το που τ’ άκουσα, εντυπωσιάστηκα με το πόσο ένας άνθρωπος κατάφερε να αποδώσει όλα όσα είχα μέσα μου. Από τότε, κάναμε κι άλλα κομμάτια, έγραψε και αγγλικούς στίχους σε μουσικές του γιου μου, ο οποίος είναι ηλεκτρονικός μουσικός και συνθέτης.

Ακολούθησε το δικό σας δρόμο ο γιος σας.

Έπαιζε μαζί μου για πάρα πολλά χρόνια, αλλά άρχισε να εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη μουσική τεχνολογία. Τις «Κόκκινες μπογιές» εδώ μέσα τις φτιάξαμε και όχι με τον απόλυτα σύγχρονο ηλεκτρονικό τρόπο.

Λογικό, πάνε σχεδόν και 20 χρόνια απ’ αυτή τη δουλειά.

Έτσι, γι’ αυτό και τη μίξη την κάναμε έξω, σε άλλο στούντιο.

Σε τι φάση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό, κυρία Δαλάκου;

Έχω κάνει ένα δίσκο με τίτλο «Όλα αλλάζουν», που κυκλοφορεί ψηφιακά σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπως και στο bandcamp. Επίσης, πήρα την άδεια από την Hitch Hyke που έκλεισε και έβαλα και τις «Κόκκινες μπογιές» στο bandcamp. Άσ’ τα να υπάρχουν…Τώρα ετοιμάζω τον «Βυθό», έναν υπέροχο κύκλο τραγουδιών του Φώντα Λάδη με κάποια κομμάτια γραμμένα από παλιά, που τα’χα πάει και του Χατζιδάκι σε κασέτα. Εννοείται πως σήμερα ο ήχος μεταλλάχτηκε. Θα τον έλεγα ambient. Εδώ θέλω να’μαι τώρα!

Σας βρίσκω, λοιπόν, δημιουργική να ασκείτε την τέχνη σας, αλλά και την κριτική σας στα κακώς κείμενα μέσω των social media.

Δεν μ’ αρέσει να μπαίνω σε κουτάκια. Προέρχομαι από το ΚΚΕ Εσωτερικού, αλλά θέλω να’μαι ελεύθερη να κριτικάρω, ακόμη κι αυτά, στα οποία πρόσκειμαι ιδεολογικά. Σαφώς ρέπω σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αφού κάποια πράγματα δεν αλλάζουν κι εγώ ποτέ δεν βρέθηκα απ’ τό’να άκρο στο άλλο! Μουσικά, είναι πολύ λίγα τα πράγματα που θα με κάνουν να πω: «Α, για κάτσε ν’ ακούσω τι είναι αυτό»…Νομίζω πως κάποιοι καλλιτέχνες ακόμη είναι εγκλωβισμένοι στο ίματζ τους και δεν θέλουν να ρισκάρουν.

Υπάρχουν στεγανά στη μουσική κατά τη γνώμη σας;

Όχι, δεν έχω στεγανά, ανεξάρτητα αν τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα μέσα μου. Όσα ακούω και μου αρέσουν, μπορεί να’ναι κάποια απ’ αυτά που δεν θα επέλεγα να τραγουδήσω εγώ. Ξέρω, νιώθω τι είναι αυτό που μου πάει και δεν θα με «τραβήξει» κάτι ξένο.

Πότε με το καλό θα βγει ο νέος δίσκος σας;

Πολύ σύντομα, πιστεύω. Από την προηγούμενη εταιρεία, τη Hitch-Hyke, μου έδωσαν ιδέες μήπως βγει σε CD κανονικά, όχι ψηφιακά δηλαδή. Θα το ήθελα και για τον Φώντα τον Λάδη, να είμαι ειλικρινής, αφού η προηγούμενη δουλειά μου ήταν σε δικούς μου στίχους. Δουλεύουμε πολύ αρμονικά με τον γιο μου και σε απόλυτη συνεννόηση. Εγώ συνθέτω, ενορχηστρώνω, γράφω τις φωνές και μετά τα παίρνει αυτός και τα επεξεργάζεται ηλεκτρονικά. Ο Κωνσταντής μένει μόνιμα στη Φραγκφούρτη.

Άρα μια μοναξιά θα τη νιώθετε κι εσείς εδώ μέσα.

Όχι, γιατί πλέον έρχονται πάρα πολύ συχνά με την κοπέλα του, τέσσερις φορές το χρόνο. Μετέφερε με φορτωτική όλο το στούντιο του μέσα, εδώ, όταν τέλειωσε τις σπουδές του στην Αγγλία. Δεν είναι πια ο ερασιτέχνης που ήταν, τότε που φτιάχναμε τις «Κόκκινες μπογιές». Κάνει παραγωγές, ασχολείται και όποτε είναι εδώ δουλεύουμε.

Φίλοι σας ποιοι θα λέγατε ότι είναι σήμερα;

Φίλος μου είναι ο Δημήτρης Λέκκας, τον νιώθω πολύ δικό μου άνθρωπο. Υπάρχουν κι άλλοι που δεν βλεπόμαστε τόσο συχνά, όπως ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης, με τον οποίο ανέκαθεν συνεννοούμασταν με λίγα, όχι περιττά. Έχω καλούς φίλους πολλούς από τους μαθητές μου, είμαστε σαν οικογένεια. Μιλάω τακτικά στο facebook με τον Γιάννη Σιαμσιάρη, που τον λατρεύω. Με τον Μιχάλη Τρανουδάκη, επίσης, που τον ξέρω από τη συνεργασία του τα πρώτα χρόνια με τη Σοφία Μιχαηλίδη.

Μου εμπιστευθήκατε τη ζωή σας όλη και σας ευχαριστώ ειλικρινά. Πως θα θέλατε να κλείσουμε;

Μ’ αυτό που έλεγα τις προάλλες με μια φίλη μου: Νιώθω καλά όσο είμαι όρθια και ενδιαφέρομαι ακόμα να γράφω μουσική. Νιώθω πιο ελεύθερη τώρα. Παρόλο που πέρασα καλά με τους μαθητές μου, ήταν και πολλά τα χρόνια, 35 για την ακρίβεια. Εγκλωβίστηκα λίγο στα ωδεία, αν και καταλαβαίνω πως οι μαθητές μου έζησαν μοναδικές εμπειρίες. Κι εγώ πέρασα καλά, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτή τη στιγμή κάνω ότι θέλω, με την άνεση που θέλω, και σταματημό δεν έχω. Ελπίζω να καταφέρω να ξεκινήσω κι αυτό το βιβλίο που πάντα ήθελα να γράψω, για το οποίο μου έλεγε ο φίλος μου, ο Χάρης Κατσιμίχας: «Γράψ’ το, μωρή Δαλάκου! Και φωτοτυπημένο να μας τό’δινες, εμείς και πάλι θα το πληρώναμε, θα το αγοράζαμε» (γέλια)

Μαίρη Δαλάκου - Μπόσκο (Σεπτέμβριος 2019)
* Η συνέντευξη με τη Μαίρη Δαλάκου πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της τον Σεπτέμβριο του 2019

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr