Δεν θυμάμαι ποιος με είχε στείλει στην Αλεξάνδρα για συνέντευξη και, μάλιστα, μία από τις πρώτες μου συνεντεύξεις. Η Μαρίζα Κωχ; Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος; Δεν θυμάμαι καθόλου 25 χρόνια μετά. Θυμάμαι μόνο πως περίμενα να
ανοίξει η πόρτα του σπιτιού, κάπου στα Ιλίσια, και νά'βλεπα ένα κορίτσι με
αγορίστικο μαλλί και με παντελόνι - καμπάνα, που θά'χε μια μαργαρίτα κεντημένη
απάνω του. Έτσι την είχα δει από φωτογραφίες στο «Χάραμα» δίπλα στον
Τσιτσάνη. Τελικά με υποδέχτηκε μία ώριμη γυναίκα με μακριά μαλλιά και ένα μακρύ
αέρινο φόρεμα. Δεν ήταν η Μία Φάροου της Μεσογείου, όπως θα την
κινηματογραφούσε ένας Πολάνσκι, αλλά η Τσαβέλα Βάργκας ενός Αλμοδόβαρ στο
κέντρο μιας άδειας - καληώρα - καλοκαιρινής Αθήνας.
«Έλα, πέρασε, αλλά ξέχνα το κασετόφωνο σου» μου είπε, «θα πούμε πράγματα μόνο για τους δυο μας». Άλλη μία φορά θα μου ξανασυνέβαινε αυτό, πολλά χρόνια μετά, με τον Γιώργο Ρωμανό. Ευτυχώς και στις δύο περιπτώσεις, το κασετοφωνάκι έγραφε ερήμην των συνομιλητών μου. Αδύνατο να πήγαινα στης Αλεξάνδρας και να μην έπαιρνα μαζί μου τα λόγια της! Ήταν Ιούλιος του 2001 ή του 2002, νομίζω.
Ένα πέπλο καπνού μας σκέπαζε μονίμως. Και βαριά μυρωδιά από ινδικά sticks. «Σε πειράζουν;» με ρώτησε. Και μετά: «Μου τα έμαθε η Φλέρυ Νταντωνάκη το 1973 στην Πλάκα».
Η Αλεξάνδρα πήρε στα χέρια της τον ταμπουρά. «Μελετώ ταμπουρά, γράφω τα απομνημονεύματα μου κι εγώ» με ενημέρωσε. Μην έχοντας ξαναδεί ταμπουρά, της τον πήρα σχεδόν από τα χέρια για να τον παρατηρήσω. Συνέχισε: «Ο Μάνος ήθελε να κάναμε δίσκο στον Σείριο μόνο φωνή - ταμπουρά. Πήγα τις προάλλες στου Γιώργου Μητρόπουλου την εκπομπή και έπαιξα επί δύο ώρες ταμπουρά. Μου λες τι θα γίνει αυτή η ηχογράφηση;» Και τότε συνέβη το θαύμα! Η Αλεξάνδρα άρχισε να παίζει την «Προσωπογραφία της Μητέρας μου» από «Το χαμόγελο της Τζοκόντας»! Ναι, Χατζιδάκις με ταμπουρά κι εγώ είχα απέναντι μου ένα στοιχειό από παραμύθια Ανατολής και Δύσης. Την ίδια απερίγραπτη αίσθηση θα βίωνα πάλι πολλά χρόνια μετά στα Ανώγεια, εκεί που ο Ψαραντώνης έπιασε τη λύρα του και έπαιξε «Όμορφη πού'ναι η Κρήτη» από τον «Καπετάν - Μιχάλη».
Πως να ξεκινούσα μία συνέντευξη που γινόταν και δε γινόταν; Πως να έχανα τη μαγεία μιας κατ' ιδίαν επαφής με έναν καλλιτέχνη που γούσταρα; Επέλεξα να την «πάω» στην τέχνη της υποκριτικής. Αυτό μου έβγαζε ως περσόνα, μία γυναίκα που έφερε την απώλεια εντός της και έπαιζε μουσική, τραγουδούσε για να ξορκίσει το αρνητικό τούτο συναίσθημα.
Και η Αλεξάνδρα ξεκίνησε την αφήγηση της. Πάντα με τον ταμπουρά στα χέρια, ραψωδός σκοτεινών Μεγάρων και ταπεινών μετεμφυλιακών αυλών:
Ήμουν ένα κορίτσι που του άρεσαν οι Beatles και το shake, αλλά με κέρδισε το λαϊκό τραγούδισμα της χώρας μου.
Μπήκα στη δισκογραφία το ΄70 περίπου. «Η δουλειά κάνει τους άντρες» του Λοΐζου ήταν το πρώτο μου κομμάτι. Γινόταν αυτό τότε, τα τραγούδια ταξίδευαν με πολλούς διαφορετικούς τραγουδιστές.
Κάπου εκεί γνώρισα τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ωραίος! Ένας! Αγαπούσε τα κορίτσια και δεν φερόταν τσιγγούνικα! Έγραψα τα «Μούρα» του και μοιράστηκα δισκάκι με την Πόλυ Πάνου. Από τον Τσιτσάνη γνώρισα όλους τους μεγάλους της εποχής, τον Μπιθικώτση, τη Γαλάνη, τον Πουλόπουλο, τη Ρένα Κουμιώτη, τον Κόκοτα. Του άρεσαν τα επιφωνήματα που έβγαζα, με έλεγε «σοπράνο μου»! Με τον Τσιτσάνη είχαμε τραγουδήσει και με την Κωχ. «Ρεμπετάκι μου» με φώναζε η Μαρίζα, καλή της ώρα, δίνοντας μου θάρρος στα πρώτα μου βήματα! Ήμουν η πρώτη που ξανάγραψα το «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη» μετά τη Μαρίκα Νίνου. Από μένα η Κωχ το άκουσε και το έβαλε σε δικό της δίσκο λίγο μετά.Τραγούδησα Μαρκόπουλο σε στίχους Μιχάλη Κατσαρού. Μεγάλος ο Μαρκόπουλος, ήξερε από μουσική όσο λίγοι. Επιστροφή στις ρίζες και στις πρίζες! Εκεί ήμουν με τον Παύλο Σιδηρόπουλο στο στούντιο. Τον ξέρεις τον Παύλο; Τά'δε όλα το παλικάρι κι έφυγε. Τον γούσταρα και με γούσταρε, κάναμε παρέα, ταιριάζαμε. Ένας Θεούλης ήταν ο Παύλος. Σεβόταν το διαφορετικό από τον εαυτό του.
Ιδιαίτερη δουλειά αυτή με τον Θεόφιλο, με τον Νότη Μαυρουδή και τον Άκο (σ.σ. εννοούσε το άλμπουμ «Ζωγραφιές απ' τον Θεόφιλο» σε μουσική Νότη Μαυρουδή και στίχους Άκου Δασκαλόπουλου). Δεν ήταν λαϊκός δίσκος, είχε κάτι το μυθολογικό. Τραγουδούσα με τον Χάρη Γαλανό και τον Γιώργο Μουφλουζέλη - με τον Μουφλουζέλη και τους παλιούς ρεμπέτες είχε κόλλημα ο Πατσιφάς, ήθελε να τους αναστήσει και το πετύχαινε! Καλός άνθρωπος ο Μουφλουζέλης. Εκείνες τις μέρες συνάντησα τη Σωτηρία Μπέλλου στη Lyra. Υπήρχε ένας πίνακας με τα πορτραίτα όλων των νέων τραγουδιστριών που προωθούσε ο Πατσιφάς - και το δικό μου μέσα σ' αυτά. Η Μπέλλου όλες μας «έψελνε», αλλά είχε μεγάλη πλάκα.
Δεν ήμουν η Βούλα Σαββίδη που είπε «Τα Πέριξ» και έγραψε ιστορία δίπλα στον Χατζιδάκι. Εμένα με προστάτευε ο Πατσιφάς, μου έδωσε βήμα από το ξεκίνημα μου μέχρι το θάνατο του. Αυτός με γνώρισε στον Χατζιδάκι. Ο Μάνος πρόθυμα δέχτηκε να πω τα τραγούδια του, τα παλιά τα λαϊκά. Ήθελε να με δοκιμάσει κιόλας, σκεπτόμενος και την πορεία μου με τον Τσιτσάνη. Έτσι, μου έδωσε και μερικά από την «Ελένη» που τά'χε μόλις βγάλει με έναν τραγουδιστή που δεν τον πολυπίστευε. Τα είχαν μαγειρέψει καλά ο Πατσιφάς με τον Μάνο για εκείνο το δίσκο που τελικά ξανάπε η Δημητριάδη και τον κέρδισε με το σπαθί της.
Το ΄81 ήμουν η πρώτη που άκουσα το «Σαμποτάζ» της Πλάτωνος και έπαθα πλάκα! Πήγα στον Πατσιφά, «Τι αριστούργημα είναι αυτό που κάνατε;» του λέω, «Κάτσε να πάρουμε τη Λένα να της το πεις» μου κάνει. Την πήραμε, της ευχήθηκα τα καλύτερα, ξαναβρεθήκαμε με τη Λένα χρόνια μετά στο σπίτι της Νίνα Ναχμία. Κι αυτή μού ταίριαζε πολύ σαν άνθρωπος, η ηλεκτρονική μάγισσα, λέγαμε για τα ερωτικά μας για ώρες στο τηλέφωνο.
Κάπου εδώ η κασέτα με τη φωνή της Αλεξάνδρας τερμάτισε. Η συνέντευξη θα δημοσιευόταν στον «ΗΧΟ», κάτι που ποτέ δεν έγινε, αφού δεν είχα παραδώσει τίποτα. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ηλεκτρονικά με ελάχιστες περικοπές στο LIFO.gr στη μνήμη μιας μοναδικής ιδιοσυγκρασιακής καλλιτέχνιδας που έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιουλίου του 2015 σε ηλικία 64 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου