Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Ηρώ Κυριακάκη: «Ανέκαθεν ήμουν φαν του εξπρεσιονισμού στην ερμηνεία» (η σπάνια αφήγηση ζωής της αγαπημένης 93άχρονης ηθοποιού)

Την αναζητούσα πολλά χρόνια για μία συνέντευξη. Δεν είχα ιδέα ότι η Ηρώ Κυριακάκη κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας και συχνάζει σ’ ένα συγκεκριμένο καφέ. Την είδα να έρχεται στο ραντεβού μας ντυμένη στα άσπρα, περιποιημένη και γελαστή. Σαν ένα κλαράκι αδύνατη είναι, που φοβόμουν μη σπάσει καθώς της κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Ακόμη κι εκεί δεν σταματούσε να λέει ιστορίες από έναν βίο πλήρη εμπειριών όλο χιούμορ – χαρακτηριστικό της αναλλοίωτο στο πέρασμα τόσων χρόνων. Τη μερίδα του λέοντος στη συζήτησή μας κατέλαβαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τα «Κόκκινα φανάρια», η θητεία της στο θέατρο και στις υπόλοιπες λίγες κινηματογραφικές ταινίες που έκανε, αλλά και η σχέση της με τον σκηνοθέτη – ποιητή Σταύρο Τορνέ με τον οποίο έζησαν μαζί για περισσότερο από μία δεκαετία. Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνει έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Κυρίες και κύριοι, η Ηρώ Κυριακάκη με εξαιρετική διαύγεια αφηγείται την 93χρονη ζωή της.

Μου λέγατε πως κάνατε εξετάσεις πρόσφατα.

Ναι, γι’ αυτό νιώθω και λίγο κουρασμένη. Μου βρήκανε ανεβασμένη την ουρία. Οι δικοί μου πάλι όπως τους θυμάμαι δεν είχαν σοβαρά προβλήματα εκτός από υψηλή πίεση. Μακάρι όλα να πηγαίνουν καλά για όλους, γιατί εγώ τώρα είμαι μόνη μου. Δεν πολυβγαίνω, εκτός απ’ αυτό το σύγχρονο ιατρικό κέντρο που’ναι στην Πατησίων. Μη σας ζαλίζω, όμως, αυτά είναι γεροντικά πράγματα.

Καθόλου δε με ζαλίζετε. Να πείτε ότι θέλετε…Τι ζώδιο είστε;

Είμαι Υδροχόος.

Κι εγώ το ίδιο.

Ναι, ε!

Του Φλεβάρη είστε;

Του Γενάρη, αλλά δεν ξέρω πολλά πράγματα. Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1932, γι’ αυτό σας λέω γεροντικά πράγματα τώρα (γέλια). Και μάλιστα όταν γεννήθηκα μέσα στα κρύα και τα χιόνια, βγήκε ο ήλιος, οπότε ο πατέρας μου είπε: «Το μωρό μας έφερε τον ήλιο».

Ήσασταν πολλά παιδιά;

Όχι, μια αδερφή είχα μόνο μεγαλύτερη κατά πέντε χρόνια. Εμένα με κάνανε για να παίζει η Μαρία, ένα πάρα πολύ όμορφο παιδί, αγγελούδι, που όπου τη βάζανε καθότανε. Τα παιχνίδια της έρχονταν από το εξωτερικό, αεροπλανάκια που πετούσαν κλπ. Τι πλάκα που είχανε!  Έκανε παρέα με τους μεγάλους, δεν έπαιζε με παιδιά, δεν της άρεσε.

Τι έκανε στη ζωή της η Μαρία;

Ζωγράφος ήτανε. Καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο. Τη θυμάμαι πάρα πολύ συχνά… Ευτυχώς ερχόταν και μέναμε μαζί σ’ ένα στούντιο που έχω εδώ κοντά. Ήταν πολύ διαφορετική από μένα. Εγώ ήμουν τρελόπαιδο. Έπαιρνα όλα τα αεροπλανάκια της Μαρίας και έπαιζα. Ήμουν ζωηρή (σ.σ. ζητάει ένα χαρτομάντιλο) Δεν μπορώ, δακρύζουνε συνέχεια τα μάτια μου. Μ’ έχει ταράξει αυτό το νέφος. Ο ήλιος; Αλλεργία; Ο καιρός; Δεν ξέρω…

Και οι γονείς;

Ο πατέρας μου ήταν του Πολεμικού Ναυτικού. Με μέσο τους Κουντουριωταίους, το πρώτο αεροδρόμιο που έγινε στην Ελλάδα ήταν εκεί που είναι τώρα το Ίδρυμα Νιάρχος. Έπειτα μετά από αεροδρόμιο, έγινε ζωολογικός κήπος και μ’ αυτές τις δουλειές καταπιανόταν ο πατέρας μου. Η μητέρα μου δεν ασχολιόταν με τίποτα ιδιαίτερο, οικιακά. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν από την Κρήτη. Μαζί με άλλες τρεις – τέσσερις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Πόρο. Η γιαγιά μου – εγώ δεν τη γνώρισα – όταν πέθανε ο άνδρας της, ο παππούς μου, παντρεύτηκε τον περίφημο Κουμάνταρο. Ο πατέρας μου είχε μια αδερφή μεγάλη και ήταν ο Βενιαμίν. Αυτή παντρεύτηκε τον Κουντουριώτη, που είχε διώξει τους Τούρκους, κι έτσι ο πατέρας μου είχε το μέσο που είπα πριν. Αν και όλοι τους ήτανε βασιλόφρονες, ο πατέρας μου είχε μεγάλη εκτίμηση στον Βενιζέλο. Κι όταν του είπα πως θα γίνω ηθοποιός, με κοίταξε καλά – καλά και μου απάντησε: «Αν είναι να γίνεις Κοτοπούλη» (γέλια). Είχε χιούμορ, μια κι εγώ δεν ήμουν ποτέ η «ωραία», ξέρετε, η «ενζενούλα» της εποχής. Όταν πέθανε και τον έχασα, το χτύπημα ήταν μεγάλο.

Ηρώ Κυριακάκη - Νότης Περγιάλης στα «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη
Πότε ανακαλύψατε τις καλλιτεχνικές τάσεις;

Εγώ σπούδασα εγγλέζικη λογοτεχνία. Ήθελα πάρα πολύ να σπουδάσω ιστορία, αλλά τότε υπήρχε ένα μόνο πανεπιστήμιο. Πάνω σε μια κρίση υγείας ανακάλυψα την τέχνη. Είχα πόνους και με τρέχανε από γιατρό σε γιατρό. Είχε παρουσιαστεί ένας όγκος στο κάτω μέρος της κοιλιάς, στη μήτρα. Στα μέσα του ’50 ένας τέτοιος όγκος ήταν τελειωμένη κατάσταση. Είπα τότε στον εαυτό μου πως δεν θα κάνω εγχείρηση και θα κοιτάξω να βρω αλλού διέξοδο. Άλλος έλεγε να τον βγάλω, άλλος να μην τον βγάλω. Στα χέρια μου έπεσε μια συντηρητική δευτεροκλασάτη εφημερίδα που έγραφε ότι παρατείνονται οι εξετάσεις στη δραματική σχολή Ιωαννίδη. Ε, εκεί έμελλε να τους γνωρίσω όλους! Και ποιον δεν γνώρισα δηλαδή!

Θυμάστε ονόματα, πρόσωπα;

Βέβαια! Πρώτον απ’ όλους γνώρισα τον Κώστα Φέρρη, που με έστειλε στον Κουν. Πολύ μου στάθηκε ο Κώστας, όχι μόνο τότε, αλλά και όταν γύρισα μετά από πολλά χρόνια από το εξωτερικό που δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ πάλι με το θέατρο. Ας πάμε τώρα σε εκείνα τα χρόνια. Υπήρχε ένας σκηνοθέτης, ο Δήμος Θέος, που θα έκανε μία ταινία…

Τον γνωρίζω, ήταν δάσκαλος μου στη σχολή κινηματογράφου.

Τον Δήμο τον πάντρεψα κιόλας με την Κική, με την οποία είχαμε δώσει μαζί εξετάσεις στου Κουν. Πολύ καλό παιδί ήταν ο Θέος και καλός σκηνοθέτης, αλλά δεν φρόντισε πολύ το έργο του. Όταν θα έκανε τη «Διαδικασία» το 1975 – 76 με έπιασε και με ρώτησε αν ήθελα να έχω μία εποπτεία στα κοστούμια. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά, αν και δεν ήξερα πολλά από κοστούμια, θυμόμουν όμως τα μαθήματα του ενδυματολόγου Στεφανέλλη στη σχολή του Κουν.

Θυμάστε πότε γνωρίσατε για πρώτη φορά τον Σταύρο Τορνέ;

Στη σχολή Ιωαννίδη. Καθόταν σε μια γωνιά και φορούσε μια πέτσινη σάκα – τι είχε μέσα, ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Με τη γόπα του ενός τσιγάρου, άναβε το επόμενο. Δεν τον μπορούσα πολύ…

Που να φανταζόσασταν! 

(γέλια) Που να φανταζόμουν! Αυτά γίνονται Νοέμβρη μήνα, τέλη του ’50, όταν είχαν παραταθεί οι εισαγωγικές στη σχολή. Διευθύντρια σπουδών ήταν η κυρία Τσούκα κι εγώ πήγα εκεί μ’ έναν Παλαμά. «Μα, Παλαμά; Καβάφη έπρεπε να απαγγείλεις» με πρόγκηξε μετά ο Φέρρης. Εκεί ήταν ακόμη ο Αδαμόπουλος, που έγινε πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, αλλά και ο Κώστας Σφήκας, αυτός ο θαυμάσιος ανεπανάληπτος άνθρωπος! Τι υπέροχος που ήταν εκεί που χανόταν στη θάλασσα με την ομπρέλα.

Αναφέρεστε στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου.

Ακριβώς. Τότε που ο Θέος έκανε τη «Διαδικασία» εγώ επιστράτευσα όλες μου τις μνήμες από την πρώτη θητεία μου στο θέατρο, προτείνοντας του να έπαιρνε ηθοποιό τον Μηνά Χρηστίδη, αλλά δεν του άρεσε. «Θα έρθει ο Σφήκας τελικά» απεφάνθη ο Δήμος. Κι ας είχε κάνει ήδη δύο μέρες γυρίσματα. Ο Σφήκας είχε πολύ ωραίο ρόλο στην ταινία. Εγώ έπαιξα μία Ιέρεια, αλλά τουλάχιστον μ’ αυτή την ταινία πήγα για πρώτη φορά στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Οι συνταγματάρχες είχαν φύγει. Να με συγχωρείτε που λέω «συνταγματάρχες» και δεν μπορώ να πω «η δικτατορία του Παπαδόπουλου», αλλά δεν μου βγαίνει. Κακό δικό μου, βέβαια. Σάμπως κι εγώ δεν την πλήρωσα πολύ ακριβά επί των ημερών τους;

Τι σας κάνανε;

Μου ρημάξανε το σπίτι στον Πόρο και μου γράψανε απ’ έξω διάφορα αισχρά πράγματα. Από τότε έχω να πατήσω εκεί παρόλο που έχω μια μικρή περιουσία. Δεν τα καταφέρνω να «διευθύνω» τα κληρονομικά και τα παράτησα. Γενικά χάσαμε τη σειρά μας από το ’67 και μετά, είδαμε φίλους να βασανίζονται στα κρατητήρια, σαν την Κίττυ Αρσένη.

Θα ήθελα να μείνουμε λίγο στον Τορνέ. Τον ακολουθήσατε στην Ιταλία, έτσι δεν είναι;

Είναι μεγάλη ιστορία. Ο Τορνές δεν μιλούσε καμία ξένη γλώσσα εκτός από λίγα γαλλικά. Εγώ θα μπορούσα να τον βοηθήσω με τα καλά αγγλικά μου και, μάλιστα, είχε στείλει γράμμα στον Κουν για να με «απελευθέρωνε». Αυτό πριν φύγουμε έξω. Λίγο πριν έρθουν οι συνταγματάρχες στα πράγματα, θα γυριζόταν στην Ελλάδα ο «Μάγος» με τον Άντονι Κουίν. Ο Τορνές δούλευε στην παραγωγή, αυτός έγραφε κι εγώ μετέφραζα, βοήθησα δηλαδή πάρα πολύ. Να πω, όμως, ότι την εποχή που γνώρισα τον Τορνέ, το 1959-60, τον είχε κάνει πρωταγωνιστή ένας σκηνοθέτης, ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος, σε μία ταινία όπου θα ήταν ζευγάρι με την Ξένια Καλογεροπούλου.

Εδώ μάλλον αναφέρεστε στο «Μεγάλο κόλπο» το 1960.

Χαίρομαι που τα ξέρετε. Μαζί τους ήταν και ο Φωτόπουλος με την Καββαδία που έκαναν το άλλο το ζευγάρι το μεγαλύτερο. Μεγάλη πλάκα είχαν τα γυρίσματα που κράτησαν έξι μέρες. Του Σταύρου του κολλούσαν τα αυτιά γιατί πετούσαν πολύ. Τότε είχαμε κάτι λιγότερο από φιλία, σας είπα, τον θεωρούσα μυστήριο. Ώσπου ένα απόγευμα, φεύγοντας από τη σχολή που ήταν στην Αχαρνών, τον συνάντησα κάπου στην Ομόνοια. Αρχίσαμε να συζητάμε. Παρόλο που διάβαζα με μεγάλη λαχτάρα, πολιτικοποιημένη δεν ήμουν. Καμία αίσθηση δεν είχα πολιτικοποίησης σε αντίθεση με τον Σταύρο που είχε θητεύσει στη Μακρόνησο. Κολλητός του ήταν τότε ένα έκτακτο παιδί, ο Λάζαρος Γεωργιάδης, που είχε ένα δισκοπωλείο για τους φίλους της κλασικής μουσικής. Ο Σταύρος άρχισε να με φλερτάρει, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα, αφού η μόνη μου αγάπη ήταν τα βιβλία. Η φιλία μας κατέληξε σ’ ένα βαθύ δεσμό. Έμπαινα στην τρώγλη που έμενε στο Μοναστηράκι. Θύμιζε μεταλλουργείο, αφού ότι έπιανες, γίνονταν μαύρα τα χέρια σου. Δεν μ’ ένοιαζε, ήμουν ενθουσιασμένη μαζί του. Μόλις είχα πάει και στου Κουν, αφού εκτός από τον Φέρρη, εκεί με είχε στείλει και ο Κώστας Καζάκος. Κάναμε και σκηνοθεσία, μην ξέροντας ακόμη αν θα ακολουθούσα τη σκηνοθεσία ή την υποκριτική.

Πόσα χρόνια μείνατε μαζί με τον Τορνέ;

Πάψαμε να βλεπόμαστε όταν γύρισε στην Ελλάδα. Ήμασταν αλλού πια δοσμένοι ο καθένας. Τον είχα παντρευτεί κιόλας, ένα γάμο έκανα μόνο στη ζωή μου. Αυτό μου έλειπε (γέλια). Φορούσα ένα απλό φορεματάκι όταν παντρευτήκαμε στον Άγιο Βασίλειο εδώ παρακάτω. Πρέπει να σας πω ότι ο Σταύρος είχε μάθει τον Άντονι Κουίν να χορεύει στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη.

Η αφίσα της ταινίας «Το μεγάλο κόλπο» (1960) του Χρήστου Θεοδωρόπουλου με το όνομα του Σταύρου Τορνέ μεταξύ των ηθοποιών - συντελεστών 

Μ’ ενδιαφέρει πολύ η ιστορία αυτή.

Στα διαλείμματα των γυρισμάτων, ρωτούσε ο Κουίν: «Ξέρει κανείς να παίζει σκάκι;» Σκάκι ήξερε ο ηχολήπτης Μικές Δαμαλάς, αλλά δεν μπορούσε βέβαια να άφηνε τη δουλειά του. «Ξέρω εγώ» πετάχτηκε κι είπε ο Σταύρος, ο οποίος έκανε το κάστινγκ στην ταινία. Δεν το γράψανε το όνομα του, αλλά τέλος πάντων…Εγώ είχα κατέβει στην Κρήτη για να’μαι κοντά του, έχοντας κάνει μόλις τα «Κόκκινα Φανάρια». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ώρα που έβγαινα εγώ από το αεροπλάνο! Συνταξιδεύαμε με τη Σιμόν Σινιορέ που πήγε να κάνει τη Μαντάμ Ορτάνς και είχε έρθει με τον άντρα της. Μιλούσαμε αγγλικά, γιατί δεν ήξερα γαλλικά, ούτε και πιάνο (γέλια). Της έδωσα ένα γαρίφαλο που αυτή το πήρε συμβολικά, γιατί είχε πάντα τη φωτογραφία του Μπελογιάννη. Μαζί της ήταν και η συγγραφέας Γιαέλ Νταγιάν, που μου χάρισε το τελευταίο βιβλίο της, η οποία γνώριζε για τη διεθνή επιτυχία που κάνανε τα «Κόκκινα Φανάρια». Έδωσα το γαρίφαλο στη Σινιορέ την ώρα που πετάχτηκε κάπου η Νταγιάν, γιατί είχα μόνο ένα. Σας λέω πράγματα που λέω για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί δεν λέγονται, αλλά έγιναν! Στο μεταξύ, δεν ήξερα ότι το γαρίφαλο για τους Γάλλους θεωρείται γρουσουζιά και, ως γνωστόν, η Σινιορέ, έφυγε, παραιτήθηκε από την ταινία. Μέσα σ’ ένα βράδυ δεν μπορούσε με τίποτα να μπει μες στο κλίμα του έργου όσο κι αν προσπαθούσε ο Κακογιάννης. Τη στιγμή που βγαίναμε απ’ το αεροπλάνο, ένα γκρουπ περίμενε να την παραλάβει. Μεταξύ τους και ο Μίκης Θεοδωράκης, που έγραφε τη μουσική και που είχε δει την κίνηση μου με το γαρίφαλο στη Σινιορέ. Δεν θα ξεχάσω για όσο μου μένει να ζήσω, που τους άφησε όλους ο Θεοδωράκης και ήρθε κατευθείαν σε μένα λέγοντας μου πολύ συγκινητικά λόγια. Να πω εδώ ότι τον Μάνο Χατζιδάκι τον είχα γνωρίσει όταν ανέβηκαν πρώτη φορά οι «Όρνιθες» από τον Κουν κι εγώ ήμουν πρωτοετής μαθήτρια. Όσο για τον Ξαρχάκο, ήταν ο πρώτος και μοναδικός συνθέτης που συνεργάστηκα. Ο δε Τορνές δεν είχε ενδοιασμούς που δεν ήξερε τη γλώσσα, έμπαινε μέσα σ’ όλα. Πλάκα είχε! Εγώ πάλι, μην έχοντας τι να κάνω, καθόμουν με το σκηνογραφικό team του Βασίλη Φωτόπουλου και ειδικά με μία βοηθό του.

Για τα «Κόκκινα φανάρια» θέλω να μου πείτε τώρα.

Εγώ έπαιζα στα «Κόκκινα φανάρια» στο θέατρο «Πορεία» με τον Αλέξη Δαμιανό. Με ζήτησε για την ταινία ο Βασίλης Γεωργιάδης, «την Κυριακάκη θέλω για το ρόλο της Κατερίνας» έλεγε. «Μα είναι νέο κορίτσι, πως θα παίξει τη γριά;» του λέγανε οι άλλοι (γέλια). Τρεις φορές την έχω δει την ταινία και την τρίτη με απογοήτευσε, αφού ο ρόλος δεν είχε καμία σχέση με εκείνα τα περάσματα που έκανα στο θέατρο, περιμένοντας τον «γέρο» μου, τον Νότη Περγιάλη. Δεν νομίζω ότι μου έκανε καλό ο ρόλος αυτός. Για την ταινία είχαν κάνει δοκιμαστικά όλες οι κοπέλες του θιάσου, μα δεν έκαναν για το ρόλο της Κατερίνας στη μεγάλη οθόνη. Ο Γεωργιάδης, όμως, με ήθελε πολύ. Μου έβαζε στουπέτσι στο πρόσωπο για να μην πεταρίζει το μάτι νεανικά, όπως μου έλεγε. Το τι τράβηξα με το μακιγιάζ, δεν περιγράφεται! Τρεις μακιγιέρ είχε αλλάξει ο Γεωργιάδης. Θυμάμαι τη δεύτερη φορά που είδα την ταινία ήταν στη Ρώμη, που είχε έρθει ο Γεωργιάδης και έκανε μία ειδική προβολή προς τιμήν μου. Φοβερός άνθρωπος, ουμανιστής! Με τον Τορνέ είχαν μεγάλη αλληλοεκτίμηση αν και δεν ταίριαζαν πολύ. Τα ξανάδα τα «Κόκκινα φανάρια» μόλις προχθές στην τηλεόραση, αλλά απογοητεύτηκα. Μου πετσόκοψαν το ρόλο κανονικά. Έπειτα με φώναζαν να παίξω τις γριές όλου του κόσμου (γέλια). Την ταινία την είχα δει στην επίσημη πρεμιέρα μαζί με όλους τους πρωταγωνιστές, αλλά εμένα δεν μου δίνανε ιδιαίτερη σημασία. Ήμουν λίγο ξεκάρφωτη. Έγινε ντόρος μεγάλος παρόλα αυτά, γιατί τελικά άρεσε πολύ ο ρόλος.

Παίξατε και στον «Παπατρέχα» με τον Θανάση Βέγγο. Εκεί κάνατε τη θεούσα αδερφή του.

Βέβαια. Στο πάνω πάτωμα έμενα εγώ και στο από κάτω ο διευθυντής παραγωγής του Βέγγου, σε μια γκαρσονιέρα, που ήταν μεγάλος θαυμαστής μου απ’ τα «Κόκκινα φανάρια». Αυτός με πρότεινε για το ρόλο, όπως μου είπαν. Γενικώς δεν είχα μεγάλη ζήτηση. Μόνο ο Τσιώλης μια φορά με έστειλε στον Δαλιανίδη και έπαιξα με τον Σπύρο Καλογήρου στο ίδιο κρεβάτι. Το φαντάζεστε; Ο Βέγγος ήταν υπέροχος μόνο να μην του πείραζες τίποτα από το σκηνικό. Τα πέρναγε όλα με τα χέρια του. Εγώ πάλι τον παρακολουθούσα και γελούσα, γιατί το’χω εύκολο το γέλιο.

Σαν Υδροχόος…

Λέτε, ε; Δεν τα ξέρω καλά αυτά… Στον «Παπατρέχα» έκανα μια νέα, στη «Στεφανία» όμως έκανα πάλι μια μεγάλη γυναίκα. «Είναι καλό ηθοποιάκι» είχε πει ο Τσιώλης του Φίνου. Είχα βρει αυτό το μοτίβο και με φώναζαν όποιοι με χρειάζονταν. Και ο Καλογήρου εξαιρετικός άνθρωπος ήταν, κάθε άλλο παρά κακός. Τότε μόλις είχε παίξει και στον «Τζίμη τον τίγρη», τη μικρού μήκους ταινία του Παντελή Βούλγαρη.

Η Ηρώ Κυριακάκη ως μία από τις αδερφές του Θανάση Βέγγου στον «Παπατρέχα» (1966) του Ερρίκου Θαλασσινού
Πάντως, στα «Κόκκινα φανάρια» οφείλετε όσα κάνατε στον κινηματογράφο.

Ναι, αλλά δεν με ένοιαζε πολύ κιόλας, γιατί έκανα πολύ θέατρο τον ίδιο καιρό. Έπαιζα με την Έλσα Βεργή, γνώρισα την Ειρήνη Καλκάνη στο θίασο του Θεοδοσιάδη, που ήταν αυστηρός μαζί της. Κι όταν επέστρεψα στην Ελλάδα το 1975 – 76 και ξαναμπήκα στα πράγματα, κάναμε τη «Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη με τον Κουν. Τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία. Τη Λούλα τη γνώρισα καλά και τη θυμάμαι πάντα, ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Ένα παράπονο είχα απ’ όλους όσοι συνεργάστηκαν μαζί μου, δεν με καλούσαν ποτέ σε πρεμιέρες, σαν να με ξεχνούσαν όλοι. Πάντως, στην πρεμιέρα της «Νίκης», η Αναγνωστάκη ήταν από κάτω ανέκφραστη, σοβαρή, μέχρι που ο Μαρωνίτης νομίζω μού φώναξε «Μπράβο»! Ήταν πολύ σημαντική στιγμή για μένα. Εγώ ανέκαθεν ήμουν φαν του εξπρεσιονισμού στην ερμηνεία, αλλά στη «Νίκη» δε χρειάστηκε να προσπαθήσω να περάσω τίποτα δικό μου. Μόνο τη στιγμή που πλησιάζει το νεκρό παιδί, έβαλα την ηρωίδα να κάνει κίνηση σε slow motion. Αυτό το είδε ο Κουν και έτσι, όταν κάναμε τα «Κομμάτια και θρύψαλα» του Σκούρτη, μ’ άφηνε να κάνω ότι ήθελα. Θυμάμαι σ’ ένα άλλο κομμάτι που έκανα τη μάνα του απεργοσπάστη και έβγαινα με το θυμιατό. Κουραζόμουν απίστευτα εκείνο τον καιρό, ήμουν 24 ώρες το 24ωρο δοσμένη στο θέατρο.

Συνεργαστήκατε και με τον Αντώνη Αντύπα στο Απλό Θέατρο. Σωστά;

Με ζητήσανε και πήγα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να πλάσω «άνθρωπο», όπως λέω εγώ, σε κάθε ρόλο. Δίδασκα στους άλλους ηθοποιούς, τα νεότερα παιδιά, να ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους ενόσω παίζουν. Εγώ άμα δεν ξέρω έναν σκηνοθέτη πως δουλεύει, κάθομαι και διαβάζω. Κι εκεί συγκρουστήκαμε πάλι με τον Σταύρο: «Τι κάθεσαι και διαβάζεις;» μου έλεγε. «Πήγαινε πες τα εκεί πέρα να πέσει το παραδάκι». Καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η φράση και μοιραία απομακρύνθηκα από κοντά του. Πόσο μάλλον όταν είχα πλάσει ένα ρόλο σουμπρέτας, με τον οποίο σείστηκε ολόκληρη η Θεσσαλονίκη. Μιλάω για την «Κόμισα της Φάμπρικας», που σκοπεύαμε να την κατεβάσουμε και στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, αλλά μας πρόλαβε η χούντα.

Φίλες είχατε από τον χώρο;

Τα πηγαίναμε πολύ καλά με την Αλεξάνδρα Λαδικού, γελούσαμε πολύ. Είχε έρθει μαζί μας στο ΚΘΒΕ. Ο Κουν σκόπευε να ανέβαζε «Θείο Βάνια», αλλά την έστειλε σε μας πρώτα σαν ένα είδος μαθητείας. Τα «Κόκκινα φανάρια», στα οποία είχαμε παίξει μαζί, είχαν προηγηθεί. Μετά η Αλεξάνδρα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Φίλος υπήρξε και ο Μάριος Πλωρίτης, ο μεγάλος δάσκαλος, ίσως ότι καλύτερο γνώρισα σε ανθρώπινο επίπεδο. Σημειωτέον, είχα κάνει κι εγώ «Θείο Βάνια» με τον Κουν και με τους Παπαμιχαήλ – Διαμαντίδου. Τότε γνώρισα τη Δέσπω που και μ’ αυτήν παίξαμε στα «Κόκκινα φανάρια».

Η Ηρώ Κυριακάκη ως Κατερίνα στα «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, το ρόλο που την ακολουθεί μία ζωή 

Προτιμούσατε το θέατρο από τον κινηματογράφο.

Κοιτάξτε, δεν τα πάω καλά με τις μηχανές. Είμαι ίσως η μόνη ηθοποιός που δεν είχα κομπιούτερ απ’ όταν πρωτοβγήκαν. Και στην τηλεόραση τα ίδια. Ο Φέρρης πάλι ήταν ο πρώτος που με φώναξε να παίξω σε κάποια μονόπρακτα με τον Κώστα Μεσάρη σε διασκευές της Μέλπως Ζαρόκωστα. Δεν θα έκανα τηλεόραση άμα δεν ήταν ο Φέρρης, έχοντας γυρίσει από την Ιταλία. Ο δε Τορνές γύρισε στην Ελλάδα μόνο όταν ήρθε στην εξουσία ο Παπανδρέου το ’81. Πίστευε σε μια ουτοπία, στην επανάσταση. Εγώ πάλι διέθετα μια πολιτική ενόραση, θα έλεγα, ειδικά μετά τον Μάη του ’68 και μην έχοντας διαβάσει ποτέ Μαρξ. Προτιμούσα να διαβάσω Σαίξπηρ αλλά από το ορίτζιναλ κείμενο. Στη Ρώμη ξέχασα τελείως τα εγγλέζικα, αφού κανένας δεν τα μιλούσε.

Πάλι στον Τορνέ γυρνάμε. Τελικά υπήρξατε ερωτευμένη αληθινά μαζί του.

Δεν ήταν ακριβώς έρωτας. Ήταν γοητευτικός άνθρωπος. Με χόρευε, μου άφηνε έξω απ’ την πόρτα ένα λουλούδι μαζί μ’ ένα ποίημα, τέτοια έκανε. Και στην Ιταλία αν τον ακολούθησα ήταν επειδή φοβόταν ότι εδώ θα τον σκότωναν οι παρακρατικοί – αν ήταν αλήθεια αυτό…Μας έπιασε έπειτα αυτό το μεγάλο παγκόσμιο κίνημα αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας που δεν θα ξαναγίνει. Βλέπω τι γίνεται σήμερα με την Παλαιστίνη. Τότε ερχόταν ο Ντάριο Φο και παρουσίαζε τα έργα του υπέρ όλων των αδυνάμων. Φώναζε για το Βιετνάμ με την τέχνη του, μιλούσε για ανθρώπους που «αυτή τη στιγμή ζουν κάτω από το νερό, αναπνέοντας μ’ ένα καλαμάκι». Σε ευαισθητοποιούν όλα αυτά, πόσο μάλλον αν προέρχεσαι από συντηρητική οικογένεια, όπως εγώ. Ο Σταύρος πάλι είχε εκπαιδευτεί απ’ όταν τον στείλανε να κάνει το στρατιωτικό του στη Μακρόνησο. Ίσαμε να πάω στην Ιταλία, η μόνη μου σχέση με την Αριστερά ήταν όταν ερχόταν στου Κουν ο Ηλιού με τον γιο του κι έβλεπαν παραστάσεις. Ο Σταύρος ήταν φίλος με τον γιο του Ηλιού. Όταν εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, γνώρισε την Ανιές Βαρντά και έγινε βοηθός της. Κι εγώ ήμουν δίπλα του.

Ισχύει ότι λόγω οικονομικού στενέματος, ο Τορνές προσπαθούσε να κάνει ταινίες έξω με ρετάλια από φιλμ άλλων;

Τα υλικά όντως κόστιζαν πανάκριβα. Τον βοηθούσε σ’ αυτό ο γιος του Ρομπέρτο Ροσελίνι. Τον τροφοδοτούσε με κουτιά φιλμ για να κάνει ότι μπορούσε στον ξένο τόπο. Κάποια στιγμή, όταν πέθανε ο Σταύρος, με ρωτούσαν τι απέγινε η τάδε ταινία, το αρνητικό της εννοώ. Δεν ήξερα, δεν ήμασταν πια μαζί όταν είχε δώσει μάλλον τα αρνητικά στην τηλεόραση. Ευτυχώς που δεν είχα κάνει παιδί, διότι δεν ξέρω αν θα χώριζα σε διαφορετική περίπτωση. Έβλεπα πόσο γρήγορα άλλαζε ο Σταύρος, που όσο μεγάλωνε γινόταν σαν τον πατέρα του. Αφήστε, άλλη ιστορία αυτή…

Πείτε μου τώρα την ιστορία της ταινίας που έκανε ο Τορνές με τον Φρανσέσκο Ρόσι και που ήσασταν επίσης παρούσα στα γυρίσματα.  

Θυμάμαι το 1970 που ήμασταν στη Γιουγκοσλαβία όταν ο Φρανσέσκο Ρόσι έκανε το «Uomini Contro». Είχε βάλει τον Σταύρο να κάνει έναν στρατηγό, έπαιζε ορντινάτσα. Εγώ δε δούλευα στην ταινία, αλλά κόλλησα από τον Σταύρο ένα μικρόβιο και μέχρι σήμερα μού’χει αφήσει κουσούρια. Είχε ξεσπάσει επιδημία τότε, αρρώστησε όλο το συνεργείο. Τον αγαπούσε ο Ρόσι τον Σταύρο, πάντα τον έπαιρνε στις δουλειές του. Το ίδιο, όμως, και ο Αντονιόνι που είχε παραστεί σε μια προβολή στην Ιταλία του «Θηραϊκού όρθρου». «Να πάρετε αυτόν τον άνθρωπο να δουλέψει στην τηλεόραση» είχε πει για τον Σταύρο ο Αντονιόνι, αλλά τελικά δεν τον πήρανε. Εγώ έκανα τα τηλεφωνήματα και τα θυμάμαι καλά. Σε εκείνη την προβολή – αστραπή είχαμε καλέσει μέχρι και τον διευθυντή της ιταλικής τηλεόρασης. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Ιταλία. Ο Τορνές είχε δοθεί πάρα πολύ στην ιδέα μιας ανατροπής που θα’ ρχόταν. Εμένα με είχε πιάσει το κίνημα του Μάη του ’68, παρόλο που τότε δεν βρισκόμουν στη Γαλλία. Στο εξωτερικό κάναμε και μια πλασματική δίκη, όπου εγώ δίκασα τον πρόεδρο των ΗΠΑ, μαζί με τον δικηγόρο Μιχάλη Περιστεράκη, τον οποίο πιάσανε απ’ τους πρώτους οι συνταγματάρχες στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω, δεν ήμουν πολιτικοποιημένη ώσπου γνώρισα τον Σταύρο και μ’ έβαλε σ’ αυτό το γκρουπ των φίλων του. Γνωρίζοντας δύο κυρίες της Ιταλικής Ταινιοθήκης, μπορέσαμε να προβάλλουμε και δικά μας πράγματα με τη βοήθεια επίσης του Βασίλη Ραφαηλίδη.

Πείτε μου, κυρία Κυριακάκη, πως είναι η ζωή για σας αυτή την περίοδο;

Κλείστηκα για τα καλά με την πανδημία. Με πήγε πολύ πίσω στην ηλικία που βρίσκομαι. Βοηθήστε με λίγο μ’ αυτό το φάρμακο που μου δώσανε (σ.σ. της ανοίγω ένα μπουκαλάκι με μαγνήσιο). Πρέπει να το πίνω μία φορά την ημέρα μετά το φαΐ. Μα, σας κούρασα, σας ζάλισα.

Μην το λέτε αυτό…Τελικά, ήταν ωραία η ζωή, Κατερίνα;

Καλή ήταν…

* Η συνέντευξη με την Ηρώ Κυριακάκη πραγματοποιήθηκε σε καφέ του κέντρου της Αθήνας στις 18 Ιουνίου του 2025

** Θερμές ευχαριστίες στον Μάνο Καρατζογιάννη (οι πρωτότυπες φωτογραφίες είναι δικές του κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας με την Ηρώ Κυριακάκη) 

*** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Docville» με την εφημερίδα «Documento» 

Δεν υπάρχουν σχόλια: