Σαν να ήμουν μπροστά στη λήψη αυτής της φωτογραφίας, αφού έτσι τον θυμάμαι. Να περπατάει στην υγρή Θεσσαλονίκη, κατά μήκος του λιμανιού, σαν να ήταν ο Μπρούνο Γκανζ με καπέλο και δίχως σκύλο στο «Μία αιωνιότητα και μια μέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Πρέπει να ήταν το 2005 ή το 2006, όταν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το «Δίφωνο» είχε στήσει μία συναυλία που θα τραγουδούσαν μόνο Μακεδόνες τραγουδιστές: Από τον Μητσιά και τη Γλυκερία μέχρι τον Γαϊτάνο και τον Θεοχαρίδη. Έχω την αίσθηση πως για την εκδήλωση αυτή είχε βοηθήσει πολύ η Δέσποινα Μουζάκη, διευθύντρια τότε του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η οποία επίσης είχε φιλία με την αείμνηστη Στέλλα Βλαχογιάννη, τη διευθύντρια του «Διφώνου» για ένα φεγγάρι. Τον ρωτούσα για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, που την είχε γνωρίσει καλά. Και για ένα χίπικο πουκάμισο που είχε φέρει κάποτε από το Λονδίνο στον φίλο του, τον Μάνο Λοΐζο, πριν φύγει κι εκείνος με τη Μάρω για την Αγγλία. Του θύμισα ακόμη μία ιστορία γι' αυτόν που άκουσα να τη λέει σε παρέα ο Νίκος Κυπουργός: Είχε πάει, λέει, στην Αίγυπτο και ανέβηκε σε μία πυραμίδα, μέσα στην έρημο, τραγουδώντας ριζίτικα. Τον μπουζούριασαν οι Αιγύπτιοι αστυνομικοί, αλλά τον άφησαν αμέσως σχεδόν. Γελούσε και μου επιβεβαίωσε το περιστατικό, αφού ο ίδιος το' χε αφηγηθεί στον Κυπουργό, όταν έγραφαν μαζί το «Τσιφτετέλι του Διογένη» για τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου. Ήταν ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος παρόλο που αρκετά από τα τραγούδια του - ιδίως των τελευταίων του χρόνων - είχαν πολύ χιούμορ. Αντλούσε έμπνευση από την τρέχουσα επικαιρότητα, την πολιτική, την αθλητική, την καλλιτεχνική. Ήταν απ' τους πρώτους που έγραψαν στίχους για μια «τραβεστί» με συμπόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μου είχε εξομολογηθεί πως όταν έγραφαν την «Εκδίκηση της γυφτιάς» με τον Νίκο Ξυδάκη και συγκατοικούσαν, μοίραζαν μία μακαρονάδα στα δύο και έβγαιναν βόλτες μήπως βρουν κάνα κέρμα πεταμένο στο δρόμο - για τέτοια μποέμικη ζωή μιλάμε. Αγαπούσε τη Φαραντούρη, την Κωχ, την Καραΐνδρου, «είναι τα νιάτα μου αυτές» μου είχε πει. Ο Γιάννης Αγγελάκας πάλι είχε πει κάτι άλλο: Πώς όταν ξεκινούσαν με τις Τρύπες και ήταν άφραγκοι πάνκηδες, αυτός του άφηνε χρήματα κάτω από την πόρτα του. Για μένα υπήρξε και ένας τεράστιος ερμηνευτής, ο καλύτερος στην απόδοση αυτών που είχε γράψει. Ζεστή φωνή, καθαρή, απ' όταν αρνήθηκε να πει τον «Τρίτο Παγκόσμιο» και άλλα από τα «Τραγούδια του δρόμου», προτείνοντας στον Μάνο Λοΐζο τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη θέση του και χαρίζοντας τελικά στον κορυφαίο τραγουδιστή ορισμένες απ' τις πιο διαχρονικές «επαναστατικές» επιτυχίες του. Τον ξανασυνάντησα αρκετές φορές στην Αθήνα, πότε στο σούντιο του ραδιοσταθμού Στο Κόκκινο 105.5, πότε στο «Οξυγόνο» πίσω από τη Συγγρού, που δεν υπάρχει πια, και που τραγουδούσε εκεί με τη Λιζέτα Καλημέρη και τον Παντελή Θεοχαρίδη, και πότε σε ένα μικρό κομψό ξενοδοχείο κάτω απ' την Ακρόπολη που διέμενε όποτε ήταν στην Αθήνα. Τότε είχαμε λεφτά ακόμα - το 2007 ήταν αυτό - και θυμάμαι ένα ταξίδι που κάναμε στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας με τον κολλητό μου, τον Θεοχαρίδη. Ο Παντελής έβγαζε μεροκάματο από το «Οξυγόνο» περίπου 700 ευρώ τη βραδιά για δύο ή τρεις μέρες την εβδομάδα. Πετούσαμε για Ολλανδία και έλεγε ο Παντελής: «Να'ναι καλά ο Μανώλης, που μου έκανε αυτό το ταξίδι δώρο στην ουσία». Και κάτι τελευταίο, που δεν πρόλαβα να του το πω ποτέ: Είχα εκτιμήσει αφάνταστα το γεγονός πως ενώ τον καλούσαν συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές, αφιερώματα κλπ., εκείνος πάντα έπαιρνε μαζί του τον μουσικό και συνθέτη Γιώργο Γαβαλά, έναν αυθεντικό χίπη, που τα τελευταία χρόνια της ζωής του κι αυτός τραγουδούσε στο δρόμο και, γενικώς, δεν θα μπορούσες να τον δεις με άλλη αφορμή στην τηλεόραση. Τον έλεγαν Μανώλη Ρασούλη και απ' αυτό εδώ το blog είχα ανακοινώσει την είδηση του θανάτου του πριν από 14 χρόνια. Τον αποχαιρετίσαμε στο Πρώτο Νεκροταφείο οι πάντες: Ο Ηλίας Λιούγκος, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Μπακιρτζής, η Αλλαγιάννη, ο Τηλέμαχος Χυτήρης, ο Καρακότας, ο Κοροβίνης. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ δύο εικόνες: Τη Ναταλία Ρασούλη, τη μοναχοκόρη του, που σπάραζε καθώς η σορός του ενταφιαζόταν, και τον Παντελή Θεοχαρίδη που απομονώθηκε από τον κόσμο και άφησε να τρέχουν τα δάκρυα του με λυγμούς: «Ρε το μαλάκα τι πήγε κι έκανε...Γιατί;»... Τίποτα δεν έκανε! Τους ανθρώπους αγάπησε, ταξίδεψε όπου ήθελε να ταξιδέψει - ποτέ άσκοπα -, ανθρώπους βοήθησε και βασικά τους νεότερους του, ενώ το όνομα του θα παραμένει γραμμένο με τεράστια χρυσά γράμματα στην ιστορία του νέου ελληνικού τραγουδιού. Αξέχαστος, μοναδικός! Αν βρισκόταν στη ζωή, σήμερα, 28 Σεπτεμβρίου του 2025, θα γινόταν ακριβώς 80 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου