Τον συνάντησα την
περασμένη εβδομάδα σ’ ένα καλόγουστο διαμέρισμα των Εξαρχείων. Περίμενα να δω έναν
εσωστρεφή άνθρωπο, έναν ασκητή της τέχνης συμφώνως με τη μουσική που φτιάχνει
εδώ και πενήντα χρόνια. Αντ’ αυτού, συνάντησα έναν έξω καρδιά άνθρωπο, επικοινωνιακό,
χιουμορίστα και με καλή διάθεση για μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης και,
μάλιστα, αποκλειστική. Ο Γερμανός συνθέτης και πολυοργανίστας Stephan Micus, τα
έργα του οποίου κοσμούν τον κατάλογο της ECM, ήρθε στην Αθήνα προκειμένου να συμμετάσχει στην
παράσταση «Ψαλμοί στο χιόνι» του Αντρέα Μαντά με τη Λουκία Μιχαλοπούλου
(παίχτηκε την περασμένη Πέμπτη στο θεατράκι του Κολωνού στο πλαίσιο του
Φεστιβάλ Κολωνού του δήμου Αθηναίων). Μ’ αυτή την αφορμή βρεθήκαμε πολύ εύκολα
με τον Micus, χωρίς μεσολάβηση κάποιου μάνατζερ κλπ., κάνοντας μία ορμητική
συζήτηση για τον ίδιο και την πνευματική φύση της μουσικής του.
Θα ήθελα να μου μιλήσετε αρχικά για τους γονείς σας και τα παιδικά σας χρόνια στη Στουτγάρδη του 1950 και του ’60.
Ο πατέρας μου
ήταν ζωγράφος και κέρδιζε αρκετά χρήματα σχεδιάζοντας περιοδικά. Θεωρείτο πολύ
σπουδαίος και γι’ αυτό κέρδιζε καλά χρήματα. Κάποια στιγμή αποφάσισε πώς το
μόνο που θέλει να κάνει είναι να ζωγραφίζει και έτσι μετακομίσαμε στην Ίμπιζα.
Η Ίμπιζα τη δεκαετία του 1960 και του ’70 ήταν γεμάτη από καλλιτέχνες, ένα
υπέροχο μέρος να ζεις. Καμία σχέση με σήμερα που την κατάστρεψαν. Πολλά από τα
εξώφυλλα των CD μου
έχουν σχέδια του πατέρα μου απάνω.
Να υποθέσω,
μιλάτε για τα πρώτα άλμπουμ σας.
Όχι, βασικά μιλάω
για τους τελευταίους δίσκους μου. Και να σας πω ακόμη ότι υπάρχει στην Ίμπιζα
μουσείο που εκτίθενται τα έργα του πατέρα μου. Ήταν καλό που είχα καλλιτέχνη
πατέρα. Τελείωσα με δυσκολία το σχολείο, γι’ αυτό και είπα αμέσως στους δικούς
μου πως δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου σε κανένα σχολείο ή
πανεπιστήμιο. Έκτοτε, τήρησα την υπόσχεση μου. Και αν σπούδασα τη μουσική και
τα πολλά όργανα, αυτό έγινε με το παλιό σύστημα, δηλαδή μόνος μου μ’ έναν
δάσκαλο, με τον οποίο αναπτυσσόταν μια μοναδική σχέση.
Και η μητέρα
σας; Δεν την αναφέρατε.
Η μητέρα μου ήταν
μια τυπική νοικοκυρά. Βοηθούσε τον πατέρα μου και την αδερφή μου. Παλιό στυλ,
καταλαβαίνετε.
Ποιο ήταν το
πρώτο μουσικό όργανο που έφτασε ποτέ στα χέρια σας;
Στη Γερμανία στο
δημοτικό σχολείο όλα τα παιδιά μάθαιναν ένα όργανο. Έτσι, σε ηλικία έξι ετών
πρωτόπαιξα ένα είδος φλογέρας. Στα δώδεκα μου, στα γενέθλια μου, ζήτησα μία
κιθάρα – μιλάμε για το 1965. Μου την πήραν οι δικοί μου την κιθάρα και από τότε
κατάλαβα πως πέρα από τη μουσική δεν υπήρχε τίποτα άλλο για μένα. Συνήθιζα να
παίζω καθημερινά κιθάρα.
Στην εφηβεία μου
είχαμε μια ροκ μπάντα και υπήρχε ένα εγγλέζικο ροκ γκρουπ, οι Jethro Tull, αν τους γνωρίζετε.
Πώς να μην
τους γνωρίζω; Θα δώσουν συναυλία στην Αθήνα όπου να’ναι.
Αυτοί, λοιπόν,
ήταν το πρώτο συγκρότημα που χρησιμοποίησε φλάουτο. Για μένα αυτό υπήρξε μεγάλη
επιρροή και άκουγα όλα τα άλμπουμ τους. Σκεφτείτε ότι την περίοδο του χιπισμού,
η Ίμπιζα ήταν πόλος έλξης των χίπις κι όταν πρωτοπήγα εκεί, μαζί με τους γονείς
μου αρχικά, ήρθα πολύ σ’ επαφή μαζί τους και με τις μουσικές τους. Πιστεύω πως
η Ίμπιζα εκείνα τα χρόνια ήταν ένα απ’ τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του πλανήτη και
παντού έβλεπες μουσικούς, ζωγράφους, ποιητές.
Κάτι σαν το
Σαν Φρανσίσκο της Ευρώπης.
Ακριβώς όπως το
λέτε. Εκείνη την εποχή επίσης πρωτοήρθαν οι δίσκοι ινδικής κλασικής μουσικής
που άκουγαν οι χίπις, σαν του Ραβί Σανκάρ.
Ο Ραβί Σανκάρ
είναι πρόσωπο της ποπ κουλτούρας με τους Beatles και τις εμφανίσεις του σε Μοντερέι και Γούντστοκ.
Ισχύει απόλυτα.
Ήταν τεράστια επιρροή για μένα το συγκεκριμένο άκουσμα και έτσι αποφάσισα μόλις
τελειώσω το σχολείο να πάω στην Ινδία και να μάθω σιτάρ. Αυτό ήταν και το πρώτο
μη δυτικό όργανο που έμαθα να παίζω.
Το να μπορείτε
να πάτε στην Ινδία αμέσως μετά το σχολείο θα προϋπέθετε και μία οικονομική
ευρωστία.
Κι αυτό ισχύει.
Δεν θα μας έλεγες πλούσια οικογένεια, αλλά σίγουρα ήμασταν άνετοι οικονομικά.
Πιστεύετε πως
λείπει η πνευματικότητα από τη μουσική που αυτή ηχογραφείται και δίνεται προς
κατανάλωση;
Είναι πάρα πολύ
σύνθετο αυτό το ερώτημα σας. Αρχικά πρέπει να εξηγήσουμε τι σημαίνει η λέξη
«πνευματικότητα».
Δεν την είπα
με θρησκευτικό πρόσημο, αλλά περισσότερο με μεταφυσική ή ποιητική διάθεση.
Αν υποθέσουμε ότι μια μουσική έχει πνευματικότητα, θα είναι πολύ δύσκολο να τη διατηρήσει μέσα σε εμπορικά πλαίσια. Γενικά πιστεύω πως αν μια μουσική είναι εμπορική συνήθως δεν εμπεριέχει καμία πνευματικότητα.
Αν ήσασταν ζωγράφος, ποιος θα θέλατε να είστε;
Ο πατέρας μου!
Είναι ο αγαπημένος μου ζωγράφος (γελάει δυνατά). Σε όλο μου το σπίτι και το
στούντιο υπάρχουν μόνο δικές του ζωγραφιές. Τον θυμάμαι να φτιάχνει πολλά
διαφορετικά σχέδια για ένα εξώφυλλο, να μου τα δείχνει, όταν ήμουν πολύ μικρός,
ρωτώντας με «Ποιο σου αρέσει περισσότερο;» Έτσι μεγάλωσα, αυτή τη διδασκαλία
πήρα από έναν πατέρα πολύ σημαντικό για τις εικαστικές τέχνες.
Κάποτε ο
Μπέργκμαν αναρωτήθηκε που βλέπει ο Ταρκόφσκι τον Θεό ώστε να τον δει κι
εκείνος. Εσείς πιστεύετε πως με τη μουσική σας αγγίξατε όχι ακριβώς τον Θεό,
αλλά το θεϊκό στοιχείο;
Αν μια μουσική
είναι καλή και επικοινωνεί με τα εσώψυχά μας, μπορείς να πεις ότι σε ενώνει μ’
έναν κόσμο έξω απ’ τα επίγεια. Δεν θεωρώ απαραίτητο πως πρέπει να
χρησιμοποιούμε τη λέξη «θεός», γιατί αυτό είναι άλλο σύνθετο θέμα. Ακόμη και
για το «θεϊκό στοιχείο», προτιμώ να πω ότι με τον τρόπο της η μουσική σε οδηγεί
στην αλήθεια. Διότι με τις λέξεις, ξέρετε, δεν μπορούμε πάντα να βρίσκουμε την
αλήθεια. Αντίθετα η μουσική είναι μια παγκόσμια γλώσσα που μπορείς να
επικοινωνήσεις πέρα από τις λέξεις. Μία μουσική με ποιότητα πηγαίνει πέρα από
το μυαλό, τη σκέψη μας κι έτσι οι άνθρωποι κοιτάνε βαθιά μέσα τους παράλληλα με
την καθημερινότητα τους. Αν πάλι εσείς αυτό το λέτε «θεϊκό στοιχείο», δεν έχω
κανένα πρόβλημα.
Την ίδια ακριβώς
ερώτηση έχω κάνει πολλές φορές στον εαυτό μου, το ίδιο συζητάμε συχνά με
φίλους. Πιστεύω πως άμα δεν του άρεσε η μουσική μου, δεν υπήρχε περίπτωση να το
κάνει.
Άρα είναι θέμα
εμπιστοσύνης.
Ακριβώς. Πλέον ο
ένας γνωρίζει τον άλλον πάνω από πενήντα χρόνια και έχουμε χτίσει μια
φανταστική σχέση. Στις τόσες δεκαετίες που συνεννοούμαστε, ποτέ, ούτε μία φορά,
δεν μιλήσαμε για λεφτά. Αυτή, ξέρετε, είναι μία σκέψη που έκανα πριν μια
βδομάδα και το θεωρώ πολύ ωραίο.
Είστε 72 ετών.
Πόσα χρόνια απ’ αυτά ξοδέψατε σε ταξίδια, πόσα σε εκμάθηση οργάνων και πόσα σε
εργατοώρες στο στούντιο;
Δεν ξέρω, δεν
κράταγα ποτέ τεφτέρι, αλλά μπορώ να σας απαντήσω! Η ζωή μου πέρασε και περνάει
ως εξής: Μένω στο σπίτι συνήθως έξι μέχρι οχτώ εβδομάδες για να παίξω και να
ηχογραφήσω τη μουσική μου. Δουλεύω όλο αυτό τον καιρό και έχω πολύ μικρή
κοινωνική ζωή. Έπειτα αναζητώ μια ευκαιρία για να ταξιδέψω σ’ ένα άλλο μέρος.
Τώρα, ας πούμε, ήρθα στην Ελλάδα και μετά θα ξαναγυρίσω στο στούντιο. Τρία
πράγματα κάνω: Γράφω, ταξιδεύω, μαθαίνω μουσικά όργανα.
Αν ανακαλύψω
κάποιο καινούργιο όργανο, ναι, ακόμη μαθαίνω μουσική. Φυσικά όσο τα χρόνια
περνάνε όλο και πιο δύσκολο γίνεται ν’ ανακαλύψεις κάποιο νέο όργανο. Και στη
ζωή μου έμαθα να παίζω όργανα από χώρες σαν τη Βουλγαρία, την Ινδία, το
Πακιστάν, την Ιαπωνία και την Τουρκία.
Μπορείτε να
μου δώσετε έναν χαρακτηρισμό της μουσικής σας; Εγώ θα την έλεγα βαθιά ποιητική.
Πολύ καλό, μ’
αρέσει! Για μένα που φτιάχνω αυτή τη μουσική είναι δύσκολο να τη χαρακτηρίσω.
Εγώ θα έλεγα μουσική που βγαίνει από μέσα μου, αλλά το «ποιητική μουσική»
ακούγεται ακόμη καλύτερο! (γελάει) Κοιτάξτε, στην πραγματικότητα κάθομαι κάτω,
αυτοσχεδιάζω, παίζω και ότι είναι να έρθει, απλά έρχεται. Δεν την έχω αναλύσει
τόσο πολύ, δεν είναι απαραίτητο.
Παρά τις
απλωμένες σε διάρκεια συνθέσεις σας και τα πολλά αρχέγονα όργανα, εγώ θα
διέκρινα μία μουσική γεωμετρία, αν γίνομαι κατανοητός.
Καταλαβαίνω. Δεν
γράφω ποτέ παρτιτούρα, δεν ξέρω νότες, θα έλεγα πως αυτοσχεδιάζω και συνθέτω,
το αποτέλεσμα παραδόξως όμως δεν φαίνεται αυτοσχεδιαστικό.
Γιατί δεν
τραγουδάτε συχνότερα στους δίσκους σας;
Δεν ξέρω,
τραγουδάω όποτε μου βγαίνει. Και μόλις ολοκλήρωσα ένα νέο άλμπουμ προ ημερών,
στο οποίο υπάρχει μόνο οργανική μουσική και καθόλου φωνή. Καμιά φορά όταν γράφω
κάτι, πιστεύω ότι θα ταίριαζε μία φωνή.
Αυτή τη στιγμή ζούμε την πιο σκοτεινή περίοδο που δεν έχω ξαναδεί όσα χρόνια ζω. Είναι μια τρέλα παντού, ένας Μεσαίωνας. Και ένας καλλιτέχνης συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει για να προσφέρει κάτι καλό έναντι της ασχήμιας.
Ας πούμε και λίγα
λόγια γι’ αυτή την πολύ ιδιαίτερη εμφάνιση σας στην Αθήνα.
Το να συμμετέχω
σ’ ένα θεατρικό – ποιητικό δρώμενο νομίζω πως το κάνω για πρώτη φορά. Στο
παρελθόν μόνο πολλές ομάδες χορού συνήθιζαν να χρησιμοποιήσουν μουσική μου.
Είναι κάτι που το βλέπω σαν μια νέα ενθουσιώδη εμπειρία και ανυπομονώ!
Έτσι όπως σας
βλέπω απέναντι μου, σας έχουν πει ποτέ πως η μουσική που κάνετε,
αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο σας και στα χαρακτηριστικά σας;
(ξεκαρδίζεται) Όχι, πρώτη φορά εσείς μου το λέτε αυτό. Οι άλλοι βασικά απογοητεύονται από μένα όταν με βλέπουν. Έχουν στο μυαλό τους την εικόνα ενός πολύ πνευματικού ανθρώπου, ενός αγίου. Εγώ, όμως, είμαι ένας νορμάλ άνθρωπος, που του αρέσουν οι μοτοσικλέτες, το κρασί και οι γυναίκες. Έτσι, οι άλλοι εκπλήσσονται συνήθως, λένε «Μα, για δες τον, δείχνει τόσο νορμάλ». Ήταν καλή αυτή σας η ερώτηση!
* Η συνέντευξη με τον συνθέτη και μουσικό Stephan Micus πραγματοποιήθηκε σε διαμέρισμα της οδού Τοσίτσα στα Εξάρχεια
** Πρώτη δημοσίευση: Documento
*** Οι φωτογραφίες είναι του Κωνσταντίνου Ρουμελιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου