Διαβάζω τη στήλη Τσουνάμι της εβδομαδιαίας πολιτικής- σατιρικής εφημερίδας Το Ποντίκι και καθώς τις μέρες αυτές μοντάρω το ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Κούνδουρο, θυμάμαι μια μικρή αφήγηση του που κράτησα τελικά στην ταινία μου: όταν βγήκε, λέει, ο Δράκος στις αίθουσες, το 1956, τότε που οι κριτικοί φώναζαν να παρέμβει ο εισαγγελέας, αυτός πήρε τη χειρότερη κριτική, τη μεγέθυνε και την τοποθέτησε έξω από τους κινηματογράφους. Έτσι, ο κόσμος άρχισε σιγά- σιγά να τσιμπάει και μοιραία η σπουδαία αυτή ταινία να κόβει εισιτήρια! Μιας και αναφέρει και μένα το σημερινό άρθρο της εφημερίδας, το οποίο είναι ανυπόγραφο, το αναδημοσιεύω εδώ αυτούσιο:
Ο Νίκος Κούνδουρος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς προβολή. Χωρίς η κάμερα να θωπεύει τη σεπτή μορφή του (που κρατάει κάτι ακόμα από την παλαιά ομορφιά), χωρίς το κοινό να ασχολείται μαζί του. Και αν ξεχαστούν τα ΜΜΕ και τον αγνοήσουν για λίγο, όπως πηγαίνει το βουνό στον Μωάμεθ όταν ο Μωάμεθ δεν πηγαίνει στο βουνό, έτσι πηγαίνει κι αυτός, αυτοβούλως, στα ΜΜΕ. Για την ακρίβεια, πηγαίνει στο πιο μαζικό μέσο που ενδιαφέρεται γι' αυτόν. Στήνεται μπροστά στην κάμερα ενός ντοκιμαντερίστα, του Αντώνη Μποσκοΐτη, που ετοιμάζει ένα φιλμ γι' αυτόν με τον θριαμβικό τίτλο Οδύσσειες σωμάτων- Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο. Το ντοκιμαντέρ, όπως μας πληροφορεί η Ελευθεροτυπία, εστιάζει στην εικαστικότητα των ταινιών του Κούνδουρου. Περιλαμβάνει πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, τα εξώφυλλα δίσκων που έκανε και πολλές μαρτυρίες των προσώπων που τον γνώρισαν ή/ και συνεργάστηκαν μαζί του. Περιλαμβάνει και σκηνές από το κάστινγκ που κάνει αυτό τον καιρό για μια νέα ταινία, που ο ίδιος την καθορίζει ως μία ταινία καταγγελίας. Ουδεμία έκπληξη. Από νέος, με τη ζωή και το έργο του προσπαθούσε να ξαφνιάσει. Το κατάφερε με τις νεορεαλιστικές ταινίες των πρώτων χρόνων (Μαγική πόλη, 1954, Ο δράκος, 1956), το κατάφερε και με τις σκανδαλιστικές Μικρές Αφροδίτες (1963). Ήταν ανοιχτό μυαλό, είχε διεθνή εμπειρία, κατάφερε όμως να εντάξει στις ταινίες του και τις ιδέες για την ελληνικότητα. Στον Δράκο διακινήθηκε ο ιδεότυπος του Έλληνα όπως τον περιέγραψαν οι λογοτέχνες της Γενιάς του ΄30, ο άνθρωπος που τον στοιχειώνει η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού (κατά την εύστοχη ορολογία του κοινωνιολόγου Άκη Γαβριηλίδη). Στις Μικρές Αφροδίτες το σκάνδαλο ενός ερωτικού ειδυλλίου ανηλίκων ισορροπούσε χάρη στον αρχαιοελληνικό φολκλορισμό περί έρωτος και αθωότητος. Όταν, όμως, τελείωσε ο φολκλορισμός, αρχαίος και νέος, ο Κούνδουρος άρχισε να ανακατεύεται με (και να ανακατεύει) διάφορες ιδεολογίες για να συνεχίσει να παίζει αυτό το παιχνίδι της πρόκλησης. Πιο πετυχημένο επικοινωνιακά, το σκάνδαλο που ξέσπασε με την ταινία 1922, η οποία υποτίθεται ότι αφηγούνταν επεισόδια από τα δεινά των Ελλήνων στη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ταινία χαρακτηρίστηκε από μερίδα της κριτικής υπερπατριωτική, ρατσιστική, επιφανειακή. Αλλά την πιο εύστοχη παρατήρηση γι' αυτήν, αισθητική και όχι ιδεολογική, έκανε ο μακαρίτης πλέον Χρήστος Βακαλόπουλος: ο στόμφος πνίγει την ένταση (Αυγή, 5.10.1986). Ο στόμφος που πνίγει την ένταση, αυτό είναι το στίγμα του Νίκου Κούνδουρου στον ελληνικό κινηματογράφο (και στα ελληνικά δημόσια πράγματα, αφού ο σκηνοθέτης, χάρη στην κινηματογραφική του περσόνα, διεκδίκησε και κέρδισε ρόλο εθνικού ταγού). Οι ταινίες του είναι πάντα κάπως έτσι: αισθητισμός, βλέμματα που ανταλλάσσονται και τα τονίζουν οι ευρυγώνιοι φακοί ποιος ξέρει για ποιο λόγο, δήθεν βαρυσήμαντα νοήματα, που στην πραγματικότητα είναι η σύγχυση χάρη στην οποία η έννοια του κουλτουριάρη πήρε δυσφημιστικό χαρακτήρα. Ο Νίκος Κούνδουρος, βεβαίως, είναι νάρκισσος. Και όπως είπε κάποτε ο Γιώργος Βέλτσος, θέλει κουράγιο να είσαι νάρκισσος. Χαρά στο κουράγιο του Νίκου Κούνδουρου λοιπόν.
2 σχόλια:
Tassos Theodoropoulos: ελα pou ehi dikio to pontiki omos, ke pali evgenika ta lei, giati to megaliodes mialo, megaliodos koprizi, αλλα οχι αλλο χέσιμο αδέλφια, έλεος.
Ανώνυμος...
όχι άλλο κάρβουνο!!!
Δημοσίευση σχολίου