ΤΟ BLOG ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΦΛΕΡΥΣ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ, ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΤΕΠΕΣ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ, ΤΗ FATA MORGANA, ΤΟΥΣ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΥΣ, ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ MAYA DEREN, ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ WOODSTOCK, ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΧΟΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ
Στη διαμάχη Στέλιου - Νικολόπουλου, ο Χρήστος
δεν έπρεπε να μιλήσει. Στενοχωρήθηκα, πειράχτηκα, γιατί ο κόσμος είναι
παράξενος. Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του και θεωρώ πως από τότε
έχασε πολύ το όνομα του Χρήστου. Διότι, ναι μεν μπορεί ο Στέλιος να τον είχε
από μικρό τον Χρήστο και να του έκανε μαθήματα, αλλά είχε και μεγάλο ταλέντο ο
Χρήστος. Δεν το συζητώ! Όλη τη νύχτα που ο Καζαντζίδης κοιμόταν, ο Νικολόπουλος
σκάλιζε τραγούδια. Ξέρω πολύ καλά τον Καζαντζίδη εγώ, καλύτερα απ' τον καθένα! Ωραία
φωνή, κακιά ψυχή όμως...Η μάνα του ερχόταν κάθε Σάββατο στο μαγαζί που
τραγουδούσα κι έβλεπα τον Κλουβάτο που της έδινε λεφτά.
- Ποια ειν' αυτή, ρε Γεράσιμε;
- Η μάνα ενός στρατιώτη που τον πήγαν στην
Μακρόνησο.
- Μπορώ να της δώσω κι εγώ;
Σ' αυτά ήμουν πρώτη. Κατέβαινα, λοιπόν, την
κέρναγα μια μπιρίτσα μ' ένα μεζέ και της έλεγα να του πάει κι από μένα τσιγάρα.
Αυτή πήγαινε και τού'λεγε: «Στέλιο μου, να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα που μου
έδωσε να σου πάρω τσιγάρα. Πολύ ωραίο κορίτσι και τι ωραία τραγουδίστρια». Είχα
κάνει εν τω μεταξύ εγώ τις επιτυχίες μου...Ένα βράδυ τον πήρε κι ήρθανε μαζί.
Και τι έγραψε μετά στο βιβλίο του; Ότι εγώ τον έστειλα στη Μακρόνησο! Τι
ψάχνεις να βρεις τώρα...Η αλήθεια είναι πως βρήκε ο διοικητής το χασίσι στο τσεπάκι
του και τον ξαπόστειλε στη Μακρόνησο. Προθυμοποιήθηκε να μου κάνουν το τραπέζι
με τη μάνα του και αρνήθηκα. Μετά μου πρότεινε να με χορέψει ένα ταγκό -
παίζαμε και ευρωπαϊκά να χορέψει ο κόσμος πριν τα λαϊκά. Ε, να προτείνω εγώ σε
άντρα να με χορέψει δε γινόταν, καλύτερα να πέθαινα! Πραγματικά με χόρεψε. Και
μετά, ξαναλέω, έγραψε στο βιβλίο του ότι πήγε στη Μακρόνησο γιατί ο διοικητής
του ήταν καψούρης με μία ξαδέρφη μου κι επειδή δεν τους έκανα πλάτες, τιμώρησε
τον Στέλιο! Ο Θεός, όμως, τα ακούει και τα βλέπει αυτά τα πράγματα.
Ο στιχουργός Χρήστος Κολοκοτρώνης, ο Χρηστάκος,
ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μου και μου έφερνε πέντε τραγούδια. «Βρε Χρήστο,
δωσ' τα στον Στέλιο» του έλεγα εγώ. Μου απαντούσε «Δεν κάνουν για τον Στέλιο,
βρε Καίτη» και τώρα κάπου τον δικαιολογώ, γιατί ο κόσμος είναι και παλαβός,
ξέρεις. Να λέμε την αλήθεια, τα πιο πολλά τραγούδια που έβαζε ο Καζαντζίδης το
όνομα του, ήταν του Κολοκοτρώνη. Μαζί καθόμασταν όλοι και τα προβάραμε. Δεν
ήταν, όμως, κακό παιδί ο Χρήστος. Μιαν άλλη φορά μου έστειλε κάτι τραγούδια, δεν
μου άρεσαν, δεν τα είπα, όλα καλά μεταξύ μας.
Όταν εγώ έκανα το δίσκο «Η Καίτη Γκρέυ τραγουδά
Στέλιο Καζαντζίδη», αυτός ήταν με τη Μαρινέλλα κι ερχόταν νύχτα στο σπίτι μου.
Ήθελε σώνει και καλά να πω δώδεκα τραγούδια δικά του κι αυτός άλλα δώδεκα δικά
μου. Αναγκάστηκα και του είπα «Ε, άντε γαμήσου, φύγε βρε πούστη από δω»!
Θυμάμαι πως όταν είχε έρθει, είχα φτιάξει κεφτέδες και φασολάκια. Τρελαινόταν
κι αυτός για το φαγητό μου! Ενόσω τρώγαμε, διαλέγαμε τα δικά του τραγούδια που
θα έλεγα. Φτάνουμε στα δικά μου, «Ποια θα πεις, βρε» τον ρωτάω, αφού ξέραμε καλά
πως εγώ είχα περισσότερο το ρεπερτόριο του. Μια φορά του'χε πει ο Παλαιολόγου
όταν τελειώσαμε φωνοληψία: «Στέλιο, ξέρεις πόσο σε λατρεύω, αλλά η Γκρέυ σε
ξέσκισε»! Σκέψου πως την εκτέλεση μου στο «Μη σκαλίζεις τη στάχτη», ο Μάτσας
τρεις φορές το έκανε επανέκδοση. Πούλησε πολύ εκείνος ο δίσκος μου με τα
καζαντζιδικά τραγούδια, αλλά εγώ δεν πήρα φράγκο από τον Μάτσα - μη λέμε πάλι
τα ίδια...Όλα τα τραγούδια του Στέλιου τα έλεγα αντρικά εγώ, δεν είχα κανένα
θέμα. Αυτός, όμως, ήταν παραδόπιστος άνθρωπος και έμαθα πως μοίραζαν τα λεφτά
μεταξύ τους. Είχα πάει στην κηδεία του Κοκκινιάδη και με πλησίασε ένας κύριος:
- Κυρία Γκρέυ, μπορώ να σας πω;
- Δεν σας ξέρω, κύριε.
- Θέλω να σας πω δυο λόγια.
- Σας ακούω.
- Χειρότερο θάνατο απ' αυτόν του Καζαντζίδη δε
μπορεί να'χει άνθρωπος. Ήμουν δίπλα του μέχρι την ώρα που ξεψυχούσε.
Εγώ δεν θα πήγαινα να τον έβλεπα, αλλά μου'παν
πως είχε ζητήσει να με δει. Πήρα δυο λουλούδια και πήγα, αλλά η γυναίκα του δεν μ' άφησε να μπω μέσα. Ο Στέλιος πέθαινε και ποιος ξέρει τι
ήθελε να μου πει. Συγγνώμη να ζήταγε; Κοίταξε, τελευταία εγώ έσμιξα με τον
Καζαντζίδη, αφού πρώτα τον είχα παρατήσει κι έφυγα. Είχα ένα πολύ καλό δεσμό με
τον Νίκο Λαιμό και ότι ήθελα, ερχόταν στα χέρια μου. Σού'δινε ζωή, ήταν πολύ
ευγενικός, βγαίναμε κι έλεγε «Ποιαν κυκλοφορώ εγώ απόψε;» Μια μέρα μου
τηλεφωνεί ο Καζαντζίδης κι εγώ δεν τον κατάλαβα:
- Έλα, ξέχασες και τη φωνή μου;
- Λέγετε ποιος είναι γιατί θα το κλείσω!
- Καιτούλα, ο Στέλιος είμαι.
- Μπα, σαν τα μάραθα! Τι θέλεις;
- Έλα να ξανατραγουδήσουμε μαζί να θυμηθούμε τα
παλιά.
- Ξέρεις ότι έχω πια δεσμό στη ζωή μου;
- Το ξέρω, θα του μιλήσω κι εγώ.
- Δε χρειάζεται να του μιλήσεις εσύ, δεν είναι
οπισθοδρομικός σαν και σένα.
Μετά, όταν μου'πε να τραγουδήσουμε εκείνος, εγώ
κι η Μαρινέλλα, δεν ήθελα να νομίζει τίποτα η κοπέλα. Πάλι καλά που ήταν η
Μαρινέλλα, διότι αν δεν ήταν κι αυτή, θα πήγαινε με τις σουραυλίες και τις
πρεζούδες. Τι να πω εγώ για την κοπέλα τη Μαρινέλλα; Πιάνω τον Λαιμό και του
λέω «Νίκο, θέλω ν' αποδείξω άλλη μια φορά σ' αυτόν τον άνθρωπο πόσο κυρία
είμαι, γιατί αν δεν πάω θα πει πόσο ζήλεψα τη Μαρινέλλα. Σε παρακαλώ, άσε με να
πάω». Ο Λαιμός με ρώτησε ευθέως: «Σου λείπει τίποτα;» Απάντησα: «Όχι, αγόρι
μου, όλα μου τα'χεις». Τον ίδιο καιρό ο πατέρας του είχε αγοράσει ένα νέο
καράβι κι έπρεπε να πάει στο εξωτερικό να υπογράψει την παραλαβή. «Τέλος
πάντων, κάνε ότι θες, σου έχω εμπιστοσύνη». Ξαναπαίρνει ο Καζαντζίδης και του
λέω πως συμφωνώ να τραγουδήσουμε, μέσα μου όμως έβραζα: «Α ρε πούστη, θα δεις
τι θα σου κάνω» έλεγα. Πάω στον μόδιστρο μου και του λέω «Γιώργο, θέλω να μου
ράψεις ότι πιο σεξουαλικό υπάρχει» κι αυτός μου κάνει «Τι έπαθες, μωρή, εσύ
ούτε πλάτη δεν ήθελες έξω» (γέλια) Κάθισε ο άνθρωπος, κένταγε κι έραβε τις νύχτες
και μου έβγαλε μέσα σε πέντε μέρες τρία διαφορετικά φορέματα. Όταν με είδε ο
Στέλιος, μου κάνει «Βλέπω τα βγάλαμε όλα», αλλά του δείχνω τη Μαρινέλλα και του
απαντάω «Κουμάντο από κει, όχι σε μένα» (γέλια). Κάνουμε πρεμιέρα και δεν
μπορούσες να περάσεις απ' τον κόσμο. Είχε τρελαθεί ο Καζαντζίδης! Σκάνε όλοι οι
εφοπλιστές και ο Νίκος, βέβαια, που ήταν πρώτο μπόι. «Ποιος είναι ο Λαιμός;» με
ρώταγε συνέχεια ο Καζαντζίδης. «Αμάν, ρε Στέλιο» του κάνω, «η δέκατη φορά που
με ρωτάς είναι. Σου τον έδειξα, δε μπορώ να σ' τον ξαναδείξω, αυτή τη δουλειά
θα κάνουμε τώρα;» Κάθε βράδυ ο Στέλιος τραγούδαγε «Τό'ξερα πως θα μου φύγεις»
και κοπανιόταν. Το ίδιο διάστημα είχαν βγάλει με τη Μαρινέλλα το «Με μι' αγάπη
καινούργια θα χαράξω πορεία» κι αυτή δεν ήθελε να το πει καθόλου το
συγκεκριμένο τραγούδι. Ο Στέλιος επέμενε και στο τέλος την έβρισε. Οι
Κοκκινιώτες, στο μεταξύ, που μαζί μας είχαν πρωτοδεί στο πάλκο, σχολίαζαν όσο
τραγουδάγαμε - δυνατά τα λέγανε: «Για κοίτα, ρε, το μαλάκα. Άφησε την κουκλάρα
αυτή και πήρε την άλλη»...Με ρωτάει ο Στέλιος:
- Ποιον βρίζουν αυτοί;
- Ξέρω γω ποιον βρίζουν;
- Τη Μαρινέλλα βρίζουν.
- Κι αφού ακούς, τι με ρωτάς εμένα;
Ήταν η τρίτη μου φορά που δούλεψα στου
Κουλουριώτη. Οι δύο άλλες ήταν με Τσιτσάνη - Παπαίωάννου. Και με Σακελλαρίου
μαζί. Καλό κορίτσι ήταν αυτή, καλή, ταλέντο ήτανε! Μια φορά είχαν έρθει στο
μαγαζί ο άντρας της κι ο γκόμενος. «Μη μου κάνεις καμιά πλάκα και γίνει
φασαρία» μου λέει και της κάνω «Ποια πλάκα; Υπάρχει μεγαλύτερη απ' αυτή;» Εγώ
δεν κάπνιζα και μάσαγα τσίχλες. Μου έλεγε ο Τσιτσάνης «Δωσ' μου και μένα μία»
κι άρχισαν όλοι να μασάνε τσίχλα. Παίρνω, λοιπόν, τσίχλες με καθαρτικό, απ'
αυτές που σε πάνε τρέχοντας στην τουαλέτα και τους πήγε όλους μοτεράκι (γέλια).
Μία βδομάδα δουλέψαμε με Μαρινέλλα, την επόμενη
όμως πάω και δεν τη βρίσκω εκεί. Ρωτάω «Στέλιο, που είναι το κορίτσι;» κι
άρχισε να μου τη βρίζει, ότι δεν είναι καλά στα μυαλά της και τέτοια. Μείναμε
οι δυο μας κι άρχισε να μου κάνει τσαλίμια. Ένα άλλο βράδυ, πηγαίνοντας στο
καμαρίνι μου, βλέπω μια γκόμενα έξω απ' το δικό του:
- Τι κάνεις εσύ εδώ;
- Ο κύριος Καζαντζίδης μου'πε να τον περιμένω
εδώ.
- Α, κατάλαβα...
Είχε αρχίσει τις μαλακίες του πάλι. Το άλλο
βράδυ, άλλη γκόμενα απ' έξω. Το παράλλο, πάλι άλλη. Είπα «Θα δεις, ρε πούστη,
τι θα κάνω τώρα». Δεν γούσταρα να γδύνομαι στο καμαρίνι μου και να με βλέπει η
κάθε ξεκωλιάρα. Λέω σε μία «Άι στο διάολο, φύγε από δω! Τράβα στο καμαρίνι του
και μη στήνεσαι εδώ μπροστά μου». Έρχεται και με πιάνει ο Στέλιος, κάτσε να
σ'τον κάνω κιόλας (γέλια):
- Τι έγινε, κοριτσάκι, τι τρέχει;
- Άκου να σου πω, Καζαντζίδη, αν νομίζεις πως
εσύ κι εγώ θα έχουμε κανενός άλλου είδους επαφή, ξέχασε το! Σαν τραγουδιστής
είσαι πρώτος, σαν άνθρωπος είσαι ένα μηδενικό!
Ότι του είπα, τα μετέφερε έτσι ακριβώς του
Κουλουριώτη...Την άλλη μέρα είπε του Κουλουριώτη: «Εγώ σταματάω». Πάω εγώ για
δουλειά, πουθενά ο Καζαντζίδης! Μ' άρχισε ο Κουλουριώτης:
- Εσύ' σαι πλασμένη για τον Καζαντζίδη κι ο
Καζαντζίδης για σένα.
- Και δε μου λες, που είναι ο Καζαντζίδης τώρα;
- Είναι σ' ένα ξενοδοχείο με έναν τύπο στην οδό
Αθηνάς που τον θέλει για δουλειά στην Αυστραλία.
- Σήκω, πάμε από κει!
Μπαίνουμε στο αμάξι μου, φτάνουμε στο ξενοδοχείο
και ο Κουλουριώτης βλέπει τον Στέλιο να πίνει καφέ με τον ξένο τύπο. «Στέλιο»
του λέει, «είναι έξω η Καίτη Γκρέυ και θέλει να σου μιλήσει». Βγαίνει ο Στέλιος
και σαν να μην έτρεχε τίποτα, με ρωτάει:
- Που θα πάμε;
- Στο Καβούρι.
- Να πάρω μαζί και τον κύριο Γιαννόπουλο, που με
στέλνει στην Αυστραλία;
Μεταξύ μας, βέβαια, που δεν πήγε ο Καζαντζίδης
και να μην έπαθε πανωλεθρία; Πάμε τελικά ο Στέλιος, εγώ, ο Γιαννόπουλος και ο
Γιάννης ο Αγγέλου, που'χε μαζί του ο Στέλιος. Καθόμαστε στη βεράντα του
εξοχικού μου, τους έχω βγάλει κι ένα μπουκάλι ουίσκι. Σκεφτόμουν τον
Κουλουριώτη που'χε δώσει ένα σκασμό λεφτά στη διαφήμιση. «Θ' αυτοκτονήσει ο
πατέρας μου» μου'λεγε ο γιος του. Πάω και κάθομαι στα γόνατα του Καζαντζίδη. Του
λέω:
- Τι μαλακίες έκανες πάλι, ρε Στέλιο; Γιατί μια
ζωή είσαι λάθος; Επιτρέπεται ν' αφήσουμε τον άνθρωπο που πόνταρε τόσα πάνω μας;
- Αφού έπαψες πια να μας βλέπεις σαν άντρες...
- Γιατί, πρέπει να σε δω σαν άντρα πάλι για να
δουλέψουμε; Έχω άδικο;
- Όχι, δεν έχεις άδικο..
- Θα το βρω ποτέ από σένα το δίκιο μου; Δεν το
πιστεύω, αγόρι μου, αλλά εν πάση περιπτώσει θα κάνω άλλη μία προσπάθεια.
Και τότε ξαναγράφτηκε στις εφημερίδες: «Καίτη
Γκρέυ - Στέλιος Καζαντζίδης: Ξανασμίγουν τα αηδόνια». Πάντα έβαζε πρώτο το
όνομα μου. Γίνεται μεγαλύτερος χαμός απ' όταν ήταν αυτός με τη Μαρινέλλα!
Χώρισαν και θέλησε να δώσει συνέχεια με μένα - σκέψου τι τρελός ήτανε. Δε θέλω
να πω άσχημα για τη Μαρινέλλα, γιατί ποτέ δεν μ' έχει πειράξει η κοπέλα. Εδώ
πήγαινε με την άλλη τη χασίκλα, τη Σεβάς Χανούμ, η Μαρινέλλα θα με πείραζε; Μια
μέρα, αφού κάναμε πρεμιέρα, εγώ είχα πολύ μακριά μαύρα μαλλιά και χτενιζόμουν
στον καθρέφτη. Ήμουν και ερωτευμένη με τον Λαιμό, βέβαια, αλλά και μετά τα τόσα
που μου'χε κάνει ο Στέλιος, μου έπιανε το χέρι και πάγωνα. Πέφτει, λοιπόν, ο
Στέλιος κάτω μπροστά μου: «Σ' αγαπάω, δεν μπορώ να πάω μ' άλλη γυναίκα,
συγχώρεσε με»! Στο μεταξύ, δεν μ' άφηνε ήσυχη και ο Νίκος. Πηγαίναμε με τον
Στέλιο για μπάνιο ή για καφέ στη Φωκίωνος Νέγρη, από δίπλα ο άλλος! Με
παρακολουθούσε συνέχεια, αν και του'χα στείλει μήνυμα: «Νίκο, ξανασμίγω με τον
άντρα που πάντα αγαπούσα». Τι νά'κανα; Βλακείες! Όταν σε πληγώνει όμως ένας
άντρας, έχεις κρυώσει. Μια μέρα που ετοιμάζαμε τα χαρτιά μας για να τον
ακολουθήσω στην Αυστραλία, το σκέφτηκα, είπα «Αυτός θα πάει Αυστραλία και θα τα
κάνει πάλι ρόιδο. Εγώ τι θα κάνω εκεί;» Έλειπε το αυτοκίνητο του Καζαντζίδη έξω
απ' το σπίτι μου και μπουκάρει μέσα ο Λαιμός! Λέει στην υπηρεσία: «Μαρία, βάλε
ρούχα της Καίτης σε μία βαλίτσα» και με οδηγεί στο καλύτερο ξενοδοχείο στο
Λουτράκι για δέκα μέρες. Εξαφανίστηκα! Τότε ο Στέλιος πήρε τη Μοσχολιού. Αχ να
ζούσε το κακόμοιρο να σου έλεγε τι τράβηξε τότε! Η Μοσχολιού ψιλοφλέρταρε με
τον Αγγέλου, τον μουσικό του Στέλιου, κιόλας. Λίγο μετά ο Καζαντζίδης με τη
Μαρινέλλα τα ξαναφτιάξανε. Παλαβός ήταν ο άνθρωπος, λέμε! Δεν ξέρω τι λένε,
αλλά εγώ θυμάμαι όταν έραβα το νυφικό μου για το γάμο μας εποχή Ροσινιόλ.
Σκεφτόμουν πως θα'μενα σ' ένα σπίτι με την πεθερά μου, τη μάνα μου, που είχε
ένα δωμάτιο κι ένα διάδρομο για να κοιμάται αυτή. Είπα να πιάσουμε ένα σπίτι
πιο κάτω να την πάρουμε μαζί. Πως θα παντρευόμασταν, χωρίς σαλόνι; Κάθε εμπόδιο
για καλό τελικά. Δεν χαίρομαι για ότι έπαθε στη συνέχεια, γιατί έμαθα φρικτά
πράγματα απ' τους φίλους του. Πονάω γι' αυτά που πέρασε, αλλά δεν τον αγαπάω
πια. Είμαι πληγωμένη.
Καίτη Γκρέυ - Μπόσκο (χειμώνας 2018 στο σπίτι της τραγουδίστριας)
Μια φορά με παίνευε στην τηλεόραση: «Το κορμί
της Γκρέυ δεν τό'χει καμιά γυναίκα». Έλεγε πολλά και διάφορα, «Η πιο νοικοκυρά
γυναίκα, ακόμα και τις ελιές μου καθάριζε». Να πω και κάτι να το μάθει ο
κόσμος: Ο Καζαντζίδης δεν έβγαλε τον καρκίνο στα τελευταία του, τον είχε πολλά
χρόνια. Το γνώριζε! Μια φορά, που ήταν ήδη παντρεμένος με τη Μαρινέλλα, ζήτησε
απ' τον Κολοκοτρώνη να με ξανασυναντήσει. «Τρελός είσαι, ρε;» του λέει ο
Χρήστος, «παντρεύτηκες τώρα»! Φώναζε ο Στέλιος: «Δε θέλω τίποτα, θέλω την Καίτη
να τη δω. Άμα δε μου τη φέρεις, να μην ξανάρθεις εδώ.Και να της πεις να μου
φέρει και μία σουμάδα». Με πιάνει εμένα ο Κολοκοτρώνης: «Πήγαινε να σε δει, θα
τη διώξει τη Μαρινέλλα». Πήγα, του πήρα σουμάδα κι ένα μπουκάλι κολόνια γιατί
ήταν στο νοσοκομείο. Νόμιζα πως είχε εγχειριστεί στο στομάχι που είχε έλκος.
Δεν είχε, όμως, χειρουργηθεί στο στομάχι. Του είχαν αφαιρέσει τον ένα όρχη!
Κατάλαβες; Να πως έγινε η μετάσταση χρόνια μετά! Όταν πήγα στο νοσοκομείο και
με είδε, ήταν μόνο με τη μάνα του. Έκατσα για ώρα, κάνω να φύγω και με τράβαγε.
Πετάγεται η μάνα του: «Κάτσε. Εσύ έχεις πιο πολλά δικαιώματα απ' αυτή» και,
πραγματικά, είχα. Της λέω όμως: «Τώρα δεν έχω! Τώρα εκείνη είναι γυναίκα του.
Δε θέλω να έρθει και να με βρει εδώ». Το μόνο που είχα πει στη Μαρινέλλα, ήταν:
«Μωρή μαλακισμένη, πάρ'του τριακόσια χιλιάρικα να πάρεις ένα σπίτι. Εγώ όταν
τον άφησα, είχα μόνο ένα βαλιτσάκι». Είχαμε βγει στην περιοδεία με τη Μαρινέλλα
και τα λέγαμε. Η καημένη δεν έτρωγε...Εμείς πηγαίναμε τα μεσημέρια για φαγητό
και της έλεγα:
- Έλα, μωρή, μαζί μας να φας.
- Όχι, περιμένω τον Στέλιο...
- Ο Στέλιος έχει πάει για κτήματα, άσ'τον τώρα.
- Όχι, δεν έρχομαι.
- Νηστική θα μείνεις πάλι.
Πιάνω μια μέρα λοιπόν τον Στέλιο:
- Δε ντρέπεσαι λίγο; Η γυναίκα έχει τρεις μέρες
να φάει.
- Στα αρχίδια μου, δεν είμαι πια ο Στέλιος που
ήξερες;
Και τι ήξερα δηλαδή; (γέλια) Κάναμε τουρνέ στο
Βόλο πρώτα, όπου εγώ είχα έντεκα άτομα με τις βίζες έτοιμες να τους έπαιρνα
Αμερική μαζί μου. Μου κάνει ο Στέλιος:
- Δεν με νοιάζει τίποτα, εγώ μόλις γυρίσω Αθήνα
θα πάρω διαζύγιο.
- Κάνε ότι θες!
Εκείνο τον καιρό, παιζόταν σε σινεμά της
Πατησίων το «Δόκτορ Ζιβάγκο». Οι θέσεις ήταν αριθμημένες και πήγα με μια φίλη
μου. Αυτός είχε πάρει ένα δυαράκι κοντά μου και με ζήτησε επειγόντως να πάω
σπίτι του πάλι. Πήγα, μου έκανε καφέ και πάνω στο μπουφέ είχε ένα φάκελλο. Μου
λέει:
- Άνοιξε τον!
Ήταν το διαζύγιο του με τη Μαρινέλλα.
- Σε καλή μεριά!
- Θέλω να παντρευτούμε!
Πόσες πια βλακείες να έκανε που δεν θα τις έκανα
εγώ; Μου ζήτησε να μην πάω Αμερική, ν' αφήσω τα παιδιά που περίμεναν δουλειά για να μείνω μαζί του.Δεν γινόταν να τους έλεγα «Εμένα μού'ρθε να'μαι
πάλι με τον Καζαντζίδη και άντε πνιγείτε»...Εγώ ήμουν νοικοκυρά, ήθελα ο
Στέλιος να'ρχεται σπίτι, να τον ντύνω, να του μαγειρεύω, να τον περιποιούμαι,
να τον προσέχω...Αυτός όμως ήθελε πουτάνες, δεν ήθελε γυναίκα. Και να τις
αλλάζει συχνά, βέβαια...
* Απόσπασμα από μία ανέκδοτη μαραθώνια συνέντευξη με την Καίτη Γκρέυ που πραγματοποιήθηκε σε δύο πολύωρες επισκέψεις στο σπίτι της τον χειμώνα του 2018.
Με τον Αλμπέρτο
Εσκενάζυ γνωριστήκαμε προσωπικά πριν από μερικά χρόνια στο φεστιβάλ
ερασιτεχνικού θεάτρου του Διστόμου. Είχε προθυμοποιηθεί, μάλιστα, να με γυρίσει
με το αυτοκίνητο του στην Αθήνα κι έτσι, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, είχα
την ευκαιρία να μου δώσει μία πρώτη συνέντευξη χωρίς να καταγράψω τίποτα.
Θυμάμαι πόση χαρά έκανε όταν του είχα αποκαλύψει πως ο ποιητής Ντίνος
Χριστιανόπουλος, ένας δύσκολος άνθρωπος, μου είχε μιλήσει με πολύ καλά λόγια
για ένα από τα βιβλία του, στα οποία κατέγραψε την ιστορία των Εβραίων της
Θεσσαλονίκης.
Ανέκαθεν θεωρούσα
τον Εσκενάζυ έναν ενδιαφέροντα καλλιτέχνη, ιδιαίτερο, σχεδόν παράξενο.
Σκεφτόμουν πως θα μπορούσε να’χει κάνει πολλά περισσότερα πράγματα στον
κινηματογράφο, μέσω του οποίου έγινε γνωστός, στο θέατρο, αλλά και στην
τηλεόραση. Στην ακόλουθη συνέντευξη, που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του στο
Ψυχικό, σε ένα σύντομο πέρασμα του από την Αθήνα, ο ίδιος εξηγεί τους λόγους
που κάποια στιγμή απομυθοποιήθηκε μέσα του η έννοια της καριέρας.
Άλλωστε, τα
τελευταία χρόνια απέχει από τα φώτα της δημοσιότητας και τις οθόνες. Ασκητεύει
στα Στύρα Ευβοίας, όπου γράφει μανιωδώς, συνδυάζοντας τη δημιουργική φαντασία
με τα λαογραφικά στοιχεία, ακόμη και τις τοπογραφικές μελέτες. Απόδειξη είναι
ότι σε περίπου ένα μήνα από τώρα, στις αρχές Οκτωβρίου, θα κυκλοφορήσουν οι
«Έξι άγγελοι», το καινούργιο μυθιστόρημα του.
Θα σας έχουν
ρωτήσει κι άλλοι, μα δε μπορώ να μην σας το ρωτήσω κι εγώ: Έχετε καμία σχέση με
την τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ;
Ναι, είναι ένα
κλασικό ερώτημα, «Σε λένε Εσκενάζυ, άρα μήπως έχεις σχέση με τη Ρόζα;» Καμία
σχέση απολύτως! Τη γνώρισα όταν ήμουν στο α’ έτος στη σχολή του Εθνικού.
Ερχόταν στο καφενείο των μουσικών στη Μενάνδρου, όπου μαζεύονταν κυρίως
τσιγγάνοι οργανοπαίκτες. Το ’74 ή ’75 τη συνάντησα και μάλιστα πήγα και της
μίλησα, «Κυρία Εσκενάζυ, είμαι συνονόματος σας»…Έδειξε έκπληξη…Στο πρώτο μου
βιβλίο, την πενταλογία που γράφω για τη Θεσσαλονίκη, την έχω πρωταγωνίστρια,
«παντρεύοντας» φανταστικά με ιστορικά πρόσωπα.
Αναρωτιέμαι αν το
όνομα σας, που πολλοί τό’χουν για ιταλικό, ήταν και ένα «εισιτήριο» για
καριέρα.
Επειδή το όνομα
είναι εβραϊκό, όταν βρισκόμουν στο ξεκίνημα μου, ο Φώσκολος μού’λεγε «Με
εβραϊκό όνομα δεν θα κάνεις καριέρα, δεν γίνεται».
Το έλεγε δηλαδή
με μία δόση αντισημιτισμού;
Το έλεγε ότι
έπρεπε να είμαι Έλληνας κι εγώ απαντούσα «Μα, Έλληνας είμαι! Δεν υπάρχουν άλλοι
Έλληνες με ξενικά ονόματα;» Εγώ ανέκαθεν θεωρούσα ότι ήμουν και είμαι Έλληνας
και γι’ αυτό αρνήθηκα από τότε ν’ αλλάξω τ’ όνομα μου. Μετά από τόσα πολλά
χρόνια, όλοι ξέρουν την καταγωγή μου. Πολλοί Θεσσαλονικείς, ας πούμε, που
ξέρουν την ιστορία της Θεσσαλονίκης και το πόσα πρόσφερε το εβραϊκό στοιχείο
στην πόλη τους, θεωρούν τιμή τους που είχαν φίλους Εβραίους, οι οποίοι χάθηκαν
στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Είναι μια μεγάλη υπόθεση αυτή και θα θέλαμε μιαν
άλλη ολόκληρη συνέντευξη.
Δεν φαίνεται
ωστόσο να σας απασχολούσαν οι σκέψεις καταγωγής.
Όχι, καθόλου.
Μεγάλωσα σε μια φτωχογειτονιά της Θεσσαλονίκης που παίζαμε με τα άλλα παιδάκια
χωρίς να υπάρχει πρόβλημα επειδήείχα διαφορετικό όνομα. Τα παιδάκια δηλαδή δεν είχαν πρόβλημα σε αντίθεση
με κάποιους μεγάλους, που μπορεί να ήταν συνεργάτες των Γερμανών και μας
στραβοκοίταζαν. Μεγαλώνοντας κι εγώ, βέβαια, άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτή η
διαφορετικότητα ενδεχομένως να ενοχλεί κάποιους. Μιλάω για το ξεκίνημα μου. Ο
αντισημιτισμός είναι μία αρρώστια, αθεράπευτος καρκίνος, έτσι; Μη γελιόμαστε!
Στην καλύτερη περίπτωση, τον βαφτίζουμε προκατάληψη. Δεν ξέρω αν στο μέλλον,
από γενεά σε γενεά, εξαλειφθεί όλο αυτό το πράγμα, που είναι παράλογο! Να
καθορίζεις δηλαδή έναν άλλον άνθρωπο χωρίς λόγο!
Θυμώνατε με την
έλλειψη ανεκτικότητας στη διαφορετικότητα σας;
Δεν θύμωνα,
καταλάβαινα όμως πως είμαι Έλληνας, ένας κοσμοπολίτης Έλληνας. Αργότερα,
αποκτώντας πολιτική συνείδηση, κατάλαβα ότι υπάρχουν Έλληνες και Έλληνες, οι
πολιτισμένοι Έλληνες, οι «άνθρωποι» Έλληνες και οι άλλοι, οι κολλημένοι στα
στεγανά τους. Έτσι είναι η ζωή και οι κοινωνίες. Εγώ πορεύομαι προς το φως, όχι
προς το σκοτάδι. Γράφοντας, συνειδητοποίησα πως οι ήρωες μου πάνε προς το φως
κι αυτοί. Θα έλεγα ότι τα πράγματα που με ενδιαφέρουν είναι η ζωή, το φως, η
γνώση.
Γεννηθήκατε
αμέσως μετά τον Εμφύλιο.
Ακριβώς, είμαι
γεννημένος το 1952. Όλα θα τα πούμε, γιατί θα έχουμε χώρο στη συνέντευξη αυτή.
Πηγαίνω καμιά φορά στην τηλεόραση και μου λένε «Πες μας τι έγινε με το
Ολοκαύτωμα» κι εγώ τους δηλώνω πως δεν θέλω να μιλήσω, γιατί ένα τέτοιο θέμα δε
χωράει σε μια τηλεοπτική παρουσία. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο
Λιτόχωρο. Η μητέρα μου, επίσης αντάρτισσα, στο Βέρμιο.
Α, και η μητέρα
στο αντάρτικο…
Βέβαια και,
μάλιστα, πρώτη γραμμή η μαμά ζωσμένη με τα φυσεκλίκια. Όταν τελείωσε ο πόλεμος,
βρέθηκαν οι δυο τους, κατεστραμμένοι, ερωτεύθηκαν κλπ. Επειδή ήταν πολύ φτωχοί,
είχαν αποφασίσει να πάνε στη Γαλλία. Η μάνα μου ήταν δώδεκα αδέρφια που έμειναν
τα τέσσερα. Ο μπαμπάς μου ήταν τέσσερα αδέρφια και έμειναν δύο, αυτός κι ο
αδερφός του. Πήγαν, λοιπόν, στο Παρίσι οι γονείς μου για μια καλύτερη ζωή. Εγώ
δεν είχα γεννηθεί ακόμα, είχαν μόνο την αδερφή μου, που ήταν πέντε χρόνια
μεγαλύτερη μου και, δυστυχώς, την έχω χάσει. Στο Παρίσι η μάνα μου έμεινε
έγκυος σε μένα, αλλά αρρώστησε με βρογχικά. Οι γιατροί της είπαν πως αν ήθελε
να ζήσει, έπρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Έδεσσα με τα
ιαματικά νερά. Έγκυος επέστρεψε η μάνα μου στην Ελλάδα και γεννήθηκα αμέσως
μετά τον επαναπατρισμό της. Έγινε καλά στη συνέχεια με το ελληνικό κλίμα, που
της το’χαν προτείνει οι Γάλλοι γιατροί – φανταστείτε!
Τη φτώχεια,
πάντως, δεν τη ζούσαν τότε ως κάτι το φοβερό.
Ισχύει εντελώς
αυτό που λέτε. Ούτε εγώ τη βίωσα έτσι, γιατί από τότε ανήκαμε στη μικρομεσαία
τάξη. Υπήρχε πάντα ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι. Πρόλαβα τους παγοπώληδες γιατί δεν
υπήρχαν ψυγεία, πρόλαβα τα καλντερίμια στην Άνω Πόλη, όλα τα πρόλαβα, ήταν όμως
όμορφα χρόνια, γι’ αυτό και στη Θεσσαλονίκη έμεινα μέχρι 20 χρονών. Στο Εθνικό
μπήκα το 1973, στα 21 μου κι έτσι κατέβηκα στην Αθήνα. Προηγουμένως, για τρία
χρόνια ήμουν στον Ευκλείδη, στη Θεσσαλονίκη, στη σχολή ηλεκτρονικών, που την
τελείωσα.
Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου
Και την
υποκριτική πως την ανακαλύψατε;
Ο πατέρας μου
ήταν πολύ μορφωμένος, μια εξαιρετική φυσιογνωμία! Μιλούσε έξι γλώσσες, κάτι που
ήταν συνηθισμένο για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, είχε τελειώσει το γαλλικό
σχολείο και, γενικά, ήταν σεβαστό πρόσωπο. Ξέρετε, όσα λεφτά και νά’χεις, το
«σεβαστός» είναι ο πιο ωραίος χαρακτηρισμός του κόσμου. Περνούσε ο πατέρας μου,
θυμάμαι, και τον σεβόντουσαν όλοι! Μία τάξη υπήρχε εκείνα τα χρόνια: Αυτή, η
μικρομεσαία, ο μανάβης, ο τσαγκάρης. Δεν υπήρχαν πλούσιοι, ούτεφτωχοί, να πεινάνε δηλαδή. Σε αντίθεση με
τον πατέρα μου, που διάβαζε πολύ, εγώ δεν διάβαζα. Εμένα το θέατρο με μόρφωσε,
αφού ήμουν αλητάκος.
Σας απωθούσε η
μόρφωση;
Δεν τη σνόμπαρα,
αλλά ναι, μ’ απωθούσε και την απωθούσα, γιατί ήμουν αλλού. Με τις παρέες μου,
τα πάρτι μας, να περάσουμε καλά κι αυτό ήταν. Δεν μελετούσα. Ο πατέρας μου,
πάλι, έβλεπε πολύ θέατρο και τα χρόνια της νιότης μου τα περιγράφω ακριβώς στο
βιβλίο μου, το «Άρωμα της πόλης», που καλύπτει το διάστημα από το 1966 μέχρι το
2000. Δυστυχώς, ο πατέρας μου πέθανε πριν εγώ ανακαλύψω τα γράμματα. Τον έχασα
όταν ήμουν 15 χρονών και δεν πρόλαβα να ρουφήξω τη γνώση του. Όντας κακός
μαθητής στο σχολείο, το βιβλίο το ανακάλυψα όταν μπήκα στο θέατρο και άρχισα να
διαβάζω πάρα πολλά μυθιστορήματα, εκτός των όσων διάβαζα ως σπουδαστής
ηθοποιός. Τελικά, όσο μεγαλώνεις, ωριμάζεις και συνεχίζεις να διαβάζεις, τόσο
καταλαβαίνεις ότι δεν ξέρεις τίποτα! Αυτός που μιλάει πολύ και τα ξέρει όλα, ο
ξερόλας, είναι και ο πιο ημιμαθής. Αυτός που διαβάζει, βρίσκεται συνεχώς
μπροστά σ’ ένα άβατο, όπως άβατο είναι και το βουνό της ματαιοδοξίας για τους
ηθοποιούς. Ότι και να κάνεις ως ηθοποιός είναι άβατο, στην ουσία δεν πας πουθενά!
Η διαδρομή αξίζει μόνο.
Έχετε σκεφτεί τα
συστατικά που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα σας;
Κατά ένα πολύ
μεγάλο μέρος είναι οι γονείς μας, οι γονείς μου. Επειδή θεωρώ ότι, αν και λίγο
φωνακλάς, είμαι ένας καλός άνθρωπος, γι’ αυτό δεν έχω ενοχλήσει ποτέ κανέναν.
Είμαι ευγενής, αλλά όταν με φτάσεις στα όρια μου, θα δεις και τ’ άλλο μου
πρόσωπο. Είμαι πολύ περήφανος για τους γονείς μου, γιατί τώρα πια βλέπω πόσο
περήφανα είναι τα παιδιά μου για μας, για μένα και τη γυναίκα μου. Φαίνεται πως
εγώ είχα ένα καλό background
για να γινόμουν ένας καλός πατέρας.
Και πως από
ανέμελος νέος βρεθήκατε στο Εθνικό Θέατρο;
Ήμουν στην
Ανωτέρα Ηλεκτρονικών και κάποιος μου είπε ότι έψαχναν κομπάρσους στο Κρατικό
Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Είχα ένα κοστούμι και το φόρεσα κιόλας! Ο Σπύρος
Ευαγγελάτος έκανε «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» και έψαχναν άτομα να κρατάνε το
κοντάρι, π.χ., βοηθητικούς μικρούς ρόλους. Με βλέπει ο Ευαγγελάτος, ήμουν κι
ωραίος με την κοστουμιά, που την άλλη μέρα με ειδοποιούν: «Σε πήραμε». Μπήκα
στο θίασο και κάναμε μια μεγάλη περιοδεία, απ’ τη Λαμία μέχρι την
Αλεξανδρούπολη. Τέσσερις μήνες, κάθε μέρα παράσταση! Έπαιρνα το μισθουλάκο του
κομπάρσου, αλλά με γοήτευε το «τσιγγάνικο» της όλης φάσης. Έβλεπα τους
ηθοποιούς πως έπαιζαν και στον ελεύθερο χρόνο τους πως συζητούσαν, έπαιζαν
χαρτιά κλπ.
Κάνατε παρέα μαζί
τους ή απλά ήσασταν παρατηρητής τους;
Έκανα λίγο, αλλά
δεν θα έπαιζα χαρτιά μαζί τους. Ήμουν ακριβώς ένας παρατηρητής τους. Εκεί είπα
«Όπα, αυτό θα κάνω κι εγώ»! Ήμουν στο πτυχίο στην άλλη σχολή, αλλά ενημερώνω τη
μάνα μου ότι θα το παρατήσω, κατεβαίνω στην Αθήνα και δίνω εξετάσεις στο Εθνικό.
Δεν εισέπραξα αντιρρήσεις απ’ τη μάνα μου, διότι, πέραν του ότι είχε κι εκείνη
μία καλή μόρφωση, ήξερε απ’ τον πατέρα μου πόσο μεγάλη πηγή γνώσης ήταν το
θέατρο. Έλεγε «Αυτός θα μορφωθεί τώρα που μπαίνει στο θέατρο». Σκεφτείτε πως
έγινα συγγραφέας και στο σχολείο, στην έκθεση, παρέδιδα κενή κόλλα.
Δεν είναι
ασυνήθιστο αυτό σε περιπτώσεις ανήσυχων πνευμάτων.
Ήμουν
αντιδραστικός. Είχα φαντασία, κάτι που απαιτείται απαραιτήτως στην τέχνη, είτε
είσαι σκηνοθέτης, είτε ηθοποιός, είτε συγγραφέας. Δεν μπορούσα ενδεχομένως ν’
αντέξω και την πίεση, γιατί- μην ξεχνάτε- εμείς ήμασταν μαθητές επί χούντας.
Κάτι που σας
διαμόρφωσε πολιτικά;
Δεν είχα καμία
πολιτική συνείδηση μέσα στη χούντα. Υποσυνείδητα ίσως, θυμάμαι πως όταν μας
είχαν δώσει τις κονκάρδες με τον Φοίνικα απάνω, εγώ έβγαλα τη δική μου και την
πέταξα την ώρα της προσευχής. Έκανε μάλιστα «τακ – τακ» τη στιγμή που κύλησε
χάμω και έγινε χαμός! «Ποιος πέταξε την κονκάρδα του;»…«Εγώ, αλλά μου έπεσε»
βγήκα και είπα, αλλά μάλλον επίτηδες θα τό’κανα. Επειδή ήμουν και ψηλός, με
είχαν μπροστά – μπροστά πάντα, στους σαλπιγκτές. Κάθε χρόνο, στη στρατιωτική
και μαθητική παρέλαση, περνάγαμε μπροστά απ’ τους επισήμους. Ήταν η χρονιά του
’68 κι εγώ, όπως παρελαύναμε, είχα μαστίχα στο στόμα. Πάει ο γυμναστής να πάρει
τα συγχαρίκια και ο γυμνασιάρχης ήταν έξαλλος: «Περάσατε μπροστά από τον
Παττακό και μασούσε μαστίχα ο άλλος;» Μας άρχισε στα χαστούκια ο γυμναστής,
μπουνιές και κλωτσιές μη σου πω…Πάντως, πολιτικά άρχισα να διαμορφώνομαι πάλι
όταν μπήκα στο θέατρο. Δεν ανήκα ποτέ σε κανένα κόμμα, ποτέ! Ήθελα πάντα να’μαι
ελεύθερος, ήθελα να ρίχνω τηνψήφο μου χωρίς να με πιέζει κανένας. Να πω ότι μια ζωή ψηφίζω κατά
συνείδηση και δεν μπορεί κανένας να κλέψει την ψήφο μου.
Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου
Όπως μου τα
είπατε, η καλή εξωτερική σας εμφάνιση, σας έμπασε στο χώρο του θεάτρου.
Ναι, γιατί μου τα
έλεγε μετά ο Ευαγγελάτος και γελούσε: «Ήρθε ένας κούκλος μ’ ένα κοστούμι»
(γέλια). Μπορεί να μη με παίρνανε αν έδειχνα αλλιώς, το θέατρο όμως δεν έχει να
κάνει με την εμφάνιση.
Εκεί, βέβαια,
κομπαρσιλίκι κάνατε, δεν χρειάστηκε υποκριτικό ταλέντο.
Ναι, αλλά είχαν
πάρει κι άλλους κομπάρσους που δεν είχαν την εμφάνιση τη δική μου. Θέλω να πω
ότι δεν είναι κανένας φάρος, καμία πυξίδα, η εμφάνιση.
Λέτε, ε;
Όχι, δεν είναι…
Ο Νίκος
Κούνδουρος, λίγο πριν τα 90 του, μου’λεγε: «Όλα τα’χαμε στη ζωή μας, αποδοχή,
τέχνη, περιουσία, έρωτες και ομορφιά». Θεωρούσε δηλαδή προσόν την ομορφιά του.
Κι εγώ τη θεωρώ
προσόν, αλλά όχι καθοριστική για το θέατρο. Το να’σαι καλοβαλμένος, σου
εξασφαλίζει μία εντυπωσιακή εμφάνιση, διότι κι αυτόυποκειμενικόείναι. Στο θέατρο, βέβαια, παίζει μικρό ρόλο η
εμφάνιση.
Στον
κινηματογράφο, όμως, παίζει μεγάλο ρόλο.
Εγώ έχω κάνει
πολύ λίγο κινηματογράφο. Εκεί η εμφάνιση μου λειτούργησε αρνητικά, γιατί όσοι
με φώναζαν για ταινίες, δεν θα πω ονόματα, με θέλανε γυμνό. Έλεγα όχι και
τελικά δεν μου βγήκε σε καλό, αν σκεφτούμε πως έχω κάνει πέντε – έξι μόνο
μεγάλου μήκους ταινίες. Με τον Θωμόπουλο, με τον Γρηγοράτο και με κάποιους
άλλους…Ντυμένος, όμως (γέλια), διότι αν έπαιζα γυμνός, θα είχα κάνει τριάντα
ταινίες. Δεν αναφέρομαι φυσικά σε πορνό, αλλά σε κάτι διανοουμενίστικες ταινίες
του 1980 που απαιτούσαν και ανδρικό γυμνό μέσα.
Συγγνώμη, αν σας
έλεγε ο Αγγελόπουλος να κάνετε γυμνό σε ταινία του, δεν θα πηγαίνατε;
Όχι, δεν θα
τό’κανα, γιατί ντρεπόμουν. Δεν είναι κάτι τώρα να βγαίνεις «αέρα
πατέρα»…Συντηρητικός δεν ήμουν, αλλά μάλλον μαζεμένος, συνεσταλμένος και δεν
μπορούσα να το κάνω.
Φαντάζομαι τα
φλερτ που θα είχατε τότε.
Το φλερτ υπάρχει
σ’ όλα τα επαγγέλματα. Είτε είσαι τραπεζικός, είτε μανάβης, είτε ηθοποιός – για
να μην το περιορίζουμε στα καλλιτεχνικά – άμα είσαι ωραίος άνδρας ή ωραία
γυναίκα, γίνεται και λίγο παιχνίδι. Από κει και πέρα είναι εσύ πως αντιδράς και
τι θες από τη διαδρομή σου, απ’ τον εαυτό σου και τη ζωή σου. Εγώ ήμουν
σκληροτράχηλος καθ’ όλη την πορεία μου και ότι ήθελα να κατακτήσω, το
κατακτούσα μόνος μου. Είχα τη «βίδα» μου.
Η «βίδα» αυτή
ενδέχεται να σας στέρησε κάποιους μεγάλους ρόλους σε σημαντικές ταινίες;
Ναι, σίγουρα,
αλλά δεν θα πω ονόματα. Υπήρξε ένας πολύ μεγάλος σκηνοθέτης που με ήθελε για
ένα ρόλο και μου την «έπεσε» κανονικά. Φοβήθηκε κιόλας, γιατί ήμουν και
πιτσιρικάς και δεν ήξερε πως θ’ αντιδράσω. Εξαφανίστηκα εν μία νυκτί. Δεν με
πείραξε καθόλου, να πω την αλήθεια, απλά δεν μου πήγαινε να κάνω «παραχωρήσεις»
τέτοιου είδους. Και όχι ότι είχε καμία συνέπεια στην καριέρα μου, στη διαδρομή
μου. Κάθε ηθοποιός διαγράφει την πορεία, που αυτός θέλει, και ας πούμε πως αν
εγώ ήθελα, θα’χα κάνει πολύ περισσότερα πράγματα.
Τα οποία, γιατί
δεν τα κάνατε;
Δεν ήθελα, γιατί
εγώ από’να σημείο και μετά τρελάθηκα με την οικογένεια και απομυθοποιήθηκε όλη
αυτή η ιστορία της καριέρας μέσα μου. Δεν την πίστευα καθόλου. Έλεγα κάτι
βαρβάτα όχι που σε γονάτιζαν!
Πείτε μου ένα
τέτοιο όχι.
Με φώναζαν, ας
πούμε, σ’ ένα κεντρικό θέατρο κι έλεγα όχι. Ο Βουτσινάς, π.χ.! «Ευχαριστώ πολύ,
αλλά δε θέλω. Δε θέλω όχι με σένα, αλλά δε θέλω γενικά να παίξω»! Και μπορεί
την επόμενη σαιζόν να πήγαινα με τον Πάντζα, που ήταν κάτι άσχετο με τη δική
μου πορεία.
Και γιατί ναι
στον Πάντζα και όχι στον Βουτσινά;
Έτσι μου’ρχόταν,
έτσι γούσταρα! Ήθελα να κάνω κωμωδία για μία φορά. Για μία φορά, όμως, δεν
ξαναπήγα! Εκτιμώ τον Πάντζα και ήθελα πολύ να συνυπάρξω επί σκηνής με έναν
ηθοποιό του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Μετά έκανα για μία φορά επιθεώρηση
και, μάλιστα, ο Νίκος Ρίζος μού’χε πει, επειδή έπαιζα, χόρευα και τραγουδούσα:
«Εσύ’σαι ότι πρέπει για επιθεώρηση». Του απάντησα: «Ξέχασε το! Εγώ ήλθα, είδα
και απήλθα». Περαστικός ένιωθα, ήμουν αλλού. Αργότερα, εν πάση περιπτώσει,
έκανα το Θέατρο της Μεσογείου και άρχισα να δουλεύω σαν σκηνοθέτης, σαν
δημιουργός.
Μπορεί, πάντως,
να μην κάνατε πολύ κινηματογράφο, η «Έξοδος κινδύνου» του Φώσκολου, όμως,
θεωρείται cult σήμερα και
σήμα κατατεθέν σας.
Καταρχάς στην
ταινία αυτή έπαιξα με την Όλγα Καρλάτου, που έχω να τη δω από τότε. Τι γυναίκα
ήταν αυτή! Και πολύ καλός άνθρωπος, καλό παιδί, που λένε. Εκεί βλέπεις τι θα
πει επαγγελματίας ηθοποιός, στην Καρλάτου σήκωνες τα χέρια ψηλά! Ο Φώσκολος με
ήθελε και επέμενε, γιατί του’χα πει και πολλά όχι. Όταν έκανε τη «Λάμψη»,
του’χα πει ότι δεν παίζω σε καθημερινό. Φοβόμουν το κάθε μέρα…Μετά, όταν έκανε
το «Καλημέρα ζωή», πάλι με φώναξε, παρόλο που του’χα πει όχι. Εκεί πήγα, γιατί
κατάλαβα πως δουλεύει το πράγμα.
Προφανώς θα
θέλατε να δείτε πρώτα και τι απήχηση θα’χε το όλο εγχείρημα.
Ναι, ίσως κι αυτό
έπαιξε ρόλο, δεν ήξερα τι επιτυχία θα είχε, το φοβόμουν. Καθημερινό σήριαλ είχα
κάνει στο ραδιόφωνο μόνο. Κοιτάξτε, στην «Έξοδο κινδύνου» έκανα έναν πολύ
κόντρα ρόλο. Ήμουν και είμαι πολύ υγιής, δηλαδή δεν έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου
ναρκωτικά…Του λέω του Φώσκολου «Πως θα τον παίξω εγώ αυτό το ρόλο που δεν έχω
καπνίσει ούτε τσιγαριλίκι;» Μου λέει αυτός: «Σου έκλεισα ραντεβού στην
Ασφάλεια, να πας να δεις έναν που είναι με στερητικό σύνδρομο». Πάω και δεν
υπήρχε κανένας! Άδειο το μαγαζί (γέλια). Αρχίζει να μου περιγράφει ο διοικητής
πως οι ναρκομανείς πέφτουν κάτω, τρέμουν, χτυπιούνται κλπ. Έτσι, έφτιαξα το
ρόλο με τη φαντασία μου, ιδέα δεν είχα πως είναι στην πραγματικότητα, αλλά
έκανα μεγάλη επιτυχία. Πολλοί θεώρησαν ότι το τρέμουλο μου, ο ιδρώτας μου, το
«χάσιμο» μου δεν γινόταν να είναι ψεύτικα.
Κι είχατε την
ευκαιρία, επίσης, να συμπρωταγωνιστήσετε με μεγάλους ηθοποιούς: Τον Φούντα, τον
Κούρκουλο, τον Ανέστη Βλάχο.
Και τη Γκέλυ
Μαυροπούλου, που είχαμε μαζί μια τρομερή σκηνή! Παίζεται ακόμη η «Έξοδος
κινδύνου» στην τηλεόραση καμιά φορά, ενώ η ταινία μου με τον Θωμόπουλο, που
ήταν εξαιρετική, ή αυτή με τον Γρηγοράτο, δεν παίζονται. Πάνε στο πιο
«κουλτουρέ» και δεν προβάλλονται…
Φαντάζομαι
προτάσεις που θα είχατε μετά τα εισιτήρια που έκοψε η «Έξοδος κινδύνου».
Ναι, χτύπαγε το
τηλέφωνο μου, αλλά δεν με έβρισκαν πρόθυμο…
Σαν να είχατε
στήσει το δικό σας μπαϊράκι, κύριε Εσκενάζυ.
Ακριβώς, όπως το
λέτε: Το δικό μου μπαϊράκι και δεν το’χω μετανιώσει. Είμαι πάρα πολύ
ευτυχισμένος και τώρα που έχω μεγαλώσει, ζω τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου.
Φαίνεται, εκτός
του ότι γράφετε, χειρίζεστε καλά και τον προφορικό λόγο. Δεν έχετε απωθημένα.
Δεν έχω, όχι. Και
τώρα με ένα νέο παιδί που ετοιμαζόμαστε να ανεβάσουμε Θερβάντες, νιώθω υπέροχα.
Πέρσι, ας πούμε, συνεργάστηκα με την Άντζελα Μπρούσκου στον «Ιβάνοφ». Ότι σας
έλεγα, προτιμώ αυτά απ’ το να μου προτείνουν να πάω σ’ ένα μεγάλο θέατρο. Να ποιο
είναι το μπαϊράκι μου.
Σας είχα δει πριν
χρόνια να παίζετε ένα έργο του Γιάννη Σολδάτου για τον Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Βέβαια, αυτό είχε
γίνει στο δικό μου θέατρο, στην Ηπείρου, λίγο παρακάτω απ’ το «Κύτταρο». Είχα
τη δραματική σχολή μαζί με το θέατρο μου, που δεν υπάρχουν πια. Ήταν ένα έργο
του Σολδάτου σε σκηνοθεσία δική μου.
Θυμάμαι πως όταν
με κάλεσε ο Σολδάτος, είχα πάει για να δω εσάς στο θέατρο, κι έπεσα πάνω σε
πολύ σημαντικούς θεατές σας, σαν τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Πράγματι, καλά
θυμάστε, ήταν και ο Αγγελόπουλος εκεί, που δεν πήγαινε συχνά, ούτε συμπαθούσε-
απ’ όσο ξέρω- το θέατρο.
Άρα δεν
αισθάνεστε ότι όλα έχουν το κόστος τους.
Όχι, εγώ πιστεύω
πως όλα γίνονται έτσι γιατί θες εσύ να γίνονται. Η ροή του ποταμού είναι εκεί
που θες εσύ να πας. Γι’ αυτό και όταν πάνε και χτίζουν πάνω στα ρέματα, η
φυσική ροή του ποταμού είναι να παίρνει μαζί του τα σπίτια. Είναι συγκεκριμένη
η ζωή του ανθρώπου κι άμα πας και αλλάξεις εσύ το ρυάκι, κάποια στιγμή θα
πνιγείς. Τότε θα το πληρώσεις! Εγώ, τώρα που γράφω τα βιβλία μου, φαίνεται σαν
να πατάω πάνω σ’ αυτές τις λαϊκές θυμοσοφίες: «Όλα εδώ πληρώνονται» κλπ.
Πότε σας βγήκε η
ευχέρεια και αυτή η διάθεση για συγγραφή;
Εγώ έγραψα
ποιήματα απ’ όταν ήμουν στη σχολή, τα οποία βέβαια δεν τα εξέδωσα ποτέ.
Φανταστείτε ότι τα είχα σ’ ένα τετράδιο, που τ’ ανακάλυψε πρόσφατα η γυναίκα
μου.
Αν σας ρωτούσα τι
θεματολογία είχαν;
Διάφορα ποιήματα
ήταν, απ’ αυτά τα νεανικά. Μετά έγραψα κάποια διηγήματα, μικρά κείμενα, που
κάπου παράπεσαν και τα έχασα στην πορεία. Το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα, ήταν
το «Στάλες έρωτα» στις εκδόσεις Γαβριηλίδης, και ακολούθησε το «Άρωμα της
πόλης». Μετά κι απ’ αυτό, γύρω στο ’98 – ’99, που είχε αρέσει και πήρα το
πράσινο φως, έμπλεξα με τη σχολή, με το Θέατρο της Μεσογείου και με πήγε πίσω.
Όταν έκλεισε η σχολή και απελευθερώθηκα, έγραψα την πρώτη «Κραυγή της σιωπής»…
Πόσο καιρό σας
έπαιρνε για να τελειώσετε ένα μυθιστόρημα;
Εγώ είμαι
καζαντζακικός. Είμαι εργάτης – οικοδόμος και το εννοώ. Δεν είμαι συγγραφέας που
κάθεται, εμπνέεται και πρέπει να ζήσει κάποια πράγματα για να τα γράψει ή
γυρνάει στα μπαρ. Καμία σχέση!
Γυρνάει στα μπαρ;
Ναι, στα μπαρ,
ξέρω τι σας λέω! Εγώ είμαι συγγραφέας της φαντασίας και της γνώσης, διότι για
να γράψω ένα βιβλίο, μελετούσα για τέσσερα χρόνια. Τόμους ολόκληρους, χαμός
γινότανε! Όταν, ας πούμε, ασχολείσαι με ένα θέμα από το 1908 μέχρι το 1912,
κάνεις κανονική έρευνα. Κι αν η έρευνα μπορεί να κρατήσει 4 – 5 χρόνια,
η γραφή είναι οικοδομική. Σαν να ξυπνάω το πρωί και να γράφω για να βγάλω το
μεροκάματο μου. Κάτω από οχτώ σελίδες δεν έγραφα ποτέ σε καθημερινό επίπεδο.
Δεν άφηνα κενό! Στον κορονοϊό, να καταλάβετε, είχα έτοιμα δύο μυθιστορήματα, τα
οποία ήταν εκτός πενταλογίας. Κάθισα κι έγραψα την τρίτη «Κραυγή της σιωπής»
που βγήκε 480 – 500 σελίδες και την άφησα για ενάμισι μήνα.
Τον έχετε ένα μικρό οίστρο, λοιπόν.
Όχι μικρός, μεγάλος οίστρος με πιάνει.
Θεωρείτε ανώτερη τη συγγραφική απ’ την υποκριτική τέχνη;
Καλά κάνετε και το ρωτάτε αυτό! Κι αφού το θέτετε έτσι, ναι,
σαφώς! Η τέχνη του ηθοποιού είναι ερμηνευτική, η ερμηνεία του, του συγγραφέα
όμως περιλαμβάνει το γράψιμο, τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία, αφού κυριολεκτικά
παίζεις με τους ήρωες σου. Είναι πολυσύνθετη η συγγραφή.
Σας βλέπω τόσο παθιασμένο με το γράψιμο…
(με διακόπτει) Και με το θέατρο και με τους ηθοποιούς. Αγαπώ
πολύ τους ηθοποιούς!
Θέλω να πω ότι ναι μεν δεν μετανιώσατε για τίποτα, χάθηκε
όμως πολύτιμος χρόνος απ’ τη συγγραφική σας δραστηριότητα.
Στη ζωή κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις. Κέρδισα άλλα πράγματα,
έτσι έπρεπε να γίνει…
Ακούγεται μοιρολατρικό αυτό.
Πιστεύω στο κάρμα.
Το λέτε θρησκειολογικά;
Ο Θεός είναι μέσα μας.
Ακολουθείτε το ιουδαϊκό δόγμα;
Κανένα δόγμα! Ακολουθώ το δικό μου δόγμα, που λέει ότι μέσα
μας έχουμε το θεό και το διάολο. Άμα κάνεις το καλό είσαι θεός, άμα κάνεις το
κακό είσαι διάολος! Από κει και πέρα, τα δόγματα τα δέχομαι και τα βλέπω μόνο
ως μέρος ενός πολιτιστικού – πολιτισμικού γίγενσθαι.
Σας καταλαβαίνω. Όλοι οι άθεοι αυτό λένε.
Μάλλον δεν ανήκω εγώ στους άθεους. Αναγνωρίζω και το γνωσικό
γίγνεσθαι, κείμενα σαν τους Ψαλμούς του Δαυίδ ή και τη βυζαντινή μουσική, που
είναι σπουδαία! Οφείλεις να τα πάρεις σαν μεγάλα έργα τέχνης και δε θες τίποτα
άλλο. Εκτιμώ, ας πούμε, τον βουδισμό, που’ναι μια τεράστια ιστορία. Δογματικά
δεν θέλω να’μαι πουθενά και το θεωρώ επικίνδυνο, καθώς είδαμε τι σημαίνει
δογματισμός. Λες, ας πούμε, «Δεν μπορεί τη σήμερον ημέρα να υπάρχει
φανατισμός», αλλά την ίδια στιγμή βλέπεις τη θρησκεία να’ναι ισχυρότατη. Και
όχι σαν θρησκεία για να εναποθέτεις τις ελπίδες σου, αλλά σαν καθεστώς
κανονικό, σαν ένα δόγμα που εσύ πρέπει να υπηρετείς. Όπως και η πολιτική, γι’
αυτό και σας έλεγα ότι δεν θέλω να είμαι υπηρέτης κανενός κόμματος. Θέλω να
βλέπω τα πράγματα πλατιά, γιατί η αλήθεια μπορεί να’ναι κάπου στη μέση.
Μάλιστα.
Εμένα το μυαλό μου απ’ τον Καζαντζάκη άρχισε να λειτουργεί.
Όπως σας το λέω! Δηλαδή ο Καζαντζάκης ήτανε λιγότερο χριστιανός απ’ τον παπά
που λέει ότι οι μάσκες στην εκκλησία σήμερα είναι ασέβεια; Σαφώς ο Καζαντζάκης
ήτανε ανώτερος και γι’ αυτό δικαιώθηκε μετά θάνατον. Ο Πατριάρχης και όλοι οι
ιεράρχες τον «έχουν» πια τον Καζαντζάκη, πρέπει να’σαι πολύ στενόμυαλος για να
μην τον δέχεσαι. Στην εποχή του, όμως, συνέβη κάτι μοναδικό στα παγκόσμια
χρονικά: Δεν τον καθαίρεσε μόνο η Ορθόδοξη, αλλά και η Καθολική Εκκλησία.
Απίστευτο! Ποιον; Τον Καζαντζάκη!
Τι θα συζητούσατε μαζί του αν γινόταν να συναντηθείτε;
Καταρχάς θα ήμουν κάπως σαν υπηρέτης του. Να μου
πετούσε μια κουβέντα, μια ατάκα και να ρουφούσα τη γνώση του. Σας το λέω εγώ,
που για μια ζωή δεν υπήρξα υπηρέτης κανενός!
Παρακολουθείτε την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή;
Υπάρχει, όντως, ανθηρή λογοτεχνική παραγωγή. Είναι καλό,
γιατί εξακολουθούν να βγαίνουν πάρα πολλά βιβλία. Υπάρχουν βιβλία που δεν
πουλάνε κι είναι πάρα πολύ καλά, όπως και βιβλία που πουλάνε χωρίς να’ναι καλά.
Είναι ένα φαινόμενο που το βλέπεις και στο θέατρο. Τα πολλά άτομα δεν
εξασφαλίζουν και την ποιότητα. Υπάρχουν, έτσι, βιβλία που μπορούν ν’
ανακαλυφτούν και αργότερα.
Λένε πως καθετί καλό αργά ή γρήγορα βρίσκει το δρόμο του,
αλλά εγώ το θεωρώ υπερβολικά αισιόδοξο.
Εγώ πάλι το πιστεύω!
Παλιότερα ίσως. Σήμερα έχουμε μια υπερπληροφόρηση.
Εντάξει, δε θα συμβεί με όλους και τα έργα τους αυτό, αλλά
με αρκετούς. Όλα είναι σαν τη ζωή, που δεν μας κάθονται λαμπερά. Έχουμε και τα
σκοτάδια μας και τις αναποδιές μας. Το ίδιο ισχύει και με την καλλιτεχνική σου
διαδρομή. Μπορεί ξαφνικά να’σαι σημαντικότατος ηθοποιός και να μη χτυπάει το
τηλέφωνο σου. Και, ταυτόχρονα, να βλέπεις στην τηλεόραση τους ίδιους και τους
ίδιους. Σου κάνει εντύπωση. Είναι οι συγκυρίες…
Ή η εποχή που τους θέλει.
Ακριβώς. Δεν μιλάμε για το ότι δεν είναι καλοί ηθοποιοί, δεν
λέμε αυτό.
Απ’ την άλλη, ο καθένας κοιτάει και το πως θα ζήσει.
Καλά κάνουν χωρίς να ξέρω και πως σκέφτονται…Εγώ ξέρω ότι
ήρθα εδώ για δυο μέρες κι αισθάνομαι φιλοξενούμενος προτού ξαναφύγω για τα
Στύρα. Φεύγω για να ξαναπάω στην ευτυχία! Που είναι η ευτυχία; Σ’ ένα σπίτι
πάνω σ’ ένα βουνό που είμαι μόνος μου! Όταν λέω μόνος μου, το εννοώ, γιατί το
χειμώνα ήμουν μόνο εγώ και κάτι προβατάκια. Εσύ μπορείς να μου πεις «Μα καλά,
σοβαρά μιλάς; Εκεί κινδυνεύεις!» κι εγώ να σου απαντήσω: «Ναι, αλλά είμαι
ευτυχισμένος». Εσύ νομίζεις ότι απλά εκεί κάθομαι, αλλά εγώ δουλεύω. Γράφω,
ονειρεύομαι, κάνω εργασίες και νιώθω καλά. Εδώ θα έρθω μόνο άμα έχω κάποια
δουλειά με το θέατρο, αλλιώς δεν το κουνάω από κει.
Δεν έχετε και το άγχος της οικογένειας τώρα, τα παιδιά σας
έχουν μεγαλώσει.
Σωστά, τώρα δεν έχω ευθύνες. Πρώτα είχα. Τώρα δουλεύουν,
κάνουν τα δικά τους και αυτοί έχουν τη δική μου αγωνία μην πάθω κάτι. Όταν
μεγαλώνεις και έχεις καλή σχέση με τα παιδιά σου, γιατί εμένα μ’ αγαπούν
πραγματικά τα παιδιά μου, βλέπεις ότι αγωνιούν. Γι’ αυτό καμιά φορά μου λένε
«Μην κάνεις εκείνο και τ’ άλλο»…
Ωραίο ειν’ αυτό.
Βέβαια ειν’ ωραίο. Όταν έλεγα τα όχι μου για χάρη της
οικογένειας, όπως σας είπα, δεν το συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή. Το ζούσα
και δεν το υπολόγιζα. Μετά, που έκανα τους απολογισμούς μου, είπα «Θα μπορούσα
να’μαι κι εδώ κι εκεί, αλλά καλά την έπαιξα τη ζαριά της ζωής, καλά το πήγα το
ποτάμι».
Δεν είπαμε κάτι για τις βιντεοταινίες τόση ώρα, που δεν
κάνατε και λίγες.
Πολλοί τη σνομπάρουν τη βιντεοκασέτα, αλλά εγώ δεν τη
σνομπάρω καθόλου και θα σας πω το λόγο: Τότε τελείωνε ο κινηματογράφος και
κυριαρχούσε το βίντεο. Κάνανε κακές ταινίες, αλλά κάνανε και καλές. Εγώ έκανα
με τον Δαλιανίδη, με τον Φώσκολο, άλλες σε σενάρια δικά μου, όχι πολλές, αλλά
εν πάση περιπτώσει όσες έκανα! Σ’ αυτούς που μου την πέφτουν ότι έκανα
υποδεέστερα πράγματα, έχω να κάνω την εξής απλή ερώτηση: Τώρα ο κινηματογράφος
τι είναι, βίντεο δεν είναι; Βιντεοταινίες δεν βλέπουμε, που απλά είναι καλογυρισμένες;
Αναφέρεστε στο ψηφιακό format. Πρωτότυπη άποψη, πράγματι.
Τα ίδια ήταν στον κινηματογράφο, τα ίδια και στη
βιντεοκασέτα: Κάνανε ταινία σε μια βδομάδα, κάνανε όμως και σ’ έναν ή σε δύο
μήνες.
Τότε, πάντως, διακρίνατε τη διαφορά σε αισθητικό έστω
επίπεδο;
Έκανα καλές παραγωγές εγώ. Όταν, ας πούμε, κάναμε με τον
Φώσκολο τη «Γυναίκα της πρώτης σελίδας» με τη Λάσκαρη, είχαμε τη SANYO από
πίσω. Καλή παραγωγή, δεν ήταν κάτι φτηνιάρικο. Όπως και με τον Χαρτοματζίδη,
που έκανα, αυτός προερχόταν απ’ τη διεύθυνση φωτογραφίας κι ήταν πάρα πολύ
καλός! Θέλω να πω ότι δεν έζησα την ξεφτίλα των τεσσάρων – πέντε ημερών
γύρισμα, αυτό δεν το ξέρω, δεν το’χω ζήσει. Και σήμερα, πάλι, μπορούν να κάνουν
μία ταινία σε πέντε μέρες, αφού είναι βίντεο! Το ίδιο πράγμα είναι.
Γιατί σήμερα το ψηφιακό βίντεο θεωρείται μετεξέλιξη του φιλμ
και τότε, που υπήρχε το φιλμ, το βίντεο σνομπαριζόταν;
Α, δεν το’χω καταλάβει, ειλικρινά. Άμα το καταλάβετε εσείς,
πείτε το και σε μένα. Σκηνοθέτες, όμως, όπως ο Βούλγαρης, για να πιάσουμε έναν
συγκεκριμένο, όταν ασχολήθηκε με το βίντεο, τό’κανε με τις προδιαγραφές του
κινηματογράφου. Η διαφορά φαινόταν από παλιά: Έβλεπες την ταινιάρα «Το χώμα
βάφτηκε κόκκινο» κι έβλεπες μιαν άλλη που καταλάβαινες ότι γυρίστηκε μέσα σε
τρεις μέρες. Στην κωμωδία άλλαζαν τα πράγματα. Τεράστιοι ηθοποιοί, σαν τον
Αυλωνίτη και τον Χατζηχρήστο, έκαναν από μόνοι τους μία ταινία.
Δεν συμφωνείτε ότι υπήρξαν συνάδελφοί σας που εγκλωβίστηκαν
στην εποχή της βιντεοκασέτας;
Και που εξαφανίστηκαν στη συνέχεια…Ναι, υπήρξαν. Άλλοι
μπορεί να έκαναν την κονόμα τους και να μην τους ένοιαζε η συνέχεια, παίζει κι
αυτό. Άλλοι μπορεί να έπεσαν στα στεγανά, να τους λέγανε «Εσύ έπαιξες στη
βιντεοκασέτα και τώρα θες να κάνεις αυτό;» κι έτσι να απογοητεύθηκαν και να
έκαναν μία άλλη δουλειά. Εγώ πιστεύω αυτό που σας έλεγα πριν: Ο καθένας έχει το
δικό του ρυάκι και πώς θα κυλήσει.
Θέλω να πάμε τώρα στον σκοπό της συνάντησης μας, στο νέο
βιβλίο σας που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει.
Το βιβλίο αυτό το έγραψα πέρσι και δεν είχε καμία σχέση με
τη σειρά για τη Θεσσαλονίκη. Θέλησα να κάνω ένα διάλειμμα, να γράψω κάτι άλλο.
Βγαίνει τώρα απ’ τις εκδόσεις «Μονοπάτι» και έχει τίτλο «Οι έξι άγγελοι». Το
παράδοξο είναι πως το μυαλό μου είχε σκεφτεί το αντίθετο απ’ ότι συνέβη με τον
κορονοϊό, πριν σκάσει ο κορονοϊός! Κοιτάξτε, εγώ είμαι δότης οργάνων και θεωρώ
ότι είναι το ύψιστο αγαθό προσφοράς στον συνάνθρωπο. Μετά ας με κάψουν, ας με
κάνουν ότι θέλουν! Έβαλα λοιπόν έξι χαρακτήρες – λήπτες οργάνων να
αποκτούν περίεργες ιδιότητες και όποιον αγγίζουν, να τον κάνουν καλά!
Άρα μιλάμε για ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας.
Ακριβώς, φαντασίας! Διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στη Χίο!
Και γιατί αυτό;
Άμα πας εκεί και το ψάξεις λίγο, θα δεις ότι ο τόπος αυτός
είναι γεμάτος θρύλους, ιστορίες, υπόγεια περάσματα και πανάρχαια πετρώματα
εκατομμυρίων ετών. Όλα αυτά τα βάζω εγώ στο μυθιστόρημα και στο τέλος γίνεται
θρίλερ κανονικό. Μη φανταστείτε μεγάλο σε έκταση, 250 σελίδες είναι
περίπου.
Σαν σενάριο για μια μεγάλου μήκους ταινία.
Μη σου πω ότι είναι ταινία έτοιμη! Δυο – τρεις φίλοι, που
τους το’δωσα να το διαβάσουν, πριν πάει για τύπωμα, το ίδιο μου’παν: «Αυτό
είναι ταινία»!
Μπείτε στη λογική σιγά – σιγά να τη γυρίσετε, γιατί όχι;
Τα πράγματα
γίνονται λίγο μαγικά. Τι εννοώ; Όπως ο Χριστιανόπουλος μίλησε σε εσάς με καλά
λόγια για το βιβλίο μου, μέσα σε μία συνέντευξη που έβριζε τους πάντες – είναι
να τρελαίνεσαι – και, βασικά, λέγοντας πως δεν τον είχα συναντήσει ποτέ μου,
κάτι παρεμφερές συνέβη και με τον Κώστα Γαβρά. Είχα πάει στη Τζιά για μια
παρουσίαση του βιβλίου μου και ο Γαβράς έχει ένα σπίτι εκεί. Ένας κοινός φίλος
μου πρότεινε να μείνω ένα βράδυ για να τον γνωρίσω. «Κύριε Γαβρά, Αλμπέρτο
Εσκενάζυ με λένε, ηθοποιός είμαι, να σας δώσω ένα βιβλίο μου που έχω γράψει;»
και του έδωσα την πρώτη «Κραυγή της σιωπής». Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, έφυγε για
Παρίσι και μου λέει ο φίλος μας: «Να ξέρεις, δεν υπάρχει περίπτωση να το
διαβάσει». Του απάντησα: «Για μένα είναι ευτύχημα να’χει το βιβλίο μου ο
Γαβράς, δεν θέλω τίποτ’ άλλο»…Μετά από δέκα μέρες χτυπάει το τηλέφωνο μου,
«Κώστας Γαβράς» ακούω μία φωνή. «Καταπληκτικό βιβλίο, το διάβασα όλο»!
Απίστευτο! Σημειωτέον, ο Βασίλης Βασιλικός μου’χε κάνει μία εκπομπή στην
τηλεόραση για το ίδιο βιβλίο και μίλησε με τα καλύτερα λόγια.
Εκτός από τα
βιβλία, το θέατρο σας απασχολεί αυτόν τον καιρό;
Ετοιμάζουμε κάτι
με τον Κωνσταντίνο Κυριακού, ένα πολύ αξιόλογο νέο παιδί. Λόγιος είναι αυτός,
σκηνοθετεί, μεταφράζει κι είναι και ηθοποιός. Θα κάνουμε κωμωδίες του
Θερβάντες, μονόπρακτα, που είναι τελείως άγνωστα στο ευρύ κοινό. Εγώ ήξερα τον
Λόπε Ντε Βέγκα, ας πούμε, που’χε γράψει χίλια τόσα έργα, αλλά ο Θερβάντες είχε
γράψει ελάχιστα. Εγώ θα παίζω και θα αφεθώ στα χέρια ενός νέου σκηνοθέτη, όπως
έκανα και με τη Μπρούσκου στον Τσέχοφ. Η Άντζελα είχε κι αυτή το δικό της
μονοπάτι, που είτε τ’ ακολουθείς, είτε δεν τ’ ακολουθείς. Απόψε,
παρεμπιπτόντως, θα πάω στο Ηρώδειο να δω τις «Βάκχες», όπως τις σκηνοθέτησε ο
Χρήστος Σουγάρης.
Την είδα κι εγώ
την παράσταση και μου άρεσε. Αναρωτιέμαι αν, τουλάχιστον στο ξεκίνημα σας, σας
ξένιζαν τα νεοτερίστικα στοιχεία σε μια κλασική παράσταση τραγωδίας.
Η αλήθεια είναι
κάπου στη μέση: Να μη γίνεται κάτι για να γίνεται! Σήμερα οι ηθοποιοί με
χλαμύδες πιθανώς να βγάζουν γέλιο. Αν φοράνε, όμως, ένα κοστούμι «διαστημικό»,
που να παραπέμπει στο 2050, αυτομάτως είναι μία αισθητική πρόταση. Όταν δεν
υπάρχει καμία αισθητική, το φαίνεσθαι για το φαίνεσθαι, ξεκάθαρα είναι λάθος.
Το γίνεσθαι για το γίνεσθαι είναι άλλη ιστορία! Εγώ δεν έχω πρόβλημα με την
Πατεράκη στην παράσταση του Σουγάρη που όλη την ώρα πλέκει και ξαφνικά
απαγγέλλει Κατερίνα Γώγου. Τα ίδια είχαν πει και για την Καρέζη στην Επίδαυρο,
όταν σε μια φάση κάπνιζε η Μακράκη. Την είχε βάλει ένας Ρώσος σκηνοθέτης να
καπνίζει στην Επίδαυρο κι έγινε σάλος! Δεν κατάλαβα, τι είναι η Επίδαυρος στην
τελική; Σάμπως έσβησε το τσιγάρο στο μάτι κανενός θεατή; Έβαλε καμιά πυρκαγιά;
Με την ίδια λογική, άπαξ και έπαιξε ο Μινωτής στην Επίδαυρο, δεν παίζει κανένας
άλλος. Δε μοιράζεται έτσι η τράπουλα, είναι δικαίωμα του καθενός να κάνει ότι
θέλει. Η τέχνη είναι ένας προοδευτικός και άρα ανεκτικός χώρος. Όπως δεν με
αφορά εμένα η σεξουαλικότητα του καθενός, μ’ ενδιαφέρουν αντιθέτως οι προτάσεις
του και οι απόψεις του.
Κύριε Εσκενάζυ,
σε δύο χρόνια γίνεστε 70. Στα 80 σας, να είστε γερός, θα γράφετε ακόμη;
Το θείο δώρο θα
ήταν να μπορώ να περπατάω και να γράφω. Το να μη μπορώ να παίζω, γιατί θα’χω
παραμεγαλώσει, δεν με αφορά καθόλου. Θέλω, όμως, να γράφω. Έχω ένα φίλο στην
Κύπρο, φιλόσοφο με υψηλού επιπέδου σκέψη, ο οποίος έχει σκλήρυνση κατά πλάκας
και σιγά – σιγά παραλύει απ’ τη μέση και κάτω. Όποτε μιλάμε, ενώ εγώ είμαι
αισιόδοξος, αυτός είναι δέκα φορές πιο αισιόδοξος από μένα! Ξέρετε τι
καταπληκτικό μου είπε; «Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί ότι μου συμβαίνει
είναι απ’ τη μέση και κάτω. Εμένα, όμως, η ζωή μου όλη είναι απ’ τη μέση και
πάνω»! Το ίδιο, λοιπόν, μπορώ να λέω κι εγώ.
Τελειώσαμε και
σας ευχαριστώ πολύ.
Τι ωραία! Θέλω να
ξέρετε πως σας είπα πράγματα για μένα, που δεν τα’χω ξαναπεί σε καμία
συνέντευξη μου. Δεν μου τα ρωτάνε κιόλας. Εδώ βρήκα καλό έδαφος και μίλησα όπως
ήθελα!
Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου
* Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr
** Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Αλμπέρτο Εσκενάζυ τον Σεπτέμβριο του 2020