Tο ραντεβού με
τον Γιώργο Μάγκα το έκλεισε η συνάδελφός Κατερίνα Κατή. Εκείνη, άλλωστε, πρώτη
μίλησε μαζί του και έσπευσε να με ενημερώσει πως ο σημαντικός κλαρινίστας είναι
εν ζωή και πως τα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο ήταν ανυπόστατα. Έτσι, την
περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στη Λιβαδειά, τον τόπο μόνιμης κατοικίας του Μάγκα
(και όχι «Μάγγα», σύμφωνα με τον ίδιο), όπου μου αφηγήθηκε την ιστορία της ζωής
του με τη δυσάρεστη αφορμή της αναγγελίας του θανάτου του, ακόμη κι από την
τηλεόραση. Μια ζωή που θυμίζει λαϊκό ανάγνωσμα ή, σωστότερα, λαϊκό παραμύθι: Τα
παιδικά χρόνια μες τη φτώχεια, ο πατέρας μουσικός που ήθελε να τον δει γιατρό,
το πρώτο του κλαρίνο και η πρώτη εμφάνιση σε πανηγύρι, η φιγούρα της μάνας που
τον καθόρισε, το βάπτισμα στη δισκογραφία με τους αδερφούς Φαληρέα, οι μεγάλες
συνεργασίες με την Πυργάκη, τον Κάβουρα και τον Καρναβά, αλλά κι αργότερα στο
εξωτερικό με μεγάλους τζαζίστες από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Στη συνέντευξη
ήταν παρούσα η αγαπημένη του, Τζούλη Τραχανά, η γυναίκα της ζωής του για 36
χρόνια, στην οποία χρωστά – κατά τη γνώμη μου – ολόκληρη την καριέρα του.
Εκείνη δηλαδή ράβει αυτά τα ινδοπρεπή πολυτελή κοστούμια του και είναι έτοιμη
πάντα να τον προστατεύσει από επαγγελματικές κακοτοπιές. Το ρομάντζο τους, από
το πως γνωρίστηκαν μέχρι το πως «κλέφτηκαν», θα μπορούσε να γίνει σενάριο
μπολιγουντιανής ταινίας. Και κάτι ακόμη: Μέχρι να πάμε από το σπίτι του ως τον
χώρο της συνέντευξης, ο Μάγκας μου σύστηνε πολλούς φίλους του, συγγενείς και
γείτονες του. Και όλοι, ακόμη και παιδάκια από πέντε μέχρι δέκα ετών, τον
σταματούσαν και του φώναζαν: «Αθάνατος»!
Μου τηλεφώνησαν
απ’ όλη την Ελλάδα για να μου συμπαρασταθούν. Απ’ όλη την Ευρώπη, μέχρι κι απ’
το αμερικανικό CNN. Το
τηλέφωνο μου δεν σταμάτησε να χτυπάει ως τις 3 το πρωί. Οι περισσότεροι μου
έλεγαν «Γιώργο, αυτό που σου έγραψαν ήταν μεγάλη δουλειά! Γιατί σ’ το κάνανε;
Να απαντήσεις με μήνυση». Κι εγώ, βέβαια, τους είπα πως και ο Χριστός την ώρα
που τον σταύρωναν παρακάλεσε τον πατέρα Του να τους συγχωρέσει γιατί δεν ξέρουν
τι κάνουν. Ωστόσο γιατί να φάει μήνυση ο Σπύρος Μπιμπίλας, αφού την αρχική
ανάρτηση έκανε ο Κουβελογιάννης, ο οποίος δεν τη διέγραψε ως αργά τη νύχτα ενώ
στη συνέχεια δεν φάνηκε και πουθενά; Εγώ δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο, ασχέτως αν όλοι έγραφαν «Ο φίλος μου ο
Μάγκας». Δεν ξέρω πως το εννοούν το «φίλος μου». Στον Μπιμπίλα είπα: «Σ’
αγαπάω, σ’ εκτιμώ, αλλά έκανες ένα μεγάλο λάθος. Στενοχώρησες όλη την Ελλάδα.
Θέλω να βγεις στην τηλεόραση και να ζητήσεις συγγνώμη». Κι άλλοι βγήκαν και
δήλωσαν «φίλοι μου» χωρίς να είναι. Δεν ξέρω γιατί το κάνανε.
Στην τηλεόραση,
αλήθεια, είδατε να λένε για το θάνατο σας;
Στο ίντερνετ το
είδα στην αρχή και μετά στην τηλεόραση. Θέλω να πω ότι αγαπώ πολύ τον κόσμο που
μου στάθηκε και θα παίζω μια ζωή τζάμπα κλαρίνο για τον κόσμο. Τους αγαπώ, όπως
αγαπώ όλους τους ηθοποιούς και όλους τους δημοσιογράφους.
Γιατί πιστεύετε
ότι έγινε όλο αυτό;
Δεν ξέρω. Να
κάνανε τόσο μεγάλο λάθος; Πως τους ήρθε να το γράψουν; Με είδαν σε κανένα
νοσοκομείο και βγάλανε συμπέρασμα; Κατάλαβα ότι πολλοί νοιάζονται για μένα,
αφού κλαίγανε παιδάκια 16 και 17 ετών. «Πατέρα, ζει ο Μάγκας;» ρωτούσαν, «Ζει,
ρε παιδιά» απαντούσαν οι πατεράδες τους.
Αν ήσασταν
ντράμερ και όχι κλαρινίστας, θα ήταν ίδια η δημοφιλία σας; Έχει να κάνει δηλαδή
όλο αυτό με το όργανο που παίζετε;
Το κλαρίνο είναι
η ελληνική σημαία, όποτε παίζεις την «Ιτιά», τον «Ήλιο» και τα καλαματιανά. Δεν
παίζει ρόλο βέβαια μόνο το κλαρίνο, αλλά όλο το πακέτο. Να είσαι και καλός
άνθρωπος, όμορφος, τσαχπίνης μαζί με το γρήγορο παίξιμο στο κλαρίνο και τα
ρούχα που φοράς. Να μην έχεις προσκυνήσει ποτέ τα λεφτά, επίσης. Το είπα, θα
παίζω τζάμπα για τον κόσμο, θα ζω γι’ αυτούς που μ’ εκτιμούν και μ’ αγαπούν και
θα είμαι δικό τους κομμάτι.
Θυμάμαι κάποτε
που συνομιλούσα με τον μεγάλο βιολιστή Γιώργο Κόρο και μου έλεγε για τη
«χαρτούρα» που έβγαζε στα πανηγύρια.
Τότε, ναι,
βγάζαμε πολλή «χαρτούρα», τώρα χορεύουν όλοι ομαδικώς! Τίποτα δεν γίνεται. Τότε
μού λέγανε «Παίξε την ”Ιτιά”, παίξε τον καλαματιανό για τη γυναίκα μου» και δεν
πληρωνόμασταν. Γεμίζαμε μια σακούλα λεφτά και τα πηγαίναμε σπίτι.
Είστε γεννημένος
εδώ στη Λιβαδειά, έτσι δεν είναι;
Γεννήθηκα στη
Θήβα στις 23 Αυγούστου. Η μάνα μου έκανε 30 παιδιά που της πέθαιναν. Ήταν
έγκυος και πέρασε στη Θήβα, στη μεγάλη εκκλησία του Άι – Γιώργη, όπου Του είπε:
«Άι – Γιώργη μου, να μου ζήσει το παιδί και θα του δώσω το όνομα Σου». Έτσι
γεννήθηκα εγώ και με βγάλανε Γιώργο.
Εσείς δηλαδή ποιο
παιδί ήσασταν κατά σειρά;
Είχε κάνει άλλα
20 παιδιά η μάνα μου, αφού συνέχεια γεννούσε. Τώρα είμαι μόνος. Είχα έναν
μεγαλύτερο αδερφό, που πέθανε κι αυτός. Τι μόνος είμαι δηλαδή; Έχω όλους εσάς
που μ’ αγαπάτε κι όλο τον κόσμο. Έχω η Τζούλη μου, έχω και όλο τον λαό.
Περάσατε μεγάλη
φτώχεια στα παιδικά χρόνια;
Μεγάλη…Έλεγα της
μάνας μου «Ρε μάνα, πάρε μου μια μπάλα», απ’ τις πλαστικές, αλλά αυτή μου’λεγε
«Δεν έχω να σου την πάρω». Πέρασε απ’ το παντοπωλείο που πουλάγανε κρεμασμένες
μπάλες, ρώτησε πόσο κάνανε και της είπαν «ένα φράγκο». «Δεν έχω, δώσε μία στο παιδί
μου κι άμα κονομήσω, θα σ’ το δώσω το φράγκο». Έτσι, πήρα κι εγώ τη μπάλα.
Εμένα από μικρό με φωνάζανε Λαλάκη, έτσι με ξέρει ο κόσμος. Έλεγε η μάνα μου:
Ρωτούσα «Τι θα
φάμε σήμερα» κι η μάνα μου έβγαζε μια σαλάτα ντομάτα, ένα πιάτο όλοι μαζί. Τα
ίδια και τις άλλες μέρες ώσπου η μάνα μου έπαιρνε βερεσέ κάνα μακαρόνι απ’ τον
μπακάλη.
Ο πατέρας υπήρχε;
Που ήταν;
Υπήρχε ο πατέρας
μου, αλλά η μάνα μου έκανε κουμάντο, ήμασταν να πούμε μητριαρχική οικογένεια. Ο
πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο και με ήθελε γιατρό. Έπαιζε στα πανηγύρια με τον
Παπασιδέρη και μ’ όλους τους μεγάλους. Όμορφος, μπάνικος! Άμα σου πω ότι είχε
και 150 γυναίκες (γέλια). Και λίγες λέω.
Άρα ο πατέρας
ήταν μουσικός, γυναικάς και μάλλον είχε παρατημένη λίγο την οικογένεια.
Έτσι ακριβώς!
Πολύ, πάρα
πολύ…Είχα καλή μάνα, τιμιοτάτη, όμως. «Άσ’ τον να πάει να κάνει ότι θέλει»
έλεγε, «άνδρας είναι. Στο σπίτι του θα γυρίσει». Την ίδια ώρα εκείνη γινόταν
θυσία για τα παιδιά της. Απ’ το φουστάνι την έπιανα εγώ και προχωράγαμε. Την
έχασα πριν από 25 χρόνια. Δεν καταλάβαινε τίποτα μπροστά στα παιδιά της! Ξέρετε
τι έλεγε στις νυφάδες της; «Άμα σ’ αρέσει, κάτσε. Άμα δεν σ’ αρέσει, τσακίσου
και φύγε. Πρόσεξε, όμως, μη στενοχωρήσεις το παιδί μου». Πήγαινα εγώ να πω
κάτι, «Μη μιλάς εσύ» μου έκανε!
Πρόλαβε να σας
δει μεγάλο και τρανό;
Όχι πολύ, αλλά
πρόλαβε. Με ρωτούσε «Γιώργο, είσαι φίρμα; Γι’ αυτό πάω στο μπακάλικο και όλοι
μου λένε ”Τι παιδί είναι αυτό που έχεις, βρε Στυλιανή;” Μα, όλοι σε έχουν
μάθει;» Ο γέρος ο πατέρας μου ήθελε να με σπουδάσει. Παρότι μουσικός, έλεγε
«Δεν μ’ αρέσει αυτό το επάγγελμα. Θα σπουδάσεις»! Μόλις όμως έφευγε για το
καφενείο των μουσικών, που υπήρχε εδώ, έπαιρνα το κλαρίνο του κι έτσι
μικροσκοπικός που είμαι, έμπαινα κάτω απ’ το κρεβάτι και έπαιζα. Φώναζε η μάνα
μου: «Μην πιάνεις, ρε, το κλαρίνο του. Θα έρθει και θα σου γκρινιάζει». Ε, είδε
και απόειδε ο πατέρας μου, όπως και ο δάσκαλος μου, που μ’ έβλεπε να έχω τη
φλογέρα στην τσέπη μου. Γελούσαν τα παιδιά. Με ρώταγε ο δάσκαλος «Πόσο κάνει
τρία και τρία;»…«Δεν ξέρω, δάσκαλε»…«Που την έχεις τη φλογέρα; Βγάλτη και
παίξε»! Και μετά έλεγε στα παιδιά: «Γελάτε εσείς; Να δείτε μια μέρα τι θα γίνει
αυτός»! Σήμερα με πιάνουν συμμαθητές μου στο δρόμο: «Βρε Γιώργο, ο Νικολάου ο
δάσκαλος μας είπε μια κουβέντα και βγήκε». Τον πατέρα μου δεν τον επηρέαζε, του
έλεγε μόνο «Να διαλέξει το παιδί να γίνει ότι θέλει». Έτσι, από μόνος του μια
μέρα ο πατέρας μου είπε: «Πάω στα Τρίκαλα και θα σου πάρω ένα κλαρίνο». Ήμουν
γύρω στα 12 εγώ. Πάει όντως στα Τρίκαλα και βρίσκει τους μουσικούς, που τον
ήξεραν όλοι. Εκεί συνάντησε τον Καρακώστα, μεγάλο κλαρίνο:
Ακόμη το έχω αυτό
το κλαρίνο! Ο πατέρας μου ήταν 36 χρονών τότε.
Τον χάσατε νέο κι
αυτόν;
Πέθανε η μάνα μου
και το «έβαλε» μέσα του. Έλεγε: «Σου έχω κάνει πολλά! Θα έρθω κοντά σου». Μετά
από 20 μέρες, πέθανε κι αυτός από μαρασμό. Την αγαπούσε τη μάνα μου, αλλά ήταν
μποέμ ο τρόπος ζωής του. Τέλος πάντων, μου έφερε το κλαρίνο και με βρίσκει σταυροπόδι
καταγής. Έτσι καθόμασταν, δεν είχαμε καν καρέκλες. «Σήκω πάνω» μου λέει. «Στο
πήρα αυτό απ’ τον μπαρμπα – Νίκο Καρακώστα. Για παίξε»! Πραγματικά παίζω και
κάνει ο πατέρας μου: «Ρε τον πούστη! Θα μάθει κλαρίνο τελικά»! Κατάλαβε μόλις
έβαλα το κλαρίνο στο στόμα μου. Εγώ τότε το φύσαγα, πιο πολύ μιμούμουν. Έφευγε
ο πατέρας μου κι εγώ είχα μεγάλη μάρα για το κλαρίνο.
Μάρα, δηλαδή;
Λαχτάρα, έτσι το
λέμε εμείς. Μ’ άρεσε, πώς το λένε…Ήμουν πια 15 χρονών και ο πατέρας μου δεν
ήξερε ότι παίζω. Δεν μ’ είχε ακούσει. Μεγαλώνοντας δηλαδή, σαν να ντρεπόμουν να
παίξω. Κάποια στιγμή είχε κλείσει δυο δουλειές ταυτόχρονα. Που θα πήγαινε; Δεν
μπορούσε και στις δύο. Του λέει ο Μίχος, πολύ καλός τραγουδιστής: «Γιατί, ρε
Θανάση, το έκανες αυτό; Έκλεισες με εμάς και έκλεισες κι αλλού;» Τα έκανε αυτά
ο πατέρας μου. Του λέει μετά:
Εγώ, όμως, θέριζα
και κανείς δεν ήξερε ότι παίζω τόσο καλό κλαρίνο. Πήρα το βάπτισμα δίπλα στον
Μίχο σε πανηγύρι εδώ στη Λιβαδειά. Με πιάνει ο πατέρας μου: «Σήκω, ρε, πάρε το
κλαρίνο σου και θα πας να παίξεις με τον μπαρμπα – Μήτσο τον Μίχο» ώστε αυτός να
πήγαινε στην άλλη δουλειά. Εγώ να ντρέπομαι, αλλά με ξεσήκωσε κι ο ίδιος ο
Μίχος. Η μάνα μου να πετάγεται: «Προσέξτε το παιδί μου» κι αυτός να της λέει
«Μη φοβάσαι, Στυλιανή, είμαστε εμείς εδώ». Παίρνω το όργανο και πάω. Από κάτω
χίλια άτομα! Όλοι να κοιτιούνται και να αναρωτιούνται τι θα παίξουμε. Ο κόσμος
έβλεπε ένα παιδάκι και ρώταγε τον μπαρμπα – Μήτσο: «Θα παίξει κλαρίνο αυτό;»
Είχαμε ένα ακορντεόν, μια κιθαρούλα, ένα βιολί κι άλλη μία τραγουδίστρια. Την
ώρα που έβγαλα το κλαρίνο και το κούμπωσα, μου κάνει ο Μίχος: «Καλά το δένεις
το κλαρίνο. Λες να παίζεις και καλά;» Άρχισα να παίζω τον «Ήλιο», την
«Καραγκούνα» και οι άνθρωποι από κάτω να ωρύονται. «Ποιανού παιδί είναι αυτό;»
ρωτούσαν όλοι. «Του Θανάση του Μάγκα» απαντούσε ο Μίχος. Και μετά: «Καλύτερα παίζει
αυτός παρά ο γέρος του» (γέλια). Έτσι τον έλεγαν, «γέρο», παρόλο που ήταν κάτω
από 40 ετών. Μόλις πήγε 70 τον έλεγα κι εγώ «γέρο». Εκείνη τη μέρα σηκώθηκαν
όλοι και χόρεψαν και βγάλαμε σακούλες με λεφτά. «Δεν τα βγάλαμε ποτές τόσα
λεφτά» έλεγε και ξανάλεγε ο μπαρμπα – Μήτσος. Εγώ δεν ήξερα να μετρήσω και το
έκανε αυτός. «Βάλ’ τα καλά στην τσέπη σου μη σου πέσουν» μου έλεγε. Το πρωί με
πήγε στο σπίτι μου, στη μάνα μου που ξαγρυπνούσε:
Στο μεταξύ, τότε
μετά τα πανηγύρια σύχναζαν όλοι στο καφενείο των μουσικών. Πίνανε τον καφέ τους
και συζητούσαν πως πήγε ο καθένας, πόσο κόσμο είχε και τι λεφτά έβγαλε. Ρωτάει
ο πατέρας μου:
Έβγαινε ο γέρος
μου έξω και τον πιάνανε όλοι: «Μα πως παίζει έτσι ο γιος σου, 15 χρονών παιδί;»
Είχε χαζέψει ο γέρος μου. Έρχεται στις 9 το πρωί, με ξαναπιάνει: «Για παίξε να
σ’ ακούσω». Παίζω, οπότε αναφωνεί: «Ρε πούστη Λαλάκη, τι κλαρίνο είναι αυτό που
παίζεις;» Χάρηκε πολύ κι αυτός! «Θα μου πάρετε μπάλα» λέω εγώ, αλλά με τα λεφτά
που’χα φέρει, κάνει η μάνα μου: «Δέκα μπάλες θα σου πάρω». Μάζευα μπάλες και
τις φύλαγα στο κρεβάτι μου. Δεν τις κλώτσαγα για να μην τις χαλάσω.
Εδώ είχαμε γήπεδο
και ο Λεβαδειακός μπήκε στην Α’ Εθνική. Τότε ήταν στη Β’ κι εγώ έκανα καλά και
πολλά «ποδαράκια», χτύπαγα τη μπάλα. Η μάνα μου δεν μ’ άφηνε γιατί φοβόταν μη
σπάσω κάνα πόδι. Την ίδια περίοδο ο πατέρας μου θέλησε να με στείλει να πάρω μαθήματα
κλαρίνου. Έπαιζα στην εκκλησία του Άι – Γιάννη του Ρώσου, που είχαν ορχήστρα,
στην οποία έπαιζε ο πατέρας του Βασίλη Σαλέα. Μόλις τον άκουσα, έπαθα πλάκα!
«Σ’ αυτόν θα με στείλεις» είπα του πατέρα μου. Δεν καταλάβαιναν αυτοί από
λεφτά. «Πόσα θες για τα μαθήματα;» τον ρώταγε ο πατέρας μου κι αυτός απαντούσε:
«Άι φύγε, ρε Θανάση. Δώσε ότι θες. Σιγά μη σου πάρω λεφτά εσένα». Του έδωσε
τελικά 2.000 δραχμές, πάμε σε μια ψησταριά και χαλάει όλα τα λεφτά επί τόπου ο
Νίκος ο Σαλέας. Δεν τα βάζανε στην τσέπη, γλένταγαν τη ζωή τους. Άρχισα να
πηγαίνω στου κυρ-Νίκου κι έβλεπα μικρό τον γιο του, τον Βασίλη. Του έφτιαχνα
χάρτινες σαΐτες. Είναι πολύ καλό παιδί ο Βασίλης και καλός μουσικός. Έκατσα
πέντε μήνες δίπλα στον κυρ-Νίκο, μου έδειξε μόνο τρία τραγούδια.
Γιατί αυτό;
Γιατί γύρναγε, δεν τον βρίσκανε και καθόλου στο σπίτι του. Με πίστευε ο Σαλέας και όταν ήρθε και με είδε στην Αθήνα πια, στο κέντρο «Βοσκοπούλα», έχοντας φτιάξει πια το ονοματάκι μου, φώναζε ενθουσιασμένος: «Τι παίζεις, ρε; Μπράβο, μπράβο»! Ήρθε και με χάιδεψε στα χέρια. Αφού τον είχα δάσκαλο κι ας μη μου’δειξε και πολλά πράγματα.
Η φήμη σας, βέβαια, νωρίς έφτασε μέχρι και στη Φιλιώ Πυργάκη, την κορυφαία δημοτική τραγουδίστρια.
Α, βέβαια. Λέει
μια μέρα «Γιατί δεν μου φέρνετε το παιδί αυτό να παίξουμε στον Έξαρχο;» Είχα
φτάσει πια 30 χρονών. Μου τηλεφωνεί αυτή και μου δίνει ραντεβού στην Αθήνα, στο
Καφενείο των Μουσικών στη Μενάνδρου. Ωχ μανούλα μου, μόλις μ’ άκουσε η Πυργάκη!
Έπεσε κάτω, λιποθύμησε! Πέταγαν τα χέρια μου στο κλαρίνο. Παίξαμε μαζί για οχτώ
μήνες, πήγαμε παντού. Μετά με ζήτησε ο Κάβουρας, που τον είχε γελάσει κάποιος
και δεν πήγαινε στο μαγαζί να παίξει. «Θα έρθεις εσύ να παίξεις;» με ρώτησε.
Έκατσα κάνα χρόνο και με τον Κάβουρα ώσπου έπιασαν και τον Γιώργο Τσαούση, αν
τον έχετε ακουστά, και του είπαν: «Πάρε κλαρίνο τον Γιώργο Μάγκα να σωθείς». Μ’
είχε ακούσει, αλλά δεν με ήξερε. Η Πυργάκη ήταν μεγάλη τραγουδίστρια. Πήγα στην
κηδεία της και έπαιξα. Το ίδιο στου Κάβουρα και στου Τσαούση.
Στα 18 – 19 μου.
Ήθελα να πάω να βρω την τύχη μου στο Καφενείο των Μουσικών στη Μενάνδρου. Να με
γνωρίσουν.
Τον Μανώλη
Αγγελόπουλο, που έσκιζε τότε, τον ακούγατε;
Ήταν καλός
τραγουδιστής, τον άκουγα, αλλά ήταν και πολύ ωραίο παιδί. Και ο Πάνος Γαβαλάς
ήταν τραγουδισταράς, πολύ μ’ άρεσε. Ο Καζαντζίδης, όμως, ήταν υπεράνω όλων.
Εκεί σταματάμε! Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε κάτι μαζί, αλλά πέθανε. Πήγα και τον
βρήκα στον Άγιο Κωνσταντίνο, αφού από κει είναι η γυναίκα μου, η Τζούλη.
Γινόταν ένα πανηγύρι, έβγαλα το κλαρίνο κι έπαιξα. Ο αδερφός της Τζούλης είχε
ένα καφενείο εκεί και ο Καζαντζίδης μ’ άκουγε όλη τη νύχτα. Την επόμενη ρώτησε:
«Αυτός που έπαιζε χθες κλαρίνο, ποιος ήταν; Φέρτε τον απ’ το σπίτι μου». Κι
έτσι πήγαμε. Στο πανηγύρι εκείνο είχε 6.000 κόσμο και δεν έφυγε κανείς μέχρι
τις 12 τ’ άλλο μεσημέρι. Μας έκανε το τραπέζι ο Καζαντζίδης, μας περιποιήθηκαν
με τη γυναίκα του. Μου είπε να βγάλω το κλαρίνο κι αυτός ζήτησε μία κιθάρα.
Αρχίσαμε να παίζουμε μαζί, αλλά πέντε – έξι ψαράδες που ήταν εκεί, μιλούσαν
μεταξύ τους. Η Τζούλη, στο μεταξύ, που ήξερε τη σχέση του με τη μάνα του, του
τραγούδησε ένα δικό της τραγούδι για τη μάνα.
Τι εννοείτε «δικό
της»; Γράφει τραγούδια η σύντροφος σας;
Α, βέβαια, δεν το
ξέρετε; Εκτός από τραγουδίστρια, είναι και πολύ καλή συνθέτις! Έχει ολόκληρα
γραμμένα τετράδια. Γυρνάει και λέει στους ψαράδες, λοιπόν, ο Καζαντζίδης:
«Καλά, εμείς εδώ τραγουδάμε, παίζουμε, κι εσείς μιλάτε για ψάρια; Πάρτε
τα και φύγετε, ρε πούστηδες! Αμόρφωτοι»!
Ήταν πολύ αυστηρός. Εκείνη τη μέρα μιλήσαμε με τον Καζαντζίδη για την Ουμ
Καλσούμ, που ακούγαμε φανατικά με τη Τζούλη. Μας είπε να του στείλουμε κασέτες
της. Η Τζούλη ρώτησε τη Βάσω, τη γυναίκα του, τι δώρο ακόμη να του πηγαίναμε.
Βρήκε ένα καπέλο καπεταναίικο που του άρεσε. Τους έφτιαξε και δύο
φλιτζανόκουπες μα τα ονόματα τους, «Στέλιος και Βάσω Καζαντζίδη» και της
τηλεφώνησε για να κάναμε επόμενο ραντεβού. Εκεί η Βάσω της είπε: «Τζούλη μου,
κάναμε κάτι εξετάσεις και δεν είναι τόσο καλά τα πράγματα. Φεύγουμε για
Γερμανία για επιπλέον εξετάσεις». Ε, το πράγμα σταμάτησε εκεί, τι άλλο να
γινόταν; (σ.σ. εκείνη τη στιγμή ένα πιτσιρίκι περνάει και κάνει του Μάγκα:
«Ζωντάνεψες»! Γελάμε όλοι)
Όταν πρωτοήρθατε
στην Αθήνα, σας ενδιέφερε η δισκογραφία;
Δεν μου’κοβε
εμένα τίποτα. Έλεγα να παίξω σε κάνα γάμο, κάνα πανηγυράκι, σε τίποτα βαφτίσια,
κάπως να τη βγάλουμε. Πήγαινα σε μαγαζιά και άκουγα άλλους τραγουδιστές, όχι
λαϊκούς. Στο Καφενείο των Μουσικών γνώρισα τον Ανδρέα Σταματελάτο, που πούλαγε
κασέτες. Κοντά του ήταν και ο Γρηγόρης Φαληρέας, αδερφός του Τάσου, που δούλευε
πολύ με τον Σαββόπουλο. «Γρηγόρη, τον Γιώργο τον ξέρεις;» του λέει του Φαληρέα
ο Σταματελάτος για μένα. Αυτός, πάλι, είχε ακούσει το όνομα μου, αλλά όχι το
παίξιμο μου. Μου λέει κατευθείαν: «Λεβέντη, θες να κάνουμε ένα δίσκο;» Και
κάναμε τον «Άναρχο Θεό»! Τα «περάσαμε» τα τραγούδια όλα, πήγαν καλά και αμέσως
μετά με κάλεσαν να παίξω στη «Βοσκοπούλα».
Πως νιώσατε όταν
πιάσατε στα χέρια σας για πρώτη φορά το δίσκο με το όνομα σας;
Έτρεμα!
Αναρωτιόμουν όλο χαρά: «Θα γίνω όνομα, θα γίνω φίρμα;»
Ακριβώς. Πάω στη
«Βοσκοπούλα» κι ένα μήνα μετά έρχεται να με φιλμάρει το MTV. Με ειδοποιεί ο Φαληρέας: «Ξέρεις ποιοι
ήρθαν εδώ για σένα; Από το MTV». Που να ήξερα εγώ; Ιδέα δεν είχα! «Σ’ έσωσα, ρε πούστη» μου κάνει ο
Φαληρέας, που τον αγάπαγα, γιατί ήταν καλό παιδί. Έστησαν τις κάμερες τους
αυτοί και αμέσως μετά με πήρανε να παίξω στην Αγγλία δίπλα στους καλύτερους
τζαζ και ροκ μουσικούς. Έλεγαν αυτοί: «Όχι άλλο Ελλάντα, μόνο Τζωρτζ Μάγκας»!
Κοιτούσαν το κλαρίνο από κάτω να δουν τι έχει, έτσι γρήγορα που τους έπαιζα.
Στην Αγγλία
νιώσατε κάπως σαν σε άλλο πλανήτη;
Έτσι, ναι, αλλά δεν φοβόμουν κιόλας. Φοβόμουν μόνο το αεροπλάνο. Εδώ με παρακάλαγαν να πήγαινα στην Αμερική με πολύ καλά λεφτά και φοβόμουν. Μετά μπήκα στο αεροπλάνο, ήθελα – δεν ήθελα. Έτρεμα ολόκληρος.
Το κομμάτι «Τα βάσανα του Μάγκα στην Ομόνοια» μες τον «Άναρχο Θεό», ήταν βιωματικό;
Είχα περάσει πολλά βάσανα, δεν είχαμε να φάμε. Είχα κάνα δυο φίλους στην Αθήνα
μόνο (σ.σ. γελάει)
Γιατί γελάτε;
Ε,
μπερμπάντευα…Είχα ένα φίλο μουσικό, εβδομηντάρης τότε, που ότι του έλεγα, το
κάναμε: «Πάμε εκεί, πάμε εδώ;» Κάναμε παρέα και μ’ έναν Θωμά από την
Καρδίτσα. Με προστάτευαν που ήμουν ο
πιο μικρός. Περπατάγαμε στο δρόμο και με ρωτούσαν: «Σ’ αρέσει αυτή, ρε;» Εγώ
δεν ήξερα από τέτοια πράγματα, «ωραία είναι» τους απαντούσα κι αυτοί μ’ έβγαλαν
στο κουρμπέτι. Ακόμη δεν είχα μπλέξει με καμία, ήμουν ελεύθερο πουλί. Ήμουν και
μικροπαντρεμένος όμως.
Μέχρι που
γνωρίσατε τη Τζούλη Τραχανά, τη γυναίκα της ζωής σας.
Τη Τζούλη τη
γνώρισα μες τη «Βοσκοπούλα». Μανούλι ήταν, γύρω στα 32. Και τώρα είναι ωραία
γυναίκα!
Η Τζούλη ζούσε
στην Αυστραλία για 15 χρόνια. Ήταν μοντέρνοι μετανάστες, έφυγε αεροπορικώς με
τους δικούς της. Ο πρώην άντρας της ήταν μουσικός, τον είχε βρει από δω και
πήγε να τον συναντήσει εκεί μαζί με τους γονείς του, τα πεθερικά της. Ο πεθερός
της επίσης έπαιζε βιολί μαζί με τη Φιλιώ Πυργάκη. Στο μαγαζί που έπαιζε ο
πεθερός της στο Σίδνεϊ, την κάλεσε μια μέρα να πάει να τραγουδήσει. Η Τζούλη
δούλευε σε εργοστάσιο τότε, αλλά κάθε εβδομάδα πήγαινε απ’ το μαγαζί κι έλεγε
ένα – δύο τραγουδάκια. Γρήγορα τη ζήτησαν σ’ άλλο μαγαζί στη Μελβούρνη, που
λεγόταν «Υπάρχω», υποτίθεται όχι ως μετανάστρια, αλλά ως τραγουδίστρια που’χε
έρθει απ’ την Ελλάδα. Παράλληλα δούλευε και με μηχανή σε ρούχα, έφτιαχνε
κοστούμια. Είχε γνώση από δω, γιατί όταν τελείωσε το σχολείο στην Ελλάδα, είχε
βγάλει σχολή μοδιστρικής. Έβλεπε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, τον Πρίσλεϊ,
τον Μάικλ Τζάκσον, που τον είχε δει σε συναυλία στην Αυστραλία, και έπαιρνε
ιδέες για κοστούμια. Εκεί που έραβε, πέφτει στα χέρια της μια κασέτα με δικά
μου κομμάτια. Πως τα φέρνει η τύχη! Μ’ άκουσε που έπαιζα τσιφτετέλια και
τρελάθηκε. Της κάνει ο πεθερός της: «Αυτό είναι το παιδί του Θανάση Μάγκα που
θα κάνει μεγάλη καριέρα». Καμία σχέση, βέβαια, η Τζούλη με μένα, που βρισκόταν
τότε στην άλλη μεριά της Γης. Γυρίζει στην Ελλάδα και στο μυαλό της με έψαχνε.
Την καλούν σ’ ένα πανηγύρι στον Έξαρχο χωρίς να’χει ιδέα από δημοτικά, αφού
στην Αυστραλία έλεγε τα παλιά τα λαϊκά τα κλασικά. Στο παραπάνω συγκρότημα,
έπαιζα εγώ με τον Τσαούση. Ο αδερφός μου, που έπαιζε μαζί μου αρμόνιο και
κλαρίνο επίσης, βλέπει τη Τζούλη και με πιάνει αμέσως: «Που να δεις μια
κοπελάρα! Πρέπει να την πάρεις μαζί σου σε επόμενο πανηγύρι». Την καλεί σε
δουλειά ο πατέρας μας, ο Θανάσης. Αρχίζει να την πασάρει στον γιο του, εμένα!
Μεγάλη γάτα ήταν ο πατέρας μου. Με το που την πρωτοβλέπω, κεραμίδα στην κεφάλα
μου! Κι εκείνη τα ίδια. Παντρεμένος εγώ τότε, παντρεμένη και η κυρία! Κόντεψα
να φάω το κλαρίνο απ’ την καψούρα μου όση ώρα έπαιζα. Στη «Βοσκοπούλα» μέσα τα
φτιάξαμε.
Είχατε όμως να
περάσετε και τον σκόπελο του νόμιμου έγγαμου βίου παράλληλα.
Της έλεγα εγώ με
τρόπο αν ήθελε να φύγουμε, να κλεφτούμε. Δεν περνάγαμε καλά στους γάμους μας.
Έξι παιδιά είχαμε απ’ τους γάμους μας, δύο εκείνη και τέσσερα εγώ. Με τη Τζούλη
δεν κάναμε παιδιά. Στο μαγαζί, σημειωτέον, είχαμε μαζί μας τον Τάκη Καρναβά, ο οποίος
είχε μυριστεί τι έτρεχε και πέταγε στην πίστα κουφέτα. Κανονίζουμε με τη Τζούλη
να κλεφτούμε κατά τη μία το μεσημέρι. Είπα να κοιμηθώ κάνα δυο ώρες για να’μαι
φρέσκος. Στο σπίτι μου από κάτω είχα ένα περίπτερο και έλεγα του περιπτερά:
«Άμα με πάρει τηλέφωνο η κοπέλα, να με φωνάζεις για να μου δώσεις τάχα μου ένα
νούμερο για το ΠΡΟΠΟ». Με ειδοποιούσε αυτός, η άλλη με κοίταγε απ’ το μπαλκόνι
και μου φώναζε: «Που πας;» Ανταμώσαμε με τη Τζούλη στη μία, όπως είπαμε, στον
Άγιο Φανούριο στα Νέα Λιόσια. Είχαμε πολλά λεφτά μαζί μας. Μπήκαμε σε ταξί,
«Που να πάμε;» τη ρωτάω και μου απαντάει «Ξέρω γω;»
Έχει μεγάλη πλάκα
αυτή η ιστορία, κύριε Μάγκα.
Αποφασίζουμε να
πάμε στον Πειραιά. Εκεί ήταν τα καράβια, ρωτήσαμε που πάνε και μας είπαν στην
Αίγινα! Και πήγαμε στην Αίγινα και κρυφτήκαμε για δυο μήνους! Από τότε έγινε το
αγαπημένο μας χωριό.
Τα παιδιά σας τι
ηλικία είχαν;
Σας συγχώρησαν τα
παιδιά σας;
Ναι, μας
συγχώρησαν. Ειδικά τα παιδιά μου την αγάπησαν πολύ τη Τζούλη μετά. Η δε δική
της κόρη είναι τραγουδίστρια στην Αθήνα αυτή τη στιγμή. Ο άντρας της ήταν
καρατίστας και μου έλεγε «Άμα σε πιάσω, θα σε σκοτώσω». Δεν μας άφηνε να
σταυρώσουμε δουλειά, εμφανιζόταν παντού. Του κάνω μια μέρα:
Αφού δεν τον
ήθελε πια η Τζούλη, που πήγαινε αυτός; Ποτέ δεν παντρευτήκαμε με τη Τζούλη.
Όσο πάει γίνεται
και καλύτερο!
Δάκτυλος των
παπάδων θα ήταν αυτός.
Μπορεί, ναι, αλλά
τη Τζούλη δεν την ενδιέφερε καθόλου. Έβρισκε απ’ αλλού, ότι θέλανε ας λέγανε.
Πάνω από τριάντα
σίγουρα! Πήγαμε κάποτε σε μια εκπομπή και είδε το κοστούμι μου ο Αντώνης
Καφετζόπουλος. Έπαθε πλάκα! «Εσύ το έφτιαξες;» ρώτησε τη Τζούλη. Και μετά: «Δεν
έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο»! Πολλή δουλειά, η Τζούλη καθόταν κι έραβε ως τις
τέσσερις τα χαράματα.
Χαιρόσασταν που η
σύντροφος σας ασχολιόταν τόσο πολύ μαζί σας;
Χαίρομαι ακόμη να
τη βλέπω να κάνει δουλειά. Της λέω να μου ράψει ότι θέλει, φτάνει να τη βλέπω.
Ένα κατακόκκινο κοστούμι, παντελόνι, πουκάμισο, γιλέκο και σακάκι, τα δώσαμε
στο Μουσείο Μπενάκη. Μας το ζήτησαν για μια έκθεση σύγχρονων κοστουμιών,
συνέχεια των παλιών. Για ένα μήνα ήταν έκθεμα το κοστούμι αυτό, αρχικά στο
Μπενάκη και μετά στο Λαογραφικό Μουσείο.
Πέρα απ’ την
τέχνη σας, το στυλιστικό σας προφίλ βοήθησε στην καριέρα σας;
Ήμουν μοναδικός, δεν ήταν άλλος έτσι. Έπαιξε μεγάλο ρόλο. Αφού περπατάω και ο κόσμος δεν με γνωρίζει χωρίς αυτά τα ρούχα. «Δεν τα φοράς τα κοστούμια σου;» με ρωτάνε καμιά φορά. «Εδώ, στο δρόμο, τι να φορέσω;» τους κάνω. Κάτι χρυσά κοστούμια, απ’ τον Μάικλ Τζάκσον τα είχε εμπνευστεί η Τζούλη, που παρακολουθούσε τα πάντα.
Μήπως να κάναμε τη συνέντευξη στο σπίτι σας να έβλεπα και τα κοστούμια σας;
Το σπίτι δεν το’χουμε δείξει πουθενά, σε κανέναν, ούτε και στο CNN, που μας θέλανε για γύρισμα. Είναι κάτι
σαν άβατο, το δικό μας άβατο! Συνεννοούμαστε τώρα με τον δήμαρχο εδώ να γίνει
κάτι που θα μείνουν για πάντα τα κοστούμια μου.
Ένα μουσείο
δηλαδή.
Ακριβώς. Ένα
μουσείο κοστουμιών και όχι μόνο. Δεν μπορώ να πω περισσότερα.
Το σέβομαι και
σας το εύχομαι. Έχετε παίξει και με τους Tuxedo Moon, αν δεν κάνω λάθος.
Βέβαια, στο
Λαύριο. Είχαμε 3.000 άτομα. Μου άρεσε πολύ η μουσική τους. Πολύ ωραίοι
καλλιτέχνες και καλά παιδιά αυτοί. Δεν μπορούσα να προχωρήσω απ’ τον κόσμο. Δεν
θυμάμαι πως έγινε και συμπράξαμε, αλλά νομίζω μέσω του Φαληρέα πάλι.
Τι είναι για σας
η τέχνη του αυτοσχεδιασμού;
Η σκέψη του
μυαλού σου. Πρέπει να σκέφτεσαι για να παίξεις. «Άναρχος Θεός» λεγόταν ο δίσκος
μου, σαν και μένα άναρχος.
Σκέφτεστε κάτι
συγκεκριμένο όταν παίζετε;
Κοιτάξτε, είμαι
φευγάτος. Μπορεί να σας δω το βράδυ στην αγορά και να μη σας γνωρίσω. Ξέρετε
γιατί; Έχω το μυαλό μου μονίμως στο κλαρίνο. Ήρθε ένας μια φορά κι άφησε ένα
σκασμό λεφτά. Τον ξανάδα αργότερα και αναρωτιόμουν: «Κάπου τον έχω ξαναδεί
αυτόν». Μου κάνουν: «Ρε συ, είναι αυτός που σ’ άκουσε και άφησε πολλά λεφτά».
Έχω παίξει στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, στη Γαλλία, στη Βραζιλία,
παντού, μέχρι και μαζί με τους Gypsy Kings! Στα σύνορα Γαλλίας – Ισπανίας, στην
Ίμπιζα, έπαιξα με τον μεγαλύτερο DJ. Από το Παρίσι κάποτε ζήτησαν το ταχύτερο κλαρίνο της Ελλάδας. Πήγαμε και
θα έπαιζα με τον Ίβο Παπάζοφ από τη Βουλγαρία και τον Γιαρίκ Μουγιά, το
καλύτερο κλαρίνο της Τουρκίας. Δίνουμε μια συναυλία, την οποία ήθελε να
παρακολουθήσει και η Χάρις Αλεξίου. Μας τηλεφώνησε, αλλά δεν προλάβαινε να
έρθει. Άκουγα να παίζουν ο Τούρκος με τον Βούλγαρο κι έλεγα «Που πας, ρε
Γιώργο; Θα βάλεις τώρα κι εσύ χέρια;» Ήμουν και πιο νέος εγώ ηλικιακά…Πριν βγω,
με πιάνει η Τζούλη: «Αν δεν τους κάνεις κόσκινο απόψε, θα φας ξύλο στο σπίτι»!
Έπαιξα κι έγινε της τρελής! Σηκώθηκε όλος ο κόσμος και δεν μπορούσα να παίξω
απ’ το χειροκρότημα.
Τίποτα, τίποτα!
Δεν σκεφτόμουν, εγώ έλεγα να πάω να παίξω εκεί, όπως έπαιζα και στα πανηγύρια
εδώ. Ειδικά εκείνη τη βραδιά, ο Βούλγαρος και ο Τούρκος με παραδέχτηκαν. Η
μάνατζερ απ’ τη χαρά της δεν ήξερε τι να με κάνει.
Γιατί δεν κάνατε
μεγάλη δισκογραφία; Δεν σας ενδιέφερε;
Όχι δεν μ’
ενδιέφερε…Παίρνανε αυτοί όλα τα λεφτά.
Δεν υπογράφατε
συμβόλαιο;
Όχι, δεν ήμουν ξύπνιος. Μου έλεγε κι η Τζούλη να μην υπογράψω για να μη με κρατάνε στο χέρι μετά. Ακόμη κι οι αδερφοί Φαληρέα, αφού κάναμε ότι κάναμε, τα έβαλαν όλα στα ονόματα τους. Ήμασταν σ’ ένα ξενοδοχείο κάποτε και μου είπαν να υπογράψω για ένα δίσκο. Χωρίς να έχω διαβάσει το συμβόλαιο, πήρα το στυλό να υπογράψω. Γυρίζει η Τζούλη απ’ έξω και κάνει: «Στοπ! Εγώ δεν έχω διαβάσει τι λέει αυτό το συμβόλαιο. Να το δει πρώτα ο δικηγόρος μου, να με ενημερώσει και μετά υπογράφεις». Από τότε ο Φαληρέας ξίνισε μαζί μας, γιατί θεώρησε ότι η Τζούλη θα του χάλαγε τα σχέδια. Αργότερα μας κάλεσε ο Γιαννίκος, γύρω στο 2007. Μου λέει: «Αφού υπογράψεις, δεν θα πας πουθενά αλλού. Εγώ θα σε στέλνω να παίζεις και θα σου λέω σε ποια κανάλια θα βγαίνεις». Πετάγεται η Τζούλη, αφού εγώ δεν μίλαγα: «Επ! Εμείς είμαστε λεύτερα πουλιά! Να μας δεσμεύσεις και να μας λες που θα πάμε και τι θα κάνουμε; Ρε άντε φύγε από δω πέρα»! Γυρνάει ο Γιαννίκος και μου λέει: «Του Νταλάρα του δίνω 15% και σε σένα θα δώσω παραπάνω, που δεν είσαι μεγάλο όνομα;» Τσαντίστηκα. «Τότε γιατί με κάλεσες;» του κάνω. «Πάμε να φύγουμε» μου λέει η Τζούλη. Καλύτερα, μπαΐλντισα απ’ τις εταιρείες. Σιγά μην έβγαινα εγώ σε κανάλια, που δεν τα γούσταρα!
Χρήματα, πάντως, βγάλατε. Και καλά χρήματα. Σας άλλαξαν καθόλου;
Δεν μπόρεσαν να
μ’ αλλάξουν. Εγώ ποτές δεν λέω ψέματα! Δεν το προσκύνησα το χρήμα. Είπα, όμως,
ότι έπρεπε να έχω ένα πιάτο φαΐ κι από κει και πέρα, τέλος. Ερχόταν ένας, μου
έλεγε «Είμαι αρραβωνιασμένος και δεν έχουμε τίποτα». Του απαντούσα: «Κλείσε μου
το τάδε γήπεδο να σας κάνω μια συναυλία». Έπαιζα αφιλοκερδώς και τους τα έδινα
όλα να πάρουν ένα διαμερισματάκι να μπουν μέσα. Άλλος μ’ έπαιρνε: «Δεν έχουμε
να κάνουμε τον γάμο μας». Ξανά εγώ συναυλία τζαμπαρέ. Βάζαμε μέσα 300 άτομα το
λιγότερο, έβγαινε ένα δεκάρι χιλιάδες, τους τα έδινα για να κάνουν τον γάμο
τους. Τα έκανα συνέχεια αυτά σε φτωχαδάκια. Έχω βοηθήσει πάρα πολύ, γι’ αυτό μ’
αγαπάει ο κόσμος. Και θα βοηθάω, και ξανά θα βοηθάω, γιατί τους νιώθω όλους
αδέρφια μου!
Πιστεύετε ότι θα
φτάνατε όπου φτάσατε, αν δεν είχατε στο πλευρό σας τη Τζούλη;
Κοιτάξτε, η
Τζούλη είναι καλός και πολύ έξυπνος άνθρωπος. Θα έφτανα, ναι, αλλά θα μου είχαν
φάει και το μεδούλι. Με προστάτευσε αυτή η σχέση, γι’ αυτό και μας λένε
αυτοκόλλητους.
Ποιους άλλους
κλαρινίστες εκτιμάτε;
Έχω έναν γιο που
παίζει καλύτερα από μένα. Αν δεν τον βλέπεις δηλαδή, νομίζεις ότι παίζω εγώ.
Γιώργο Μάγκα τον λένε.
Κι αυτόν;
Ακούστε, όταν
πήγα να βαφτίσω τα παιδιά η μάνα μου δεν καταλάβαινε τίποτε. Μου είπε να βγάλω
Στέλλα το κορίτσι, το όνομα της δηλαδή. Εκεί ήταν τα πρώην πεθερικά μου, τάχα
μου έξυπνοι. Δεν τους χώνευε η μάνα μου. «Τι ήρθαν αυτοί, για να μας διατάξουν
τι ονόματα θα δώσουμε;» Τα βάφτισα μαζί και τα τέσσερα παιδιά μου. Το ένα το
έβγαλα Θανάση, τον πατέρα μου, τον άλλον Δημήτρη, του αδερφού μου τ’ όνομα, και
τον μικρό τον έβγαλα Γιώργο. «Θα του δώσεις το δικό σου όνομα» μου υπέδειξε η
μάνα μου, «εσύ δεν το φύτεψες;» Ρωτάει κι ο παπάς πως θα το βγάλουμε, του
είπαμε «Γιώργο» κι έγινε η βάφτιση. Τώρα είναι 32 ετών και τον θεωρώ καρμπόν
μου στο κλαρίνο. Κλαρίνο καλό, σαν τον παππού του, τον πατέρα μου, παίζει ο
Θανάσης μου.
Υπάρχει τίποτα
άλλο καλύτερο; Και άρρωστος να’μαι, θα με κάνει καλά η αγάπη του κόσμου.
Ένα χιουμοριστικό
σχόλιο που γράφτηκε, πάντως, έλεγε πως θα σκάσετε μύτη σε κάνα πανηγύρι και θα
πεθάνουν όλοι από καρδιά. (γέλια)
Ναι, βρυκόλακας!
Έχω πάντως πολλές προτάσεις. Με ρωτάνε τι να μου δώσουν και δε λέω τίποτα.
Ξέρουν αυτοί, είμαι σίγουρος. Ήρθε εδώ πάνω προχθές κι έπαιξε ένας, μην πω
όνομα, και ξέρετε πόσα πήρε; Δεκαπέντε χιλιάρικα! Δεν κάνω τέτοια πράγματα εγώ.
Δε θέλω τα πολλά λεφτά γιατί είμαι ο Μάγκας με το όνομα, αλλά αυτά που φτάνουν
για ένα μεροκάματο για τους μουσικούς μου και τα μόνιτορ. Με κάλεσαν τις
προάλλες να παίξω σε μια εκδήλωση ενός σημαντικού κρατικού φορέα. Για δύο ώρες
έπαιξα και ξέρετε τι μου βάλανε στην τσέπη; Διακόσια ευρώ! Να ποια είναι η
γυφτιά…Δε βαριέσαι, εμείς πήγαμε για να μας δει ένα άλλο κοινό και να δώσουμε
χαρά στον κόσμο. Είπα στη Τζούλη: «Πάρ’ τα, πάρε κάνα ύφασμα, κάνα σώβρακο δικό
μου κι άμα περισσέψει τίποτα, πάρε και κάνα κοτόπουλο».
Θέλω να μου πείτε
ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή σας.
Όταν γνώρισα τον
Λουκά τον φίλο μου. Έχω πάντα μαζί μου τη φωτογραφία του. Ήταν ο πνευματικός
μου, έλεγε τα λόγια του Θεού: «Να προσέχετε, να μην τρώτε κρέας Τετάρτη και
Παρασκευή, να κάνετε το σταυρό σας και να είστε καλοί άνθρωποι».
Βάζετε αυτή τη
γνωριμία πάνω κι απ’ τα ξένα φεστιβάλ, τη διεθνή αναγνώριση σας;
Δεν υπάρχουν ούτε
φεστιβάλ, ούτε τίποτα, ούτε μάνα, ούτε πατέρας! Ότι θέλω, πάω στη φωτογραφία
του: «Λουκά, θέλω αυτό» του λέω. Ανατρέχω πάντα στις συμβουλές του.
Και, αντιθέτως,
ποια ήταν η πιο δυστυχής στιγμή σας;
(σ.σ. σκέφτεται)
Όταν «κόλλησα» ζάχαρο, διαβήτη. Κάνω την ινσουλίνη και είμαι καλά, απλά
στενοχωρήθηκα με την αλλαγή στη ζωή μου. Είχαν ζάχαρο και οι δύο γονείς μου,
είναι κληρονομικό. Δεν πρόσεχα όμως ως νέος, φοβόμουν και να με τρυπήσουν για
την ινσουλίνη. Ώσπου σε μια συναυλία, δεν ένιωσα καλά. Ήρθε γιατρός, με μέτρησε
και μου βρήκε το ζάχαρο 500! «Πως ζεις;» γύρισε και μου είπε. Από τότε κάνω την
ινσουλίνη μου καθημερινά, προσέχω και είμαι καλά.
Αναρωτιέμαι αν
αγαπήσατε ποτέ τη τζαζ μέσω της τέχνης σας.
Την εκτίμησα, θα
έλεγα, αλλά δεν την ακούω στο σπίτι μου. Ακούω, όμως,τον μεγάλο κλαρινετίστα Benny Goodman και, πάρα πολύ, μουσικές από την Ινδία και την Τουρκία. Έβαλα κι ένα
δορυφορικό πιάτο και πιάνω κανάλια απ’ όλη τη Γη για να μαθαίνω μουσικές.
Ξέχασα να πω, με είχε πάρει πολλές φορές τηλέφωνο ο Μπρέγκοβιτς για να παίζαμε
μαζί, αλλά δεν βόλευαν οι χρόνοι μας. Και στον Κουστουρίτσα έχω παίξει, τον
σκηνοθέτη. Του έπαιζα κλαρίνο μες τ’ αυτί του. Μια μεγάλη ευκαιρία έχασα, όταν
βρισκόμουν στη Βραζιλία. Με ειδοποιούν την ώρα που γύριζα Ελλάδα: «Θες να
παίξεις στον Πελέ;», που τον είχαν εθνικό ήρωα εκεί. «Τώρα μου το λέτε, ρε
παιδιά; Δεν μπορούσατε δυο μέρες νωρίτερα;
Με αφορμή αυτή
που βρεθήκαμε, τον φοβάστε το θάνατο;
Πολύ! Τον
σκέφτομαι ανά πάσα στιγμή. Αυτόν δηλαδή σκέφτομαι την ώρα που παίζω κλαρίνο και
κλαίει ο κόσμος. Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα κάποια στιγμή από μία γυναίκα: «Είστε ο
Γιώργος Μάγκας; Επειδή παίζετε τόσο λυπηρά, θέλω να έρθετε να παίξετε πάνω από
τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου μήπως τους αναστήσετε». Με πιάσανε τα
κλάματα, δεν μπορούσα να της μιλήσω. «Κλαίτε;» με ρωτάει. «Κλαίω» της απαντάω,
«τι κουβέντα ήταν αυτή που μου είπες;»
Την ώρα που
παίζετε και σκέφτεστε θάνατο, τον ξορκίζετε κιόλας;
Ναι. «’Άι φύγε,
ρε από δω» σαν να του λέω. Τον σκέφτομαι, όμως, σαν περνάνε και τα χρόνια. Η
Τζούλη μου λέει πως όλα έχουν ένα τέλος στη ζωή, δεν θα είμαστε για πάντα, αλλά
εγώ κλαίω σαν μωρό με το που μαθαίνω ότι πέθανε κάποιος.
Πείτε μου
αλήθεια, τώρα που ζήσατε και μια πρόβα θανάτου, το καλαμπουρίσατε καθόλου;
Όχι, καθόλου.
Ειλικρινά. Διάβαζα τα συλλυπητήρια των φίλων και έβλεπα να μου εύχονται Καλό
Παράδεισο. Πολλοί μουσικοί έγραψαν: «Ήταν καλό παιδί ο Γιώργος. Καλό Παράδεισο
να’χει». Πήγε ο γιος μου από κάτω και τους έγραψε «Άι στο διάολο, παλιομαλάκες.
Ζει και βασιλεύει ο πατέρας μου» (γέλια).
Κύριε Μάγκα, σας
ευχαριστώ γι’ αυτή την απρόβλεπτη συνάντηση μας. Εύχομαι να είστε γερός και να
σαρώνετε τα πάλκα με το κλαρίνο σας.
Εγώ σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Σας αγαπώ πολύ όλους που μου συμπαρασταθήκατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου