24 Δεκεμβρίου του 2019. Μια μέρα σαν κι αυτή πριν από πέντε χρόνια ακριβώς. Όταν άνοιξε η
πόρτα του διαμερίσματος της, αντίκρισα μια ώριμη γυναίκα, ψιλή και αδύνατη,
ντυμένη κομψά και στα μαύρα. Ήταν η Πόπη Αστεριάδη, που η φιγούρα της με «πήγε»
σε κάτι μεταξύ Πάττι Σμιθ και Βανέσα Ρεντγκρέιβ – μία δυναμική ροκ περσόνα
δηλαδή, που ελάχιστη σχέση έχει πλέον με το κοντοκουρεμένο χαμηλόφωνο κοριτσάκι
του Νέου Κύματος στα εν Ελλάδι sixties!
Η Πόπη Αστεριάδη
είχε την τύχη να ζήσει την έκρηξη του έντεχνου τραγουδιού στη χώρα μας, όπως
αυτό διαμορφώθηκε από τους μεγάλους συνθέτες, με τους οποίους συνεργάστηκε,
αλλά και όπως το οραματίστηκε ο Αλέκος Πατσιφάς της LYRA. Αυτός πίστεψε εξ αρχής στο ταλέντο της και την
έστειλε κατευθείαν στο…κουρείο, μεταμορφώνοντας τη σε καλλιτέχνιδα βγαλμένη από
τις ταινίες του Γκοντάρ και του Τριφφό.
Κι αν, επίσης, η
Αστεριάδη σφράγισε ορισμένα από τα ομορφότερα νεοκυματικά τραγούδια, πολλά
χρόνια μετά θα διένυε μια δεύτερη καριέρα μέσα απ’ τα ηλεκτρονικά ηχοτόπια και
τον ποιητικό λόγο του Κωνσταντίνου Β. από τους Στέρεο.Νόβα. Αυτή ακριβώς η
δεύτερη καριέρα είναι που μέχρι σήμερα την έχει κάνει εξαιρετικά δημοφιλή
μεταξύ πολύ νέων παιδιών, που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια της.
Η ακόλουθη
συνέντευξη φανερώνει πως η Πόπη Αστεριάδη δεν κρατάει δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης
στα λεγόμενα της. Μιλάει ανοιχτά και ακομπλεξάριστα για τα πάντα, εκτίθεται,
πληγώνεται σχεδόν μέσα απ’ τη διαδικασία της μνήμης, θυμώνει για το κακό και τ’
άδικο, μαλακώνει σαν αναπολεί αγαπημένα της πρόσωπα και στο τέλος αφοπλίζει με
τη συνειδητοποίηση του χρόνου που ναι μεν έχει περάσει, σίγουρα όμως δεν την
έχει αδικήσει.
Όχι, εγώ
γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλλιθέα, αλλά είμαι εδώ, στο σπίτι αυτό που
βλέπετε, από το 1973.
Όταν δηλαδή
είχατε συμπληρώσει μια δεκαετία σχεδόν στο τραγούδι.
Τά’χα παρατήσει,
ξεκινούσα, κάπως έτσι γινόταν. Η μητρότητα ήταν η αιτία για να πάρω το σπίτι
αυτό.
Και τι σας άρεσε
ακριβώς εδώ;
Η ωραία θέα που
βλέπω. Έχοντας μεγαλώσει σε γειτονιά, ξέρω πως εδώ, άμα με πιάσει μια
στενοχώρια, θα πεταχτώ στο Πασαλιμάνι, στο Μικρολίμανο, ή θα πάω βόλτα το
σκυλάκι μου ως το λιμάνι με τα πόδια. Μ’ αρέσει νά’χει κίνηση, να βλέπω κόσμο,
δε θέλω να’μαι κάπου απομονωμένα.
Οδηγείτε εσείς;
Πάντα! Από
πιτσιρίκα! Οδηγούσα κι ένα χρόνο χωρίς δίπλωμα!
Πότε αυτό;
Όταν ήμουν 20
χρονών. Με πιάσανε και μου τη χαρίσανε!
Ήσασταν ήδη
γνωστή;
Ναι, βέβαια. Εγώ
ήδη απ’ τα 17 – 18 μου ήμουν γνωστή. Ξεκίνησα στα 15 μου απ’ τα ταλέντα του
Οικονομίδη με την ξαδέρφη μου που τραγουδούσαμε ντουέτο. Στα 17 πέρασα με
επιτυχία απ’ τους ραδιοθαλάμους τους ΕΙΡ και συνέχισα μόνη μου, αφού η ξαδέρφη
μου το παράτησε το τραγούδι.
Ας τα πάρουμε απ’
την αρχή. Γεννιέστε στην Καλλιθέα είπατε.
Μετά από τέσσερα
αγόρια! Οι δύο είναι εν ζωή, ο μεγάλος κι ο μικρός πεθάνανε. Ήμασταν πολύ
δεμένοι μεταξύ μας, αλλά κι οι γονείς μας μια χαρά ήταν. Ο πατέρας μου έκανε
δύο δουλειές για να μας μεγαλώσει. Μπορεί να’χαμε φτώχεια, αλλά να πω την
αλήθεια, επειδή εγώ ήμουν το τελευταίο παιδί και εφταμηνίτικο κιόλας, έριξαν
πάνω μου όλη την προσοχή τους. Στη διατροφή, στα πάντα.
Υπήρχε μουσικό
οικογενειακό κύτταρο;
Η μαμά μου έπαιζε
πιάνο, γιατί η μαμά της, η γιαγιά μου, ήταν δασκάλα πιάνου. Ο παππούς έπαιζε
κιθάρα, επίσης. Με θυμάμαι από παιδούλα να κάνω από μόνη μου δεύτερη φωνή στα
τραγούδια που άκουγα. Δεν έλεγα ότι θα γίνω τραγουδίστρια, νηπιαγωγός ήθελα να
γίνω για ν’ ασχολούμαι με τα πιτσιρίκια. Ρόλο στην πορεία μου έπαιξε και η θεία
μου, η αδερφή της μάνας μου, που τραγουδούσαν πολύ ωραία μαζί. Έχω μεταγράψει
σε CD παλιά κασέτα που
τραγουδάει η θεία μου και λες «Έπρεπε να’ναι στη Λυρική αυτή»! Γενικά, όλοι
μεσ’ στη μουσική ήμασταν. Μας έβαζε ο θείος μου μέσα σ’ ένα station που είχε, μας πήγαινε εκδρομή κι
αρχίζαμε: «Στη βρύση τη βουνίσια…» (γέλια)
Ωραία είναι η
μνήμη, έτσι; Θυμάστε πρόσωπα και καταστάσεις.
Όχι, δεν θα έλεγα
ότι έχω μείνει εκεί. Εντάξει, ήταν ωραία…Μελαγχολώ λίγο τις γιορτές, που
μαζευόμασταν όλοι με τη γιαγιά και περνάγαμε ωραία. Εγώ πήγαινα κι έμενα και
στης θειάς μου στη Νέα Σμύρνη, γιατί σχολείο ξεκίνησα στην Καλλιθέα, αλλά
συνέχισα στη Νέα Σμύρνη. Είναι άσχημη καμιά φορά η μνήμη, αλλά τελικά έχω
συνηθίσει. Έχω τα παιδιά μου τώρα, που μου έλειπαν ανέκαθεν, καθώς πάντα
τραγουδούσα στις γιορτές. Έχω αλλάξει, έχω γίνει τελείως του σπιτιού κι είναι
φοβερό! Όσο μεγαλώνεις, μοιραία αλλάζουν τα πράγματα.
Λογικό, αλλά για
να σας «ανεβάσω» λίγο – λέω την αλήθεια – η εμφάνιση σας δεν έχει αλλάξει.
Σκεφτείτε ότι μου
λένε «Πήγαινε κάνε και κάνα τσίτωμα» αλλά άμα κάνω στο πρόσωπο, έτσι αδύνατη
που είμαι, μετά θα θέλει λαιμό, μετά χέρια, θα πάει παντού και τρέχα – γύρευε.
Μ’ αρέσει να μεγαλώνω και να γερνάω κανονικά, παρόλο που ο χρόνος είναι καλός
μαζί μου. Ειλικρινά μια κρέμα ή μια nivea βάζω, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα. Μόνο όταν έχω να πάω κάπου, θα βαφτώ και
θα περιποιηθώ. Ποτέ άλλοτε.
Ήταν τον ίδιο
καιρό που μ’ έβαζε η δασκάλα της μουσικής, στο σχολείο, να τραγουδήσω. Δεϊμέζη τη λέγανε, καλή της ώρα.
Στον Οικονομίδη μας πήγε η θειά μου, η οποία μας έδωσε και μια σπρωξιά κιόλας,
γιατί ντρεπόμασταν. Είχε πιστέψει στο ταλέντο μας κι εκείνη μας οδήγησε εκεί. Η
ξαδέρφη μου, η κόρη της, λέγεται Φιλιππόνη, έγινε δασκάλα στο Ωδείο Αθηνών και
τώρα έχει βγει σε σύνταξη. Πολύ καλή δασκάλα, την αγαπούσαν όλοι! Τέλος πάντων,
ο Οικονομίδης μας πίστεψε επίσης πάρα πολύ! Κάναμε περιοδεία μαζί με τον
Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα κι εμείς ήμασταν 16 χρονών. Δεν θα το ξεχάσω! Ο
παππούς μου, θυμάμαι, μας είχε πάρει δυο καλά φουστανάκια. Να, αυτά όλα είναι
που μου’ρχονται στη μνήμη και θέλω να τα αναπολώ.
Και τι κάνατε
εσείς μαζί με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα; Εκείνοι λαϊκά τραγουδούσαν.
Ο Καζαντζίδης
ήταν ωραίος! Με είχε δει πάλι τη δεκαετία του ’90 σε ένα μαγαζί στην Κηφισιά
που τραγουδούσα, μεταξύ άλλων, το «Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά» του Μηλιώκα. Θυμόταν τότε
που είχαμε κάνει την περιοδεία, στα ξεκινήματα μου. Καλός, γλυκός. Και η
Μαρινέλλα, μεγάλη τραγουδίστρια και πρώτη στην πίστα! Ήταν μαγική! Όταν δούλεψα
εγώ μαζί τους, ήταν μικρή κι εκείνη, μετά έβγαινε σαν θεά στα μαγαζιά. Εμείς
βγαίναμε και χορεύαμε λίγο στην αρχή, κάναμε τα βηματάκια μας, αλλά μετά η
ξαδέρφη μου δεν ήθελε και συνέχισα μόνη μου, όπως είπα. Ήθελα να συνεχίσω!
Πιστεύω ότι τό’χα το άστρο μου, διότι ενώ δεν είχα κάποιο μάνατζερ για να με
κατευθύνει, ούτε καν τον Πατσιφά της LYRA δεν άκουσα! Αν τον είχα ακούσει, θα ήμουν πολύ πιο καλά τώρα.
Πιο μπροστά
καλλιτεχνικά, εννοείτε;
Αγαπούσα πάρα
πολύ το τραγούδι κι έζησα πολύ έντονα όλο αυτό το παρεΐστικο της μπουάτ. Ποτέ
δεν αγάπησα, όμως, το χώρο, το κύκλωμα. Μέχρι σήμερα πιστεύω ότι δεν ήμασταν
αγαπημένοι, υπήρχε μια λυκοφιλία κι ένας ανταγωνισμός φοβερός. Στου Οικονομίδη
συναντήθηκα με τη συχωρεμένη την Καίτη Χωματά, που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια
νωρίτερα από μένα. Δεθήκαμε συναισθηματικά. Οι μανάδες μας κάνανε παρέα, είχαμε
μια πιο οικογενειακή σχέση. Την πόνεσα αυτή τη γυναίκα…Δεν κρατάω, βέβαια, σε
κανέναν κακία, δεν έχω τσακωθεί, απλά με τη Χωματά ένιωθα πιο κοντά. Εγώ,
επίσης, δεν το είδα ποτέ επαγγελματικά το τραγούδι, ενώ αυτό με «έζησε».
Να σας πω μερικά
ονόματα να μου τα σχολιάσετε: Αρλέτα.
Την Αρλέτα την
είχα γνωρίσει τα τελευταία χρόνια της, όσο κι αν σας φανεί παράξενο. Είχαμε
κάνει μια Πρωτοχρονιά στο σπίτι της μαζί με τη Νένα Βενετσάνου. Δεν έτυχε
δηλαδή να τη συναντήσω την εποχή του Νέου Κύματος. Η Αρλέτα ήταν και θα είναι
κάτι άλλο! Μπορεί να ξεκίνησε στο Νέο Κύμα, αλλά ήταν ευφυέστατη, αυτόφωτη,
έγραφε τα τραγούδια της και δεν είχε ανάγκη κανέναν. Την αγαπούσε πολύ και η
νεολαία! Μια χαρά ήταν η Αρλετούλα!
Γιώργος Ρωμανός.
Κι ο Γιωργάρας
μια χαρά ήταν! Κι ο Λάκης Παππάς, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Αλέξης Γεωργίου! Άλλοι
άνθρωποι, τι να συζητάμε τώρα…Άλλη ποιότητα. Στα πρώτα μου βήματα έτυχε επίσης
να τραγουδήσω με τον Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα, όπως και με τον Γιώργο
Κουρουπό, που ήμασταν μαζί στο «Ο & Η» στη Μνησικλέους. Δεξιά μας, στον ίδιο δρόμο, ήταν οι «Εσπερίδες» και η
«Απανεμιά». Στην «Απανεμιά» υπήρχε η Μαίρη Δαλάκου, που έπαιζε και το πιάνο
της, μια χαρά κοπέλα ήταν κι αυτή.
Εγώ, να σας πω
την αλήθεια, το έτσι όπως είμαι, το χρωστάω στη μητέρα μου. Η Χωματά ήταν η
Χωματά, η Κουμιώτη ήταν η Κουμιώτη, ο καθένας είχε τον κόσμο του και την
προσωπικότητα του. Δεν είχαμε να χωρίσουμε κάτι, ποιος ήταν πιο καλός, ποιος
είχε κάνει πιο πολλά πράγματα κλπ.
Και τότε σε ποιο
«κύκλωμα» και σε ποιες «λυκοφιλίες» αναφερθήκατε πριν;
Μιλάω για το
τέλος πιο πολύ, όταν μας πήγε ο Μάκης Δελαπόρτας σε μια συναυλία, η οποία ήταν η χειρότερη μου! Ήταν και η Χωματά στα τελευταία
της…Ήμασταν εγώ, η Κουμιώτη, η Χωματά, ο Κώστας Καράλης, ο Φίλιππος Νικολάου
και η Μαίρη Λίντα – η Μαίρη Λίντα που, αντικειμενικά, έχοντας τραγουδήσει τα
κέρατα της, δεν είχε σχέση με τις καριέρες όλων μας. Το σκηνικό, απ’ όπου
βγαίναμε, ήταν χάλια, σαν φωτογραφία, και η Μαίρη Λίντα δεν γούσταρε. Της
έλεγα: «Δεν έχεις ανάγκη εσύ κανέναν»…Πολύ θέλω να πάω να τη δω τώρα στο
γηροκομείο, μακάρι να τα καταφέρω. Έβλεπα τη Χωματά να’ναι χάλια και τους
άλλους να λυσσάνε. «Μα, τι θ’ αποδείξεις τώρα;» έλεγα μέσα μου. Δηλαδή, εγώ
τώρα αν τραγουδήσω για φίλους στο «Πασπαρτού», τι θ’ αποδείξω; Ότι δεν έχω τη
φωνή που είχα πιτσιρίκα, διότι αυτή είναι η αλήθεια! Πριν δύο χρόνια που τραγούδησα στο «Αλεξάνδρεια»
ήταν, αντιθέτως, η ωραιότερη μου εμφάνιση! Δεν είχα καλέσει κανέναν, είχα μόνο
μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι, κι έλεγα: «Σκατούλια, κανένας δεν θα’ρθει»! Μόλις
όμως είδα τον κόσμο, μεταμορφώθηκα! Φορούσα ένα φορεματάκι μάλλινο σκούρο
μπορντό με μαύρες μπότες, δεν ξέρω, ήμουν πολύ χάι. Ήμουν και λίγο πιο
παχουλή…Και τι δεν τραγούδησα εκεί η γυναίκα, ότι μου ερχότανε τους τό’λεγα! Με
πιάνανε στον αέρα οι δύο μουσικοί, ο Μπέλτσιος και ο Καρακανάς. Έκτοτε, με ζητάνε
συνέχεια στο «Αλεξάνδρεια», αλλά τους λέω: «Παιδιά, θέλω να νιώσω καλά πρώτα»
και, εννοείται, πως αν προπονηθώ και δω ότι δεν μπορώ να ξανατραγουδήσω, δεν θα
βγω! Ν’ αποδείξω, τι; Παίρνω αυτήν (σ.σ. μου δείχνει τη σκυλίτσα της), την πάω
μια βόλτα και ξέρετε τι ωραία που νιώθω;
Προφανώς είστε
χορτασμένος άνθρωπος.
Είμαι, ναι, και
γι’ αυτό τώρα εμφανίστηκε ένας άνθρωπος στην ηλικία της κόρης μου της μεγάλης,
που θέλει να μου κάνει τη βιογραφία μου. Μου έδωσε τόση χαρά αυτό το παιδί που
έκατσε κι ασχολήθηκε μαζί μου! Δεν με ενδιαφέρει να βγουν λεφτά απ’ όλο αυτό,
εγώ μια χαρά περνάω με τα 690 ευρώ σύνταξη το μήνα! Τα παιδιά μου να’ναι καλά
μόνο, εγώ είμαι καλά, γεμάτη, δεν έχω πρόβλημα.
Ήσασταν έτσι όλα
τα χρόνια, εννοώ άνθρωπος που δεν γκρίνιαζε;
Φοβερά ήρεμη
ήμουν και ντρεπόμουν πολύ. Τα τελευταία χρόνια μιλάω με τον κόσμο, πριν δεν
μίλαγα. Ούτε τσακωνόμουν, αλλά από μαγαζιά έχει τύχει να αποχωρήσω.
Για ποιους
λόγους;
Γιατί δεν
πλήρωναν κι έμπαινα εγώ μπροστά και για τους μουσικούς! Εμένα δεν μ’ ένοιαζε,
τραγουδούσα γιατί το γούσταρα! Στη μπουάτ έβγαινα πρώτη! Ο μεγάλος μου αδερφός ήταν ηθοποιός του Κουν
– ο Δημήτρης Αστεριάδης – που’χε παίξει και στους θρυλικούς «Όρνιθες». Ο Θύμιος Καρακατσάνης, που
ήταν πολύ φίλος του, έλεγε πως «ο Αστεριάδης πηδάει σαν κότα», αφού πηδούσε πιο
ψηλά απ’ όλους τους άλλους ηθοποιούς. Ο αδερφός μου μας είχε φτιάξει το σκηνικό
στη μπουάτ, που την είχα ονομάσει «7», πιθανώς απ’ τα μέλη της οικογένειας μου.
Μιλάτε για δική
σας μπουάτ;
Δική μου ήτανε κι
εκεί βγαίναμε με σβηστά φώτα, όπως έβγαιναν οι θίασοι στον Κουν! Στο πιάνο ήταν
ο Βασίλης Κουμπής – τι καλό παιδί αυτός! Ο αδερφός μου τραβούσε φιλμ και όποτε
έβγαινα, προβάλλονταν πλάνα του Σαρλό ή της μικρής του κόρης, της ανιψιάς μου!
Μετά όλοι το πήραν και το έκαναν αυτό, όπως η Μαρινέλλα με τον Γιώργο Μαρίνο.
Μέσα στη χούντα, για να μας ελέγξουν, μας λέγανε «Πρέπει να’χετε άλλο
εισιτήριο, γιατί δεν είναι σινεμά» και τέτοιες βλακείες…
Σε ποια χρονιά
βρισκόμαστε;
Το 1969, στην
καρδιά της χούντας. Δύο χρόνια πριν, το ’67 – ’68 είχα ξεκινήσει τη δισκογραφία
μου. Το ’64, βέβαια, είχαμε κάνει ντουέτα με την ξαδέρφη μου σε τραγούδια του
Διδήλη, του πιανίστα του Θεοδωράκη. Επίσης, να μην παραλείψω εδώ να πω πόσο
θαυμάζω τη Γιοβάννα! Έχει μια αξιοπρέπεια φοβερή αυτή η γυναίκα και είχαμε πει
μαζί ένα τραγούδι του Ηλία Καραγιάννη. Αν μας ακούσετε ντουέτο, νομίζετε πως
είμαστε μία φωνή! Η δισκογραφία μου ξεκίνησε κατευθείαν στη LYRA, στην ετικέτα ZODIAC.
Εγώ είχα ένα
μπάρμπα, ξάδερφο του πατέρα μου, Αστεριάδης λεγόταν κι αυτός, ο οποίος ήταν
διευθυντής στη Ραδιοφωνία. Αυτός ήξερε πολύ καλά τον Πατσιφά και με πήγε εκεί.
Ήμουν 16 στα 17 και ο Πατσιφάς ενθουσιάστηκε μαζί μου! Δεν είχα τότε κοντά
μαλλιά, τά’χα ψιλομακριά, γυριστά. Αν δείτε μια ταινία, το «Έξω φτώχεια και
καλή καρδιά», τραγουδάμε με την ξαδέρφη μου στα ταλέντα του Οικονομίδη και
μπορείτε να δείτε πως ήμουν. Ο Πατσιφάς με έστειλε με τη μία για κούρεμα, γουλί
σχεδόν τα έκοψα!
Σας έδωσε ένα
ωραίο στυλάκι, λίγο γαλλικό, η αλήθεια είναι.
Ναι, μου άρεσε
πολύ, αλλά όπως είπα και πριν έπρεπε να τον άκουγα πιο πολύ. Όταν είσαι μικρό
παιδί και κάπως φτωχό, σου φαίνονται όλα περίεργα, ούτε ξέραμε τι γινόταν!
Κάναμε τρία προγράμματα και καθόταν ο κόσμος με τις ομπρέλες μεσ’ στη βροχή,
περιμένοντας να τελειώσουμε! Κι εγώ να λέω «Δεν είναι στα καλά τους αυτοί»,
τόση εντύπωση μου έκανε! Καταλαβαίνετε, δεν είπα ποτέ εγώ ότι «αυτοί έρχονται
για μένα», είναι κάτι που νιώθω μέχρι σήμερα. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός,
είναι αυτόφωτος. Ακόμη και οι δουλειές με τον Μαμαγκάκη, τυχαία έγιναν. Το
«Σκληρό μου αγόρι», ας πούμε, δεν το’χε γράψει για μένα ο Μαμαγκάκης! Απλά με
φώναξε στον Φίνο και το’πα. Επειδή βγήκα στο σινεμά και στην τηλεόραση, αυτό
ήτανε! Μου το ζητούσαν, σκεφτείτε, και δεν το έλεγα!
Πριν τον
Μαμαγκάκη συνεργαστήκατε και με πολλούς άλλους συνθέτες.
Τον Ηλία
Καραγιάννη, που μου έγραψε τη «Μια γιορτή», τον Κώστα Ξενάκη, τον Πάνο
Σαββόπουλο, τον Κύπριο Γιώργο Κοτσώνη…Με πολλούς. Ο Μίμης Πλέσσας μου έκανε
μαθήματα φωνητικής για να διορθώσω το «σίγμα» μου, που το έλεγα κάπως παχύ.
Μπήκα κάτω απ’ την ταμπέλα του Νέου Κύματος κι εγώ.
Μια ταμπέλα που
τσάντιζε πολύ την Αρλέτα.
Και μένα με
τσαντίζει τώρα πια! Καταρχάς εμείς στη μπουάτ που δουλεύαμε με τον Κουρουπό,
δεν λέγαμε μόνο Νέο Κύμα. Εδώ με τον Νίκο Δημητράτο, που τραγουδούσαμε, λέγαμε
τα πάντα, πλην ξένων, αφού εγώ δεν τραγουδούσα ποτέ ξένα. Είχα και τα
Τζαβαράκια καμιά φορά μαζί μου. Δύο μπουάτ, πρέπει να πω, τις είχα δικές μου:
Τη μία την έλεγα «Νανώ», απ’ το τραγούδι του Νίκου Χουλιαρά, που είχα πει.
Και είχατε την
οικονομική δυνατότητα να ανοίξετε δύο μπουάτ; Θα κερδίζατε πολλά χρήματα.
Τότε, ναι! Τη μία
την έκανα όταν πήγα και τραγούδησα σ’ έναν εφοπλιστή, που τα παιδιά του σήμερα
έχουν τη volkswagen. Μανδύλας
λεγόταν. Είχα πάει μαζί με τον πιανίστα Λάκη Παλλίδη και τραγουδήσαμε στο
Ψυχικό, που αρραβώνιαζε την κόρη του. Δεν είχα ζητήσει καν λεφτά, αφού
ερχόντουσαν συνέχεια στο ZOOM και με ζητούσαν να πάω! Μου έδωσε 150.000 δραχμές, ασύλληπτα λεφτά, κι
αντί να τα κάνω σπίτι, πήγα κι άνοιξα μπουάτ! Τι βλάκας ήμουν!
Δεν είναι κακό να
επενδύει στη δουλειά του κανείς όταν είναι νέος.
Εντάξει, καλά
έκανα, αλλά τελικά και κακά, γιατί δεν έβγαλα λεφτά. Άσε τώρα…Έχω μετανιώσει,
γιατί δεν έκανα για επιχειρηματίας και κάθε άνθρωπος είναι για το είδος του.
Αντιμετωπίσατε
προβλήματα λόγω χούντας;
Βγαίναμε με τον
Λάκη Παππά, λέγαμε «Θα σας πούμε ένα του Χατζιδάκι» και τραγουδούσαμε
Θεοδωράκη! Κάναμε συναυλίες με τον Κακουλίδη, λέγαμε Θεοδωράκη και απλά μας
φώναζαν για να μας επιπλήξουν. Βλακείες, όχι τίποτα φοβερά πράγματα. Να μην πω
ψέματα, δεν με κυνήγησαν εμένα. Όλοι βγαίνουν τώρα και λένε ότι κάνανε
αντίσταση, μην τρελαθούμε. Στη χούντα, αν δεν ανήκες ενεργά κάπου, δεν
αντιμετώπιζες πρόβλημα ως καλλιτέχνης.
Και τα ξερονήσια
που ήταν γεμάτα ταυτόχρονα;
Προς Θεού, δεν
σας λέω ότι ήταν καλή η χούντα! Εγώ αγαπούσα όλο τον κόσμο, δεν με ενδιέφερε αν
ήταν αριστεροί ή δεξιοί ή κεντρώοι, αρκεί να μην ήταν φασιστάκια, παλιάνθρωποι.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε κάνω παρέα επειδή ήσουν αριστερός ή δεξιός. Όχι! Ακόμη έχω φίλους
απ’ όλα τα κόμματα, ασχέτως αν στην πολιτική μου τοποθέτηση παραμένω Κεντρώα. Ο
ένας μου αδερφός, ας πούμε, ήταν φανατικός αριστερός και μέσα απ’ τη δουλειά
του, το Θέατρο Τέχνης. Ο άλλος μου αδερφός ήταν Πασόκ και η γυναίκα του, η νύφη
μου, παραμένει Νεοδημοκράτισσα και μία εξαιρετική κυρία. Εγώ, να σας πω την
αλήθεια, ψήφισα Τσίπρα, ένα νέο παιδί, όπως και ο περισσότερος κόσμος. Δεν
έβλεπες και τίποτα άλλο στην κωλοτηλεόραση, συνέχεια τον χτυπάγανε, κι αυτό ήταν
άσχημο! «Αφήστε τον να δούμε τι θα κάνει, ρε παιδιά» έλεγε ο κόσμος. Γιατί μια
ζωή πρέπει να κυβερνά μια οικογένεια; Καταλάβατε; Μπορεί να μην είμαι χωμένη σε
κόμματα, αλλά έτσι νιώθω.
Σας βλέπω που
καπνίζετε. Ένα σχόλιο για τον αντικαπνιστικό νόμο;
Σίγουρα δεν θα
πάω να καπνίσω κάπου που δεν κάνει. Ούτε σ’ ένα σπίτι που δεν καπνίζουν – θα
βγω έξω να καπνίσω, στο μπαλκόνι. Βρε μαλάκες, όμως, κάντε κάτι! Δεν μπορείς να
μού’ρθεις ξαφνικά εσύ να μου κόψεις το τσιγάρο! Δεν κατάλαβα, ας μην πάει στο
μεγάλο μαγαζί η κυρία Κότα που δεν θέλει να καπνίσει! Μέσα μου είμαι
επαναστάτρια, μην νομίζετε! Απ’ τη μάνα μου το πήρα, που ήταν μεγάλη αριστερή!
Δεν πήγαινε εκκλησία η μάνα μου, βαριόταν. Έστελνε εμάς, ακόμη και στο
Κατηχητικό, κι αυτή καθόταν σπίτι. Μεσ’ στον Εμφύλιο την κυνήγησαν, παραλίγο να
τη σκοτώσουν και την έσωσε μια δεξιά που έμενε δίπλα της. Όσο μπόι της
έλειπε…Ήταν φοβερή γυναίκα, τι να σας πω! Είχε τελειώσει το δημοτικό κι ήρθαν
με τους παππούδες εδώ απ’ το Φανάρι, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Έγραφε τόσο
ωραία και καλλιγραφικά και σωστά, αυτή θα γινόταν σίγουρα φιλόλογος, όπως και η
άλλη της η αδερφή θα γινόταν μεγάλη τραγουδίστρια! Όσο ζούσε η γιαγιά, δεν
φαντάζεστε πως ζούσαμε κι εμείς. Άλλα ήθη, άλλες οικογένειες. Αντάρτισσα ήταν η
μάνα μου και σκέφτομαι πως κι εγώ, αν δεν χώριζα το ’81 απ’ τον μπαμπά των
παιδιών μου, δεν θα ξανατραγουδούσα!
Θέλετε να πείτε
ότι η σύμβαση του γάμου σας απομάκρυνε από την τέχνη.
Ναι, ακριβώς, αν
και δεν έκανα ποτέ γάμο! Τα παράτησα και θα τα παρατούσα οριστικά αν δεν
χώριζα! Πέθανε, βέβαια, ο καημένος ο μπαμπάς των παιδιών μου, αλλά εγώ δεν
σκόπευα στο γάμο με κανέναν απ’ τους ερωτικούς συντρόφους που είχα στη ζωή μου.
Ούτε σε κανέναν κράτησα κακία. Να, με τον άντρα που ήμουν, ζήσαμε μαζί,
περάσαμε καλά, κάναμε και δύο παιδιά.
Εντάξει, είχα ένα
ωραίο προσωπάκι, αλλά δεν ήμουν ποτέ η «γκόμενα». Διατήρησα ένα εφηβικό
στυλάκι. Ένα βλαμμένο που δεν μίλαγε καθόλου κιόλας, που με νόμιζαν για σνομπ,
ενώ μόνο σνομπ δεν ήμουν! Άσε που με το κοντό μαλλάκι του Πατσιφά, με είχαν
βγάλει «ανωμαλιάρα». Είχα πάθει την πλάκα μου, τους έλεγα «Βρε παιδιά, εγώ δεν
είχα ποτέ μια κολλητή να τρέχω μαζί της, όλο μ’ αγόρια βγαίνω». Θυμάμαι το
σπίτι μας που ήταν μια σταλιά. Εγώ κοιμόμουν στο ένα δωμάτιο με τη μαμά και τον
μπαμπά και τα αδέρφια μου, στο μεγάλο δωμάτιο και στο χολ. Κι είχαμε κι ένα
σκυλί (γέλια). Τους έβλεπα, λοιπόν, που πήγαιναν κι έκαναν τα τσίσα τους, τους
ακολουθούσα κι εγώ, καθόμουν, άνοιγα τα πόδια μου. Ερχόταν η γιαγιά μου με τα
σπίρτα, δεν είχαμε καν καπάκι στην τουαλέτα. Όταν, λοιπόν, έχεις μεγαλώσει μέσα
σε φτώχεια, αποκτάς και τα χούγια του ταπεινού φτωχού και αγωνιστή ανθρώπου.
Είναι σημαντική η
ταξική συνείδηση για τη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου;
Εμένα μ’ έχει
σημαδέψει! Εκτιμώ μέχρι σήμερα την απλότητα και τη λιτότητα. Όσο για το
«ανωμαλιάρα», που με λέγανε, με είχε ενοχλήσει, παρόλο που δεν με λες
ομοφοβική. Δεν μ’ ενδιαφέρει ειλικρινά καθόλου πως τη βρίσκει ο καθένας.
Καθόλου! Νά’μουν, να το φώναζα κιόλας! Θα το έλεγα, να είστε βέβαιος, αλλά τώρα
ξαφνικά ν’ ακούς τέτοια μεσ’ στο χώρο μας…Εγώ εδώ έκανα δουλειά με τον
Κωνσταντίνο Β. που είναι ανοιχτά γκέι και δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου. Ήθελα να
τον έχω εδώ και να συζητάμε. Και να σας πω κι ένα άλλο; Τον λατρεύω, τον
λατρεύω τον Κωνσταντίνο Β.! Το αγαπάω πολύ αυτό το παιδί, είχα γνωρίσει τον
πατέρα του, τη μάνα του, την αδερφή του. Τον αγαπάω γιατί μου έδωσε μιαν άλλη
ώθηση. Η κόρη μου με παρότρυνε, εγώ δεν είχα ιδέα από Στέρεο.Νόβα.
Ξέρετε, όταν
ανακοίνωσα πως θα μου δώσετε συνέντευξη, έλαβα μηνύματα από παιδιά 20 και 23
ετών που σας έμαθαν και σας αγάπησαν – μου είπαν – μέσω Κωνσταντίνου Β.
Φοβερό! Είδες
τελικά; Μεγάλη υπόθεση! Κάναμε στενή παρέα με τον Κωνσταντίνο! Ερχόταν και την
άραζε εδώ και δεν έφευγε – θα σας ανοίξω μετά να δείτε τι θέα έχω! Δεν
φαντάζεστε τι ωραία ένιωθα μαζί του και στις προσωπικές μας στιγμές, αλλά και
στις συναυλίες και στο στούντιο. Μετά που έκανε το δίσκο του με τη Γαλάνη, εγώ
ήμουν που του είπα: «Προχώρα, Κωνσταντίνε, κάνε και μ’ άλλους ωραία πράγματα».
Ξέρετε για πότε το είπα το τραγούδι του; Τάκα – τάκα! Και όλος ο δίσκος μας
ήταν καλός, το «Ένα παιχνίδι», αλλά τον πήγε στην FM Records και τον θάψανε. Όλοι στην εκμετάλλευση…Με χαροποίησε πολύ, λοιπόν, η παρέα
και η συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Β., όπως κι αυτή με τον Γιάννη Σπανό.
Ο Σπανός σας
αγαπούσε, είναι αλήθεια. Μια – δυο φορές που είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί
του, σας είχε αναφέρει.
Εγώ όταν έκανα τα
παιδιά μου, δεν μπορούσα να τον συνοδεύω τον Σπανό στα μπαράκια του και στ’
αυτά του και στα έτσι του. Πολύ τον γούσταρα! Πήγα στην κηδεία του και μου
έκαναν εντύπωση μερικές ακραίες αντιδράσεις. Πολύς κόσμος ήταν στην κηδεία του!
Εγώ του’χα μιλήσει μια βδομάδα πριν, το «Ποπάκι μου» και «το Ποπάκι μου»
έλεγε…Και μετά από λίγες μέρες πέθανε! Άσε με τώρα κι ήθελα να πάω να τον δω.
Θα πήγαινα, τό’χα κανονίσει. Ε, στην κηδεία με πήγε η Πένυ Ξενάκη – νά’ναι καλά
το κορίτσι. Μου άρεσε πολύ η στάση του Γιώργου Νταλάρα. Ήρθαν μαζί με την Άννα,
άφησαν μια μεγάλη ανθοδέσμη και φύγανε. Αξιοπρεπέστατοι! Το ίδιο και η
Γιοβάννα, που ήταν εκεί. Κάτσε καλά τώρα, η Γιοβάννα για μένα είναι μεγάλη
ιστορία στο τραγούδι!
Άφησε εποχή έτσι
όπως τραγούδησα το «Νάνι του Ρήγα το παιδί». Εξ αιτίας του Κουρουπού έγινε, που
μου έκανε και την ψιλή φωνή που είχα. Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα στο ZOOM, το οποίο ZOOM – πρέπει να πούμε – εγώ το ξεκίνησα το 1969. Αν
δείτε το βιβλίο που έβγαλε ένας Ντίκος για το Νέο Κύμα, χαζομάρες γράφει μέσα,
αλλά τέλος πάντων…Δεν γράφει ότι εγώ στο ZOOM τον είχα γκαρσόνι τον Χρονόπουλο, τον μετέπειτα
ιδιοκτήτη. Η επιχείρηση ήταν του Τρίχα, ενός μεγαλομανάβη, μεγαλέμπορου, που
τά’χε με την Πόλυ Πάνου. Γνώρισε ο Χρονόπουλος μια Ελληνοαμερικάνα πλούσια και
μετά αγόρασαν το ZOOM. Το
όνομα το έβγαλε ο αδερφός μου, ο οποίος έφτιαξε και το χαρακτηριστικό λόγκο του
μαγαζιού. Αυτά δεν λένε, κατάλαβες; Και γράφουν ότι θέλουν! Ε, εκεί γνώρισα τον Χατζιδάκι, το ’72,
μόλις είχε έρθει, αφού όταν εγώ ηχογράφησα το «Νάνι του Ρήγα το παιδί», ήταν
στην Αμερική. Τον ακούγαμε και τον τραγουδούσαμε πολύ τον Χατζιδάκι. Δεν είχαν
σημασία οι χώροι. Εγώ θυμάμαι να τραγουδάω το «Απ’ όλα τα άστρα του ουρανού» με
τον Τέλη τον Αποστολάκο πάνω στο Μον Παρνές. Εκεί ήρθε και με ζήτησε ο
ιδιοκτήτης του μετέπειτα «Διογένης Παλλάς». Σκεφτείτε, κι εγώ έλεγα Χατζιδάκι
και «Μεγάλο Ερωτικό»! Του Χατζιδάκι θα μπορούσα να έχω πει και άλλα τραγούδια
του. Μια αξέχαστη στιγμή στη ζωή μου είναι όταν γνώρισα τη Φλέρυ Νταντωνάκη σ’
ένα σπίτι. Ήταν εκεί και τραγούδησε α καπέλα, χωρίς μικρόφωνο, για την παρέα
μόνο. Μοναδική ερμηνεύτρια! Ξέρετε, μοναδική ήταν και η Τζένη Βάνου, η οποία
είχε φθαρεί για να επιβιώσει στο τέλος – το πουλάκι μου!
Όντως, στα
τελευταία της τραγουδούσε με τη Μπεζαντάκου στο «Skyladiko», όνομα και πράγμα.
Και έβγαιναν τα
κωλόπαιδα και την είχαν…Άσε με! Σεβαστείτε τη, ρε σεις, τη γυναίκα, είναι η
Τζένη Βάνου, ρε ζώα!
Πως, όμως,
«πήγατε» απ’ τη Νταντωνάκη στη Βάνου; Η μία δεν έκανε καριέρα μεγάλη, η άλλη
πάλι είχε πλούσια δισκογραφία.
Τι κοινό μπορεί να έχουν αυτές οι δύο;
Φωνάρες και οι
δύο, αηδόνια! Τι άλλο θέλετε; Η Βάνου για μένα ήταν πιο πάνω απ’ τη Μούσχουρη!
Νομίζω αυτό
το’χει πει και η ίδια η Μούσχουρη.
Μπράβο της που
τό’πε! Εγώ, εντάξει, λέω ότι είχα μια καλή φωνή, παρόλο που ο Μαμαγκάκης
παρομοίαζε τη φωνή μου με βιολοντσέλο. Τό’λεγε συνέχεια ο Μαμαγκάκης της Ελένης
Ροδά αυτό, της κοινής μας φίλης! Θυμάμαι που’χε έρθει εκεί που τραγουδούσα με
τον Λάκη Παππά και μου μίλησε για το «Σκληρό μου αγόρι». Του λέω: «Γιατί, μωρέ,
για μένα τό’χεις γράψει; Κατά λάθος έγινε, γιατί με είδες που βγήκα στην
τηλεόραση»! Δεν του άρεσε αυτό, αλλά ήξερε πως ήμουν ειλικρινής, το εκτίμησε
στην τελική. Κάναμε, όμως, και την «Εκδρομή», για την ταινία του Τάκη
Κανελλόπουλου. Η φωνή μου ήταν ακόμα παιδική, θυμάμαι τη μέρα που μπήκαμε στο
στούντιο.
Υπέροχη ταινία
ήταν αυτή και υπέροχο μελαγχολικό σάουντρακ!
Μη νομίζετε ότι
θυμάμαι και πάρα πολλά. Μικρό κοριτσάκι ήμουν και με έτρεχαν από δω κι από κει,
αφού σε πολλές ταινίες δεν θυμάμαι καν ότι τραγουδούσα. Τον Κανελλόπουλο δεν
τον γνώρισα πολύ, ένα «γεια» μόνο. Μεγαλύτερη σχέση είχα με τον Ντίνο
Δημόπουλο, που είχε γράψει τους στίχους στο «Σκληρό μου αγόρι». Μ’ αγαπούσε
πολύ αυτός, όπως και ο άλλος σκηνοθέτης, ο Νίκος Τζίμας, που έπαιξα στον
«Αστραπόγιαννο» του.
Σωστά, παίξατε
και ως ηθοποιός στο σινεμά.
Μεγάλη εμπειρία!
Συμπρωταγωνιστούσα με τον Κούρκουλο, αλλά έκανα την κοπέλα ενός άλλου ηθοποιού,
που του έλεγα κιόλας: «Φίλα με, ρε, καλύτερα» (γέλια). Κόπηκαν πολλές σκηνές
μου, επειδή βασική πρωταγωνίστρια ήταν η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Πιστέψτε με,
χωρίς να περιαυτολογώ, θα έκλεβα την παράσταση αν άφηναν όλες τις σκηνές μου.
Άλλο το σανίδι και άλλο το σινεμά, ξέρετε.
Δούλευα στο ZOOM κι έχασα πολλά μεροκάματα. Ότι μού’πε,
τό’κανα, παρόλο που τα λεφτά για την ταινία ήταν ελάχιστα. Με είχε φάει ο
Τζίμας, ερχόταν με τη Δανδουλάκη. Πολύ καλός άνθρωπος, ακόμη τηλεφωνιόμαστε!
«Έλα να παίξεις» με παρακάλαγε, ε και πήγα! Με κυνήγαγε, θυμάμαι, ο Σπύρος
Καλογήρου και μου’χαν φορέσει μια μακριά περούκα. Χωρίς να ξέρουν ότι εγώ ήμουν
του στίβου από μικρή, άρχισα να τρέχω, έφτασα στη μάντρα και μου φώναζε ο
καημένος ο Καλογήρου: «Αστεριάδη, σταμάτα!» (γέλια) Αστείες έβγαιναν οι σκηνές,
γι’ αυτό και τις ξαναγυρίζαμε. Κρύωσα κιόλας, αφού κάναμε γυρίσματα κάπου
χειμώνα στην Πάρνηθα, κι έτσι έχασα κι άλλα μεροκάματα απ’ το ZOOM.
Πως δεν παίξατε
και σε άλλες ταινίες;
Δεν ήθελα, γιατί
είδα πόσο κουράζονταν όλοι για να γίνει μία ταινία.
Σας γοήτευε που
βλέπατε μετά τον εαυτό σας στη μεγάλη οθόνη;
Εκεί μ’ άρεσα,
στην ταινία αυτή. Την Τριανταφυλλίδη δεν τη γνώρισα καλά, παίξαμε σε
διαφορετικές σκηνές, αλλά τη θεωρούσα πολύ όμορφη κοπέλα και καλή ηθοποιό. Θέλω
να πω εδώ ότι άμα κοιτούσα την καριέρα μου και μόνον αυτή, θα’χα κάνει πολλά
πράγματα. Φταίω εγώ.
Το λέτε με μία
πικρία.
Ναι…Όπως είπα και
πριν για τη συμβίωση εν είδει οικογενειακής σύμβασης, εφόσον δεν παντρεύτηκα
ποτέ. Το ’71 τον γνώρισα, το ’73 έκανα το ένα μου παιδί και το ’76 το άλλο.
Μέχρι το ’81 μείναμε μαζί. Είπαμε τότε να παντρευτούμε, αλλά αποφάσισα να
χωρίσω. Τα παιδιά ευτυχώς τα είχε «αναγνωρίσει» ο άνθρωπος…Ούτε είχε σχέση με τα καλλιτεχνικά, μηχανολόγος –
ηλεκτρολόγος ήτανε.
Κι ενώ ήσασταν
μεσ’ στους καλλιτέχνες…
Δεν γούσταρα
ερωτικά μπλεξίματα με καλλιτέχνες. Θα πλακωνόμουν, δεν υπήρχε περίπτωση. Μετά
από δέκα χρόνια, λοιπόν, είπα να τον παντρευτώ, αλλά στο παρά πέντε δεν μας
προέκυψε.
Πάντως, ήταν
τρομερά πρωτοποριακό τη δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα μια διάσημη γυναίκα να
συζεί εκτός γάμου και νά’χει κάνει δύο παιδιά.
Γιατί τον αγάπησα
πολύ, τον ερωτεύθηκα, και το έκανα! Αυτό μου’ρθε, αυτό έκανα! Δεν υπήρξε καμία
αντίδραση απ’ τους γονείς μου, ούτε απ’ τ’ αδέρφια μου, ήταν ανοιχτόμυαλοι. Εγώ
πάντα τα «θέλω» μου ακολουθούσα. Και στον Δήμο Πειραιά, γι’ αυτό δεν μπόρεσα να
μείνω. Το μετάνιωσα που μπλέχτηκα και τις δύο φορές. Είπα «Αφού δεν τό’χω, τι
θέλω και μπλέκομαι;» Να πεις ότι παίρναμε και λεφτά…Στις αρχές μόνο, επί Μίχα,
παίρναμε 250 ευρώ για τα έξοδα μας, αυτό ήτανε. Τι να πηγαίνω να κάνω; Αφού
νευρίαζα, έβγαινα όλο έξω και κάπνιζα. Επειδή όμως νιώθω Πειραιώτισσα και τον
αγαπάω τον Πειραιά, εύχομαι ολόψυχα να τον φτιάξουν.
Όχι, παρέες δεν κράτησα, μόνο τηλεφωνιέμαι. Με τον
Βιολάρη θα μιλήσω, με τη Ροδά, μ’ όλους θα μιλήσω αν τύχει. Ξέρετε πόσο είχα
συγκινηθεί όταν πήγα στης Αρλέτας; Της είχα φτιάξει σπανακοπιτάκια, που μου’χε
ζητήσει, και πίτα γιατί ήταν Πρωτοχρονιά. Περάσαμε υπέροχα και μετά πήγαινα και
την έβλεπα και μ’ άλλους κοινούς φίλους, άσχετους με τον καλλιτεχνικό χώρο, που
την αγαπούσαν επίσης! Και με τον Νταλάρα θα μιλήσω όποτε συναντηθούμε. Τον
Νταλάρα, δεν πα’να λένε, εγώ τον εκτιμώ πολύ, γιατί καλλιεργήθηκε μόνος του! Τον
Μητσιά τον αγαπάω, επίσης, γιατί ξεκίνησε μαζί μου και τραγούδησε τα κέρατα μου
τα δίφορα που λέω εγώ. Μ’ αρέσει πολύ η φωνή του. Τον Νταλάρα τον εκτιμώ, όπως
είπα, γιατί ήταν αυτοδημιούργητος, αλλά και γιατί έχει μια άξια γυναίκα δίπλα
του. Θυμάμαι τον Πατσιφά πώς μου μιλούσε για την Άννα! «Ο Νταλάρας βρήκε την
καλύτερη γυναίκα για να τον στηρίξει», αυτά ήταν τα λόγια του!
Πότε σταματήσατε
τη δισκογραφία, κυρία Αστεριάδη;
Το ’98 με τον
Κωνσταντίνο Β., αλλά αν εννοείτε παλαιότερα, ούτε που θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τον
συχωρεμένο τον Ζαμπέτα που’χα πάει να τον δω στο «Σωτηρία». Μου είχε δώσει
τραγούδια του σε κασέτες, που δεν τα έκανα ποτέ. «Εκατό τραγούδια θα σου δώσω,
κορίτσι μου» μού’λεγε. Με ζητούσε και δεν πήγαινα το ζώον, ξέρετε πόσα
τραγούδια του θα μπορούσα να’χα πει; Βλακείες έκανα! Το νεαρό της ηλικίας και
τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι δεν σου άφηναν περιθώριο να σκεφτείς κάποια
πράγματα.
Τι είναι αυτό που
σας λείπει δηλαδή σήμερα;
Θα’ χα κάνει
περισσότερα τραγούδια. Αυτό! Λέω τώρα τι θα μπορούσα να’χα κάνει αν είχα
δουλέψει πιο σοβαρά, γιατί και μ’ αυτά που έκανα, ευχαριστημένη είμαι.
Αλήθεια είναι πως
δεν αναλωθήκατε στα λαϊκά μαγαζιά.
Όχι. Το πρώτο
τέτοιο μαγαζί που δούλεψα ήταν με τον Πάριο, τον Νταλάρα, τον Διονυσίου, την
Αλεξίου, την Ελπίδα και τον Πασχάλη. Στα «Δειλινά» ήταν το ’72. Τη θυμάμαι καλά
τη χρονιά, γιατί τότε πέθανε ο πατέρας μου. Μάλιστα, εγώ έμενα με τον δικό μου
τότε στη Νέα Σμύρνη και μ’ έφερνε ο Πάριος με τ’ αυτοκίνητο του.
Τις νοσταλγείτε
αυτές τις συνεργασίες;
Όχι ιδιαίτερα,
γιατί δεν με εξέφραζε το όλο κλίμα. Καταρχάς, μας έκλειναν τα μικρόφωνα, από
κει σιχάθηκα το χώρο… Εντάξει, να πάω να τραγουδήσω, αλλά με τα ίδια όρια, τον
ίδιο φωτισμό, τον ίδιο ήχο. Θυμάμαι που πήγαμε κάποια στιγμή με τον Κωνσταντίνο
Β. και μεγάλη παρέα στο «Διογένης» ν’ ακούσουμε τον Ρέμο. Μου έδωσε το
μικρόφωνο να τραγουδήσω – εμφανιζόταν με τη Γαρμπή αυτός εκεί. Τότε σκέφτηκα
«Ρε παιδιά, να έρχομαι να τραγουδάω για μισή ώρα μόνο»! Ένα «αχ» κάνανε και
βγαίνανε καμπάνα! Να ερχόντουσαν να τραγουδούσαν έτσι όπως βγαίναμε εμείς,
χωρίς μικρόφωνο στην ουσία!
Απλά εσείς
υπήρξατε τραγουδιστές που βασιζόσασταν στη φωνή και στο ρεπερτόριο σας. Όχι στα
παραφερνάλια.
Δεν θα διαφωνήσω.
Όπως το «Σκληρό μου αγόρι» που έλεγα εγώ και που ήταν ένα περίεργο τραγούδι.
Λαϊκό που γινόταν σέικ! Ένας χαμός γινότανε! Πόσο μεγάλος συνθέτης ήταν ο
Μαμαγκάκης! Έρχονταν γυναίκες και μου έλεγαν «Ο άνδρας μου είναι ερωτευμένος
μαζί σας» και τους απαντούσα «Ε, γι’ αυτό πρόκοψα στη ζωή μου, απ’ τους πολλούς
έρωτες» (γέλια) Μόνο τις γυναίκες κοίταγα, για να μη μου έφευγε καμιά ματιά ότι
κοιτάω τους άντρες τους και ζηλέψουν!
Ταξιδέψατε στο
εξωτερικό;
Με τον δικό μου
γυρίσαμε την Ευρώπη. Για δουλειά, όμως, είχα πάει Καναδά, Αμερική, Γερμανία και
στο Σπλιτ της Γιουγκοσλαβίας σ’ ένα φεστιβάλ τραγουδιού. Εκεί μου «κόλλαγε» κι
ένας πολύ ωραίος, αλλά την τύφλα μου δεν ήξερα (γέλια) Πιτσιρίκα ήμουν!
Θα θέλατε να’χατε
τραγουδήσει τον Μίκη Θεοδωράκη;
Αφού όταν εγώ
άρχισα να λέω τα τραγούδια του, έπεσε η χούντα. Τον τραγουδούσαμε στη ζούλα,
δεν λέγαμε πριν; Στο «Αλεξάνδρεια», πριν δυο χρόνια, τραγούδησα το «Είμαι καλά,
πολύ καλά, για σας το ίδιο επιθυμώ» και «Το δέμα τό’λαβα προχθές», ότι θυμόμουν
απ’ τα λόγια, κι όλοι με συνόδευαν, «λα λα λα» και «λα λα λα»! Πριν καμιά
δεκαετία και βάλε, τραγούδησα έξω απ’ το Δημοτικό Θέατρο. Ήταν και ο Νταλάρας
μαζί. Ήρθε εκεί ο Μίκης – εκεί τον συνάντησα πρώτη φορά – μ’ αγκάλιασε, με
φίλησε και μετά φάγαμε παρέα. Κάναμε και πρόποση, ότι θα με έπαιρναν μαζί τους
με τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Ο αδερφός μου, που του είχε τρελή
αδυναμία, με ξεσήκωσε! Πήραμε μια μεγάλη γλάστρα, πήγαμε απ’ το σπίτι του, αλλά
δεν καταφέραμε δυστυχώς να τον δούμε πάλι. Με πείραξε λίγο αυτό…
Ποιο τραγούδι σας
θα ξεχωρίζατε; Κι ας μην είναι απ’ τα πιο γνωστά σας.
Μ’ αρέσει πολύ το
«Κράτησε με, αγάπη μου» του Μίμη Πλέσσα. Από ταινία κι αυτό, που δεν
εμφανιζόμουν μέσα. Και το «Μια γιορτή» θα έλεγα, αλλά και του Μαμαγκάκη, όχι
μόνο το «Σκληρό μου αγόρι». Του Χουλιαρά μ’ άρεσαν πολύ τα τραγούδια του! Να πω
κι εκείνα που κάναμε με τον Λίνο Κόκοτο σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Δεν
πρόλαβε να βγει ο δίσκος και πέθανε ο Πατσιφάς. Πολύ στενοχωρήθηκα που βγήκε σε
μια εκπομπή και δεν με ανάφερε καν, εμένα που τον είχα στηρίξει τόσο πολύ στις
συναυλίες!
Μια και αναφέρατε
τον Πλέσσα, να πούμε και ότι συμμετείχατε στον «Δρόμο» με τον Πουλόπουλο και
την Κουμιώτη.
Η Κουμιώτη είπε
πολύ ωραία τραγούδια! Το «Χελιδονάκι» ήταν να το πω εγώ, γιατί στο εξώφυλλο του
δίσκου – αν δείτε – γράφει «Πουλόπουλος Αστεριάδη» και μετά «Κουμιώτη». Εγώ
είχα κάνει ήδη καριέρα και γι’ αυτό, όταν ήμουν στο ZOOM, τσαντίστηκα και δεν πήγα στο θεατρικό που
κάνανε. Τι μου δώσανε να πω εμένα, το «Με λένε Μόνικα» ή το άλλο, που έκανα
ντουέτο με τον Πουλόπουλο; Ένα τραγούδι είπα και μια δεύτερη φωνή έκανα.
Τέλος. Μάλιστα, σε μια συναυλία του
στην αρχαία Ολυμπία, ο Πλέσσας βγήκε και είπε: «Αδίκησα την Πόπη, γιατί έπρεπε
να’χει τραγουδήσει το ”Χελιδονάκι”»! Έτσι ακριβώς! Γι’ αυτό σου λέω, έχω φάει
πολλές πίκρες…Εκμετάλλευση απ’ τις δισκογραφικές και τρικλοποδιές απ’ το
σινάφι!
Πιο μεγάλες ήταν
οι πίκρες, που λέτε, στην επαγγελματική ή στην προσωπική σας ζωή;
Και στην
προσωπική και στην επαγγελματική…Πιο πολύ, βέβαια, στην προσωπική μου ζωή…
Λένε πως ο
καλλιτέχνης που είναι καλά στην προσωπική ζωή του, αποδίδει καλύτερα και στην
τέχνη του. Το πιστεύετε;
Όχι! Εγώ ακόμη
και τώρα, που σας λέω ότι τα παράτησα, κάτι με τρώει, κάτι που μου λέει «Να
πάμε να φτιάξουμε κάτι καινούργιο». Την έχω μέσα μου τη δημιουργία. Δεν έχει
σημασία αν η προσωπική ζωή μου δεν πήγε, όπως θα την ήθελα. Μπορεί να έφταιγα
κι εγώ, γιατί δηλαδή να μην έφταιγα; Είναι θέμα επιλογών, γι’ αυτό και τα
τελευταία 15 χρόνια είμαι μόνη μου. Ούτε καν μ’ απασχολεί μια ερωτική
συντροφιά. Είμαι γεμάτη, δεν μ’ ενδιαφέρει πια αυτό. Έχω τα δυο μου παιδιά, τις
δυο κόρες μου και μία εγγονούλα, που τη λατρεύω. Τα παιδιά μου να’ναι καλά και
τίποτα άλλο δεν θέλω. Κι όταν είπα για δημιουργία, εννοούσα να κάνουμε κάτι για
την πλάκα μας, για τους φίλους μας, με σκοπό να περάσουμε πάλι εμείς καλά.
Πολύ σωστό αυτό
που λέτε! Εγώ δεν θέλω να με λυπούνται. Θέλω να πατήσω καλά στο τραγούδι άμα
είναι να ξαναβγώ, με την επίγνωση ότι δεν γίνεται νά’μαι όπως παλιά. Κι είναι
και λογικό αυτό! Δεν γίνεται, γιατί έχω μεγαλώσει και καπνίζω κιόλας. Θα
προτιμούσα να πάω να καθαρίζω σπίτια απ’ το να ξαναβγώ για 250 και 300 ευρώ και
να ξεφτιλιστώ ή να λέει ο κόσμος «Πως κατάντησε η Αστεριάδη»! Κι είχα πολλές
προτάσεις για να τραγουδήσω. Μπορεί άμα το κυνηγήσω…Εγώ δεν είμαι και του
φαίνεσθαι. Δεν πάω ποτέ για να φανώ, πάντα διακριτική. Και στην κηδεία του
Σπανού δεν πήγα σαν την κλαίουσα. Να, αυτό το πιάνο που βλέπετε εκεί είναι από
το 1970, η ανιψιά του Σπανού το διάλεξε, που σκοτώθηκε και ο Γιάννης ήταν
απαρηγόρητος. Στο ίδιο νεκροταφείο τους έχουν τώρα…
Παίζετε πιάνο
εσείς;
(σηκώνεται και
κάθεται στο πιάνο) Μέχρι κατωτέρα έχω πάει, αλλά δεν το συνέχισα. Τα χέρια μου,
όμως, πάνε μόνα τους (παίζει την εισαγωγή από’να άγνωστο μου κομμάτι κι ύστερα
επιστρέφει στη θέση της)
Αναρωτιέμαι αν
έχετε θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Έχω τραγουδήσει
πολύ στον Άι – Γιώργη, γιατί ο μικρός μου αδερφός λεγόταν Γιώργος. Ήμασταν
κοντά ηλικιακά, με περνούσε τρία χρόνια, κι είχα μαζί του κόλλημα. Στα 57 του
πέθανε από καρκίνο…Τραγούδησα στον Άι-Γιώργη Αλίμου, έχει έναν πολύ καλό παπά
εκεί και του’χα στείλει κι άλλους καλλιτέχνες, σαν τον Μητσιά. Δεν είμαι του να
πηγαίνω στην εκκλησία, δεν τό’χω, αλλά από μικρή άναβα τα καντηλάκια. Και τώρα
έχω ένα καντηλάκι εδώ και τ’ ανάβω. Στην κρεβατοκάμαρα μου έχω μόνο πολλές
εικόνες. Λαχταρώ και παρακαλώ για τους φίλους μου, για τα παιδιά μου, για όλους
όσοι υποφέρουν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πιστεύω πως αυτό που λέγεται Θεός είναι η
Φύση. Συνδέω τον Θεό μ’ αυτό που δεν μπορούμε να τα βάλουμε μαζί Του, σ’ ένα
σεισμό ή σε μια πλημμύρα, ας πούμε. Σαν να μας τιμωρεί, με λίγα λόγια, ο Θεός ή
η Φύση για όλα αυτά που κάναμε και κάνουμε.
Μη μου πείτε ότι
ξέρετε και τη Γκρέτα Τούνμπεργκ.
Την ξέρω κι είμαι
μαζί της! Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η κλιματική αλλαγή; Μη λέμε ότι θέλουμε
τώρα! Μήπως οι φαρμακευτικές δεν μας έχουν αλλάξει τα φώτα; Εγώ έχω 260
χοληστερίνη και δεν παίρνω τίποτα! Δεν πα’να «πάω» έτσι; Ας «πάω»!
Εγώ θα έλεγα πως
δεν είναι καλή η φαρμακοφοβία. Όχι, ενώ πρέπει, να πηγαίνετε στο άλλο άκρο.
Α πα πα, δεν
θέλω! Για την πίεση μόνο παίρνω μέρα παρά μέρα ένα χάπι και βιταμίνες σιδήρου
για λίγους μήνες, όχι συνέχεια. Α, παίρνω κι ένα συμπλήρωμα διατροφής.
Πάντα έτσι
αδύνατη ήσασταν;
Ήμουν πάντα στα
κιλά μου, απλά όσο μεγαλώνεις, «μπαίνεις». Εξετάζομαι, πάντως, ξέρω τι μου
γίνεται.
Που μπορεί να
πήγαν ο Σπανός ή τα αδέρφια σας και οι γονείς σας, κυρία Αστεριάδη;
Δεν ξέρω αν
υπάρχει άλλη ζωή, μπορεί να μας ακούνε τώρα. Εγώ πιστεύω πως είμαστε μια μηχανή
που πρέπει να την προσέχουμε όπως αυτή του αυτοκινήτου. Μετά είμαστε ένας αέρας
που χάνεται στο σύμπαν. Μια ανυπαρξία…
Δεν είναι
απογοητευτική η ιδέα της ανυπαρξίας;
Ναι, αλλά αυτό
ακριβώς είναι που μπορεί να σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο. Ότι τελικά δεν είναι
να τσακώνεσαι και να κρατάς κακίες. Ακόμη και γι’ ανθρώπους του χώρου, με τους
οποίους δεν έχουμε πολύ στενή επαφή, δεν σας κρύβω ότι στενοχωριέμαι γι’ αυτό.
Ο κάθε άνθρωπος τά’χει αλλιώς μεσ’ στο κεφάλι του και δεν ξέρει πως να φερθεί.
Εμένα δύο πράγματα με απωθούν: Το ψέμα και η αχαριστία.
Κακό του κεφαλιού
τους, ειδικά των αχάριστων.
Βεβαίως.
Προγραμματίζετε
πράγματα;
Όχι. Όταν
προγραμματίζεις, λένε, ο Θεός σε βλέπει και γελάει. Ότι γίνει…Αν τύχει με τις
παρέες που έχω, να με ξεσηκώσουν και να φτιάξουμε ένα σύλλογο από γεροντάκια,
να κάνουμε πράγματα, ωραία θα’ναι. Άσε που έχω την πεποίθηση πως θα πάω σε
γηροκομείο.
Γιατί το λέτε;
Το λέω γιατί το
γηροκομείο το εκτιμώ, ειδικά εδώ της Ευαγγελίστριας. Ο άνθρωπος, όταν
μεγαλώσει, ή θά’χει κάποιον να τον προσέχει ή θα πρέπει να πάει αναγκαστικά
εκεί. Δεν μπορούμε να δεσμεύσουμε τα παιδιά μας σε μια φάση που δεν ξέρεις τι
δουλειές θά’χουν μαζί με το «Αχ» το δικό μας. Έστω να’χεις ένα σπίτι ή μια
περιουσία και να λες «Δεν θα τα γράψω στο παιδί μου άμα δεν με γηροκομήσει», το
θεωρώ απαράδεκτο, εγωιστικό και τραγικό! Εγώ πάλι σκέφτομαι το γηροκομείο δίπλα
μου, γιατί και να τα «χάσω», κάτι μπορεί να θυμάμαι που’ναι γειτονιά (γέλια)
Το φοβάστε, στα
αλήθεια, το αλτσχάιμερ;
Δεν ξέρω αν θα το
πάθω, γιατί λένε ότι θυμάσαι καλά τα παλιά, που εγώ δεν τα πολυθυμάμαι. Μπορεί
να το γλιτώσω…Πάντως το φοβούνται πιο πολύ αυτοί που’ναι υγιείς, ενώ εσύ δεν
καταλαβαίνεις τίποτα.
Μήπως το
γηροκομείο εκφράζει αυτή τη στιγμή μια βαθύτερη ανασφάλεια σας;
Μα, όχι, δεν
είναι κακό. Όταν σ’ αγαπάνε τα παιδιά σου, έρχονται και σε βλέπουν και
οποιαδήποτε στιγμή κάτι χρειαστείς, όλοι θά’ναι από πάνω σου. Εγώ θα είμαι
μαθήτρια στο γηροκομείο!
Είναι οξύμωρο να
σκέφτεστε απ’ τη μια ότι θα ξανατραγουδήσετε κι απ’ την άλλη…
(με διακόπτει)
Δεν σας λέω ότι θα μπω αύριο στο γηροκομείο. Μπορεί, αν ζήσω, να πάω στα 80
μου, άμα δεν τα έχω «χάσει» βέβαια.
Εγώ θα πρότεινα
να κλείσουμε κάπως πιο αισιόδοξα, μια κι η συνέντευξη αυτή θα είναι
χριστουγεννιάτικη.
Καταρχάς εύχομαι
σε όλους να περάσουν καλά Χριστούγεννα. Να ευχαριστηθεί και να χαρεί ο κόσμος.
Να μην γυρνάω με το σκυλάκι μου και να βλέπω ανθρώπους να κοιμούνται σε εσοχές
πολυκατοικιών και σε εγκαταλειμμένα σπίτια. Αυτά δεν τα έβλεπα ούτε τότε που ήμουν
φτωχή στα παιδικά μου χρόνια. Το βλέπω τώρα και το θεωρώ απαράδεκτο. Εγώ θέλω ο
κόσμος να περνάει καλά. Αυτή είναι η ευχή μου.
Καλά Χριστούγεννα
και σας ευχαριστώ.
Καλά
Χριστούγεννα! Εγώ ευχαριστώ πολύ!
Μπόσκο - Πόπη Αστεριάδη (σέλφι/ 24.12.2019) |
** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου