Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Το όνομα του είναι Γιώργος Χρονάς (μία βιογραφική συνέντευξη του ποιητή, στιχουργού, ραδιοφωνικού παραγωγού και εκδότη)

Ο Γιώργος Χρονάς είναι μία μοναδική περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα. Μοναχικός και ξέγνοιαστος καβαλάρης της ποίησης και των τραγουδιών, ο μόνος ίσως που αποσκοπεί και καταφέρνει να αποσπά την ποιητικότητα από τη φαινομενικά ασήμαντη καθημερινότητα: Τίτλους με ψιλά γράμματα στις εφημερίδες, ένα παλιό ραδιόφωνο πάνω σε οικιακό ψυγείο, μια ψάθινη καρέκλα σ' ένα θερινό κινηματογράφο που προβάλλει λούπα τις ταινίες του Πιέρ - Πάολο Παζολίνι. Διότι, ακόμη, επιμένει να παράγει και να πουλάει μια υγιή τέχνη, καθισμένος πάντα στο γραφείο του της Οδού Πανός μες στην καρδιά των πολύβουων Εξαρχείων. Όποιος τον έχει δει στον ταπεινό εκδοτικό του οίκο θα συμφωνήσει πως μοιάζει με βασιλιά καθισμένο στον θρόνο του. «Δεν το παίζω τρελός, αλλά είμαι» δηλώνει στη συνέντευξή μας που έγινε με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του «Το όνομά μου είναι Γιώργος Χρονάς».

Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να γράψει κάποιος την αυτοβιογραφία του;

Έβλεπα συνέχεια θανάτους γύρω μου μαζί με τις χρονολογίες γεννήσεων. Ακόμη και ο Μπουτάρης που πέθανε πρόσφατα γεννήθηκε το 1942, ενώ εγώ είμαι του ΄48, έβλεπα δηλαδή ανθρώπους που είχαν γεννηθεί κοντά με μένα να πεθαίνουν. Αναρωτήθηκα πότε θα καλέσουν και τη δική μου σειρά…Ήταν κάτι μεταξύ φόβου ή μάλλον προετοιμασίας φόβου.

Κρατούσατε σημειώσεις για χρόνια;

Όχι, έγραφα τέσσερις ώρες στο βιβλιοπωλείο και άλλες τέσσερις ώρες στο σπίτι μου. Τον περασμένο Αύγουστο δεν πήγα διακοπές, έμεινα στην Αθήνα για προσωπικούς λόγους. Για την ακρίβεια, για λόγους υγείας ενός προσώπου που θα με συνόδευε και μου ήταν απαραίτητος. Είχαμε κλείσει δωμάτιο στην Καλαμάτα, αλλά όλα ματαιώθηκαν. Έμεινα μόνος, αλλά πήγαινα και τον έβλεπα στο ψυχιατρείο, όπου βελτιωνόταν σιγά – σιγά η κατάσταση του μέχρι που έφυγε…

Έχετε επισκεφτεί πολλούς ανθρώπους στα ψυχιατρεία;

Νομίζω αρκετούς, ναι. Και άλλους όταν έχουν βγει. Και φυλακισμένους έχω φιλοξενήσει στο σπίτι μου.

Άρα μια ζωή κοντά στους «καταραμένους».

Έρχονταν και με έβρισκαν. Η Γώγου, π.χ., είχε έρθει για να με χαιρετίσει. Καθόταν εκεί που κάθεστε εσείς τώρα και μου είπε: «Έφυγαν ο Παύλος, ο Νικόλας, ο Φαληρέας. Τώρα είναι η σειρά μου»! Προετοιμαζόταν…Μου είπε και κάτι άλλο: «Έχω τεύχη της οδού Πανός και τα αλλάζω μ’ αυτά που δεν έχω από το αρχείο του Θωμά Γκόρπα». Τρελάθηκα, διότι ο Γκόρπας όποτε με συναντούσε ή θα άλλαζε δρόμο ή θα μ’ έβριζε χωρίς να μου μιλάει ποτέ. Έμαθα ότι είναι αναγνώστης και μάλιστα προτού πεθάνει ήρθε από δω και με χαιρέτισε. Το ίδιο και ο ποιητής Καραβασίλης που πέθανε από το ποτό. Τον Καραβασίλη τον είχα συναντήσει απ’ τους διορισμούς του Βασιλικού στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, που πήγαινα να πάρω ατέλεια χάρτου.

Μπορώ να καπνίσω;

Κάπνισε, εφόσον το τσιγάρο σε εμπνέει…

Δημοσιογράφοι της γενιάς σας ή νεότεροι δεν ξεχνάνε την εικόνα ενός φλογισμένου νέου που κυκλοφορούσε με μια τσάντα γεμάτη βιβλία και τα μοίραζε παντού.

«Τά’παιρνα» λέγανε στη Θεσσαλονίκη (γέλια). Εγώ κατά ένα τρόπο δεν επανέφερα απλώς, αλλά δημιούργησα τις βιογραφίες στην Ελλάδα. Έκανα ηθοποιούς και ροκ συγκροτήματα στην ετικέτα «Σιγαρέτα» σε βιβλία που γίνονταν ανάρπαστα. Δεν ήταν όπως τώρα που βρίσκουμε άπειρες πληροφορίες στο ίντερνετ και όλοι γνωρίζουν αγγλικά. Έλεγαν «Μεταφράζει Pink Floyd» κι εγώ τους απαντούσα «Εδώ μεταφράζουν Μποντλέρ και Πόε και δεν μπορούν να μεταφράσουν στη δημοσιογραφική γλώσσα ένα ροκ τραγούδι;» Ακόμη κι ο Ρίτσος, που είναι σπουδαίος ποιητής, έλαχε αναγνώρισης γιατί έγραφε σε απλή δημοσιογραφική γλώσσα κι ήταν εύκολη η μετάφραση του.

Θα ταυτίζατε τον Ρίτσο με τον Μορισέι, αυτό μου λέτε;

Θα ταύτιζα τον Ρίτσο με τον Παζολίνι και του το’χα πει. Ο «Ξένος» του Ρίτσου είναι το «Θεώρημα» του Παζολίνι. Η «Σονάτα του σεληνόφωτος» είναι το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, μόνο που στον Ρίτσο υπάρχει γλυκό φινάλε. Το άλλο είναι η αμερικανική εκδοχή.

Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης

Με συγκίνησε το πώς αναφέρεστε στην οικογένεια σας μες στο βιβλίο. Είμαι γεννημένος στο Κερατσίνι, ξέρετε.

Εκεί πηγαίναμε σχολείο. Δεν είμαι όμως λαϊκός, ακόμη και τα ποιήματα μου φαίνονται, αλλά δεν είναι λαϊκά. Έχουν κάτι απροσδιόριστο που ώθησε τον Τσαρούχη να πει «Εκεί που πάει να πέσει το ποίημα, ο Χρονάς βάζει μία λέξη και το στηρίζει». Ο λαϊκός άνθρωπος έχει άλλες καταβολές, εμένα όμως με αγάπησαν οι λαϊκοί άνθρωποι και απ’ τη Γιώτα Γιάννα μέχρι τη Γυναίκα της Πάτρας και την Καίτη Γκρέυ όλοι ρωτούσαν να μάθουν τι άνθρωπος είμαι. Έτσι έκανε ο Άκης Πάνου που ρωτούσε για μένα τον Θοδωρή Μανίκα, τον κουμπάρο του. Ο Άκης Πάνου, όπως θα ξέρετε, σε φωτογράφιζε με το που σ’ έβλεπε. Όσους φίλους πήγαινα στο σπίτι του, τους γαύγιζε ο σκύλος του ο Σαραβάκος. Εμένα ποτέ δεν μου γαύγισε σαν να ήμουν άνθρωπος του σπιτιού. Έμαθα πολλά απ’ τον Άκη Πάνου, ένα πρόσωπο που δεν ήταν τυχαίο και που οι θεοί οδήγησαν στην Κάθαρση.

Γράφετε ακόμη ότι ανακαλύψατε την έλξη των σωμάτων από τους δύο συμμαθητές σας στο θρανίο.

Είδα την ωραιότητα! Ήμουν κι εγώ πολύ ωραίος. Ενώ οδηγήθηκα αλλού, θα λέγαμε, τότε αυνανιζόμουν με τη γυμνή Μπε – Μπε.

Στο πλαίσιο ψαξίματος της σεξουαλικότητας;

Μπορεί, ναι. Δεν ψαχνόμουν ποτέ, τα θεώρησα όλα φυσικά. Η μητέρα μου μού έλεγε το κλασικό: «Κάνε ότι θες, μόνο μην καπνίζεις». Δεν ξέρω αν το’ πε για λόγους υγείας ή γι’ αυτό που μάθαμε στην ΑΣΟΕ, ότι το τσιγάρο είναι φόρος βλακείας. Εκεί επίσης μάθαμε ότι ο Θεός έχει τις καμπάνες για τη διαφήμιση του και ότι καλοκαίρι τραγουδάει η Μαρινέλλα στο Αγρίνιο και γίνεται κατακλυσμός – αυτό λέγεται αστάθμητος παράγων!

Θα μπορούσατε να συμπεριλάβετε και άλλα πρόσωπα στη βιογραφία σας; Λείπουν αρκετοί…

Θα μπορούσα να έχω άλλα δέκα πρόσωπα, αλλά δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και σίγουρα δεν ήταν λόγοι βιασύνης, αφού το βιβλιο το’χα αναγγείλει για το Πάσχα. Ήταν όλο χειρόγραφο και η ανιψιά μου το πληκτρολόγησε όλο σε μία εβδομάδα. Το πήραν τρεις επιμελητές, γιατί εγώ δεν είχα κουράγιο να το ξανάβλεπα μετά τη δεύτερη διόρθωση.

Δώσατε δηλαδή προτεραιότητα σε πιο κομβικά για τη ζωή σας πρόσωπα.

Η μέθοδος μου ήταν να γράψω σ’ ένα χαρτί τα ονόματα που θ’ ασχολούμουν και ένα – ένα τα έσβηνα. Μάνια Τεγοπούλου, Χατζιδάκις, Πλάτωνος…Δεν είναι μυθιστόρημα για να έγραφα ότι το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα φαντασίας και όχι αλήθεια. Μου είχε ζητήσει παλιότερα η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη να τις διηγούμουν τη ζωή μου. Θα ήταν εύκολο, αλλά θα έβγαινε άλλο βιβλίο τουλάχιστον διπλάσιων σελίδων. Θα μπορούσαμε βέβαια, γιατί η Ιωάννα είναι γλυκύτατος άνθρωπος και μου είχε πάρει μία συνέντευξη που άρεσε πολύ στο ίντερνετ. Ελπίζω να ξανακάνουμε συνέντευξη, δεν ξέρω κιόλας, γιατί δεν μου αρέσει να χτυπάω πόρτες. Μου έχουν ζητήσει κι από άλλες εφημερίδες, αλλά αν δεν μου τηλεφωνήσουν αυτοί, δεν υπάρχει λόγος.

Είστε απ’ τους ανθρώπους που άπαξ και συμπαθήσετε κάποιον, τα δίνετε όλα που λένε;

Εγώ λέω ότι υπηρετώ τον άνθρωπο, έτσι όπως το τοποθετήσατε. Τον υπηρετώ κι αν πέσω κι έξω, δεν με πειράζει. Εγώ ήμουν αυτός που ήμουν κι εκείνος είναι αυτό που είναι. Θα το βρει απ’ αλλού, όχι από μένα.

Πιστεύετε ότι υπάρχει μια Θεία Δίκη;

Πιστεύω ότι θα το βρουν από άλλον! Πάντα υπάρχει ένας καλός κι ένας κακός δρόμος, ανάλογα που πας. Το τι ζητάμε απ’ τους άλλους και τι παίρνουμε είναι το ζητούμενο. Εάν δεν θέλει ο άλλος, ούτε ψυχίατρος είμαι, ούτε και θεός.

Να σας κάνω μια τολμηρή ερώτηση;

Ναι.

Είχατε ποτέ ερωτική σχέση με γυναίκα;

Με δύο. Και οι δύο έμειναν ανύπαντρες. Στα 40 – 50 μου ήμουν μαζί τους και ήταν αμοιβαίο. Μετά υπήρξε και τρίτη γυναίκα, αλλά δεν ζει πια, πέθανε από καρδιά. Θεωρώ ότι αγαπήθηκα παράφορα ανεξαρτήτως φύλου.

Σας αρέσει να ερωτεύεστε;

Έρχεται μόνο του. Οι πιο πολλοί έρωτες μου ήταν για μικρό διάστημα. Μετά μάθαινα πως τα ίδια πρόσωπα τα είχαν ερωτευθεί κι άλλοι, άρα δεν έπεσα έξω. Ο νόμος του έρωτα είναι να θέλεις έναν που δε σε θέλει. Ομοίως αυτόν που σε θέλει, δεν τον θέλεις εσύ. Είναι εν μέρει νομοτελειακό.

Δεν εμπεριέχει πολύ το ανικανοποίητο;

Γι’ αυτό και πολλοί γάμοι γίνονταν ανάμεσα σε πρόσωπα που ήθελαν άλλον. Μια ψυχολογία των γυναικών κυρίως που ενώ κάνουν παιδιά με έναν άνδρα, σκέφτονται τον άλλον που τις παράτησε. Υπάρχουν ποιήτριες παντρεμένες με παιδιά που γράφουν όχι για τον άνδρα τους, αλλά για τον άλλον που πέρασε και χάθηκε.

Έχετε κουραστεί στη ζωή σας;

Δεν νομίζω. Όταν κοιμάμαι τα βράδια, ξυπνάω ξεκούραστος τα πρωινά. Κοιμάμαι πολύ νωρίς και ξυπνάω το ίδιο. Όταν δεν το έκανα μόνο για ένα μήνα, το 2015, αρρώστησα. Κοιμόμουν στις 8.30 κι όταν δεν το έκανα πήγα στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό.

Μου είχε τηλεφωνήσει ο Θανάσης Νιάρχος και όταν μου το είπε, μου έπεσε το ακουστικό απ’ τα χέρια.

Μέναμε και κοντά τότε στο Παγκράτι…Ευτυχώς ήταν ισχαιμικό, όχι αιμορραγικό. Προσέχω πλέον αρκετά, όσο πρέπει. Ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο σοκ, πήγα και γύρισα. Ήρθαν και με είδαν η Γιώτα Γιάννα, ο τότε διευθυντής μου στο Τρίτο Πρόγραμμα… (εκείνη τη στιγμή μπαίνει ένας νεαρός στο βιβλιοπωλείο και ρωτάει που είναι το Νο 37 της Διδότου. «Δίπλα» του λέει ο Χρονάς). Όλο λάθη γίνονται. Τους λέω ότι είναι αλλού αυτό που ψάχνουν κι όλο εδώ μέσα έρχονται.

Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να περνάνε την πόρτα σας;

Εσείς θα το πείτε! Δέκα άτομα μπήκαν απ’ το πρωί και ρωτάνε άσχετα. Τους λέω «απέναντι και δεξιά» και σαν να μην καταλαβαίνουν τις δύο αυτές ελληνικές λέξεις. Κι είναι και φοιτητές, υποτίθεται ότι διαθέτουν IQ.

Παρατηρείτε το IQ των ανθρώπων;

Τυχαίος είναι ο Μασκ; 328 δολάρια η μία μετοχή! Μπορούσα να έχω 50, 100;

Πόσα χρόνια μετράει το μαγαζί αυτό;

Το αγόρασα το 1990, άρα μετράει 34 χρόνια. Πρώτα ήμουν σε μια αποθήκη στη Ζαλόγγου προτού πάει ο Καστανιώτης. Είχα ένα κρεβάτι εκεί και κοιμόμουν, ένα τηλέφωνο κι ένα ασανσέρ για να ανεβάζω τα βιβλία. Το τηλέφωνο μου, όπως έλεγε ο Τσαρούχης, «ήταν μόνο ενεργητικό» (γέλια). Μόνο έπαιρνα, δεν με παίρνανε.

Ακούω συχνά τη «Μυθολογία του Σαββάτου» σας, έναν δίσκο σας σε μουσική Μιχάλη Τρανουδάκη…

Είχε τρελαθεί ο Χατζιδάκις! Πουλήθηκαν 3.000 βινύλια σε τρεις μήνες. Λόγω της Μέριλιν Μονρόε, μέσα είχα εκτενείς αναφορές στα βαρβιτουρικά και το χασίς. Κοιτάξτε, εγώ έχω την αρχαία ροπή προς την ελευθερία. Δεν με εμποδίζει η εκκλησία ή η ηθική της κοινωνίας. Δεν με εμποδίζει κανείς να δω την ωραιότητα του Χριστού και του Απόστολου Πέτρου. Δεν με εμποδίζει κανείς να δω τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη, ως πλατωνικό είδωλο. Ένας φωτισμένος ιερέας που με συναντούσε με πολιτική περιβολή στα καφέ της Λαμίας, μου είπε: «Είστε χριστιανός ποιητής». Να το λέει αυτό ένας παπάς! Σ’ ένα ποίημα μου περιγράφω μια πόρνη άσχημη και κοντή, που κανένας δεν τη θέλει, και με τα λεφτά που βγάζει, πληρώνει τις υποχρεώσεις της και δίνει κάτι και στον αγαπητικό της. Εγώ σώθηκα από τα ποιήματα μου ως εξής: Δεν μιλώ από μένα για μένα, αλλά εμφανίζομαι πίσω από ήρωες και πρόσωπα με το ταλέντο μου ή όχι, με τη μοναξιά μου, με λόγο ελληνικό φτωχού λεξιλογίου. Αξιώθηκα να μην έχω πλούσιο λεξιλόγιο, μεγαλειώδες, αλλά υπάρχει μια παγκόσμια «φτωχή» τέχνη. Οι Κινέζοι ποιητές, ας πούμε, υμνούν τη βροχή ή τα λουλούδια που φυτρώνουν πάνω σ’ ένα βράχο. Ποιος τα βλέπει αυτά; Όλοι ασχολούνται με τους κολοσσούς.

Θα συμφωνούσε μαζί σας ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Εμένα ο Χριστιανόπουλος στην αρχή δεν με δέχτηκε. Με έβρισε πολύ και μετά έγινε άσπονδος φίλος μου. Τον εντυπωσίαζε πολύ το ότι δούλευα τόσο, ενόσω ο ίδιος διατηρήθηκε μια ζωή με αντικαταβολές από τα ταχυδρομεία. Περίμενε στην ουρά για να μπορέσει να κρατήσει τη «Διαγώνιο». Διόρθωνε κείμενα παπάδων και στρατηγών, που το πολύ – πολύ να έπαιρνε ελάχιστα χρήματα κατά το δοκούν ή και τίποτα. Όταν έστειλα το πρώτο μου βιβλίο στον Τάσο Λειβαδίτη έγραψε στην «Αυγή» το εξής: «Δεν ξέρω πως να παρουσιάσω αυτόν τον νέο ποιητή που οδηγεί τον Αλκιβιάδη στα μπουζουξίδικα του Περάματος».

Αυτό πάλι δεν είναι σουρεαλισμός, ένα ρεύμα που αντιπαθούσε ο Χριστιανόπουλος;

Χονδρικά ναι, είναι, αλλά μπλέκω τα ονόματα και τις εποχές. Εγώ δεν εξηγώ, το αφήνω στην ευχέρεια του αναγνώστη. Κι αν είναι ένα λαϊκό παιδί και δεν ξέρει ποιος είναι ο Αλκιβιάδης, ας φανταστεί ένα άλλο αγόρι που το λένε Αλκιβιάδη.

Διορθώνετε τα ποιήματα σας;

Μερικά βγαίνουν νερό, αβίαστα. Το «Πάρμα» το αγαπούσε πολύ ο Ασλάνογλου. Καθυστερώ το ποίημα κάθε φορά, επειδή είμαι και εργένης. Μαγειρεύω, καθαρίζω το σπίτι μου. Είχα ένα γάτο, τον Τσέχοφ, που πέθανε στα 14 του από καρδιά και ευτυχώς δεν ταλαιπωρήθηκε. Τα θέλω όλα τακτοποιημένα στο σπίτι μου όταν φεύγω. Πάντως, λέω όταν είναι να κατέβει το πνεύμα της έμπνευσης, ας κατέβει.

Γράφετε πάντα εκεί στην ωραία κουζίνα σας με το παλιό κασετόφωνο;

Όσο είμαι εκεί, πάντα. Χάλασε κι αυτό το κασετόφωνο τώρα που επανέρχονται οι κασέτες και τα βινύλια. Έχω καλό πικάπ, αλλά δεν ακούω τακτικά δίσκους.

Βρίσκω εξαιρετικά χαριτωμένο να γράφετε κάθε φορά «Ο Δαυίδ Μπάουι» και όχι «Ο Ντέιβιντ Μπάουι».

Ο Λεωνίδας Χρηστάκης είχε πει πως «ο Χρονάς πρώτος αποκαλεί τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ ως ‘’Παύλο Μακ Κάρτνεϊ’’». Είναι εύκολα ονόματα των συγγραφέων φτιαγμένα απ’ τους ίδιους σαν λογοτεχνικά ψευδώνυμα. Το περιουσιακό στοιχείο ενός Εβραίου, ξέρετε, είναι το όνομα του, αφού το φτιάχνει όπως θέλει.

Εσείς πάλι ως Γιώργος Χρονάς δεν είχατε τέτοια θέματα.

Τζέιμς Ντιν (γέλια). Ήταν πολύ εύκολο το όνομα μου, δισύλλαβο, τονισμένο στη λήγουσα. Δεν είναι ψευδώνυμο, όπως του σοκολατοβιομηχάνου Πέτρου Χρονά, που ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Το εργοστάσιο του ήταν κοντά στο πατρικό μου, Φαλήρου και Θηβών. Περνάγαμε τακτικά για να πάμε για μπάνιο στο Φάληρο, που ήταν καθαρά τα νερά του τότε. Εγώ δεν τον είχα γνωρίσει, αλλά το είχε κάνει ο αδερφός μου και μου’πε ότι ήταν πολύ ευγενής άνθρωπος. Η γιαγιά μου μας έλεγε πως οι Χροναίοι ήταν νομικοί στο Βυζάντιο και επίσης σε μια βιβλιοθήκη της Αρκαδίας βρέθηκαν να υπάρχουν άνθρωποι μ’ αυτό το όνομα όταν φύγανε από το Βυζάντιο και πήγανε στην Πελοπόννησο.

Σας απασχολούσε το ψάξιμο με τις ρίζες σας;

Η γιαγιά μου η Χρονού στην Πελοπόννησο μεγάλωσε τρία εγγόνια, αφού ο γιος της τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. Έμενε τότε αυτή στην οδό Σολωμού – για πήγαινε τώρα κατά κει! Την επισκέφτηκα κι έγραψα κι ένα άρθρο για την περίφημη οδό Σολωμού. Απ’ αυτήν ακούσαμε πράγματα.

Εδώ, πάντως, στην οδό Διδότου, μας περιτριγυρίζουν οι εικόνες της Κάλλας, του Λαλέτα, του Χατζιδάκι…

(σ.σ. μου δείχνει ένα εξώφυλλο του περιοδικού Rolling Stone καδραρισμένο στον τοίχο του) Αυτό μου το’στειλε ένας Αμερικάνος που με γνώρισε την εποχή της ωραιότητος μου. Όταν πήγε στην Αμερική, άρχισε να μαθαίνει ελληνικά για να μιλήσει μαζί μου. Προσέξτε, έχει τον Πάνα απάνω που παίζει τον αυλό.

Είναι κι ένα περιβάλλον ασφαλείας για σας;

Παρότι ζω στα Εξάρχεια τη μισή μέρα δεν μ’ έχει ενοχλήσει κανείς. Απολαμβάνω την κάθε στιγμή και για μένα δεν υπάρχει η λέξη «πρόβλημα».

Από νέος;

Ναι. Όποιος μου προκαλεί πρόβλημα, απλώς διαγράφεται. Έκανα παρέα με κακοποιούς και δεν μπορούσαν να μου κάνουν κακό, γιατί δεν ζήτησα τίποτα. Έχω ένα ελάττωμα: Δεν ζητάω ποτέ. Είμαι ο εαυτός μου, οπότε ας το παίξουν αλλού το παιχνίδι, όχι σε μένα. Έχω κινδυνέψει κι εγώ, βέβαια, από πολλά μπουμπούκια.

Θέλετε να μου πείτε μια ιστορία;

Ένας κάποτε που έπινε χάπια και αλκοόλ με κυνηγούσε και μου έλεγε «Αν σε πιάσω, θα σου ξεριζώσω την καρδιά». Έχετε ξανακούσει ποτέ αυτή την έκφραση;

Είναι λίγο σαιξπηρική μέσα στο μακάβριο της.

Μόνο με τη δύναμη των χεριών του! Αυτό έγινε το 1975 – 76, αλλά ευτυχώς τότε έτρεχα.

2017 από τη δισκοπαρουσίαση του «Ιερού Πόνου» της Λένας Πλάτωνος και του Γιώργου Χρονά. Από αριστερά, Δήμητρα Γαλάνη, Λένα Πλάτωνος, Γιώργος Χρονάς, Παντελής Θεοχαρίδης (φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης) 

Έχετε πολλές ιδιότητες: Ποιητής, εκδότης, στιχουργός, ραδιοφωνικός παραγωγός. Η ποίηση τα ενώνει όλα αυτά;

Ε, βέβαια. Η ποίηση έχει τους κανόνες της κι όλα έχουν τους δικούς τους νόμους. Στο ραδιόφωνο που έκανα εκπομπές διευθυντής ήταν ένας ποιητής – αιωνία η μνήμη του –, ο Κώστας Παπαγεωργίου. Μου τηλεφώνησε: «Θα κάνεις κάθε Κυριακή εκπομπή, μία ώρα, και βρες τίτλο». Εγώ καθόμουν στην κουζίνα μου και του λέω «Πάρε με πάλι σε λίγο». Σκέφτηκα να’μαι ρεσεψιονίστ σ’ ένα ξενοδοχείο απροσδιόριστης πόλης, ίσως κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ήξερα όμως κι ένα ξενοδοχείο πέμπτης κατηγορίας, Σωκράτους και Σοφοκλέους γωνία, του οποίου είχα γνωρίσει τον έναν απ’ τους δύο ιδιοκτήτες σε προσωπικές στιγμές. Με ενέπνευσε…Μία κάπως χριστιανική κίνηση, όπως όταν ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών του. Υποτίθεται πως όλοι αυτοί που καλούσα στις εκπομπές μου, ερχόντουσαν για μένα, ενώ δεν με ήξεραν. Κάποια στιγμή ήρθε η Μαρλέν Ντίτριχ και άρχισε να φεύγει ένας πόντος απ’ το καλσόν της. Είχα μανόν απ’ την καμαριέρα κι έτσι καλύφθηκε ο πόντος. Και φυσικά έπαιζα μουσικές σαν τις Σειρήνες που ήθελαν να φάνε τον Οδυσσέα, από Μπαχ μέχρι Μπόουι. Όταν πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον και τον είχαν ένα μήνα άθαφτο με τα ρούχα του – εννοείται πως μόλις έφευγε ο κόσμος βάραγαν τις ενέσεις στο σώμα του – θυμήθηκα εκείνο το ποίημα μου, που άρεσε στον Τσαρούχη: «Τα χρώματα στην όψη των νεκρών». Δεν υπάρχουν χρώματα στους νεκρούς, αλλά σε εκείνον που ήταν ζωγράφος του άρεσε. Οι ζωντανοί στη θέση των Αγγέλων, όπως στη ζωγραφική των Λατίνων, είμαστε εμείς που βλέπουμε το πρόσωπο.

Είστε ενεργός στα social media. Κάποια στιγμή είδα κάπου ένα σχόλιο σας του τύπου «Γιατί όλοι αναφέρεστε στον Μανώλη Αναγνωστάκη και όχι στον Μιχάλη Κατσαρό;»

Δίκιο δεν είχα; Εγώ μίλησα στον Μίκη Θεοδωράκη για τον Κατσαρό που ήταν κουμπάρος του. Είχα πάει πέντε – έξι φορές στο σπίτι του και ο Μίκης μιλούσε καταπληκτικά, πάντα έξι με οχτώ το απόγευμα. Στις οχτώ ερχόταν ο μπάτλερ, άρχισε να τον φροντίζει κι εγώ έπρεπε να φύγω. Του θύμισα πως κοιμόντουσαν με τον Κατσαρό πολύ παλιά με κάτι κουβέρτες στο ψοφόκρυο στο Χαλάνδρι. Όταν ήταν και οι δύο φτωχοί. Τον είχα πετύχει και στην κηδεία του Κατσαρού τον Μίκη με τον γιο του. Μία πληροφορία που δεν είναι γνωστή: Νομίζω πως το στιχούργημα «Μαργαρίτα – Μαργαρώ» το είχε γράψει ο Κατσαρός για την κόρη του Μίκη.  Ήταν βαφτισιμιά του.

Υπαινίσσεστε ότι ο Μίκης δεν είχε γνωρίσει σε βάθος τον ποιητή κουμπάρο του;

Είχε φτιάξει το «Κατά Σαδδουκαίων», είχε πάψει όμως να τον αναφέρει εξ αιτίας εκείνου του καλλονού νεαρού που πλάγιασε μαζί του ο Κατσαρός. Απαγορευόταν μεταξύ κομμουνιστών να πλαγιάζει άνδρας με άνδρα κι έτσι ο Μίκης κατά ένα τρόπο ξέκοψε. Είχαν βριστεί, ξέρετε, ο Αναγνωστάκης με τον Κατσαρό. Ο Αναγνωστάκης έγραψε για έναν «παιδεραστή ποιητή», έτσι ακριβώς, και ο Κατσαρός για τους «ποιητές που δίπλα στη θερμάστρα γράφουν για τις εποχές». Ο ένας σκότωνε τον άλλονα, μα αυτά συνέβαιναν παγκοσμίως. Με τον Κατσαρό είχαμε πάει στην «Αλκυονίδα» να δούμε τις «Μέρες του ‘36» του Αγγελόπουλου, Κάπνιζε αρειμανίως.   

Σας άρεσε ο Αγγελόπουλος;

Μερικές ταινίες του, πολύ! Δεν τον είχα συναντήσει ποτέ. Πάντως, αυτούς που ήθελα να συναντήσω προσωπικά, σαν τη Μπέλλου, τους συνάντησα. Τον Σαββόπουλο με την Κωχ, καλλονή τότε, τους έβλεπα στο «Ροντέο» της πλατείας Βικτωρίας. Εσείς δεν θα είχατε γεννηθεί.

Είστε και ένας πολύ μελοποιημένος ποιητής.

Η μόνη που κράτησα ήταν η τέχνη της γραφής από το ΄73 μέχρι την τωρινή μου αυτοβιογραφία. Ο Ασλάνογλου μου έλεγε: «Αν διαιρέσεις τα χρόνια που γράφεις με όλα τα βιβλία που έχεις γράψει, θα δεις και κάθε πόσα χρόνια εκδίδεις νέο βιβλίο».  Ποτέ δεν έκατσα να γράψω πάνω σε μουσική, συνήθως μελοποιούσαν οι συνθέτες ποιήματα από τα βιβλία μου. Το «Πρόβλημα μου εισ’ εσύ», ας πούμε, με την Τσαλιγοπούλου, το είχα δώσει στον Ανδρέου και προέκυψε ένα χαριτωμένο «πρόβλημα». Με περίμεναν και κάποια χρήματα από τη δισκογραφική, η οποία όμως έκλεισε (γέλια). Μου τηλεφωνούν κατά καιρούς για μελοποιήσεις και τους λέω αυτό που έλεγε και ο Χριστιανόπουλος: «Κάνε ότι θες». Και ο Χαρίλαος Τρουβάς με μελοποίησε – ο ίδιος που είχε επιμεληθεί και το αφιέρωμα στον Παντελίδη και ενοχλήθηκαν κάποιες «αδερφές» διανοούμενες. Έβαλα σε θεατρικό μου έργο εγώ την κηδεία του Παντελίδη και την κηδεία του Τζέιμς Ντιν. Θρήνος για δύο νέους ταλαντούχους και ωραίους που όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί τους. Τώρα του κάνανε μουσείο του Τζέιμς Ντιν στην πόλη του και τους βλέπω που πάνε και τον προσκυνάνε.

Σας πείσμωσε που υπήρξαν αντιδράσεις για το αφιέρωμα της Οδού Πανός στον Παντελίδη;

Εγώ είπα τη γνώμη μου και αυτοί είπαν τη δική τους, «θα σταματήσουμε να διαβάζουμε την Οδό Πανός γιατί έβαλε Παντελίδη». Έπρεπε να κυκλοφορούμε κάθε φορά με τον Μπέκετ και τον Όσκαρ Ουάιλντ! Τόσο χαζός δεν είμαι και μιλάμε για μεγάλη περιρρέουσα χαζομάρα.  Όταν πέθανε ο Μάικλ Τζάκσον, μου τηλεφώνησε ο Πετρίδης για να μου πει ότι τον βρίζουν μετά θάνατον. Έγραψα ένα editorial στην Ελευθεροτυπία με μία παγκόσμια αποκλειστικότητα: Μία ταινία του Φελίνι  τελείωνε με μια ντισκοτέκ τεράστια, όπως έχουμε στις παραλιακές μας, όπου ακούγεται ο Μάικλ Τζάκσον. Χόρευε όλη η Ρώμη με τον Μάικλ Τζάκσον! Πάλι καλά διότι σήμερα χορεύουν με το απόλυτο τίποτα. Ακόμη κι αν ο Φελίνι το έδειχνε ειρωνικά, η άλωση της δυτικής κουλτούρας κλπ.

Η οικονομία είναι σημαντική στην τέχνη του καθενός;

Βέβαια. Γράφεις και δεν ξέρεις τι γράφεις; Πάντα λέω ότι τα περισσότερα ποιήματα μου είναι αντισεισμικά, κόντρα στις μεγαλύτερες καταστροφές που είναι ο σεισμός και το τσουνάμι.  Περιέχουν μέσα τους την ουσία της ζωής και της οικονομίας.

Αν σας ζητούσα να μου πείτε μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή της παιδικής σας ηλικίας;

Όταν βρισκόμουν στο χωριό της μητέρας μου και πηγαίναμε στον Επιτάφιο με τα ξαδέρφια μου με τα κεριά μας και μας τα έσβηνε ο αέρας. Το έβλεπες κι απ’ έξω, όχι από μέσα μόνο. Όπως το έλεγε ο Ηράκλειτος: «Θα πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες για να δω και αυτό που βλέπουν και αυτούς που βλέπουν».

Και κάποια μεγάλη προσωπική τραγωδία;

Ο θάνατος του ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα, ένας άγιος άνθρωπος που ήρθε και πέθανε στην αυλή μου. Δεν είχε καμία κακία μέσα του. Ήμουν ο πρώτος και ο τελευταίος πελάτης των έργων του. Τον στήριξα για ν’ αγοράσει σπίτι…Ήταν μεγάλο σοκ η απώλεια του.

Που σας είχε βρει ο θάνατος του Μάνου Χατζιδάκι;

Ήμουν σ’ ένα σπίτι μίας κυρίας που με είχε ερωτευθεί απ’ τη φωνή μου στο ραδιόφωνο και μου τα άφηνε όλα για να πάει στο γηροκομείο.  Την ώρα που έβγαινε η ψυχή του Χατζιδάκι – αν θέλετε, πιστέψετε το – της είπα: «Δεν αισθάνομαι καλά. Μπορώ να πλαγιάσω στο κρεβάτι σας;» Εκείνη τη στιγμή πέθανε ο Χατζιδάκις, μεσημέρι. Στην Άνω Κυψέλη έμενε αυτή. Λίγο πριν είχε πέσει παγωτό στο παντελόνι μου, στο σημείο του πέους, κι έσκυψε αυτή να μου το καθαρίσει. Απίστευτη σκηνή! Το όνειρο της! Με είχε ερωτευθεί απ’ τη φωνή μου, όπως σας είπα, γιατί το ραδιόφωνο είναι συνδυασμός φωνής και φαντασίας. Ένας μια φορά που τον είχα μαζί μου στο στούντιο κι έπινε πολύ χασίς, μου είπε: «Η φωνή σου είναι θεραπευτική».

2012, ο Γιώργος Χρονάς στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Κατερίνα Γώγου - Για την αποκατάσταση του μαύρου» (εγώ, εδώ, σε ρόλο boom-man)

Είστε απ’ τους πρώτους που αναγόρευσαν σε ιερές μορφές, ντίβες, τις λαϊκές τραγουδίστριες.

Στην Καίτη Γκρέυ μου λέγανε στους ραδιοθαλάμους: «Μην της κάνεις κακό»! Ο δε Καμπανέλλης που ήταν διευθυντής της ΕΡΑ επί ΠΑΣΟΚ, μου είχε πει: «Όποτε πετυχαίνω εκπομπή σου, όλο για την Καίτη Γκρέυ μιλάς». Ήταν η εποχή που είχα βγάλει τη βιογραφία της και είχα τρελαθεί με τον λόγο της. Η Γκρέυ και η Πόλυ Πάνου ήταν Παρθενώνες! Όταν πήγα στην Πόλυ Πάνου που έμενε στους Αμπελόκηπους για να της πάρω συνέντευξη, καλή ώρα, μου έβαλε να φάω ψωμί, ελιές, ντομάτα, επειδή ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Δίχως να με ξέρει, όπως στην αρχαιότητα. Όταν της είπα πως η Γοργόνα πλέον δεν ρωτάει αν ζει ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά η Πόλυ Πάνου, τρελάθηκε (γέλια). Δεν είναι τυχαίο πως η Γκρέυ είχε γνώμη μόνο για μία τραγουδίστρια, την Πόλυ Πάνου. Κι όταν την έβγαλε σε παράσταση του ο Ξαρχάκος, η Πάνου ξεκινούσε με το «Βουνό» της Γκρέυ και του Νταράλα. Πήγε η Γκρέυ στα καμαρίνια και της είπε «Καλά, η Πόλυ Πάνου ξεκινάει με δικό μου τραγούδι;» Τόσο μεγάλη ήταν! Και με την Καίτη Ντάλη είχα κάνει συνέντευξη, που τώρα βρίσκεται στο καλύτερο γηροκομείο στα Μεσόγεια. Είναι καλά σε δικό της δωμάτιο.

Διαβάζετε την «Εστία» και την είχατε χαρακτηρίσει «η πιο πανκ εφημερίδα».

Όταν έκανα το αφιέρωμα στον Παντελίδη, η «Εστία» έγραψε: «Ένα περιοδικό που υπάρχει 35 χρόνια μπορεί να κάνει ότι θέλει». Το τοπίο του Πειραιά, οι άνθρωποι του, ήταν το πρώτο έναυσμα για την τέχνη μου. Έτσι ξεκίνησα με τις συνεντεύξεις με φανταστικές προσωπικότητες.

Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας η φαντασία;

Καθώς μαγείρευα στην κουζίνα, τις Κυριακές, είχα έναν ακροατή από τη Λαμία που δεν «έπιανε» Τρίτο Πρόγραμμα στο βουνό. Ανέβαινε εκεί για να μ’ ακούσει και μετά κατέβαινε στον κάμπο. Ένας άλλος, υπάλληλος του ΕΟΤ, έλεγε «Κλείνω την πόρτα και μη μ’ ενοχλήσει κανείς. Ακούω την εκπομπή». Τους ταξίδευα με τις εκπομπές μου. Ένας άλλος που έπαιρνε χάπια απ’ τα 20 του και ήταν 65 ετών, μου είπε «Είσαι λίγο τρελός;» Του απάντησα: «Πολύ»! Επί Μιχαλίτση, όμως, όταν έκανα εκπομπές στο Δεύτερο, κόλλαγα τον Τάκη Μουσαφίρη με τον Τέννεσι Ουίλιαμς. Το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» δεν πάει πολύ με τους ήρωες του Τέννεσι Ουίλιαμς; Όπως και το μεγαλειώδες «Ανοίξτε τα τρελάδικα» με τη Βιτάλη; Το είχα προλογίσει ως εξής: «Θα σας παίξω τώρα ένα τραγούδι μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως».

Μήπως τελικά είστε λίγο τρελός;

Δεν το παίζω τρελός, αλλά είμαι! Όταν γνώρισα τον Ασλάνογλου σ’ ένα σπουδαίο επιφανή φίλο μου, του είπα: «Είναι τρελός, αλλά δεν είναι επικίνδυνος». Ήταν όμως ποιητής και έβλεπε τη Νέα Ορλεάνη από τον καμπινέ του και από τις σκεπές της Θεσσαλονίκης το 1978. Ήμουν σπίτι του και τον υπηρετούσα, γιατί αυτός έβγαζε το πουκάμισο και το πέταγε χάμω. Νόμος της βαρύτητας! Ήθελε μπάτλερ. Εγώ το πρωί κοιμόμουν κι αυτός μπαινόβγαινε σαν λύκος στο σπίτι του.

Και τον υπηρετούσατε λόγω του θαυμασμού που του είχατε;

Όχι. Αφού δεν υπηρέτησα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, φρόντιζα αυτόν τον άνθρωπο που το είχε ανάγκη απόλυτη. Οι καλλιτέχνες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτούς που έχουν καλό νευρικό σύστημα και σ’ αυτούς που έχουν διαλυμένο. Ισχύει παγκοσμίως. Ο Χριστιανόπουλος, πάλι, είχε τερατώδες νευρικό σύστημα. Τον εγκατέλειψε το πνεύμα του στο τέλος, που δεν είχε φάει ποτέ φρυγανιά με μέλι. Όταν τον φιλοξένησα για ένα βράδυ στο σπίτι μου, μου είπε: «Το πρωί θα μου φέρεις ένα τσάι και ένα παξιμάδι». Τον ρώτησα αν ήθελε μέλι. «Ναι, με έχει φάει ο Τσίζεκ να δοκιμάσω φρυγανιά με μέλι» μου απάντησε, «αλλά δεν θέλω. Φέρε μου σκέτη φρυγανιά με τσάι». Ο Χριστιανόπουλος είχε μείνει άναυδος όταν κάποτε είχε πάει στο σπίτι ενός μέγα θαυμαστή του κι αυτός, ενώ υπήρχαν δέκα φαγητά, έτρωγε κόλλυβα από κηδεία της προηγούμενης μέρας.  Μου έλεγε ακόμη θυμάμαι: «Να μην τρως ψωμί μιας μέρας, γιατί θα το φας όλο, αλλά τριών ημερών, να έχει μπαγιατέψει».

Πολιτικοποιημένος δεν υπήρξατε ποτέ.

Όταν κάναμε πρόβες με τον Τσαρούχη για τις «Τρωάδες», του είπα πως θα με διώξουν απ’ τη δουλειά μου. Μου απάντησε ως Αιγόκερως: «Προτού σε διώξουν, κοίτα να βρεις δουλειά». Παίζαμε στις «Τρωάδες» κι εγώ κι ο φίλος μου και η αδερφή του φίλου μου, παραλίγο και η μάνα του θα πούλαγε προγράμματα. Ξεσήκωσα όλο το θίασο εναντίον του να πληρωθούμε τις πρόβες κι ο Τσαρούχης φώναζε: «Που είναι αυτός ο Σπάρτακος;» Το ίδιο βράδυ που πήρα το μεροκάματο μου, 30 δραχμές, κι έκανα να φύγω, με τράβαγε στα «Ολύμπια» να φάμε. Εγώ, όμως, έφευγα, «πήγαινε να φας μαζί μ’ αυτούς που θες να τους βρεις δουλειά». Ψηφίζω πάντα και προσπαθώ να βρω τον καλύτερο.

Είστε αντι – αριστερός;

Δεν νομίζω. Είμαι χριστιανός. Ο Τσαρούχης μου έλεγε πως ο Μαρξ είχε πάρει τις μισές ρήσεις του Ευαγγελίου. Για να με θαυμάζουν ο Χατζιδάκις και ο Τσαρούχης, φανταστείτε ποιος ήμουν. Ήμουν νέος, ωραίος, τρελός και φτωχός. Τι άλλο ήθελα; Και ότι ζητούσα, μου εμφανιζόταν μπροστά μου χωρίς ωστόσο να ζητάω τίποτα.

Απολαμβάνετε τη μοναχικότητα σας;

Πάντοτε. Και έχω συνεργάτες και φίλους που με βοηθάνε σταλμένοι από κάποιο πνεύμα.

Δεν σας έλειψε η ανθρώπινη παρουσία στην εστία σας.

Όχι, ποτέ, παρότι ως Ζυγός δεν μπορώ να ζήσω μόνος μου. Επειδή εγώ έχω ωροσκόπο Κριό, μπορώ να ζήσω και μόνος μου.

Σας γοητεύουν οι αστερισμοί;

Επειδή τους έχω πληρώσει πολύ ακριβά, εννοώ διάφορους ανθρώπους, προτιμώ να μιλάω μαζί τους για ζώδια παρά για κουτσομπολιά και τσακωμούς. Αποφεύγω τελευταία να σχολιάζω καυστικά γιατί είμαι και σε επικίνδυνη περιοχή. Δεν χρειάζεται. Όταν ρώτησα τον Γκάτσο γιατί δε λέει τη γνώμη του, μου απάντησε: «Ποιον ενδιαφέρει;» Και σε εποχές που όλες οι εφημερίδες θέλανε τον Γκάτσο έστω για μια δήλωση. Και ο Ελύτης και ο Σεφέρης φαντάζομαι πως θα παίρνανε χάπια άμα γραφόταν κάτι κακό γι’ αυτούς. Το πολύ – πολύ να έσπαγαν μερικά ντουλάπια ή να έσκιζαν κάνα πουκάμισο. Ποτέ, όμως, δεν διαμαρτύρονταν γραπτώς στις εφημερίδες, αδιαφορούσαν για μια τέτοια επικαιρότητα.

Ο Χατζιδάκις, όμως, το έκανε, τα «έχωνε».

Ο Χατζιδάκις είχε βγει μπροστά απ’ αυτούς, είχε άλλα αντανακλαστικά και πειραζόταν αν δεν μίλαγε ο άλλος. Δεν ήταν πολιτικοποιημένος σαν τη Μελίνα. Η Μελίνα, που μια φορά θάμπωσε τον Θεοδωράκη σαν την είδε σ’ ένα θερινό σινεμά, δεν έσωσε τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη και τον Ιόλα από το βρισίδι της «Αυριανής». Αυτό δεν της το συγχωρώ! Κάποια στιγμή εκείνη με διάλεξε μέσα από μια αίθουσα με πολλά άλλα άτομα κι ήρθε και κάθισε απέναντι μου και μου έδωσε το τσιγάρο της, Άσο άφιλτρο, για να το σβήσω. Οι άλλοι μου έλεγαν «Γιατί σ’ το έκανε αυτό;», αλλά εμένα δεν με πειράζουν αυτά, δεν είμαι κομπλεξικός και η Μελίνα ήταν μια σταρ τότε, Υπουργός Πολιτισμού. Το έσβησα το τσιγάρο της και της θύμισα πως είχε τραγουδήσει το δικό μου «Όχι, δεν πρέπει». Μου απάντησε πως ήμουν άτυχος, καθώς θα το έβγαζαν ντουέτο με τον Τζο Ντασέν, αλλά μόλις σκοτώθηκε, η γυναίκα του απαγόρευσε κάθε σχέση μεταξύ Τζο και Ζιλ Ντασέν. Αργότερα τα ξαναβρήκαν. Θα γινόταν σίγουρα παγκόσμιο σουξέ.

Ο πρώτος που σας μελοποίησε ήταν ο Γιάννης Μαρκόπουλος;

Βέβαια. Μιλούσε για μένα χωρίς να έχω βγάλει ακόμη βιβλίο. Φοβερό! Του κράτησα αιώνια αγάπη. Το πρώτο μου βιβλίο που το πούλαγα σαν ψωμάκι, 30 δραχμές το ένα, το είχα αφιερώσει σ’ αυτόν. Έπρεπε! Και σ’ ένα άλλο ποίημα, που η σταρ τραγουδάει με η Γένοβα, η ορχήστρα παίζει το «Ζαβαρακατρανέμια». Και μετά έβγαλα το «Κλαμπ των Μοναχικών Καρδιών του Λοχία Πέπερ», επηρεασμένος απ’ τους Beatles, παρόλο που εμείς στο Γυμνάσιο λατρεύαμε τους Rolling Stones. Η επιτυχία ήταν το «Satisfaction» όταν εγώ τελείωνα το σχολείο.

Εδώ μέσα διατηρείτε τα αρχεία σας;

Όταν θέλησα να βρω μόνιμο σπίτι κι εγώ, είχα σακούλες γεμάτες με βιβλία, κείμενα, γράμματα. Έδωσα κάποια στο Ίδρυμα Νιάρχος και στο Μέγαρο Μουσικής, αλλά εκατοντάδες πράγματα πήγαν στα σκουπίδια. Κι εδώ τώρα αν κάτσω να ψάξω την ύλη, είναι τόσο παλιά πράγματα που τα 2/3 θα πεταχτούν. Δεν μπορώ να τα κάνω τίποτα πια. Είπα: «Φτάνει, μπάστα». Έχω ένα φίλο στη Θεσσαλονίκη, κοντά στην ηλικία μου, που θέλει να νοικιάσει γκαρσονιέρα για να βάλει μέσα τα βιβλία του. Εγώ λέω καλύτερα πέταξε τα ή χάρισε τα.

Αν ήσασταν στην Αγγλία και όχι στην Ελλάδα, ποιος λέτε ότι θα ήσασταν;

Δεν θα ήμουν στην Αγγλία, θα πήγαινα 17 χρονών στη Νέα Υόρκη. Αργότερα που με κάλεσε ο ποιητής Σπάνιας, με τον οποίο μιλάγαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο, δεν τα κατάφερα να πάω. Αν πήγαινα εκεί θα ήμουν ο μεγαλύτερος λιμπρετίστας. Θα δούλευα στα μεγαλύτερα θέατρα, αφού έχω τις μεγαλύτερες ιδέες για να γινόντουσαν λιμπρέτο.

Κύριε Χρονά, σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση.

Εγώ, αγάπη μου.

* Η συνέντευξη με τον Γιώργο Χρονά πραγματοποιήθηκε στην Οδό Πανός στα Εξάρχεια μεσημέρι της 11ης Νοεμβρίου 2024

** Πρώτη δημοσίευση: Στο ένθετο «Docville» με την εφημερίδα «Documento» (ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: