Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Μιχάλης Γρηγορίου: «Ο καλλιτέχνης δεν ''εκφράζεται'' απλώς, έχει και κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία του»

Κύριε Γρηγορίου, ποιο είναι το αγαπημένο σας ροκ συγκρότημα;

Οι Pink Floyd, καθώς η μουσική τους έδειξε από νωρίς πως ήταν μουσικοί μορφωμένοι, έχοντας διάθεση για πειραματισμούς και αυτοσχεδιασμούς χωρίς να ανήκουν στη τζαζ. Μέσα στην κουλτούρα της ροκ, που κυρίευσε τους πάντες στον 20ό αιώνα, οι Pink Floyd ήταν αυτοί που εγώ ξεχώρισα. Υπήρχαν και πολλά άλλα συγκροτήματα που τους ακολούθησαν, όμως αυτοί ήταν οι πρώτοι που έδωσαν μία ελευθερία στη μουσική σύνθεση και εκτέλεση.

Ελευθερία θα λέγαμε υπάρχει και στα δύο πρόσφατα έργα σας, τη «Σκοτεινή Πράξη» και τους «Αποχαιρετισμούς της θάλασσας», σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, Άρη Αλεξάνδρου και Τάκη Σινόπουλου. 

Έχουν περάσει ήδη έξι χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το ορατόριο «Σκοτεινή Πράξη» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και οι «Αποχαιρετισμοί της θάλασσας» σε ποίηση των Αλεξάνδρου - Σινόπουλου. Ακολούθησε ένα διάστημα απουσίας που δεν οφειλόταν σε δική μου απροθυμία ή έλλειψη έργων, αλλά στο ότι δύσκολα πια έχεις πρόσβαση στη δισκογραφία με ένα είδος μουσικής που κρίνεται ως μη εμπορικό. 

Να, όμως, που τώρα με το έργο «Μπλε», μπήκατε μέχρι και στα ελληνικά charts σε στήλη εφημερίδας. Πως σχολιάζετε το γεγονός πώς δίπλα στον τίτλο του νέου έργου σας αναγράφονται μόνο τα ονόματα των ερμηνευτών;

Νομίζω πως μάλλον οφείλεται σε έλλειψη καλλιέργειας κάποιων κοριτσιών και αγοριών, που συντάσσουν τέτοιες στήλες και που έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν κάθε καινούργιο CD σε αναλώσιμο προϊόν με στενά διαφημιστικούς όρους. Είναι γεγονός βέβαια πως τα ονόματα των τραγουδιστών είναι πολύ πιο γνωστά στο καταναλωτικό κοινό που ενδιαφέρει τους συντάκτες τέτοιων «charts». 

Μα κάθε δίσκος που κυκλοφορεί προϊόν προς πώληση δεν είναι;

Φυσικά, γιατί έχει υποβαθμιστεί η έννοια του έργου τέχνης και του δημιουργού. Μιλάμε λοιπόν για μια συγκεκριμένη κουλτούρα που αντιμετωπίζει τα πάντα με όρους καταναλωτικούς. Προσωπικά, για να σχολιάσω αυτό που είπατε πριν, δεν με πειράζει η μη αναγραφή του ονόματός μου σε τέτοιους εμπορικούς καταλόγους. Με πειράζει, όμως, γενικότερα η εξάπλωση αυτής της νοοτροπίας που μας οδήγησε στην αποδοχή μεταξύ άλλων μιας κουλτούρας σαν αυτή του «Big Brother». 

Ο Όργουελ θα χαμογελάει πονηρεμένος.

Να μη χαμογελάει; Και πού'σαι ακόμα...

Από το ένθετο του δίσκου «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» (1985) σε ποίηση Τάκη Σινόπουλου. Εικονίζονται ο Μιχάλης Γρηγορίου και οι δύο νεαροί τότε ερμηνευτές του, η Σαβίνα Γιαννάτου και ο Βασίλης Λέκκας. 

Μέχρι τώρα μοιάζετε να είστε εμμονικός με κάποιους ποιητές, στους οποίους επιστρέφετε κατά καιρούς. Θυμίζω τον «Οδυσσέα στο ποτάμι» το 1985, από τις πρώτες παραγωγές του χατζιδακικού Σείριου, επίσης σε ποίηση Τάκη Σινόπουλου.

Ο Χατζιδάκις έκλεισε εννιά χρόνια που μας άφησε και το κενό είναι μεγάλο, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό. Πράγματι, όταν έκανε τον Σείριο, κάλεσε εμένα, τη Λένα Πλάτωνος, τον Μαραγκόπουλο και τα άλλα παιδιά, δίνοντας μας την ευκαιρία να εκδώσουμε τη μουσική μας με τις ευλογίες του. Η δική μου σχέση με τον Χατζιδάκι πηγαίνει ακόμη πιο πίσω, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν με κάλεσε στο Τρίτο Πρόγραμμα. Δεν φαντάζεστε πόσα όμορφα πράγματα κάναμε τότε. Νομίζω πως το έργο «Η αγάπη είναι ο φόβος» σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη, το '79, με τη Φαραντούρη και τον Κούτρα, ήταν εκείνο που άρεσε περισσότερο του Μάνου. Έβρισκε τη φύση της μουσικής μου βαθιά εξπρεσιονιστική και γι' αυτό επαναστατική. Δικά του λόγια σας λέω. Όταν θέλησα να κάνω σε δίσκο τον «Οδυσσέα στο ποτάμι», αφορμή στάθηκαν οι αφίσες που έβλεπα κατά καιρούς για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αμφιβόλου αισθητικής. Εκεί δηλαδή είπα πως θα καταθέσω ακόμη ένα έργο μακριά από κάθε εμπορική λογική. Ήταν η πρώτη μου συνεργασία με τη Σαβίνα Γιαννάτου, που την είχα γνωρίσει στο Τρίτο Πρόγραμμα, ενώ τον Βασίλη Λέκκα, τον οποίο σαφώς γνώριζα επίσης, μου τον είχε προτείνει ο ίδιος ο Μάνος. 

Μένω στην αφορμή της δημιουργίας εκείνου του έργου και ανατρέχω σε κάτι που είχατε γράψει στο ένθετο της έκδοσης: «Έρχομαι κι εγώ να συμβάλλω άφοβα μ' αυτό το δίσκο στην αυριανή διακόσμηση των τοίχων που μας περιβάλλουν».

Ο Μάνος είχε γελάσει πολύ μ' αυτή μου τη σημείωση, αφού του θύμισε τον εαυτό του και τα δικά του σημειώματα στα έργα του. Μάλιστα είχε εντυπωσιαστεί απ' το γεγονός της μελοποίησης του Τάκη Σινόπουλου, θέλω όμως να διευκρινίσω πως ποτέ δεν μου άρεσε η έννοια της «μελοποιημένης ποίησης». Μοιάζει σαν να προσπαθεί κανείς να μπογιατίσει με στίχους τη μουσική. Για μένα η σχέση του μουσικού με τον ποιητικό λόγο είναι όπως αυτή ενός σκηνοθέτη με το σενάριο, σαν το πάντρεμα δύο διαφορετικών χώρων, απ' όπου προκύπτει ένα νέο αυτόνομο έργο. Το τραγούδι! Επίσης, ποτέ δεν έκανα διάκριση ανάμεσα στην «ποίηση» και τον «στίχο». Αυτά είναι ξιπασιές και σοβαροφάνειες. 

Δεν ξέρω αν ισχύει απόλυτα αυτό που θα πω, πάντως μετά τη Μεταπολίτευση γεμίσαμε από υδροκέφαλα του Μίκη Θεοδωράκη με καταθέσεις πολιτικών τραγουδιών, όπως θέλανε να τα λένε. Φωτεινές εξαιρέσεις ο Θάνος Μικρούτσικος και εσείς, θα μου επιτρέψετε, με τα «Ανεπίδοτα γράμματα». 

Δεν έχετε άδικο, το σήκωνε η εποχή. Συνθέτες όχι και τόσο καταρτισμένοι μουσικά, ασχολήθηκαν με το λεγόμενο «πολιτικό τραγούδι» στην υπηρεσία μιας άμουσης μουσικής όλο συνθηματολογία. Νομίζω πως σ' αυτό ταιριάξαμε πολύ με τον Χατζιδάκι στις κατ' ιδίαν συζητήσεις μας. Όταν έγραφα τα «Ανεπίδοτα γράμματα», ορμώμενος από την ποίηση του Αλεξάνδρου, μια ποίηση βαθιά μελαγχολική και υπαρξιακή, μελετούσα πολύ τους σύγχρονους συνθέτες, όπως και τους Pink Floyd, που λέγαμε στην αρχή. Πάντως, το ίδιο έργο θα το έφτιαχνα έτσι ακριβώς και σήμερα, οπότε καλό θα'ναι να διαχωρίζω τη θέση μου - εγώ ο ίδιος πρωτίστως - από το κλίμα του πολιτικού τραγουδιού της Μεταπολίτευσης, όπως το επισημάνατε.

Ταυτίσατε τη μουσική δημιουργία με τη σχέση του εκάστοτε σκηνοθέτη με το σενάριο που έχει μπροστά του. Λογικό μού ακούγεται, είστε γιος του σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου.

Κάθε άνθρωπος διαμορφώνεται από το κλίμα στο οποίο μεγαλώνει. Εγώ είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια οικογένεια με καλλιτεχνικά και με πνευματικά ενδιαφέροντα. Αυτό σίγουρα με επηρέασε. Άρχισα π.χ. μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών με τη θεία μου, Κάιτη Παπαλεονάρδου. Στο περιβάλλον μου άκουγα από τα παιδικά μου χρόνια να μιλούν για ποίηση, για λογοτεχνία, για μουσική, για κινηματογράφο κλπ. Η σχέση μου με την τέχνη λοιπόν είχε απόλυτα βιωματικό χαρακτήρα. 

Και με σαφείς πολιτικούς προβληματισμούς.

Οι οποίοι δεν με έχουν καθόλου εγκαταλείψει. Αντίθετα όσο μεγαλώνω γίνονται όλο και πιο έντονοι. 

Τι είναι ένας καλλιτέχνης για σας με δυο λόγια;

Θα πω τι δεν είναι ένας καλλιτέχνης! Σίγουρα ο καλλιτέχνης για μένα δεν είναι ένα χαϊδεμένο παιδί που απλώς «εκφράζεται». Έχει δηλαδή και κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία του. 

Συμφωνείτε μ' αυτό που μου είπε πρόσφατα ο Νίκος Κούνδουρος; «Η σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του δεν είναι μία χαρμόσυνη σχέση με τη ζωή».

Καταλαβαίνω πως το λέει ο Κούνδουρος, που ανήκει στη γενιά του πατέρα μου. Οι άνθρωποι αυτοί, ανεξαρτήτως της κοινωνικής θέσης τους, αγωνίστηκαν να ανοίξουν τα μάτια των άλλων, να τους κάνουν λίγο πιο σκεπτόμενους σε πολύ δύσκολες εποχές για τον τόπο τους. Και θα πρέπει να ξέρετε πως ο πατέρας μου κινδύνευσε να καταστραφεί οικονομικά πολλές φορές από ταινίες που δεν έκοβαν εισιτήρια. Αυτό που του λέγανε και πολύ τον πλήγωνε ήταν το ότι «ταινία που δεν κάνει εισιτήρια, δεν είναι καλή ταινία». Το ίδιο δεν λέγανε και για ένα δίσκο ή ένα βιβλίο; Η δημιουργία είναι μία επώδυνη διαδικασία και το μόνο βέβαιο είναι πως κάτι δεν σ' ευχαριστεί στον τρόπο που ζεις εσύ ή μάλλον στον τρόπο που βλέπεις να ζουν οι άλλοι γύρω σου. Κάτι θες ν' αλλάξεις και μ' αυτή τη λογική πορεύεσαι σ' ένα πρώτο στάδιο τουλάχιστον. 

Σας συναντώ με αφορμή την έκδοση του «Μπλε» σε ποίηση Ρηνιώς Παπανικόλα, την οποία μας γνωρίζετε και ως ποιήτρια εν τη απουσία της.

Αυτό που επιχείρησα είναι να ξαναμιλήσω με τη βοήθεια της μουσικής αλλά και των στίχων της Ρηνιώς για κάποια αυτονόητα που κινδυνεύουν να ξεχαστούν στην εποχή μας και που ανέκαθεν αποτελούσαν το πεδίο της τέχνης. Αναφέρομαι στο δικαίωμα στην ευαισθησία, στην έκφραση της νοσταλγίας, της αίσθησης της απώλειας, της μοναξιάς , αλλά και του έρωτα - πράγματα για τα οποία ανέκαθεν οι άνθρωποι έγραφαν τραγούδια. Το «Μπλε» είναι μια σειρά από λυρικά τραγούδια που θέλουν να παρασύρουν τον ακροατή σ' ένα ταξίδι, κάνοντας τον να στραφεί σε πιο εσωτερικά τοπία. 

Το παράδοξο είναι πως ενώ το έργο ηχογραφήθηκε «ζωντανά» κατά το ήμισυ, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τη λογική αυτή.

Είναι βέβαια ένα είδος μουσικής που δε στηρίζεται τόσο στη λογική μιας τζαζ συναυλίας π.χ. όπου μετράει η ζωντάνια της στιγμής και οι αυτοσχεδιασμοί, και όχι τόσο οι απαιτήσεις αρτιότητας και ευαισθησίας εκ μέρους των ερμηνευτών. Το έργο ηχογραφήθηκε «ζωντανά» στην πρώτη δημόσια παρουσίαση του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον περασμένο Δεκέμβριο. Εννοείται πως σε όσα κομμάτια με ικανοποιούσε η «ζωντανή» ηχογράφηση, την κράτησα.

Το εξώφυλλο του δυσεύρετου σήμερα LP με τίτλο «Keyboard Music» (1987) με έργα για synthesizers των Βαγγέλη Κατσούλη, Λένας Πλάτωνος, Μιχάλη Γρηγορίου, Μηνά Αλεξιάδη. 

Μάλιστα. Ένα έργο δηλαδή αρκετά μακριά από τη λογική του παλαιότερου και σπάνιου σήμερα άλμπουμ σας με τη «Μουσική για keyboard».

Ο δίσκος αυτός ήταν συλλογική εργασία με συνθέσεις δικές μου, του Βαγγέλη Κατσούλη, της Λένας Πλάτωνος και του Μηνά Αλεξιάδη. Ήταν ένα προϊόν των πειραματισμών εκείνης της περιόδου και τα synthesizers για μένα αποτέλεσαν ένα πολύ γοητευτικό πεδίο πειραματισμών και δημιουργίας. Αποτέλεσαν ακόμη χώρο μεγάλης ελευθερίας διότι παρείχαν - κι ακόμη παρέχουν - τα «μέσα παραγωγής» για να μιλήσουμε με όρους πολιτικής οικονομίας. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό και από «Τα Εργαστήρια του Τρίτου», που είχαν δώσει την ευκαιρία σε εκατοντάδες Έλληνες μουσικούς να παρουσιάσουν πρωτότυπη δουλειά τους δημοσίως. Λόγω ακριβώς της ελευθερίας και του χαμηλού κόστους παραγωγής που πρόσφεραν τα synthesizers και τα home studios.

Θέλω να μου μιλήσετε λίγο για τη Ρηνιώ Παπανικόλα, αφού τώρα τη μαθαίνουμε και ως ποιήτρια, όπως σχολίασα πριν.

Η Ρηνιώ ήταν φίλη από τα παλιά, την ξέραμε από τις παραγωγές της στο ραδιόφωνο, στο Τρίτο Πρόγραμμα, δεν ξέραμε όμως ότι έγραφε και ποιήματα. Η συλλογή της αυτή κυκλοφόρησε ιδιωτικά - όπως είθισται - το 1996 με την προτροπή ενός άλλου φίλου και συνάδελφου, του Δημήτρη Λέκκα. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα τα ποιήματα της με συγκίνησαν, ήταν τρυφερά και ειλικρινή σαν κομμάτια ενός προσωπικού ημερολογίου. Και στην πραγματικότητα αυτό ήταν, αφού είχαν γραφτεί σε πολύ ιδιωτικές στιγμές. Δυστυχώς πέθανε πριν προλάβει να ακούσει το έργο στην τελική του μορφή, είχε όμως την ευκαιρία να ακούσει τα τραγούδια από ένα demo που της είχα φτιάξει, δυστυχώς με τη δική μου φωνή. Της άρεσαν πολύ! Ας μην νομιστεί πως τα οργανικά μέρη των τραγουδιών, απείχαν πολύ από την τελική μουσική εκτέλεση. Σήμερα - ξαναπάμε σ' αυτό που λέγαμε λίγο πριν - οι υπολογιστές και τα samplers δίνουν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να πλησιάσεις πολύ το επιθυμητό αποτέλεσμα. 

Στο «Μπλε» εντύπωση προκαλεί και η διανομή του υλικού στους ερμηνευτές: Μαρία Φαραντούρη, Σαβίνα Γιαννάτου, Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Υπάρχουν και οι τριφωνίες σε δύο τραγούδια.

Θα παρομοίαζα τον τρόπο χρήσης των φωνών με το λεγόμενο casting που γίνεται στους θεατρικούς ρόλους. Κάθε φωνή παραπέμπει σ' ένα θεατρικό ρόλο, σ' έναν ανθρώπινο χαρακτήρα. Έτσι, τα τραγούδια που απαιτούσαν μια πιο «αιθέρια» ερμηνεία, αποδόθηκαν από τη Σαβίνα Γιαννάτου, ενώ η Μαρία Φαραντούρη ανέλαβε να ερμηνεύσει αυτά που απαιτούσαν μια πιο ώριμη και ζεστή γυναικεία φωνή. Πολύ σπουδαίος επίσης είναι και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, που κάνει καριέρα κλασικού τραγουδιστή στη Γερμανία. Με το ίδιο σκεπτικό της κατάλληλης διανομής των μουσικών ρόλων, κινήθηκα και στην ενορχήστρωση των τραγουδιών, όπως και στα τρία οργανικά ιντερλούδια που βοηθούν στο πέρασμα από τη μία μουσική ενότητα στην άλλη. 

Σαν να μην παίζουν απλώς νότες ακούγονται τα όργανα.

Είναι μια σωστή παρατήρηση αυτή, αφού τα όργανα αναλαμβάνουν να εκφράσουν και κάποιους ψυχολογικούς - αν θέλετε - ρόλους, οι οποίοι εξυπηρετούν τα μουσικά νοήματα. Όσο για τις τριφωνίες, αυτές προέκυψαν και πάλι από την επιθυμία μου για σωστή κατανομή των απαιτούμενων μουσικών ρόλων.

Είναι ένα δύσκολο έργο ως προς τη «ζωντανή» παρουσίαση του; Υπάρχει περίπτωση δηλαδή να το παρουσιάσετε και κάπου αλλού με αφορμή τη δισκογράφηση του;

Αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Βεβαίως - κι αυτό θα ήθελα να το γράψετε - είχε γίνει μια αίτηση για να παιχτεί το «Μπλε» στη Μυτιλήνη, απ' όπου καταγόταν η Ρηνιώ. Ο πατέρας της ανήκε μάλιστα στις προοδευτικές δυνάμεις του νησιού, αλλά φαίνεται πως αυτά τα «εις μνήμην» δεν πτοούν τις δημοτικές αρχές, ούτε και το Υπουργείο Αιγαίου, στο οποίο επίσης έγινε η πρόταση. 

Να με συμπαθάτε, αλλά οι δήμοι θέλουν εύπεπτα λαϊκά θεάματα.

Ακριβώς! Έργα σαν το «Μπλε» δεν έχουν το μπούγιο και την ελαφρολαϊκή γκλαμουριά που απαιτούν οι πολιτικές αναγκαιότητες του «άρτος και θεάματα», αφού στον τόπο μας δυστυχώς πολιτική και πολιτισμός πάνε μαζί. Αυτά όμως είναι γνωστά πράγματα που δεν αξίζει τον κόπο να τα επαναλαμβάνουμε. Ελπίζω να δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί κι αλλού το έργο σε κατάλληλες συνθήκες. Έχουν γίνει ήδη κι άλλες προτάσεις στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια που διαθέτουν και τις κατάλληλες αίθουσες. Θα δούμε...

Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι παραμένετε δημιουργικότατος.

Υπάρχουν, πράγματι, ένα σωρό άλλα πράγματα που είναι έτοιμα και που θα με ενδιέφερε να τα κυκλοφορήσω. Ελπίζω να έχω του χρόνου, το 2004, μια παρουσία στο Φεστιβάλ Αθηνών με ένα μεγάλο έργο για χορευτές, ορχήστρα, χορωδία και σολίστες, σε μορφή χοροδράματος. Έχω έτοιμο κι ένα καινούργιο κύκλο τραγουδιών σε ποίηση Κώστα Καρτελιά με τίτλο «Ούτις». Ελπίζω να προχωρήσει μετά το φθινόπωρο. Ια ήθελα ακόμη να εκδώσω κάποια τραγούδια που είχα γράψει στα 18 μου χρόνια πάνω σε ποιήματα της μητέρας μου, της Μαρίας Παπαλεονάρδου, που γράφτηκαν όταν κι εκείνη ήταν 18 χρονών. Για να παραφράσω ένα γνωστό ρητό: «Έργα υπάρχουν, ευκαιρίες συχνά δεν υπάρχουν». 

Θέλω πριν κλείσουμε να μου πείτε για ποιο λόγο τα «σπάσατε» με τους Άγγλους το 1986. Ποιος θα τολμούσε να έρθει σε ρήξη με έναν θεσμό που έδινε βήμα σε επαγγελματίες συνθέτες και χορογράφους;

Στα 25 μου, όπως γνωρίζετε, στις αρχές του 1970, εκπροσώπησα την Ελλάδα στο «Διεθνές Βήμα Συνθετών της UNESCO» στη Γαλλία με το έργο «Septet». Στην Αγγλία, μία δεκαετία αργότερα, σ' έναν κραταιό διεθνή θεσμό, όπως είπατε, έβλεπα να γίνονται πράγματα που με ξεπερνούσαν. Ήρθα σε μεγάλη σύγκρουση με τους διοργανωτές του, διαφωνώντας πλήρως με τη λογική τους περί μουσικής. Δεν έχουμε την απαιτούμενη ώρα να σας αναλύσω τι ακριβώς έβλεπα. Με απέπεμψαν και, έτσι, είμαι ο μοναδικός συνθέτης στην ιστορία αυτού του θεσμού σεμιναρίων που δεν τα βρήκε με τους καλλιτεχνικούς διευθυντές του. Γύρισα στην Ελλάδα θυμωμένος, αλλά όχι πικραμένος ή απογοητευμένος. 

Οι συγκρούσεις είναι ίδιον των ευφυών δημιουργών; 

Ενίοτε χρειάζεται ο συγκρουσιακός χαρακτήρας όταν για άλλα είσαι προετοιμασμένος και άλλα εισπράττεις. Εγώ ήμουν από πολύ νωρίς κατασταλαγμένος και ήξερα πολύ καλά τα διαβάσματα μου, τις επιρροές μου ή και τις παρέες μου. Δεν γινόταν κανείς να με νουθετήσει εκτός απ' την οικογένεια μου, που κάτι τέτοιο δεν έκανε ποτέ. Εκείνο τον καιρό κάναμε μεγάλες κουβέντες με τον Θάνο (σ.σ. τον Μικρούτσικο), αφού κι εκείνος έφερε βαρέως τη διαγραφή του από το Κόμμα εξ αιτίας του θάρρους της γνώμης του κάποτε. Το ίδιο και με τον Χατζιδάκι, που μια ζωή πάλεψε για μια μουσική παιδεία ξέχωρα από ακαδημαϊκές και υπερφίαλες φιλολογικές αναζητήσεις, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την ενασχόληση του με το ποιητικό μέλος. 

Τι ρόλο παίζει η συντροφιά στη ζωή σας, κύριε Γρηγορίου;

Τεράστιο. Θέλω πάντα να έχω μία σύντροφο δίπλα μου, να την αισθάνομαι μέσα στο σπίτι και να μοιράζομαι μαζί της τα πάντα. Δεν είναι εγωιστικό αυτό ή εγωκεντρικό, αφού οι περισσότεροι συνθέτες θέλουν την ησυχία τους και τη σιωπή τους. Εγώ δεν είμαι έτσι, απολαμβάνω την παρέα των ανθρώπων, πίνω, ξενυχτάω, δεν κάνω μία τυπική ζωή, πιστεύοντας πως κάτι καλό βγαίνει ακόμη κι όταν συζητάω μ' έναν νέο άνθρωπο, όπως με εσάς αυτή τη στιγμή. 

Σας ευχαριστώ πολύ.

Πόσων χρονών είσαι;

Έγινα 29 τον περασμένο Φλεβάρη.

Να ένας λόγος να σ' ευχαριστώ εγώ πιο πολύ γι' αυτή τη συνέντευξη.  

Μιχάλης Γρηγορίου, Μπόσκο, Μαρία Φαραντούρη, Κώστας Καρτελιάς, Δώρος Δημοσθένους. Ιανουάριος 2015 στην «Κόκκινη κλωστή», το μπαρ του ποιητή Κώστα Καρτελιά και καινούργιο μας στέκι εκείνη την περίοδο. Εγώ είμαι ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές του βιβλίου - CD «Κόκκινη κλωστή» (2014) που βγήκε από τις εκδόσεις Αιγόκερως. 

* Η συνέντευξη με τον συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2003 στο bar - restaurant «Άλεκτον» στον Κεραμικό, που πια δεν υφίσταται. 

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΗΧΟΣ (τεύχος 364, Ιούλιος 2003)

*** Αφιερώνεται στη μνήμη του Μιχάλη Γρηγορίου που έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2025 σε ηλικία 78 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: