Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Μάκης Δελαπόρτας: «Δεν μου ανήκει τίποτα, όλα ανήκουν στην ιστορία» (μία αλλιώτικη συνέντευξη του Δελαπόρτα από τον Ιούνιο του 2021)

Ερευνητής, συλλέκτης, βιογράφος, συγγραφέας, ηθοποιός, δισκογραφικός παραγωγός, ο άνθρωπος που ήταν κοντά στις πιο μεγάλες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου. Του χρωστάμε πολλά, όσοι αγαπούν τα τραγούδια και εκείνα τα σπάνια υλικά που όταν περάσουν κι άλλο τα χρόνια θα μείνουν ως χνάρια ενός πολιτισμού χαμένου, ο οποίος έφυγε μαζί με τους εκπροσώπους του. Αν δεν υπήρχε ο Μάκης Δελαπόρτας, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε! Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι – σύμφωνα με τον ίδιο – η συνέντευξη της ζωής του, καθώς δεν αναλωθήκαμε μόνο στα των σταρ, αλλά και στα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του δικού του βίου. Τα παιδικά χρόνια, το όνειρο που σιγά – σιγά γινόταν πραγματικότητα, η είσοδος στη δισκογραφία εξ αιτίας του Μάνου Χατζιδάκι, οι στιγμές δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, μία συγκινητική- δακρύβρεχτη σχεδόν – ιστορία με τη Ρένα Βλαχοπούλου, οι απώλειες και, τελικά, μία αδιάκοπη συλλεκτική διάθεση που απώτερο στόχο έχει το μοίρασμα μ’ όλο τον κόσμο και το πέρασμα στην αθανασία. Ο Δελαπόρτας δεν δηλώνει συγγραφέας, παρόλο που τα βιβλία του σαρώνουν τις πωλήσεις κάθε φορά. Ούτε βιογράφος, παρόλο που έχει στα σκαριά ακόμη δέκα βιογραφίες βετεράνων Ελλήνων ηθοποιών. Ο Δελαπόρτας δηλώνει συλλέκτης ονείρων, εμπειριών και ακριβών αισθημάτων. Κι έτσι ακριβώς θέλει να τον θυμούνται.

Κύριε Δελαπόρτα. η ζωή σας θυμίζει ένα παραμύθι. Το μικρό παιδί μιας μικροαστικής οικογένειας που γνώρισε όλους τους μύθους του. Συμφωνείτε;

(χαμογελάει) Αν πιστεύουμε στο κάρμα, εγώ πιστεύω πως στη ζωή όλα είναι γραμμένα. Σε μένα έτσι ακριβώς συνέβη. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς εκείνο το θερινό σινεμά που υπήρξε δίπλα ακριβώς από το πατρικό μου. Έτσι, γραμμένο ήταν να περνάω όλα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας βλέποντας κινηματογράφο με τα πράγματα να παίρνουν μια δική τους ροή. Μου άρεσαν οι ταινίες, ελληνικές ως επί το πλείστον, άρχισα να θαυμάζω ανθρώπους απ’ το πανί της μεγάλης οθόνης, να πέφτω μετά να κοιμάμαι στρωματσάδα στην ταράτσα, να κοιτάζω τα αστέρια και να τους δίνω ονόματα: Αλίκη, Δημήτρης, Ζωή, Καρέζη κλπ. Αποτέλεσμα ήταν να σκέφτομαι πως αυτούς τους ανθρώπους θα τους γνωρίσω κάποια στιγμή.

Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που είδατε;

Το «Χτυποκάρδια στο θρανίο», όπου είχα μαγευτεί απ’ αυτό το ολόδροσο κορίτσι που έβλεπα μπροστά μου να χαμογελάει και να παίζει. Στην πραγματικότητα μαγεύτηκα για πρώτη φορά απ’ τις μουσικές του ελληνικού κινηματογράφου που ήταν άρρηκτα δεμένες με τις εικόνες. Μια ολόδροση επίσης μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στην εν λόγω ταινία, που με ακολουθούσε για πάρα πολλές μέρες. Μετά από αρκετά χρόνια έλαχε να βγάλω εγώ το σάουντρακ της ταινίας και να μείνει μέχρι σήμερα.

Και από ξένες ταινίες, τι σας άρεσε να βλέπετε;

Δεν θυμάμαι ιδιαίτερα πράγματα, πέρα από Χοντρό – Λιγνό, Τζέρι Λιούις, Λουί Ντε Φινές, βασικά κωμωδίες. Επικές κλασικές, επίσης, Κλεοπάτρα, Μπεν Χουρ, αυτά όμως μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στους θερινούς κινηματογράφους παίζανε τότε ταινίες και του ’50, που εμείς δεν είχαμε προλάβει σε α’ προβολή. Πρόλαβα εν πάση περιπτώσει τα θερινά σινεμά με τις ελληνικές ταινίες της εποχής.

Μου περιγράφετε μια νοσταλγική εικόνα α λα «Σινεμά ο Παράδεισος».

Πήγαινα στο μαντρότοιχο του σινεμά δίπλα απ’ το σπίτι μου, σκαρφάλωνα, έβλεπα τις ταινίες, αλλά αυτό ήταν οπωσδήποτε μια κούραση. Κάποια στιγμή γκρεμοτσακίστηκα, ο αιθουσάρχης το έμαθε και είπε «Για όνομα του Θεού, αφήστε το παιδί να μπαίνει να βλέπει τζάμπα τις ταινίες, δεν θέλουμε λεφτά». Απ’ την άλλη μέρα κιόλας εγώ ήμουν εκεί, αλλά ξέρετε ποια ήταν η τρέλα μου; Επειδή τα πάντα στη ζωή έχουν ως στίγμα τα παιδικά μας χρόνια, εγώ πήγαινα μ’ ένα κασετοφωνάκι – καβουρντιστήρι και καθόμουν στην πρώτη σειρά για να είμαι δίπλα στο ηχείο και να ηχογραφώ τα τραγούδια και τις μουσικές από τις ταινίες. Αυτό μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο απ’ τις σκηνές, τα πλάνα ή το πώς έπαιζαν οι ηθοποιοί. Έφτιαξα την πρώτη μου σειρά από κασετούλες που πριν κοιμηθώ άκουγα με τα ακουστικά ότι είχα ηχογραφήσει.

Ποια ήταν η δική σας παιδική ηλικία που σας έκανε να ταυτιστείτε τόσο μ’ αυτές τις ελληνικές ταινίες;

Νομίζω πως σαν παιδί ταξίδευα στο όνειρο μέσα απ’ αυτές τις ταινίες.

Προέρχεστε από μια φτωχή οικογένεια;

Ε ναι, μια μικροαστική οικογένεια. Γεννήθηκα στον Πειραιά και μετά τα τέσσερα μου χρόνια μετακομίσαμε στην Αργυρούπολη. Εκεί πέρασα όλα τα χρόνια του δημοτικού και του γυμνασίου, στο «Σινε – Αργυρούπολις». Το σινεμά ήταν μια απόδραση για μένα και οι παιδικοί μου ήρωες δεν ήταν ο Μίκι Μάους, ο Ντόναλντ Ντακ, ο Σεραφίνο και ο Τιραμόλα, αλλά η Αλίκη, η Ρένα, η Καρέζη, οι άνθρωποι που έμελλε να τους γνωρίσω και πάλι τυχαία όμως.

Σας μπήκε βέβαια και το σαράκι του ηθοποιού. Λογικό.

Στα 17 μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, αλλά ο πατέρας μου μού είπε «Αν γίνεις ηθοποιός, δεν έχεις καμία θέση σ’ αυτό το σπίτι». Αποφάσισα έτσι να μην πάω σε δραματική σχολή και έχασα ένα χρόνο πολύτιμο. Με βάλανε υπάλληλο στου Χυτήρογλου, τη μοναδική δουλειά που έκανα για ένα – δυο μήνες και μετά, μαζί με μια φίλη μου, έγινα πλασιέ για βιβλία. Υπήρξαν άνθρωποι που ήρθαν στο καμαρίνι μου και μου είπαν: «Εσύ μας χτυπούσες την πόρτα κάποτε για να πουλήσεις βιβλία και σήμερα παίρνουμε εμείς τα δικά σου». Το βρίσκω πολύ συγκινητικό.

Τι ήταν αυτό που έκανε τόσο αρνητικό τον πατέρα σας απέναντι στις θεατρικές σπουδές;

Ήμουν ένα παιδί – αρνί. Προερχόμουν από μια οικογένεια μικροαστική, πολύ συντηρητική, με πολύ αυστηρές αρχές, που δεν γινόταν εγώ να έμπαινα στο θέατρο και να πετύχαινα. Δεν το πίστευε με τίποτα αυτό ο πατέρας μου. Αυτό τον φόβιζε, τίποτα άλλο. Ήμουν ένα πολύ δειλό και ήσυχο παιδί.

Που, ουσιαστικά, δεν του είχε καμία εμπιστοσύνη ο πατέρας του.

Ναι, γιατί ο χώρος προς τα έξω έβγαινε πάρα πολύ σκληρός και ανθρωποφάγος. Από τότε δεν ήταν ένας εύκολος χώρος.

Ήταν έτσι; Τι λέτε σήμερα με την εμπειρία σας;

Όχι, δε μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Γνώρισα ανθρώπους που με αγκάλιασαν και η πρώτη ήταν η Αλίκη, που σε μένα είδε πράγματα που δεν είχε δει κανείς άλλος. Είχα πάει να δω στα 17 μου την παράσταση «Καμπαρέ», καλοκαίρι, περιμένοντας στην ουρά μετά, όπως όλα τα πιτσιρίκια, για να πάρω το πολυπόθητο αυτόγραφο. Ήταν μια ιεροτελεστία όλο αυτό στη μοναδική περίπτωση της σταρ Αλίκης Βουγιουκλάκη, αφού δε γινόταν να δεις παράσταση της και να μην περιμένεις στο τέλος για αυτόγραφο. Στα παιδιά της δικής μου γενιάς και της ηλικίας μου, η Αλίκη ήταν το είδωλο, έτσι τη βλέπαμε. Κάποια στιγμή εκείνη με προσέχει στην ουρά, με κοιτάει στα μάτια κι εγώ αρχίζω να κοκκινίζω. «Έλα εδώ εσύ» μου κάνει, «για κάτσε εδώ. Μμμ, τι όμορφο παιδάκι που είσαι». Σ’ εκείνη τη φάση, έψαχνε έναν νεαρό ξανθό για να αντικαταστήσει κάποιον επίσης νεαρό για την επόμενη σαιζόν του «Καμπαρέ». Με έβαλε στην άκρη και μου είπε «Ξέρω ότι εσύ θες να γίνεις ηθοποιός» – υπάρχουν αυτά σε συνέντευξη στο YouTube να τα λέει η ίδια. Τηλεφώνησε λοιπόν του πατέρα μου και του είπε «Κύριε Δελαπόρτα, θ’ αφήσετε το παιδί να’ ναι κοντά μου». Μάλιστα, όταν του είπε στην αρχή «Αλίκη Βουγιουκλάκη», ο πατέρας μου της απάντησε «Κι εγώ είμαι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ» (γέλια). «Όχι, αλήθεια είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη» συνέχισε εκείνη. Όταν γύρισα σπίτι, μου λέει ο πατέρας μου: «Για όνομα του Θεού, μέχρι τη Βουγιουκλάκη πήγες κι έπιασες; Ε, σου αξίζει, πήγαινε, ακολούθησε την»! Καταλήξαμε για όλη τη σαιζόν η Αλίκη να βάζει τον οδηγό της να με γυρνάει στο σπίτι επειδή ήμουν ακόμη ανήλικος.

Πόσο διήρκεσε η σχέση σας με τη Βουγιουκλάκη;

Για πάντα! Από το ’79 που τη γνώρισα μέχρι το ’96 που «έφυγε». Εγώ δεν στάθηκα, όμως, δίπλα στην Αλίκη, ούτε ως αυλή, ούτε ως κόλακας, ούτε ως θαυμαστής, κάτι που εκείνη το ήξερε πολύ καλά. Υπήρχε μία παραφιλολογία πως η Αλίκη ήθελε πάντα αυλή. Η ίδια όμως δεν εκτιμούσε τις αυλές.

Ξέρετε, όμως, συνήθως οι σταρ διαμετρήματος Βουγιουκλάκη, έχουν την ανάγκη μίας αυλής λόγω της τεράστιας ανασφάλειας τους.

Εγώ εισέπραττα ότι η Αλίκη δεν εκτιμούσε τις αυλές και σε μένα έβλεπε ένα παιδί με μια έμφυτη σοβαρότητα και σεμνότητα. Δεν ήμουν το χαζοχαρούμενο παιδί που ήθελε απλά τη φωτογραφία ή το αυτόγραφο και να την κοιτάει στα μάτια. Της το απέδειξα τα επόμενα χρόνια, όταν άρχισα να συγκεντρώνω υλικό από τον ελληνικό κινηματογράφο, όχι απαραιτήτως δικό της μόνο. Με έβλεπε που πήγαινα στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι και μάζευα ότι έβρισκα, αλλά ποτέ δεν μου είπε «Τι κάθεσαι τώρα και μαζεύεις»…Δεν ήταν μόνο η αγάπη μου για το σινεμά και τις μουσικές του, αφού πάντα όλα τα έβλεπα ως δουλειά. Δεν έβλεπα τίποτα ως συλλέκτης και δεν δηλώνω συλλέκτης αντικειμένων.

Καλή ευκαιρία να μου πείτε πως αυτοπροσδιορίζεστε με τόσα που κάνετε.

Δηλώνω συλλέκτης ονείρων και αναμνήσεων. Δηλαδή τα αντικείμενα που μάζευα από εκείνη την εποχή, είτε ήταν αφίσες, είτε ήταν αποκόμματα και φωτογραφίες, ήθελα πάντα να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Ο συλλέκτης δεν θέλει να μοιράζεται τίποτα. Θέλει να τα’χει μόνος του σ’ ένα σπίτι μέσα να τα καμαρώνει. Έτσι προέκυψαν τα βιβλία, οι δίσκοι και όλα όσα έκανα.

Έχοντας γνωρίσει τόσο καλά τη Βουγιουκλάκη, η ιδιωτική εικόνα της δικαίωνε τον μύθο που την περιέβαλε;

Απόλυτα! Δεν θα ξαναγεννηθεί εύκολα μια τέτοια περίπτωση και δεν στέκομαι στο ταλέντο, αφού δεν γίνεται μια γυναίκα να πρωτοστατεί για σαράντα χρόνια και να είναι ατάλαντη. Είχε έναν ήλιο και μια λάμψη που εξέπεμπε, την οποία, εγώ τουλάχιστον, δεν ξανασυνάντησα σε κανέναν άλλον ηθοποιό στο θέατρο. Ήταν γεννημένη σταρ, γεννημένο αστέρι. Δυστυχώς ο ήλιος αυτός έσβησε πολύ γρήγορα και δεν ξέρω αν κι αυτό ήταν γραμμένο να γίνει έτσι.

Ισχύει. Πως θα ήταν η Βουγιουκλάκη να ζούσε και να πλησίαζε τα 90 σήμερα;

Θα ήταν πολύ όμορφη!

Πως το ξέρετε αυτό;

Βλέπω το σόι της. Όταν η μάνα της έφυγε στα 96 κι ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα σημαίνει ότι μιλάμε για ένα πάρα πολύ καλό κύτταρο. Επίσης, το κοφτερό μυαλό της! Δεν το συνάντησα ποτέ ξανά σε καμία δουλειά και σε καμία γυναίκα – ας με συγχωρέσουν όλες οι γυναίκες που συναναστράφηκα και που δούλεψα μαζί τους. Γνώρισα όλες τις σταρ, όπως ξέρετε, αλλά Βουγιουκλάκη δεν ξανασυνάντησα. Και δεν εννοώ μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στη ζωή της. Έμπαινε σ’ ένα χώρο και μ’ ένα μαγικό τρόπο ο χώρος έλαμπε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό. Εσείς, αλήθεια, την προλάβατε;

Την είχα δει στα 16 μου να παίζει Αντιγόνη στο Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας. Την είχαν κράξει άσχημα.

Τραγικό, ναι…Την είδατε στη χειρότερη της φάση. Δεν ήταν για όλα, όπως όλοι δεν είναι για όλα, ΟΚ…Τόλμησε κάτι, δεν πέτυχε κι είχε στενοχωρηθεί πάρα πολύ μ’ αυτό. Είχε προετοιμαστεί αρνητικά πριν καν ξεκινήσουν οι παραστάσεις. Την είχαν κράξει από πριν, άρα βγήκε με την αποτυχία στο τσεπάκι.

Θυμάμαι ότι στην παράσταση που είχα δει, σηκώθηκε ένας κύριος με μπερέ και μούσια και της φώναξε «Τράβα μέσα! Δεν είσαι καν η Αλίκη, είσαι το αλικάκι και θες να γίνεις κι Αντιγόνη;» Είχα σοκαριστεί, το ομολογώ.

Πληγωνόταν βαθιά μ’ αυτά. Όπως έλεγε, «και τα βράχια πονάνε όταν σκάνε τα κύματα, αλλά δεν το λένε»…

Πολλοί καλλιτέχνες, που μου έτυχε και μένα να γνωρίσω, σαν τη Ζαρόκωστα και την Κωνσταντάρου, μου περιέγραψαν τη Βουγιουκλάκη σαν ένα βαθιά δυστυχισμένο πλάσμα.

Δεν ήταν δυστυχισμένη, μοναχική, αλλά μια πολύ έξυπνη γυναίκα που για μένα, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, δεν έβρισκε ισάξιους της.

Το ότι ήταν έξυπνη δε σημαίνει ότι δεν ήταν δυστυχισμένη, συνήθως μαζί πάνε αυτά τα δύο.

Εννοώ, όχι καλλιτεχνικά, αλλά πνευματικά, πως είχε φτάσει σ’ ένα σημείο που ήταν πάνω απ’ το μέσο όρο των άλλων ηθοποιών, ούσα επιχειρηματίας κιόλας και πολλά άλλα πράγματα. Νομίζω πως μπορεί λίγο η γυναικεία της φύση να έμπαινε σε δεύτερη μοίρα από’ να σημείο και μετά. Κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να σταθεί εύκολα δίπλα σε μια τέτοια δυναμική γυναίκα, θα πω εγώ.

Και όλο αυτό δεν αρκούσε να τη γεμίζει με δυστυχία;

Ήμουν απ΄τους ανθρώπους που έμπαινα κάθε μέρα στο σπίτι της και μου εκμυστηρευόταν πράγματα, γιατί ήξερε πως δεν θα μιλήσω. Μια μέρα, λοιπόν, μου είπε: «Δεν νιώθω καλά, είμαι δυστυχισμένη». Της απάντησα: «Δεν γίνεται να το λες εσύ αυτό, όταν όλη η Ελλάδα σ’ αγαπάει και σε θαυμάζει». Ξέρετε τι μου είπε; «Όλη η Ελλάδα είναι έξω απ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Εδώ μέσα είμαι μόνη μου». Βρισκόταν και σε μία φάση, όμως, που ήταν μόνη της, δηλαδή δεν είχε κάποια σχέση.

Είχατε το προνόμιο ή την ευλογία να μπαινοβγαίνετε, όπως είπατε, στο σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Πολλοί άλλοι θα το ήθελαν αυτό. Δεν πιστεύετε ότι έτσι γίνατε αντιπαθητικός σ’ αυτούς ακριβώς τους πολλούς άλλους;

Γίνεται ιδιαίτερα αντιπαθητικό όχι μόνο να μπαίνεις σπίτι της Βουγιουκλάκη, αλλά να σε εμπιστεύονται οι μύθοι όλης εκείνης της εποχής και να γίνονται οι δικοί σου άνθρωποι, γιατί εγώ δεν έκανα απλά επαγγελματικές συνεργασίες. Γινόμουν συγγενής μ’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Μαίρη Χρονοπούλου, που’μαι πολύ κοντά της και θεωρούμαστε φίλοι μεταξύ μας. Για μένα η Μαίρη είναι η μοναδική περίπτωση που συνδυάζει το star quality με τη μεγάλη ερμηνευτική γκάμα. Αισθάνομαι τυχερός γιατί, ομολογουμένως, κάθε συνάντηση και κάθε κουβέντα μας, αποτελεί για μένα μάθημα ζωής. Να πω και ότι αυτή την εποχή ετοιμάζω τη βιογραφία της Μαίρης Χρονοπούλου, της τελευταίας μεγάλης σταρ του ελληνικού σινεμά. Έτσι, όμως, ήμουν με όλους. Οι φίλοι μου, η καθημερινότητα μου, ήταν αυτοί οι σταρ. Τι να κάνω τώρα; Αυτό από μόνο του σε κάνει αντιπαθητικό.

Το πληρώσατε, πιστεύετε, αυτό το τίμημα με ένα τρόπο;

Το πλήρωνα σε ψυχολογικό επίπεδο. Ως το προς τα έξω, όμως, το προς τον κόσμο, διότι αυτό τελικά πρέπει να μας απασχολεί, πέρασε η αγάπη μου γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν και που μεγάλωσα κι εγώ, αυτό με ικανοποιεί βαθιά. Σίγουρα αντιμετώπισα πόλεμο όταν έκανα τους πρώτους κινηματογραφικούς δίσκους και κάποιοι – ευτυχώς όχι όλοι – είπαν: «Τι ξέρει τώρα αυτός και θέλει να γίνει δισκογραφικός παραγωγός;» Δεν επεδίωξα τίτλους εγώ. Το πόσο καλός είμαι ως συγγραφέας ή ως ηθοποιός, ας το κρίνει η ιστορία, εγώ πάντως δεν δηλώνω ούτε βιογράφος, ούτε συγγραφέας. Το μεράκι μου έκανα, το κέφι μου. Τώρα αν αγγίζει τη μάζα αυτό που κάνω ή αν τα βιβλία μου ξεπερνάνε τις 50.000 πωλήσεις, μόνο ικανοποίηση μπορεί να μου φέρει.

Ξέρετε τι έχει συμβεί με την περίπτωση σας; Εξαιτίας σας άρχισαν, εκεί γύρω στις αρχές του ’90, να ακούγονται η Βλαχοπούλου, ο Χορν και η Χρονοπούλου σε όλες τις ντίσκο και τα ελληνάδικα.

Έχετε απόλυτο δίκιο! Πόσο μάλλον όταν όλα ξεκίνησαν απ’ το πάθος ενός μικρού παιδιού που πήγαινε στα σινεμά και ηχογραφούσε τις κασέτες του με τα συγκεκριμένα τραγούδια. Ξαφνικά, μετά από χρόνια, όλο αυτό έγινε μία πανελλήνια υστερία. Τότε ανακάλυψαν ότι πίσω απ’ τα τραγούδια αυτά βρισκόταν ο Άλκης του «Ρετιρέ», ο χαρακτήρας που υποδυόμουν στο σήριαλ του Δαλιανίδη. Έπεσαν όλοι πάνω μου την περίοδο 1990 – 93 να μου ζητάνε ατέλειωτες συνεντεύξεις. Και, παραδόξως, ότι έκανα στο θέατρο, δεν αφορούσε κανέναν. Να μου κάνουν όλοι αφιερώματα για τους δίσκους, η Σεμίνα, η Παναγιωταρέα, η Κορομηλά… Με έπιασε κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και μου είπε: «Εσύ, μικρέ, συνειδητοποιείς τι έχεις κάνει;»…«Όχι» του απάντησα. Εννοούσε πως εκεί που σ’ όλα τα κλαμπ παίζονταν το «Τό’πε, τό’πε ο παπαγάλος», ο Πανταζής και η Άντζελα, ξαφνικά μπήκαν ο Χορν, η Αλίκη, η Μελίνα, ο Κούρκουλος. Η νεολαία, έτσι, εν έτει 1990 μπόρεσε να γνωρίσει αυτούς τους μύθους, εν ζωή οι περισσότεροι. Πως αυτοί οι άνθρωποι να μη μ’ αγαπάνε σήμερα, αφού από μένα εισέπραξαν όλο αυτό πάνω στην εφηβεία τους;

Ο Μάνος Χατζιδάκις, ως γνωστόν, είχε αποποιηθεί την ενασχόληση του με τη μουσική για τον Φίνο. Πως καταφέρατε, αλήθεια, να τον πείσετε να σας δώσει άδεια έκδοσης εκείνων των σάουντρακ του;

Ο Χατζιδάκις μου είχε δώσει την άδεια έκδοσης δέκα σάουντρακ του από δέκα αντίστοιχες ελληνικές ταινίες του Σακελλάριου, του Δαλιανίδη, του Κακογιάννη κ.α. Ήταν ο άνθρωπος που μου άνοιξε την πόρτα της δισκογραφίας. Είχα πάει από κάποιες κιν/φικές εταιρείες για να πάρω κάποια σάουντρακ από master tapes που θα έπαιζα στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο. Δεν μπορούσα να πάρω τις μουσικές και τα τραγούδια από τα βίντεο, γιατί ο ήχος ήταν πολύ κακός. Σκέφτηκα πως κάποιοι μπορεί να’χουν το πρωτότυπο υλικό. Πράγματι, κάποιοι ηχολήπτες και άνθρωποι των κιν/φικών εταιρειών, που με ξέρανε λόγω της δημοφιλίας μου από το «Ρετιρέ», μου είπαν: «Έλα δω, παιδί μου, εσύ που σε συμπαθούμε. Κάτω, στα υπόγεια, θα βρεις χιλιάδες πεταμένα tapes. Πάρ’τα, κάνε τη δουλειά σου και μετά πέταξε τα»!

Απίστευτο!

Ναι, επί λέξει μού είπαν: «Δεν τα θέλουμε πίσω, την έχουνε κάνει τη δουλειά τους. Τα κρατήσαμε εδώ για 30 χρόνια, τι να τα κάνουμε τώρα; Και τι να τα κάνεις κι εσύ; Πάρ’τα και πέτα τα». Τους εξηγούσα πως ήθελα να τα αντιγράψω και να τους τα γυρίσω, αλλά επέμεναν! «Έλα δω, πάρε κι αυτά τα slides, τις αφίσες και τα αρνητικά»! Έτσι έγιναν στην πορεία τα βιβλία μου. Θυμάμαι ότι για μια βδομάδα κουβαλούσαμε κούτες μ’ ένα φίλο μου, που είχε αυτοκίνητο. Ο Κώστας Κλάββας μου’χε χαρίσει κι ένα μπομπινόφωνο για να μπορώ ν’ ακούω τα tapes κι έτσι για τρία – τέσσερα καλοκαίρια, εγώ δεν πήγα διακοπές, αφού καθόμουν κι έκοβα κι έραβα τα master tapes των παλιών ταινιών. Ο μαέστρος ο Θεοδοσιάδης με παρότρυνε να πάω το υλικό από κάποια δισκογραφική. Όντως, το πήγα στον Μαραβέλια της ΛΥΡΑ, ο οποίος μού εξήγησε ότι άπαξ και τον ενδιέφερε, λεφτά δεν θα έπαιρνα, διότι «αυτά δεν πουλάνε». Του απάντησα πως δεν ήθελα λεφτά παρά μόνο να εκδοθούν τα τραγούδια και οι μουσικές για να υπάρχουνε. Μετά του είπα πως έχω στα χέρια μου σάουντρακ του Πλέσσα, του Θεοδωράκη, του Καπνίση, του Χατζηνάσιου και του Χατζιδάκι. Στο όνομα «Χατζιδάκις», κόλλησε! Άστραψε το μάτι του! Μου κάνει: «Να, αυτός πρέπει να βγει, αλλά ποιος τον πλησιάζει τον Χατζιδάκι; Τολμάει κανείς;»…«Θα πάω εγώ και θα τον βρω» του απάντησα, «τι είναι ο Χατζιδάκις; Τρώει ανθρώπους;» Αρχίζω να τηλεφωνώ του Χατζιδάκι, ποτέ δεν έβγαινε στο τηλέφωνο, μέχρι που βγήκε μετά από ένα τρίμηνο. Μου λέει ευγενικά ο Χατζιδάκις πως δεν τον ενδιαφέρουν αυτά τα σάουντρακ, γιατί τα έκανε για βιοποριστικούς λόγους και όλη εκείνη την εποχή, την έχει αποκηρύξει. Πάνω κει γίνεται ο εξής διάλογος:

– Κρίμα, γιατί έχω βρει και τα «Χαμένα Όνειρα».

– Το έχετε;

– Ναι, το αυθεντικό.

– Σε τι φορμάτ;

– Σε master.

– Μπορείτε να το κάνετε μία κασέτα και να μου το φέρετε;

Εκτίμησα πολύ από τον Χατζιδάκι που δεν μου ζήτησε τα master tapes. Το λέω, γιατί ένας άλλος συνθέτης, ο Νίκος Μαμαγκάκης, δεν είχε φερθεί με τον ίδιο τρόπο. Πήρε με δόλιο σχεδόν τρόπο τα σάουντρακ από τα master που του’χα δώσει και τα εξέδωσε μόνος του χωρίς καν να ενημερωθώ. Και, OK, εγώ ως αγνός έλεγα «Πάρτε τα master, σας τα δίνω», στην πραγματικότητα όμως είχα ρίξει πάρα πολλή δουλειά και κόπο από το να τα αποκτήσω μέχρι το να τα κόψω και να ράψω. Τέλος πάντων, πάω στη Ρηγίλλης με μια κασέτα για τον Χατζιδάκι και μου ανοίγει μία κυρία με ένα σκυλί κόλεϊ. Έρχεται ο Χατζιδάκις, με ρωτάει: «Είστε κούριερ;», «Όχι, είμαι ο Μάκης Δελαπόρτας» του απαντάω. Από που να με ήξερε ο άνθρωπος; Άφησα την κασέτα, είπε πως θα μου τηλεφωνήσει, αλλά οι εβδομάδες και οι μήνες περνούσαν χωρίς καμία απάντηση. Όταν του τηλεφώνησα εγώ μετά από ένα τρίμηνο και απάντησε ο ίδιος, τον ρώτησα:

– Κύριε Χατζιδάκι, μήπως ακούσατε εκείνη την κασέτα;

– Την άκουσα και, έχετε δίκιο, έχει ένα ενδιαφέρον.

– Μπράβο, κύριε Χατζιδάκι, χαίρομαι γιατί θέλω πάρα πολύ να βγουν τα σάουντρακ σας από τον παλιό κινηματογράφο. Δεν μ’ ενδιαφέρει να βγουν μόνο τα τραγούδια, αλλά και οι μουσικές σας.

– (παύση)

– Μ’ ακούτε;

– Ναι, σας ακούω. Που είστε; Είστε κοντά, στη ΛΥΡΑ μήπως;

– Στη ΛΥΡΑ είμαι.

– Ελάτε από δω!

Πήγα από κει, βγάζει μια άσπρη κόλλα χαρτί και μου λέει να γράψω ποιους τίτλους έχω βρει από τα σάουντρακ του. Το κάνω και γράφει από κάτω: «Επιτρέπω στον κύριο Δελαπόρτα να βγουν αυτά τα σάουντρακ με τη δική του επιμέλεια». Πηγαίνω κατευθείαν στον Μαραβέλια που δεν πίστευε πως μπορούσε να’χει συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι ξεκίνησαν να βγαίνουν τα πρώτα σάουντρακ του Χατζιδάκι εν έτει 1989-90 που ολοκληρώθηκαν μέσα σε μία τετραετία, λίγο δηλαδή πριν το θάνατο του. Δε θυμάμαι να είχα οικονομικές απολαβές, αλλά μου άνοιξε η πόρτα για ν’ ακολουθήσουν άλλοι 300 δίσκοι με όλους τους μεγάλους συνθέτες για τον ελληνικό κινηματογράφο σε δική μου επιμέλεια. Αυτό το χρωστάω στον Μάνο Χατζιδάκι.

Πιστεύω πως αν πρέπει να σας καταλογίσουμε κάτι είναι το ότι σώσατε κυριολεκτικά από τα σκουπίδια ένα υλικό που αποτελεί πολιτιστική παρακαταθήκη.

Αυτό θα’θελα να μείνει ως υστεροφημία μου. Τίποτα άλλο. Και τώρα μπορεί να στήνω μεγάλες παραστάσεις με πολύ αξιόλογους ηθοποιούς στα μεγαλύτερα θέατρα, αλλά δεν στέκομαι εκεί. Το κάνω για ψυχολογικούς λόγους, τα 50 πια βιβλία μου όμως και οι 300 δίσκοι μου είναι ένα υλικό, που αν δεν υπήρχε η τρέλα μου, θα είχε πεταχτεί, εξαφανιστεί ή καεί. Μάζευα πράγματα από σπίτια ανθρώπων που θα πέθαιναν και οι συγγενείς τους θα τα πέταγαν, γιατί δεν τους αφορούσαν. Πάρα πολλά έσωσα και άλλα τόσα έχασα, γιατί μόνο εγώ έτρεχα και δεν υπήρχαν άλλοι. Κάποιοι πάλι δεν πρόλαβαν να πουν «Έλα εδώ, παιδί μου, πάρ’ τα εσύ όλα αυτά και ξέρεις τι θα τα κάνεις».

Τρέχατε, αλήθεια, σ’ οποιονδήποτε παλιό ηθοποιό σας φώναζε για το αρχείο του;

Όχι, υπήρχαν και κάποιοι που δεν τους είχα «σπουδάσει», δεν τους περιείχα και άρα δεν μ’ ενδιέφεραν. Το να ερχόταν ο οποιοσδήποτε ηθοποιός και να μου έλεγε «πάρε αυτά και βγάλε μου ένα βιβλίο» δεν θα μπορούσα να το κάνω, να διαθέσω το χρόνο μου.

Υπήρξαν ηθοποιοί που να πίστευαν ότι δεν ήταν καλοί ως τραγουδιστές και άρα να μην ήθελαν να βγει το υλικό τους;

Όχι, για ιστορικούς λόγους κανείς δεν μου’πε όχι, διότι εγώ πάντα ζητούσα την άδεια τους πρώτα. Ο Κούρκουλος, ας πούμε, μπορεί να μην είχε τη φωνή με τη μεγάλη έκταση, αλλά τραγουδούσε σωστά. Εμένα, επίσης, μου άρεσε πολύ και η ιδιαίτερη χροιά της Καρέζη, η οποία- απ’ ότι ξέρω – δεν αγαπούσε ιδιαιτέρως το τραγούδι. Η πρώτη εκτέλεση της όμως στο «Μην το ρωτάς τον ουρανό» του Χατζιδάκι, που εγώ έβγαλα, παραμένει ασυναγώνιστη.

Πως εξηγείτε το ότι στις επόμενες επανεκδόσεις των δίσκων αυτών, δεν υπήρχε το όνομα σας;

Αυτά που γίνονται στην Ελλάδα είναι ανεπίτρεπτα! Αν ήθελα να κινηθώ νομικά, θα είχα κερδίσει όλες τις δίκες, γιατί όλες οι πρώτες εκδόσεις αναγράφουν απάνω «Παραγωγή – επιμέλεια: Μάκης Δελαπόρτας». Οι επόμενοι, για να μην έχω προφανώς το δικαίωμα να ζητήσω κάτι ως παραγωγός, βγάλανε εντελώς αυθαίρετα το όνομα μου. Με στενοχώρησε πολύ το γεγονός, αλλά κάνανε τόσες πολλές εκδόσεις πια που δεν θα προλάβαινα να’μαι στα δικαστήρια. Όσοι, πάντως, έχουν τις πρώτες εκδόσεις, ξέρουν πως αυτές οι δουλειές είναι δικές μου. Τώρα πια δεν υπάρχουν καν τα CD, τι να πούμε…

Είστε υπέρ της ελεύθερης διακίνησης αυτών των σάουντρακ στο διαδίκτυο;

Όσα έχουν ήδη βγει, υπάρχουν στο διαδίκτυο, όχι όμως και τα ανέκδοτα που έχω και είναι γύρω στα 200. Πιστεύω πως μετά από μένα, θα οδηγηθούν κι αυτά στις χωματερές, κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου. Θα’θελα να βρω τον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή να βγούνε και να μείνουν για την ιστορία. Δεν είμαι παράλογος, ξέρω πως είναι η εποχή, δεν αποβλέπω στο να γίνω πλούσιος, αλλά όταν έχω διαφυλάξει ένα υλικό για 30 χρόνια, δεν μπορώ να το κυκλοφορήσω στο διαδίκτυο και να το πάρει όποιος θέλει. Δεν γίνεται αυτό!

Πρέπει να βγάλατε χρήματα, πάντως, απ’ αυτή την ενασχόληση.

Έβγαλα αρκετά χρήματα μόνο απ’ το δίσκο με την Αλέξια που ξεπέρασε τις 200.000 πωλήσεις και ήταν καθαρά μία δική μου παραγωγή. Με την προκαταβολή γι’ αυτό το δίσκο, πήρα κι αυτό το σπίτι που βρισκόμαστε τούτη τη στιγμή (γέλια). Απ’ τους 299 άλλους δίσκους, έπαιρνα χαρτζιλίκια για να περνώ άνετα τη ζωή μου. Άλλος όμως στο εξωτερικό, με 50 βιβλία και 300 δίσκους, θα’χε λύσει το οικονομικό θέμα μέχρι και των δισέγγονων του. Έτσι, μπορεί τώρα να παλεύω για να βγάλω τη χρονιά μου, αλλά δε με χαλάει, γιατί είμαι ένας βαθιά αγωνιστής καλλιτέχνης.Μα τι λέω σήμερα; (γέλια) Πρώτη φορά μου τα ρωτάνε αυτά!

Αυτή η ενασχόληση ήταν τροχοπέδη για μια μεγαλύτερη καριέρα στο θέατρο;

Αναμφίβολα. Όταν ξεκίνησαν οι προτάσεις απ’ όλες τις δισκογραφικές για να επιμελούμαι δίσκους από τον ελληνικό κιν/φο, δεν προλάβαινα να κάνω θέατρο κι έτσι πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Έδινα συνεντεύξεις και ενώ ήθελα πολύ να μιλήσω για την παράσταση που έπαιζα, δεν αφορούσε κανέναν. Όλοι ρωτούσαν για το δίσκο της Βλαχοπούλου και της Αλίκης. Ύστερα άρχισα τις βιογραφίες, ένα πολύ μοναχικό σπορ, όπως μοναχική είναι και όλη η συγγραφή. Ήθελε 100% δόσιμο. Ο κύκλος τείνει να κλείσει, αν και έχω καμιά δεκαριά ακόμη να ολοκληρώσω.

Τι να κλείσει με δέκα βιογραφίες στα σκαριά;

ΟΚ, έχω κάποια χρόνια ακόμη για να γράφω, να ξέρετε όμως πως άπαξ και ξεκινήσω μία βιογραφία, την έχω πανέτοιμη μες στο μυαλό μου μέχρι και σελιδοποιημένη.

Να πούμε κάτι και για το «Σουτιέν του μπαμπά»;

(ενοχλημένος) Ελάτε τώρα!

Γιατί όχι; Πιστεύετε πως πολλοί απ’ τους σταρ που συναναστρέφεστε, δεν θα ήθελαν να είχαν εξαφανίσει κάποια απ’ τα πεπραγμένα τους;

Αυτό ήταν ένα δραματικό έργο που λεγόταν «Μάμα Ρόζα» και που παιζόταν σ’ ένα καφεθέατρο. Εγώ υποδυόμουν ένα ορφανό παιδί που ανακάλυπτε πως ο πατέρας του ήταν τραβεστί. Ατέλειωτο δράμα! Κάποια στιγμή είπαν να το γυρίσουν ταινία, την εποχή που ο Κατακουζηνός είχε κάνει τον «Άγγελο» με τον Μιχάλη Μανιάτη. Και καλά θα πηγαίναμε στο φεστιβάλ κλπ. Είδα τελικά στους κιν/φους έναν άλλο ευτελή τίτλο – αίσχος και μία τραγική ταινία. Δεν ήξερα, στα 17 ήμουν, τι να έκανα; Κάποιοι ωστόσο που θέλουν να χαρακτηρίσουν τον ηθοποιό και συγγραφέα Δελαπόρτα, θα το κάνουν απ’ το «Ρετιρέ», που ήταν ένα δημοφιλέστατο σήριαλ που παίζεται μέχρι σήμερα. Ήταν τιμή για μένα να ‘μαι στο team των νέων παιδιών του Δαλιανίδη. Εγώ και στο team του Δαλιανίδη υπήρξα, και εξώφυλλο στα «Μανίνα – Σούπερ Κατερίνα» έγινα, και αφίσα στα παιδικά δωμάτια…Υπήρξε κι αυτή η εποχή, αλλά νομίζω πως το μυαλό και το πνεύμα μου δεν είχαν καμία σχέση με την εξωτερική μου εμφάνιση. Ήμουν ένα παιδί baby face, που μεγάλωνα και ωρίμαζα εσωτερικά, αλλά όχι εξωτερικά, με αποτέλεσμα να μη μου δίνονται ρόλοι. Ήμουν ένα παιδί συνεσταλμένο με αξιοπρέπεια που με ερωτευόντουσαν, αλλά όχι χυδαία. Με έβλεπαν το πολύ για μια αγκαλιά, όντας από μικρός ένα τρυφερό παιδί. Δεν νιώθω παραπονεμένος, αφού ανήκω στους αυτοπροτεινόμενους και αυτοδιαχειριζόμενους καλλιτέχνες. Να ένα μήνυμα για τα παιδιά τα νέα, που απελπίζονται με το πρώτο κλείσιμο της πόρτας! Δεν τηλεφωνούσα για δουλειά ποτέ, είχα αξιοπρέπεια, αλλά φρόντιζα με τον τρόπο μου να τους υπενθυμίσω ότι είμαι εδώ κι εγώ, ότι υπάρχω και βασικά να τους προτείνω πράγματα. Τις πιο πολλές φορές αυτό μου’βγαινε σε καλό!

Κι απ’ την άλλη θα μπορούσατε να εκμεταλλευτείτε και τις τόσες γνωριμίες σας μ’ όλους τους σταρ.

Εννοείται, αλλά και γι’ αυτό ακριβώς είναι άδικα κάποια σχόλια και κριτικές που μου γίνονται από μερικούς, ευτυχώς όχι απ’ όλους. Απ’ τον κόσμο και απ’ το χώρο δεν έχω παράπονο, διότι – κακά τα ψέματα – για να καθιερωθείς σαν καλλιτέχνης πρέπει να σ’ αποδεχτεί πρώτα ο χώρος και μετά το κοινό. Κάποιοι παρόλα αυτά θα είχαν ένα μειδίαμα ή το σύνδρομο του σηκωμένου φρυδιού, που λέω εγώ. Σε μια πρεμιέρα να θέλω να χαιρετίσω κάποιον που θα κάνει ότι δεν με βλέπει ή σε μια νέα κοπέλα, πρωταγωνίστρια σε σημερινό σήριαλ, που θα πάω να της πω «Τι κάνεις, αγάπη μου, καλά είσαι;» κι αυτή θα με κοιτάξει και θα μου απαντήσει «Θύμισε μου…» ΟΚ, παίζει και αυτό, οπότε δεν κολλάω εκεί πέρα.

Πρέπει να είστε ήρεμος άνθρωπος.

Πάρα πολύ. Δεν καυγαδίζω ποτέ. Απ’ τον καιρό που έχασα τη μάνα μου και τον πατέρα μου, δεν ξανανέβασα τον τόνο της φωνής μου σε κανέναν άνθρωπο, ούτε και καρδιακούς παλμούς. Επειδή εγώ κάνω πια δικούς μου θιάσους, που περνάνε τα πάντα από τον έλεγχο μου, όλα γίνονται με πάρα πολύ γλυκό και ήπιο τρόπο. Ποτέ δεν έχω προσβάλλει άνθρωπο κι όποιος έχει αντίθετη άποψη, να βγει να το πει! Τόσο, που οι παραγωγοί μου μού λένε «Δε χρειάζεται να’σαι τόσο ευγενικός» (γέλια). Πρόσφατα ο τωρινός παραγωγός μου γύρισε και μου είπε: «Μάκη, πόσο δίκιο έχεις. Έτσι πρέπει να’μαστε όλοι, σαν και σένα». Εγώ το κάνω, όμως, πολύ φιλοσοφημένα, αφού σε μία παράσταση, απ’ την πρώτη ανάγνωση κιόλας, λέω σ’ όλους πως λειτουργούμε σαν ομάδα, ο ένας για τον άλλο, και πως απλά θέλω να δω το όραμα μου επί σκηνής. Προέρχομαι κι από μια γενιά που εμείς τρέμαμε τους σκηνοθέτες. Ξέρετε ότι δεν μπορώ να δω σήμερα το «Ρετιρέ», γιατί ακόμη δεν έχω αποβάλλει το άγχος της συνεργασίας με τον Δαλιανίδη; Χωρίς δηλαδή να σου φώναζε, ήθελε να μην ξεχάσεις ούτε μία λέξη από το κείμενο, κάτι που από μόνο του σε άγχωνε. Αυτό ήταν ο Δαλιανίδης, με τον οποίο κάναμε στενή παρέα έξω. Γούσταρε πάρα πολύ αυτά που έκανα με τα βιβλία και τους δίσκους, ερχόταν σε βραδιές μου και μιλούσε για μένα με τα καλύτερα λόγια.

Θέλω να πάμε τώρα στη Ρένα Βλαχοπούλου, την άλλη μεγάλη καλλιτεχνική σχέση της ζωής σας μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Και η Ρένα είχε δει σε μένα αυτά που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Ποτέ δεν την «έγλειψα» και δεν την κολάκεψα – καλά, εκείνη δεν τις ήθελε καθόλου τις αυλές. Στη Βλαχοπούλου έβλεπα μια δυναμική μάνα που ποτέ δεν είχα, αφού η μάνα μου ήταν μία απλή λαϊκή γυναίκα. Κι εκείνη, όμως, έβλεπε τον γιο που ποτέ δεν απόκτησε. Είχαμε παίξει μαζί σε μια – δυο παραστάσεις στο θέατρο όταν ήμουν ήδη γνωστός από την τηλεόραση, εννοώ πως δεν με «έφτιαξε» εμένα η Ρένα. Με γύριζε με τ’ αμάξι της στο σπίτι τα βράδια και μου έλεγε «Να σε δω να μπαίνεις μέσα και μετά θα φύγω». Ήταν όλο μαμαδίστικες συμβουλές. Πολύ πονόψυχη…Πολλές αγαθοεργίες έκανε που δεν τις ξέρουν…

Όχι μόνο δεν τις ξέρουν, αλλά έχει ακουστεί ότι ήταν έως και σπαγκοραμμένη.

Η Ρένα ήταν τσιγκούνα, αλλά σε μηδαμινά πράγματα. Δηλαδή μπορούσες να πας σπίτι της και να’φευγες νηστικός ή να σου’βαζε μόνο δυο δαχτυλάκια ουίσκι. Μια φορά, όμως, που μπήκαν σπίτι μου και μου έκλεψαν 100.000 δραχμές και μία φωτογραφική μηχανή, ήμουν πολύ στενοχωρημένος και της το’πα από το τηλέφωνο. «Έλα από δω» μου κάνει, πάω και μου’χε σ’ ένα φάκελλο τις 100.000! Αν άκουγε ότι πέθανε ενός συναδέλφου της η γυναίκα και του άφησε τρία παιδιά, έβγαζε κανονικό μηνιάτικο για την οικογένεια, τους έδινε στάνταρ χρήματα. Έκανε πολλά τέτοια, αλλά μην ξεχνάμε και πως οι άνθρωποι όλης αυτής της γενιάς είχαν το σύνδρομο της Κατοχής. Η Ρένα, που ήταν γεννημένη το 1923, ήταν στυλοβάτης για την οικογένεια αφότου σκοτώθηκαν οι γονείς της στον πόλεμο.

Πριν ξεκινήσει η καταγραφή αυτής της συζήτησης μας, μου αφηγηθήκατε μια πολύ συγκινητική ιστορία από τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Θέλετε να τη μοιραστείτε;

Η Ρένα ήταν συγγενής μου πια και γι’ αυτό μου άφησε τη διαχείριση των πνευματικών της δικαιωμάτων και του αρχείου της. Αυτό είναι τύχη που την έχτισα εγώ, γιατί ήμουν κοντά της και στα δύσκολα. Έμενε κι εδώ, στη Βούλα, και την έβλεπα καθημερινά. Αν πάλι είχα πολλές δουλειές, θα την επισκεπτόμουν τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα κι αυτές ήταν οι ώρες χαράς και αναπτέρωσης της. Μιλάω για τα τελευταία χρόνια που είχε καταπέσει, δεν έπαιζε πια στο θέατρο, είχε πολλά προβλήματα υγείας και το ψυχολογικό της έπρεπε να’ναι μονίμως ανεβασμένο. Πιστεύω πως ήμουν απ’ τους ανθρώπους που της έκαναν τέτοιου είδους τονωτικές ενέσεις. «Πάμε έξω βόλτα» της έλεγα κι όταν βαριόταν, την κατσάδιαζα. Της έλεγα ότι παράτησα τη δουλειά μου για να’ μαι εκεί. Της ζητούσα να βαφτεί λίγο, «Δεν βλέπω, βρε» μου έλεγε και την έβαφα εγώ τελικά. Έπρεπε να βαφόταν, να φτιαχνόταν λίγο, γιατί βγαίναμε έξω και ο κόσμος τη γνώριζε και την κοιτούσαν. «Πως έγινε έτσι η Βλαχοπούλου;» λέγανε κι αυτό δεν μου άρεσε εμένα. Τα τελευταία της Χριστούγεννα μου είχε ζητήσει να την πάω να δει τη στολισμένη Αθήνα. Ήταν ντυμένη όμορφα, με το ταγεράκι της, αλλά πολύ αδυνατισμένη και με τρομερή αδυναμία στα πόδια. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Την έπαιρνα κυριολεκτικά αγκαλιά και την κάθιζα στη θέση του συνοδηγού. Δεν το’χω ζήσει με τη μάνα μου αυτό και τό’ζησα με τη Βλαχοπούλου! Φτάνουμε στο Σύνταγμα κι ακολουθεί ο εξής διάλογος:

– Θα μου κάνεις μια χάρη, βρε;

– Τι θες;

– Θα με πας μια βόλτα από το Ακροπόλ;

– Γιατί;

– Έτσι, να το δω…

– Είναι ημέρα Χριστουγέννων, Ρένα μου, και θα’χει πολύ κόσμο.

Την πήγα τελικά κι έζησα εκεί μία συγκλονιστική στιγμή! Βλέπαμε τον κόσμο να μπαινοβγαίνει στο θέατρο κι εκεί την πιάσανε κάτι κλάματα…Έβαλε το πρόσωπο στο παράθυρο του αυτοκινήτου και άρχισε να σπαράζει. «Πάμε να φύγουμε» της είπα…«Όχι, λίγο ακόμα, άσε με να δω, εδώ ήταν το σπίτι μου για σαράντα χρόνια, το σπίτι μου, εδώ μέσα έζησα τα πάντα»…Την άφησα, αλλά ταράχτηκα και συγκλονίστηκα. Κι όταν της είπα «Γιατί μου το κάνεις αυτό;», μου απάντησε «Εντάξει είμαι τώρα, ηρέμησα»…Δεν μου ξαναζήτησε να την πάω από κανένα άλλο θέατρο και λίγο μετά έφυγε από τη ζωή. Ήταν τα τελευταία της Χριστούγεννα. Δεν πέθανε μεγάλη η Ρένα, στα 81 ήταν, αλλά το ζάχαρο την είχε τσακίσει. Ούτε καταχρήσεις έκανε, μόνο το τσιγάρο ήθελε ως το τέλος, που δεν έπρεπε. «Αφήστε την» είχαν πει οι γιατροί…

Είστε νέος άνθρωπος, που θα έχετε βιώσει έντονη την απώλεια με τόσους σταρ που γνωρίσατε και που μοιραία δεν είναι εδώ πια. Δεν ακούγεται από λίγο έως πολύ καταθλιπτικό αυτό;

Για κάποιους ίσως, αλλά δεν ισχύει για μένα. Εγώ έχω 10.000 δίσκους που δεν θα τους αποχωριστώ ποτέ, γιατί είναι οι αναμνήσεις μου. Καθημερινά ακούω δίσκους με το που ξυπνήσω, με τον καφέ μου. Έχω πράγματα σπουδαίων ανθρώπων που δε μπορώ να τα κρατάω πια σε αποθήκες. Είτε είναι της Αλίκης, είτε της Ρένας, είτε άλλων, πρέπει κάπου να πάνε. Και μένα ώρες – ώρες με μελαγχολούν. Είναι σαν να πηγαίνεις στο πατρικό σου και κάποια πράγματα των δικών σου να σου θυμίζουν μνήμες…

Κι όταν θα πάτε κι εσείς 80 ετών, θα έχετε πολλές μνήμες να θυμάστε;

Ατέλειωτες μνήμες θα έχω. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και ευλογημένο που βρέθηκα στη ζωή πολλών σημαντικών ανθρώπων, οι οποίοι αναμφίβολα είναι κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας. Αυτές οι μορφές δεν υπάρχουν σήμερα και ούτε θα ξαναϋπάρξουν. Η Βασιλειάδου σαν κουτσομπόλα της γειτονιάς, ο Μακρής σαν πατέρας και ο Βέγγος σαν βιοπαλαιστής. Δεν πειράζει, εγώ ζω σε μιαν άλλη εποχή, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι ένας σύγχρονος μοντέρνος άνθρωπος. Στο θέμα της δουλειάς, όμως, θεωρώ αποστολή μου να διασώσω κομμάτια του πολιτισμού. Μακάρι να γινόταν ένα μουσείο κινηματογράφου, που θα έμπαινε μέσα ότι έχω στα χέρια μου και θα ταξίδευε στις επόμενες γενιές. Διότι δεν μου ανήκει τίποτα: Όλα ανήκουν στην ιστορία!

Μπόσκο - Μάκης Δελαπόρτας (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου)
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Πρώτη φορά μίλησα έτσι. Δελαπόρτας δεν είναι μόνο Βουγιουκλάκη και ελληνικός κινηματογράφος, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, που κανένας απ’ τους δημοσιογράφους, που δίνω συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπήκε σε βάθος. Ποτέ άλλος δεν μπήκε στη διαδικασία να μάθει και πέντε- δέκα άλλα πράγματα για μένα. Έμεναν στην επιφάνεια μια ζωή.

Μήπως γιατί επιφανειακός είναι ολόκληρος ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος;

Αχ, μη με τσιγκλάτε τώρα, γιατί ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ήταν πολύ πιο βαθύς και ουσιαστικός απ’ αυτό που φαίνεται και που του αποδίδουν. Το αποδεικνύουν οι σταθερές υψηλές τηλεθεάσεις καθώς τα χρόνια περνάνε και οι ηθοποιοί που μυθοποιήθηκαν. Που να ήξεραν όλοι αυτοί, όταν γύριζαν ταινίες για το μεροκάματο τους, πως θα γίνονταν τόσο διάσημοι 40 και 50 χρόνια μετά το θάνατο τους;

Το «γυρνάτε» πάντα στη λαϊκή αποδοχή, κάτι – ξέρετε – που ο Μάνος Χατζιδάκις όχι απλά εχθρευόταν, μα πολεμούσε κιόλας.

Πιστεύω πως αν ο Μάνος Χατζιδάκις ζούσε σήμερα κι ήταν 95 ετών, σαν τον Θεοδωράκη, να είχε αναθεωρήσει πολλά για την εποχή εκείνη και να την αγαπούσε.

Το πιστεύετε στα αλήθεια;

Ναι. Θα συνειδητοποιούσε πως εκείνη την εποχή με τα μηδαμινά τεχνικά μέσα, αυτές τις εργασιακές συνθήκες και το μεράκι τους είχαν κάνει θαύματα. Δεν είναι τυχαίο που εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, αναμασάμε την εποχή του ’60.

Μάκης Δελαπόρτας - Μαίρη Χρονοπούλου - Μπόσκο (Σεπτέμβριος 2021)
* Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Άρης Δαβαράκης: «Τόσο ελεύθερα δεν νομίζω νά'χω ξαναμιλήσει σε συνέντευξη» (η συνέντευξη της ζωής του πολυτάλαντου Δαβαράκη από τον Νοέμβριο του 2019)

 

Ο Άρης Δαβαράκης είναι μια μοναδική περίπτωση που απασχολεί εδώ και 45 χρόνια τους χώρους της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, της τηλεόρασης, αυτού που λέμε «νυχτερινή ζωή» και, φυσικά, του τραγουδιού και της μουσικής. Από τη μία φέρει όλη την ευγένεια της αστικής αλεξανδρινής καταγωγής του κι από την άλλη το μύθο ενός αυτοκαταστροφικού καλλιτέχνη, όσο κι αν το τελευταίο το εξισορροπεί με κάποιες θεολογικές μεν, διόλου διδακτικές δε, αναζητήσεις. Είναι κι αυτή η ηρεμία στο βλέμμα του, όταν σου μιλάει, που αντιλαμβάνεσαι πως έφτασε στα ανθρώπινα όρια του και πως κινδύνεψε να το «τερματίσει» ως δέσμιος μιας έμφυτης αθωότητας και μιας φιλοπεριέργειας που τον χαρακτηρίζει. 

Δικό του είναι το «Σαν παλιό σινεμά (Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων)», σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που τραγούδησαν ο Βασίλης Λέκκας και ο Γιώργος Νταλάρας. Δική του είναι, επίσης, η «Αλεξάνδρεια» σε μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, που έφτιαξε την καριέρα του Γιάννη Κότσιρα. Δικές του είναι, όμως, τον ίδιο καιρό και τρεις παγκρεατίτιδες που κόντεψαν να τον στείλουν στο θάνατο πριν την ώρα του, εξ αιτίας των καταχρήσεων της νύχτας.

Στην ακόλουθη συνέντευξη που διήρκεσε δυόμισι ολόκληρες ώρες και που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2019, πριν από μία πενταετία, στο «Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας, ο Δαβαράκης ίσως για πρώτη φορά μίλησε τόσο ελεύθερα και ακομπλεξάριστα για όλους και για όλα.  

Με το που ανακοίνωσα στα social media ότι θα μου δώσετε συνέντευξη, δέχτηκα έναν καταιγισμό σχολίων και μηνυμάτων όλο αγάπη και συμπάθεια προς το πρόσωπο σας. Που το αποδίδετε εσείς αυτό;

Φαίνεται ότι έρχεται μια απρόσμενη στιγμή που συσσωρεύονται καλές αναμνήσεις στους ανθρώπους από σένα, γιατί υπάρχουν και χιλιάδες δυσάρεστες – κακά τα ψέματα. Μεγαλώνοντας, έχουμε την τάση να θυμόμαστε απ’ τους άλλους τα καλά τους συνήθως. Φέτος έγινα 66, πράγμα που δεν τό’χω συνειδητοποιήσει και μου φαίνεται τρελό. Όπου νά’ναι εβδομηνταρίζω…Μου έκανε εντύπωση αυτό που κοινοποιήσατε για τη συνέντευξη μας και ο τρόπος που το κάνατε. 

Το αποδίδετε στο χρόνο, λοιπόν. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο πριν μία δεκαετία;

Πριν από λίγα χρόνια, όχι δέκα, υπήρχαν άλλου είδους εντάσεις. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που σε όλη μου τη ζωή δημιουργούσα εντάσεις, αλλά δεν ήτανε κακής προαίρεσης και ήξεραν οι άνθρωποι πως έχω μια άποψη, καλή ή κακή, και τη λέω. Ήρθα σε κόντρα με τις πιο παλιές μου φιλίες όταν άρχισα να κάνω το portal του ΣΥΡΙΖΑ, ένα site που είχαμε στήσει με τον Βερναρδάκη και τον Τσίπρα, που κράτησε πολύ λίγο, μια και σταμάτησε με το δημοψήφισμα. Είχα γράψει ένα κομμάτι που έλεγε πως θα ψηφίσω ΝΑΙ στο δημοψήφισμα και βέβαια σταματήσαμε τη συνεργασία μας. Μέχρι αυτό να συμβεί, είχα αρκετές κόντρες με τους ανθρώπους, του στυλ «Τι θέλει αυτός τώρα;» κλπ. Ξέρουν ότι είμαι αστός, ούτε καν ΠΑΣΟΚ δεν έχω ψηφίσει στη ζωή μου. 

Δεξιός, λοιπόν;

Έλα, ρε, που είμαι δεξιός! Αν είναι δυνατόν! 

Μα, έτσι όπως τό’πατε…

Μού’χει μείνει απ’ τον Χατζιδάκι αυτό. Το να μπορείς να είσαι αστός, γιατί έτσι γεννήθηκες, αυτό σου συνέβη, και παράλληλα οι ιδέες σου νά’ναι αριστερές.

Έως αναρχικές.

Ναι, πιο πολύ αναρχικές εμένα, παρά αριστερές. Μεγαλώνοντας βλέπω τις αδικίες…Ένας άλλος στη θέση μου μπορεί νά’λεγε: «Κοίτα να δεις, πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμη; Εγώ θά’μαι με τους από κει, καλά θα περνάμε, ας πάω λίγο ακόμα πιο κει να βγάλω κάνα φράγκο παραπάνω, να πάω και σε ένα γραφείο κόμματος, άμα τό’χω να γράψω και τον ύμνο του καλού κόμματος και να τά’χω καλά με όλους»! Για να το πω πιο απλά, βλέπεις τι γίνεται παγκοσμίως, η κοινωνική αδικία είναι τεράστια και δεν τίθεται πια θέμα δεξιάς κι αριστεράς. Εμένα με εξέφρασε ο Μακρόν όταν είπε προεκλογικά: «Εγώ δεν είμαι αριστερός, ούτε δεξιός», κάτι που πιστεύω τού’φερε και ψήφους. Εμείς είμαστε πολύ απομακρυσμένοι ούτως ή άλλως από τη Ρωσική Επανάσταση, από τους Λουδοβίκους, από το Παλάτι, από τη Ρηγίλλης, απ’ όλα αυτά, για νά’μαστε αριστεροί και δεξιοί. Το 95% της Ελλάδας δεν έχει τέτοιους δεσμούς πια. Εντάξει, είναι μερικοί στη ΝΔ που έχουν μείνει υπολείμματα, όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ που είναι επίσης υπολείμματα του Στάλιν και του Μαρξ. 

Το ΚΚΕ δεν το συζητάτε καν;

Το ΚΚΕ το βλέπω σαν κάτι πολύ σεβαστό, σαν ένα απολίθωμα που στέκεται εκεί, σαν ένα άγαλμα, το οποίο είναι μιας εποχής που καλό είναι να τη θυμόμαστε και να της βάζουμε ένα στεφάνι κάθε χρόνο. Αλλά, δεν, δεν «παίζει»…

Αναφερθήκατε στον Χατζιδάκι, ο οποίος όμως είχε βγει στο δρόμο μαζί με τους αναρχικούς κιόλας όταν έγινε η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά.

Βεβαίως, βεβαίως! Δεν έπαυε όμως να διακηρύττει ότι είναι ένας αστός, φίλος του Καραμανλή, χωρίς να σημαίνει ότι ήταν δεξιός με την έννοια που είναι ο Βορίδης – μην τρελαθούμε! 

Όντως, μην τρελαθούμε.

Δικαίωμα μας είναι να είμαστε ότι θέλει ο καθένας, φτάνει να μην ενοχλούμε τον διπλανό και να μην κάνουμε μαλακίες.

Θυμάμαι κάποτε έναν φίλο. Ακούγαμε τον «Κεμάλ» κι εκεί που ο Χατζιδάκις έλεγε «Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ», πετάχτηκε και είπε: «Πως ν’ αλλάξει, ρε μεγάλε, άμα γλείφεις τον Καραμανλή;»

(γελάει) Μάλλον εννοούσε ότι ο Χατζιδάκις πήγαινε κόντρα στον εαυτό του. Ναι, εγώ θυμάμαι ότι είχα πάει μαζί του σε ένα φεστιβάλ της «Αυγής», αλλά και στου Ρήγα – πάντα στον Ρήγα! Είχε σεβασμό στη νεολαία αυτή. Έτσι, ακολουθώ κι εγώ τη δική του γραμμή. Ο Χατζιδάκις είχε μιαν άποψη, που δεν εξαρτιόταν απ’ τη δέσμευση του απέναντι στον Καραμανλή κάθε φορά ή στον Κύρκο, με τον οποίο επίσης ήταν φίλοι. 

Εσείς, κύριε Δαβαράκη, συγκεντρώνετε πολλά ετερόκλητα στοιχεία πάνω σας. Είστε και του λιμανιού, είστε και του σαλονιού. Είστε καταραμένος, είστε…

(με διακόπτει) Και ευλογημένος! Έχω δηλαδή νιώσει και πολύ τυχερός. Δεν θα το φανταζόμουν ότι θα ζήσω πάνω από τα 40, ειλικρινά. 

Αναφερόμενος στις κραιπάλες του παρελθόντος;

Ναι. Και γενικότερα στις αντοχές μου, τό’βρισκα δύσκολο όλο αυτό το πακέτο. Άσε τη σωματική αντοχή, μιλάω για την ψυχολογική. Έκανα πράγματα με τα γκάζια ενός ανθρώπου που θέλει να πει τη γνώμη του, να επιζήσει και να υπάρξει. Απ’ την αρχή αυτό και ίσως έπαιξε ρόλο ότι γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από ανθρώπους επίσης εκεί γεννημένους. Ήρθα εδώ το 1964, σε ηλικία 11 ετών, σε έναν κόσμο που δεν τον ήξερα, οπότε έπρεπε να γκαζώσω για να ενταχθώ, να μάθω, να γνωρίσω…

Τι θυμάστε απ’ την Ελλάδα του 1964;

Τη θυμάμαι ως καρτ ποστάλ και εικόνα, δεν είχα μεγάλες εμπειρίες. 

Πείτε μου έστω μια πρώτη εικόνα.

Φτάσαμε στον Πειραιά με το καράβι. Ήταν φίλοι Αλεξανδρινοί που είχαν ήδη εγκατασταθεί και ήρθαν να μας υποδεχτούν. Μπήκαμε στ’ αυτοκίνητο και πήγαμε σ’ ένα σπίτι που είχε ετοιμάσει η μάνα μου, η οποία πηγαινοερχόταν και μάλιστα είχε μεταφέρει και τα έπιπλα από την Αλεξάνδρεια. Το σπίτι ήταν στην οδό Αλωπεκής στο Κολωνάκι, αντίστοιχο με τα αλεξανδρινά, με τη νοοτροπία τους, αν και μικρότερο και πιο μαζεμένο. Ακόμη και το δωμάτιο μου ήταν αλεξανδρινό. 

Κατευθείαν όμως βρεθήκατε στο αστικό περιβάλλον του Κολωνακίου.

Ακριβώς και ήταν, νομίζω, απόφαση των γονιών μου. «Θα πάμε, αλλά θα χωθούμε στον αστικό χώρο»! Μετά ήρθε η οικονομική καταστροφή, γιατί τα ξοδέψαμε όλα ’64 με ’67 και οι γονείς μου μπήκαν μισθωτοί σε γραφεία. Ήξεραν ξένες γλώσσες, ήταν μορφωμένοι, αλλά ο τρόπος ζωής άλλαξε. Ήμουν στου Μωραΐτη και άλλαξα σχολείο, γιατί με διώξανε. Ήμουν πάρα πολύ κακός μαθητής, τελευταίος, και πολύ πεισματάρης.

Μοναχογιός;

Μοναχοπαίδι. 

Το λέτε με ελαφρά δυσφορία.

Ναι, το λέω έτσι γιατί εκ των υστέρων αποδείχτηκε δύσκολο. Όταν χάθηκαν και οι δύο γονείς μου στα 50 τους, βρέθηκα στα 26 μου πεντάρφανος και χωρίς φράγκο, αλλά μόνο με χρέη.

Οπότε θα το άμβλυνε όλο αυτό η παρουσία ενός συγγενή α’ βαθμού.

Ε, νά’χες κάποιον να το μοιραστείς αυτό το πράγμα…Απ’ την άλλη νά’χα έναν αδερφό ή μιαν αδερφή, με τους οποίους θα μπορούσα να συνεννοηθώ, γιατί υπάρχουν κι αδέρφια που δεν…Με έδιωξαν, λοιπόν, απ’ του Μωραΐτη, πάω στου Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου ώσπου έρχεται η χούντα. Βρισκόμαστε στην Κερασούντος με τους γονείς μου να δουλεύουν σκληρά πια, ακόμη και τα απογεύματα. Ίσαμε τότε νομίζαμε ότι τα λεφτά φύτρωναν στα δέντρα. Δεν ήξεραν οι γονείς μου οι κακόμοιροι, δεν τα ήξεραν τα χρήματα εννοώ, πήγαιναν και τα έπαιρναν κατευθείαν απ’ το γραφείο.

Υπήρξε μια περίοδος μελαγχολίας με τον επαναπατρισμό;

Ναι, αλλά ήταν πάρα πολύ αποφασισμένοι να μην το βάλουν κάτω και να ενταχθούν. Την αγαπούσαν πάρα πολύ την Ελλάδα, η μάνα μου έλεγε «Νά’ναι καλά ο Νάσερ που ήρθαμε στην Αθήνα, μια πολιτισμένη πόλη». Αυτά, τα περί Αλεξάνδρειας, τα έλεγε σαχλαμάρες, δεν ήθελε να είναι μεταξύ των Αιγυπτιωτών που λέγανε «Εμείς τι είχαμε, πως ήμασταν» κλπ. 

Η χούντα σας επηρέασε;

Πολύ! Διαμόρφωσα μια τελείως αντιχουντική προσωπικότητα. Το ’67 ήμουν 14 και το ΄74, ήμουν πια 21, απ’ την ήβη δηλαδή βρέθηκα στην ενηλικίωση. Είχαμε διχασμό στο σπίτι χωρίς να γίνονται καυγάδες. Η μάνα μου ήταν τρομερά αντιχουντική, τους σιχαινόταν, αν και κομμουνίστρια δεν θα την έλεγες καθόλου. Να φανταστείτε, ψήφιζε τη Βιργινία Τσουδερού, τον Πεσματζόγλου. Ήταν δημοκράτισσα, γαλλικής κουλτούρας. Ο μπαμπάς, όμως, τσίμπησε: «Καλά τους κάνουνε τους πολιτικούς, τους αλήτες, τους κλέφτες, να τους κλείσουν όλους μέσα»! Μη φανταστείτε ότι είχε χρυσαυγίτικη λογική, αλλά μεταξύ αστείου και σοβαρού και για να εκνευρίσει τη μάνα μου, είχε την τάση υποστήριξης του καθεστώτος με τη λογική ότι όπου νά’ναι θά’ρθουν και καλύτεροι. Εγώ, πάλι, φορούσα στρατιωτικές πατατούκες, είχα μακριά μαλλιά – όχι πολύ μακριά-, πήγαινα στο «Στούντιο» και στην «Αλκυονίδα» να βλέπω ρωσικές ταινίες, έκανα παρέα με ανθρώπους δραστηριοποιημένους στην Αριστερά. Κάποια στιγμή, είχα έναν ινστρούκτορα που με έβαλε να κολλάω αφίσες στους τοίχους τις νύχτες. Εννοείται πως στο Πολυτεχνείο ήμουν μέσα απ’ την πρώτη – δεύτερη μέρα! 

Ήσασταν στο Πολυτεχνείο; Δεν τό’χετε ξαναπεί, νομίζω.

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το Πολυτεχνείο, δεν θέλω να συνδέομαι μ’ αυτό που είναι τώρα. Τότε ήταν κάτι μαζικό, ενθουσιώδες. Δε μπορούσαμε να είμαστε σωστοί και να απέχουμε. Πήγα με τον καλύτερο μου φίλο, τον Τάσο Μελετόπουλο, και βγήκαμε από τα πίσω κάγκελα την ώρα που το τανκ έριχνε την πόρτα! Κάτι παιδιά, μεγαλύτερα, μας είπαν: «Αν δεν έχετε σκοπό να μείνετε μέχρι τέλους, κάντε τη από κάτι κάγκελα πίσω που έχουμε ανοίξει». Την κάναμε, λοιπόν, εκείνη την ώρα! Στο Πολυτεχνείο δεν ήμασταν οργανωμένοι, δεν ξέραμε κανέναν εκεί μέσα. Μαζί μας ήταν και μια κοπέλα, με την οποία τότε ήμουν ζευγάρι για ένα μεγάλο διάστημα, για πέντε χρόνια περίπου – αυτή έφυγε γρηγορότερα από μας, ενώ εμείς με τον Τάσο μείναμε μέχρι τέρμα. Κάναμε μικρά πραγματάκια, παίρναμε τα κουλούρια απ’ τους κουλουρτζήδες και τα πηγαίναμε μέσα ή ταψιά που έφερνε ο κόσμος. Θέλαμε να είμαστε εκεί, δεν μπορούσαμε να μην είμαστε και οι γονείς μας, ξέρετε, μπορεί να ήταν αστοί, αλλά μας περίμεναν με μεγάλη χαρά, ένιωθαν υπερήφανοι!

Αναρωτιέμαι τώρα πόσα χρόνια γνωρίζεστε με τον Μελετόπουλο, αφού μαζί φτιάξατε και το πρώτο τραγούδι σας.

Με τον Τάσο γνωριστήκαμε το ’68 – ’69, πιτσιρίκια. Εκείνος είναι και τρία χρόνια μικρότερος, του ’56 δηλαδή. Τότε φαινόταν η διαφορά, όμως, 17 με 14. Μέχρι σήμερα τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα. Το ίδιο με τη Φρόσω Ράλλη και με την Εμμανουέλα Παυλίδου. 

Με την Όλια Λαζαρίδου;

Με την Όλια δεν τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα, αλλά είμαστε από τότε φίλοι. Συμμαθήτρια μου ήταν ακόμη η Δήμητρα Γαλάνη, αλλά μας έφυγε στην πέμπτη Γυμνασίου γιατί τραγούδησε το πρώτο της τραγούδι με τον Δήμο Μούτση. Την ακούγαμε πια απ’ τις προσφερόμενες εκπομπές. Να, μπορεί να μην είχα αδέρφια, αλλά την οικογένεια του Τάσου, τη θεωρώ δική μου. Κι η κόρη του Τάσου, που’ναι πια ολόκληρη γυναίκα, λέει ότι την οικογένεια την πραγματική τελικά τη διαλέγεις.

Όπως τό’λεγε ο Jim Morrison: «Καλύτερα μια μικρή γιορτή από φίλους παρά μια μεγάλη οικογένεια»…

Α, μάλιστα! Η Κυβέλη είχε από μικρή ένα πάθος με τον Jim Morrison, ίσως γι’ αυτό τό’λεγε (γέλια)

Μιλήστε μου για τους πρώτους σας έρωτες στο πλαίσιο της εφηβείας.

Ενθουσιώδεις! Και παθιασμένοι! Είχα την τύχη να ερωτευθώ πολύ και με διάρκεια, όχι δεξιά κι αριστερά. Κόλλησα! Έναν άνθρωπο είχα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Ήταν τα χρόνια που συνειδητοποιείς χωρίς ακόμα να ξέρεις τη σεξουαλικότητα σου και τι θέλει το κορμί σου. Από κει που παίζεις, είσαι παιδί και υπάρχει επιείκεια από παντού, ξαφνικά λες «Όπα, τώρα έχω να κάνω με έναν κύριο ή με μία κυρία απέναντι, που τους θέλω»! Εκεί αρχίζεις να διαμορφώνεις και την άλλη σου ταυτότητα.

Έχω την αίσθηση πως τόσο εσείς, όσο και ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, δουλέψατε πολύ για την απενοχοποίηση του σεξ στην Ελλάδα.

Ο Γρηγόρης πολύ περισσότερο, αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη. Να διευκρινίσουμε κάτι: Εγώ δεν κυνήγησα ποτέ το σεξ, στην ουσία δεν έχω κάνει σεξ!

Τι ειν’ αυτό που λέτε τώρα;

Αλήθεια το λέω! Δεν έχω κάνει ποτέ σεξ, έχω ερωτευθεί! Ήμουν πολύ τυχερός…Με το που ήρθα στην Ελλάδα, το ότι γνώρισα ανθρώπους σαν τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, τον Κουν, τη Λαμπέτη, σήμαινε ότι βρέθηκα με άτομα, που είχαν ουσιαστική ελευθερία μέσα τους. Δεν το συζητούσαν καν το αν, ποιον και πως θα ερωτευθείς. Για μένα δεν ετίθετο θέμα σεξουαλικότητας, μέχρι που άρχισε να γίνεται όντως θέμα. Νόμιζα πως όλοι οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα, αφού δεν είχα κι εγώ, με το τι είμαι. Θυμόμαστε ακόμη με τον Γιώργο Παυριανό τη γνωριμία μας μέσα σ’ ένα λεωφορείο για την Αγία Παρασκευή, πηγαίνοντας στο Τρίτο Πρόγραμμα. Θυμόμαστε τι φορούσαμε ο καθένας και πως φλερτάραμε μεταξύ μας. Προχωρήσαμε κι ανακαλύψαμε ότι πηγαίναμε στην ίδια δουλειά, δεν είχαμε όμως πρόβλημα μεσ’ στο λεωφορείο για τους άλλους να πούμε τα αστεία μας, να χαριεντιστούμε, να…

Να καλιαρντέψετε, ενδεχομένως.

Καλιαρντά δεν μίλησα ποτέ, ούτε ξέρω αυτές τις λέξεις, ούτε θέλω να τις ξέρω. Δεν μου αρέσουν. 

Γκετοποιούν τους ανθρώπους;

Ναι. Είναι ίσως μια αριστοκρατική άποψη αυτή που έχω για την ομοφυλοφιλία, αλλά αυτήν έχω. Η υπερβολή στην επίδειξη της σεξουαλικότητας μας δεν με πολυεκφράζει και δεν είναι καθόλου politically correct, όπως το λέω τώρα.

Τον περασμένο Φλεβάρη πήγα στην Τουρκία για να πάρω συνέντευξη από τον Zulfu Livaneli. Εκεί παρακολούθησα και την προβολή των «Καλιαρντών» της Πάολας Ρεβενιώτη. Ξέρετε τι μου είπαν Τούρκοι, νεαρά αγόρια και κορίτσια; Ότι τώρα στην Τουρκία δημιουργούνται τα δικά τους καλιαρντά, μια κωδικοποιημένη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, στο πλαίσιο καταπίεσης τους από το καθεστώς Ερντογάν.

Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και για μένα να καταλάβω τι μου συνέβαινε στην ηλικία που βρίσκομαι τώρα! Δεν υπήρχε τότε ενοχή στη συνάντηση μας με τον Παυριανό. Ούτως ή άλλως δεν συνέβη ποτέ κάτι μεταξύ μας και τώρα το λέμε και γελάμε. Είμαστε ακόμα φίλοι…Δεν κουβαλούσα καμία ενοχή, θέλω να πω. Πηγαίναμε τα καλοκαίρια με τους γονείς μου σ’ ένα χωριό στην Εύβοια και, καταλαβαίνεις, χούντα τώρα κι εγώ με την καμπάνα και το μακρύ μαλλί…Όλο το χωριό από πίσω: «Ου, ου, Μπίτλις, γιεγιέ» και μαζί «Ε, ομοφυλόφιλε, πως κουνιέσαι έτσι» κλπ. Εμένα με διασκέδαζε όλο αυτό, να πω την αλήθεια. 

Δεν ίσχυε όμως για όλους τους άλλους αυτό.

Όχι, όχι κι αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. 

Μετά λύπης, φαντάζομαι.

Μετά λύπης, ναι, και συνεχίζω να’μαι πάρα πολύ προσεχτικός τώρα πια όταν μιλάω γι’ αυτά. Μη βγω δηλαδή τώρα και ο τυχερός, ο ευτυχισμένος επ’ αυτού, γιατί δεν θα’ναι σωστό. Απ’ την άλλη, δεν τό’χω καθόλου με το one night stand, την εύκολη καύλα και το γκέτο. Κάποια στιγμή, κάναμε πολλή παρέα μεταξύ μας μόνο γκέι άνθρωποι και παίζαμε καμία μπιρίμπα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι περνούσα πολύ καλά. Εγώ θέλω να βρίσκομαι με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας. 

Απ’ την άλλη, γνωρίζετε πως ο Μάνος Χατζιδάκις, όντας νέος, έβαζε πέτρες μεσ’ στα παπούτσια του για να μην κουνιέται στο δρόμο και τον λοιδωρούν; Μου τό’χε πει ο Κούνδουρος αυτό.

Όχι, δεν το γνώριζα…Σκέψου ότι ο Χατζιδάκις το έκανε αυτό μεσ’ στον Εμφύλιο. Εγώ γεννήθηκα λίγο μετά σε μία χώρα που παρότι είχαν γίνει τα πρώτα βήματα σοβιετοποίησης, ήταν αμερικανοκρατούμενη. Δεν έχω τέτοιες εικόνες.

Υπήρξατε κακός μαθητής, είπατε.

Έφτασα στα 11 από τα 14 μαθήματα να έχω κάτω απ’ τη βάση. Μεγάλη επιτυχία! 

Μήπως κι αυτό αντίδραση στην ακαδημαϊκή παιδεία να ήταν;

Μπα, δεν σκεφτόμουν σοβαρά τέτοια πράγματα. Απλώς ήμουν τεμπέλης.

Και καλοπερασάκιας;

Όσο μπορούσα, ναι, αλλά όχι πολύ, γιατί οικονομικά υπήρχε στένεμα. Όποτε με βόλευε και μπορούσα, ήμουν καλοπερασάκιας. Επίσης, σ’ αυτά τα σχολεία χρωστάμε πολλά, γιατί μου χάρισαν τους μετέπειτα φίλους μου, τις οικογένειες μου. Τα Σάββατα, θυμάμαι, κάναμε κοινά πάρτι. 

Κι από πότε αρχίσατε να γράφετε;

Έγραφα από την εφηβεία κυρίως ημερολόγιο, αλλά και πολλά στιχάκια, χωρίς καν να διανοηθώ ότι θα γινόμουν επαγγελματίας στιχουργός. Το αγνοούσα αυτό το επάγγελμα. Τα έγραφα για να επικοινωνήσω με τους περίεργους μεγάλους έρωτες, στους οποίους έδινα ραβασάκια με στιχάκια, γιατί δεν μπορούσα να τα πω αλλιώς.

Άρης Δαβαράκης - Μπόσκο
Το τραγούδι σας απασχολούσε από τότε;

Είμαι σαφής: Δεν μου άρεσε καθόλου το ηλεκτρικό rock, ενώ μου άρεσαν πολύ οι Beatles. Μου άρεσε το ελληνικό τραγούδι, όχι το ελαφρό της Θεσσαλονίκης που ήταν κάπως μαρκαρισμένο, αλλά του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Χατζιδάκι πριν τον γνωρίσω, του Σαββόπουλου…Τρελά του Σαββόπουλου! Με τη Φρόσω Ράλλη πήγαμε κι αγοράσαμε το «Φορτηγό» το ’66 και του ζητήσαμε αυτόγραφο, γιατί έμενε τότε σε μια γκαρσονιέρα αυτός στην Αλωπεκής από κάτω. Πηγαίναμε στις μπουάτ, ακούγαμε Νέο Κύμα, αλλά στα πάρτι μας ακούγαμε ξένα τραγούδια, «A casa d’ Irene», τα ιταλικά, τα αντίστοιχα γαλλικά κλπ.

Ένας φυσιολογικός έφηβος της εποχής του, λοιπόν.

Λίγο φλώρος, όμως. Πήγα δυο – τρεις φορές μόνο στο κλαμπ που δούλευε DJ η Φαίνη Ξύδη, πολύ προχωρημένη, λίγο μεγαλύτερη μου. Στο κλαμπ αυτό, που το έκλεινε η χούντα κάθε τρεις και λίγο, εμείς πηγαίναμε και ακούγαμε βαριές ροκιές. Ε, εκεί πήγαινα θεατρικά, όλοι πήγαιναν κι έπρεπε να πάω κι εγώ, να κάνω τον προχωρημένο.

Τελικά, στη μετέπειτα πορεία σας, σας ενδιέφερε να κάνετε πάντοτε τον προχωρημένο.

Από την εφηβεία και μετά, δε χρειάστηκε να κάνω κάτι προχωρημένο. Μπορεί να έκανα τον έξυπνο, τον μάγκα, να κατηγορούσα κάποιον δημοσίως…Είχα ένα θράσος απύθμενο! Έκραζα ταινίες, παραστάσεις, έγραφα: «Τι μαλακία ήταν αυτή; Βαρεθήκαμε», έλεγα δηλαδή τη γνώμη μου. 

Θα δημιουργήσατε και αντιπάθειες, έτσι.

Πολλές, πάρα πολλές, σε βαθμό που έμπαινα σε κάτι μπαρ κι ένιωθα να μού’ρχονται βέλη. Ε, δεν περνάς καλά έτσι, δεν λέει…Το κατάλαβα κι εγώ αργότερα. 

Μέχρι σήμερα, ωστόσο, αυτός που λέει πάντα τη γνώμη του άφοβα, χαίρει εκτίμησης. 

Ακόμα διατυπώνουμε γνώμη. Όλοι μας. Κι εσύ, που σε διαβάζω, κι εγώ. Δεν το κάνω πια για να πετύχω εγώ, για να κάνω φασαρία, διότι τότε γι’ αυτό το έκανα! Έλεγα πως άμα κράξω τη Βουγιουκλάκη, θά’ναι ωραία! 

Την είχατε κράξει και τη Βουγιουκλάκη; Πείτε μου!

Δούλευα στην «Απογευματινή» τότε, στον Μομφεράτο. Έβριζα την Αλίκη, την Ελένη Βλάχου, δεν μ’ ένοιαζε! Με φώναξε μια μέρα ο Μομφεράτος: «Να σου πω, Άρη μου, εγώ είμαι πολύ φίλος με τη Βουγιουκλάκη, είμαστε μαζί κάθε βράδυ, είναι η παρέα μου, ενώ συναντώ συνέχεια και την Ελένη Βλάχου. Δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα που κάνεις»! Του απάντησα με τη λογική της Ιωάννας, της μητέρας μου: «Δεν με έχετε εδώ πέρα για να γράφω αυτά που θέλετε εσείς, αλλά αυτά που θέλω εγώ». Με κοίταξε και εντυπωσιασμένος μου είπε: «Για στάσου, έχεις δίκιο. Σου έχω αναθέσει ένα καλλιτεχνικό δισέλιδο, γράφε ότι θες. Επειδή όμως η εφημερίδα είναι δική μου, θα μου επιτρέψεις να γράψω σε άλλη σελίδα ότι δεν συμφωνώ καθόλου μαζί σου». «Γράψτε ότι θέλετε, αλλά εγώ μπορώ να γράφω αυτά που θέλω;» ήταν τα δικά μου λόγια. Πρέπει να σας πω ότι γι’ αυτό μίσησα βαθύτατα τη 17Ν! Σκότωσε τον Κωστή τον Περατικό, έναν πολύ αγαπημένο μου φίλο, χρυσό παιδί που το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια…Σκότωσε τον Μομφεράτο! Σκοτώνοντας τον Μομφεράτο και τον Αθανασιάδη, σκοτώσανε μία άποψη δημοσιογραφική που μετά με τον Τεγόπουλο δεν υπήρξε! Σκοτώσανε αυτό που λέμε διαφωτισμό. Αυτοί οι καλλιεργημένοι άνθρωποι, οι αστοί, αν τους έβαζες μπροστά στη δυσκολία, σε άκουγαν, σε σέβονταν. Που να τολμούσες να πεις τέτοια πράγματα μετά στον Τεγόπουλο ή στον Φυντανίδη; Ούτε γι’ αστείο! Αυτοί έλεγαν: «Εδώ δεν γράφονται τέτοια», μαγκιά, τελείωσε! Μόνο αυτά έβρισκα εγώ στη συνέχεια εκτός από τον Άρη τον Τερζόπουλο. Ο Άρης ήταν και είναι ένας άνθρωπος της παλιάς καλής αντίληψης σε αντίθεση με όσους επικράτησαν στα εκδοτικά – δημοσιογραφικά μετά τον Κοσκωτά και τις δολοφονίες της 17Ν. Μας έκαναν να βάλουμε φερμουάρ και μας οδήγησαν στο χάλι που βρισκόμαστε σήμερα. 

Είναι ωραίο να μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου αδέσμευτα, ελεύθερα.

Ισχύει και ταυτόχρονα, ο Τάσος Μελετόπουλος με τον αδερφό του είχαν ανοίξει αυτά τα μαγαζιά, όπου ξεσπούσα υπέροχα τα βράδια μου. Ήταν μεγάλα κλαμπ, ειδικά το «Εργοστάσιο» που είχε τεράστια επιτυχία. Μιλάμε για το ’82 – ’83, που εγώ δούλευα στον «Ταχυδρόμο» πια, μετά το Τρίτο Πρόγραμμα. Έκανα τότε σουξέ στον «Ταχυδρόμο» με τα «in & out» και τις «Σφήνες». Πήγα και δούλεψα πόρτα στο «Εργοστάσιο», όχι επαγγελματικά, με λεφτά, αλλά επειδή περνούσαμε τέλεια. Μέχρι βέβαια να καταλάβουμε ότι η νύχτα έχει κάποιους κανόνες που τους αγνοούσαμε.

Μπήκατε σ’ αυτό, μου λέτε, όπως τα πρόβατα στη σφαγή.

Εντελώς! Ως αθώοι που είχαν τεράστια επιτυχία και γινόταν χαμός απ’ όλους αυτούς που έλεγα πριν, αστούς και μη αστούς. Έρχονταν όλοι, απ’ τον Ιόλα και τον Μομφεράτο μέχρι τη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα. Η Μελίνα ήταν και υπουργός τότε και της κάναμε κλειστό πάρτι, χωρίς φωτογράφους. Κάποια στιγμή πλάκωσαν οι δυσκολίες της νύχτας και την κάναμε με ελαφρά…

Ήταν τότε που δεν πιστεύατε ότι θα ζήσετε πάνω από τα 40 σας;

Γενικώς…Δεν φανταζόμουν ότι θα τα βγάλω πέρα. Δεν ήταν συνδεδεμένη αυτή μου η πεποίθηση με τη νύχτα. Όταν είσαι νέος, λες «Κάτσε να ζήσω τώρα αυτά που μου παρουσιάζονται»…

Είναι η λογική του ανθρώπου που αρπάζει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αλλά έχει και την επίγνωση πως αργά ή γρήγορα θα γίνει 40, 50 και 60 ετών.

Εγώ είχα μια μεγάλη αμφιβολία. Το ’89 έπαθα μια οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα και έμεινα τρισείμισι μήνες στον Ευαγγελισμό. Στα 35 μου, έσκασε το πάγκρεας μου, με άνοιξαν και με έσωσε ο Σπύρος Δρακόπουλος, που ήταν νέος χειρουργός τότε και ανέλαβε όλη την ευθύνη. Αν δεν με χειρουργούσαν στις 48 ώρες το πολύ, θα τελείωνα, θα πέθαινα. Με ανέβασε σε ένα δωμάτιο και μου είπε: «Θα σε χειρουργήσω και ότι γίνει»! Κράτησε ένα κομμάτι του παγκρέατος μόνο, που αυτό αναπλάστηκε στη συνέχεια. Είναι περίεργη η φύση και το οικοσύστημα…

Κι αυτό απόρροια τίνος πράγματος ήτανε; 

Ποτό, πάρα πολύ ποτό! Ήμουν αλκοολικός, αλλά δεν το ήξερα, επειδή δεν έπινα όλη μέρα και δεν είχα ποτό στο σπίτι μου. Δεν κάθισα ποτέ σπίτι μου, σας το λέω εντίμως και σας κοιτάω στα μάτια, να πω ότι τώρα θα βάλω ένα ποτό και θα δω τηλεόραση. Έβγαινα, όμως, κάθε βράδυ. Άρχιζα απ’ τις 10 – 11 μέχρι το πρωί. Χωρίς μέτρο! Ούτε ήξερα τι έπινα! Επειδή αυτά τα μαγαζιά ήταν δικά μας, του Τάσου και του Σπύρου, έμπαινα μέσα στο μπαρ, γέμιζα το ποτήρι βότκα και δεν θυμόμουν ότι είχα πιει άλλες τρεις ή πέντε βότκες. Δεν υπήρχε αύριο, έτσι ζούσα. Έβλαψα σοβαρά την υγεία μου και άργησα να βάλω μυαλό, διότι για δυο – τρία χρόνια σταμάτησα να πίνω, αλλά ξανάρχισα ώσπου ξανάπαθα παγκρεατίτιδα το 2004 στο Παρίσι, ενώ άλλη μία παγκρεατίτιδα με βρήκε το 2006 και ξαναμπήκα στον Ευαγγελισμό. Τώρα έχω να πιω από το 2006, είμαι καθαρός σχεδόν 15 χρόνια.

Αφού θα σας είπαν οι γιατροί: «Ή το κόβεις ή πεθαίνεις».

Ακριβώς! Ήταν αστείο αυτό, δεν υπάρχουν τρεις παγκρεατίτιδες στη σειρά! Απ’ την άλλη, εγώ είμαι κι ένας άνθρωπος με μία έντονη μεταφυσική πλευρά. Είμαι ένας άνθρωπος μεταφυσικός.

Και ένθεος.

Αυτό εννοώ μεταφυσικός! Ο Θεός είναι μετά τη φυσική και ίσως δεν πρέπει να κολλάμε στη λέξη. Του δώσαμε απλά ένα όνομα, αλλά η αρμονία του οικοσυστήματος και του σύμπαντος βλέπουμε ότι λειτουργεί σαν ένα υπέροχο ρολόι. 

Τις είχατε από νέος τέτοιες πεποιθήσεις;

Όχι, αλλά τη σιγουριά ότι υπάρχει κάτι, την είχα. Λέγαμε κάτι μαλακίες της μόδας όταν ήμασταν νέοι, αλλά εγώ ήξερα κατά βάθος ότι ένα κομμάτι μέσα μου ήταν αυτό του μεγάλου σύμπαντος, στο οποίο ανήκουμε όλοι άλλωστε. Δηλαδή πραγματικά νιώθω ότι είμαστε ένα, όχι μόνο εμείς οι άνθρωποι, αλλά και τα φυτά, τα ζώα, τα άστρα, η σελήνη, η άμμος και οι κατσαρίδες! Μέσα σ’ αυτό το πακέτο, ο καθένας κάνει ότι είναι να κάνει και μπορεί ν’ ακούσει την εσωτερική φωνή του, εκπληρώνοντας καλά τον κύκλο του.

Κι αν δεν την ακούσει; Ο Μπέργκμαν είχε πει για τον Ταρκόφσκι: «Κοιτάει ψηλά και βλέπει τον Θεό. Εγώ γιατί δεν μπορώ να τον δω;»

Μα δεν νομίζω πως ο Ταρκόφσκι υποστήριζε ότι είχε δει τον Θεό! Δεν βλέπεται, έτσι κι αλλιώς, ο Θεός. Υπάρχει μια παρεξήγηση: Σαφώς δεν βλέπονται αυτά τα πράγματα, γιατί ανήκουν στα πέραν από τις τρεις διαστάσεις. Δεν είναι ορατά, είναι αόρατα, όπως αόρατο είναι και το WI-FI, το ηλεκτρικό ρεύμα και χιλιάδες άλλα πράγματα. Αυτή τη στιγμή εμείς είμαστε την πλατεία Βικτωρίας και ζούμε ανάμεσα σε χιλιάδες αόρατα πράγματα.

Κατά τα άλλα, Μπέργκμαν ή Ταρκόφσκι;

Μου αρέσουν και οι δύο. Πολύ! Έχω συγκινηθεί πάρα πολύ και με τους δύο, αν και με τους Ρώσους έχω μεγαλύτερη σχέση μέσω λογοτεχνίας: Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν. 

Έχετε πάει ποτέ στη Ρωσία;

Ναι, στη Μόσχα! Κάθισα τρεις – τέσσερις μέρες και η Ρωσία μ’ άρεσε έτσι κι αλλιώς. Στενοχωριόμουν, καθώς από το αεροδρόμιο μέχρι τη Μόσχα, βλέπαμε αυτά τα τεράστια μπλοκ, που ζούσαν επί σοβιετίας οι άνθρωποι…

Ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει την ορχήστρα και τον Βασίλη Λέκκα στη «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων», σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, σε συναυλία στη βόρεια Ελλάδα το 1986

Ας πάμε τώρα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μπαίνετε το 1977, αν δεν κάνω λάθος. 

Προερχόμουν από μια άλλη πόλη και κανείς δεν γνώριζε τον Χατζιδάκι απ’ τους δικούς του. Προσωπικά εννοώ, γιατί το ΄62, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, ένα χρόνο πριν εγκατασταθούμε μόνιμα, το πρώτο θέατρο που με πήγε η μάνα μου, ήταν η «Οδός Ονείρων». Έτυχε η πρώτη φίλη που έκανα εδώ να είναι η Φρόσω Ράλλη και παράλληλα η Εμμανουέλα Παυλίδου, η οποία ως γνωστόν συνδεόταν με τη Μελίνα. Μια μέρα καθόμασταν με τον Τάσο Μελετόπουλο και τη Μανουέλα στην τωρινή Λυκόβρυση, στην πλατεία Κολωνακίου. Η Μελίνα έμενε Αναγνωστοπούλου, λίγο παραπέρα. Κατέβαινε λοιπόν για να πάει στου Φλόκα, όπου θα συναντούσε τον Χατζιδάκι και τον Λειβαδά για μια θεατρική παράσταση, που τελικά δεν έγινε ποτέ. Τη σταματήσαμε: «Που πας;»…«Πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι, ένα ραντεβού επαγγελματικό και φιλικό»…Η Μανουέλα τον ήξερε ήδη τον Χατζιδάκι, αλλά πεταγόμαστε ο Τάσος κι εγώ: «Θέλουμε να γνωρίσουμε τον Χατζιδάκι, κάνε κάτι, πάρε μας μαζί σου»! Μας κάνει η Μελίνα: «Σκάστε, αποκλείεται, έχω δουλειά». Και αμέσως: «Να σας προτείνω, όμως, κάτι; Κάντε το βλάκα και περάστε από Πανεπιστημίου, μπροστά απ’ του Φλόκα. Κάντε ότι με είδατε και θα σας φωνάξω στο τραπέζι μέσα». Το κάναμε, ακριβώς όπως μας το’πε! Εγώ τότε δούλευα στην Κολυμβητική Ομοσπονδία Φιλάθλων που με είχε βάλει ο πατέρας μου για να βγάζω κάνα φράγκο και απ’ τα απογεύματα δούλευα στον Οργανισμό Λαμπράκη, επί της Χρήστου Λαδά, κάνοντας μεταφράσεις. Άμισθος, για να μάθω.

Σας συμπάθησε αμέσως ο Χατζιδάκις;

Με ρωτάει «Τι κάνεις εσύ;», του λέω «Άστε τα, χάλια, αυτό κι αυτό». Μου έδωσε ένα χαρτί με πέντε -έξι τηλέφωνα απάνω. «Αν προς τον Σεπτέμβριο διαβάσεις στην ”Καθημερινή” ότι ο Χατζιδάκις αναλαμβάνει το Τρίτο Πρόγραμμα, θα μου τηλεφωνήσεις αμέσως». Αυτά ήταν τα λόγια του και, πράγματι, έτσι έγινε! Εγώ έπαιρνα την «Καθημερινή» και διάβασα ότι ο Μάνος Χατζιδάκις μόλις ανέλαβε το Τρίτο Πρόγραμμα. Τηλεφωνώ στη μάνα μου και της λέω: «Μαμά, άνοιξε το συρτάρι μου και διάβασε μου τα τηλέφωνα από’να χαρτί που έχω μέσα»…«Καλά, όταν έρθεις, κάντο εσύ, βιάζομαι τώρα»…Επέμεινα και μου τα έδωσε. Πήρα αμέσως τηλέφωνο και βγήκε μια κυρία Καστρινάκη, η γραμματέας του Μάνου, «Ποιος είστε;» με ρωτάει, «Παίρνω εκ μέρους της Μελίνας Μερκούρη» απαντώ – θράσος που τό’χα κι εγώ…Με συνδέει. Λέω του Χατζιδάκι: «Ειμ’ αυτός που’χε έρθει στου Φλόκα και του δώσατε τα τηλέφωνα»…«Α, έλα απάνω να μιλήσουμε»…«Δεν μπορώ τώρα, είμαι στη δουλειά μέχρι τις δυόμισι»…«Ποια δουλειά; Πες τους ότι είσαι άρρωστος και φύγε»! «Δεν μπορώ» απαντάω, «παίρνω ένα μισθό από κει που τον έχω ανάγκη»…«Καλά, πες τους τότε ότι παραιτείσαι, σήκω φύγε κι έλα εδώ»! Πάω αμέσως στον διευθυντή μου, ο οποίος συμβολικά ονομαζόταν Ελεύθερος, και του είπα ότι κάτι σοβαρό μου έτυχε. Πήρα ταξί, ανέβηκα στην ΕΡΤ και στο γραφείο του Χατζιδάκι, που μου πρότεινε να δουλέψω κοντά τους. Δεν ήξερα τίποτα από ραδιόφωνο! Μου λέει «Μεταφράσεις δεν κάνεις στου Λαμπράκη; Ε κι εμείς θα κάνουμε ένα μεταφραστικό εδώ για τα εξώφυλλα των δίσκων»!

Κάτι τέτοιο είχε πει και στον Γιώργο Μητρόπουλο, να μεταφράζει τα σημειώματα στα οπισθόφυλλα και τα ένθετα των δίσκων.

Αλίμονο, λύσεις να βρίσκουμε να χώνουμε κόσμο σε δουλειές, αυτός ήταν ο Μάνος! Μόνο 15 άτομα μπορούσε να προσλάβει σύμφωνα με τον Καραμανλή και μέσα σ’ αυτούς τους 15 ήμασταν εγώ, ο Μητρόπουλος, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Κυπουργός, η Πλάτωνος, ο Κοντογεωργίου και κάποιοι άλλοι. Η Μαριανίνα και η Βλάχου, επίσης, από το team της «Λιλιπούπολης». Εγώ, στο μεταξύ, δεν ήθελα να χάσω τη δουλειά μου, πρότεινα να ανεβαίνω στο Τρίτο τα απογεύματα για να μαθαίνω. «Πόσα παίρνεις εκεί;» με ρωτάει ο Χατζιδάκις. «14.000 δραχμές, που τις έχω ανάγκη» απαντάω. Φωνάζει την Καστρινάκη: «Φτιάξε τα χαρτιά του κ. Δαβαράκη, απ’ αύριο θα τον έχουμε κοντά μας με 18.000 δραχμές το μήνα»! Τότε ήταν που πίστεψα ότι ζούσα ένα παραμύθι, αφού τα λεφτά ήταν απίστευτα καλά, χώρια κάτι εξτρά που βγάζαμε από παραγωγές και εκπομπές. 

Φαντάζομαι σε πόσες θρυλικές ηχογραφήσεις θα υπήρξατε μάρτυρας.

Αργότερα αυτό. Στις αρχές, με δοκίμαζαν σε διάφορα πράγματα. Επειδή είχα καλή προφορά λόγω Αλεξάνδρειας στα αγγλικά και γαλλικά, είχα καλή άρθρωση και αξάν στα ονόματα διαφόρων συνθετών και μαέστρων, όπως και μια καλή ραδιοφωνική φωνή. Άρχισα να χώνομαι σε παραγωγές άλλων μέχρι που ο Χατζιδάκις μου ζήτησε να κάνω μια δική μου καθημερινή εκπομπή, την οποία κάναμε πάλι μαζί με τον Τάσο Μελετόπουλο, τη Μαρίκα Τζιραλίδου, που δεν ζει πια, και τον Γιώργο Ευσταθίου, που μας βοηθούσε με τις συνεντεύξεις. Ήταν σχεδόν live η εκπομπή, μεταδιδόταν 10 με 11 το πρωί. Πηγαίναμε απ’ τις 8 το πρωί εκεί κι ενώ γράφαμε ακόμα το δεύτερο μέρος, μεταδιδόταν το πρώτο. Θυμάμαι έντονα το πράσινο φως που μας είχε δώσει ο Χατζιδάκις. Η εκπομπή λεγόταν «Τα καθημερινά» και άρεσε, είχε πάρει καλές κριτικές. Έγραψε η Βλάχου γι’ αυτήν, ασχέτως αν μετά της επιτέθηκα! Αυτό που’χε γράψει, τό’χε διαβάσει κι η μάνα μου, θυμάμαι. Ένα πολύ ωραίο κομμάτι είχε γράψει κι η Μαρία Παπαδοπούλου στα «Νέα». Επειδή, λοιπόν, η εκπομπή πήγαινε καλά, είχαμε τη δυνατότητα να τηλεφωνάμε στον Ελύτη και να του λέμε: «Κύριε Ελύτη, είμαστε από το Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι και θέλουμε μία συνέντευξη». Δεν ήταν το ίδιο αν έλεγα «Είμαι ο Άρης Δαβαράκης», σκέτο. Πηγαίναμε και τους γράφαμε με το Nagra και μάλιστα παίζαμε αποσπάσματα τους μόνο, μαζί με τραγούδια, να μην κουράζεται ο κόσμος. Δεν έχω τίποτα απ’ αυτές τις εκπομπές σήμερα! Τίποτα! Ούτε μια φωτογραφία με τον Χατζιδάκι δεν έχω! Έτσι, «φιλοξενήσαμε» ανθρώπους σαν τον Κουν, τη Λούλα Αναγνωστάκη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη, ποιητές, ζωγράφους, σκηνοθέτες. Με μερικούς απ’ αυτούς εγώ απόκτησα μεγαλύτερη οικειότητα: Με τον Χορν, τον Τσαρούχη, τη Λαμπέτη, τον Ντασέν…

Αληθεύει ότι εσείς τραβήξατε τον Χατζιδάκι μαζί με τη Μελίνα στου Φλωρινιώτη, όπου και έκανε τη διαβόητη εκπομπή του;

Ήμασταν ένα βράδυ στο εστιατόριο «Remezzo» του Μάκη του Ζουγανέλη, στη Χάριτος. Η Μελίνα έτρωγε με την παρέα της εκεί, το ήξερα και πέρασα κι εγώ να φάω μαζί τους μετά το Τρίτο Πρόγραμμα. Με θέλανε για παρέα. Η Μελίνα άρχισε να λέει τα δικά της μετά από μια ηλικία και μετά, του στυλ «Δεν γίνεται τίποτα σ’ αυτή την πόλη» κλπ. Της λέω «Πως δεν γίνεται; Επειδή εσύ δεν τα ξέρεις; Στον Φλωρινιώτη, ας πούμε, γίνεται χαμός». Τσιμπάει η Μελίνα: «Α, ωραία, πάμε απόψε;» Με στέλνει να τηλεφωνήσω του Χατζιδάκι: «Πήγαινε πάρε τον Μάνο και ρώτα τον αν θέλει να περάσουμε να τον πάρουμε για τον Φλωρινιώτη». Τέτοια οικειότητα δεν είχα με τον Μάνο, αλλά τέλος πάντων το έκανα, αφού ήταν εκ μέρους της: «Κύριε Χατζιδάκι, συγγνώμη για την ώρα, αλλά είμαι με τη Μελίνα, την Μανουέλα και τη Ζήκα Αλλαμανή και θέλουν να πάμε στον Φλωρινιώτη. Αν θέλατε να έρθετε κι εσείς…» Ο Μάνος κάνει: «Αριστούργημα! Έχετε αυτοκίνητο; Περάστε να με πάρετε»! Έτσι βρεθήκαμε να μπαίνουμε στου Φλωρινιώτη πέντε άτομα, όπου γινόταν το σώσε! Βέβαια, με το που μας βλέπουν, αδειάζουν το κεντρικό τραπέζι και μας βάζουν μπροστά – μπροστά. Εκεί, ως γνωστόν, τραγουδούσε ο Βασίλης Λέκκας! 

Ναι, μου τό’χε πει ο Γιάννης Φλωρινιώτης σε δική του συνέντευξη, ο Λέκκας τραγουδούσε Νταλάρα, Κουγιουμτζή, τέτοια.

Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τι τραγουδούσε, πάντως εκεί ήταν ο Λέκκας κι εκεί τον πρωτοείδε ο Χατζιδάκις. Μόλις τον είδε και τον άκουσε, «φσσστ μπόινγκ» ο Χατζιδάκις, που λέμε! Να μου λέει εμένα: «Άρη, σε παρακαλώ, πήγαινε πίσω και πάρε τα τηλέφωνα των παιδιών να τα φέρουμε στο Τρίτο για συνέντευξη». Εγώ να λέω: «Μη με βάζετε, κύριε Χατζιδάκι, να πω τέτοια»…Τον έβλεπα όμως πολύ επίμονο, σαν πρώτη φορά νά’θελε κάτι τόσο πολύ! «Καλά» μου λέει, «πήγαινε τότε στον Φλωρινιώτη να έρθει με το team του να του κάνουμε αφιέρωμα»!

Συγγνώμη, αλλά αν καταλαβαίνω καλά, μου λέτε και αποκαλύπτεται έτσι για πρώτη φορά πως η αιτία πίσω απ’ την εκπομπή με τον Φλωρινιώτη δεν ήταν να προκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά να γνωρίσει τον Βασίλη Λέκκα!

Ακριβώς αυτό έγινε! Ούτε συζήτηση! Βεβαίως και η αιτία ήταν ο Λέκκας, δεν θα καλούσε ο Μάνος τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα για κανένα άλλο λόγο. 100%! Σου λέει: «Μια ωραία λύση για να γνωρίσω τον μικρό – κάτω από τα 20 τότε ο Βασίλης – είναι να καλέσω όλη την ομάδα του Φλωρινιώτη!

Θυμάστε και τις αδερφές Γαρμπή εκεί, στο μπαλέτο;

Όχι, δεν τις θυμάμαι, να πω την αλήθεια. Ήρθε ο Φλωρινιώτης με την ομάδα του, πράγματι, κι από κει και πέρα it’s all history! Πρέπει να έγινε το ’78 – ’79, γιατί η Μελίνα δεν ήταν ακόμη υπουργός, ΠΑΣΟΚ δεν είχαμε, δεξιά κυβερνούσε. 

Μάλλον το ’79 αν υπολογίσουμε πως ο Λέκκας πρωτοεμφανίστηκε στην «Εποχή της Μελισσάνθης» του Χατζιδάκι, ένα χρόνο αργότερα.

Τότε το ’79 θα ήταν, σίγουρα. Είχε κριτήριο ο Μάνος, όμως! Ο Βασίλης είναι ένας σπουδαίος τραγουδιστής που σφράγισε το χατζιδακικό έργο και που με μένα προσωπικά συνδέεται άρρηκτα, εφόσον τραγούδησε τη «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» σε δικούς μου στίχους. Του χρωστάω, όπως χρωστάω πολλά και στον Νταλάρα που το είπε λίγο αργότερα από συναυλία και το έστειλε στα 500.000 κομμάτια! 

Ποιοι ήταν οι πρώτοι στίχοι σας, λοιπόν, που μελοποίησε ο Χατζιδάκις;

Δεν μελοποίησε ποτέ ο Χατζιδάκις στίχους μου, εγώ έγραφα πάνω σε μουσικές του. Η πραγματική μας συνεργασία ξεκίνησε με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», όταν μου είπε ότι ήθελε να ανεβάσει στην Πλάκα το έργο σαν μια καθαρά μουσική παράσταση. Παράλληλα, συγχρόνως σχεδόν, ετοίμαζε την «Πορνογραφία». Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, αλλά ενώ τα έζησα αυτά, έκανα αλλού focus τότε, στις παρέες μου και στις αγάπες μου. Ούτε κατά διάνοια δεν ήξερα τι συμβαίνει, απλά ήξερα ότι συνεργάζομαι με τον Μάνο Χατζιδάκι και έπρεπε να κάνω το καλύτερο με την επιθυμία να τελειώσει γρήγορα για να πάω να βρω τους φίλους μου. Σχεδόν όλα τα τραγούδια μας γράφτηκαν πάνω σε ήδη υπάρχουσες μελωδίες του Μάνου. 

Η Μαίρη Δαλάκου μου είχε πει πως γράψατε μάνι – μάνι το ένα μέρος από τις «Τρεις Ρόζες» στην «Πορνογραφία».

Όλα τα κομμάτια, παιδιά, μάνι – μάνι γραφόντουσαν. Αυτό που λένε με στίχους πάνω στα πακέτα τσιγάρων, είναι αλήθεια. Τα πράγματα γίνονταν τελευταία στιγμή, που ήταν όλα φορτισμένα και καταλάβαινες τι σου έλειπε. Και στις «Μπαλάντες…» το ίδιο συνέβη. Όταν έγραψα, ας πούμε, το «Στη μνήμη μιας παλιάς φωτογραφίας» είχα τη μάνα μου στο μυαλό μου, γιατί είχε πεθάνει πρόσφατα. 

Αυτό είναι συγκλονιστικό τραγούδι με την ανυπέρβλητη ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου!

Όντως και τώρα που μου το λέτε, πρέπει να το βάλω αυτό το τραγούδι στο πρόγραμμα στο Άλσος! 

Έτσι ντύσατε με στίχους σας και τη μελωδία στο «Χορό του Βαρτάν» από το «America – America».

Αυτό ήταν ένα τρίτο project, «Τα Κινηματογραφικά», που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. 

Ναι, για τη φωνή του Βασίλη Γισδάκη, όπως είχε σημειώσει και ο Νίκος Γκάτσος κάτω από τους στίχους του για το «Ταξίδι», πάλι από το «America – America».

Μάλιστα. Εμένα μου’ χε δώσει ο Μάνος τη μουσική από το «Blue», το «Χορό του Βαρτάν» κι ακόμη ένα, το οποίο δεν έφτιαξα και γι’ αυτό δεν ξέρω πως να το ονομάσω τώρα. Μιλάγαμε πια για «Τα Κινηματογραφικά». Γύρω στο 1985 – 86 άρχισα να το «χάνω». Πήγαινα στο σπίτι του Μάνου, κάναμε παρέα, συζητάγαμε για επόμενα projects, αλλά το Τρίτο Πρόγραμμα είχε τελειώσει κι εγώ ήμουν αλλού. 

Συζητάγατε τα προσωπικά σας με τον Χατζιδάκι;

Με άλλους τα συζητούσε τα δικά του, με μένα ποτέ. Εγώ δεν ήθελα να περάσουμε στο κομμάτι του τι κάνουμε τα βράδια. Μπορεί να μου έλεγε «Πήγαινε βρες το τηλέφωνο του τάδε», αλλά μέχρι εκεί, δεν γινόταν παραπάνω κουβέντα. Δεν ήταν ότι κρυβόμασταν, μπορεί να ήξερε με ποιον ήμουν ερωτευμένος και να μου έκανε κι αστεία, αλλά μέχρι εκεί. 

Πότε αρχίσατε να δίνετε και σε άλλους στίχους σας;

Στην αρχή ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός λόγω Χατζιδάκι. Μου είχε προτείνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη να δώσω στίχους μου στον Θάνο Μικρούτσικο για το «Βίκτωρ – Βικτώρια». Ήμουν επίκαιρος, είχα κάνει Χατζιδάκι, έγραφα στον «Ταχυδρόμο» και την Αλίκη τη βόλευε όλο αυτό. Είπα όχι, χωρίς να ρωτήσω τον Μάνο, καθώς ήξερα ότι δεν θα του άρεσε τη στιγμή που κάναμε μαζί δουλειά.

Σας τιμάει αυτό.

Έτσι ήμουν εκείνη την εποχή. Σιγά – σιγά, με την αρωγή του Μάνου, άρχισα να δίνω στίχους στον Γιώργο Μαρίνο. «Βέβαια, να δώσεις» μου είχε πει, «αφού κι εμείς δίνουμε με τον Γκάτσο». Ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο είχαν κάνει δύο δώρα του Μαρίνου, τα οποία μετά εντάχθηκαν στην «Πορνογραφία», το «Έλα σε μένα» και την «Παναγία των Πατησίων». Δούλευα για δυο – τρία χρόνια στα προγράμματα του Μαρίνου, αποδίδοντας στα ελληνικά τραγούδια από διάφορα μιούζικαλ. 

Είχατε καταλάβει τότε ότι η στιχουργική είναι ο μοναδικός δρόμος σας;

Όχι, δεν το έκανα κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου. Δεν συγκεντρώθηκα στο να γίνω ένας καλός στιχουργός, συγκεντρώθηκα σε διάφορα άλλα…

Μίλαγα τις προάλλες με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη και μου σχολίαζε ως ελάττωμα αν κάποιος γράφει περιστασιακά και δεν «τρίβεται» με τον στίχο.

Η Φωτάκη έχει γράψει ωραία πράγματα και τώρα κάτι ετοιμάζουν με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Την εκτιμώ και συμφωνώ μαζί της. Κάποτε είχε γίνει ένας μεγάλος καυγάς στον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο, που είχαμε μαζευτεί διάφοροι. Το θέμα ήταν τι θα πει ερασιτέχνης και τι επαγγελματίας. Εγώ ήμουν υπέρ του ερασιτέχνη και μάλιστα κι ο Χατζιδάκις υποστήριζε πως ερασιτέχνης = εραστής της τέχνης. Εκείνη την εποχή με βόλευε να δηλώνω ερασιτέχνης, καθώς τα’χα όλα μπερδεμένα, τραγούδι, κλαμπ, ξενύχτια. 

Ίσως γι΄αυτό να έχετε και την υγειά σας σήμερα παρά τα τόσα προβλήματα που περάσατε. Μιλάω για την ελευθερία των κινήσεων σας.

Αυτό είναι και το βαθύτερο «Δόξα τω Θεώ» μου! Δεν το έκανα λογικά, αλλά με πήγε. Ακόμη και το ότι βρισκόμαστε εμείς αυτή τη στιγμή και μιλάμε, που είναι μία διαδρομή, δεν έγινε ποτέ συνειδητά. Όταν έκανα κάτι, το έκανα με ενθουσιασμό και πάθος. Να πω, βέβαια, ότι στιχουργός του Χατζιδάκι έγινα με το πρώτο μας τραγούδι με τον Τάσο Μελετόπουλο για τους Αγώνες Κέρκυρας. Χρωστάω πολλά στο κομμάτι που ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου!

Πως είχε γίνει η επιλογή της Τσανακλίδου για το τραγούδι;

Ήτανε φίλη μας, αγαπιόμασταν και κάναμε παρέα. Εκείνη ήταν ήδη γνωστή, εμείς δεν ήμασταν. Της το προτείναμε και το ήθελε, γιατί δεν θα της ξαναδινόταν ευκαιρία να την διευθύνει ο Χατζιδάκις. Υπήρχε μια διαδικασία επιλογής των τραγουδιών από επιτροπή, μέλη της οποίας ήταν ο Κουρουπός, ο Κυπουργός, ο Κοντογεωργίου κ.α. Υπήρχαν κανόνες επίσης! Έστελνες τρεις χωριστούς φακέλλους: Ο ένας περιείχε την κασέτα με το τραγούδι, ο άλλος τους στίχους και ο τρίτος τα στοιχεία των δημιουργών. Ηθικές αξίες παλιών αρχών, αλλά πολύ ωραίες, δηλαδή δεν άνοιγε ο φάκελλος με τα ονόματα αν απορρίπτετο το τραγούδι. «Δεν χρειάζεται να το μάθουμε», έτσι λέγανε κι έτσι εμάς μας πέρασαν. Με φωνάζει ο Χατζιδάκις στο γραφείο του: «Να σου πω, γράφεις στίχους;»…«Ναι, γράφω»…«Και γιατί δεν μου τό’χες πει;»…«Και γιατί να σας τό’λεγα;»…«Έχεις υπόψιν σου ότι κι εγώ γράφω μουσική, ε;»…Έτσι μου έφερε την κασέτα με τις μουσικές από τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς»!

Πως σχολιάζετε το ότι ο Χατζιδάκις δεν γούσταρε τις φίρμες, αλλά δούλευε με τον Λιούγκο, τη Βενετσάνου, τον Λέκκα και την Πασπαλά; 

Δεν ήθελε φίρμες! Δεν ήθελε να μαρκαριστούν τα τραγούδια του από πολύ δυνατές χαρακτηρισμένες φωνές. Θεωρούσε ότι μια μεγάλη τραγουδίστρια, ακόμη κι η Edith Piaf αν ζούσε, μεταμόρφωνε το τραγούδι σε κάτι δικό της. 

Και σίγουρα δεν συμπαθούσε τα υψηλά μεροκάματα στα μαγαζιά και τις συναυλίες.

Ισχύει, ναι. Πως τά’χεις καταφέρει, εσύ ρε φίλε, και τα ξέρεις όλα για τον Χατζιδάκι; (γέλια) Ο Μάνος δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει μαέστρος κλπ., ήταν ένας άνθρωπος αφιερωμένος στο τραγούδι. Ο Γκάτσος, που υπήρξε φίλος, αδερφός και μέντορας του, δεν θα μπορούσε να γίνει Ελύτης; Σίγουρα θα μπορούσε, αλλά αγάπησε και υπηρέτησε το τραγούδι.

Ήταν και έξυπνος ο Γκάτσος, ήθελε να περνάει καλά κι αυτό, κατ’ εμέ, τον τιμάει ακόμα πιο πολύ. Έδινε τραγούδια στη Μούσχουρη και οι διεθνείς πωλήσεις της, εξασφάλιζαν και στον ίδιο μια πιο άνετη ζωή. 

Σωστά, δεν κυνήγησε ποτέ ένα Νόμπελ. Ακόμη κι αν τα τραγούδια του δεν γινόντουσαν σουξέ, ήταν ευτυχισμένος που τα έκανε. Για τη Μούσχουρη έγραψε και το «Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα» που δεν θα περίμενε να γίνει επιτυχία! Πάντως, σε σχέση μ’ αυτό που λέγαμε πριν, ναι μεν ο Μάνος εκτιμούσε και θαύμαζε τραγουδιστές σαν τον Νταλάρα και την Αλεξίου, αλλά δεν θα πέταγε τη σκούφια του για να κάνει δίσκο μαζί τους. Είχε θέμα με τις «διάσημες» φωνές και μην ξεχνάμε την ιδιαίτερη σχέση του με το τραγούδι. Παίζαμε στο Ηρώδειο, χειροκροτούσαν από κάτω κι αυτός γινόταν έξαλλος. Γιατί, στην «Πορνογραφία» τι έκανε; Έφευγε που έφευγε ο κόσμος στα μισά, αυτός στο β’ μέρος έβγαζε έναν ηθοποιό να κάθεται σε μία καρέκλα και να κοιτάει το κοινό. Μετά από δύο λεπτά, άλλος ηθοποιός με καρέκλα καθόταν δίπλα στον πρώτο. Ο κόσμος φώναζε: «Τι ειν’ αυτά, ρε;» και γιουχάιζε! 

Ας πάμε τώρα και στα τραγούδια που κάνατε τα επόμενα χρόνια και που έγιναν μεγάλες επιτυχίες.

Είχα ξεψαρώσει. Ήρθε μία εποχή που ξεκαθαρίστηκε μέσα μου η στιχουργική. Στο ενδιάμεσο έκανα κι άλλα, όπως μεταγλωττίσεις για ταινίες της Ντίσνεϊ. Η δεύτερη καλή περίοδος μου μετά τον Χατζιδάκι ήρθε με την Ευανθία Ρεμπούτσικα και τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Η Φρόσω Ράλλη έκανε μια σειρά που λεγόταν «Εσύ αποφασίζεις» κι ήθελε ένα τραγούδι κάθε βδομάδα. Έτσι βάλαμε μπρος και γράφαμε κάθε βδομάδα. Ήταν τότε που ήθελαν να βγάλουν τον Γιάννη Κότσιρα και το πράγμα έδεσε ωραία. Το πρώτο CD του Κότσιρα είχε την «Αλεξάνδρεια» και το «Λέει – λέει», πολύ ωραία τραγούδια. Ο Γιάννης Ξανθούλης έκατσε και μας έγραψε ένα πολύ ωραίο κομμάτι για την «Αλεξάνδρεια», κάτι πρωτοφανές για χρονογράφο, και μας βοήθησε πολύ. 

Μα ήταν και ένα αριστούργημα το τραγούδι αυτό!

Έτσι πήρα μπροστά πάλι και ακολούθησαν ο Χρήστος Νικολόπουλος με τις «Ορθοπεταλιές» για τη φωνή του Κώστα Μακεδόνα, οι συνεργασίες με την Πασπαλά με την Ευανθία και τον Παναγιώτη, αλλά και με τον Νίκο Αντύπα, κομμάτια που κάναμε μαζί με τον Νότη Μαυρουδή και με τον Γιώργη Χριστοδούλου, έναν καλλιτέχνη που αγαπώ και εκτιμώ πολύ.

Περνούσαν χρήματα απ’ τα χέρια σας;

Στην εποχή του συμβολαίου μου με τη SONY, κάναμε κι ένα δίσκο με τον Μελετόπουλο και τον Δημόπουλο, που πήγε άκλαυτος, αν και έγινε με όλες τις σωστές προϋποθέσεις. Βγάζαμε χρήματα έναντι συμβολαίου χωρίς ποτέ να αφιερωθώ σε κάτι συγκεκριμένο επαγγελματικά. Ασυνείδητα, γιατί την άλλη μέρα, μετά από ένα καλό ξενύχτι, δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Αυτή ήταν η αλήθεια.

Δοκιμάσατε και μία άλλη δυσάρεστη εμπειρία κι εδώ αναφέρομαι στη φυλάκιση σας. Εκ φύσεως, τρέφω μία συμπάθεια προς όλους τους έγκλειστους ανθρώπους.

Δεν έχεις άδικο, είναι μία ιδιαίτερη εμπειρία. Είναι άλλο να το ζεις και άλλο να το διηγείσαι, καλή ώρα, αλλά εμένα δεν ήταν και η χειρότερη εμπειρία όσων έχω περάσει στη ζωή μου. Το διαχειρίστηκα καλά, υιοθέτησα έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο σε ότι αφορούσε τις συμπεριφορές μου, έλεγα «Δεν σε παίρνει εδώ μέσα να είσαι το τρελοκομείο που ήσουν εκεί έξω, δεν ανοίγεσαι, δεν είσαι αυθόρμητος»…

Πόσο μείνατε στη φυλακή;

Έξι μήνες. Γεμάτους.

Δεν ήταν και λίγο.

Ο Τάσος έμεινε πιο πολύ, ένα χρόνο, αλλά στο Ναύπλιο. Εγώ στον Κορυδαλλό…Μαύρο Κορυδαλλό, άσ’το…Στο μεταξύ, είχε μόλις βγει το «Πρώτο Θέμα» του Θέμου Αναστασιάδη και του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Η Μανίνα Ζουμπουλάκη, αν θυμάμαι καλά, μεσολάβησε ώστε να γράφω μια φορά τη βδομάδα γράμματα μέσα απ’ τη φυλακή. Έγινε μια στήλη που ονομάστηκε «Γράμματα απ’ τη φυλακή του Άρη Δαβαράκη», τα οποία παρέδιδα κάθε Δευτέρα και Τετάρτη με το επισκεπτήριο. Έγραφα τα κείμενα σ’ ένα τετράδιο και αμέσως δημοσιεύονταν σε μια εφημερίδα που αμέσως έγινε η πρώτη σε κυκλοφορία. Βρέθηκα έτσι σε μια προνομιούχα θέση. 

Άλλαξε η στάση των άλλων στη φυλακή δηλαδή;

Χέστηκαν, σιγά μη διάβαζαν «Πρώτο Θέμα», αλλά μιλάω για τους διευθυντές που μου την έλεγαν του στυλ «Ε, μη γράψεις και ότι όλα είναι χάλια εδώ μέσα»…

Κλάψατε καθόλου μεσ’ στη φυλακή;

Νομίζω ναι, αλλά δεν θυμάμαι τη στιγμή και τον λόγο. Κάτι συναισθηματικό θα συνέβαινε. Πρώτα απ’ όλα, ενόσω ήμουν φυλακή, πέθανε η Μαρίκα Τζιραλίδου και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία. Και μόνο που το έμαθα, κατέρρευσα, ήταν αγαπημένη μου φίλη. Θυμάμαι και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, που είχε περάσει από τη φυλακή, για να μου έφερνε ένα τραγούδι. Κι άλλοι φίλοι. Πολλοί…Με βοήθησε πολύ αυτό, όπως και η προσευχή. Κάθε μέρα έκανα τον εσπερινό μου στον προαυλισμό. Ξέρω απ’ έξω τα λόγια του εσπερινού και το έκανα, περπατώντας γύρω – γύρω.

Πως σας αντιμετώπιζαν οι συγκρατούμενοι;

Κάποιος πιο κοντινός μου, μου είπε κάτι: «Άρη, όλοι νομίζουν ότι στο προαύλιο περπατάς και παραμιλάς, μιλάς μόνος σου». Σταματούσα και στα δεντράκια να δω αν έβγαλαν φύλλα τον Μάρτιο, τέτοια έκανα. Σημειωτέον, στη φυλακή υπήρχε και μια πολύ καλή βιβλιοθήκη. Ξαναδιάβασα όλους τους κλασικούς, τους Ρώσους, τα πάντα και μάλιστα σε αγγλικές εκδόσεις. 

Γνωρίζατε ότι θα βγαίνατε στους έξι μήνες;

Όχι. Κάναμε κάθε μήνα αιτήσεις και ο Τάσος κι εγώ, αλλά τις απέρριπταν, αφού θεωρούμασταν ιδιαιτέρως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.

Πρέπει να σας πω τι ακουγόταν τότε πολύ: «Ο Δαβαράκης με τις κόκες του» λέγανε όλοι.

Ναι, αλλά καμία σχέση δεν είχε αυτό με το κατηγορητήριο, το οποίο έλεγε ότι στο πρώην μαγαζί του Τάσου, που είχε νοικιάσει σε τρίτους, γινόταν και εμπόριο ναρκωτικών. Μπορούσες – και καλά – να αγοράσεις ένα «τσιγάρο» ή ένα χάπι ecstasy κλπ. Όχι μόνο δεν αποδείχτηκε, αλλά αθωωθήκαμε πλήρως και, μάλιστα, στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια που προσφύγαμε, όχι μόνο επίσης αθωωθήκαμε, αλλά αξίωσαν να μας δοθεί και μία τυπική αποζημίωση. Την πλήρωσε το ελληνικό κράτος για το λάθος της δικαιοσύνης του, γιατί μας προφυλάκισαν και δεν μας καταδίκασαν.

Πιστεύετε ότι υπήρχε ένα είδος ρεβανσισμού από πίσω;

Δεν μπορώ να καταλάβω, πραγματικά…

Μιλάω για πολιτικά αίτια.

Δεν τολμάω να διανοηθώ κάτι τέτοιο, αλλά ήταν μια περίοδος που έβριζα πολύ τον Γιαννόπουλο του ΠΑΣΟΚ και όλο το δικαστικό σώμα. Δεν έχω στοιχεία, αλλά σίγουρα υπήρχε ένας θυμός απέναντι μου από το κατεστημένο του Γιαννόπουλου ως Υπουργού Δικαιοσύνης. Είχα κόντρα μαζί του…Μου έστελνε κάτι σημειώματα απίστευτα όταν δούλευα στην εφημερίδα «Εξουσία» του Ανδρουλιδάκη και έγραφα το οπισθόφυλλο.

Απειλητικά σημειώματα;

Όχι…Πρόστυχα! Σιχαμένα, ομοφοβικά, της σχολής της «Αυριανής» που έτσι κι αλλιώς ήταν ομοφοβική. Το θεωρούσαν πολύ σπουδαίο να μας πουν «πουστάρες» ή «παλιαδερφές». Εμένα, ωστόσο, στα αρχίδια μου, γιατί άμα δεν εκτιμάς κάποιον, δεν σε ενοχλεί και η ύβρις του. Εκεί που τσούζει και πονάει είναι να σε βρίζει ένας που εκτιμάς και σε προβληματίζει αυτό, λες «μήπως κάπου έχει δίκιο;»

Τη θεωρείτε σημαντικό κρίκο την εμπειρία αυτή στης ζωής σας την αλυσίδα;

Έχουν περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και, ναι, σίγουρα είναι κρίκος. Είναι έξι μήνες απ’ τη ζωή μου, που μου μάθανε πάρα πολλά. Είχα μία άλλη εικόνα για τους ανθρώπους και ίσως γι’ αυτό έπρεπε να πάω φυλακή. Πριν διαχώριζα τους ανθρώπους σε αστούς και μη αστούς, σε καλλιεργημένους και μη καλλιεργημένους, εκεί κατάλαβα όμως πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι.

Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε. Τόσα χρόνια δεν συναναστραφήκατε ανθρώπους μη καλλιεργημένους, λούμπεν έστω;

Θα μπορούσα, αλλά δεν είχε συμβεί, οπότε συνέβη το άλλο. Πιστεύω σε μία οικονομία και γι’ αυτό λέω «Δόξα τω Θεώ» επειδή μπορώ ν’ απαντήσω στο ερώτημα σου, καταλαβαίνοντας τι λες. Έμαθα πράγματα, παντού μαθαίνεις συνέχεια.

Είναι ένα άγραφο βιβλίο ο άνθρωπος;

Από κάθε στιγμή και στο εξής, ναι, είμαστε άγραφο βιβλίο. Δεν είμαστε, όμως, με βάση του τι κουβαλάμε πίσω μας. Όχι με την έννοια των επιτευγμάτων μας, αλλά μ’ αυτή των εμπειριών μας.

Διακοπές κάνετε;

Όσο μπορώ, γιατί υπάρχει και το οικονομικό θέμα. Ζω τώρα στο κέντρο, στο Κολωνάκι, σ’ ένα μικρό δυαράκι, στην Κανάρη, έχοντας χαμηλώσει εντελώς τα έξοδα μου. Πρέπει να ομολογήσω ότι αν δεν είχα τους φίλους μου, θα ήμουν άστεγος. Δεν έχω τίποτα, κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε καρέκλα, ούτε ποδήλατο. Πήγαμε και διαλύσαμε και την ΑΕΠΙ, εκεί που είχα τη σιγουριά ότι με τα λεφτά ενός εξαμήνου θα πλήρωνα έξι νοίκια μου μαζεμένα…Τα περίμενε ο ιδιοκτήτης μου κάθε Ιούλιο και Δεκέμβριο…Ήταν η σύνταξη μου, γιατί εγώ δεν έχω σύνταξη.

Ούτε σύνταξη έχετε;

Ούτε! Τίποτα δεν έχω! Χέσε μέσα…(γέλια)

Κατά μία έννοια, τηρείτε απόλυτα το χριστιανικό παράδειγμα του πένιτος. 

Πες το μου κι αυτό! Ευτυχώς έχω καλούς φίλους, όπως είπα, που νοιάζονται για το θέμα.

Δεν είχατε πρόταση να γράφετε κάπου;

Καμία! Κι έχω χτυπήσει πολλές πόρτες! Κυρίως όχι ακούω σε όσα πράγματα δεν έχουν σχέση με το τραγούδι. Δεν θέλω να κάνω εικασίες για ποιο λόγο γίνεται αυτό. Νομίζω, για να μην το πολυκουράζουμε, ότι οι αρνήσεις οφείλονται στο στένεμα του χώρου, που μπορείς να έχεις άποψη. Σου λέει: «Ο Δαβαράκης έχει το τράτο να φτιάχνει ένα site υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον Τσίπρα αυτοπροσώπως» και μετά από πέντε μήνες βγάζω ένα άρθρο που λέω ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Λογικό δεν είναι να πει ο άλλος: «Φίλε, δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί σου;» Οι μεν και οι δε το ξέρουν αυτό σε μια εποχή που τα ΜΜΕ είναι ξεκάθαρα τοποθετημένα πολιτικά.

Θα λέγατε τι ψηφίσατε στις τελευταίες εκλογές;

Όχι, γιατί είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που καταλαβαίνω γιατί είναι μυστική η ψήφος, επειδή μετά θ’ αρχίσει ο καθένας να σε βάζει σε ομάδα.

Ένα σχόλιο τότε για τους τέσσερις μήνες με ΝΔ στην κυβέρνηση;

Προσπαθώ να μην το παρακολουθώ από πάρα πολύ κοντά. Αγριεύομαι όταν ακούω πόσο γλυκά θα μας δείρει ο κ. Βορίδης…Έχω καταλάβει πια, στα 66 μου, ότι όλοι αυτοί, της πολιτικής, έχουν άλλες προτεραιότητες, τα δικά τους οικονομικά θέματα και όχι την οικονομία της Ελλάδας. Μιλάω για όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως.

Δηλώσατε πολλές φορές την ηλικία σας. Σας απασχολεί τόσο τελικά;

Ναι, δεν το φανταζόμουν, τό’πα στην αρχή…Εδώ η σκέψη παίζει σε δύο ταμπλό: Μωρέ, θα πάω και 76, και 86, και 96, και 106 μπορεί, γιατί την αγαπάω τη ζωή. Παρόλο που σωματικά ξέρω πως θα’ναι όλο και πιο δύσκολα.

Κοιτάζετε την υγεία σας σήμερα;

Όχι. Έκανα πρόσφατα μια εγχείρηση για να βγάλω μια πέτρα απ’ το νεφρό και έφυγε όλο το νεφρό, γιατί ήταν χάλια. Είχα τρομερούς πόνους, αλλά τους απέδιδα στην πέτρα. Πέρναγε ο πόνος και το άφηνα…

Τι πιστεύετε ότι θα περάσει από τα μάτια σας λίγο πριν τα κλείσετε για πάντα;

Ελπίζω να βλέπω κάτι που θα με κάνει να χαμογελάω, νά’χω μπει ήδη σε ένα fade in/ fade out. Έχω μία βεβαιότητα: Ότι συνεχίζουμε!

Κάποιος θα σας παραλάβει δηλαδή; Και δεν εννοώ τον Άγιο Πέτρο.

Πάντα με καθοδηγεί κι από δω που είναι, δεν φαντάζομαι να σταματήσει αυτό επειδή το σώμα θά’χει πια παραδώσει. Όλο αυτό που εκφράζω, που είμαι, που εκπέμπω, απλώς πλαισιώνει την άχρηστη ύλη. 

Κι όταν τέλος πάντων συμβεί κι αυτό, τι πιστεύετε ότι θα θυμίζει το «σχήμα» Άρης Δαβαράκης;

(σκέφτεται) Η σκέψη μου για το θάνατο είναι όχι τι θα μείνει εδώ, αλλά τι θα πάρω εγώ μαζί μου. Θα’χω καταφέρει να πάρω το μάθημα, για το οποίο ήρθα κι έζησα; Έχει νόημα η ζωή μας, για κάποιο λόγο είμαστε εδώ ασχέτως αν καμιά φορά το πλησιάζουμε ενστικτωδώς. Η συνέχεια του ταξιδιού πρέπει νά’χει πολύ πράγμα, πάντως.

Κύριε Δαβαράκη, σας ευχαριστώ πολύ.

Εγώ ευχαριστώ. Τόσο ελεύθερα δεν νομίζω να’χω ξαναμιλήσει σε συνέντευξη. 

* Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr