Ερευνητής, συλλέκτης, βιογράφος, συγγραφέας, ηθοποιός, δισκογραφικός παραγωγός, ο άνθρωπος που ήταν κοντά στις πιο μεγάλες σταρ του ελληνικού κινηματογράφου. Του χρωστάμε πολλά, όσοι αγαπούν τα τραγούδια και εκείνα τα σπάνια υλικά που όταν περάσουν κι άλλο τα χρόνια θα μείνουν ως χνάρια ενός πολιτισμού χαμένου, ο οποίος έφυγε μαζί με τους εκπροσώπους του. Αν δεν υπήρχε ο Μάκης Δελαπόρτας, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε! Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι – σύμφωνα με τον ίδιο – η συνέντευξη της ζωής του, καθώς δεν αναλωθήκαμε μόνο στα των σταρ, αλλά και στα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του δικού του βίου. Τα παιδικά χρόνια, το όνειρο που σιγά – σιγά γινόταν πραγματικότητα, η είσοδος στη δισκογραφία εξ αιτίας του Μάνου Χατζιδάκι, οι στιγμές δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, μία συγκινητική- δακρύβρεχτη σχεδόν – ιστορία με τη Ρένα Βλαχοπούλου, οι απώλειες και, τελικά, μία αδιάκοπη συλλεκτική διάθεση που απώτερο στόχο έχει το μοίρασμα μ’ όλο τον κόσμο και το πέρασμα στην αθανασία. Ο Δελαπόρτας δεν δηλώνει συγγραφέας, παρόλο που τα βιβλία του σαρώνουν τις πωλήσεις κάθε φορά. Ούτε βιογράφος, παρόλο που έχει στα σκαριά ακόμη δέκα βιογραφίες βετεράνων Ελλήνων ηθοποιών. Ο Δελαπόρτας δηλώνει συλλέκτης ονείρων, εμπειριών και ακριβών αισθημάτων. Κι έτσι ακριβώς θέλει να τον θυμούνται.
(χαμογελάει) Αν
πιστεύουμε στο κάρμα, εγώ πιστεύω πως στη ζωή όλα είναι γραμμένα. Σε μένα έτσι
ακριβώς συνέβη. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς εκείνο το θερινό σινεμά που υπήρξε
δίπλα ακριβώς από το πατρικό μου. Έτσι, γραμμένο ήταν να περνάω όλα τα
καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας βλέποντας κινηματογράφο με τα πράγματα να
παίρνουν μια δική τους ροή. Μου άρεσαν οι ταινίες, ελληνικές ως επί το
πλείστον, άρχισα να θαυμάζω ανθρώπους απ’ το πανί της μεγάλης οθόνης, να πέφτω
μετά να κοιμάμαι στρωματσάδα στην ταράτσα, να κοιτάζω τα αστέρια και να τους
δίνω ονόματα: Αλίκη, Δημήτρης, Ζωή, Καρέζη κλπ. Αποτέλεσμα ήταν να σκέφτομαι
πως αυτούς τους ανθρώπους θα τους γνωρίσω κάποια στιγμή.
Θυμάστε ποια ήταν
η πρώτη ελληνική ταινία που είδατε;
Το «Χτυποκάρδια
στο θρανίο», όπου είχα μαγευτεί απ’ αυτό το ολόδροσο κορίτσι που έβλεπα μπροστά
μου να χαμογελάει και να παίζει. Στην πραγματικότητα μαγεύτηκα για πρώτη φορά
απ’ τις μουσικές του ελληνικού κινηματογράφου που ήταν άρρηκτα δεμένες με τις
εικόνες. Μια ολόδροση επίσης μουσική του Μάνου Χατζιδάκι στην εν λόγω ταινία,
που με ακολουθούσε για πάρα πολλές μέρες. Μετά από αρκετά χρόνια έλαχε να βγάλω
εγώ το σάουντρακ της ταινίας και να μείνει μέχρι σήμερα.
Και από ξένες
ταινίες, τι σας άρεσε να βλέπετε;
Δεν θυμάμαι
ιδιαίτερα πράγματα, πέρα από Χοντρό – Λιγνό, Τζέρι Λιούις, Λουί Ντε Φινές,
βασικά κωμωδίες. Επικές κλασικές, επίσης, Κλεοπάτρα, Μπεν Χουρ, αυτά όμως μετά
τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στους θερινούς κινηματογράφους παίζανε τότε
ταινίες και του ’50, που εμείς δεν είχαμε προλάβει σε α’ προβολή. Πρόλαβα εν
πάση περιπτώσει τα θερινά σινεμά με τις ελληνικές ταινίες της εποχής.
Μου περιγράφετε μια νοσταλγική εικόνα α λα «Σινεμά ο Παράδεισος».
Πήγαινα στο μαντρότοιχο του σινεμά δίπλα απ’ το σπίτι μου, σκαρφάλωνα,
έβλεπα τις ταινίες, αλλά αυτό ήταν οπωσδήποτε μια κούραση. Κάποια στιγμή
γκρεμοτσακίστηκα, ο αιθουσάρχης το έμαθε και είπε «Για όνομα του Θεού, αφήστε
το παιδί να μπαίνει να βλέπει τζάμπα τις ταινίες, δεν θέλουμε λεφτά». Απ’ την
άλλη μέρα κιόλας εγώ ήμουν εκεί, αλλά ξέρετε ποια ήταν η τρέλα μου; Επειδή τα
πάντα στη ζωή έχουν ως στίγμα τα παιδικά μας χρόνια, εγώ πήγαινα μ’ ένα
κασετοφωνάκι – καβουρντιστήρι και καθόμουν στην πρώτη σειρά για να είμαι δίπλα
στο ηχείο και να ηχογραφώ τα τραγούδια και τις μουσικές από τις ταινίες. Αυτό
μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο απ’ τις σκηνές, τα πλάνα ή το πώς έπαιζαν οι
ηθοποιοί. Έφτιαξα την πρώτη μου σειρά από κασετούλες που πριν κοιμηθώ άκουγα με
τα ακουστικά ότι είχα ηχογραφήσει.
Ποια ήταν η δική σας παιδική ηλικία που σας έκανε να ταυτιστείτε τόσο μ’
αυτές τις ελληνικές ταινίες;
Νομίζω πως σαν παιδί ταξίδευα στο όνειρο μέσα απ’ αυτές τις ταινίες.
Προέρχεστε από μια φτωχή οικογένεια;
Ε ναι, μια μικροαστική οικογένεια. Γεννήθηκα στον Πειραιά και μετά τα
τέσσερα μου χρόνια μετακομίσαμε στην Αργυρούπολη. Εκεί πέρασα όλα τα χρόνια του
δημοτικού και του γυμνασίου, στο «Σινε – Αργυρούπολις». Το σινεμά ήταν μια
απόδραση για μένα και οι παιδικοί μου ήρωες δεν ήταν ο Μίκι Μάους, ο Ντόναλντ
Ντακ, ο Σεραφίνο και ο Τιραμόλα, αλλά η Αλίκη, η Ρένα, η Καρέζη, οι άνθρωποι
που έμελλε να τους γνωρίσω και πάλι τυχαία όμως.
Σας μπήκε βέβαια και το σαράκι του ηθοποιού. Λογικό.
Στα 17 μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, αλλά ο πατέρας μου μού είπε «Αν
γίνεις ηθοποιός, δεν έχεις καμία θέση σ’ αυτό το σπίτι». Αποφάσισα έτσι να μην
πάω σε δραματική σχολή και έχασα ένα χρόνο πολύτιμο. Με βάλανε υπάλληλο στου
Χυτήρογλου, τη μοναδική δουλειά που έκανα για ένα – δυο μήνες και μετά, μαζί με
μια φίλη μου, έγινα πλασιέ για βιβλία. Υπήρξαν άνθρωποι που ήρθαν στο καμαρίνι
μου και μου είπαν: «Εσύ μας χτυπούσες την πόρτα κάποτε για να πουλήσεις βιβλία
και σήμερα παίρνουμε εμείς τα δικά σου». Το βρίσκω πολύ συγκινητικό.
Τι ήταν αυτό που έκανε τόσο αρνητικό τον πατέρα σας απέναντι στις
θεατρικές σπουδές;
Ήμουν ένα παιδί – αρνί. Προερχόμουν από μια οικογένεια μικροαστική, πολύ
συντηρητική, με πολύ αυστηρές αρχές, που δεν γινόταν εγώ να έμπαινα στο θέατρο
και να πετύχαινα. Δεν το πίστευε με τίποτα αυτό ο πατέρας μου. Αυτό τον φόβιζε,
τίποτα άλλο. Ήμουν ένα πολύ δειλό και ήσυχο παιδί.
Που, ουσιαστικά, δεν του είχε καμία εμπιστοσύνη ο πατέρας του.
Ναι, γιατί ο χώρος προς τα έξω έβγαινε πάρα πολύ σκληρός και
ανθρωποφάγος. Από τότε δεν ήταν ένας εύκολος χώρος.
Ήταν έτσι; Τι λέτε σήμερα με την εμπειρία σας;
Όχι, δε μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Γνώρισα ανθρώπους που με αγκάλιασαν και
η πρώτη ήταν η Αλίκη, που σε μένα είδε πράγματα που δεν είχε δει κανείς άλλος.
Είχα πάει να δω στα 17 μου την παράσταση «Καμπαρέ», καλοκαίρι, περιμένοντας
στην ουρά μετά, όπως όλα τα πιτσιρίκια, για να πάρω το πολυπόθητο αυτόγραφο.
Ήταν μια ιεροτελεστία όλο αυτό στη μοναδική περίπτωση της σταρ Αλίκης
Βουγιουκλάκη, αφού δε γινόταν να δεις παράσταση της και να μην περιμένεις στο
τέλος για αυτόγραφο. Στα παιδιά της δικής μου γενιάς και της ηλικίας μου, η
Αλίκη ήταν το είδωλο, έτσι τη βλέπαμε. Κάποια στιγμή εκείνη με προσέχει στην
ουρά, με κοιτάει στα μάτια κι εγώ αρχίζω να κοκκινίζω. «Έλα εδώ εσύ» μου κάνει,
«για κάτσε εδώ. Μμμ, τι όμορφο παιδάκι που είσαι». Σ’ εκείνη τη φάση, έψαχνε
έναν νεαρό ξανθό για να αντικαταστήσει κάποιον επίσης νεαρό για την επόμενη
σαιζόν του «Καμπαρέ». Με έβαλε στην άκρη και μου είπε «Ξέρω ότι εσύ θες να
γίνεις ηθοποιός» – υπάρχουν αυτά σε συνέντευξη στο YouTube να τα λέει η ίδια.
Τηλεφώνησε λοιπόν του πατέρα μου και του είπε «Κύριε Δελαπόρτα, θ’ αφήσετε το
παιδί να’ ναι κοντά μου». Μάλιστα, όταν του είπε στην αρχή «Αλίκη
Βουγιουκλάκη», ο πατέρας μου της απάντησε «Κι εγώ είμαι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ»
(γέλια). «Όχι, αλήθεια είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη» συνέχισε εκείνη. Όταν γύρισα
σπίτι, μου λέει ο πατέρας μου: «Για όνομα του Θεού, μέχρι τη Βουγιουκλάκη πήγες
κι έπιασες; Ε, σου αξίζει, πήγαινε, ακολούθησε την»! Καταλήξαμε για όλη τη
σαιζόν η Αλίκη να βάζει τον οδηγό της να με γυρνάει στο σπίτι επειδή ήμουν
ακόμη ανήλικος.
Για πάντα! Από το ’79 που τη γνώρισα μέχρι το ’96 που «έφυγε». Εγώ δεν
στάθηκα, όμως, δίπλα στην Αλίκη, ούτε ως αυλή, ούτε ως κόλακας, ούτε ως
θαυμαστής, κάτι που εκείνη το ήξερε πολύ καλά. Υπήρχε μία παραφιλολογία πως η
Αλίκη ήθελε πάντα αυλή. Η ίδια όμως δεν εκτιμούσε τις αυλές.
Ξέρετε, όμως, συνήθως οι σταρ διαμετρήματος Βουγιουκλάκη, έχουν την
ανάγκη μίας αυλής λόγω της τεράστιας ανασφάλειας τους.
Εγώ εισέπραττα ότι η Αλίκη δεν εκτιμούσε τις αυλές και σε μένα έβλεπε
ένα παιδί με μια έμφυτη σοβαρότητα και σεμνότητα. Δεν ήμουν το χαζοχαρούμενο
παιδί που ήθελε απλά τη φωτογραφία ή το αυτόγραφο και να την κοιτάει στα μάτια.
Της το απέδειξα τα επόμενα χρόνια, όταν άρχισα να συγκεντρώνω υλικό από τον
ελληνικό κινηματογράφο, όχι απαραιτήτως δικό της μόνο. Με έβλεπε που πήγαινα
στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι και μάζευα ότι έβρισκα, αλλά ποτέ δεν μου είπε
«Τι κάθεσαι τώρα και μαζεύεις»…Δεν ήταν μόνο η αγάπη μου για το σινεμά και τις
μουσικές του, αφού πάντα όλα τα έβλεπα ως δουλειά. Δεν έβλεπα τίποτα ως
συλλέκτης και δεν δηλώνω συλλέκτης αντικειμένων.
Καλή ευκαιρία να μου πείτε πως αυτοπροσδιορίζεστε με τόσα που κάνετε.
Δηλώνω συλλέκτης ονείρων και αναμνήσεων. Δηλαδή τα αντικείμενα που
μάζευα από εκείνη την εποχή, είτε ήταν αφίσες, είτε ήταν αποκόμματα και
φωτογραφίες, ήθελα πάντα να τα μοιραστώ με τον κόσμο. Ο συλλέκτης δεν θέλει να
μοιράζεται τίποτα. Θέλει να τα’χει μόνος του σ’ ένα σπίτι μέσα να τα καμαρώνει.
Έτσι προέκυψαν τα βιβλία, οι δίσκοι και όλα όσα έκανα.
Έχοντας γνωρίσει τόσο καλά τη Βουγιουκλάκη, η ιδιωτική εικόνα της
δικαίωνε τον μύθο που την περιέβαλε;
Απόλυτα! Δεν θα ξαναγεννηθεί εύκολα μια τέτοια περίπτωση και δεν
στέκομαι στο ταλέντο, αφού δεν γίνεται μια γυναίκα να πρωτοστατεί για σαράντα
χρόνια και να είναι ατάλαντη. Είχε έναν ήλιο και μια λάμψη που εξέπεμπε, την
οποία, εγώ τουλάχιστον, δεν ξανασυνάντησα σε κανέναν άλλον ηθοποιό στο θέατρο.
Ήταν γεννημένη σταρ, γεννημένο αστέρι. Δυστυχώς ο ήλιος αυτός έσβησε πολύ
γρήγορα και δεν ξέρω αν κι αυτό ήταν γραμμένο να γίνει έτσι.
Ισχύει. Πως θα ήταν η Βουγιουκλάκη να ζούσε και να πλησίαζε τα 90
σήμερα;
Θα ήταν πολύ όμορφη!
Πως το ξέρετε αυτό;
Βλέπω το σόι της. Όταν η μάνα της έφυγε στα 96 κι ήταν μια πολύ όμορφη
γυναίκα σημαίνει ότι μιλάμε για ένα πάρα πολύ καλό κύτταρο. Επίσης, το κοφτερό
μυαλό της! Δεν το συνάντησα ποτέ ξανά σε καμία δουλειά και σε καμία γυναίκα –
ας με συγχωρέσουν όλες οι γυναίκες που συναναστράφηκα και που δούλεψα μαζί
τους. Γνώρισα όλες τις σταρ, όπως ξέρετε, αλλά Βουγιουκλάκη δεν ξανασυνάντησα.
Και δεν εννοώ μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στη ζωή της. Έμπαινε σ’ ένα χώρο
και μ’ ένα μαγικό τρόπο ο χώρος έλαμπε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό. Εσείς, αλήθεια,
την προλάβατε;
Την είχα δει στα 16 μου να παίζει Αντιγόνη στο Κατράκειο Θέατρο της
Νίκαιας. Την είχαν κράξει άσχημα.
Τραγικό, ναι…Την είδατε στη χειρότερη της φάση. Δεν ήταν για όλα, όπως
όλοι δεν είναι για όλα, ΟΚ…Τόλμησε κάτι, δεν πέτυχε κι είχε στενοχωρηθεί πάρα
πολύ μ’ αυτό. Είχε προετοιμαστεί αρνητικά πριν καν ξεκινήσουν οι παραστάσεις.
Την είχαν κράξει από πριν, άρα βγήκε με την αποτυχία στο τσεπάκι.
Θυμάμαι ότι στην παράσταση που είχα δει, σηκώθηκε ένας κύριος με μπερέ
και μούσια και της φώναξε «Τράβα μέσα! Δεν είσαι καν η Αλίκη, είσαι το αλικάκι
και θες να γίνεις κι Αντιγόνη;» Είχα σοκαριστεί, το ομολογώ.
Πληγωνόταν βαθιά μ’ αυτά. Όπως έλεγε, «και τα βράχια πονάνε όταν σκάνε
τα κύματα, αλλά δεν το λένε»…
Πολλοί καλλιτέχνες, που μου έτυχε και μένα να γνωρίσω, σαν τη Ζαρόκωστα
και την Κωνσταντάρου, μου περιέγραψαν τη Βουγιουκλάκη σαν ένα βαθιά
δυστυχισμένο πλάσμα.
Δεν ήταν δυστυχισμένη, μοναχική, αλλά μια πολύ έξυπνη γυναίκα που για
μένα, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, δεν έβρισκε ισάξιους της.
Το ότι ήταν έξυπνη δε σημαίνει ότι δεν ήταν δυστυχισμένη, συνήθως μαζί
πάνε αυτά τα δύο.
Εννοώ, όχι καλλιτεχνικά, αλλά πνευματικά, πως είχε φτάσει σ’ ένα σημείο
που ήταν πάνω απ’ το μέσο όρο των άλλων ηθοποιών, ούσα επιχειρηματίας κιόλας
και πολλά άλλα πράγματα. Νομίζω πως μπορεί λίγο η γυναικεία της φύση να έμπαινε
σε δεύτερη μοίρα από’ να σημείο και μετά. Κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να
σταθεί εύκολα δίπλα σε μια τέτοια δυναμική γυναίκα, θα πω εγώ.
Και όλο αυτό δεν αρκούσε να τη γεμίζει με δυστυχία;
Ήμουν απ΄τους ανθρώπους που έμπαινα κάθε μέρα στο σπίτι της και μου
εκμυστηρευόταν πράγματα, γιατί ήξερε πως δεν θα μιλήσω. Μια μέρα, λοιπόν, μου
είπε: «Δεν νιώθω καλά, είμαι δυστυχισμένη». Της απάντησα: «Δεν γίνεται να το
λες εσύ αυτό, όταν όλη η Ελλάδα σ’ αγαπάει και σε θαυμάζει». Ξέρετε τι μου
είπε; «Όλη η Ελλάδα είναι έξω απ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Εδώ μέσα είμαι
μόνη μου». Βρισκόταν και σε μία φάση, όμως, που ήταν μόνη της, δηλαδή δεν είχε
κάποια σχέση.
Είχατε το προνόμιο ή την ευλογία να μπαινοβγαίνετε, όπως είπατε, στο
σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Πολλοί άλλοι θα το ήθελαν αυτό. Δεν πιστεύετε
ότι έτσι γίνατε αντιπαθητικός σ’ αυτούς ακριβώς τους πολλούς άλλους;
Γίνεται ιδιαίτερα αντιπαθητικό όχι μόνο να μπαίνεις σπίτι της
Βουγιουκλάκη, αλλά να σε εμπιστεύονται οι μύθοι όλης εκείνης της εποχής και να
γίνονται οι δικοί σου άνθρωποι, γιατί εγώ δεν έκανα απλά επαγγελματικές
συνεργασίες. Γινόμουν συγγενής μ’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως συμβαίνει σήμερα
με τη Μαίρη Χρονοπούλου, που’μαι πολύ κοντά της και θεωρούμαστε φίλοι μεταξύ
μας. Για μένα η Μαίρη είναι η μοναδική περίπτωση που συνδυάζει το star quality με τη μεγάλη
ερμηνευτική γκάμα. Αισθάνομαι τυχερός γιατί, ομολογουμένως, κάθε συνάντηση και
κάθε κουβέντα μας, αποτελεί για μένα μάθημα ζωής. Να πω και ότι αυτή την εποχή
ετοιμάζω τη βιογραφία της Μαίρης Χρονοπούλου, της τελευταίας μεγάλης σταρ του
ελληνικού σινεμά. Έτσι, όμως, ήμουν με όλους. Οι φίλοι μου, η καθημερινότητα
μου, ήταν αυτοί οι σταρ. Τι να κάνω τώρα; Αυτό από μόνο του σε κάνει
αντιπαθητικό.
Το πληρώσατε, πιστεύετε, αυτό το τίμημα με ένα τρόπο;
Το πλήρωνα σε ψυχολογικό επίπεδο. Ως το προς τα έξω, όμως, το προς τον
κόσμο, διότι αυτό τελικά πρέπει να μας απασχολεί, πέρασε η αγάπη μου γι’ αυτούς
τους ανθρώπους. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν και που μεγάλωσα κι εγώ, αυτό με
ικανοποιεί βαθιά. Σίγουρα αντιμετώπισα πόλεμο όταν έκανα τους πρώτους
κινηματογραφικούς δίσκους και κάποιοι – ευτυχώς όχι όλοι – είπαν: «Τι ξέρει
τώρα αυτός και θέλει να γίνει δισκογραφικός παραγωγός;» Δεν επεδίωξα τίτλους εγώ. Το πόσο καλός
είμαι ως συγγραφέας ή ως ηθοποιός, ας το κρίνει η ιστορία, εγώ πάντως δεν
δηλώνω ούτε βιογράφος, ούτε συγγραφέας. Το μεράκι μου έκανα, το κέφι μου. Τώρα
αν αγγίζει τη μάζα αυτό που κάνω ή αν τα βιβλία μου ξεπερνάνε τις 50.000
πωλήσεις, μόνο ικανοποίηση μπορεί να μου φέρει.
Έχετε απόλυτο δίκιο! Πόσο μάλλον όταν όλα ξεκίνησαν απ’ το πάθος ενός
μικρού παιδιού που πήγαινε στα σινεμά και ηχογραφούσε τις κασέτες του με τα
συγκεκριμένα τραγούδια. Ξαφνικά, μετά από χρόνια, όλο αυτό έγινε μία πανελλήνια
υστερία. Τότε ανακάλυψαν ότι πίσω απ’ τα τραγούδια αυτά βρισκόταν ο Άλκης του
«Ρετιρέ», ο χαρακτήρας που υποδυόμουν στο σήριαλ του Δαλιανίδη. Έπεσαν όλοι
πάνω μου την περίοδο 1990 – 93 να μου ζητάνε ατέλειωτες συνεντεύξεις. Και,
παραδόξως, ότι έκανα στο θέατρο, δεν αφορούσε κανέναν. Να μου κάνουν όλοι
αφιερώματα για τους δίσκους, η Σεμίνα, η Παναγιωταρέα, η Κορομηλά… Με έπιασε
κάποτε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και μου είπε: «Εσύ, μικρέ, συνειδητοποιείς τι
έχεις κάνει;»…«Όχι» του απάντησα. Εννοούσε πως εκεί που σ’ όλα τα κλαμπ
παίζονταν το «Τό’πε, τό’πε ο παπαγάλος», ο Πανταζής και η Άντζελα, ξαφνικά
μπήκαν ο Χορν, η Αλίκη, η Μελίνα, ο Κούρκουλος. Η νεολαία, έτσι, εν έτει 1990
μπόρεσε να γνωρίσει αυτούς τους μύθους, εν ζωή οι περισσότεροι. Πως αυτοί οι
άνθρωποι να μη μ’ αγαπάνε σήμερα, αφού από μένα εισέπραξαν όλο αυτό πάνω στην
εφηβεία τους;
Ο Μάνος Χατζιδάκις, ως γνωστόν, είχε αποποιηθεί την ενασχόληση του με τη
μουσική για τον Φίνο. Πως καταφέρατε, αλήθεια, να τον πείσετε να σας δώσει
άδεια έκδοσης εκείνων των σάουντρακ του;
Ο Χατζιδάκις μου είχε δώσει την άδεια έκδοσης δέκα σάουντρακ του από
δέκα αντίστοιχες ελληνικές ταινίες του Σακελλάριου, του Δαλιανίδη, του
Κακογιάννη κ.α. Ήταν ο άνθρωπος που μου άνοιξε την πόρτα της δισκογραφίας. Είχα
πάει από κάποιες κιν/φικές εταιρείες για να πάρω κάποια σάουντρακ από master tapes που θα έπαιζα
στην εκπομπή μου στο ραδιόφωνο. Δεν μπορούσα να πάρω τις μουσικές και τα
τραγούδια από τα βίντεο, γιατί ο ήχος ήταν πολύ κακός. Σκέφτηκα πως κάποιοι
μπορεί να’χουν το πρωτότυπο υλικό. Πράγματι, κάποιοι ηχολήπτες και άνθρωποι των
κιν/φικών εταιρειών, που με ξέρανε λόγω της δημοφιλίας μου από το «Ρετιρέ», μου
είπαν: «Έλα δω, παιδί μου, εσύ που σε συμπαθούμε. Κάτω, στα υπόγεια, θα βρεις
χιλιάδες πεταμένα tapes. Πάρ’τα, κάνε
τη δουλειά σου και μετά πέταξε τα»!
Απίστευτο!
Ναι, επί λέξει μού είπαν: «Δεν τα θέλουμε πίσω, την έχουνε κάνει τη
δουλειά τους. Τα κρατήσαμε εδώ για 30 χρόνια, τι να τα κάνουμε τώρα; Και τι να
τα κάνεις κι εσύ; Πάρ’τα και πέτα τα». Τους εξηγούσα πως ήθελα να τα αντιγράψω
και να τους τα γυρίσω, αλλά επέμεναν! «Έλα δω, πάρε κι αυτά τα slides, τις αφίσες και τα αρνητικά»! Έτσι έγιναν στην
πορεία τα βιβλία μου. Θυμάμαι ότι για μια βδομάδα κουβαλούσαμε κούτες μ’ ένα
φίλο μου, που είχε αυτοκίνητο. Ο Κώστας Κλάββας μου’χε χαρίσει κι ένα
μπομπινόφωνο για να μπορώ ν’ ακούω τα tapes κι έτσι για τρία – τέσσερα καλοκαίρια, εγώ δεν πήγα διακοπές, αφού
καθόμουν κι έκοβα κι έραβα τα master tapes των παλιών ταινιών. Ο μαέστρος ο Θεοδοσιάδης με
παρότρυνε να πάω το υλικό από κάποια δισκογραφική. Όντως, το πήγα στον
Μαραβέλια της ΛΥΡΑ, ο οποίος μού εξήγησε ότι άπαξ και τον ενδιέφερε, λεφτά δεν
θα έπαιρνα, διότι «αυτά δεν πουλάνε». Του απάντησα πως δεν ήθελα λεφτά παρά
μόνο να εκδοθούν τα τραγούδια και οι μουσικές για να υπάρχουνε. Μετά του είπα
πως έχω στα χέρια μου σάουντρακ του Πλέσσα, του Θεοδωράκη, του Καπνίση, του
Χατζηνάσιου και του Χατζιδάκι. Στο όνομα «Χατζιδάκις», κόλλησε! Άστραψε το μάτι
του! Μου κάνει: «Να, αυτός πρέπει να βγει, αλλά ποιος τον πλησιάζει τον
Χατζιδάκι; Τολμάει κανείς;»…«Θα πάω εγώ και θα τον βρω» του απάντησα, «τι είναι
ο Χατζιδάκις; Τρώει ανθρώπους;» Αρχίζω να τηλεφωνώ του Χατζιδάκι, ποτέ δεν
έβγαινε στο τηλέφωνο, μέχρι που βγήκε μετά από ένα τρίμηνο. Μου λέει ευγενικά ο
Χατζιδάκις πως δεν τον ενδιαφέρουν αυτά τα σάουντρακ, γιατί τα έκανε για
βιοποριστικούς λόγους και όλη εκείνη την εποχή, την έχει αποκηρύξει. Πάνω κει
γίνεται ο εξής διάλογος:
– Κρίμα, γιατί έχω βρει και τα «Χαμένα Όνειρα».
– Το έχετε;
– Ναι, το αυθεντικό.
– Σε τι φορμάτ;
– Σε master.
– Μπορείτε να το κάνετε μία κασέτα και να μου το φέρετε;
Εκτίμησα πολύ από τον Χατζιδάκι που δεν μου ζήτησε τα master tapes. Το λέω, γιατί
ένας άλλος συνθέτης, ο Νίκος Μαμαγκάκης, δεν είχε φερθεί με τον ίδιο τρόπο.
Πήρε με δόλιο σχεδόν τρόπο τα σάουντρακ από τα master που του’χα δώσει και τα εξέδωσε μόνος του χωρίς καν να ενημερωθώ. Και, OK, εγώ ως αγνός έλεγα «Πάρτε τα master, σας τα δίνω», στην πραγματικότητα όμως είχα
ρίξει πάρα πολλή δουλειά και κόπο από το να τα αποκτήσω μέχρι το να τα κόψω και
να ράψω. Τέλος πάντων, πάω στη Ρηγίλλης με μια κασέτα για τον Χατζιδάκι και μου
ανοίγει μία κυρία με ένα σκυλί κόλεϊ. Έρχεται ο Χατζιδάκις, με ρωτάει: «Είστε
κούριερ;», «Όχι, είμαι ο Μάκης Δελαπόρτας» του απαντάω. Από που να με ήξερε ο
άνθρωπος; Άφησα την κασέτα, είπε πως θα μου τηλεφωνήσει, αλλά οι εβδομάδες και
οι μήνες περνούσαν χωρίς καμία απάντηση. Όταν του τηλεφώνησα εγώ μετά από ένα
τρίμηνο και απάντησε ο ίδιος, τον ρώτησα:
– Κύριε Χατζιδάκι, μήπως ακούσατε εκείνη την κασέτα;
– Την άκουσα και, έχετε δίκιο, έχει ένα ενδιαφέρον.
– Μπράβο, κύριε Χατζιδάκι, χαίρομαι γιατί θέλω πάρα πολύ να βγουν τα
σάουντρακ σας από τον παλιό κινηματογράφο. Δεν μ’ ενδιαφέρει να βγουν μόνο τα
τραγούδια, αλλά και οι μουσικές σας.
– (παύση)
– Μ’ ακούτε;
– Ναι, σας ακούω. Που είστε; Είστε κοντά, στη ΛΥΡΑ μήπως;
– Στη ΛΥΡΑ είμαι.
– Ελάτε από δω!
Πήγα από κει, βγάζει μια άσπρη κόλλα χαρτί και μου λέει να γράψω ποιους
τίτλους έχω βρει από τα σάουντρακ του. Το κάνω και γράφει από κάτω: «Επιτρέπω
στον κύριο Δελαπόρτα να βγουν αυτά τα σάουντρακ με τη δική του επιμέλεια».
Πηγαίνω κατευθείαν στον Μαραβέλια που δεν πίστευε πως μπορούσε να’χει συμβεί
κάτι τέτοιο. Έτσι ξεκίνησαν να βγαίνουν τα πρώτα σάουντρακ του Χατζιδάκι εν
έτει 1989-90 που ολοκληρώθηκαν μέσα σε μία τετραετία, λίγο δηλαδή πριν το
θάνατο του. Δε θυμάμαι να είχα οικονομικές απολαβές, αλλά μου άνοιξε η πόρτα
για ν’ ακολουθήσουν άλλοι 300 δίσκοι με όλους τους μεγάλους συνθέτες για τον
ελληνικό κινηματογράφο σε δική μου επιμέλεια. Αυτό το χρωστάω στον Μάνο
Χατζιδάκι.
Πιστεύω πως αν πρέπει να σας καταλογίσουμε κάτι είναι το ότι σώσατε
κυριολεκτικά από τα σκουπίδια ένα υλικό που αποτελεί πολιτιστική παρακαταθήκη.
Αυτό θα’θελα να μείνει ως υστεροφημία μου. Τίποτα άλλο. Και τώρα μπορεί
να στήνω μεγάλες παραστάσεις με πολύ αξιόλογους ηθοποιούς στα μεγαλύτερα
θέατρα, αλλά δεν στέκομαι εκεί. Το κάνω για ψυχολογικούς λόγους, τα 50 πια
βιβλία μου όμως και οι 300 δίσκοι μου είναι ένα υλικό, που αν δεν υπήρχε η
τρέλα μου, θα είχε πεταχτεί, εξαφανιστεί ή καεί. Μάζευα πράγματα από σπίτια
ανθρώπων που θα πέθαιναν και οι συγγενείς τους θα τα πέταγαν, γιατί δεν τους
αφορούσαν. Πάρα πολλά έσωσα και άλλα τόσα έχασα, γιατί μόνο εγώ έτρεχα και δεν
υπήρχαν άλλοι. Κάποιοι πάλι δεν πρόλαβαν να πουν «Έλα εδώ, παιδί μου, πάρ’ τα
εσύ όλα αυτά και ξέρεις τι θα τα κάνεις».
Όχι, υπήρχαν και κάποιοι που δεν τους είχα «σπουδάσει», δεν τους
περιείχα και άρα δεν μ’ ενδιέφεραν. Το να ερχόταν ο οποιοσδήποτε ηθοποιός και
να μου έλεγε «πάρε αυτά και βγάλε μου ένα βιβλίο» δεν θα μπορούσα να το κάνω,
να διαθέσω το χρόνο μου.
Υπήρξαν ηθοποιοί που να πίστευαν ότι δεν ήταν καλοί ως τραγουδιστές και
άρα να μην ήθελαν να βγει το υλικό τους;
Όχι, για ιστορικούς λόγους κανείς δεν μου’πε όχι, διότι εγώ πάντα
ζητούσα την άδεια τους πρώτα. Ο Κούρκουλος, ας πούμε, μπορεί να μην είχε τη
φωνή με τη μεγάλη έκταση, αλλά τραγουδούσε σωστά. Εμένα, επίσης, μου άρεσε πολύ
και η ιδιαίτερη χροιά της Καρέζη, η οποία- απ’ ότι ξέρω – δεν αγαπούσε
ιδιαιτέρως το τραγούδι. Η πρώτη εκτέλεση της όμως στο «Μην το ρωτάς τον ουρανό»
του Χατζιδάκι, που εγώ έβγαλα, παραμένει ασυναγώνιστη.
Πως εξηγείτε το ότι στις επόμενες επανεκδόσεις των δίσκων αυτών, δεν
υπήρχε το όνομα σας;
Αυτά που γίνονται στην Ελλάδα είναι ανεπίτρεπτα! Αν ήθελα να κινηθώ
νομικά, θα είχα κερδίσει όλες τις δίκες, γιατί όλες οι πρώτες εκδόσεις
αναγράφουν απάνω «Παραγωγή – επιμέλεια: Μάκης Δελαπόρτας». Οι επόμενοι, για να
μην έχω προφανώς το δικαίωμα να ζητήσω κάτι ως παραγωγός, βγάλανε εντελώς
αυθαίρετα το όνομα μου. Με στενοχώρησε πολύ το γεγονός, αλλά κάνανε τόσες
πολλές εκδόσεις πια που δεν θα προλάβαινα να’μαι στα δικαστήρια. Όσοι, πάντως,
έχουν τις πρώτες εκδόσεις, ξέρουν πως αυτές οι δουλειές είναι δικές μου. Τώρα
πια δεν υπάρχουν καν τα CD, τι να πούμε…
Είστε υπέρ της ελεύθερης διακίνησης αυτών των σάουντρακ στο διαδίκτυο;
Όσα έχουν ήδη βγει, υπάρχουν στο διαδίκτυο, όχι όμως και τα ανέκδοτα που
έχω και είναι γύρω στα 200. Πιστεύω πως μετά από μένα, θα οδηγηθούν κι αυτά
στις χωματερές, κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου. Θα’θελα να βρω τον τρόπο σ’
αυτή τη ζωή να βγούνε και να μείνουν για την ιστορία. Δεν είμαι παράλογος, ξέρω
πως είναι η εποχή, δεν αποβλέπω στο να γίνω πλούσιος, αλλά όταν έχω διαφυλάξει
ένα υλικό για 30 χρόνια, δεν μπορώ να το κυκλοφορήσω στο διαδίκτυο και να το
πάρει όποιος θέλει. Δεν γίνεται αυτό!
Πρέπει να βγάλατε χρήματα, πάντως, απ’ αυτή την ενασχόληση.
Έβγαλα αρκετά χρήματα μόνο απ’ το δίσκο με την Αλέξια που ξεπέρασε τις
200.000 πωλήσεις και ήταν καθαρά μία δική μου παραγωγή. Με την προκαταβολή γι’
αυτό το δίσκο, πήρα κι αυτό το σπίτι που βρισκόμαστε τούτη τη στιγμή (γέλια).
Απ’ τους 299 άλλους δίσκους, έπαιρνα χαρτζιλίκια για να περνώ άνετα τη ζωή μου.
Άλλος όμως στο εξωτερικό, με 50 βιβλία και 300 δίσκους, θα’χε λύσει το
οικονομικό θέμα μέχρι και των δισέγγονων του. Έτσι, μπορεί τώρα να παλεύω για
να βγάλω τη χρονιά μου, αλλά δε με χαλάει, γιατί είμαι ένας βαθιά αγωνιστής
καλλιτέχνης.Μα τι λέω σήμερα; (γέλια) Πρώτη φορά μου τα ρωτάνε αυτά!
Αυτή η ενασχόληση ήταν τροχοπέδη για μια μεγαλύτερη καριέρα στο θέατρο;
Αναμφίβολα. Όταν ξεκίνησαν οι προτάσεις απ’ όλες τις δισκογραφικές για
να επιμελούμαι δίσκους από τον ελληνικό κιν/φο, δεν προλάβαινα να κάνω θέατρο
κι έτσι πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Έδινα συνεντεύξεις και ενώ ήθελα πολύ να
μιλήσω για την παράσταση που έπαιζα, δεν αφορούσε κανέναν. Όλοι ρωτούσαν για το
δίσκο της Βλαχοπούλου και της Αλίκης. Ύστερα άρχισα τις βιογραφίες, ένα πολύ
μοναχικό σπορ, όπως μοναχική είναι και όλη η συγγραφή. Ήθελε 100% δόσιμο. Ο
κύκλος τείνει να κλείσει, αν και έχω καμιά δεκαριά ακόμη να ολοκληρώσω.
Τι να κλείσει με δέκα βιογραφίες στα σκαριά;
ΟΚ, έχω κάποια χρόνια ακόμη για να γράφω, να ξέρετε όμως πως άπαξ και
ξεκινήσω μία βιογραφία, την έχω πανέτοιμη μες στο μυαλό μου μέχρι και
σελιδοποιημένη.
Να πούμε κάτι και για το «Σουτιέν του μπαμπά»;
(ενοχλημένος) Ελάτε τώρα!
Γιατί όχι; Πιστεύετε πως πολλοί απ’ τους σταρ που συναναστρέφεστε, δεν
θα ήθελαν να είχαν εξαφανίσει κάποια απ’ τα πεπραγμένα τους;
Αυτό ήταν ένα δραματικό έργο που λεγόταν «Μάμα Ρόζα» και που παιζόταν σ’
ένα καφεθέατρο. Εγώ υποδυόμουν ένα ορφανό παιδί που ανακάλυπτε πως ο πατέρας
του ήταν τραβεστί. Ατέλειωτο δράμα! Κάποια στιγμή είπαν να το γυρίσουν ταινία,
την εποχή που ο Κατακουζηνός είχε κάνει τον «Άγγελο» με τον Μιχάλη Μανιάτη. Και
καλά θα πηγαίναμε στο φεστιβάλ κλπ. Είδα τελικά στους κιν/φους έναν άλλο ευτελή
τίτλο – αίσχος και μία τραγική ταινία. Δεν ήξερα, στα 17 ήμουν, τι να έκανα;
Κάποιοι ωστόσο που θέλουν να χαρακτηρίσουν τον ηθοποιό και συγγραφέα Δελαπόρτα,
θα το κάνουν απ’ το «Ρετιρέ», που ήταν ένα δημοφιλέστατο σήριαλ που παίζεται
μέχρι σήμερα. Ήταν τιμή για μένα να ‘μαι στο team των νέων παιδιών του Δαλιανίδη. Εγώ και στο team του Δαλιανίδη υπήρξα, και εξώφυλλο στα «Μανίνα
– Σούπερ Κατερίνα» έγινα, και αφίσα στα παιδικά δωμάτια…Υπήρξε κι αυτή η εποχή,
αλλά νομίζω πως το μυαλό και το πνεύμα μου δεν είχαν καμία σχέση με την
εξωτερική μου εμφάνιση. Ήμουν ένα παιδί baby
face, που μεγάλωνα και
ωρίμαζα εσωτερικά, αλλά όχι εξωτερικά, με αποτέλεσμα να μη μου δίνονται ρόλοι.
Ήμουν ένα παιδί συνεσταλμένο με αξιοπρέπεια που με ερωτευόντουσαν, αλλά όχι
χυδαία. Με έβλεπαν το πολύ για μια αγκαλιά, όντας από μικρός ένα τρυφερό παιδί.
Δεν νιώθω παραπονεμένος, αφού ανήκω στους αυτοπροτεινόμενους και
αυτοδιαχειριζόμενους καλλιτέχνες. Να ένα μήνυμα για τα παιδιά τα νέα, που
απελπίζονται με το πρώτο κλείσιμο της πόρτας! Δεν τηλεφωνούσα για δουλειά ποτέ,
είχα αξιοπρέπεια, αλλά φρόντιζα με τον τρόπο μου να τους υπενθυμίσω ότι είμαι
εδώ κι εγώ, ότι υπάρχω και βασικά να τους προτείνω πράγματα. Τις πιο πολλές
φορές αυτό μου’βγαινε σε καλό!
Κι απ’ την άλλη θα μπορούσατε να εκμεταλλευτείτε και τις τόσες γνωριμίες
σας μ’ όλους τους σταρ.
Εννοείται, αλλά και γι’ αυτό ακριβώς είναι άδικα κάποια σχόλια και
κριτικές που μου γίνονται από μερικούς, ευτυχώς όχι απ’ όλους. Απ’ τον κόσμο
και απ’ το χώρο δεν έχω παράπονο, διότι – κακά τα ψέματα – για να καθιερωθείς
σαν καλλιτέχνης πρέπει να σ’ αποδεχτεί πρώτα ο χώρος και μετά το κοινό. Κάποιοι
παρόλα αυτά θα είχαν ένα μειδίαμα ή το σύνδρομο του σηκωμένου φρυδιού, που λέω
εγώ. Σε μια πρεμιέρα να θέλω να χαιρετίσω κάποιον που θα κάνει ότι δεν με
βλέπει ή σε μια νέα κοπέλα, πρωταγωνίστρια σε σημερινό σήριαλ, που θα πάω να
της πω «Τι κάνεις, αγάπη μου, καλά είσαι;» κι αυτή θα με κοιτάξει και θα μου
απαντήσει «Θύμισε μου…» ΟΚ, παίζει και αυτό, οπότε δεν κολλάω εκεί πέρα.
Πρέπει να είστε ήρεμος άνθρωπος.
Πάρα πολύ. Δεν καυγαδίζω ποτέ. Απ’ τον καιρό που έχασα τη μάνα μου και
τον πατέρα μου, δεν ξανανέβασα τον τόνο της φωνής μου σε κανέναν άνθρωπο, ούτε
και καρδιακούς παλμούς. Επειδή εγώ κάνω πια δικούς μου θιάσους, που περνάνε τα
πάντα από τον έλεγχο μου, όλα γίνονται με πάρα πολύ γλυκό και ήπιο τρόπο. Ποτέ
δεν έχω προσβάλλει άνθρωπο κι όποιος έχει αντίθετη άποψη, να βγει να το πει!
Τόσο, που οι παραγωγοί μου μού λένε «Δε χρειάζεται να’σαι τόσο ευγενικός»
(γέλια). Πρόσφατα ο τωρινός παραγωγός μου γύρισε και μου είπε: «Μάκη, πόσο
δίκιο έχεις. Έτσι πρέπει να’μαστε όλοι, σαν και σένα». Εγώ το κάνω, όμως, πολύ
φιλοσοφημένα, αφού σε μία παράσταση, απ’ την πρώτη ανάγνωση κιόλας, λέω σ’
όλους πως λειτουργούμε σαν ομάδα, ο ένας για τον άλλο, και πως απλά θέλω να δω
το όραμα μου επί σκηνής. Προέρχομαι κι από μια γενιά που εμείς τρέμαμε τους
σκηνοθέτες. Ξέρετε ότι δεν μπορώ να δω σήμερα το «Ρετιρέ», γιατί ακόμη δεν έχω
αποβάλλει το άγχος της συνεργασίας με τον Δαλιανίδη; Χωρίς δηλαδή να σου
φώναζε, ήθελε να μην ξεχάσεις ούτε μία λέξη από το κείμενο, κάτι που από μόνο
του σε άγχωνε. Αυτό ήταν ο Δαλιανίδης, με τον οποίο κάναμε στενή παρέα έξω.
Γούσταρε πάρα πολύ αυτά που έκανα με τα βιβλία και τους δίσκους, ερχόταν σε
βραδιές μου και μιλούσε για μένα με τα καλύτερα λόγια.
Και η Ρένα είχε δει σε μένα αυτά που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Ποτέ δεν την
«έγλειψα» και δεν την κολάκεψα – καλά, εκείνη δεν τις ήθελε καθόλου τις αυλές.
Στη Βλαχοπούλου έβλεπα μια δυναμική μάνα που ποτέ δεν είχα, αφού η μάνα μου
ήταν μία απλή λαϊκή γυναίκα. Κι εκείνη, όμως, έβλεπε τον γιο που ποτέ δεν
απόκτησε. Είχαμε παίξει μαζί σε μια – δυο παραστάσεις στο θέατρο όταν ήμουν ήδη
γνωστός από την τηλεόραση, εννοώ πως δεν με «έφτιαξε» εμένα η Ρένα. Με γύριζε
με τ’ αμάξι της στο σπίτι τα βράδια και μου έλεγε «Να σε δω να μπαίνεις μέσα
και μετά θα φύγω». Ήταν όλο μαμαδίστικες συμβουλές. Πολύ πονόψυχη…Πολλές
αγαθοεργίες έκανε που δεν τις ξέρουν…
Όχι μόνο δεν τις ξέρουν, αλλά έχει ακουστεί ότι ήταν έως και
σπαγκοραμμένη.
Η Ρένα ήταν τσιγκούνα, αλλά σε μηδαμινά πράγματα. Δηλαδή μπορούσες να
πας σπίτι της και να’φευγες νηστικός ή να σου’βαζε μόνο δυο δαχτυλάκια ουίσκι.
Μια φορά, όμως, που μπήκαν σπίτι μου και μου έκλεψαν 100.000 δραχμές και μία
φωτογραφική μηχανή, ήμουν πολύ στενοχωρημένος και της το’πα από το τηλέφωνο.
«Έλα από δω» μου κάνει, πάω και μου’χε σ’ ένα φάκελλο τις 100.000! Αν άκουγε
ότι πέθανε ενός συναδέλφου της η γυναίκα και του άφησε τρία παιδιά, έβγαζε
κανονικό μηνιάτικο για την οικογένεια, τους έδινε στάνταρ χρήματα. Έκανε πολλά
τέτοια, αλλά μην ξεχνάμε και πως οι άνθρωποι όλης αυτής της γενιάς είχαν το
σύνδρομο της Κατοχής. Η Ρένα, που ήταν γεννημένη το 1923, ήταν στυλοβάτης για
την οικογένεια αφότου σκοτώθηκαν οι γονείς της στον πόλεμο.
Πριν ξεκινήσει η καταγραφή αυτής της συζήτησης μας, μου αφηγηθήκατε μια
πολύ συγκινητική ιστορία από τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Θέλετε να τη
μοιραστείτε;
Η Ρένα ήταν συγγενής μου πια και γι’ αυτό μου άφησε τη διαχείριση των
πνευματικών της δικαιωμάτων και του αρχείου της. Αυτό είναι τύχη που την έχτισα
εγώ, γιατί ήμουν κοντά της και στα δύσκολα. Έμενε κι εδώ, στη Βούλα, και την
έβλεπα καθημερινά. Αν πάλι είχα πολλές δουλειές, θα την επισκεπτόμουν
τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα κι αυτές ήταν οι ώρες χαράς και αναπτέρωσης
της. Μιλάω για τα τελευταία χρόνια που είχε καταπέσει, δεν έπαιζε πια στο
θέατρο, είχε πολλά προβλήματα υγείας και το ψυχολογικό της έπρεπε να’ναι
μονίμως ανεβασμένο. Πιστεύω πως ήμουν απ’ τους ανθρώπους που της έκαναν τέτοιου
είδους τονωτικές ενέσεις. «Πάμε έξω βόλτα» της έλεγα κι όταν βαριόταν, την
κατσάδιαζα. Της έλεγα ότι παράτησα τη δουλειά μου για να’ μαι εκεί. Της ζητούσα
να βαφτεί λίγο, «Δεν βλέπω, βρε» μου έλεγε και την έβαφα εγώ τελικά. Έπρεπε να
βαφόταν, να φτιαχνόταν λίγο, γιατί βγαίναμε έξω και ο κόσμος τη γνώριζε και την
κοιτούσαν. «Πως έγινε έτσι η Βλαχοπούλου;» λέγανε κι αυτό δεν μου άρεσε εμένα.
Τα τελευταία της Χριστούγεννα μου είχε ζητήσει να την πάω να δει τη στολισμένη
Αθήνα. Ήταν ντυμένη όμορφα, με το ταγεράκι της, αλλά πολύ αδυνατισμένη και με
τρομερή αδυναμία στα πόδια. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Την έπαιρνα
κυριολεκτικά αγκαλιά και την κάθιζα στη θέση του συνοδηγού. Δεν το’χω ζήσει με
τη μάνα μου αυτό και τό’ζησα με τη Βλαχοπούλου! Φτάνουμε στο Σύνταγμα κι
ακολουθεί ο εξής διάλογος:
– Θα μου κάνεις μια χάρη, βρε;
– Τι θες;
– Θα με πας μια βόλτα από το Ακροπόλ;
– Γιατί;
– Έτσι, να το δω…
– Είναι ημέρα Χριστουγέννων, Ρένα μου, και θα’χει πολύ κόσμο.
Την πήγα τελικά κι έζησα εκεί μία συγκλονιστική στιγμή! Βλέπαμε τον
κόσμο να μπαινοβγαίνει στο θέατρο κι εκεί την πιάσανε κάτι κλάματα…Έβαλε το
πρόσωπο στο παράθυρο του αυτοκινήτου και άρχισε να σπαράζει. «Πάμε να φύγουμε»
της είπα…«Όχι, λίγο ακόμα, άσε με να δω, εδώ ήταν το σπίτι μου για σαράντα
χρόνια, το σπίτι μου, εδώ μέσα έζησα τα πάντα»…Την άφησα, αλλά ταράχτηκα και
συγκλονίστηκα. Κι όταν της είπα «Γιατί μου το κάνεις αυτό;», μου απάντησε
«Εντάξει είμαι τώρα, ηρέμησα»…Δεν μου ξαναζήτησε να την πάω από κανένα άλλο
θέατρο και λίγο μετά έφυγε από τη ζωή. Ήταν τα τελευταία της Χριστούγεννα. Δεν
πέθανε μεγάλη η Ρένα, στα 81 ήταν, αλλά το ζάχαρο την είχε τσακίσει. Ούτε
καταχρήσεις έκανε, μόνο το τσιγάρο ήθελε ως το τέλος, που δεν έπρεπε. «Αφήστε
την» είχαν πει οι γιατροί…
Είστε νέος άνθρωπος, που θα έχετε βιώσει έντονη την απώλεια με τόσους
σταρ που γνωρίσατε και που μοιραία δεν είναι εδώ πια. Δεν ακούγεται από λίγο
έως πολύ καταθλιπτικό αυτό;
Για κάποιους ίσως, αλλά δεν ισχύει για μένα. Εγώ έχω 10.000 δίσκους που
δεν θα τους αποχωριστώ ποτέ, γιατί είναι οι αναμνήσεις μου. Καθημερινά ακούω
δίσκους με το που ξυπνήσω, με τον καφέ μου. Έχω πράγματα σπουδαίων ανθρώπων που
δε μπορώ να τα κρατάω πια σε αποθήκες. Είτε είναι της Αλίκης, είτε της Ρένας,
είτε άλλων, πρέπει κάπου να πάνε. Και μένα ώρες – ώρες με μελαγχολούν. Είναι
σαν να πηγαίνεις στο πατρικό σου και κάποια πράγματα των δικών σου να σου
θυμίζουν μνήμες…
Κι όταν θα πάτε κι εσείς 80 ετών, θα έχετε πολλές μνήμες να θυμάστε;
Ατέλειωτες μνήμες θα έχω. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και ευλογημένο
που βρέθηκα στη ζωή πολλών σημαντικών ανθρώπων, οι οποίοι αναμφίβολα είναι
κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδας. Αυτές οι μορφές δεν υπάρχουν σήμερα και ούτε
θα ξαναϋπάρξουν. Η Βασιλειάδου σαν κουτσομπόλα της γειτονιάς, ο Μακρής σαν
πατέρας και ο Βέγγος σαν βιοπαλαιστής. Δεν πειράζει, εγώ ζω σε μιαν άλλη εποχή,
αλλά κατά τ’ άλλα είμαι ένας σύγχρονος μοντέρνος άνθρωπος. Στο θέμα της
δουλειάς, όμως, θεωρώ αποστολή μου να διασώσω κομμάτια του πολιτισμού. Μακάρι
να γινόταν ένα μουσείο κινηματογράφου, που θα έμπαινε μέσα ότι έχω στα χέρια
μου και θα ταξίδευε στις επόμενες γενιές. Διότι δεν μου ανήκει τίποτα: Όλα
ανήκουν στην ιστορία!
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.Μπόσκο - Μάκης Δελαπόρτας (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου)
Πρώτη φορά μίλησα έτσι. Δελαπόρτας δεν είναι μόνο Βουγιουκλάκη και
ελληνικός κινηματογράφος, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, που κανένας απ’ τους
δημοσιογράφους, που δίνω συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπήκε σε βάθος.
Ποτέ άλλος δεν μπήκε στη διαδικασία να μάθει και πέντε- δέκα άλλα πράγματα για
μένα. Έμεναν στην επιφάνεια μια ζωή.
Μήπως γιατί επιφανειακός είναι ολόκληρος ο παλιός ελληνικός
κινηματογράφος;
Αχ, μη με τσιγκλάτε τώρα, γιατί ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ήταν
πολύ πιο βαθύς και ουσιαστικός απ’ αυτό που φαίνεται και που του αποδίδουν. Το
αποδεικνύουν οι σταθερές υψηλές τηλεθεάσεις καθώς τα χρόνια περνάνε και οι
ηθοποιοί που μυθοποιήθηκαν. Που να ήξεραν όλοι αυτοί, όταν γύριζαν ταινίες για
το μεροκάματο τους, πως θα γίνονταν τόσο διάσημοι 40 και 50 χρόνια μετά το
θάνατο τους;
Το «γυρνάτε» πάντα στη λαϊκή αποδοχή, κάτι – ξέρετε – που ο Μάνος
Χατζιδάκις όχι απλά εχθρευόταν, μα πολεμούσε κιόλας.
Πιστεύω πως αν ο Μάνος Χατζιδάκις ζούσε σήμερα κι ήταν 95 ετών, σαν τον
Θεοδωράκη, να είχε αναθεωρήσει πολλά για την εποχή εκείνη και να την αγαπούσε.
Το πιστεύετε στα αλήθεια;
Ναι. Θα συνειδητοποιούσε πως εκείνη την εποχή με τα μηδαμινά τεχνικά
μέσα, αυτές τις εργασιακές συνθήκες και το μεράκι τους είχαν κάνει θαύματα. Δεν
είναι τυχαίο που εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, αναμασάμε την εποχή του ’60.
Μάκης Δελαπόρτας - Μαίρη Χρονοπούλου - Μπόσκο (Σεπτέμβριος 2021) |