Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Πέτρος Βαγιόπουλος: «Η συνέντευξη αυτή μοιάζει με τον προάγγελο ενός βιβλίου που θα έγραφα» (μία συνέντευξη 9.462 λέξεων του συνθέτη από το 2020)

 

Ο Πέτρος Βαγιόπουλος είναι ένας σημαντικός λαϊκός συνθέτης, για την ακρίβεια ενός στυλοβάτης του νέου λαϊκού τραγουδιού, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Κυριολεκτικά στυλοβάτης, όμως, αν αναλογιστεί κανείς πως το κομμάτι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», που έγραψαν κάποτε με τον Μανώλη Ρασούλη, ένα διονυσιακό καλόγουστο τσιφτετέλι, παίζεται ακόμη παντού, από τα μπαράκια και τις μεγάλες πίστες μέχρι τα live πολλών διαφορετικών τραγουδιστών.

Στην αφήγηση του Βαγιόπουλου αναβιώνει ολόκληρη η Ελλάδα από το δεύτερο ήμισυ του 20ου αι. και μετά: Η δύσκολη ζωή στην επαρχία, τα πολιτικοποιημένα φοιτητικά χρόνια, η δικτατορία, η Μεταπολίτευση, η άνοδος του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, τα συστημικά ΜΜΕ που «γέννησαν» άχρηστους πολιτικούς, μέχρι και η πρόσφατη κρίση στον Έβρο. Και, ταυτόχρονα, παίρνουμε πολλές πληροφορίες για τους σημαντικούς ανθρώπους, με τους οποίους συνταξίδεψε όλα αυτά τα χρόνια, αρχής γινομένης από τον συνεργάτη του και φίλο ζωής, Μανώλη Ρασούλη, τον Νίκο Παπάζογλου βέβαια, αλλά και τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Μάνο Χατζιδάκι.

Αν και χωρίς σύνταξη, περιμένοντας αυτή τη στιγμή να εισπράξει τα νόμιμα δικαιώματα του από την καινούργια ΑΕΠΙ, ο Πέτρος Βαγιόπουλος δεν έχει χάσει το χιούμορ και την αισιοδοξία του, δημιουργικός πάντα και έτοιμος να μπει πάλι στο στούντιο, όπου θα ηχογραφήσει τρεις μεγάλους δίσκους. Για όλα αυτά και άλλα πολλά δέχτηκε να με συναντήσει πριν μερικές μέρες και να κάνουμε μία συνέντευξη – ντοκιμαντέρ, προάγγελο – όπως είπε κι ο ίδιος – του βιβλίου που θα έγραφε με θέμα την περιπλάνηση του στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

Στο καφέ των Ποιητών της πλατείας Βικτωρίας με τον συνθέτη Πέτρο Βαγιόπουλο 6 Μαρτίου 2020
(Κάνω εκφώνηση): Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020, συνέντευξη με τον συνθέτη Πέτρο Βαγιόπουλο…

(με διακόπτει) 6 Μαρτίου του 2010, όχι του 2020!

Είμαι περίεργος για το πως θα κολλήσει το Κιλελέρ στην κουβέντα μας, ακόμη δεν αρχίσαμε!

Του Μανώλη Ρασούλη του’χε τυπωθεί έντονα η φράση «6 Μαρτίου 1910» και κάλεσε ένα μεσημέρι στον Ιανό τον Διονύση Σαββόπουλο, τον βουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη, τον Μίμη Ανδρουλάκη, που τελικά δεν μπόρεσε να έρθει, και μένα. Είναι 6 Μαρτίου του 2010, δεν έχει ενημερώσει κανέναν μας κι όταν πάμε γύρω μας είναι περίπου 12 – 13 άτομα, δηλαδή καθόλου κόσμος. Μιλάμε για μεσημέρι, όχι βράδυ. Οι άλλοι δίπλα μας δεν έδωσαν καμία σημασία αν ήταν εκεί ο Ρασούλης ή ο Σαββόπουλος, αν μιλάνε ή δε μιλάνε, αντιθέτως φωνασκούσαν και γελούσαν. Κάτσε, ρε σεις, έχετε κοντά σας ανθρώπους του πνεύματος, σας έτυχε να τους δείτε από κοντά κι εσείς κάθεστε και λέτε τα ανέκδοτα της ημέρας;

Συμπεριφορά μικρού παιδιού, λίγο όμως, όχι πολύ. Εσείς δεν έτυχε ποτέ να αδιαφορήσετε για κάτι σημαντικό;

Εγώ είμαι από μία κωμόπολη πεντέμισι χιλιάδων ανθρώπων, τους Σοφάδες Καρδίτσας, δεν ήταν δηλαδή κάνα μικρό χωριό. Ήμασταν μια παρέα που τραγουδούσαμε βασικά Θεοδωράκη και ποιητές, νέα παιδιά όλοι μας.

Άρα ξέρατε από νωρίς να σέβεστε, μου λέτε.

Έτσι ήταν οι συνθήκες. Αρχές του ’60, εποχή Λαμπράκηδων. Ήμασταν πιο πολύ μπιθικωτσικοί επειδή τραγούδαγε ποίηση και όχι ότι δεν μας άρεσε ο Καζαντζίδης με τα φοβερά λαϊκά τραγούδια του. Δεν έχει φοβερή μουσική η «Ζιγκουάλα», κι ας μην έχει ωραία λόγια, ας μην είναι ποίηση; Εμείς νομίζαμε τότε πως όταν έρθει το 2000 θα περπατάμε στο δρόμο και θα τραγουδάμε ποίηση, λέγαμε «Για να τραγουδάμε τώρα τέτοια, φαντάσου τι θα γίνει 50 χρόνια αργότερα»!

Καμία σχέση, έτσι;

Ίσως γι’ αυτό να πέρασα στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης, όπως και ο μεγάλος μου αδερφός. Μαθηματικός κι αυτός! Κι η αδερφή μας το ίδιο ήθελε ν’ ακολουθήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Με τα καλλιτεχνικά δεν είχαν καμία σχέση οι δικοί μου. Θυμάμαι μόνο τον πατέρα μου νά’χει πάντα ραδιόφωνο και παλιότερα γραμμόφωνο. Η μητέρα μου, επειδή τραγουδούσε ερασιτεχνικά μεσ’ στο σπίτι, μου έλεγε «Εμένα έμοιασες». Ποτέ δεν είχα ακούσει τον πατέρα μου να τραγουδάει, χόρευε όμως και σφύριζε.

Το να ζεις, βέβαια, σε μια επαρχιακή κωμόπολη, θά’χε εξίσου τα καλά και τα κακά του.

Η λάσπη ήταν μέχρι το γόνατο! Όταν έριχνε χιόνι, ο πατέρας μου έκανε ντορό, άνοιγε δηλαδή ένα δρόμο 100 μέτρων για να βγούμε στον κεντρικό, όπου το ύψος του χιονιού έφτανε το ένα μέτρο! Εμείς πάλι, πιτσιρίκια με 80 πόντους ύψος, ήμασταν από κάτω του. Πηγαίναμε σχολείο παρόλα αυτά κι εγώ ήμουν ένας πολύ καλός μαθητής. Στο δημοτικό ήμουν παραστάστης στο τουμπερλέκι, έβγαζα και ήχους στο περπάτημα (γέλια). Υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Είχε έρθει ο καημένος ο μαθηματικός να μας κάνει φροντιστήριο και δεν είχε λάμπα και του φέρναμε εμείς απ’ το σπίτι. Δύο πιο νέοι απ’ τους καθηγητές, μαθηματικός και φιλόλογος, μου έλεγαν ο καθένας ν’ ακολουθήσω τον κλάδο τους. Ήμουν και στα δύο καλός, αλλά αυτοί δεν μου’παν να πάω στο Πολυτεχνείο, ας πούμε. Με συμβούλευσαν να γίνω καθηγητής για να’μαι περιζήτητος ως γαμπρός. Όλα τα κορίτσια καθηγητή θέλανε να πάρουν!

Ήσασταν δημοκρατική οικογένεια για το πλαίσιο της εποχής;

Ο πατέρας μου κοίταγε τη δουλειά του. Μια φορά μόνο μού’χε πει πως στο τέλος της Κατοχής, τον πιάσανε και του είπανε «Ή με μας θά’σαι ή με τους άλλους» κι αυτός ήταν μάλλον ένας φοβισμένος άνθρωπος, σίγουρα όμως πιο έξυπνος από μας! Το ’64 περίπου του κάνουμε «Για που ντύθηκες, ρε πατέρα, κι έβαλες γραβάτα;», εγώ στα 15 κι ο αδερφός μου στα 17. «Πάω στην Καρδίτσα να πιάσω έναν βουλευτή γιατί ο Θάνος του χρόνου δίνει εξετάσεις»! Έψαχνε το μέσον για να μπούμε στο πανεπιστήμιο με λίγα λόγια. Εμείς τρελαινόμαστε, μόλις είχε βγει κιόλας ο Γέρος ο Παπανδρέου: «Πατέρα, ξεντύσου γρήγορα, δεν θα πας πουθενά». Αυτή ήταν η πρώτη πολιτική αντίδραση που κατάλαβα στη ζωή μου και μετά του έριξα όλο το δίκιο.

Είχε δίκιο τελικά;

Δεν προλάβαμε να το δούμε αυτό, γιατί με τον Παπανδρέου στην εξουσία έμπαινες στα ανώτατα ιδρύματα με ότι είχες γράψει. Πάντως άμα ήταν πάνω η δεξιά θα μπαίναμε έτσι, βισματικά, επομένως ήταν σωστή η κίνηση που θα έκανε για τα παιδιά του.

Σάμπως με το βύσμα ακόμη και σήμερα δεν χτίζονται καριέρες;

Ισχύει. Εγώ, όπως ξέρετε, είχα φροντιστήρια στο Βόλο. Το ’83, έχοντας γνωρίσει τον Ρασούλη, είπα να πάω στην Αθήνα να διοριστώ και παράλληλα ν’ ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά που μου άρεσαν. «Πιάνω» ένα φροντιστήριο, αλλά είχα σειρά 150 και βρέθηκα 390, διότι άλλοι μού πήραν τη θέση με μέσον. Δεν ήμουν κατά του δημοσίου, αλλά τώρα που το σκέφτομαι λέω πως κι εδώ να είχα μείνει, θα’ρχόταν η στιγμή που θα τα παρατούσα.

Τι σας άρεσε στο καθηγητιλίκι; Η μετάδοση της γνώσης, η επαφή με τους νέους;

Η μετάδοση της γνώσης είναι κάτι που πρέπει να τό’χεις. Ρώτησα κάτι έναν φίλο μεγαλύτερο μου κάποια στιγμή κι αυτός έκανε μισή ώρα- για να μην πω μία- να μου εξηγήσει την απάντηση. Εγώ θα του την έδειχνα σε τρία λεπτά! Στην τάξη δεν πρέπει να μιλάς συνέχεια στους μαθητές, γιατί θα κοιμηθούν. Ακούς κάποιον να γελάει, τον ρωτάς «Τι λες και γελάς; Πες μας κι εμάς να γελάσουμε», θέλει δηλαδή κάτι να σπάει το στεγνό δασκαλίκι.

Στο τραγούδι νιώσατε ποτέ δάσκαλος;

Εκεί συνέβησαν μερικά πράγματα παράξενα! Ήθελαν μερικοί συνάδελφοι να μ’ αντιμετωπίσουν μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, του στυλ «Τι μιλάς, ρε, για μουσική, αφού δεν ξέρεις μουσική;» Κάποτε είχα ένα πιανίστα που έπαιξε μαζί μου και στο τέλος με ρωτάει «Ρε Πέτρο, να σου παίξω κάτι που’χω γράψει κι εγώ;» Και παίζει ένα ζεϊμπεκάκι. «Πάρα πολύ ωραίο» του κάνω «κι εκεί που έχεις το κόψιμο στα 8/8 αντί για 9/8 πάλι καλό είναι»! Του σηκώθηκε η τρίχα! «Δεν υπάρχει 8/8, όλο 9/8 είναι» μου είπε τσαντισμένος και τόσο πολύ προσβλήθηκε που δεν μου μίλαγε μετά.

Αυτά ήταν προβλήματα στις συνεργασίες με μουσικούς. Στη δισκογραφία τι γινόταν;

Εκεί υπήρχαν τραγουδιστές που με καταλάβαιναν με την πρώτη και άλλοι που έπρεπε λίγο να τους πατρονάρω. Ο Περίδης, ας πούμε, άμα του δώσω demo, ξέρει ότι δεν είναι demo, αλλά αυτό που θέλω ακριβώς. Το ίδιο ξέρει και ο Μάλαμας. Άλλοι πάλι τραγουδάνε κι έχω μερικές ενστάσεις, αλλά δε μπορείς να τους πεις πεις να διορθώσουν δέκα πράγματα ειδικά όταν οι περισσότεροι δίσκοι μας ήταν πολυσυμμετοχικοί.

Απ’ την άλλη έχετε πλέον τη δική σας ιστορία. Κάθε τραγουδιστής θα σας ακούει – υποθέτω – και θα προσαρμόζεται.

Δεν έχω παράπονο, όσοι ήρθαν να με τραγουδήσουν είπαν άλλος «Χαρά μου», άλλος «Τιμή μου» κι εκεί εγώ αποφάσισα να μην τους τη σπάω αφού δείχνουν τέτοια προθυμία. Αν έκανα βέβαια ολόκληρο δίσκο με κάποιον, τότε θα του’λεγα πολλά πράγματα.

Μιλήστε μου λίγο για τα φοιτητικά σας χρόνια.

1967 με την έναρξη της χούντας και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, που δεν κουνιέται φύλλο! Εδώ μπορούσες να βγάλεις και μια κραυγή…Θυμάμαι ότι ακούγαμε Ντόιτσε Βέλε και BBC από τα βραχέα κι εγώ ηχογραφούσα σ’ ένα μικρό καρουλάκι. Το βράδυ βάζαμε στη διαπασών «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες», αυτό μόνο, για μία στιγμή και το κλείναμε να μην καταλάβουν από που έρχεται και πει ο απέναντι «Απ’ αυτούς εκεί ήρθε»! Συγκάτοικοι μου τότε ήταν ο Νίκος ο Σαλαγιάννης, που μέχρι χθες ήταν υπουργός και διευθυντής του ΠΑΣΟΚ, και ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος, ο νομάρχης Καρδίτσας.  Η αντίσταση μας δεν ήταν σίγουρα τίποτα ιδιαίτερο, αλλά για μας ήταν κάτι! Ένας φίλος μας πήγε κι έβαλε μια βόμβα του κερατά σε μια κολόνα της ΔΕΗ. Τον πιάσανε και γύρισε μετά από ένα χρόνο. «Τι έγινε, Σωτήρη;» τον ρωτάω μια μέρα που τον πετυχαίνουμε. «Ποιος είσαι εσύ;» μου κάνει…«Ο Πέτρος»…«Κι εσύ ποιος είσαι;» γυρνάει και κάνει του Αναγνωστόπουλου.

Τι είχε συμβεί;

Τον είχαν σακατέψει στο ξύλο και προφανώς έπαθε αμνησία… Η Θεσσαλονίκη ήταν άλλο πράγμα, λέμε! Κάναμε του εστιάτορα: «Λοιπόν, Βασίλη!» και πριν μιλήσουμε, αυτός πεταγόταν «Παιδιά, σας παρακαλώ, θα μου κλείσουν το μαγαζί»! Ακόμη κι η κίνηση ή η υπόνοια ότι θα λέγαμε κάτι, ήταν επικίνδυνη! Εγώ τότε είχα μακριά μαλλιά και ήμουν απ’ τους πρώτους με μουστάκι. Όταν πήγα στο χωριό, τα πιτσιρίκια με κοιτούσαν καλά – καλά (γέλια)

Ξένη μουσική ακούγατε καθόλου;

Πάρα πολύ! Γινόταν εκείνη την εποχή να μην ακούς τους Beatles και τους Rolling Stones, τον Neil Diamond; Εμένα πάντα μου άρεσε η μελωδία στην ξένη μουσική και οι Beatles ήταν μοναδικοί! Άρχιζαν από ρε ματζόρε και πήγαιναν φα δίεση μινόρε, δεν συνέβαιναν αυτά στην αγγλική και την αμερικανική σκηνή. Η μουσική τους είχε αρμονία και πλουραλισμό, τους άκουγες κι έλεγες «Τι έκαναν εδώ πέρα οι άνθρωποι;» Ευκαιρία να πω κάτι παρεξηγήσιμο: Εγώ πως μπορώ να καταλάβω αν ένα ξένο τραγούδι είναι καλό, αφού δεν μιλάω αγγλικά; Απ’ τις νότες! Και στα ελληνικά, πρώτα τις νότες ακούω. Μετά θα πω: «Α, κοίτα τι λένε και τα λόγια»! Στα ελληνικά, βέβαια, καλό είναι να ταιριάζει ο στίχος με τη μουσική και μένα στα περισσότερα τραγούδια δίνω μουσικές και γράφονται απάνω τους οι στίχοι. Είμαι σε μιαν αντίθεση δηλαδή με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο που λέει «Εν αρχή ην ο λόγος».

Με τον οποίο Λευτέρη Παπαδόπουλο έχετε συνεργαστεί.

Ναι, έχουμε κάνει ένα τραγούδι. Με την έννοια των αρχαίων λοιπόν «Εν αρχή ην η λογική», όχι «ο λόγος», μην τρελαθούμε κιόλας! Πρέπει νά’ναι ισάξια η μουσική με το στίχο, γι’ αυτό και ακούγαμε πολύ τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο. Είχαμε πικάπ και ακούγαμε πολύ επίσης τον Λίνο Κόκοτο που’χε βγάλει τις «Ώρες» με μεγάλους ερμηνευτές: τη Ρένα Κουμιώτη και τον Πουλόπουλο, τον Ζωγράφο και τον Βιολάρη. Και τον Νότη Μαυρουδή ακούγαμε, που μετά μας στήριξε πολύ στην ΕΡΤ όταν βγήκε το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας».

Θεωρείτε ότι ζημιωθήκατε καλλιτεχνικά από τη χούντα, αν υποτεθεί πως γράφατε τα πρώτα σας τραγούδια;

Αυτό που θυμάμαι είναι ότι φοβόμασταν να πάμε φαντάροι επί χούντας. Ήταν κι ο αδερφός μου φαντάρος…Για σκεφτείτε, δυο αδέρφια φαντάροι ταυτόχρονα μεσ’ στη χούντα! Κρατούσα ένα μάθημα για το τέλος κι όταν πήγαινα να το δώσω, δεν μπορούσα να το περάσω. Φαντάρος πήγα τελικά στο τέλος της χούντας κι ύστερα ανοίξαμε φροντιστήρια στον Αλμυρό του Βόλου. Μας είχε πει ένας: «Ρε παιδιά, δεν ανοίγετε εδώ ένα φροντιστήριο; Θα είστε οι μοναδικοί νέοι, όλοι οι άλλοι είναι παλιοί». Στον Αλμυρό μας ρωτούσαν γιατί πήγαμε εκεί και μας κοιτούσαν κάπως…«Τι θα πει φροντιστήριο;» ρωτούσαν, ενώ εμένα στην πατρίδα μου όλοι πήγαιναν φροντιστήριο για να μάθουν κάτι παραπάνω. Τα πρώτα μου τραγούδια τά’χα γράψει από τα 17 μου. Παράγγειλα, θυμάμαι, ένα μπουζούκι και μου έφεραν κιθάρα. Δεν είχα ιδέα πως παίζεται και πήγα στους γύφτους να μου την κουρδίσουν. Είχαμε πολλούς γύφτους εκεί, περίπου τρεις χιλιάδες είναι τώρα όλοι τους, εξαίρετοι μουσικοί. Στο δρόμο βλέπω ένα παιδί, όχι συντοπίτη μου, να παίζει κιθάρα κι έπαθα πλάκα! Παρατηρούσα που έβαζε τα δάχτυλα του! Ξεκίνησα να πηγαίνω στους γάμους και τα πανηγύρια για να βλέπω πως παίζει ο γυφτο-Κώστας και παρακαλώ να μη θεωρηθεί υποτιμητικό το «γύφτος»! Γύρναγα σπίτι κι έπιανα τις νότες του. Κατευθείαν έγραψα τραγούδι! Το άκουσε αργότερα ο Ρασούλης και τρελάθηκε!

Θυμάστε πως «πήγαινε» το πρώτο σας τραγούδι;

Βέβαια θυμάμαι (σ.σ. τραγουδάει τη μελωδία) Ήταν σε ρυθμό τσάμικου, σαν εκείνο του Χατζιδάκι: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά» κλπ. Μόνο μουσική, δεν είχα στίχους. Από κει και πέρα, τα τραγούδια έρχονταν μόνα τους, έπρεπε όμως νά’χω κι έναν καλό πιανίστα για να του δείχνω, όπως είναι σήμερα και οι δύο μου γιοι. Σαν φοιτητής, άλλαξα τα φώτα όλων των ποιητών και ιδίως του Βάρναλη (γέλια).

Καμία έκπληξη, τον Βάρναλη όλοι τον μελοποιούσαν τότε, από τη Μαρίζα Κωχ μέχρι τον Σπύρο Σαμοΐλη.

Μια και αναφέρατε τον Σαμοΐλη, το 1975 έγινε το Αντιφεστιβάλ Τραγουδιού στο γήπεδο της Καλλιθέας. Οι απορριφθέντες από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έστησαν εδώ το δικό τους φεστιβάλ. Σημειωτέον, όταν ήμουν φοιτητής, είχα στείλει ένα τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για το οποίο όμως ήθελαν παρτιτούρα. Πήγα στον Σπάθη, φοβερός συνθέτης και ενορχηστρωτής, του τραγουδούσα τη μελωδία κι αυτός έγραφε τις νότες χωρίς καν να με κοιτάει. «Είναι ωραίο τραγουδάκι» μου’χε πει ο Σπάθης, «αλλά να ξέρεις πως από τα 20, έχουν προκριθεί ήδη τα 19, χωρίς διαγωνισμό» (γέλια). Φεύγω, λοιπόν, από τη Θεσσαλονίκη κι έρχομαι τελευταία στιγμή στο Αντιφεστιβάλ στην Αθήνα. Το διοργάνωναν οι στιχουργοί Πάνος Φαλάρας και Σαράντης Αλιβιζάτος, ενώ συμμετείχε και η Ελένη Βιτάλη. Πολύς κόσμος ήταν. Όταν έφτασα, μου είπαν ότι άργησα ώστε να παιζόταν και το δικό μου. Κάναμε μισή πρόβα και τραγουδιστής ήταν ο Κώστας Μαντζόπουλος που μετά τραγούδησε στο «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου. Οι διοργανωτές περίμεναν το πολύ 500 άτομα και τελικά ήρθαν 5.000! Μου κάνει ο Μαντζόπουλος: «Πέτρο, εγώ δεν βγαίνω! Τραγουδάω στην Πλάκα κι όλοι αυτοί είναι θαμώνες μου, αν κάνω κάνα λάθος θα φύγουν»! Πω ρε τι πάθαμε! Τον ρωτάω αν μπορεί να κάνει δεύτερη φωνή και βγαίνω εγώ. Πιανίστας ήταν ο Σπύρος Σαμοΐλης που περίμενε να βγει απάνω ο Μαντζόπουλος και βλέπει τον Βαγιόπουλο! «Πάμε» του λέω! Το τραγούδι μου ήταν λίγο θεοδωρακικό σε στίχους ή μάλλον ποίηση του φιλόλογου Κώστα Λογαρά. Ήταν το πρώτο μου τραγούδι μπροστά σε κοινό που μίλαγε για τη δύσκολη στρατιωτική θητεία. Ο δε Μαντζόπουλος με συνόδευε φωνητικά πίσω – πίσω ώστε να μη φαίνεται. Με το που άρχισα να τραγουδάω, μου έκανε νόημα ο Σαμοΐλης ότι το πάμε καλά. Είχε φοβηθεί ο άνθρωπος, ενώ εγώ καθόλου, αφού με στράβωναν τα φώτα και δεν έβλεπα τίποτα. Πολύ καλό παιδί και συνθέτης ο Σπύρος, αλλά και το τραγούδι μου είχε πάρει πολύ καλές κριτικές από τα ΜΜΕ!

Ήταν όμως η περίοδος που όλοι ήθελαν να γίνουν Θεοδωράκηδες.

Σύμφωνοι, αλλά εμείς- όπως σας είπα- τραγουδάγαμε Θεοδωράκη απ’ την εφηβεία μας. Έχουμε ένα τραγούδι με τον Ρασούλη που λέει: «Όταν πεθάνει ο άνθρωπος καθόλου δεν πεθαίνει/ Τίποτα δεν χάνεται στο φως και στο σκοτάδι». Η Βιτάλη το είπε το ’95, αλλά η μουσική του υπήρχε από το ’70. Αυτό άκουσε το ’74 – ’75 ο Σαββόπουλος, που ανήκε τότε στη ΛΥΡΑ, και μου είπε: «Μπράβο! Πρωτογενές! Προχώρα»! Που να προχωρούσα, όμως; Αντί να πει «Ρε συ Βαγιόπουλε, αυτά θα γίνουν καλά τραγουδάκια, πήγαινε βρες τον τάδε στιχουργό»…

Δεν σας βοήθησε δηλαδή ιδιαίτερα.

Όχι, απλά ένα θάρρος μου έδωσε…Ήμασταν με τον αδερφό μου στο Βόλο και μου λέει μια μέρα: «Όλο ποιητές φτιάχνεις, πήγαινε βρες ένα στιχουργό να σου γράψει πρωτότυπα. Πάμε να πιάσουμε τον Δημήτρη Χριστοδούλου»! Τον πήρα για τρελό. Ο αδερφός μου, όμως, βρήκε το τηλέφωνο του και τον πήρε, κάνοντας πως είμαι εγώ. «Παιδί μου, εγώ βοηθάω τα νέα παιδιά» είπε ο Χριστοδούλου, «όποτε θέλετε μεσ’ στην άλλη βδομάδα, συναντιόμαστε»! Ήρθαμε στην Αθήνα το Σαββατοκύριακο, τον είδαμε και μου έδωσε ένα κομμάτι με τρία στιχάκια χωρίς ρεφρέν. Είχα τόση ενέργεια μέσα μου που την άλλη βδομάδα τό’χα έτοιμο κιόλας. Του το πήγα και μου λέει: «Μπράβο, ρε παιδί μου! Αυτό το’χα δώσει στον Σπανό, στον Κόκοτο, αλλά τίποτα δεν έκαναν! Ξανά μπράβο σου»! Μου έδωσε άλλα τέσσερα- πέντε, τα οποία πρώτα μού τα διάβαζε απαγγέλοντας. Η απαγγελία του, περιέργως, με οδηγούσε στη μουσική. Τα έφτιαξα κι αυτά, του τα έπαιξα και τρελάθηκε!

Πόσα τραγούδια γράψατε συνολικά με τον Δημήτρη Χριστοδούλου;

Γύρω στα 18, αδισκογράφητα όλα! Μου λέει μια μέρα: «Εσύ, παιδί μου, θα γίνεις μεγάλος συνθέτης και μην κουνάς το κεφάλι σου!»…«Δεν το νομίζω» του κάνω, «εσείς οι ”μεγάλοι” έχετε ιδιοτροπίες»…«Μπορεί όλοι που θεωρούμαστε ”μεγάλοι”, να έχουμε ιδιοτροπίες, αλλά εγώ δεν έχω, είμαι φυσιολογικός» (γέλια) Κάνει στη γυναίκα του: «Αυτά, Μαρία, θα τα έλεγε ωραία ο Αντώνης Καλογιάννης, δε νομίζεις;» Εκεί παρενέβην εγώ που δεν είπα ότι δεν μ’ αρέσει ο Καλογιάννης, απλά του εξήγησα πως ενώ στιχάκια γράφει κι ο γείτονας μου, εγώ είχα πάει στον μεγαλύτερο ποιητή! «Θ’ αρχίσουμε από τα ψηλά» του λέω…«Τι εννοείς, αγόρι μου;»…«Από τον Καζαντζίδη!»…«Κάνε ότι θες»…

Ένα θράσος τό’χατε πάντως με την άγνοια της νιότης.

Τον ρώτησα που μένει ο Καζαντζίδης. Βρήκα ρωτώντας το σπίτι του στην Πεύκη και του χτύπησα την πόρτα. Βγαίνει ο Καζαντζίδης: «Έτσι κι έτσι» του λέω, «έχετε χαιρετίσματα από τον κ. Χριστοδούλου»…«Τι κάνει ο Δημήτρης;» με ρωτάει ο Καζαντζίδης. «Καλά είναι, έχουμε φτιάξει μαζί κάποια τραγουδάκια»…«Μα εγώ δεν τραγουδάω πια» μου απαντάει με τη μία. Δώσαμε ραντεβού, θυμάμαι, ξανά στο σπίτι του. Πήγα κι είχε μέσα και τους τρεις «Ρεπόρτερς», τον Χαρδαβέλλα, τον Λιάνη και τον Δημαρά που έκαναν εκπομπή μαζί του. «Πέτρο, το ένα απ’ τα τραγούδια που μου’δωσες, αν έκανα δίσκο θα το έβαζα μέσα» ήταν τα λόγια του. Δεν ήθελα τίποτα άλλο! Γίναμε φίλοι, ξαναπήγα πολλές φορές σπίτι του, αλλά δεν με τραγούδησε ποτέ. Δεν τόλμησα να του το ξαναζητήσω. Εδώ ο Ρασούλης, που τον λάτρευε, δεν του πήγε ποτέ στιχάκια του να του πει να τα τραγουδήσει!

Ο Χριστοδούλου πως είδε όλη αυτή την επαφή σας με τον Καζαντζίδη;

Κατευθείαν μου ζήτησε να με πάρει μαζί του σ’ ένα τιμητικό αφιέρωμα στην Ιθάκη: Θεοδωράκης – Φαραντούρη – Χριστοδούλου. Το 1981 ήταν. «Θα πω εγώ ένα ποίημα και μετά βγες εσύ να πεις τρία-τέσσερα τραγούδια μας». Πήγα κι εκεί γνώρισα τον Θεοδωράκη, που του είπε για μένα: «Αυτός εδώ έχει ταλέντο»! Εγώ δεν καταλάβαινα κάτι τρομαχτικό, αφού αισθανόμουν τον Μίκη σαν τον πατέρα μου, τόσο οικείος μου ήταν μέσω των τραγουδιών του! Ήταν κι αυτός φιλικός, όμως, όχι σνομπ και απρόσιτος. Το ίδιο κι η Φαραντούρη, που μιλούσε μαζί μας και καλαμπουρίζαμε. Μας τραπέζωσε ο δήμαρχος κι εγώ είχα μαζί μου μπουζουξήδες απ’ το χωριό μου – αυτοί που έπαιξαν και στο «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», για τους οποίους ο Χρήστος Νικολόπουλος μού’χε σχολιάσει: «Ωραία πενιά βγάζουν αυτοί»! Αυτοί, λοιπόν, άρχισαν να παίζουν εκεί «Ανοίγω το στόμα», όχι «Βράχο-βράχο τον καημό», οπότε κάνει ο Μίκης έκπληκτος: «Ρε παιδιά, από που τα ξέρετε όλα αυτά;» Του απαντάει ο ένας, ο Νίκος ο Μουλιάκος: «Κύριε Μίκη, ξέρετε, τυγχάνει να είμαστε και αριστεροί»! Ήταν δογματικός κομμουνιστής αυτός, αλλά κι ο Μίκης χάρηκε- νομίζω- μ’ αυτό που άκουσε. Εκεί έρχεται και με βρίσκει ένα νέο παιδί: «Είμαι ο Ανδρέας Μικρούτσικος, ο αδερφός του Θάνου», μαθηματικός κι αυτός τότε, αλλά τελείως άγνωστος. Γνωριστήκαμε και μου είπε ότι του άρεσα. Ένας άγνωστος δηλαδή άρεσε σ’ έναν άλλο άγνωστο! Ο Ανδρέας ήταν αυτός που μου είπε πρώτος: «Γράφεις ωραία λαϊκά τραγούδια. Πήγαινε στον Ρασούλη να σου δώσει στίχους» κι εγώ του απάντησα: «Μα, τι λες; Εγώ έχω φροντιστήρια στον Βόλο, που να τον βρω τώρα τον Ρασούλη;»…«Μη σε νοιάζει, είναι κολλητός μου» λέει αυτός. Με έστειλε, πράγματι, στον Μανώλη.

Πέτρος Βαγιόπουλος - Μανώλης Ρασούλης

Θέλω να μου περιγράψετε την πρώτη σας συνάντηση με τον Μανώλη Ρασούλη.

Με τη γραβάτα, όπως στο φροντιστήριο, πήγα να τον βρω στο διαμέρισμα του στην Κυψέλη. Έμενε στον έκτο, σ’ ένα ρετιρέ. Σκεφτόμουν τι είχε γράψει μετά: «Ή έχεις ρετιρέ ή σε φωνάζουν ρε!» Σκεφτόμουν ακόμη πως πρέπει να τα κονόμησαν χοντρά με τον Λοΐζο και τον Ξυδάκη! Χτυπάω κουδούνι, βγαίνει μια όμορφη κοπέλα στο μπαλκόνι και μου λέει να πάω πιο πάνω, στην ταράτσα. Ανέβηκα σ’ ένα καμαράκι γεμάτο βιβλίο. Τα παραμερίζαμε για να κάτσουμε. Με είδε με τη γραβάτα ο Μανώλης και θα’λεγε «Τι λαϊκός συνθέτης ειν’ αυτός και μου’ρθε γραβατωμένος;» Δεν μου είπε τίποτα, αλλά με κοιτούσε παράξενα. Τα είπαμε, του’βαλα κι άκουσε μερικά του Χριστοδούλου, που του άρεσαν. Εντυπωσιάστηκε που ήταν αδισκογράφητα. Εδώ πρέπει να σας πω ότι εκτός του Καζαντζίδη, τα τραγούδια τά’χα πάει σε καμιά δεκαριά άλλους τραγουδιστές.

Σαν ποιους; Μπορείτε να αναφέρετε ονόματα;

Στη Χαρούλα, ας πούμε. Πήγα στο καμαρίνι της, εκείνη όμως είχε ήδη πει το «Καλημέρα, ήλιε» του Μάνου Λοΐζου, το οποίο επρόκειτο να το τραγουδήσει η Αλέκα Αλιμπέρτη. Αυτήν ήθελε ο Λοΐζος, η γυναίκα του Χριστοδούλου, όμως, είχε παρέμβει: «Μάνο, η μεγάλη λαϊκή φωνή είναι η Αλεξίου, σ’ αυτήν θα τα δώσεις»! Εννοείται πως ο Λοΐζος την «είχε» την Αλεξίου, αλλά περισσότερο για να ντεμάρει τραγούδια με τη φωνή της.

Θέλετε να μου πείτε ότι η γυναίκα του Δημήτρη Χριστοδούλου επέβαλε τη Χαρούλα Αλεξίου στον Μάνο Λοΐζο;

Σίγουρα πίεσε προς αυτή την κατεύθυνση. Πάω στη Χαρούλα, λοιπόν, και μετά περνάω από του Χριστοδούλου. «Πήγα βρήκα τη Χαρούλα» του κάνω…«Ποια Χαρούλα;»…«Την Αλεξίου»…«Ρε παιδί μου, κατάλαβες που πήγες; Στη βασίλισσα του ελληνικού τραγουδιού!»…«Τι βασίλισσα – ξεβασίλισσα, κύριε Χριστοδούλου! Να πει κάποιος τα τραγούδια μας θέλω»…«Και δεν σου είπε ”Στα αρχίδια μου;”» (γέλια) Είχα θράσος, τόσο πολύ πίστευα στα τραγούδια μας!

Που οφειλόταν αυτή η μεγάλη αυτοπεποίθηση;

Καλή ερώτηση είναι αυτή! Στους φίλους και συγκάτοικους μου από τη Θεσσαλονίκη! Έβγαζα ένα τραγούδι και μου λέγανε «Ποιανού ειν’ αυτό, ρε;»…«Δικό μου!»…«Άντε, μωρέ μαλάκα, που’ναι δικό σου»…Δεν πίστευαν ότι έγραφα κάτι τόσο καλό. Την άλλη βδομάδα τα ίδια: «Α, ρε συ, αυτό είναι καλύτερο κι από το προηγούμενο»! Όμως, όταν δεν τους άρεσε κάτι, οι ίδιοι θα μου λέγανε: «Άντε, ρε, πήγαινε πέτα τη αυτή τη μαλακία που έγραψες»! Άγριο κοινό οι φίλοι. Αυτοί σου λένε αλήθεια, οι ξένοι θα σου πουν «Ωραία είναι αυτά που γράφεις». Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η κριτική του αδερφού μου, που δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική, διέθετε όμως καλό αυτί!

Τελικά τι έγινε με την Αλεξίου;

Όταν την ξανασυνάντησα, μου είπε το εξής: «Κύριε Βαγιόπουλε, η μουσική είναι πολύ υπεράνω των στίχων»…Τι να της έλεγα…Τι να έλεγα του Χριστοδούλου;

Μπορεί να είχαν τσακωθεί οι δυο τους ή να μην της άρεσαν ειλικρινά οι στίχοι.

Τότε δεν είπα τίποτα του Χριστοδούλου. Όταν όμως μετά από πέντε χρόνια μου είπε: «Με παράτησες και πήγες με τον γκουρού», δηλαδή τον Ρασούλη, αναγκάστηκα να του μιλήσω ευθέως: «Ξέρεις σε πόσους τραγουδιστές πήγα και δεν πήρα ποτέ απάντηση; Να σου πω τι είχε πει η Χαρούλα;» Και του τό’πα! Έγινε θηρίο! Εκεί, όμως, ο Μανώλης ζήτησε να προχωρήσουμε και αν ήταν εφικτό να πίεζε εταιρείες ώστε να έβγαιναν τα τραγούδια μου με τον Χριστοδούλου. Σας θυμίζω ότι κανείς δεν ήθελε τους Κατσιμιχαίους και ο Μανώλης πίεσε για να βγουν τα «Ζεστά ποτά». Έλεγε θα τους κρεμάσει ανάποδα που πήγαν και πιάσανε τη Φαραντούρη για να έλεγε εκείνη τα τραγούδια τους! Ο Μανώλης επέμενε να τραγουδήσουν οι ίδιοι!

Πρώτος σας δίσκος με τον Ρασούλη ήταν το «Εσύ κι αν γίνεις υπουργός».

Ναι, το ’84 με ’85. Ήταν ένας δίσκος που τον είχε τάξει ο Μανώλης στην αδερφή του, την Ανθή Κουφουδάκη, και βρέθηκα ξαφνικά στη μέση να μελοποιώ «Σαν μαζί σου χάνομαι, τη βρίσκω», εγώ που ήμουν επηρεασμένος από τον Θεοδωράκη, «Γωνιά – γωνιά», «Σαββατόβραδο» κλπ.! Μπήκα μέσα σ’ ένα λαϊκό τραγούδι που δεν θα το τραγουδούσε και κάνας γνωστός, αλλά η αδερφή του Μανώλη. Είπα «Άσε να γίνει κι αυτό και βλέπουμε». Μέσω του Μανώλη, όμως, είχα γνωρίσει ένα νέο μουσικό, τον Νίκο Κυπουργό.

Και εδώ πάμε στη γνωριμία σας με τον Μάνο Χατζιδάκι, που επρόκειτο να κάνει δίσκο σας στον Σείριο.

Ακριβώς! Έδωσα του Κυπουργού ν’ ακούσει τρία από τα κομμάτια μας με τον Χριστοδούλου. Είμαστε αρχές του 1985 κι ενώ βρισκόμαστε στο στούντιο με τον Μανώλη, με ειδοποιεί ο Κυπουργός: «Σε θέλει ο Χατζιδάκις»! Το λέω του Μανώλη, που τον λάτρευε τον Χατζιδάκι. «Φυσικά να πας» μου κάνει. Στον Χατζιδάκι πήγα καμιά τριανταριά φορές και ποτέ δεν μου μίλησε στον ενικό, ούτε καν του ξέφυγε! Την πρώτη φορά, θυμάμαι, φορούσε κάτι σαν μεταξωτό κιμονό και μου είπε: «Κύριε Βαγιόπουλε, δεν είμαι πολύ καλά, γιατί έχω έρπη ζωστήρα και μ’ έπιασε τώρα και πονάω…Τι τραγούδια γράφετε;»…«Εντεχνολαϊκά» απαντάω…«Εννοείτε έντεχνα και λαϊκά» με διορθώνει. Είδες όταν εισ’ ωραίος πως οριοθετείς το τραγούδι; Εκεί μου είπε πως το ένα απ’ τα τρία κομμάτια που άκουσε, αν το’χα στείλει στους Αγώνες Κέρκυρας, θά’χε φύγει με το πρώτο βραβείο! Στο μεταξύ, εγώ ήξερα τον Βασίλη Λέκκα, που ήταν τραγουδιστής του. Είχε έρθει στο σπίτι μου, παιδί ο Βασίλης, τραγούδησε, τον ηχογράφησα και μάλιστα πρόσφατα είπα ότι θα του παραδώσω τα κομμάτια ν’ακούσει με τα παιδιά του μαζί τη φωνή του πριν από 35 χρόνια! Τέλος πάντων, πρότεινα να τραγουδήσουν τα μισά τραγούδια ο Λέκκας και τα άλλα μισά η Αλίκη Καγιαλόγλου, που της άρεσαν. Εκεί ο Χατζιδάκις μού είπε να βρούμε άλλον άντρα τραγουδιστή, γιατί με τον Βασίλη θα έκαναν δικό τους δίσκο.

Δεν βγήκε ποτέ, όμως, αυτός ο δίσκος.

Πως νά’βγαινε; Τότε έγινε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με κριτική επιτροπή τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τον Μίμη Πλέσσα και διάφορους άλλους. Κάνει μια δήλωση στις εφημερίδες ο Χριστοδούλου ότι το φεστιβάλ θα’ναι αλλιώς, γιατί έχουν αλλάξει τα πρόσωπα στην επιτροπή κλπ., βγαίνει όμως ο Χατζιδάκις την άλλη μέρα και απαντάει ως εξής: «Ένα πανηγυράκι θα είναι, όπως ήταν πάντα». Να βρίζει ο Χριστοδούλου τον Χατζιδάκι, να βρίζει ο Χατζιδάκις τον Χριστοδούλου κι εγώ νά’μαι στη μέση. Απ’ την άλλη, όμως, ο Χριστοδούλου είχε τα απωθημένα του και μάλλον δίκαια. Έλεγε: «Εντάξει, καλός ο Χατζιδάκις, αλλά όταν εμείς τρώγαμε πέτρες και μπαλωθιές, αυτός έγραφε ”Νιάου – νιάου, βρε γατούλα”»! Υπήρχαν τα παλιά μέσα του, οι εξορίες, παρόλο που κι ο Χατζιδάκις υπήρξε ΕΠΟΝίτης. Σαν να του έλεγε: «Μη μιλάς έτσι, σεβάσου και μια ιστορία που έχουμε»…Έτσι, όντας εγώ στη μέση, έπαψα να πηγαίνω απ’ του Χατζιδάκι και ο δίσκος ναυάγησε. Τώρα, πάντως, για να κλείνουμε με τα τραγούδια του Χριστοδούλου, σκοπεύουμε να τα βγάλουμε σε δίσκο με τον Μωυσή Ασέρ. Όταν θα βγουν, θ’ ακούσετε μέσα κομμάτια γραμμένα και πριν από 40 χρόνια. Όποιον και να ζητήσουμε τραγουδιστή, θα’ρθεί, δεν υπάρχουν πια άλλωστε συμβόλαια με εταιρείες.

Δεν πειράζει που δεν προέκυψε ο δίσκος με τον Χατζιδάκι, αφού με τον Ρασούλη έμελλε να γράψετε ιστορία.

Για το δεύτερο δίσκο μας δεν πήραμε απάντηση από τη ΛΥΡΑ. Ήξερα λίγο τον Αντώνη Βαρδή που πήγε το νέο υλικό από τη CBS: «Αυτός ο δίσκος θα βγει» απεφάνθη ο Βαρδής, που ήταν συνθέτης και τό’πιασε το αυτί του. Το μεγαλύτερο βάσανο ήταν αν θα’ρθεί ή όχι να τραγουδήσει ο Νίκος Παπάζογλου.

Γιατί ήταν βάσανο;

Γιατί η CBS τότε είχε τραγουδιστές τον ΛΕΠΑ, την Άντζελα και τον Άγγελο Διονυσίου. Πήραμε τον Λεωνίδα Βελή να τραγουδήσει ένα ζεϊμπέκικο και ζητήσαμε τη Γλυκερία από τη ΛΥΡΑ για άλλα δύο τραγούδια. Ο Βαρδής ήθελε να έμπαινε και η Μαραγκόζη στο δίσκο, όπως και έγινε. Αργότερα, που βγήκε ο δίσκος, με πιάνει ο Μαραβέλιας της ΛΥΡΑ: «Πέτρο, δεν είσαι εντάξει. Δεν μου έφερες εμένα το ”Πότε Βούδας, πότε Κούδας” και το πήγες στους άλλους»…«Όχι, Κυριάκο» του απαντάω, «κοίταξε το γραφείο σου και θα βρεις απάνω την κασέτα, που μάλλον δεν την άκουσες ποτέ»…

Η επιτυχία ήταν άμεση για το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας»;

Βέβαια! Επισημαίνω μερικές τηλεοπτικές εκπομπές: Η πρώτη ήταν στο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» που ο Σαββόπουλος έβαλε μέσα και το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας»! Στα «Κυριακάτικα», επίσης, με την Έλενα Ακρίτα και τον Δημήτρη Κωνσταντάρα, που είχαν φέρει μέχρι και τον Κούδα από τη Θεσσαλονίκη. Τέλος, στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» με Φέρρη, Πλέσσα και Τσιβιλίκα, που είχαμε πάει εγώ, ο Μανώλης, η Μαραγκόζη και ο Βελής. Μπορεί να βοήθησε πολύ η τηλεόραση, αλλά να πω ότι ο δίσκος βγήκε Οκτώβριο και αποσύρθηκε Μάιο! Αυτή ήταν η πορεία του όλη κι όλη!

Για ποιο λόγο;

Η πολιτική της εταιρείας, αφού δεν είχε διαχρονικό ρεπερτόριο. Έλεγαν, οι λαϊκοί δίσκοι βγαίνουν φθινόπωρο και την άνοιξη, πάπαλα! Φανταστείτε ότι μετά από ένα χρόνο πουλιόταν δηλαδή σαν συλλεκτικό βινύλιο. Ευτυχώς που μετά το τραγούδησε ο Νίκος Παπάζογλου στο live δίσκο από τον Λυκαβηττό και μπορέσαμε ν’ ακουστούμε από τα ραδιόφωνα.

Τελικά ο Παπάζογλου ήταν άνετος στο να έμπαινε στον αρχικό δικό σας δίσκο;

Του’χα στείλει τα κομμάτια στη Θεσσαλονίκη. Εδώ πρέπει να πω ότι το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» είχε και μιαν άλλη στροφή που έλεγε «Ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μεσ’ στο καφενείο»…Λέω «Ρε Μανώλη, έχει κι ένα άλλο ωραίο στιχάκι, να το φτιάξω κι αυτό;»…«Όχι, μην το φτιάξεις, γιατί τό’χω δώσει του Παπάζογλου»…«Σε ποιο δίσκο;»…«Σε κανέναν ακόμη»…Ζήτησα τότε να του βάλω έστω μια εισαγωγή να το παίζουμε στις συναυλίες και ο Μανώλης, που τρελαινόταν για νέα τραγούδια, μου έδωσε όλη την ελευθερία. Έτσι φτιάχτηκε η εισαγωγή που ήταν δική μου και όχι του Παπάζογλου. Έτυχε να μας βγει μια συναυλία στη Χρυσούπολη Καβάλας και περάσαμε από το «Αγροτικόν», φιλιά, αγκαλιές, κακό. Λέει ο Παπάζογλου «Να σας βάλω ν’ ακούσετε τα νέα μου τραγούδια, ”Μόλις ξυπνήσω το πρωί τα βλέπω όλα μαύρα”» κλπ. Τον ρωτάω αν θα πει τελικά το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» και μου απαντάει: «Εντάξει, μωρέ, θα δούμε». Εκεί ακούσαμε και την εκτέλεση του Παπάζογλου «Στη ρωγμή του χρόνου» του Μανώλη και του Ξυδάκη στη rock ενορχήστρωση με το σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα του Σταρόβα. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχε ρωτήσει τον Ρασούλη για τη διασκευή, ούτε και τον Ξυδάκη νομίζω. Μπορεί να μεσολάβησε ο εταιρειάρχης, δε θέλω να επισέλθω. Πάμε Καβάλα, τραγουδάμε σ’ ένα ωραίο θεατράκι, όπου έρχεται ένας γέρος και κολλάει ένα χιλιάρικο στο κούτελο του Μανώλη, ζητώντας τις «Βεργούλες» (γέλια) Ο Μανώλης, αντί να του πει «Άντε, φύγε από δω», του απάντησε «Θα το πούμε αργότερα». Γυρνάμε Θεσσαλονίκη, πιάνω τον Παπάζογλου: «Ρε Νίκο, μου’πε ο Μανώλης ότι έχεις πάρει κάτι στιχάκια του, το ”Ένα κι ένα κάνουν δύο”. Έχω βάλει μιαν άλλη εισαγωγή, δική μου. Θες να σ’ το στείλω; Κι άμα δεν σ’ αρέσει, θα το βάλω στο ”Πότε Βούδας, πότε Κούδας” και θα γράψω και το δικό σου όνομα». Του το’στειλα, ποτέ δεν μου απάντησε αν του άρεσε ή όχι, άκουσα όμως για πρώτη φορά την δική μου εισαγωγή στο δίσκο του.

Ομολογουμένως δεν ακούγεται ωραίο αυτό.

Του τηλεφωνώ: «Ρε συ Νίκο, έναν αστερίσκο δε μπορούσες να βάλεις στα credits, ότι η μουσική στην εισαγωγή είναι του Βαγιόπουλου;»…«Το ξέχασα» ήταν το μόνο που μου απάντησε…Τέλος πάντων, εγώ δεν θα’ρχόμουν ποτέ σε κόντρα με τον Παπάζογλου, όπως ήρθαν ο Νικολόπουλος με τον Καζαντζίδη. Άμα δε γίνει εκείνη την ώρα, μετά άσ’το…Ένιωθα και υποχρέωση που ήρθε για το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» κι εκεί είπα «Άσ’το, χέσ’το τώρα»…

Η αλήθεια είναι πως η επιτυχία του «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» οφειλόταν εν πολλοίς στον Νίκο Παπάζογλου.

Ο οποίος, βέβαια, φοβήθηκε μη βγουν οι δυο δίσκοι μαζί και πάνε κατά διαόλου. Εγώ, πάντως, τον καθησύχαζα, του έλεγα: «Νίκο, άμα είναι καλοί και οι δύο δίσκοι, καλά θα πάνε». Χώρια που οι δικοί του έπαιρναν το δικό μας δίσκο για να βρουν το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που δεν υπήρχε στο «Μέσω νεφών»! Οι δίσκοι μας βγήκαν την ίδια βδομάδα κι αυτός είχε τρελαθεί στην αγωνία. Τελικά, ο ένας έκανε καλό στον άλλο, πήγαμε καλά. Εγώ θεωρώ ότι ο Νίκος πίστευε πως είναι φυσικό ένας μουσικός να γράψει μία εισαγωγούλα και δεν τρέχει τίποτα. Έπρεπε να μου το’χει πει, που δεν γνωριζόμασταν και καλά. Μήπως το παίξιμο του Σταρόβα «Στη ρωγμή του χρόνου», δεν ήταν ολόκληρη σύνθεση μεσ’ στη διασκευή; Ακούστε, ας πούμε, το παίξιμο του μπουζουξή Λάκη Καρνέζη στη «Νύχτα μέσα στα μάτια σου» με τη Ζορμπαλά και θα βρείτε μια νέα σύνθεση μεσ’ στη σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη!

Τώρα που τα ιστορείτε όλα αυτά, αισθάνεστε κάπου «ριγμένος»;

Σωπάτε τώρα, ευτυχισμένος νιώθω που έχω γνωρίσει τόσο κόσμο μέσα στα χρόνια! Ξέρετε τι είναι να πηγαίνεις στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη για την παρέα του; Θυμάμαι ήταν τότε που’χε πεθάνει ο αδερφός του, ο Γιάννης, ο ποιητής. Μου λέει μια μέρα ο Ρασούλης: «Πάμε απ’ τον Θεοδωράκη με τ’ αμάξι μου;»…«Πάμε!»…«Να πάρουμε και τον Καφετζόπουλο;»…Τον πήραμε. Κι άλλον έναν πήραμε απ’ το δρόμο και τελικά πήγαμε επίσκεψη πέντε άτομα. Τον είδαμε τον Μίκη καταρρακωμένο, αλλά ο Ρασούλης που ήταν διάολος, τον πήγε στην πολιτική. Κάνει ο Μίκης: «Έι, Μανώλη, μισό λεπτό, εγώ είμαι σταλινικός» (γέλιο) Επέμενε, «Αυτά κι αυτά τα καλά έκανε ο Στάλιν»! Πήγαμε για μισή ώρα και φύγαμε μετά από τρεις ώρες!

Έτσι είναι ο Μίκης, το γνωρίζουν όσοι τον έχουν συναντήσει.

Μας έλεγε: «Το χειρότερο είναι που με είχαν στην απομόνωση κι όταν με βγάλανε για να με πάνε στο νοσοκομείο, τα έβλεπα όλα ασπρόμαυρα, δίχως χρώματα. Είχα χάσει το φως μου». Χαμογελούσε αυτός που τά’λεγε, χαμογελούσαμε κι εμείς που τ’ ακούγαμε. Διηγούταν ακόμη πως ήταν στη Μακρόνησο και για να τον τιμωρήσουν, τον είχαν θάψει ολόκληρο και τού’χαν αφήσει έξω μόνο το κεφάλι. Ερχόταν ένα ποντίκι να του τσιμπήσει τη μύτη μεσ’ στη νύχτα κι αυτός τού φύσαγε για να το διώξει. Γελούσαμε που μας τά’λεγε, αλλά όταν γύρισα σπίτι, αναρωτιόμουν: «Τι έχει περάσει αυτός ο άνθρωπος; Με πόσο χιούμορ τα αντιμετωπίζει όλα;»

Το ότι είχατε μια οικονομική άνεση από τα φροντιστήρια, σας έκανε να νιώθετε πλεονεκτικά έναντι άλλων συναδέλφων σας; Ακόμη και του Ρασούλη, που ήσασταν αδελφές ψυχές.

Εγώ ήμουν σχετικά πλούσιος, ευκατάστατος, όταν είχα τα φροντιστήρια. Ο Χριστοδούλου μού’χε πει: «Πέτρο μου, ωραίος ο Βόλος, αλλά άμα θες να κάνεις κάτι, πρέπει να’ρθεις Αθήνα». Του απαντάω: «Δεν μπορώ να σου πω καθαρά, αλλά πάνω – κάτω τόσα βγάζω»…«Ε, τότε μείνε στον Βόλο» μου ξαναλέει! Λέω μια μέρα του Ρασούλη: «Κοίτα, εγώ έχω έρθει στην Αθήνα μόνιμα, αλλά εσύ δεν εμφανίζεσαι πουθενά». Δεν εμφανιζόταν ο Μανώλης, το ίδιο και ο Ξυδάκης, ενώ κι ο Παπάζογλου μη νομίζετε ότι έκανε πολλές συναυλίες τότε. Του πρότεινα να κάνουμε ένα σχήμα, αυτός, ο Ξυδάκης, εγώ και μου απαντάει: «Ξέρεις τι εστί Ξυδάκης; Βάγκνερ, Μπετόβεν και βάλε! Δεν τον ξέρεις καλά τον Ξυδάκη, σιγά μην έρθει μαζί μας να κάνουμε συναυλίες». Επειδή, όμως, τον έβαλα σε μια δύσκολη σκέψη, βγαίνει και γράφει στο «Καλάμι»: «Μια φιλία που πέτρωσε! Πέτρο, βάλε σ’ ένα φάκελλο τα στιχάκια μου και στείλ’τα πίσω γιατί τελείωσε η συνεργασία μας»! Στο μεταξύ, είχαμε βγάλει ήδη το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας»…Τηλεφωνώ στην Ανθούλα, την αδερφή του: «Ε, μωρέ Πέτρο, δεν τον ξέρεις τον Μανώλη; Σε δέκα μέρες θά’χει αλλάξει»! Της απαντάω: «Α, δεν με ξέρει εμένα ο Μανώλης όμως και δεν θά’χω αλλάξει εγώ»! Άρχισα να φωνάζω: «Άμα τον βρω στο δρόμο, θα του γυρίσω το κεφάλι ανάποδα». Δίκιο είχα, άλλο να πεις κάτι σε κάποιον και άλλο να το γράψεις κάπου, που θα το δει όλη η Ελλάδα! Αμ, το άλλο; Έγραψε σ’ ένα βιβλίο του ότι «Ο Βαγιόπουλος προσπάθησε να πατήσει πάνω μου για να γίνει γνωστός». Τον έπιασα και του είπα: «Ρε Μανώλη, είμαστε 25 χρόνια μαζί»…Υπόψιν, όταν μου έδωσε το βιβλίο με αφιέρωση, μου κάνει «Λέω και κάτι μαλακίες για σένα μέσα, μην το πάρεις προσωπικά» (γέλια). Παρεξηγηθήκαμε και αποφάσισα να μην του ξαναμιλήσω ποτέ. Πήγα, όμως, όταν έκανε τις παραστάσεις με τον Άκη Πάνου στο «Επειγόντως», γιατί ήταν ο Άκης, ο Καρελάς και ο Θοδωρής Παπαδόπουλος. Καθόμαστε με τη γυναίκα μου σ’ ένα τραπέζι και εκείνη την ώρα τραγουδούσε ο Μανώλης. Λέει «Και τώρα θα σας πούμε ένα τραγούδι που κάναμε με τον Πέτρο Βαγιόπουλο, ο οποίος είναι εδώ»! Και μετά: «Γεια σου, Πέτρο! Γεια σου, Σουλτάνα»! Έρχεται μετά στο τραπέζι μας, ξηγηθήκαμε: «Ρε Μανώλη, αν σε πείραξε κάτι, έλα και πες το μου! Βρίσε με, αν θες! Το να τα γράφεις όμως είναι κάτι τελείως διαφορετικό»! Εγώ πιστεύω πως ο Μανώλης όταν έπιανε μολύβι, γινόταν άλλος άνθρωπος. Γι’ αυτό και την πάτησε με τον Νταλάρα, το πιστεύω αυτό που λέω τώρα!

Αυτή είναι μια πονεμένη ιστορία που δεν ξεπέρασε ποτέ ο Ρασούλης και που, δυστυχώς, την κουβάλαγε ως το τέλος του.

Δεν ξέρω πως την ξέρετε εσείς την ιστορία: Γινόταν η συναυλία του Σαββόπουλου το ’83 στο Ολυμπιακό στάδιο κι εκεί ρώτησε: «Ποιον να πάρω; Τον Νταλάρα ή τον Παπακωνσταντίνου;» Του λέει ο Μανώλης: «Καλοί είναι και οι δύο, αλλά εγώ πιστεύω πως πιο κοντά σε σένα είναι ο Παπακωνσταντίνου». Παρών ήταν και ο δημοσιογράφος ο Γκιώνης, κουμπάρος του Νταλάρα. Αυτός μάλλον πήγε κι είπε του Νταλάρα πως έτσι κι έτσι ο Ρασούλης. Διηγείται ο Ρασούλης: «Με πιάνει ο Νταλάρας ”Ρασούλη, να σου πω κάτι;” και αρχίσαμε να περπατάμε. Γύρισε και μου έχωσε μια γροθιά». Τον σταματάω εγώ: «Δηλαδή σου είπε «Τι μαλακία πήγες κι είπες του Σαββόπουλου και σου έχωσε μια γροθιά;»…«Όχι, κατευθείαν μου την έχωσε» μου κάνει ο Μανώλης. Δεν είχα λόγο να μην τον πιστέψω, γιατί παρούσα ήταν και η Άσπα, η γυναίκα του Σαββόπουλου. Παρόντες ήταν ακόμη ο Στέλιος Ελληνιάδης και ο Φαληρέας. Ο Φαληρέας, μάλιστα, στο δικαστήριο που έγινε, είπε: «Πράγματι, συνέβη, αλλά εγώ δεν την είδα τη σκηνή, γιατί κοιτούσα αλλού εκείνη τη στιγμή». Έτσι, ο Νταλάρας αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Τον πίστευα τον Μανώλη, γιατί την ίδια περίοδο τον κατηγορούσαν και για αρχηγό της 17Ν. Μου έλεγε που τον κυνηγούσε ο Τσεβάς και σκεφτόμουν στην αρχή «Εντάξει τώρα, μαλακίες του Μανώλη», γιατί τον έβαζα στ’ αμάξι και μού’κανε «Πέτρο, πιο σιγά». Που να ήταν αρχηγός της 17Ν ένας άνθρωπος, που φοβόταν τόσο; Μια μέρα, λοιπόν, γράφει ο Βότσης: «Μου είπε ο Τσεβάς πως αρχηγός της 17Ν πρέπει νά’ναι ο Ρασούλης» (γέλια) Εκεί είπα: «Ρε συ, δίκιο είχε ο Μανώλης», διότι πρέπει να σας πω πως γενικά είχε δίκιο σε όσα έλεγε.

Είχε μιαν αγνότητα αυτός ο άνθρωπος.

Η αγνότητα αυτή είχε κι άλλη μία πλευρά: Εγώ είχα πάρει 140.000 δραχμές από την ΑΕΠΙ από τις μεταδόσεις του «Πότε Βούδας, πότε Κούδας». Το λέω του Μανώλη και μου κάνει: «Ρε συ Πέτρο, εγώ πηγαίνω απ’ την ΕΜΣΕ και μου δίνουν 20.000 δραχμές κάθε εξάμηνο»…Τον συμβούλεψα να πάει κι αυτός στην ΑΕΠΙ, αφού εκεί ήταν όλοι οι μεγάλοι, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις κ.α. Με το που γράφεται στην ΑΕΠΙ ο Μανώλης, του δίνουν κατευθείαν 2.000.000 δραχμές. Αυτός παίρνει τη θεογκόμενα κι αρχίζουν τα ταξίδια: Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Αγγλία – και που δεν πήγαν!

Θα’χε πάει ήδη στην Ινδία, έτσι δεν είναι;

Είχε πάει από πριν, ναι, αλλά τα λεφτά αυτά τα έφαγε όλα στην Ευρώπη (γέλια). Να προσθέσω ότι εμένα ποτέ δεν μου είπε ο Μανώλης: «Πέτρο, ο τροτσκισμός είναι καλός», ποτέ δεν μου μίλησε για την πίστη του στον Όσο τον Ραζνίς. Το μόνο που μου’χε πει ήταν ότι η θεωρία του Όσο βασίζεται στον Ηράκλειτο. Όταν ο Μανώλης έπαιρνε απ’ την ΑΕΠΙ 2.000.000 μπορεί να επέστρεφε σπίτι του με 500.000! Έβλεπε, π.χ., τον Αντώνη, «Τι κάνεις;» τον ρώταγε, «Τι να κάνω;» του έλεγε αυτός, «πρέπει να χειρουργηθεί η μάνα μου και χρειάζονται 500.000 δραχμές, που να τα βρω, ρε συ Μανώλη;» Κατευθείαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαζε ο Μανώλης τα πεντακόσια χιλιάρικα και του τά’δινε!

Τα ξέρω. Θυμάμαι τον Γιάννη Αγγελάκα που είχε πει κάποτε πως τα πρώτα χρόνια πέρναγε ο Ρασούλης απ’ το σπίτι του, στη Θεσσαλονίκη, και του έριχνε χιλιάρικα κάτω απ’ την πόρτα.

Μα ναι, εδώ εμένα που ήμουν ευκατάστατος, μου’χε στείλει μια φορά από τη Θεσσαλονίκη, 200.000 δραχμές. «Γιατί μου τά’στειλες αυτά, ρε Μανώλη;» τον ρώτησα…«Πάρ’ τα τώρα που υπάρχουν» μου απάντησε. Κι αν δεν ήταν πολλά τα διακόσια χιλιάρικα, εγώ μετράω την κίνηση.

Η καλλιτεχνική σας σχέση κράτησε πολύ, κύριε Βαγιόπουλε, όπως ίσως με κανέναν άλλο συνθέτη.

Κράτησε σχεδόν 30 χρόνια. Γράφαμε περίπου τρία τραγούδια το χρόνια, άρα αφήσαμε γύρω στα 90 – 100 τραγούδια. Έλεγε να γράφουμε όποτε έχουμε κάτι να πούμε. Εδώ υπάρχει κι ένα άλλο θέμα, βέβαια: Μετά το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», κανένας δεν μας ζήτησε να κάνουμε δίσκο! Όλοι μας ζητούσαν απλά για να τους δώσουμε ένα τραγούδι σαν κι αυτό! Μόνο όταν άνοιξε η Eros, μετά από εννιά χρόνια, πήγαμε από τον Στέλιο Φωτιάδη, τον άντρα της Γλυκερίας, που μας είπε: «Ελάτε, ρε, να κάνουμε ένα δίσκο»! Του’μαι βαθιά υπόχρεος γι’ αυτό! Έτσι βγήκε το «Βαλκανιζατέρ», στο οποίο είπα του Μανώλη να βάλουμε κι ένα τραγούδι με τη Γλυκερία, ώστε να γινόταν σουξεδάκι. Ο Μανώλης δεν ήθελε, πίστευε ότι δεν ταίριαζε με τ’ άλλο υλικό, αδιαφορώντας να κάνει σουξέ. Το έδωσα τελικά στη Μαραγκόζη και, όντως, ακούστηκε πολύ.

Μετά το «Βαλκανιζατέρ», πάντως, βγήκε το «Σελοτέιπ», ίσως ο πιο πετυχημένος δίσκος σας στην Eros του Φωτιάδη.

Ναι, εκεί μέσα υπήρχε το βαλς με τον Περίδη! Μου λέει μια μέρα ο Μανώλης: «Είμαι καλεσμένος στη δισκοπαρουσίαση ενός νέου παιδιού, του Περίδη. Λέω να πάω. Θες να πάμε παρέα;» Πήγαμε, καταχάρηκε ο Περίδης, που λέει του Μανώλη: «Ξέρετε ποιο τραγούδι σας μου αρέσει πολύ; ”Του Αθανασίου Διάκου”»! Μας έκανε φοβερή εντύπωση που ήξερε αυτό το κομμάτι, ένα ολόκληρο δημοτικοφανές κατεβατό, από τον πρώτο δίσκο του Μανώλη! Θυμάμαι τον Μανώλη να ζητάει ένα κομμάτι χαρτί και τα γουόκμαν για ν’ ακούσει το βαλς που είχα γράψει. «Πέτρο, αυτό άμα το πει ο Περίδης, θα ήταν ωραίο τραγούδι. Σκέφτομαι να το κάνω σαν το ”A casa dIrene”»…Όλο αυτό γίνεται στη βεράντα του σπιτιού μου στον πρώτο όροφο. Ο Μανώλης με τα γουόκμαν, δεν ακούει τη φωνή του, κι αρχίζει να απαγγέλλει δυνατά: «Ο παγωμένος Δούναβης» κλπ. Βγαίνει μια γριά από δίπλα, μου κάνει νόημα φοβισμένη και της κάνω εγώ άλλο νόημα, σαν να της έλεγα: «Άσ’ τον αυτόν, τρελός είναι» (γέλια)

Ο Ρασούλης δεν τα πρόλαβε τα social media στην ακμή τους, τουλάχιστον τη σημερινή, εσείς όμως έχετε έντονη παρουσία στο facebook.

Ευκαιρία να σας πω τι είχε γίνει μια φορά στα social media, που έχει πλάκα: Βγαίνουν τα «Ρώσικα μου μάτια», ανεβαίνουν οι στίχοι του σ’ ένα site κι από κάτω σχολιάζει ένας ως εξής: «Ένας φίλος Πόντιος μου είπε ότι ο Βαγιόπουλος έκλεψε τη μελωδία από έναν Ρωσοπόντιο τσιγγάνο»! Έτυχε να το δω και θεώρησα πως αν δεν απαντήσω, θα επικρατούσε η άποψη αυτή. Απάντησα έτσι: «Ρε παιδιά, ο Ρασούλης είχε τη μουσική τρία χρόνια και πάνω σ’ αυτή έγραψε τη λέξη ”Ρώσικα”, εξ ου και τώρα κατηγορούμαι ότι την πήρα τη μελωδία από Ρωσοπόντιο». Δηλαδή, αυτός δεν έπρεπε να σκεφτεί ότι το κομμάτι ενδεχομένως νά’ναι και του Βαγιόπουλου, που έχει 25 χρόνια παρουσίας στο ελληνικό τραγούδι;

Είναι και λίγο διασκεδαστικά αυτά.

Είναι, αλλά αν δεν απαντούσα θα λέγανε ότι έτσι είναι, δεν το διέψευσε κανένας! Λες και όλοι πρέπει να διαψεύδουμε τη μαλακία του καθενός! Με κάνετε τώρα να θυμηθώ τη θέση μου στην ΕΡΤ, όταν στέλεχος της ήταν ο συνθέτης Θωμάς Μπακαλάκος. Το 1989 ο Μπακαλάκος με ειδοποίησε ότι θα έπαιρνε έξι παραγωγούς και με ήθελε, αφού ήμουν γνωστός απ’ τη δισκογραφία. Λίγο μετά μού σύστησε να πάω από τον Κουρή που’χε ανοίξει το ραδιοφωνικό σταθμό της «Αυριανής».

Εσείς ήσασταν ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ τότε;

Με ρωτούσαν «Τι αριστερός εισ’ εσύ; ΚΚΕ;»…«Όχι, πιο αριστερά!»…«ΚΚΕ μ-λ;»…«Όχι»…«ΕΚΚΕ;»…«Όχι, ακόμη πιο αριστερά!»…«Δηλαδή;»…«Με τον Ανδρέα Παπανδρέου!» (γέλια) Γιατί, έλεγε κάτι άλλο ο Ανδρέας; «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Έξω οι Βάσεις του θανάτου»…Εγώ δεν άλλαξα, ο ίδιος άλλαξε, όταν μετά από χρόνια είπε: «Εντάξει, ρε παιδί μου, μπορεί κι ο άλλος να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του», μόνο που αυτός ο άλλος τσέπωσε 90.000.000 δραχμές και την έκανε λαχείο.

Κατάλαβα…

Ο μόνος που δεν άλλαξε ήταν ο Ρασούλης! Όλοι οι φίλοι του άλλαξαν, αυτός όμως όχι, παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του! Βαθιά αριστερός, όχι τροτσκιστής. Και σας είπα, όταν γνώρισε τον Ραζνίς, εντυπωσιάστηκε από τις φιλοσοφικές αρχαιοελληνικές βάσεις της θρησκείας του.

Συνεχίστε, όμως, με τον σταθμό της «Αυριανής» και τον Κουρή.

Όταν πήγα, βρήκα εκεί παλιούς συνάδελφους από το ραδιόφωνο. «Τι κάνετε εδώ;» ρωτάω, «ήρθαμε να πάρουμε κάνα φράγκο» μου απαντάνε. Μου δώσανε προκαταβολή 70.000 δραχμές και έμεινα τρία χρόνια, παίρνοντας τη δική μου τηλεοπτική εκπομπή στο Κανάλι 29. Πήγα πάρα πολύ κόσμο από κει! Γνώρισα τον Γιώργο Ζαμπέτα σε μία δισκοπαρουσίαση της Γλυκερίας. Είπα: «Κάτσε τώρα, δεν θα την πατήσω όπως με τον Τσιτσάνη», που είχα περάσει από το «Χάραμα» για να δώσω στη Μπέλλου τα τραγούδια μας με τον Χριστοδούλου. Έπεσα πάνω στον Τσιτσάνη και δεν τόλμησα να του σφίξω το χέρι. Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν είδα τον Ζαμπέτα, πήγα και του είπα: «Κύριε Ζαμπέτα, γράφω κι εγώ τραγουδάκια, αλλά αυτό το ξεχνάμε! Να σας σφίξω το χέρι ήθελα». Και τι γυρνάει και μου κάνει ο Ζαμπέτας; «Ρε μάγκα, από κείνο το κωλοκάναλο μόνο η δική σου εκπομπή αξίζει»! Γίναμε φίλοι μετά με τον Ζαμπέτα, πήγαινα απ’ το σπίτι του και τον έβλεπα.

Ωραία όλα αυτά, αλλά θα τολμήσω να σχολιάσω πως η λαϊκίστικη μπίχλα του Καναλιού 29 ακόμη να φύγει κι ας έχουν περάσει 30 τόσα χρόνια. Γνώμη μου.

Κοιτάξτε, εμένα με έστειλε στην τηλεόραση ο Κουρής. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα, αφού όλο σκυλάδικα πρόβαλλε! «Πέταξε τα» μου είπε και, όντως, τα αφαίρεσα όλα. Καθιέρωσα μουσικά διαλείμματα, έβγαινα έξω στις γειτονιές, αφού το κανάλι είχε φτωχά σκηνικά.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας πω ότι μπορεί να είστε αυτός που είστε, αλλά ταυτιστήκατε υπερβολικά με τον Ρασούλη… 

(με διακόπτει) Ο Μανώλης με ήθελε αποκλειστικά.

Ναι, αλλά ενδεχομένως αυτό να σας στέρησε ένα μεγαλύτερο συνθετικό άνοιγμα, σαν να μείνατε μια ζωή μέσα σε μία παρέα.

Από μία πλευρά, έχετε δίκιο. Όταν έκανα δίσκο με τον ΛοΓό, λέω του Μανώλη: «Άκου τι έγραψε ο ΛοΓό: ”Είναι η ζωή, ρε Λάμπη, ένα τίποτα που λάμπει”» και μου κάνει: «Είναι μεγάλος παίκτης»! Του άρεσαν τα τραγούδια μου με τον ΛοΓό, δεν στενοχωρήθηκε πολύ. Εκεί που στενοχωρήθηκε ήταν όταν δούλεψα με τον Αμπαζή και τραγούδησε ο Κώστας Μακεδόνας. Μην ξεχνάτε, όλοι θέλανε να κάνουνε τραγούδια με τον Ρασούλη, αλλά εγώ τον είχα τον Ρασούλη όποτε ήθελα. Θα μπορούσα, βέβαια, νά’χω γράψει κι εγώ 150 και 200 τραγούδια και όχι 90- 100.

Αυτό λέω. Ήταν και η περίοδος που μεσουρανούσαν οι τραγουδοποιοί στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι.

Μα κι εγώ συνεργάστηκα με πάνω από 50 σπουδαίους τραγουδιστές! Από τη Νένα Βενετσάνου μέχρι τον Γιώργο Μαργαρίτη, που’ναι σταθερός φίλος και συνεργάτης μου. Εγώ είμαι και φιλότιμος, δηλαδή έκανα όσα έκανα, σκεπτόμενος πως είναι πρώτα του φίλου μου και μετά του συνεργάτη μου, του Μανώλη Ρασούλη. Δεν θα μελοποιούσα ποτέ τη φράση «Τη βρίσκω», αφού δεν τη λέω ποτέ, δεν τη χρησιμοποιώ, το έκανα όμως για την αδερφή του Μανώλη, την Ανθούλα, που ήθελε να τη βοηθήσει κι ο ίδιος. Υπήρχαν και στιγμές που έκανα πίσω. Όταν, π.χ., μου έδωσε ο Μανώλης τον στίχο «Ο Άρης έβαλε πέντε γκολ κι εσύ μ’ αγάπησες», του είπα «Μανώλη, δώσ’ τα σε κάναν άλλον καλύτερα». Εμένα μου άρεσαν τραγούδια που γράψαμε μαζί σαν το «Η μαμά μου η αγορά» ή το «Κακοί ντυθήκανε καλοί».

Κι εκείνος, όμως, προσαρμοζόταν στις μουσικές σας. Αμοιβαία καλλιτεχνική σχέση, θα λέγαμε.

Μια φορά είχα δώσει μουσική στον Χριστοδούλου για να έβαζε στίχους και μου’φερε κάτι άλλα αντ’ άλλων! «Μη μου ξαναδώσεις μουσική» μου είπε, «μόνο για τον ”Μέτοικο” του Μουστακί τό’χα κάνει, που μού’φαγε έξι μήνες». Ο Μανώλης, αντίθετα, έντυνε με στίχους τις μουσικές, γι’ αυτό ταιριάξαμε τόσο.

Θα σας δυσαρεστήσω τώρα, αλλά θέλω να μιλήσουμε για απώλειες. Του Ρασούλη, του Παπάζογλου, του Ζήκα, των φίλων σας…

Πέρα απ’ όσα σας είπα, ο Παπάζογλου όποτε μ’ έβλεπε, σηκωνόταν πάνω, αγκαλιές, φιλιά, είχαμε μιαν αγάπη. Με τον Ζήκα δεν κάναμε παρέα, αλλά όταν οι δίσκοι μας είχαν κυκλοφορήσει ίδια χρονιά – ίδια μέρα, ο Μαραβέλιας της ΛΥΡΑ είχε την προνοητικότητα να βάλει και στους δύο από’να ταμπελάκι: «Νέο λαϊκό τραγούδι». Μάλιστα, επρόκειτο να γίνει μια εκπομπή μετά τις γιορτές, για την οποία είχα προτείνει να βγαίναμε εγώ με τον Ζήκα και πέντε-δέκα τραγουδιστές «ονόματα». Δεν προλάβαμε, πέθανε ο άνθρωπος και καθ’οδόν κιόλας. Πιστεύω πως ο Ζήκας είχε ταλέντο, ξεκινώντας μεγάλος, μετά τα 30 του. Ο θάνατος του Ρασούλη σαφώς με διέλυσε…

Πρόσφατα συμπληρώθηκαν ήδη εννιά χρόνια από το θάνατο του…

Μου τηλεφωνεί η κόρη του, η Ναταλία…«Πέτρο», έκλαιγε…«Τι’ναι, ρε Ναταλία;»…«Ο Μανώλης ”έφυγε”»…«Ε, αφού τον ξέρεις, φεύγει και μετά γυρνάει»…«Πέθανε» μου κάνει…Έμεινα κόκαλο! Εγώ τον είχα δει τον Μανώλη 20 μέρες πριν «φύγει» και δεν ήταν κόκκινος. Το χρώμα του ήταν μελιτζανί. Ήξερα ότι είχε πίεση, αλλά μην έχοντας ο ίδιος προβλήματα υγείας, δεν έδωσα σημασία. Άλλωστε όλα τα απέδιδε στο φαγητό. Μου έλεγε η φίλη του πως τον έβλεπε συχνά τελευταία να αγγίζει το μέρος της καρδιάς του και του έλεγε «Πάμε να κάνεις μια εξέταση», αλλά αυτός απλά απαντούσε «Πρέπει να κόψουμε το βραδινό»…Ούτε εγώ του είπα: «Μανώλη, δεν μ’ αρέσει αυτό το χρώμα σου». Του σχολίασα πως ήταν κόκκινος…Δεν ήταν, όμως, κόκκινος…Ανέβηκε μετά στη Θεσσαλονίκη για να έβλεπε τον Πασχάλη, τον βαφτισιμιό του, που τον είχαν να ζήσει πέντε χρόνια και σήμερα είναι 25 χρονών παλικάρι, όπου εκεί «έφυγε» χωρίς να τον αναζητήσει κανείς. Λογικό, αφού εδώ εγώ, που ήμουν συνεργάτης του, του τηλεφωνούσα, δεν απαντούσε και μ’ έπαιρνε μετά από δύο εβδομάδες: «Να, Πέτρο, είχα τα δικά μου, καταλαβαίνεις, έλα να πιούμε έναν καφέ»…Ευτυχώς που η φίλη του ανησύχησε, πήγε πάνω και τον βρήκαν…Υποθέτουμε εμείς όλοι ότι η ημερομηνία θανάτου ήταν η 5η Μαρτίου του 2011, όπως τό’βγαλαν οι γιατροί. Διότι ο ιατροδικαστής που έκανε μετά την εξέταση του, είπε πως η καρδιά του είχε πολύ σοβαρό πρόβλημα.

Νιώσατε ότι στενεύουν τα καλλιτεχνικά όρια τότε που «έφυγε» ο Ρασούλης;

Όχι. Τέτοιο πράγμα δεν τόπα, γιατί είχα και έχω εμπιστοσύνη στα νέα παιδιά. Αν μπορώ να βοηθήσω κάποιον, τό’χω κάνει ήδη κι εδώ να σας πω ότι τότε, στο Κανάλι 29, είχα δώσει βήμα σ’ ένα σωρό κόσμο: Στον Κονιτόπουλο, στον Βαγγέλη Περπινιάδη κ.α. μέσα από 100 εκπομπές περίπου. Παρουσίαζα και τους νέους δίσκους, μένοντας σ’ αυτούς που πίστευα ότι είχαν ενδιαφέρον. Θυμάμαι, είχα πει: «Να ο δίσκος ενός παιδιού από τη Θεσσαλονίκη που τραγουδάει μέσα και ο Νίκος Παπάζογλου. Λέγεται Σωκράτης Μάλαμας και πρέπει να τον προσέξουμε»! Για την «Αγία Νοσταλγία» του Θανάση Παπακωνσταντίνου επίσης είχα μιλήσει: «Δώστε βάση σ’ αυτό το δίσκο, ακατέργαστες φωνές, αλλά με πάρα πολύ ωραία τραγούδια, που πρέπει να τα προσέξουμε»! Ούτε ήξερα ποιοι ήταν ο Σωκράτης ή ο Θανάσης, ούτε μ’ ενδιέφερε, εγώ όμως είχα βρει κάτι ενδιαφέρον και πάλι. Δεν ξέχασα ποτέ, βλέπεις, που ένας άγνωστος, ο Ανδρέας Μικρούτσικος, με βρήκε στην Ιθάκη και μ’ έστειλε στον Ρασούλη. Εγώ βρήκα τη Χριστιάνα Γαλιάτσου, που μου την έστειλε ο Μαργαρίτης να την ακούσω και την άλλη μέρα του είπα: «Πάρ’την μαζί σου»! Πλέον συνεργάζομαι 12 χρόνια με τη Χριστιάνα και δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, αφού δεν υπάρχουν και εταιρείες. Ακούω μια μέρα τη Ρένα Μόρφη σε ένα τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά και ο άσχετος, για να μην πω ο βλάκας παραγωγός, λέει: «Ακούτε την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε ένα κομμάτι των Imam Baildi»…Όταν είδα τον Φοίβο και του τό’πα, μου είπε το εξής: «Εγώ όταν γράφω λαϊκό, εσένα έχω στο νου μου» (γέλια). Τους αγαπώ!

Ο Φοίβος Δεληβοριάς μαζί με την Ελένη Τσαλιγοπούλου ερμήνευσαν και το πιο πρόσφατο τραγούδι σας, που ανέβηκε στο διαδίκτυο.

Ναι, ο Φοίβος με την Ελένη, σε στίχους μιας φίλης μου, που δεν ήξερα για εφτά χρόνια ότι έγραφε, της Σωτηρίας Αποκατανίδου. Οι στίχοι της είναι υπέροχοι, ολοζώντανοι. Εδώ και πέντε χρόνια τό’χα έτοιμο το τραγούδι κι αν με ρωτήσετε γιατί το έβγαλα τώρα, θα σας απαντήσω: «Γιατί είμαι αργός» (γέλια)

Με τι άλλο περνάει ο χρόνος σας;

Με τα σωματειακά. Τους τελευταίους 18 μήνες πήρα 400 ευρώ όλα κι όλα από την ΑΕΠΙ…Έγινε ένα λάθος και τώρα περιμένουμε όλοι να διορθωθεί…Να σας πω και ότι εγώ δεν έχω σύνταξη, αφού είχα 4.500 ένσημα, αλλά όταν βγήκε το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» πήγε κατευθείαν άλλα 350 ένσημα. Εκεί είπε το ΙΚΑ: «Εμείς κρατάμε τα 50 και τα άλλα 300 τα πετάμε»…Χρωστάω περίπου 800 ένσημα για να βγω στη σύνταξη, για τα οποία μου είπαν να δώσω 8.000 ευρώ για να τα αγοράσω. Τι λέτε, ρε παιδιά, που να τα βρω; Εγώ με 8.000 περνάω 8 χρόνια (γέλια). Ησύχασα τώρα, το πήρα απόφαση πως δεν θα συνταξιοδοτηθώ ποτέ.

Και πως τη βγάζετε οικονομικά, αν επιτρέπεται;

Απλά περιμένω να πληρωθώ από τη νέα ΑΕΠΙ. Το πολύ – πολύ να κάνω μερικές εμφανίσεις, που θά’ναι το συμπλήρωμα του συμπληρώματος. Κοιτάξτε, εγώ είμαι ολιγαρκής. Εμένα τα λεφτά ούτε οι γκόμενες μου τα τρώνε, ούτε στο καζίνο πάω, ούτε πίνω, ούτε καπνίζω. Μου τό’κοψε ο γιος μου το τσιγάρο, στα 60 μου, λέγοντας μου: «Πατέρα, γιατρό δεν με σπούδασες; Κόψε τώρα το τσιγάρο»! Ακόμη και το αμάξι έδωσα και πηγαίνω με τη συγκοινωνία, που με βολεύει.

Να ζητήσω και τη γνώμη σας για τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις;

Ασχολιόμουν μια ζωή με τα πολιτικά από τα φοιτητικά μου χρόνια. Θυμάμαι που με είχε πάει ένας φίλος από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ όταν έψαχναν ακόμη όνομα για το κόμμα. Πετάγεται ένας ηλικιωμένος φούρναρης και ρωτάει: «Συγγνώμη, τι είναι σοσιαλισμός και κομμουνισμός; Μου είπαν πως αν έρθει ο σοσιαλισμός στην εξουσία, θα μας πάρουν τα σπίτια»! Παραπίσω καθόταν ένας νεαρός, πήρε το λόγο και δεν του έδωσε καλή απάντηση, κάτι σε στυλ «Δεν ξέρω». Εκεί γύρισα κι είπα του φίλου μου: «Πάμε να φύγουμε, αυτοί εδώ έχουν πιάσει ήδη τις θέσεις πριν γίνει το κόμμα». Επί των ημερών του Κουρή, είδα πόση δύναμη έχει η τηλεόραση και τα μεγάλα ΜΜΕ. Θυμάστε που λέγανε ότι το ΠΑΣΟΚ έδινε γραμμή στον Κουρή για τους τίτλους του; Ο Κουρής έκανε στην πραγματικότητα ότι ήθελε! Όσοι έμπαιναν στο γραφείο του μιλούσαν μαζί του, αλλά αυτός τους ηχογραφούσε και μετά τους εκβίαζε.

Καλά, γνωστά ειν’ αυτά, αλλά δεν τα επικροτούμε κιόλας.

Το λέω για να δείξω την εξουσία της τηλεόρασης. Έτσι δεν βγήκε και ο Λεβέντης που τον ξέραμε απ’ τις πίτσες και τις κατάρες του; Ας μας πουν αυτοί που τον ψήφισαν, τι έκανε τα τέσσερα χρόνια που ήταν στη Βουλή! «Σε δυο μήνες θα’χουμε εκλογές και να κάνουμε οικουμενική», αυτό ήταν όλο κι όλο το αφήγημα του. Ο Άδωνις πλασάριζε νανογιλέκα, σκατογιλέκα και σκατοβιβλία. Ο Βελόπουλος, επιστολές του Ιησού! Νομίζατε, αγαπητοί μου, ότι όλοι αυτοί μόλις έμπαιναν στη Βουλή θα άλλαζαν; Ε, φάτε τους τώρα στη μάπα! Αυτοί δε λέγανε θα φυλάξουμε τα σύνορα και δεν θα περνάει κανένας; Κι από 5.000 γίνανε 25.000 στη Μόρια οι πρόσφυγες! Αυτή είναι η αλήθεια! Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πως αυτός που φωνάζει στην τηλεόραση, δεν έχει και δίκιο απαραιτήτως. Επιτρέπεται νά’ναι εκτός Βουλής ο Νίκος ο Ξυδάκης και νά’ναι μέσα τραγουδιστές και ηθοποιοί; Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, και μένα να μ’ άκουγε κάποιος τώρα όπως μιλάω, θα έλεγε «Ο Βαγιόπουλος καλά τα λέει κι ας μιλάει για τον Ρασούλη και για τραγούδια, πάντως καλά τα λέει»…

Εκεί ακριβώς αποδίδεται και η είσοδος στη Βουλή της Χρυσής Αυγής με τη στήριξη, βέβαια, δημοσιογράφων που θα κριθούν ιστορικά.

Πόσοι νομίζετε ήταν αυτοί που στήριξαν τους Ναζί στην Κατοχή; Πόσοι νομίζετε πήγαν με τη χούντα; Πολλοί! Νομίζετε ότι τα παιδιά και τα εγγόνια τους έγιναν Συριζαίοι ή δημοκράτες; Ενώ πολλούς δεξιούς, προ δικτατορίας ακόμη, τους βρήκα στη Μεταπολίτευση νά’ναι με τον Ανδρέα! Έζησαν τα πανεπιστήμια και κατάλαβαν πως αυτοί που μας κυβερνούσαν δεν ήταν απλά δεξιοί, αλλά χουντικοί, καραδεξιοί του κερατά! Χουνταριά μέσα στη ΝΔ υπάρχουν, αλλά κάποιοι έφυγαν και παρέμειναν κεντροδεξιοί, όχι ακραίοι δηλαδή. Κι αν η πτώση της ΧΑ οφείλεται στο ότι ο κόσμος κατάλαβε πως επρόκειτο για μία αλήτικη ομάδα, που έδερνε και σκότωνε, η ακροδεξιά παραμένει και εκφράζεται με τον Βελόπουλο, τον Άδωνι κι έναν ακόμη χειρότερο, που μπορεί νά’ρθει. Ενδεχομένως και η ΧΑ αν αθωωθεί, όπως πρότεινε αυτή η κυρία εισαγγελέας – Γεια σου, κυρ-εισαγγελέα με τη Τζένη την ωραία…Τέλος πάντων, δεν θέλω να γίνομαι μάντης κακών. Αν, ας πούμε, πάρει πάλι ένα 10% θά’ναι σαν να πήρε 50%…Μη νομίζει κανείς ότι η ακροδεξιά ανεβαίνει σ’ όλο τον κόσμο κι εδώ κατεβαίνει, απλά κατάλαβε ο κόσμος πως πρόκειται για συμμορία με στρατιωτική οργάνωση. Είναι επικίνδυνοι όλοι αυτοί που ανέβηκαν τώρα στον Έβρο, τη στιγμή που υπάρχουν οι στρατιωτικοί και οι συνοριοφύλακες. Βγάζουν τα δίκαννα! Δεν κατάλαβα! Αυτοί μπορεί να δημιουργήσουν πόλεμο, το ξέρετε; Να σκοτώσουν κάναν Τούρκο και νά’χουμε άλλα! Ο Ρασούλης έλεγε πως αν πολεμήσουμε με του Τούρκους, ούτε αυτοί θα πάνε στη Μογγολία, ούτε εμείς θα πάμε στην Ιταλία. Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μαζί και πρέπει λίγο να τα βρούμε, αφού- ως γνωστόν- οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα. Οι λαοί αγαπιούνται, το «militaire» όμως την κάνει όλη τη βρωμοδουλειά!

Εσείς έχετε να χωρίσετε τίποτα με κάποιον ή είστε ήρεμος;

Μπα, δεν είμαι ήρεμος. Νευρικός και καυγαδίζω. Πρέπει να σκέφτεται την αντίδραση του άλλου κάποιος που θέλει να γίνεται προσβλητικός. Κι αν δεν σκέφτεται, θα τη φάει, δεν υπάρχει περίπτωση. Ας πάει στο νοσοκομείο να σκέφτεται «Ρε, μήπως δεν έπρεπε να’χω μιλήσει έτσι;»

Κύριε Βαγιόπουλε, αυτόν τον καιρό κάτι ετοιμάζετε με την ανεξάρτητη εταιρεία του Μωυσή Άσερ. Να περιμένουμε επιτέλους τα αδισκογράφητα τραγούδια σας σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου;

Θα γίνουν τρεις δίσκοι: Ένας με τα κομμάτια του Χριστοδούλου στη μνήμη του. Άλλος ένας με τα κομμάτια του Ρασούλη, που δεν προλάβαμε, επίσης στη μνήμη του. Κι ένας τρίτος με τη Μερώπη Γραμμένου, κόρη του Θοδωρή Γραμμένου, πού’χε γράψει ένα σωρό τραγούδια με τον Μπιθικώτση. Πάντα, όταν μου λένε να βρω έναν καινούργιο καλό στίχο, σκέφτομαι εκείνη, αφού τη θεωρώ εξαιρετική και κάπου ριγμένη. Ο δίσκος μας, να ξέρετε, θα’ναι καλύτερος απ’ τους δύο άλλους με τα κομμάτια του Χριστοδούλου και του Ρασούλη.

Τα είπαμε όλα, έχω την εντύπωση. Σας ευχαριστώ πολύ.

Τίποτα δεν είπαμε (γέλια). Ετούτη εδώ η συνέντευξη είναι απ’ αυτές που θα μείνουν! Υπό αυτή την έννοια μοιάζει με τον καλύτερο προάγγελο ενός βιβλίου που θα έγραφα. Εγώ, επομένως, σας ευχαριστώ πολύ!

* Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαρτίου 2020 στο Καφέ των Ποιητών της πλατείας Βικτωρίας με φωτογράφο την Αγγελική Παπαϊωάννου, στην οποία ανήκουν και τα δικαιώματα των φωτογραφιών. 

** Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: