Ο Άρης Δαβαράκης
είναι μια μοναδική περίπτωση που απασχολεί εδώ και 45 χρόνια τους χώρους
της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, της τηλεόρασης, αυτού που λέμε
«νυχτερινή ζωή» και, φυσικά, του τραγουδιού και της μουσικής. Από τη μία φέρει
όλη την ευγένεια της αστικής αλεξανδρινής καταγωγής του κι από την άλλη το μύθο
ενός αυτοκαταστροφικού καλλιτέχνη, όσο κι αν το τελευταίο το εξισορροπεί με
κάποιες θεολογικές μεν, διόλου διδακτικές δε, αναζητήσεις. Είναι κι αυτή η
ηρεμία στο βλέμμα του, όταν σου μιλάει, που αντιλαμβάνεσαι πως έφτασε στα
ανθρώπινα όρια του και πως κινδύνεψε να το «τερματίσει» ως δέσμιος μιας έμφυτης
αθωότητας και μιας φιλοπεριέργειας που τον χαρακτηρίζει.
Δικό του είναι το
«Σαν παλιό σινεμά (Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων)», σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που τραγούδησαν ο Βασίλης
Λέκκας και ο Γιώργος Νταλάρας. Δική του είναι, επίσης, η «Αλεξάνδρεια» σε
μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, που έφτιαξε την καριέρα του Γιάννη Κότσιρα.
Δικές του είναι, όμως, τον ίδιο καιρό και τρεις παγκρεατίτιδες που κόντεψαν να
τον στείλουν στο θάνατο πριν την ώρα του, εξ αιτίας των καταχρήσεων της νύχτας.
Στην ακόλουθη
συνέντευξη που διήρκεσε δυόμισι ολόκληρες ώρες και που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2019, πριν από μία πενταετία, στο
«Καφέ των Ποιητών» της πλατείας Βικτωρίας, ο Δαβαράκης ίσως για πρώτη φορά
μίλησε τόσο ελεύθερα και ακομπλεξάριστα για όλους και για όλα.
Φαίνεται ότι
έρχεται μια απρόσμενη στιγμή που συσσωρεύονται καλές αναμνήσεις στους ανθρώπους
από σένα, γιατί υπάρχουν και χιλιάδες δυσάρεστες – κακά τα ψέματα.
Μεγαλώνοντας, έχουμε την τάση να θυμόμαστε απ’ τους άλλους τα καλά τους
συνήθως. Φέτος έγινα 66, πράγμα που δεν τό’χω συνειδητοποιήσει και μου φαίνεται
τρελό. Όπου νά’ναι εβδομηνταρίζω…Μου έκανε εντύπωση αυτό που κοινοποιήσατε για
τη συνέντευξη μας και ο τρόπος που το κάνατε.
Το αποδίδετε στο
χρόνο, λοιπόν. Δεν θα συνέβαινε το ίδιο πριν μία δεκαετία;
Πριν από λίγα
χρόνια, όχι δέκα, υπήρχαν άλλου είδους εντάσεις. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που σε
όλη μου τη ζωή δημιουργούσα εντάσεις, αλλά δεν ήτανε κακής προαίρεσης και
ήξεραν οι άνθρωποι πως έχω μια άποψη, καλή ή κακή, και τη λέω. Ήρθα σε κόντρα
με τις πιο παλιές μου φιλίες όταν άρχισα να κάνω το portal του ΣΥΡΙΖΑ, ένα site που είχαμε στήσει με τον Βερναρδάκη και τον
Τσίπρα, που κράτησε πολύ λίγο, μια και σταμάτησε με το δημοψήφισμα. Είχα γράψει
ένα κομμάτι που έλεγε πως θα ψηφίσω ΝΑΙ στο δημοψήφισμα και βέβαια σταματήσαμε
τη συνεργασία μας. Μέχρι αυτό να συμβεί, είχα αρκετές κόντρες με τους
ανθρώπους, του στυλ «Τι θέλει αυτός τώρα;» κλπ. Ξέρουν ότι είμαι αστός, ούτε
καν ΠΑΣΟΚ δεν έχω ψηφίσει στη ζωή μου.
Δεξιός, λοιπόν;
Έλα, ρε, που
είμαι δεξιός! Αν είναι δυνατόν!
Μα, έτσι όπως
τό’πατε…
Μού’χει μείνει
απ’ τον Χατζιδάκι αυτό. Το να μπορείς να είσαι αστός, γιατί έτσι γεννήθηκες,
αυτό σου συνέβη, και παράλληλα οι ιδέες σου νά’ναι αριστερές.
Έως αναρχικές.
Ναι, πιο πολύ
αναρχικές εμένα, παρά αριστερές. Μεγαλώνοντας βλέπω τις αδικίες…Ένας άλλος στη
θέση μου μπορεί νά’λεγε: «Κοίτα να δεις, πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμη; Εγώ θά’μαι
με τους από κει, καλά θα περνάμε, ας πάω λίγο ακόμα πιο κει να βγάλω κάνα
φράγκο παραπάνω, να πάω και σε ένα γραφείο κόμματος, άμα τό’χω να γράψω και τον
ύμνο του καλού κόμματος και να τά’χω καλά με όλους»! Για να το πω πιο απλά,
βλέπεις τι γίνεται παγκοσμίως, η κοινωνική αδικία είναι τεράστια και δεν
τίθεται πια θέμα δεξιάς κι αριστεράς. Εμένα με εξέφρασε ο Μακρόν όταν είπε
προεκλογικά: «Εγώ δεν είμαι αριστερός, ούτε δεξιός», κάτι που πιστεύω τού’φερε
και ψήφους. Εμείς είμαστε πολύ απομακρυσμένοι ούτως ή άλλως από τη Ρωσική
Επανάσταση, από τους Λουδοβίκους, από το Παλάτι, από τη Ρηγίλλης, απ’ όλα αυτά,
για νά’μαστε αριστεροί και δεξιοί. Το 95% της Ελλάδας δεν έχει τέτοιους δεσμούς
πια. Εντάξει, είναι μερικοί στη ΝΔ που έχουν μείνει υπολείμματα, όπως και στον
ΣΥΡΙΖΑ που είναι επίσης υπολείμματα του Στάλιν και του Μαρξ.
Το ΚΚΕ δεν το
συζητάτε καν;
Το ΚΚΕ το βλέπω
σαν κάτι πολύ σεβαστό, σαν ένα απολίθωμα που στέκεται εκεί, σαν ένα άγαλμα, το
οποίο είναι μιας εποχής που καλό είναι να τη θυμόμαστε και να της βάζουμε ένα
στεφάνι κάθε χρόνο. Αλλά, δεν, δεν «παίζει»…
Αναφερθήκατε στον
Χατζιδάκι, ο οποίος όμως είχε βγει στο δρόμο μαζί με τους αναρχικούς κιόλας
όταν έγινε η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά.
Βεβαίως, βεβαίως!
Δεν έπαυε όμως να διακηρύττει ότι είναι ένας αστός, φίλος του Καραμανλή, χωρίς
να σημαίνει ότι ήταν δεξιός με την έννοια που είναι ο Βορίδης – μην τρελαθούμε!
Όντως, μην
τρελαθούμε.
Δικαίωμα μας
είναι να είμαστε ότι θέλει ο καθένας, φτάνει να μην ενοχλούμε τον διπλανό και
να μην κάνουμε μαλακίες.
Θυμάμαι κάποτε
έναν φίλο. Ακούγαμε τον «Κεμάλ» κι εκεί που ο Χατζιδάκις έλεγε «Καληνύχτα,
Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ», πετάχτηκε και είπε: «Πως ν’
αλλάξει, ρε μεγάλε, άμα γλείφεις τον Καραμανλή;»
(γελάει) Μάλλον
εννοούσε ότι ο Χατζιδάκις πήγαινε κόντρα στον εαυτό του. Ναι, εγώ θυμάμαι ότι
είχα πάει μαζί του σε ένα φεστιβάλ της «Αυγής», αλλά και στου Ρήγα – πάντα στον
Ρήγα! Είχε σεβασμό στη νεολαία αυτή. Έτσι, ακολουθώ κι εγώ τη δική του γραμμή.
Ο Χατζιδάκις είχε μιαν
άποψη, που δεν
εξαρτιόταν απ’ τη δέσμευση του απέναντι στον Καραμανλή κάθε φορά ή στον Κύρκο,
με τον οποίο επίσης ήταν φίλοι.
(με διακόπτει)
Και ευλογημένος! Έχω δηλαδή
νιώσει και πολύ τυχερός. Δεν θα το φανταζόμουν ότι θα ζήσω πάνω από τα 40,
ειλικρινά.
Αναφερόμενος στις
κραιπάλες του παρελθόντος;
Ναι. Και
γενικότερα στις αντοχές μου, τό’βρισκα δύσκολο όλο αυτό το πακέτο. Άσε τη
σωματική αντοχή, μιλάω για την ψυχολογική. Έκανα πράγματα με τα γκάζια ενός
ανθρώπου που θέλει να πει τη γνώμη του, να επιζήσει και να υπάρξει. Απ’ την
αρχή αυτό και ίσως έπαιξε ρόλο ότι γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από
ανθρώπους επίσης εκεί γεννημένους. Ήρθα εδώ το 1964, σε ηλικία 11 ετών, σε έναν
κόσμο που δεν τον ήξερα, οπότε έπρεπε να γκαζώσω για να ενταχθώ, να μάθω, να
γνωρίσω…
Τι θυμάστε απ’
την Ελλάδα του 1964;
Τη θυμάμαι ως
καρτ ποστάλ και εικόνα, δεν είχα μεγάλες εμπειρίες.
Πείτε μου έστω
μια πρώτη εικόνα.
Φτάσαμε στον
Πειραιά με το καράβι. Ήταν φίλοι Αλεξανδρινοί που είχαν ήδη εγκατασταθεί και
ήρθαν να μας υποδεχτούν. Μπήκαμε στ’ αυτοκίνητο και πήγαμε σ’ ένα σπίτι που
είχε ετοιμάσει η μάνα μου, η οποία πηγαινοερχόταν και μάλιστα είχε μεταφέρει
και τα έπιπλα από την Αλεξάνδρεια. Το σπίτι ήταν στην οδό Αλωπεκής στο
Κολωνάκι, αντίστοιχο με τα αλεξανδρινά, με τη νοοτροπία τους, αν και μικρότερο
και πιο μαζεμένο. Ακόμη και το δωμάτιο μου ήταν αλεξανδρινό.
Κατευθείαν όμως
βρεθήκατε στο αστικό περιβάλλον του Κολωνακίου.
Ακριβώς και ήταν,
νομίζω, απόφαση των γονιών μου. «Θα πάμε, αλλά θα χωθούμε στον αστικό χώρο»!
Μετά ήρθε η οικονομική καταστροφή, γιατί τα ξοδέψαμε όλα ’64 με ’67 και οι
γονείς μου μπήκαν μισθωτοί σε γραφεία. Ήξεραν ξένες γλώσσες, ήταν μορφωμένοι,
αλλά ο τρόπος ζωής άλλαξε. Ήμουν στου Μωραΐτη και άλλαξα σχολείο, γιατί με
διώξανε. Ήμουν πάρα πολύ κακός μαθητής, τελευταίος, και πολύ πεισματάρης.
Μοναχογιός;
Μοναχοπαίδι.
Το λέτε με ελαφρά
δυσφορία.
Ναι, το λέω έτσι
γιατί εκ των υστέρων αποδείχτηκε δύσκολο. Όταν χάθηκαν και οι δύο γονείς μου
στα 50 τους, βρέθηκα στα 26 μου πεντάρφανος και χωρίς φράγκο, αλλά μόνο με
χρέη.
Οπότε θα το
άμβλυνε όλο αυτό η παρουσία ενός συγγενή α’ βαθμού.
Ε, νά’χες κάποιον
να το μοιραστείς αυτό το πράγμα…Απ’ την άλλη νά’χα έναν αδερφό ή μιαν αδερφή,
με τους οποίους θα μπορούσα να συνεννοηθώ, γιατί υπάρχουν κι αδέρφια που δεν…Με
έδιωξαν, λοιπόν, απ’ του Μωραΐτη, πάω στου Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου ώσπου έρχεται
η χούντα. Βρισκόμαστε στην Κερασούντος με τους γονείς μου να δουλεύουν σκληρά
πια, ακόμη και τα απογεύματα. Ίσαμε τότε νομίζαμε ότι τα λεφτά φύτρωναν στα
δέντρα. Δεν ήξεραν οι γονείς μου οι κακόμοιροι, δεν τα ήξεραν τα χρήματα εννοώ,
πήγαιναν και τα έπαιρναν κατευθείαν απ’ το γραφείο.
Υπήρξε μια
περίοδος μελαγχολίας με τον επαναπατρισμό;
Ναι, αλλά ήταν
πάρα πολύ αποφασισμένοι να μην το βάλουν κάτω και να ενταχθούν. Την αγαπούσαν
πάρα πολύ την Ελλάδα, η μάνα μου έλεγε «Νά’ναι καλά ο Νάσερ που ήρθαμε στην
Αθήνα, μια πολιτισμένη πόλη». Αυτά, τα περί Αλεξάνδρειας, τα έλεγε σαχλαμάρες,
δεν ήθελε να είναι μεταξύ των Αιγυπτιωτών που λέγανε «Εμείς τι είχαμε, πως
ήμασταν» κλπ.
Η χούντα σας
επηρέασε;
Πολύ! Διαμόρφωσα
μια τελείως αντιχουντική προσωπικότητα. Το ’67 ήμουν 14 και το ΄74, ήμουν πια
21, απ’ την ήβη δηλαδή βρέθηκα στην ενηλικίωση. Είχαμε διχασμό στο σπίτι χωρίς
να γίνονται καυγάδες. Η μάνα μου ήταν τρομερά αντιχουντική, τους σιχαινόταν, αν
και κομμουνίστρια δεν θα την έλεγες καθόλου. Να φανταστείτε, ψήφιζε τη Βιργινία
Τσουδερού, τον Πεσματζόγλου. Ήταν δημοκράτισσα, γαλλικής κουλτούρας. Ο μπαμπάς,
όμως, τσίμπησε: «Καλά τους κάνουνε τους πολιτικούς, τους αλήτες, τους κλέφτες,
να τους κλείσουν όλους μέσα»! Μη φανταστείτε ότι είχε χρυσαυγίτικη λογική, αλλά
μεταξύ αστείου και σοβαρού και για να εκνευρίσει τη μάνα μου, είχε την τάση
υποστήριξης του καθεστώτος με τη λογική ότι όπου νά’ναι θά’ρθουν και καλύτεροι.
Εγώ, πάλι, φορούσα στρατιωτικές πατατούκες, είχα μακριά μαλλιά – όχι πολύ
μακριά-, πήγαινα στο «Στούντιο» και στην «Αλκυονίδα» να βλέπω ρωσικές ταινίες,
έκανα παρέα με ανθρώπους δραστηριοποιημένους στην Αριστερά. Κάποια στιγμή, είχα
έναν ινστρούκτορα που με έβαλε να κολλάω αφίσες στους τοίχους τις νύχτες.
Εννοείται πως στο Πολυτεχνείο ήμουν μέσα απ’ την πρώτη – δεύτερη μέρα!
Ήσασταν στο
Πολυτεχνείο; Δεν τό’χετε ξαναπεί, νομίζω.
Έτσι όπως έχει
διαμορφωθεί το Πολυτεχνείο, δεν θέλω να συνδέομαι μ’ αυτό που είναι τώρα. Τότε
ήταν κάτι μαζικό, ενθουσιώδες. Δε μπορούσαμε να είμαστε σωστοί και να απέχουμε.
Πήγα με τον καλύτερο μου φίλο, τον Τάσο Μελετόπουλο, και βγήκαμε από τα πίσω
κάγκελα την ώρα που το τανκ έριχνε την πόρτα! Κάτι παιδιά, μεγαλύτερα, μας
είπαν: «Αν δεν έχετε σκοπό να μείνετε μέχρι τέλους, κάντε τη από κάτι κάγκελα
πίσω που έχουμε ανοίξει». Την κάναμε, λοιπόν, εκείνη την ώρα! Στο Πολυτεχνείο
δεν ήμασταν οργανωμένοι, δεν ξέραμε κανέναν εκεί μέσα. Μαζί μας ήταν και μια
κοπέλα, με την οποία τότε ήμουν ζευγάρι για ένα μεγάλο διάστημα, για πέντε
χρόνια περίπου – αυτή έφυγε γρηγορότερα από μας, ενώ εμείς με τον Τάσο μείναμε
μέχρι τέρμα. Κάναμε μικρά πραγματάκια, παίρναμε τα κουλούρια απ’ τους
κουλουρτζήδες και τα πηγαίναμε μέσα ή ταψιά που έφερνε ο κόσμος. Θέλαμε να
είμαστε εκεί, δεν μπορούσαμε να μην είμαστε και οι γονείς μας, ξέρετε, μπορεί
να ήταν αστοί, αλλά μας περίμεναν με μεγάλη χαρά, ένιωθαν υπερήφανοι!
Αναρωτιέμαι τώρα
πόσα χρόνια γνωρίζεστε με τον Μελετόπουλο, αφού μαζί φτιάξατε και το πρώτο
τραγούδι σας.
Με τον Τάσο
γνωριστήκαμε το ’68 – ’69, πιτσιρίκια. Εκείνος είναι και τρία χρόνια
μικρότερος, του ’56 δηλαδή. Τότε φαινόταν η διαφορά, όμως, 17 με 14. Μέχρι
σήμερα τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα. Το ίδιο με τη Φρόσω Ράλλη και με την
Εμμανουέλα Παυλίδου.
Με την Όλια
Λαζαρίδου;
Με την Όλια δεν
τηλεφωνιόμαστε κάθε μέρα, αλλά είμαστε από τότε φίλοι. Συμμαθήτρια μου ήταν
ακόμη η Δήμητρα Γαλάνη, αλλά μας έφυγε στην πέμπτη Γυμνασίου γιατί τραγούδησε
το πρώτο της τραγούδι με τον Δήμο Μούτση. Την ακούγαμε πια απ’ τις
προσφερόμενες εκπομπές. Να, μπορεί να μην είχα αδέρφια, αλλά την οικογένεια του
Τάσου, τη θεωρώ δική μου. Κι η κόρη του Τάσου, που’ναι πια ολόκληρη γυναίκα,
λέει ότι την οικογένεια την πραγματική τελικά τη διαλέγεις.
Όπως τό’λεγε ο Jim Morrison: «Καλύτερα μια μικρή γιορτή από φίλους παρά μια μεγάλη οικογένεια»…
Α, μάλιστα! Η
Κυβέλη είχε από μικρή ένα πάθος με τον Jim Morrison, ίσως γι’ αυτό
τό’λεγε (γέλια)
Ενθουσιώδεις! Και
παθιασμένοι! Είχα την τύχη να ερωτευθώ πολύ και με διάρκεια, όχι δεξιά κι
αριστερά. Κόλλησα! Έναν άνθρωπο είχα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Ήταν τα
χρόνια που συνειδητοποιείς χωρίς ακόμα να ξέρεις τη σεξουαλικότητα σου και τι
θέλει το κορμί σου. Από κει που παίζεις, είσαι παιδί και υπάρχει επιείκεια από
παντού, ξαφνικά λες «Όπα, τώρα έχω να κάνω με έναν κύριο ή με μία κυρία
απέναντι, που τους θέλω»! Εκεί αρχίζεις να διαμορφώνεις και την άλλη σου
ταυτότητα.
Έχω την αίσθηση
πως τόσο εσείς, όσο και ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, δουλέψατε πολύ για την
απενοχοποίηση του σεξ στην Ελλάδα.
Ο Γρηγόρης πολύ
περισσότερο, αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη. Να διευκρινίσουμε κάτι: Εγώ δεν
κυνήγησα ποτέ το σεξ, στην ουσία δεν έχω κάνει σεξ!
Τι ειν’ αυτό που
λέτε τώρα;
Αλήθεια το λέω!
Δεν έχω κάνει ποτέ σεξ, έχω ερωτευθεί! Ήμουν πολύ τυχερός…Με το που ήρθα στην
Ελλάδα, το ότι γνώρισα ανθρώπους σαν τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη,
τον Κουν, τη Λαμπέτη, σήμαινε ότι βρέθηκα με άτομα, που είχαν ουσιαστική
ελευθερία μέσα τους. Δεν το συζητούσαν καν το αν, ποιον και πως θα ερωτευθείς.
Για μένα δεν ετίθετο θέμα σεξουαλικότητας, μέχρι που άρχισε να γίνεται όντως
θέμα. Νόμιζα πως όλοι οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα, αφού δεν είχα κι εγώ, με
το τι είμαι. Θυμόμαστε ακόμη με τον Γιώργο Παυριανό τη γνωριμία μας μέσα σ’ ένα
λεωφορείο για την Αγία Παρασκευή, πηγαίνοντας στο Τρίτο Πρόγραμμα. Θυμόμαστε τι
φορούσαμε ο καθένας και πως φλερτάραμε μεταξύ μας. Προχωρήσαμε κι ανακαλύψαμε
ότι πηγαίναμε στην ίδια δουλειά, δεν είχαμε όμως πρόβλημα μεσ’ στο λεωφορείο
για τους άλλους να πούμε τα αστεία μας, να χαριεντιστούμε, να…
Να καλιαρντέψετε,
ενδεχομένως.
Καλιαρντά δεν
μίλησα ποτέ, ούτε ξέρω αυτές τις λέξεις, ούτε θέλω να τις ξέρω. Δεν μου
αρέσουν.
Γκετοποιούν τους
ανθρώπους;
Ναι. Είναι ίσως
μια αριστοκρατική άποψη αυτή που έχω για την ομοφυλοφιλία, αλλά αυτήν έχω. Η
υπερβολή στην επίδειξη της σεξουαλικότητας μας δεν με πολυεκφράζει και δεν
είναι καθόλου politically correct, όπως το λέω τώρα.
Τον περασμένο
Φλεβάρη πήγα στην Τουρκία για να πάρω συνέντευξη από τον Zulfu Livaneli. Εκεί παρακολούθησα και την προβολή των «Καλιαρντών» της Πάολας Ρεβενιώτη.
Ξέρετε τι μου είπαν Τούρκοι, νεαρά αγόρια και κορίτσια; Ότι τώρα στην Τουρκία
δημιουργούνται τα δικά τους καλιαρντά, μια κωδικοποιημένη γλώσσα των
ομοφυλοφίλων, στο πλαίσιο καταπίεσης τους από το καθεστώς Ερντογάν.
Αυτό είναι πολύ
ενδιαφέρον και για μένα να καταλάβω τι μου συνέβαινε στην ηλικία που βρίσκομαι
τώρα! Δεν υπήρχε τότε ενοχή στη συνάντηση μας με τον Παυριανό. Ούτως ή άλλως
δεν συνέβη ποτέ κάτι μεταξύ μας και τώρα το λέμε και γελάμε. Είμαστε ακόμα
φίλοι…Δεν κουβαλούσα καμία ενοχή, θέλω να πω. Πηγαίναμε τα καλοκαίρια με τους
γονείς μου σ’ ένα χωριό στην Εύβοια και, καταλαβαίνεις, χούντα τώρα κι εγώ με
την καμπάνα και το μακρύ μαλλί…Όλο το χωριό από πίσω: «Ου, ου, Μπίτλις, γιεγιέ»
και μαζί «Ε, ομοφυλόφιλε, πως κουνιέσαι έτσι» κλπ. Εμένα με διασκέδαζε όλο
αυτό, να πω την αλήθεια.
Δεν ίσχυε όμως
για όλους τους άλλους αυτό.
Όχι, όχι κι αυτό
το κατάλαβα πολύ αργότερα.
Μετά λύπης,
φαντάζομαι.
Μετά λύπης, ναι,
και συνεχίζω να’μαι πάρα πολύ προσεχτικός τώρα πια όταν μιλάω γι’ αυτά. Μη βγω
δηλαδή τώρα και ο τυχερός, ο ευτυχισμένος επ’ αυτού, γιατί δεν θα’ναι σωστό.
Απ’ την άλλη, δεν τό’χω καθόλου με το one night stand, την εύκολη καύλα και το γκέτο. Κάποια στιγμή,
κάναμε πολλή παρέα μεταξύ μας μόνο γκέι άνθρωποι και παίζαμε καμία μπιρίμπα,
αλλά δεν μπορώ να πω ότι περνούσα πολύ καλά. Εγώ θέλω να βρίσκομαι με όλους
τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας.
Απ’ την άλλη,
γνωρίζετε πως ο Μάνος Χατζιδάκις, όντας νέος, έβαζε πέτρες μεσ’ στα παπούτσια
του για να μην κουνιέται στο δρόμο και τον λοιδωρούν; Μου τό’χε πει ο
Κούνδουρος αυτό.
Όχι, δεν το
γνώριζα…Σκέψου ότι ο Χατζιδάκις το έκανε αυτό μεσ’ στον Εμφύλιο. Εγώ γεννήθηκα
λίγο μετά σε μία χώρα που παρότι είχαν γίνει τα πρώτα βήματα σοβιετοποίησης,
ήταν αμερικανοκρατούμενη. Δεν έχω τέτοιες εικόνες.
Υπήρξατε κακός μαθητής, είπατε.
Έφτασα στα 11 από τα 14 μαθήματα να έχω κάτω απ’ τη βάση.
Μεγάλη επιτυχία!
Μήπως κι αυτό αντίδραση στην ακαδημαϊκή παιδεία να ήταν;
Μπα, δεν σκεφτόμουν σοβαρά τέτοια πράγματα. Απλώς ήμουν
τεμπέλης.
Και καλοπερασάκιας;
Όσο μπορούσα, ναι, αλλά όχι πολύ, γιατί οικονομικά υπήρχε
στένεμα. Όποτε με βόλευε και μπορούσα, ήμουν καλοπερασάκιας. Επίσης, σ’ αυτά τα
σχολεία χρωστάμε πολλά, γιατί μου χάρισαν τους μετέπειτα φίλους μου, τις
οικογένειες μου. Τα Σάββατα, θυμάμαι, κάναμε κοινά πάρτι.
Κι από πότε αρχίσατε να γράφετε;
Έγραφα από την εφηβεία κυρίως ημερολόγιο, αλλά και πολλά
στιχάκια, χωρίς καν να διανοηθώ ότι θα γινόμουν επαγγελματίας στιχουργός. Το
αγνοούσα αυτό το επάγγελμα. Τα έγραφα για να επικοινωνήσω με τους περίεργους
μεγάλους έρωτες, στους οποίους έδινα ραβασάκια με στιχάκια, γιατί δεν μπορούσα
να τα πω αλλιώς.
Άρης Δαβαράκης - Μπόσκο |
Είμαι σαφής: Δεν μου άρεσε καθόλου το ηλεκτρικό rock, ενώ
μου άρεσαν πολύ οι Beatles. Μου άρεσε το ελληνικό τραγούδι, όχι το ελαφρό της
Θεσσαλονίκης που ήταν κάπως μαρκαρισμένο, αλλά του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του
Χατζιδάκι πριν τον γνωρίσω, του Σαββόπουλου…Τρελά του Σαββόπουλου! Με τη Φρόσω
Ράλλη πήγαμε κι αγοράσαμε το «Φορτηγό» το ’66 και του ζητήσαμε αυτόγραφο, γιατί
έμενε τότε σε μια γκαρσονιέρα αυτός στην Αλωπεκής από κάτω. Πηγαίναμε στις
μπουάτ, ακούγαμε Νέο Κύμα, αλλά στα πάρτι μας ακούγαμε ξένα τραγούδια, «A casa
d’ Irene», τα ιταλικά, τα αντίστοιχα γαλλικά κλπ.
Ένας φυσιολογικός έφηβος της εποχής του, λοιπόν.
Λίγο φλώρος, όμως. Πήγα δυο – τρεις φορές μόνο στο κλαμπ που
δούλευε DJ η Φαίνη Ξύδη, πολύ προχωρημένη, λίγο μεγαλύτερη μου. Στο κλαμπ αυτό,
που το έκλεινε η χούντα κάθε τρεις και λίγο, εμείς πηγαίναμε και ακούγαμε
βαριές ροκιές. Ε, εκεί πήγαινα θεατρικά, όλοι πήγαιναν κι έπρεπε να πάω κι εγώ,
να κάνω τον προχωρημένο.
Τελικά, στη μετέπειτα πορεία σας, σας ενδιέφερε να κάνετε
πάντοτε τον προχωρημένο.
Από την εφηβεία και μετά, δε χρειάστηκε να κάνω κάτι
προχωρημένο. Μπορεί να έκανα τον έξυπνο, τον μάγκα, να κατηγορούσα κάποιον
δημοσίως…Είχα ένα θράσος απύθμενο! Έκραζα ταινίες, παραστάσεις, έγραφα: «Τι
μαλακία ήταν αυτή; Βαρεθήκαμε», έλεγα δηλαδή τη γνώμη μου.
Θα δημιουργήσατε και αντιπάθειες, έτσι.
Πολλές, πάρα πολλές, σε βαθμό που έμπαινα σε κάτι μπαρ κι
ένιωθα να μού’ρχονται βέλη. Ε, δεν περνάς καλά έτσι, δεν λέει…Το κατάλαβα κι
εγώ αργότερα.
Μέχρι σήμερα, ωστόσο, αυτός που λέει πάντα τη γνώμη του
άφοβα, χαίρει εκτίμησης.
Ακόμα διατυπώνουμε γνώμη. Όλοι μας. Κι εσύ, που σε διαβάζω,
κι εγώ. Δεν το κάνω πια για να πετύχω εγώ, για να κάνω φασαρία, διότι τότε γι’
αυτό το έκανα! Έλεγα πως άμα κράξω τη Βουγιουκλάκη, θά’ναι ωραία!
Την είχατε κράξει και τη Βουγιουκλάκη; Πείτε μου!
Δούλευα στην «Απογευματινή» τότε, στον Μομφεράτο. Έβριζα την
Αλίκη, την Ελένη Βλάχου, δεν μ’ ένοιαζε! Με φώναξε μια μέρα ο Μομφεράτος: «Να
σου πω, Άρη μου, εγώ είμαι πολύ φίλος με τη Βουγιουκλάκη, είμαστε μαζί κάθε
βράδυ, είναι η παρέα μου, ενώ συναντώ συνέχεια και την Ελένη Βλάχου. Δεν μου
αρέσει αυτό το πράγμα που κάνεις»! Του απάντησα με τη λογική της Ιωάννας, της
μητέρας μου: «Δεν με έχετε εδώ πέρα για να γράφω αυτά που θέλετε εσείς, αλλά
αυτά που θέλω εγώ». Με κοίταξε και εντυπωσιασμένος μου είπε: «Για στάσου, έχεις
δίκιο. Σου έχω αναθέσει ένα καλλιτεχνικό δισέλιδο, γράφε ότι θες. Επειδή όμως η
εφημερίδα είναι δική μου, θα μου επιτρέψεις να γράψω σε άλλη σελίδα ότι δεν
συμφωνώ καθόλου μαζί σου». «Γράψτε ότι θέλετε, αλλά εγώ μπορώ να γράφω αυτά που
θέλω;» ήταν τα δικά μου λόγια. Πρέπει να σας πω ότι γι’ αυτό μίσησα βαθύτατα τη
17Ν! Σκότωσε τον Κωστή τον Περατικό, έναν πολύ αγαπημένο μου φίλο, χρυσό παιδί
που το μόνο του πρόβλημα ήταν ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια…Σκότωσε τον
Μομφεράτο! Σκοτώνοντας τον Μομφεράτο και τον Αθανασιάδη, σκοτώσανε μία άποψη
δημοσιογραφική που μετά με τον Τεγόπουλο δεν υπήρξε! Σκοτώσανε αυτό που λέμε
διαφωτισμό. Αυτοί οι καλλιεργημένοι άνθρωποι, οι αστοί, αν τους έβαζες μπροστά
στη δυσκολία, σε άκουγαν, σε σέβονταν. Που να τολμούσες να πεις τέτοια πράγματα
μετά στον Τεγόπουλο ή στον Φυντανίδη; Ούτε γι’ αστείο! Αυτοί έλεγαν: «Εδώ δεν
γράφονται τέτοια», μαγκιά, τελείωσε! Μόνο αυτά έβρισκα εγώ στη συνέχεια εκτός
από τον Άρη τον Τερζόπουλο. Ο Άρης ήταν και είναι ένας άνθρωπος της παλιάς
καλής αντίληψης σε αντίθεση με όσους επικράτησαν στα εκδοτικά – δημοσιογραφικά
μετά τον Κοσκωτά και τις δολοφονίες της 17Ν. Μας έκαναν να βάλουμε φερμουάρ και
μας οδήγησαν στο χάλι που βρισκόμαστε σήμερα.
Είναι ωραίο να μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου αδέσμευτα,
ελεύθερα.
Ισχύει και ταυτόχρονα, ο Τάσος Μελετόπουλος με τον αδερφό
του είχαν ανοίξει αυτά τα μαγαζιά, όπου ξεσπούσα υπέροχα τα βράδια μου. Ήταν
μεγάλα κλαμπ, ειδικά το «Εργοστάσιο» που είχε τεράστια επιτυχία. Μιλάμε για το
’82 – ’83, που εγώ δούλευα στον «Ταχυδρόμο» πια, μετά το Τρίτο Πρόγραμμα. Έκανα
τότε σουξέ στον «Ταχυδρόμο» με τα «in & out» και τις «Σφήνες». Πήγα και
δούλεψα πόρτα στο «Εργοστάσιο», όχι επαγγελματικά, με λεφτά, αλλά επειδή
περνούσαμε τέλεια. Μέχρι βέβαια να καταλάβουμε ότι η νύχτα έχει κάποιους κανόνες
που τους αγνοούσαμε.
Μπήκατε σ’ αυτό, μου λέτε, όπως τα πρόβατα στη σφαγή.
Εντελώς! Ως αθώοι που είχαν τεράστια επιτυχία και γινόταν
χαμός απ’ όλους αυτούς που έλεγα πριν, αστούς και μη αστούς. Έρχονταν όλοι, απ’
τον Ιόλα και τον Μομφεράτο μέχρι τη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα. Η Μελίνα ήταν
και υπουργός τότε και της κάναμε κλειστό πάρτι, χωρίς φωτογράφους. Κάποια
στιγμή πλάκωσαν οι δυσκολίες της νύχτας και την κάναμε με ελαφρά…
Ήταν τότε που δεν πιστεύατε ότι θα ζήσετε πάνω από τα 40
σας;
Γενικώς…Δεν φανταζόμουν ότι θα τα βγάλω πέρα. Δεν ήταν
συνδεδεμένη αυτή μου η πεποίθηση με τη νύχτα. Όταν είσαι νέος, λες «Κάτσε να
ζήσω τώρα αυτά που μου παρουσιάζονται»…
Είναι η λογική του ανθρώπου που αρπάζει τη ζωή απ’ τα
μαλλιά, αλλά έχει και την επίγνωση πως αργά ή γρήγορα θα γίνει 40, 50 και 60
ετών.
Εγώ είχα μια μεγάλη αμφιβολία. Το ’89 έπαθα μια οξεία
αιμορραγική παγκρεατίτιδα και έμεινα τρισείμισι μήνες στον Ευαγγελισμό. Στα 35
μου, έσκασε το πάγκρεας μου, με άνοιξαν και με έσωσε ο Σπύρος Δρακόπουλος, που
ήταν νέος χειρουργός τότε και ανέλαβε όλη την ευθύνη. Αν δεν με χειρουργούσαν
στις 48 ώρες το πολύ, θα τελείωνα, θα πέθαινα. Με ανέβασε σε ένα δωμάτιο και
μου είπε: «Θα σε χειρουργήσω και ότι γίνει»! Κράτησε ένα κομμάτι του παγκρέατος
μόνο, που αυτό αναπλάστηκε στη συνέχεια. Είναι περίεργη η φύση και το
οικοσύστημα…
Κι αυτό απόρροια τίνος πράγματος ήτανε;
Ποτό, πάρα πολύ ποτό! Ήμουν αλκοολικός, αλλά δεν το ήξερα,
επειδή δεν έπινα όλη μέρα και δεν είχα ποτό στο σπίτι μου. Δεν κάθισα ποτέ
σπίτι μου, σας το λέω εντίμως και σας κοιτάω στα μάτια, να πω ότι τώρα θα βάλω
ένα ποτό και θα δω τηλεόραση. Έβγαινα, όμως, κάθε βράδυ. Άρχιζα απ’ τις 10 – 11
μέχρι το πρωί. Χωρίς μέτρο! Ούτε ήξερα τι έπινα! Επειδή αυτά τα μαγαζιά ήταν
δικά μας, του Τάσου και του Σπύρου, έμπαινα μέσα στο μπαρ, γέμιζα το ποτήρι
βότκα και δεν θυμόμουν ότι είχα πιει άλλες τρεις ή πέντε βότκες. Δεν υπήρχε
αύριο, έτσι ζούσα. Έβλαψα σοβαρά την υγεία μου και άργησα να βάλω μυαλό, διότι
για δυο – τρία χρόνια σταμάτησα να πίνω, αλλά ξανάρχισα ώσπου ξανάπαθα
παγκρεατίτιδα το 2004 στο Παρίσι, ενώ άλλη μία παγκρεατίτιδα με βρήκε το 2006
και ξαναμπήκα στον Ευαγγελισμό. Τώρα έχω να πιω από το 2006, είμαι καθαρός
σχεδόν 15 χρόνια.
Αφού θα σας είπαν οι γιατροί: «Ή το κόβεις ή πεθαίνεις».
Ακριβώς! Ήταν αστείο αυτό, δεν υπάρχουν τρεις παγκρεατίτιδες
στη σειρά! Απ’ την άλλη, εγώ είμαι κι ένας άνθρωπος με μία έντονη μεταφυσική
πλευρά. Είμαι ένας άνθρωπος μεταφυσικός.
Και ένθεος.
Αυτό εννοώ μεταφυσικός! Ο Θεός είναι μετά τη φυσική και ίσως
δεν πρέπει να κολλάμε στη λέξη. Του δώσαμε απλά ένα όνομα, αλλά η αρμονία του
οικοσυστήματος και του σύμπαντος βλέπουμε ότι λειτουργεί σαν ένα υπέροχο
ρολόι.
Τις είχατε από νέος τέτοιες πεποιθήσεις;
Όχι, αλλά τη σιγουριά ότι υπάρχει κάτι, την είχα. Λέγαμε
κάτι μαλακίες της μόδας όταν ήμασταν νέοι, αλλά εγώ ήξερα κατά βάθος ότι ένα
κομμάτι μέσα μου ήταν αυτό του μεγάλου σύμπαντος, στο οποίο ανήκουμε όλοι
άλλωστε. Δηλαδή πραγματικά νιώθω ότι είμαστε ένα, όχι μόνο εμείς οι άνθρωποι,
αλλά και τα φυτά, τα ζώα, τα άστρα, η σελήνη, η άμμος και οι κατσαρίδες! Μέσα
σ’ αυτό το πακέτο, ο καθένας κάνει ότι είναι να κάνει και μπορεί ν’ ακούσει την
εσωτερική φωνή του, εκπληρώνοντας καλά τον κύκλο του.
Κι αν δεν την ακούσει; Ο Μπέργκμαν είχε πει για τον
Ταρκόφσκι: «Κοιτάει ψηλά και βλέπει τον Θεό. Εγώ γιατί δεν μπορώ να τον δω;»
Μα δεν νομίζω πως ο Ταρκόφσκι υποστήριζε ότι είχε δει τον
Θεό! Δεν βλέπεται, έτσι κι αλλιώς, ο Θεός. Υπάρχει μια παρεξήγηση: Σαφώς δεν
βλέπονται αυτά τα πράγματα, γιατί ανήκουν στα πέραν από τις τρεις διαστάσεις.
Δεν είναι ορατά, είναι αόρατα, όπως αόρατο είναι και το WI-FI, το ηλεκτρικό
ρεύμα και χιλιάδες άλλα πράγματα. Αυτή τη στιγμή εμείς είμαστε την πλατεία
Βικτωρίας και ζούμε ανάμεσα σε χιλιάδες αόρατα πράγματα.
Κατά τα άλλα, Μπέργκμαν ή Ταρκόφσκι;
Μου αρέσουν και οι δύο. Πολύ! Έχω συγκινηθεί πάρα πολύ και
με τους δύο, αν και με τους Ρώσους έχω μεγαλύτερη σχέση μέσω λογοτεχνίας:
Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν.
Έχετε πάει ποτέ στη Ρωσία;
Ναι, στη Μόσχα! Κάθισα τρεις – τέσσερις μέρες και η Ρωσία μ’
άρεσε έτσι κι αλλιώς. Στενοχωριόμουν, καθώς από το αεροδρόμιο μέχρι τη Μόσχα,
βλέπαμε αυτά τα τεράστια μπλοκ, που ζούσαν επί σοβιετίας οι άνθρωποι…
Ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει την ορχήστρα και τον Βασίλη Λέκκα στη «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων», σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, σε συναυλία στη βόρεια Ελλάδα το 1986
Ας πάμε τώρα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μπαίνετε το 1977, αν δεν
κάνω λάθος.
Προερχόμουν από μια άλλη πόλη και κανείς δεν γνώριζε τον
Χατζιδάκι απ’ τους δικούς του. Προσωπικά εννοώ, γιατί το ΄62, όταν ήρθαμε στην
Ελλάδα, ένα χρόνο πριν εγκατασταθούμε μόνιμα, το πρώτο θέατρο που με πήγε η
μάνα μου, ήταν η «Οδός Ονείρων». Έτυχε η πρώτη φίλη που έκανα εδώ να είναι η
Φρόσω Ράλλη και παράλληλα η Εμμανουέλα Παυλίδου, η οποία ως γνωστόν συνδεόταν
με τη Μελίνα. Μια μέρα καθόμασταν με τον Τάσο Μελετόπουλο και τη Μανουέλα στην
τωρινή Λυκόβρυση, στην πλατεία Κολωνακίου. Η Μελίνα έμενε Αναγνωστοπούλου, λίγο
παραπέρα. Κατέβαινε λοιπόν για να πάει στου Φλόκα, όπου θα συναντούσε τον
Χατζιδάκι και τον Λειβαδά για μια θεατρική παράσταση, που τελικά δεν έγινε
ποτέ. Τη σταματήσαμε: «Που πας;»…«Πάω να συναντήσω τον Χατζιδάκι, ένα ραντεβού
επαγγελματικό και φιλικό»…Η Μανουέλα τον ήξερε ήδη τον Χατζιδάκι, αλλά
πεταγόμαστε ο Τάσος κι εγώ: «Θέλουμε να γνωρίσουμε τον Χατζιδάκι, κάνε κάτι,
πάρε μας μαζί σου»! Μας κάνει η Μελίνα: «Σκάστε, αποκλείεται, έχω δουλειά». Και
αμέσως: «Να σας προτείνω, όμως, κάτι; Κάντε το βλάκα και περάστε από
Πανεπιστημίου, μπροστά απ’ του Φλόκα. Κάντε ότι με είδατε και θα σας φωνάξω στο
τραπέζι μέσα». Το κάναμε, ακριβώς όπως μας το’πε! Εγώ τότε δούλευα στην
Κολυμβητική Ομοσπονδία Φιλάθλων που με είχε βάλει ο πατέρας μου για να βγάζω
κάνα φράγκο και απ’ τα απογεύματα δούλευα στον Οργανισμό Λαμπράκη, επί της
Χρήστου Λαδά, κάνοντας μεταφράσεις. Άμισθος, για να μάθω.
Σας συμπάθησε αμέσως ο Χατζιδάκις;
Με ρωτάει «Τι κάνεις εσύ;», του λέω «Άστε τα, χάλια, αυτό κι
αυτό». Μου έδωσε ένα χαρτί με πέντε -έξι τηλέφωνα απάνω. «Αν προς τον
Σεπτέμβριο διαβάσεις στην ”Καθημερινή” ότι ο Χατζιδάκις αναλαμβάνει το Τρίτο
Πρόγραμμα, θα μου τηλεφωνήσεις αμέσως». Αυτά ήταν τα λόγια του και, πράγματι,
έτσι έγινε! Εγώ έπαιρνα την «Καθημερινή» και διάβασα ότι ο Μάνος Χατζιδάκις
μόλις ανέλαβε το Τρίτο Πρόγραμμα. Τηλεφωνώ στη μάνα μου και της λέω: «Μαμά,
άνοιξε το συρτάρι μου και διάβασε μου τα τηλέφωνα από’να χαρτί που έχω μέσα»…«Καλά,
όταν έρθεις, κάντο εσύ, βιάζομαι τώρα»…Επέμεινα και μου τα έδωσε. Πήρα αμέσως
τηλέφωνο και βγήκε μια κυρία Καστρινάκη, η γραμματέας του Μάνου, «Ποιος είστε;»
με ρωτάει, «Παίρνω εκ μέρους της Μελίνας Μερκούρη» απαντώ – θράσος που τό’χα κι
εγώ…Με συνδέει. Λέω του Χατζιδάκι: «Ειμ’ αυτός που’χε έρθει στου Φλόκα και του
δώσατε τα τηλέφωνα»…«Α, έλα απάνω να μιλήσουμε»…«Δεν μπορώ τώρα, είμαι στη
δουλειά μέχρι τις δυόμισι»…«Ποια δουλειά; Πες τους ότι είσαι άρρωστος και
φύγε»! «Δεν μπορώ» απαντάω, «παίρνω ένα μισθό από κει που τον έχω
ανάγκη»…«Καλά, πες τους τότε ότι παραιτείσαι, σήκω φύγε κι έλα εδώ»! Πάω αμέσως
στον διευθυντή μου, ο οποίος συμβολικά ονομαζόταν Ελεύθερος, και του είπα ότι
κάτι σοβαρό μου έτυχε. Πήρα ταξί, ανέβηκα στην ΕΡΤ και στο γραφείο του
Χατζιδάκι, που μου πρότεινε να δουλέψω κοντά τους. Δεν ήξερα τίποτα από
ραδιόφωνο! Μου λέει «Μεταφράσεις δεν κάνεις στου Λαμπράκη; Ε κι εμείς θα
κάνουμε ένα μεταφραστικό εδώ για τα εξώφυλλα των δίσκων»!
Κάτι τέτοιο είχε πει και στον Γιώργο Μητρόπουλο, να
μεταφράζει τα σημειώματα στα οπισθόφυλλα και τα ένθετα των δίσκων.
Αλίμονο, λύσεις να βρίσκουμε να χώνουμε κόσμο σε δουλειές,
αυτός ήταν ο Μάνος! Μόνο 15 άτομα μπορούσε να προσλάβει σύμφωνα με τον
Καραμανλή και μέσα σ’ αυτούς τους 15 ήμασταν εγώ, ο Μητρόπουλος, η Ελένη
Καραΐνδρου, ο Κυπουργός, η Πλάτωνος, ο Κοντογεωργίου και κάποιοι άλλοι. Η
Μαριανίνα και η Βλάχου, επίσης, από το team της «Λιλιπούπολης». Εγώ, στο
μεταξύ, δεν ήθελα να χάσω τη δουλειά μου, πρότεινα να ανεβαίνω στο Τρίτο τα
απογεύματα για να μαθαίνω. «Πόσα παίρνεις εκεί;» με ρωτάει ο Χατζιδάκις. «14.000
δραχμές, που τις έχω ανάγκη» απαντάω. Φωνάζει την Καστρινάκη: «Φτιάξε τα χαρτιά
του κ. Δαβαράκη, απ’ αύριο θα τον έχουμε κοντά μας με 18.000 δραχμές το μήνα»!
Τότε ήταν που πίστεψα ότι ζούσα ένα παραμύθι, αφού τα λεφτά ήταν απίστευτα
καλά, χώρια κάτι εξτρά που βγάζαμε από παραγωγές και εκπομπές.
Φαντάζομαι σε πόσες θρυλικές ηχογραφήσεις θα υπήρξατε
μάρτυρας.
Αργότερα αυτό. Στις αρχές, με δοκίμαζαν σε διάφορα πράγματα.
Επειδή είχα καλή προφορά λόγω Αλεξάνδρειας στα αγγλικά και γαλλικά, είχα καλή
άρθρωση και αξάν στα ονόματα διαφόρων συνθετών και μαέστρων, όπως και μια καλή
ραδιοφωνική φωνή. Άρχισα να χώνομαι σε παραγωγές άλλων μέχρι που ο Χατζιδάκις
μου ζήτησε να κάνω μια δική μου καθημερινή εκπομπή, την οποία κάναμε πάλι μαζί
με τον Τάσο Μελετόπουλο, τη Μαρίκα Τζιραλίδου, που δεν ζει πια, και τον Γιώργο
Ευσταθίου, που μας βοηθούσε με τις συνεντεύξεις. Ήταν σχεδόν live η εκπομπή,
μεταδιδόταν 10 με 11 το πρωί. Πηγαίναμε απ’ τις 8 το πρωί εκεί κι ενώ γράφαμε
ακόμα το δεύτερο μέρος, μεταδιδόταν το πρώτο. Θυμάμαι έντονα το πράσινο φως που
μας είχε δώσει ο Χατζιδάκις. Η εκπομπή λεγόταν «Τα καθημερινά» και άρεσε, είχε
πάρει καλές κριτικές. Έγραψε η Βλάχου γι’ αυτήν, ασχέτως αν μετά της επιτέθηκα!
Αυτό που’χε γράψει, τό’χε διαβάσει κι η μάνα μου, θυμάμαι. Ένα πολύ ωραίο
κομμάτι είχε γράψει κι η Μαρία Παπαδοπούλου στα «Νέα». Επειδή, λοιπόν, η
εκπομπή πήγαινε καλά, είχαμε τη δυνατότητα να τηλεφωνάμε στον Ελύτη και να του
λέμε: «Κύριε Ελύτη, είμαστε από το Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι και θέλουμε μία
συνέντευξη». Δεν ήταν το ίδιο αν έλεγα «Είμαι ο Άρης Δαβαράκης», σκέτο.
Πηγαίναμε και τους γράφαμε με το Nagra και μάλιστα παίζαμε αποσπάσματα τους
μόνο, μαζί με τραγούδια, να μην κουράζεται ο κόσμος. Δεν έχω τίποτα απ’
αυτές τις εκπομπές σήμερα! Τίποτα! Ούτε μια φωτογραφία με τον Χατζιδάκι δεν
έχω! Έτσι, «φιλοξενήσαμε» ανθρώπους σαν τον Κουν, τη Λούλα Αναγνωστάκη, τον
Ρίτσο, τον Ελύτη, ποιητές, ζωγράφους, σκηνοθέτες. Με μερικούς απ’ αυτούς εγώ
απόκτησα μεγαλύτερη οικειότητα: Με τον Χορν, τον Τσαρούχη, τη Λαμπέτη, τον
Ντασέν…
Αληθεύει ότι εσείς τραβήξατε τον Χατζιδάκι μαζί με τη Μελίνα
στου Φλωρινιώτη, όπου και έκανε τη διαβόητη εκπομπή του;
Ήμασταν ένα βράδυ στο εστιατόριο «Remezzo» του Μάκη του
Ζουγανέλη, στη Χάριτος. Η Μελίνα έτρωγε με την παρέα της εκεί, το ήξερα και
πέρασα κι εγώ να φάω μαζί τους μετά το Τρίτο Πρόγραμμα. Με θέλανε για παρέα. Η
Μελίνα άρχισε να λέει τα δικά της μετά από μια ηλικία και μετά, του στυλ «Δεν
γίνεται τίποτα σ’ αυτή την πόλη» κλπ. Της λέω «Πως δεν γίνεται; Επειδή εσύ δεν
τα ξέρεις; Στον Φλωρινιώτη, ας πούμε, γίνεται χαμός». Τσιμπάει η Μελίνα: «Α,
ωραία, πάμε απόψε;» Με στέλνει να τηλεφωνήσω του Χατζιδάκι: «Πήγαινε πάρε τον
Μάνο και ρώτα τον αν θέλει να περάσουμε να τον πάρουμε για τον Φλωρινιώτη».
Τέτοια οικειότητα δεν είχα με τον Μάνο, αλλά τέλος πάντων το έκανα, αφού ήταν
εκ μέρους της: «Κύριε Χατζιδάκι, συγγνώμη για την ώρα, αλλά είμαι με τη Μελίνα,
την Μανουέλα και τη Ζήκα Αλλαμανή και θέλουν να πάμε στον Φλωρινιώτη. Αν θέλατε
να έρθετε κι εσείς…» Ο Μάνος κάνει: «Αριστούργημα! Έχετε αυτοκίνητο; Περάστε να
με πάρετε»! Έτσι βρεθήκαμε να μπαίνουμε στου Φλωρινιώτη πέντε άτομα, όπου
γινόταν το σώσε! Βέβαια, με το που μας βλέπουν, αδειάζουν το κεντρικό τραπέζι
και μας βάζουν μπροστά – μπροστά. Εκεί, ως γνωστόν, τραγουδούσε ο Βασίλης
Λέκκας!
Ναι, μου τό’χε πει ο Γιάννης Φλωρινιώτης σε δική του
συνέντευξη, ο Λέκκας τραγουδούσε Νταλάρα, Κουγιουμτζή, τέτοια.
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τι τραγουδούσε, πάντως εκεί ήταν ο
Λέκκας κι εκεί τον πρωτοείδε ο Χατζιδάκις. Μόλις τον είδε και τον άκουσε,
«φσσστ μπόινγκ» ο Χατζιδάκις, που λέμε! Να μου λέει εμένα: «Άρη, σε παρακαλώ,
πήγαινε πίσω και πάρε τα τηλέφωνα των παιδιών να τα φέρουμε στο Τρίτο για
συνέντευξη». Εγώ να λέω: «Μη με βάζετε, κύριε Χατζιδάκι, να πω τέτοια»…Τον
έβλεπα όμως πολύ επίμονο, σαν πρώτη φορά νά’θελε κάτι τόσο πολύ! «Καλά» μου
λέει, «πήγαινε τότε στον Φλωρινιώτη να έρθει με το team του να του κάνουμε αφιέρωμα»!
Συγγνώμη, αλλά αν καταλαβαίνω καλά, μου λέτε και
αποκαλύπτεται έτσι για πρώτη φορά πως η αιτία πίσω απ’ την εκπομπή με τον
Φλωρινιώτη δεν ήταν να προκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά να γνωρίσει τον
Βασίλη Λέκκα!
Ακριβώς αυτό έγινε! Ούτε συζήτηση! Βεβαίως και η αιτία ήταν
ο Λέκκας, δεν θα καλούσε ο Μάνος τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα για κανένα
άλλο λόγο. 100%! Σου λέει: «Μια ωραία λύση για να γνωρίσω τον μικρό – κάτω από
τα 20 τότε ο Βασίλης – είναι να καλέσω όλη την ομάδα του Φλωρινιώτη!
Θυμάστε και τις αδερφές Γαρμπή εκεί, στο μπαλέτο;
Όχι, δεν τις θυμάμαι, να πω την αλήθεια. Ήρθε ο Φλωρινιώτης
με την ομάδα του, πράγματι, κι από κει και πέρα it’s all history! Πρέπει να
έγινε το ’78 – ’79, γιατί η Μελίνα δεν ήταν ακόμη υπουργός, ΠΑΣΟΚ δεν είχαμε,
δεξιά κυβερνούσε.
Μάλλον το ’79 αν υπολογίσουμε πως ο Λέκκας πρωτοεμφανίστηκε
στην «Εποχή της Μελισσάνθης» του Χατζιδάκι, ένα χρόνο αργότερα.
Τότε το ’79 θα ήταν, σίγουρα. Είχε κριτήριο ο Μάνος, όμως! Ο
Βασίλης είναι ένας σπουδαίος τραγουδιστής που σφράγισε το χατζιδακικό έργο και
που με μένα προσωπικά συνδέεται άρρηκτα, εφόσον τραγούδησε τη «Μπαλάντα
των αισθήσεων και των παραισθήσεων» σε δικούς μου στίχους. Του χρωστάω, όπως
χρωστάω πολλά και στον Νταλάρα που το είπε λίγο αργότερα από συναυλία και το
έστειλε στα 500.000 κομμάτια!
Ποιοι ήταν οι πρώτοι στίχοι σας, λοιπόν, που μελοποίησε ο Χατζιδάκις;
Δεν μελοποίησε ποτέ ο Χατζιδάκις στίχους μου, εγώ έγραφα
πάνω σε μουσικές του. Η πραγματική μας συνεργασία ξεκίνησε με τις «Μπαλάντες
της οδού Αθηνάς», όταν μου είπε ότι ήθελε να ανεβάσει στην Πλάκα το έργο σαν
μια καθαρά μουσική παράσταση. Παράλληλα, συγχρόνως σχεδόν, ετοίμαζε την
«Πορνογραφία». Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, αλλά ενώ τα έζησα αυτά, έκανα
αλλού focus τότε, στις παρέες μου και στις αγάπες μου. Ούτε κατά διάνοια δεν
ήξερα τι συμβαίνει, απλά ήξερα ότι συνεργάζομαι με τον Μάνο Χατζιδάκι και έπρεπε
να κάνω το καλύτερο με την επιθυμία να τελειώσει γρήγορα για να πάω να βρω τους
φίλους μου. Σχεδόν όλα τα τραγούδια μας γράφτηκαν πάνω σε ήδη υπάρχουσες
μελωδίες του Μάνου.
Η Μαίρη Δαλάκου μου είχε πει πως γράψατε μάνι – μάνι το ένα
μέρος από τις «Τρεις Ρόζες» στην «Πορνογραφία».
Όλα τα κομμάτια, παιδιά, μάνι – μάνι γραφόντουσαν. Αυτό που
λένε με στίχους πάνω στα πακέτα τσιγάρων, είναι αλήθεια. Τα πράγματα γίνονταν
τελευταία στιγμή, που ήταν όλα φορτισμένα και καταλάβαινες τι σου έλειπε. Και
στις «Μπαλάντες…» το ίδιο συνέβη. Όταν έγραψα, ας πούμε, το «Στη μνήμη μιας
παλιάς φωτογραφίας» είχα τη μάνα μου στο μυαλό μου, γιατί είχε πεθάνει
πρόσφατα.
Αυτό είναι συγκλονιστικό τραγούδι με την ανυπέρβλητη
ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου!
Όντως και τώρα που μου το λέτε, πρέπει να το βάλω αυτό το
τραγούδι στο πρόγραμμα στο Άλσος!
Έτσι ντύσατε με στίχους σας και τη μελωδία στο «Χορό του
Βαρτάν» από το «America – America».
Αυτό ήταν ένα τρίτο project, «Τα Κινηματογραφικά», που δεν
ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ναι, για τη φωνή του Βασίλη Γισδάκη, όπως είχε σημειώσει και
ο Νίκος Γκάτσος κάτω από τους στίχους του για το «Ταξίδι», πάλι από το «America
– America».
Μάλιστα. Εμένα μου’ χε δώσει ο Μάνος τη μουσική από το
«Blue», το «Χορό του Βαρτάν» κι ακόμη ένα, το οποίο δεν έφτιαξα και γι’ αυτό
δεν ξέρω πως να το ονομάσω τώρα. Μιλάγαμε πια για «Τα Κινηματογραφικά». Γύρω
στο 1985 – 86 άρχισα να το «χάνω». Πήγαινα στο σπίτι του Μάνου, κάναμε παρέα,
συζητάγαμε για επόμενα projects, αλλά το Τρίτο Πρόγραμμα είχε τελειώσει κι εγώ
ήμουν αλλού.
Συζητάγατε τα προσωπικά σας με τον Χατζιδάκι;
Με άλλους τα συζητούσε τα δικά του, με μένα ποτέ. Εγώ δεν
ήθελα να περάσουμε στο κομμάτι του τι κάνουμε τα βράδια. Μπορεί να μου έλεγε
«Πήγαινε βρες το τηλέφωνο του τάδε», αλλά μέχρι εκεί, δεν γινόταν παραπάνω
κουβέντα. Δεν ήταν ότι κρυβόμασταν, μπορεί να ήξερε με ποιον ήμουν ερωτευμένος
και να μου έκανε κι αστεία, αλλά μέχρι εκεί.
Πότε αρχίσατε να δίνετε και σε άλλους στίχους σας;
Στην αρχή ήμουν πάρα πολύ προσεκτικός λόγω Χατζιδάκι. Μου
είχε προτείνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη να δώσω στίχους μου στον Θάνο Μικρούτσικο
για το «Βίκτωρ – Βικτώρια». Ήμουν επίκαιρος, είχα κάνει Χατζιδάκι, έγραφα στον
«Ταχυδρόμο» και την Αλίκη τη βόλευε όλο αυτό. Είπα όχι, χωρίς να ρωτήσω τον
Μάνο, καθώς ήξερα ότι δεν θα του άρεσε τη στιγμή που κάναμε μαζί δουλειά.
Σας τιμάει αυτό.
Έτσι ήμουν εκείνη την εποχή. Σιγά – σιγά, με την αρωγή του
Μάνου, άρχισα να δίνω στίχους στον Γιώργο Μαρίνο. «Βέβαια, να δώσεις» μου είχε
πει, «αφού κι εμείς δίνουμε με τον Γκάτσο». Ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο είχαν
κάνει δύο δώρα του Μαρίνου, τα οποία μετά εντάχθηκαν στην «Πορνογραφία», το
«Έλα σε μένα» και την «Παναγία των Πατησίων». Δούλευα για δυο – τρία χρόνια στα
προγράμματα του Μαρίνου, αποδίδοντας στα ελληνικά τραγούδια από διάφορα
μιούζικαλ.
Είχατε καταλάβει τότε ότι η στιχουργική είναι ο μοναδικός δρόμος σας;
Όχι, δεν το έκανα κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου. Δεν
συγκεντρώθηκα στο να γίνω ένας καλός στιχουργός, συγκεντρώθηκα σε διάφορα άλλα…
Μίλαγα τις προάλλες με τη στιχουργό Ελένη Φωτάκη και μου
σχολίαζε ως ελάττωμα αν κάποιος γράφει περιστασιακά και δεν «τρίβεται» με τον
στίχο.
Η Φωτάκη έχει γράψει ωραία πράγματα και τώρα κάτι ετοιμάζουν
με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Την εκτιμώ και συμφωνώ μαζί της. Κάποτε είχε
γίνει ένας μεγάλος καυγάς στον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο, που είχαμε
μαζευτεί διάφοροι. Το θέμα ήταν τι θα πει ερασιτέχνης και τι επαγγελματίας. Εγώ
ήμουν υπέρ του ερασιτέχνη και μάλιστα κι ο Χατζιδάκις υποστήριζε πως
ερασιτέχνης = εραστής της τέχνης. Εκείνη την εποχή με βόλευε να δηλώνω
ερασιτέχνης, καθώς τα’χα όλα μπερδεμένα, τραγούδι, κλαμπ, ξενύχτια.
Ίσως γι΄αυτό να έχετε και την υγειά σας σήμερα παρά τα τόσα
προβλήματα που περάσατε. Μιλάω για την ελευθερία των κινήσεων σας.
Αυτό είναι και το βαθύτερο «Δόξα τω Θεώ» μου! Δεν το έκανα
λογικά, αλλά με πήγε. Ακόμη και το ότι βρισκόμαστε εμείς αυτή τη στιγμή και
μιλάμε, που είναι μία διαδρομή, δεν έγινε ποτέ συνειδητά. Όταν έκανα κάτι, το
έκανα με ενθουσιασμό και πάθος. Να πω, βέβαια, ότι στιχουργός του Χατζιδάκι
έγινα με το πρώτο μας τραγούδι με τον Τάσο Μελετόπουλο για τους Αγώνες
Κέρκυρας. Χρωστάω πολλά στο κομμάτι που ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου!
Πως είχε γίνει η επιλογή της Τσανακλίδου για το τραγούδι;
Ήτανε φίλη μας, αγαπιόμασταν και κάναμε παρέα. Εκείνη ήταν
ήδη γνωστή, εμείς δεν ήμασταν. Της το προτείναμε και το ήθελε, γιατί δεν θα της
ξαναδινόταν ευκαιρία να την διευθύνει ο Χατζιδάκις. Υπήρχε μια διαδικασία
επιλογής των τραγουδιών από επιτροπή, μέλη της οποίας ήταν ο Κουρουπός, ο
Κυπουργός, ο Κοντογεωργίου κ.α. Υπήρχαν κανόνες επίσης! Έστελνες τρεις
χωριστούς φακέλλους: Ο ένας περιείχε την κασέτα με το τραγούδι, ο άλλος τους
στίχους και ο τρίτος τα στοιχεία των δημιουργών. Ηθικές αξίες παλιών αρχών, αλλά
πολύ ωραίες, δηλαδή δεν άνοιγε ο φάκελλος με τα ονόματα αν απορρίπτετο το
τραγούδι. «Δεν χρειάζεται να το μάθουμε», έτσι λέγανε κι έτσι εμάς μας πέρασαν.
Με φωνάζει ο Χατζιδάκις στο γραφείο του: «Να σου πω, γράφεις στίχους;»…«Ναι,
γράφω»…«Και γιατί δεν μου τό’χες πει;»…«Και γιατί να σας τό’λεγα;»…«Έχεις
υπόψιν σου ότι κι εγώ γράφω μουσική, ε;»…Έτσι μου έφερε την κασέτα με τις
μουσικές από τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς»!
Πως σχολιάζετε το ότι ο Χατζιδάκις δεν γούσταρε τις φίρμες,
αλλά δούλευε με τον Λιούγκο, τη Βενετσάνου, τον Λέκκα και την Πασπαλά;
Δεν ήθελε φίρμες! Δεν ήθελε να μαρκαριστούν τα τραγούδια του
από πολύ δυνατές χαρακτηρισμένες φωνές. Θεωρούσε ότι μια μεγάλη τραγουδίστρια,
ακόμη κι η Edith Piaf αν ζούσε, μεταμόρφωνε το τραγούδι σε κάτι δικό της.
Και σίγουρα δεν συμπαθούσε τα υψηλά μεροκάματα στα μαγαζιά
και τις συναυλίες.
Ισχύει, ναι. Πως τά’χεις καταφέρει, εσύ ρε φίλε, και τα
ξέρεις όλα για τον Χατζιδάκι; (γέλια) Ο Μάνος δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει
μαέστρος κλπ., ήταν ένας άνθρωπος αφιερωμένος στο τραγούδι. Ο Γκάτσος, που
υπήρξε φίλος, αδερφός και μέντορας του, δεν θα μπορούσε να γίνει Ελύτης;
Σίγουρα θα μπορούσε, αλλά αγάπησε και υπηρέτησε το τραγούδι.
Ήταν και έξυπνος ο Γκάτσος, ήθελε να περνάει καλά κι αυτό,
κατ’ εμέ, τον τιμάει ακόμα πιο πολύ. Έδινε τραγούδια στη Μούσχουρη και οι
διεθνείς πωλήσεις της, εξασφάλιζαν και στον ίδιο μια πιο άνετη ζωή.
Σωστά, δεν κυνήγησε ποτέ ένα Νόμπελ. Ακόμη κι αν τα
τραγούδια του δεν γινόντουσαν σουξέ, ήταν ευτυχισμένος που τα έκανε. Για τη
Μούσχουρη έγραψε και το «Στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα» που δεν θα περίμενε να
γίνει επιτυχία! Πάντως, σε σχέση μ’ αυτό που λέγαμε πριν, ναι μεν ο Μάνος
εκτιμούσε και θαύμαζε τραγουδιστές σαν τον Νταλάρα και την Αλεξίου, αλλά δεν θα
πέταγε τη σκούφια του για να κάνει δίσκο μαζί τους. Είχε θέμα με τις «διάσημες»
φωνές και μην ξεχνάμε την ιδιαίτερη σχέση του με το τραγούδι. Παίζαμε στο Ηρώδειο,
χειροκροτούσαν από κάτω κι αυτός γινόταν έξαλλος. Γιατί, στην «Πορνογραφία» τι
έκανε; Έφευγε που έφευγε ο κόσμος στα μισά, αυτός στο β’ μέρος έβγαζε έναν
ηθοποιό να κάθεται σε μία καρέκλα και να κοιτάει το κοινό. Μετά από δύο λεπτά,
άλλος ηθοποιός με καρέκλα καθόταν δίπλα στον πρώτο. Ο κόσμος φώναζε: «Τι ειν’
αυτά, ρε;» και γιουχάιζε!
Ας πάμε τώρα και στα τραγούδια που κάνατε τα επόμενα χρόνια και που έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Είχα ξεψαρώσει. Ήρθε μία εποχή που ξεκαθαρίστηκε μέσα μου η
στιχουργική. Στο ενδιάμεσο έκανα κι άλλα, όπως μεταγλωττίσεις για ταινίες της
Ντίσνεϊ. Η δεύτερη καλή περίοδος μου μετά τον Χατζιδάκι ήρθε με την Ευανθία
Ρεμπούτσικα και τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Η Φρόσω Ράλλη έκανε μια σειρά που
λεγόταν «Εσύ αποφασίζεις» κι ήθελε ένα τραγούδι κάθε βδομάδα. Έτσι βάλαμε μπρος
και γράφαμε κάθε βδομάδα. Ήταν τότε που ήθελαν να βγάλουν τον Γιάννη Κότσιρα
και το πράγμα έδεσε ωραία. Το πρώτο CD του Κότσιρα είχε την «Αλεξάνδρεια» και
το «Λέει – λέει», πολύ ωραία τραγούδια. Ο Γιάννης Ξανθούλης έκατσε και μας
έγραψε ένα πολύ ωραίο κομμάτι για την «Αλεξάνδρεια», κάτι πρωτοφανές για
χρονογράφο, και μας βοήθησε πολύ.
Μα ήταν και ένα αριστούργημα το τραγούδι αυτό!
Έτσι πήρα μπροστά πάλι και ακολούθησαν ο Χρήστος
Νικολόπουλος με τις «Ορθοπεταλιές» για τη φωνή του Κώστα Μακεδόνα, οι
συνεργασίες με την Πασπαλά με την Ευανθία και τον Παναγιώτη, αλλά και με τον
Νίκο Αντύπα, κομμάτια που κάναμε μαζί με τον Νότη Μαυρουδή και με τον Γιώργη
Χριστοδούλου, έναν καλλιτέχνη που αγαπώ και εκτιμώ πολύ.
Περνούσαν χρήματα απ’ τα χέρια σας;
Στην εποχή του συμβολαίου μου με τη SONY, κάναμε κι ένα
δίσκο με τον Μελετόπουλο και τον Δημόπουλο, που πήγε άκλαυτος, αν και έγινε με
όλες τις σωστές προϋποθέσεις. Βγάζαμε χρήματα έναντι συμβολαίου χωρίς ποτέ να
αφιερωθώ σε κάτι συγκεκριμένο επαγγελματικά. Ασυνείδητα, γιατί την άλλη μέρα,
μετά από ένα καλό ξενύχτι, δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Αυτή ήταν η
αλήθεια.
Δοκιμάσατε και μία άλλη δυσάρεστη εμπειρία κι εδώ αναφέρομαι
στη φυλάκιση σας. Εκ φύσεως, τρέφω μία συμπάθεια προς όλους τους έγκλειστους
ανθρώπους.
Δεν έχεις άδικο, είναι μία ιδιαίτερη εμπειρία. Είναι άλλο να
το ζεις και άλλο να το διηγείσαι, καλή ώρα, αλλά εμένα δεν ήταν και η χειρότερη
εμπειρία όσων έχω περάσει στη ζωή μου. Το διαχειρίστηκα καλά, υιοθέτησα έναν
πολύ συγκεκριμένο ρόλο σε ότι αφορούσε τις συμπεριφορές μου, έλεγα «Δεν σε
παίρνει εδώ μέσα να είσαι το τρελοκομείο που ήσουν εκεί έξω, δεν ανοίγεσαι, δεν
είσαι αυθόρμητος»…
Πόσο μείνατε στη φυλακή;
Έξι μήνες. Γεμάτους.
Δεν ήταν και λίγο.
Ο Τάσος έμεινε πιο πολύ, ένα χρόνο, αλλά στο Ναύπλιο. Εγώ
στον Κορυδαλλό…Μαύρο Κορυδαλλό, άσ’το…Στο μεταξύ, είχε μόλις βγει το «Πρώτο
Θέμα» του Θέμου Αναστασιάδη και του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου. Η Μανίνα
Ζουμπουλάκη, αν θυμάμαι καλά, μεσολάβησε ώστε να γράφω μια φορά τη βδομάδα
γράμματα μέσα απ’ τη φυλακή. Έγινε μια στήλη που ονομάστηκε «Γράμματα απ’ τη
φυλακή του Άρη Δαβαράκη», τα οποία παρέδιδα κάθε Δευτέρα και Τετάρτη με το
επισκεπτήριο. Έγραφα τα κείμενα σ’ ένα τετράδιο και αμέσως δημοσιεύονταν σε μια
εφημερίδα που αμέσως έγινε η πρώτη σε κυκλοφορία. Βρέθηκα έτσι σε μια
προνομιούχα θέση.
Άλλαξε η στάση των άλλων στη φυλακή δηλαδή;
Χέστηκαν, σιγά μη διάβαζαν «Πρώτο Θέμα», αλλά μιλάω για τους
διευθυντές που μου την έλεγαν του στυλ «Ε, μη γράψεις και ότι όλα είναι
χάλια εδώ μέσα»…
Κλάψατε καθόλου μεσ’ στη φυλακή;
Νομίζω ναι, αλλά δεν θυμάμαι τη στιγμή και τον λόγο. Κάτι
συναισθηματικό θα συνέβαινε. Πρώτα απ’ όλα, ενόσω ήμουν φυλακή, πέθανε η Μαρίκα
Τζιραλίδου και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία. Και μόνο που το έμαθα,
κατέρρευσα, ήταν αγαπημένη μου φίλη. Θυμάμαι και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, που
είχε περάσει από τη φυλακή, για να μου έφερνε ένα τραγούδι. Κι άλλοι φίλοι.
Πολλοί…Με βοήθησε πολύ αυτό, όπως και η προσευχή. Κάθε μέρα έκανα τον εσπερινό
μου στον προαυλισμό. Ξέρω απ’ έξω τα λόγια του εσπερινού και το έκανα, περπατώντας
γύρω – γύρω.
Πως σας αντιμετώπιζαν οι συγκρατούμενοι;
Κάποιος πιο κοντινός μου, μου είπε κάτι: «Άρη, όλοι νομίζουν
ότι στο προαύλιο περπατάς και παραμιλάς, μιλάς μόνος σου». Σταματούσα και στα
δεντράκια να δω αν έβγαλαν φύλλα τον Μάρτιο, τέτοια έκανα. Σημειωτέον, στη
φυλακή υπήρχε και μια πολύ καλή βιβλιοθήκη. Ξαναδιάβασα όλους τους κλασικούς,
τους Ρώσους, τα πάντα και μάλιστα σε αγγλικές εκδόσεις.
Γνωρίζατε ότι θα βγαίνατε στους έξι μήνες;
Όχι. Κάναμε κάθε μήνα αιτήσεις και ο Τάσος κι εγώ, αλλά τις
απέρριπταν, αφού θεωρούμασταν ιδιαιτέρως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.
Πρέπει να σας πω τι ακουγόταν τότε πολύ: «Ο Δαβαράκης με τις
κόκες του» λέγανε όλοι.
Ναι, αλλά καμία σχέση δεν είχε αυτό με το κατηγορητήριο, το
οποίο έλεγε ότι στο πρώην μαγαζί του Τάσου, που είχε νοικιάσει σε τρίτους,
γινόταν και εμπόριο ναρκωτικών. Μπορούσες – και καλά – να αγοράσεις ένα
«τσιγάρο» ή ένα χάπι ecstasy κλπ. Όχι μόνο δεν αποδείχτηκε, αλλά αθωωθήκαμε
πλήρως και, μάλιστα, στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια που προσφύγαμε, όχι μόνο επίσης
αθωωθήκαμε, αλλά αξίωσαν να μας δοθεί και μία τυπική αποζημίωση. Την πλήρωσε το
ελληνικό κράτος για το λάθος της δικαιοσύνης του, γιατί μας προφυλάκισαν και
δεν μας καταδίκασαν.
Πιστεύετε ότι υπήρχε ένα είδος ρεβανσισμού από πίσω;
Δεν μπορώ να καταλάβω, πραγματικά…
Μιλάω για πολιτικά αίτια.
Δεν τολμάω να διανοηθώ κάτι τέτοιο, αλλά ήταν μια περίοδος
που έβριζα πολύ τον Γιαννόπουλο του ΠΑΣΟΚ και όλο το δικαστικό σώμα. Δεν έχω
στοιχεία, αλλά σίγουρα υπήρχε ένας θυμός απέναντι μου από το κατεστημένο του
Γιαννόπουλου ως Υπουργού Δικαιοσύνης. Είχα κόντρα μαζί του…Μου έστελνε κάτι
σημειώματα απίστευτα όταν δούλευα στην εφημερίδα «Εξουσία» του Ανδρουλιδάκη και
έγραφα το οπισθόφυλλο.
Απειλητικά σημειώματα;
Όχι…Πρόστυχα!
Σιχαμένα, ομοφοβικά, της σχολής της «Αυριανής» που έτσι κι αλλιώς ήταν
ομοφοβική. Το θεωρούσαν πολύ σπουδαίο να μας πουν «πουστάρες» ή «παλιαδερφές».
Εμένα, ωστόσο, στα αρχίδια μου, γιατί άμα δεν εκτιμάς κάποιον, δεν σε ενοχλεί
και η ύβρις του. Εκεί που τσούζει και πονάει είναι να σε βρίζει ένας που
εκτιμάς και σε προβληματίζει αυτό, λες «μήπως κάπου έχει δίκιο;»
Έχουν περάσει
σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και, ναι, σίγουρα είναι κρίκος. Είναι έξι μήνες απ’ τη
ζωή μου, που μου μάθανε πάρα πολλά. Είχα μία άλλη εικόνα για τους ανθρώπους και
ίσως γι’ αυτό έπρεπε να πάω φυλακή. Πριν διαχώριζα τους ανθρώπους σε αστούς και
μη αστούς, σε καλλιεργημένους και μη καλλιεργημένους, εκεί κατάλαβα όμως πως
όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι.
Μου κάνει
εντύπωση αυτό που λέτε. Τόσα χρόνια δεν συναναστραφήκατε ανθρώπους μη
καλλιεργημένους, λούμπεν έστω;
Θα μπορούσα, αλλά
δεν είχε συμβεί, οπότε συνέβη το άλλο. Πιστεύω σε μία οικονομία και γι’ αυτό
λέω «Δόξα τω Θεώ» επειδή μπορώ ν’ απαντήσω στο ερώτημα σου, καταλαβαίνοντας τι
λες. Έμαθα πράγματα, παντού μαθαίνεις συνέχεια.
Είναι ένα άγραφο
βιβλίο ο άνθρωπος;
Από κάθε στιγμή
και στο εξής, ναι, είμαστε άγραφο βιβλίο. Δεν είμαστε, όμως, με βάση του τι
κουβαλάμε πίσω μας. Όχι με την έννοια των επιτευγμάτων μας, αλλά μ’ αυτή των
εμπειριών μας.
Διακοπές κάνετε;
Όσο μπορώ, γιατί
υπάρχει και το οικονομικό θέμα. Ζω τώρα στο κέντρο, στο Κολωνάκι, σ’ ένα μικρό
δυαράκι, στην Κανάρη, έχοντας χαμηλώσει εντελώς τα έξοδα μου. Πρέπει να
ομολογήσω ότι αν δεν είχα τους φίλους μου, θα ήμουν άστεγος. Δεν έχω τίποτα,
κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε καρέκλα, ούτε ποδήλατο. Πήγαμε και διαλύσαμε
και την ΑΕΠΙ, εκεί που είχα τη σιγουριά ότι με τα λεφτά ενός εξαμήνου θα
πλήρωνα έξι νοίκια μου μαζεμένα…Τα περίμενε ο ιδιοκτήτης μου κάθε Ιούλιο και
Δεκέμβριο…Ήταν η σύνταξη μου, γιατί εγώ δεν έχω σύνταξη.
Ούτε σύνταξη
έχετε;
Ούτε! Τίποτα δεν
έχω! Χέσε μέσα…(γέλια)
Κατά μία έννοια,
τηρείτε απόλυτα το χριστιανικό παράδειγμα του πένιτος.
Πες το μου κι
αυτό! Ευτυχώς έχω καλούς φίλους, όπως είπα, που νοιάζονται για το θέμα.
Δεν είχατε πρόταση να γράφετε κάπου;
Καμία! Κι έχω χτυπήσει πολλές πόρτες! Κυρίως όχι ακούω σε
όσα πράγματα δεν έχουν σχέση με το τραγούδι. Δεν θέλω να κάνω εικασίες για ποιο
λόγο γίνεται αυτό. Νομίζω, για να μην το πολυκουράζουμε, ότι οι αρνήσεις
οφείλονται στο στένεμα του χώρου, που μπορείς να έχεις άποψη. Σου λέει: «Ο
Δαβαράκης έχει το τράτο να φτιάχνει ένα site υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον Τσίπρα
αυτοπροσώπως» και μετά από πέντε μήνες βγάζω ένα άρθρο που λέω ΝΑΙ στο
δημοψήφισμα. Λογικό δεν είναι να πει ο άλλος: «Φίλε, δεν μπορώ να συνεννοηθώ
μαζί σου;» Οι μεν και οι δε το ξέρουν αυτό σε μια εποχή που τα ΜΜΕ είναι
ξεκάθαρα τοποθετημένα πολιτικά.
Θα λέγατε τι ψηφίσατε στις τελευταίες εκλογές;
Όχι, γιατί είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που καταλαβαίνω
γιατί είναι μυστική η ψήφος, επειδή μετά θ’ αρχίσει ο καθένας να σε βάζει σε
ομάδα.
Ένα σχόλιο τότε για τους τέσσερις μήνες με ΝΔ στην
κυβέρνηση;
Προσπαθώ να μην το παρακολουθώ από πάρα πολύ κοντά.
Αγριεύομαι όταν ακούω πόσο γλυκά θα μας δείρει ο κ. Βορίδης…Έχω καταλάβει πια,
στα 66 μου, ότι όλοι αυτοί, της πολιτικής, έχουν άλλες προτεραιότητες, τα δικά
τους οικονομικά θέματα και όχι την οικονομία της Ελλάδας. Μιλάω για όλα τα
κόμματα ανεξαιρέτως.
Δηλώσατε πολλές φορές την ηλικία σας. Σας απασχολεί τόσο
τελικά;
Ναι, δεν το φανταζόμουν, τό’πα στην αρχή…Εδώ η σκέψη παίζει
σε δύο ταμπλό: Μωρέ, θα πάω και 76, και 86, και 96, και 106 μπορεί, γιατί την
αγαπάω τη ζωή. Παρόλο που σωματικά ξέρω πως θα’ναι όλο και πιο δύσκολα.
Κοιτάζετε την υγεία σας σήμερα;
Όχι. Έκανα πρόσφατα μια εγχείρηση για να βγάλω μια πέτρα απ’
το νεφρό και έφυγε όλο το νεφρό, γιατί ήταν χάλια. Είχα τρομερούς πόνους, αλλά
τους απέδιδα στην πέτρα. Πέρναγε ο πόνος και το άφηνα…
Τι πιστεύετε ότι θα περάσει από τα μάτια σας λίγο πριν τα
κλείσετε για πάντα;
Ελπίζω να βλέπω κάτι που θα με κάνει να χαμογελάω, νά’χω
μπει ήδη σε ένα fade in/ fade out. Έχω μία βεβαιότητα: Ότι συνεχίζουμε!
Κάποιος θα σας παραλάβει δηλαδή; Και δεν εννοώ τον Άγιο
Πέτρο.
Πάντα με καθοδηγεί κι από δω που είναι, δεν φαντάζομαι να
σταματήσει αυτό επειδή το σώμα θά’χει πια παραδώσει. Όλο αυτό που εκφράζω, που
είμαι, που εκπέμπω, απλώς πλαισιώνει την άχρηστη ύλη.
Κι όταν τέλος πάντων συμβεί κι αυτό, τι πιστεύετε ότι θα
θυμίζει το «σχήμα» Άρης Δαβαράκης;
(σκέφτεται) Η σκέψη μου για το θάνατο είναι όχι τι θα μείνει
εδώ, αλλά τι θα πάρω εγώ μαζί μου. Θα’χω καταφέρει να πάρω το μάθημα, για το
οποίο ήρθα κι έζησα; Έχει νόημα η ζωή μας, για κάποιο λόγο είμαστε εδώ ασχέτως
αν καμιά φορά το πλησιάζουμε ενστικτωδώς. Η συνέχεια του ταξιδιού πρέπει νά’χει
πολύ πράγμα, πάντως.
Κύριε Δαβαράκη, σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ. Τόσο ελεύθερα δεν νομίζω να’χω ξαναμιλήσει σε
συνέντευξη.
* Πρώτη δημοσίευση: koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου