Η περιπλάνηση ξεκίνησε νωρίς τα χαράματα από τις προσφυγικές κατοικίες και τους εξαθλιωμένους μαχαλάδες της Κρεμμυδαρούς. Προσπέρασα αποστεωμένα παιδιά με κοντά παντελόνια. Με προσπέρασαν γυναίκες, μαυροντυμένες ψηλόλιγνες φιγούρες, που σε ένα κάρο συνόδευαν το νεκρό τους. Ο Ανέστος είχε βρεθεί πεταμένος σα σκυλί στο δρόμο, δέσμιος της σκόνης που δε σηκώνει αστεία...
Στο πλοίο που θα με μετέφερε στην Αμερική, ποιος ξέρει για πόσο καιρό βολοδέρνοντας στα κύματα, συνειδητοποίησα τους κώδικες επικοινωνίας των περιθωριακών ομάδων- τη δική τους μουσική έκφραση, απαλλαγμένη από κάθε μορφή δήθεν αισθητικής καλλιέπειας και με μοναδικό στόχο την άμεση μεταβίβαση του συναισθήματος.Πώς αλλιώς να αποδοθεί η τραχιά ζωή του πρόσφυγα, του χασικλή, του φυλακισμένου εκτός απ' την τραχύτητα της φωνής και του οργάνου;
Εκεί, στην άλλη μεριά του πλανήτη, ήρθαν στο νου μου οι Λουόμενες του Πικάσο, ένα έργο των αρχών του 20ου αι., στο οποίο προδιαγραφόταν η παγκόσμια κυριαρχία των μαύρων.Αφουγκράστηκα την αγωνία των αστικοποιημένων μαζών να πιαστούν σα σανίδα σωτηρίας από την εκφραστικότητα και τη λιτότητα του αφρικανικού ρυθμού. Είδα με βδελυγμία μια ολόκληρη Αμερική να διώκει με τον πιο άγριο τρόπο τους, πρόσφατα απελευθερωμένους, μαύρους σκλάβους της, μα και την ίδια να σκλαβώνεται ανεπαίσθητα από τη μουσική τους.
Ταξίδεψα στην Αργεντινή της έξαψης του tango. Μία κιθάρα, ένα ποτάμι ινδιάνικο αίμα στις φλέβες και το επαναστατικό όραμα των νέων κοινωνιών αποδείχτηκαν ως το βασικό δημιουργικό υλικό για τροβαδούρους
σαν τον Κάρλος Γαρδέλ, τον Χούλιο Ντε Κάρο ή αυτόν με το μυστήριο αζτέκικο όνομα Αταουάλπα Γιουπάνκι.
Συναντήθηκα με αλήτες και πόρνες, βουλιάζοντας στη ραστώνη του καπνού.Απ' αυτούς τους ανθρώπους έμαθα ότι ο 20ος αι. κυλάει νότια, ακούγοντας τον ήχο της θάλασσας και τον αέρα της δικής μου Μεσογείου να συνοδεύει το σκληρό
κατακόρυφο της φωνής της Rosa Balistreri από τη Σικελία, τα τσακίσματα της Ρόζας Εσκενάζυ από την Πόλη, αλλά και τη γλυκύτητα της Amalia Rodrigues
από την Πορτογαλία.
Οι μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες και οι ασκημένες φωνές της όπερας παύουν να είναι πλέον οι μόνες άξιες λόγου μορφές έντεχνης έκφρασης και δίνουν μέρος των θέσεων τους στις λαϊκές φόρμες με τα λιτά όργανα και την άμεση εκδηλωτικότητα της προσευχής.
Καθώς οι δεκαετίες περνούν αντιλαμβάνομαι πώς από τις τέχνες δε μπορούν να λείπουν η κοινωνική άποψη και η θέση πάνω στα ιστορικά πράγματα της εποχής τους. Στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Ζαν- Λυκ Γκοντάρ παρατάει το γύρισμα και
στήνει οδοφράγματα με τους φοιτητές.Κάπου αλλού, ο Phil Ochs, ο Bob Dylan και ο Donovan παίρνουν θέση αρχαίου αοιδού και κρούοντας αντί για λύρα την κιθάρα τους, αφηγούνται τα προβλήματα του καιρού τους.
Είδα από μακριά- δίστασα να τον πλησιάσω- τον Μάνο Χατζιδάκι να κουβεντιάζει και να αστειεύεται με τη Grace Slick των Jefferson Airplane. Να δίνει συναυλίες σε εξεγερμένα πανεπιστήμια με μια τραγουδίστρια που ανακάλυψε τυχαία και που της άλλαξε το όνομα από Ελευθερία Παπαδαντωνάκη σε Φλέρυ Νταντωνάκη.
Διέσχισα τη συνοικία Height Ashbury με τα πολύχρωμα σπίτια και τις μυρωδιές από ανατολίτικα λιβάνια.Μια φωνή ανθρώπινη, σαν από λαβωμένο ζώο,
με παρέσυρε σ' αυτό, που γενιές ολόκληρες αργότερα θα κατονόμαζαν ως ψυχεδέλεια. Από το παρηκμασμένο Σαν Φρανσίσκο και τα μαραμένα πλέον λουλούδια, κατέληξα στη Χιλή, όπου προετοιμαζόταν το αιματηρό πραξικόπημα και πήρα μια γενναία δόση συγκινησιακής εκτόνωσης, καθώς ο πιο διάσημος Έλληνας μουσικοσυνθέτης παρουσίαζε μελοποιημένο το Κάντο Χενεράλ του Πάμπλο Νερούντα.
Πήρα την απόφαση κι επέστρεψα στην Ελλάδα.Μια Ελλάδα που ανάρρωνε από επταετή χολέρα με τους νέους να γεμίζουν, πότε τα στάδια και πότε τις μπουάτ της
Πλάκας.Διένυα απλώς την εποχή, όχι όταν γράφονταν κάποια τραγούδια, αλλά όταν εξαργυρώνονταν. Με περιέργεια είδα το δημοτικό τραγούδι να αποτελεί τραίνο νοερής φυγής για την, εγκλωβισμένη στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, μάζα, η οποία μέσα στη μεγαλομανία της έμοιαζε να αδιαφορεί για τις φωνές της υπαίθρου και το θρόισμα των ορεινών πεύκων.
Με ακόμη μεγαλύτερη περιέργεια είδα το αντάρτικο και το ρεμπέτικο να συναντιούνται και να ερωτοτροπούν στις μουσικές σκηνές. Ακόμη και το rock που κυνηγήθηκε με ξεχωριστό ζήλο, τώρα τελούσε υπό την αιγίδα του Υφυπουργείου Νέας Γενιάς.
Υποδέχθηκα την τελευταία και χειρότερη δεκαετία του 20ου αι. με την Κοινωνία του Θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ ανά χείρας. Ευτέλεια, χυδαιότητα, κατάθλιψη, ασημαντολογία, ανίατη αρρώστια. Πέταξα την τηλεόραση από τον τρίτο όροφο και ηρέμησα προσωρινά.
Κοντεύω 100 ετών και νιώθω ακόμη νέος! Κλείνω τα μάτια κι ακούω τη Φωνή, το μοναδικό μουσικό όργανο που ο καθένας διαθέτει όποτε το θελήσει. Με συνεπήρε η απλοϊκότητα του λαϊκού αισθήματος, ικανού να βοηθήσει την ανθρώπινη ύπαρξη, κάθε φορά που μετουσιώνεται σε Τέχνη. Θες, το λες ρεμπέτικο και tango, δε θες, το λες blues και rock' n' roll...
Ακούστηκαν οι:
Στελλάκης Περπινιάδης, Στέλιος Βαμβακάρης, John Lee Hooker, Carlos Gardel, Amalia Rodrigues, Asmahan, Georges Brassens, Φλέρυ Νταντωνάκη, Janis Joplin, Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Διονύσης Σαββόπουλος, Δόμνα Σαμίου, το συγκρότημα Σπυριδούλα και η Κατερίνα Γώγου...μια Παρασκευή απόγευμα, Σεπτέμβριος του 2006...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου